Translate

Δευτέρα 20 Ιουνίου 2016

65.H ΝΤΟΠΙΟΛΑΛΙΑ ΤΗΣ ΑΝΕΜΩΤΙΑΣ

65.    Εισαγωγή στη ντοπιολαλιά της Ανεμώτιας Λέσβου(Μυτιλήνη)


                                                  1   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 Με την παρούσα εργασία μου επιχειρώ εκτός των άλλων να συμβάλω στη διατήρηση της γλωσσικής μας κληρονομιάς. Τις λέξεις και εκφράσεις που θα βρει ο αναγνώστης τις κατέγραφα όταν μου έρχονταν ξαφνικά στο μυαλό. Πολλές από αυτές έρχονταν στη θύμιση μου κατά τη διάρκεια των νυκτερινών μου αϋπνιών ή συζητώντας με συγχωριανούς μου και περνώντας όσα άκουγα στο κινητό μου τηλέφωνο. Οι φίλοι μου με παρεξηγούσαν που ασχολιόμουν με το κινητό μου τηλέφωνο στην παρέα, σαν να έστελνα μηνύματα χωρίς ποτέ να τους δίνω εξηγήσεις. Πιστεύω ότι υπάρχουν και άλλες λέξεις και εκφράσεις που προέρχονται μόνο από την Ανεμώτια ή τη Βορειοδυτική Λέσβο, που θα χαιρόμουν να τις δέχομαι και να συμπληρώνεται το λεξιλόγιο αυτό.
         Η παραπάνω εργασία κράτησε μέχρι στιγμής περίπου τέσσερα χρόνια και χρειάστηκε να αναλωθεί πολλή μνήμη. Πιστεύω πως άλλοι συγχωριανοί μου μπορεί να τις κατέγραφαν γρηγορότερα αλλά εγώ ζω μακριά από τα Λεσβιακά κέντρα περίπου 50 χρόνια και δεν είχα τη ίδια ευχέρεια. Η συμβολή μου μπορεί να θεωρηθεί κυρίως ως πρόκληση. Έτσι περιμένω τους καλοπροαίρετους τουλάχιστον. Θα ήθελα επίσης να επισημάνω την αναγκαιότητα να υπάρξει και κάποιος που να έχει τη δυνατότητα και το χρόνο να το κάνει καλύτερα και πιο οργανωμένα. Ίσως κάποιος φιλόλογος, κάποιος νεαρός φοιτητής με την ευκαιρία κάποιου μεταπτυχιακού προγράμματος ή ακόμα και διδακτορικής διατριβής.

Είναι ενδεχόμενο να υπάρχουν λάθη, τα οποία θα χαιρόμουν να διορθώσω. Προς το παρόν με βοηθάει ο γιός μου ο Γιώργος που μου έφτιαξε και το blog μου.

Ορισμένες λέξεις έχουν Τουρκική προέλευση. Δεν το αναφέρω πάντοτε γιατί αποτελούν πλέον μέρος της έκφρασης των συμπατριωτών μου.


Πιστεύω ότι θα βοηθούσε να παραθέσω αρχικά ορισμένα ρήματα που να αποτελούν και δείγματα της γλωσσικής μας ιδιαιτερότητας.

Σημείωση 

Το (j) στο τέλος ή ενδιάμεσα μερικών λέξεων είναι για την προφορά. Δείχνει ότι πρέπει να προφερθεί παχύ. Αφορά κυρίως στις λέξεις που το προτελευταίο γράμμα είναι νι, κάπα ή λάμδα. 


2. ΚΑΠΟΙΑ ΡΗΜΑΤΑ

2α.Eίμαι
Στην Ανεμώτια:

Ενεστώτας
Eίμι, είσι, ένι, είμαστι, είσαστι, ένι
Παρατατικός- Αόριστος
ήμ, ήσ, ήνταν(j), ήμαστι ή ήμασταν(j), ήσαστι ή ήσασταν, ήνταν(j)


Στην περιοχή της πρωτεύουσας (Μυτιλήνη): 
το ήμουν = ήμνταν
Μέλλων
Θα 
Είμι,είσι,ένι,είμαστι,είσαστι,ένι.

 2β.Έχω
Στην Ανεμώτια:

Ενεστώς
Έχου, έχ(j)ς, έχ(j), έχουμι, έχ(j)ιτι, έχ(j)ιν(j)
Παρατατικός
Είχα,είχις,είχι,είχαμι.είχατι,είχαν(j)
Μέλλων
Θα 
Έχου ,έχ(j)ς έχ(j),έχουμι,έχιτι,έχιν(j)
Αόριστος
Είχα, είχις, είχι, είχαμι, είχατι, είχαν(j)

2γ. Έρχομαι
Στην Ανεμώτια:
Eνεστώτας
Έρχουμι, έρχισι, έρχ(j)ιτι, ιρχόμαστι, ιρχόσαστι, ιρχόνταν(j) ή αρχόνταν(j)
Παρατατικός
ιρχόμ,ιρχόσ,iρχόνταν(j),ιρχόμαστι,ιρχόσαστι,ιρχόνταν(j)
Μέλλοντας
Θα
Έρτου, θα έρκ(j)ς,θα έρκ(j),θα έρτουμι ,θα έρτιτι,θα έρτιν(j)
Θα ν'έρτου,θα ν' έρκ(j)ς,θα ν'έρκ(j),θα ν'έρτουμι, θα ν'έρτιτι,θα ν'έρτιν(j)

Mέλλοντας Διαρκείας
Θα
Έρχουμι(τακτικά ή αραιά και που)),έρχισι,έρχιτι,ρχόμαστι,ρχόσαστι,ρχόντιν(j)
Aόριστος
Ήρτα,ήρτις,ήρτι,ήρταμι ,ήρτατι ήρταν(j)
Παρακείμενος
Έχου έρκ(j),έχ(j)ς έρκ,έχ(j) έρκ(j),έχουμι έρκ(j),έχιτι έρκ(j),έχ(j)ν(j) έρκ(j)
Υπερσεντέλικος
Είχα έρκ(j),είχις έρκ(j),είχι έρκ(j),είχαμι έρκ(j),είχατι έρκ(j),είχαν(j) έρκ(j)
. Πηγαίνω(Φεύγω)(πηγαίνω)

Στην Ανεμώτια:
Ενεστώς
Παγαίνου, παγαίν(j)ς, παγαίν(j), παγαίνουμι, παγαίνιτι, παγαίνιν(j)
Έχει την έννοια του πηγαίνω κάπου αλλά και του φεύγω,αναχωρώ.
Παρατατικός
Πάγινα,πάγινις,πάγινι ,παγαίναμι,παγαίνατι,παγαίναν(j)
Έχει την έννοια του πήγαινα αλλά και του έφευγα 
Μέλλων
Θα 
Παγαίνου, παγαίν(j)ς,παγαίν(j),παγαίωουμιγαίνιτι,παγαίνιν(j)
Εδω έχει την έννοια του φεύγω
Μέλλων Διαρκείας
Θα 
Σημ:Παγαίνου,παγαίν(j)ς,παγαίν(j),παγαίνουμι,παγαίνιτι,παγαίνιν(j)
H ερμηνεία είναι ότι είμαι πρόθυμος να πηγαίνω αν με στέλνουν 
Αόριστος
Πάηκα,πάητσις,πάτσι,πάηκαμι,πάηκατι,πάηκαν(j)
Παρακείμενος
Έχου πάγ(j),έχ(j)ς πάγ(j),έχ(j) πάγ(j),έχουμι πάγ(j),έχιτι πάγ(j),έχ(j)ιν(j) πάγ(j)
Υπερσεντέλικος
Είχα πάγ(j),είχις πάγ(j),είχι πάγ(j),είχαμι πάγ(j),είχατι πάγ(j),είχαν(j) πάγ(j)


. Τρώγω
Στην Ανεμώτια:

Eνεστώτας
Τρώγου, τρώς, τρώ, τρώμι, τρώτι, τρών(j)
Παρατατικός
Έτρουγα,έτρουγις,έτρουγι,τρώγαμι,τρώγατι,τρώγαν(j)
Mέλλοντας
Θα 
Φάγου,θα φας,θα φα,θα φάμι,θα φάτι,θα φαν(j)
Mέλλοντας Διαρκείας
Θα
Τρώγου,τρώς,τρώ,τρώμι,τρώτι,τρών(j)
Στον αόριστο
Έφαγα, έφαγις, έφαγι, φάγαμι, φάγατι, φάγαν(j)

Παρακείμενος
Έχου φάγ(j),έχ(j)ς φάγ(j),έχ φάγ(j),έχουμι φάγ(j),έχιτι φάγ(j),έχιν φάγ(j)
Υπερσεντέλικος
Είχα φαγ(j),είχις φάγ(j),είχι φάγ(j),είχαμι φάγ(j),είχατι φάγ(j),είχαν(j) φάγ(j)

2στ. Κοιμάμαι
Στην Ανεμώτια:

Eνεστώτας
Tσμούμι ή τσ(j)μάμι, τσμάσι,τ(j)μάτι, τσ(j)μούμαστι, τσ(j)μούσαστι, τσ(j)μούντιν(j)
Παρατατικός
Τσμούμουν,τσμούσουν,τσμούνταν,τσμούμαστι,τσμούσαστι,τσμούνταν
Μέλλοντας
Θα 
Τσ(j)μηθώ,τσ(j)μηθείς,τσ(j)μηθεί,τσ(j)μηθούμι, τσ(j)μηθούτι, τσ(j)μηθούν(j)
Mέλλοντας Διαρκείας
Θα 
Τσμούμι ή τσμάμι,τσμάσι,τσμάτι,τσμούμαστι,τσμούσαστι,τσμούντιν)j)
Αόριστος
Τσ(j)μήθκα, τσ(j)μήθκις, τσ(j)μήθκι, τσ(j)μηθήκαμι, τσ(j)μηθήκατι, τσ(j)μήθκαν(j)
Παρακείμενος
Έχω τσ(j)μηθεί,έχ(j)ς τσ(j)μηθεί,έχ(j) τσ(j)μηθεί,έχουμι τσ(j)μηθεί έχιτι τσ(j)μηθεί έχ
Yπερσεντέλικος
Είχα τσ(j)μηθεί,είχις τσ(j)μηθεί,είχι τσ(j)μηθεί,είχαμι τσ(j)μηθεί,είχατι τσ(j)μηθεί,είχαν(j) τσ(j)μηθεί

. Μιλώ
Στην Ανεμώτια:

Eνεστώτας
Μλώ, μλάς, μλά, μλούμι, μλούτι, μλούν(j)
Παρατατικός
Μλούσα ή μίλαμ,μλούσις ή μίλασ,μλούσι(μίλα),μλούσαμι μλούσατι,μλούσαν(j)
Mέλλοντας
Θα 
Μλήξου, μλήξ, μλήξ(j), μλήξουμι, μλήξιτι,μλίξιν(j)
Μέλλοντας Διαρκείας
Θα
Μλώ,μλάς,μλά,μλούμι,μλούτι,μλούν(j)
Αόριστος
Μίλ(j)ξα, μίλ(j)ξις, μίλ(j)ξι, μλήξαμι, μλήξατι, μλήξαν(j)
Παρακείμενος
Έχου μλήξχ(j)ς μλήξ(j),έχ(j) μλήξ(j),έχουμι μλήξ(j),έχιτι μλήξ(j) έχιν(j) μλήξ(j)
Yπερσεντέλικος
Είχα μλήξ(j),είχις μλήξ(ξ),είχι μλήξ(j),είχαμι μλήξ(j),είχατι μλήξ(j),είχαν(j) μλήξ(j)

2η. Περπατώ
Στην Ανεμώτια:

Ενεστώτας
Πουρπατώ, πουρπατείς, πουρπατεί, πουρπατούμι, πουρπατούτι, πουρπατούν(j)
Παρατατικός
Πουρπάτγα,πουρπάτγεις,πουρπάτγει,πουρπατούσαμι,πουρπατούσατι,πουρπατούσαν(j)
πουρπατούσα,πουρπατούσις,πουρπατούσι,πουρπατούσαμι,ποτρπατούσατι,πουρπατού-σαν(j)
Μέλλοντας
Θα 
πουρπατήξου,πουρπατήξ,πουρπατήξ,πουρπατήξουμι,πουρπατήξιτι,πουρπατήξιν(j)
Mέλλοντας Διαρκείας
Θα
Πουρπατώ,πουρπατείς,πουρπατεί,πουρπατούμι,πουρπατούτι,πουρπατούν(j)
Aόριστος
Πουρπάτξα, πουρπάτξις, πουρπάτξι, πουρπατήξαμι, πουρπατήξατι, πουρπατήξαν(j)
Παρακείμενος
Έχου πουρπατήξ(j),έχ(j)ς πουρπατήξ,έχ(j) πουρπατήξ,έχουμι πουρπατήξ,έχιτι πουρπατήξ,έχιν(j) πουρπατήξ
Υπερσεντέλικος
Είχα πουρπατήξ(j),είχις πουρπατήξ(j),είχι πουρπατήξ(j),είχαμι πουρπατήξ(j),είχατι πουρπατήξ(j),είχαν πουρπατήξ(j)

Προστακτική: 
"πουρπάτγι βρέ ή μπρέ"

2θ. Πεινώ
Στην Ανεμώτια:

Eνεστώτας
Πνω, πνας, πνα, πνούμι, πνούτι, πνούν(j)
Παρατατικός
Πνούσα,πνούσις,πνούσι,πνούσαμι,πνούσατι πνούσαν(j) 
Μέλλοντας
Θα πνάσου,θα πνάγ(j)ς,θα πνάσ(j),θα πνάσουμι,θα πνάσιτι,θα πνάσιν(j)
Μέλλων Διαρκείας
Θα 
πνώ,πνας,πνα,πνούμι,πνούτι,πνούν(j)
Aόριστος
Πείνασα, πείνασις, πείνασι, πνάσαμι, πνάσατι, πνάσαν(j)
Παρακείμενος
Έχου πνάσ(j),έχ(j)ς πνάσ(j),έχ(j) πνάσ(j),έχουμι πνάσ(j),έχιτι πνάσ(j),έχιν πνάσ(j),
Yπερσεντέλικος
Είχα πνάσ(j),είχις πνάσ(j),είχι πνάσ(j),είχαμι πνάσ(j),είχατι πνάσ(j),είχαν(j) πνάσ(j)

. Θερίζω (αντιπροσωπευτικό των σε -ίζω-)
Στην Ανεμώτια

Ενεστώτας
Θιρίζου, θιρίγ(j)ς, θιρίγ(j), θιρίζουμι, θιρίζιτι, θιρίζιν
Παρατατικός
Θέρζα,θέρζις,θέρζι,θιρίζαμι,θιρίζατι,θυρίζαν(j)
Μέλλοντας
Θα
Θιρίσου,θiριγ(j)ς,θιρίσ(j),θιρίσουμι.θιρίσιτι,θυρίσιν(j)
Μέλλοντας διαρκείας 
Θα
Θιρίζου,θυρίγς,θυρίγ,θιρίζουμι,θιρίζιτι,θυρίζιν
Aόριστος
Θέρσα, θέρσις, θέρσι, θέρσι, θιρίσαμι, θιρίσατι, θιρίσαν
Παρακείμενος
Έχω θιρίσ(j),έχ(j)ς θρίσ(j),έχ(j) θιρίσ(j),έχουμι θιρίσ(j),έχιτι θιρίσ)j),έχιν(j) θιρίσ(j)
Υπερσεντέλικος
Είχα θιρίσ(j),είχις θιρίσ(j),είχι θιρίσ(j),είχαμι θιρίσ(j),είχατι θιρίσ(j) είχαν(j) θιρίσ(j)

. Σπρώχνω

Στην Ανεμώτια:
Ενεστώτας
Γκντώ, γκντάς, γκντά, γκντούμι, γκτούτι, γκτούν(j)
Παρατατικός
Γκντούσα,γκντούσις,γκντούσι,γκντούσαμι,γκντούσατι,γκντούσαν(j)
Mέλλοντας
Θα
Γκντήσου,γκτήγ(j)ς,γκντήσ,γκντήσουμι,γκντήσιτι,γκτήσιν(j)
Mέλλοντας Διαρκείας
Θα
Γντώ,γκτάς,γκντά,γκντούμι,γκτούτι ,γκντούν(j)
Αόριστος
'Εγκντησα ή γκούντσα,έγκντησιςή γκούντσις, έγκτησι ή γούντσι, γκντήσαμι, γκτήσατι, γκτήσαν(j) 
Παρακείμενος
Έχου γκντήσ,έχ(j)ς γκντήσει,έχ(j) γκντήσει,έχουμι γκντήσ(j),έχιτι γκντήσ(j),έχιν(j) γκντήσ(j)
Υπερσεντέλικος
Είχα γκντήσ(j),είχις γκνήσ(j),είχι γκνήσ(j),είχαμι γκντήσ(j),είχατι γκντήσ(j),είχαν(j) γκντήσ(j)

. Θυμάμαι
Στην Ανεμώτια:
Ενεστώτας
Θμούμι, θμάσι, θμάτι, θμούμαστι, θμούσαστι, θμούντιν(j)
Παρατατικός
Θμούμ,θμούσ,θμούνταν(j),θμούμασταν(j),θμούσασταν(j),θμούνταν(j)
Mέλλοντας
Θα
Θμηθώ,θμηθείς,θμηθεί,θμηθούμι θμηθείτι,θμηθούν(j)
Μέλλοντας Διαρκείας
Θα 
Θμούμι,θμούσι,θμούτι,θμούμ;αστι,θμούσαστι,θμούντι(j)
Αόριστος
Θμήθκα, θμήθτσις, θμίθτσι, θμηθήκαμι, θμηθήκατι, θμήθκαν(j)
Παρακείμενος
Έχου θμηθεί,έχ(j)ς θμηθεί έχ(j) θμηθεί,έχουμι θμηθεί έχιτι θμηθεί έχιν(j) θμηθεί
 
. Κοιμάμαι
Στην Ανεμώτια: 

Ενεστώτας
Τσ(j)μάμι ή τσμούμι, τσμάσι, τσμάτι, τσμούμαστι, τσμούσαστι, τσμούντιν(j)
Παρατατικός
Τσ(j)μούμ,τσ(j)μούσ,τσ(j)μούνταν(j),τσ(j)μούμαστι,τσ(j)μούσαστι,τσ(j)μούνταν(j)
 Μέλλων
Θα
Τσ(j)μηθώ,τσ(j)μηθείς,τσ(j)μηθεί,τσ(j)μηθούμι,τσ(j)μηθείτι,τσ(j)μηθούν(j)
Μέλλων Διαρκείας
Θα
Τσ(j)μαμι ή τσμούμι,τσ(j)μάσι,τσ(j)μάτι,τσ(j)μούμαστι,τσ(j)μούσαστι,τσ(j)μούντιν(j)
Αόριστος
Τσ(j)μήθκα, τσ(j)μήθκις, τσ(j)μήθκι, τσ(j)μιθήκαμι, τσ(j)μηθήκατι, τσ(j)μήθκαν(j)
Παρακείμενος
Έχω τσ(j)μηθεί,έχ(j)ς τσ(j)μηθεί,έχ(j) τσ(j)μηθεί,έχουμι τσ(j)μηθεί,έχιτι τσ(j)μηθεί,έχιν(j) τσ(j)μηθεί
Υπερσεντέλικος
Eίχα τσ(j)μηθεί,είχις τσ(j)μηθεί, είχι τσ(j)μηθεί,είχαμι τσ(j)μηθεί, είχατι τσ(j)μηθεί, είχαν τσ(j)μηθεί

. Kλαίω
Στην Ανεμώτια:
 
Ενεστώτας
Κλαίγου, κλαίς, κλαί, κλαίγουμι, κλαίγιτι, κλαίγιν(j)
Παρατατικός
Έκλιγα, έκλιγις, έκλιγι, κλαίγαμι, κλαίγατι, κλαίγαν(j)

Μελλοντας
Θα
Κλάψου,κλάψς,κλάψ,κλάψουμι κλάψιτι,κλάψιν(j)

Αόριστος
Έκλαψα,έκλαψις,έκλαψι,κλάψαμι,κλάψατι,κλάψαν(j)
Παρακείμενος
Έχου κλάψ(j),έχ(j)s κλάψ(j),έχουμι κλάψ(j),έχιτι,κλάψ(j),έχιν(j) κλάψ(j)
Υπερσεντέλικος
Είχα κλάψ(j),είχις κλάψ(j),είχι κλάψ(j),είχαμι κλάψ(j),είχατι κλάψ(j),είχαν(j) κλάψ(j)

.Λιέμι=γυρίζω εδώ και κει, 
Στην Ανεμώτια

Ενεστώτας 
Λιέμι,λιέσι,λιέτι,λιόμαστι,λιόσαστι,λιόντιν(j). 
Παρατατικός
Λιόμ ή λιόμουν,λιόσή λιόσουν,λιόνταν,λιόμασταν,λιόσαστι,λιόνταν



2ο. Τα ρήματα που καταλήγουν σε ευω, όπως παλεύω, γυρεύω:
Στην Ανεμώτια έμπαινε ένα "γ" ανάμεσα στα τελευταία το "υ" και το "ω" και το "ω" γινόταν "ου".
Έτσι είχαμε το ρήμα παλεύω= παλεύγου ή το ρήμα γυρεύω=γυρεύγου.
Επίσης είχαμε τα ρήματα που εκτός από το <<γ>> που έμπαινε πριν την κατάληξη η ίδια η κατάληξη αντί για  "ω" εκφέρεται "ου", όπως το ρήμα "ακούω" που εκφέρονταν ως "ακούγου". Έτσι έχουμε ακούγου, ακούγ(j)ς, ακούγ(j), ακούμι, ακούτι, ακούν(j) ή ακούγιν(j). Το ρήμα "τρέχω" προφέρονταν "τρέχου" κ.ο.κ.Όταν όμως το ρήμα τονίζεται στη λήγουσα όπως πατώ, πεινώ(πνω),περπατώ(πουρπατώ) ο κανόνας αυτού της κατάληξης του ου αντί του ω στα ρήματα δεν ισχύει.
 

 . Τα ρήματα που λήγουν σε "ίζω" (όπως μουρμουρίζω, ποτίζω κ.α - στη γενική εκφέρονται με κατάληξη ιγ(ι)ς και στην αιτιατική ιγ(j))
Στην Ανεμώτια:
μουρμουρίζω, μουρμουρίγ(j)ς, μουρμουρίγ(j), μουρμουρίζουμι, μουρμουρίζιτι, μουρμουρίζιν 


3. Το βοηθητικό μόριο "θα"
Στην Ανεμώτια:
Λέγεται "θη" (π.χ θη πάς τσι σύ στου καφινείου;) = θα πάς και εσύ στο καφενείο;)

4. Τα Κτητικά επίθετα
Π.χ. το "Τα χέρια τους"
Στην Ανεμώτια
"τα χέρια ντουν(j)"

5.Και το σήμα κατατεθέν του νησιού η κατάληξη <<ελλι> και τα επίθετα εις <<ελλης>>
Πρώτο γνωστό στο Πανελλήνιο το μωρό που λέγεται μουρέλ(j) και περιλαμβάνει και ηλικίες άνω των 40 ετών.Ορισμένα από τα αντικείμενα όπως π.χ  το ποτήρι λέγεται  πουτηρέλ(j)=το μικρό ποτήρι,παγιαβλέλ(j)=μικρός αυλός,κουβαδέλ(j)=μικρός κουβάςΔεν συνειθιζόταν π.χ.να λέγονται έτσι πολλά τρόφιμα όπως οι  ελιές που η μικρή ποσότητα του καρπού  λέγεται λιούδις όπως και τα μικρά δενδρύλλιά τους.Έτσι έχουμε και σαρδιλούδις,πατατούδις,Λεγόταν ομως τα αμύγδαλα αμυγδαλέλια,τα απίδια απδέλια,τα σύκα σκέλια,τα σταφύλια σταφλέλια,τα φασόλια φασλέλια,τα ψάρια ψαρέλια
Τα επίθετο ελλης  είναι αντίστοιχο άλλων περιοχών όπως ακης στην Κρήτη,ακος στη Λακωνια-Μάνη,ατος στα επτάνησα,ούδης στα της  Ανατολικής Ρωμυλίας που υποδηλώνουν κάτι το κοντό ,το αδύνατο κ.λ.π.ενός των προγόνων.
6. ΟΙ ΗΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ 

Διφτέρα
Tρικ(j)
Tιτάρκ(j) - παλιότερα Τιτράδ
Πέμκ(j) - παλιότερα Πέφκ(j)
Παραστσιβή
Σάββατου
Κυριακή - παλιότερα Τσιριατσί 

7. ΤΑ ΑΡΘΡΑ 

Το "ο" λέγεται "ου" ή "η", όπως "η Παναγιώκ(j)ς" πολλές φορές γίνεται "γη Παναγιώκ(j)ς" και ου Παναγιώκ(j)ς η Παναγιώκ(j)s .Πιο συνειθισμένο όμως το γη λέγεται όταν ακολουθείται από λέξη που έχει πρώτο γράμμα φωνήεν
Το "η" λέγεται και "γι", όπως "η Αθηνά" ή "γι΄Αθηνά"
Το "το" λέγεται "του", όπως "του μουρόμ", "του μουρέλιμ" 
Eπίσης το άρθρο ο κλίνεται ως εξής
η,γι,ου  π.χ αραμπάς
τ' ,           αραμπά
τουν(j),      αραμπά
γι,          αραμπάδις
τουν(j)   αραμπάδιν(j)

8. ΤΟ ΕΠΙΡΡΗΜΑ 
8α."ΕΔΩ" ''EKEI''
Στην Ανεμώτια
Έδιου
Έφτου & έφτου πέρα 
Έφνα & έφνα πέρα (αν είναι πιο μακριά) 


9. ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ
9α.  "ΕΓΩ" 

Eγώ, εσύ, αυτός, εμείς, εσείς, αυτοί
Στην Ανεμώτια:
ιγώ, ισ(j)ύ, τσ(j)είνους, ιμείς, ισ(j)είς, τσ(j)είνοι

9β. "ΕΚΕΙΝΟΣ" 

Eκείνος, εκείνη, εκείνο, εκείνοι, εκείνες, εκείνα 
Στην Ανεμώτια:
τσ(j)είνους ή τσε(j)είνουνας, τσ(j)είν(j), τσ(j)σείνου, τσ(j)είν(j), τσ(j)είνις, τσ(j)είνα ή τσ(j)είνανα

10.ΤΟ ΜΟΡΙΟ "ΘΑ" 

Όταν βάζουμε το "θα" μπροστά σε ρήμα και η κατάληξή του είναι σε "'άω" (όπως θα φάω, θα πάω) μετά το α μπαίνει ένα γ έτσι 
Στην Ανεμώτια:
Το θα φάω
Eκφέρεται "θη φάγου" και "θη φάγουμι", 
Το θα πάω 
Στην Ανεμώτια εκφέρεται
"θη πάγου" και "θη πάγουμι" και "θη παγαίνουμι" (θα φύγουμε). 

11. Η ΚΑΤΑΛΗΞΗ "ΕΛ"

Χαρακτηριστική είναι η χρήση της κατάληξης "ελ(j)" σε όλο το νησί της Λέσβου. Έτσι έχουμε λέξεις όπως του τυρέλ(j),του ψουμέλ(j),του μουρέλ(j),του κτέλ(j),του πουτηρέλ(j), του παπαδέλ(j), του κμαρέλ(J) που δείχνουν το μικρό μέγεθος, τη μικρή ποσότητα, τη μικρή ηλικία, το μικρόσωμο κ.λ.π.  



12. ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ

Έδουνα δε = Απορία για τις πράξεις κάποιου που θεωρούνται απαράδεκτες.
Έφνα πέρα=Εκεί πέρα, δείχνοντας

Άμα σ’κόψου μια = Άμα σου δώσω ένα μπάτσο - απειλή για ξύλο.
Άη σ’μάνας = Φεύγα από δω.Άντε στη μάνα σου 
Διαβόλ γιε διαβόλ = Βρισιά - γιέ του διαβόλου.
Ακ κακ ακ =Απορία και έκπληξη.
Άκγι = Άκου τι λέει ή τι κάνει.
Σα σι πιάσου θα σι σάσου = Άμα σε πιάσω θα σε δείρω
Για τ’όνουμα τ΄θιού = Έκφραση απορίας - τι είναι αυτά που βλέπω ή που κάνεις.
Tι ξέρου ιγώ = Πού να ξέρω.
Tι λέγ(j) γι’άθρουπους = Τι είναι αυτά που λέει ο άνθρωπος.
Aδικείσαι, κασμά =Αν νομίζεις ότι σε αδικούν πάρε ένα κασμά να σου φύγει ο θυμός
Και ντάκ ντούκ =Χτύπα τον κασμά και δεν θα έχεις κανένα πρόβλημα.
Kαλύτερα καν(j)ς τ ’δλιάς μι του μέλ(j) παρά μι του ξύδ =Καλλίτερα λύνεις τα προβλήματά σου με διπλωματία παρά με τον τσακωμό.
Μπρόμτα τσ’ανάστσιλα = Λόγια όχι με σωστή σειρά, μπερδεμένα.
Να τσι να = Έτσι κι έτσι
Τουν(j) κμασιώσαν(j) = Τον έβαλαν στο Κοτέτσι(κουμάσι στη  .Αλληγορία που σημαίνει ότι κάποιον τoν κατάφεραν να τον βάλουν γαμπρό στο σπίτι χωρίς τη συγκατάθεση των γονέων του με διάφορες περιποιήσεις.Λέγεται για τον σώγαμπρο.
Μούτ λάκ = Κάτι συμβαίνει
Βρέ μουρόμ =  Βρε παιδάκι μου .Στην ουσία είναι καλόπιασμα που κάνει κάποιος όχι μόνο στο παιδί του.
Άιντι λείψι μι = Άντε άφησέ με ήσυχο .
Δεν τ'αλουνίζιν τ'αυγά, τα τγανίζιν =Λέγεται για την προσπάθεια και τον αγώνα που πρέπει να δώσεις για να αποκτήσεις περιουσία.
Ούλα πιθαίνιν τα χούγια όχ(j)=Όλα πεθαίνουν οι κακές συνήθεις όχι
Κτσιά τρώς κτσιά μαρτυράς =Ανάλογα με την παιδεία σου,το χαρακτήρα σου, συμπεριφέρεσαι

Nα'χα μοίρα να'χα τύχη να'χα μια ψω..ή σαν πήχυ
Βαγ(j)ς του νιρό στου γδι τσι του κουπανάς =Βάζεις το νερό στο γουδί και το κοπανάς.Λέγεται γιαυτόν που δεν έχει τι να κάνει και κάνει βλακείες.
Όποιους πιθαίν(j) του λάκκου τ γιμίζ=Όποιος πεθαίνει τον τάφο του γεμίζει.Έκφραση που αναφέρετα στο γεγονός ότι ο άνθρωπος είναι μόνος και κάποτε θα ξεχαστεί.
Αυτός που κοιτάζ τσ' γονείς τ ,βγάζ μια μπέτρα απ' κ(j) πλάτη τ= Αυτός που φροντίζει τους ηλικιωμένους γονείς του έχει τη συνείδησή του ήσυχη.
Τουν(j) πήρα για  ραβδιστή τσ(j) αυτός μ'βγήκι λιουμαζώχτρα= Μιλά για τον άντρα; που παντρεύτηκε κάποια και τον είχε για δυνατό όπως οι ραβδιστάδες των ελιών  και αυτός της βγήκε αδύναμος σαν συνειθισμένη αδύναμη λιομαζώχτρα γυναίκα .
Τα χωράφια έχιν(j) πέτρες τσι γ(j)ναίκις έχιν(j) μαλλιά .Τσι τα διό θέλιν χτέν(j)σμα χωράφια και οι γυναίκες έχουν μαλλιά,και τα διό θέλουν χτένισμα .Λέγεται για τον τεμπέλη που δεν θέλει να δουλέψει στο χωράφι με το πρόσχημα ότι έχει μέσα του πέτρες.
«Αν μαθ΄ ι στσύλους γράμματα τσι η γάτα να διαβάζ’ τότι τσι συ θα παντριφτείς 
να κάν’ ι κόσμους χάζ’».Το έλεγαν τα αγόρια στα κορίτσια που 
κουβαλούσαν για τον κλείδονα νερό από τρείς βρύσες ,το λεγόμενο αμίλητο νερό, για να τις 
κάνουν να μιλήσουν.
<< Δε σι καταχρειάζουμι για γούρνα στου πιγαδ, για ν'ανασέρνου του νιρό να 
πίνιν οι γαϊδάρ’».Δε σ'έχω ανάγκη όπως μια μικρή ποτίστρα(γούρνα) δίπλα στο 
πηγάδι για να τραβώ νερό και να το ρίχνω μέσα,προκειμένου να πίνουν τα γαϊδουράκια.
Τον ίδιο σκοπό είχε και αυτό αλλά και το παρακάτω.
 «Έχ’ς δυο μάτια σαν αυγά τσι χείλια σα βαρέλια όποιους γυρίσ’ τσι 
συ δει ξηραίνιτι στα γέλια».Έχεις διο μάτια σαν αυγά και  χείλια σα βαρέλια όποιος 
γυρίσει να σε δει ξεραίνεται στα γέλια
«Κλειδώνουμι του Κλήδονα στ΄Αγιού Γιαννιού τη χάρη κι όποια είνι καλουρίζικη να 
δώσει να τουν πάρει».Είναι η απάντηση των κοριτσιών που ξεπερνώντας τη 
δοκιμασία πηγαίνουν στο σπίτι που μαζεύτηκαν όλατα κορίτσια της γειτονιάς αλλά και 
ευρύτερα και αδειάζουν τα αμίλητα σε ένα πήλινο πιθάρι.Εκεί ρίχνουν κάποιο 
μικρό προσωπικό αντικείμενο (παραμανάκι,δαχτυλίδι κ.λ.π. με το οποίο έχει μελετήσει 
κάποιο αγόρι.Το λέγανε την ώρα που βάζουν το δεμένο με αλυσσίδα και κλειδαριά και 
στολισμένο με τριαντάφυλλα και γαρύφαλλα πιθάρι κάτω απο μια τριανταφυλλιά για 
να το βρεί τ'αγιάζι να ξαχνιστεί να το δουν τ'άστέρια να ξαστριστεί.Το πρόσωπο που θα 
δουν κατά πάσα πιθανότητα είναι αυτό που θα παντρευτούν.
Κάναν(j) οι μπαμπούρ μέλ(j), έκανα τσι γω σταφίδα.Ας μη μαλώνατι μια μέρα τσ(j)' ας 
έβγινι η ήλιους τσ(j)'ας μη μη μι χτύπα.Εκφράζει το παράπονό της μια μάνα με το ανέφικτο 
να κάνει του ζουζούνι ο μπάμπουρας μέλι αντί για τη μέλισσα κι ο άνθρωπος σταφίδα αντί 
για το αμπέλι.Και συνεχίζει πάλι με το ανέφικτο να βγει ο ήλιος και να διαλέγει ποιόν θα 
φωτίσει από τους ανθρώπους .Έμμεσο παράπονο για το ότι άλλοι έκαναν φρόνιμα παιδιά 
που δεν μάλωναν έτσι όπως τα δικά της κάθε μέρα. 
Aυτός είνι δικηγόρους τσ' Πουταμιάς.Το έλεγαν για κάποιους που έλεγαν πολλές ανοησίες αλλά και καταφερτζής με τα λόγια.
Άμα σι πιάσου θα σι ξισάσου= Άμα μπορέσω και σε πιάσω θα σε δείρω.
Φάγι τουν κουλιό τσι του νιρό θα του εύρς(στ'αλατ) =Φάγε τώρα τον κολιό και μετά άμα δεν έχεις νερό θα ψάξεις οπωσδήποτε να το βρείς.(στο αλάτι)
Για τ'αντί που τλίγουν(j) του πανί .Είναι επιτιμιτική απάντηση στην ερώτηση γιατί.Τη διατύπωνε  μερικές φορές κάποιος όταν ήθελε να υπεκφύγει,όταν ήθελε να διαμαρτυρηθεί ή όταν ο ερωτώμενος δεν ήξερε να απαντήσει ή δεν είχε όρεξη για κουβέντα.
Δε θα πήξ(j)του γιαούρτ.Ήταν το συνθηματικό όταν γινόταν κάποιο συνοικέσιο παρουσία του υποψήφιου γαμπρού και της υποψήφιας νύφης που έπρεπε να κεράσει όλους τους συμμέτοχους για να την εκτιμήσουν.Λεγόταν αν δεν έβλεπαν να υπάρχει ζεστό ενδιαφέρον  στους υποψήφιους.   
Σα πούνταν(j)=Επειδή ήταν.π.χ.Σα πούνταν(j) έτοιμους να παγαίν(j) δε τουν είπα να πιεί ένα καφέ.=Επειδή ήταν έτοιμος να φύγει δε του είπα για καφέ                         
Κάτσει να σ'πω ένα λόγου=Κάθησε να σου πώ κάτι,μια κουβέντα.
Άμα σ'δώσου μιά θα πιαγ(j)ς Σορόκο Λεβάντε =Άμα σου δώσω ένα μπάτσο θα στρίψεις ανατολή σύση
Ωχ η ψύμ η κτάλα μ τσ' ούλα μ τ'άλλα μ.Ωχ η ψυχή μου η κουτάλα μου και όλα μου τα άλλα.Επιφώνημα Απελπισίας από κάποιον με καθολικούς πόνους ψυχικούς και σωματικούς
13.Oνόματα

Ανδρικά  
 Αθαναήλς                         ο Ναθαναήλ
Αλέξαντρους                    ο Αλέξανδρος 
Aντρόφλους                    ο Ανδαόφιλος  
Αρικλής                             ο Ηρακλής
Αρμόλαγους                    ο Ερμόλαος
Βριπίδς                             ο Ευριπίδης 
Γιουρδάν(j)ς                     ο Ιορδάνης
Γιώρς                                 ο Γιώργος 
Γνάτς                                 ο Ιγνάτιος
Δημουστής                      ο Δημήτριος ή Δημοσθένης
Δυσσέαςή Δυσσεύς      ο Οδυσσέας
Θανάγς(j)                          ο Αθανάσιος
Θιμουστουκλής               ο Θεμιστοκλής
Kλιουμέν(j)ς                     ο Κλεομένης
Λαοκρ
Λίας                                    ο Ηλίας
Μπάνους                          ο Παναγιώτης
Νιουκλής                          ο Νεοκλής
Παναγιώκj()ς                   ο Παναγιώτης
Παραστσιβγάς                ο Παρασκευάς
Πάτρουκλους                   ο Πάτροκλος 
Προυκόπς                        ο Προκόπης 
Σαράγκς                            ο Σαράντης
Στράκ(j)ς                           o Στρατής          
Φικράτς                             ο Ιφικράτης
Φουκιδής                          ο Θουκιδίδης
Φώκους                             ο Φωκίων
 Γυναικεία
Αμφιτρίκ(j)                           η Αμφιτρίτη
Άρτιμ                                    η Άρτεμις
Ασ(j)μένια                           η Ασημένια
Βανθία                                 η Ευανθία   
Βγινικώ                                η Ευγενία
Γιουργία                               η Γεωργία  
Γληγουρίγια                        η Γρηγορία
Θιουνίκ(j)                             η Θεονίκη
Ιλπίδα                                  η Ελπίδα
Κανιλλιώ                             η Κανέλλα
Κλιουνίκ(j)                           η Κλεονίκη
Λαοκρατία
Λέκτρα                                 η Ηλέκτρα    
Λιμπιγιάνθ                          η Ολυμπία
Μιρόπ                                  η Μερόπη
Πουλiουξέν(j)                      η Πολυξένη
Πουθούλα ή Πουσιούλα     η Ποθούλα
Προυκουπίγια                     η Προκοπία
Ρηναία                                 η Ειρήνη
Στέλλια                                 η Στέλλα   
Φαρσαλίγια                         η Φαρσαλία


14.ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ


  1301 Λήμματα

                                                               ΑΛΦΑ(123)


Αβδέλα(η)(γ(j)ι=Η βδέλα
Αγαθουμλιά (η)(γι =Ο  εύπιστος, ο αγαθός
Αγγαριά (η),(γι) =Η βοήθεια που προσφερόταν από φίλους, γείτονες ή συγγενείς για να γίνει μιά επείγουσα εργασία, όπως το μάζεμα καρπών της ελιάς,των αμπελιών,της αμυγδαλιάς κ.α. η κατασκευή ή επισκευή σπιτιού κ.λ.π. που ήταν αμοιβαία.Λέμε π.χ. Τουν αγκάριψα  να μαζέψουμι λιές=Τον παρακάλεσα να έλθει να βοηθήσει στη συλλογή ελιών.
Αγγουρίδα(η),(γι) = Η αγουρίδα (το σταφύλι που δεν ωρίμασε,είναι πράσινες οι ρόγες του).
Άγγουρους(η),(γι)=Ο άγουρος
Αγόρια(τα)=Τα σκουλήκια της σηροτροφίας(του φυσικού μεταξιού)
Αγούϊδουρας(η),(γι) = Το φυτό της περιοχής της Ανεμώτιας με κίτρινα ωραία λουλούδια - λέγεται και ροδόδενδρο.Είναι φυτό - δηλητήριο αν φαγωθεί από ανθρώπους και ζώα.
Αδιαφόριτους(η),(γι) = Ο άχρηστος ,ο ανίκανος.
Αδιξιμιός(ο,η)= Ο βαφτισιμιός
Aετίτσια=Φόρμα για επίπεδες χάχλες (αποξηραμένος στον ήλιο τραχανάς σε διάφορα σχήματα όπως ρόμβος κ.α.).Σμυρνέϊκη λέξη  που σημαίνει
Αζντίζου = Ξεσηκώνω κάποιον για να θυμώσει και να κάνει τρελά πράγματα.Λέμε π.χ. Μή τουν αζντίγ(j)ς βρε τσ'αρχίσ(j) τα παλαβάτα=Μη τον ξεσηκώνεις βρε και αρχίσει τα τρελά του,Σμυρνέϊκη λέξη που σημαίνει  εξαγριώνω,ερεθίζω.
Αηδημητρέλια(τα)= Τα χρυσάνθεμα
Αθλουγή(η),(γι)= Από τη λέξη τα άθλα.Το κουτσομπολιό.
Αθρασκούφ(η)(γι) =Η στάχτη.Κυριολεκτικά το προϊόν  της καύσης του άνθρακα.
Άθριπους (η),(γι)=Ο άνθρωπος.Λέμε π.χ.Τι να σ καν(j) η γι' άθριπους=Τι να σου κάνει ο άνθρωπος
Άκα = Έκφραση έκπληξης. Λέμε π.χ άκα τι έκανες, θα σι σκουτώσου.Μάλλον σχετίζεται με το α,α,α των Τούρκων.
Ακαλίτσιφτους=Το ζώο  (γαϊδούρι,άλογο κ.λπ.)που δεν έχει καβαλλικευτεί
Ακαμπλάντστου(του)=Πάπλωμα  που δεν έχει περιβληθεί με σεντόνι.Από την Τουρκική λέξη  capladi=καλύπτω,επενδύω
Άκγι= Άκουγε,Άκουσε.Λέμε π.χ Άκγι τι λέγ(j) =Άκου τι λέει.
Ακκλησ(j)ιά(η),(γι)=Η εκκλησία Λέμε π.χ. Σήμιρα θα πάγου σκ(j)’ ακκλησιά = Σήμερα θα πάω στην εκκλησία.
Ακουμπέτ =Όπου να'ναι,περίμενε.Από το τουρκικό akibet=έκβαση
Ακρίθα(η,γι)=Ακρίδα
Άκσ(j)μπαντα ή άξμπαντα = Aπότομα
Ακταρντίζου = (Για πράγματα).Tα ρίχνω κάτω η τα πετώ χωρίς τάξη.
Παγαίνου  κ(j)΄κατσίκα να κ(j)’ αλλάξ η τράγους =Oδηγώ την κατσίκα σε κάποιο σημείο να της κάνει έρωτα ο τράγος για να μείνει έγκυος.
Αλικουντίζου = Σπρώχνω κάτι να πάει πιο πέρα για χώρο,καθυστερώ να γίνει κάτι.
Aλιοτροπιός(ο)=Μια από τις ονομασίες του Αη Γιάννη που γιορτάζει στις 23 Ιουνίου από το θερινό ηλιοτρόπιο που είναι αυτή τη μέρα .Άλλη είναι Λαμπαδιάρης και Ριζικάρης.Την παραμονή εκείνης τη μέρας στα τρίστρατα άναβαν τα νέα παιδιά φωτιές από αστοιβές, πουρνάρια και μαγιάτικα στεφάνια.Πηδούσαν πάνω από αυτές για να ξορκίσουν το κακό και να καθαρθούν ,να εξαγνιστούν και να συνεχίσουν τη νέα περίοδο καθαροί και ακμαίοι.Πολλά αγόρια εύρισκαν ευκαιρία επίδειξης προσόντων στα παριστάμενα κορίτσια.Πηδούσαν τρεις φορές και την τρίτη πετούσαν πίσω τους μια πέτρα πάνω στη φωτιά λέγοντας <<άχστους(άχρηστος),παράχστους,πήδηξα τουν άχστου.Ή σίδερο η μέση μου πέτρα το κεφάλι μου.Με το τέλειωμα της φωτιάς αρχίζει η διαδικασία του κλείδονα.
Αλιπός(η)(γι)= Η αλεπού.Λέγεται και  χαρακτηρίζεται ο ύπουλος αλλά έξυπνος άνθρωπος.Λέμε π.χ. Πρόσιξί τουν(j) αυτόν(j),είνι αλιπός=Πρόσεξέ τον αυτόν είναι ύπουλος.
Άλλα τούτα = Έκφραση αγανάκτησης για περίεργη συμπεριφορά με την έννοια ότι αλάζει κάποιος απόψεις,χαρακτήρα,συμπεριφορά.
Αλλιώκ(j)κ(j)oυς(η,ου)=Αλλιώτικος(π.χ.αυτός ένι αλλιώκ(j)oυς άθριπους=αυτός  είναι αλλιώτικος άνθρωπος.
Άλμπινι(του) = Το αλμπινί=H γοητεία Από το Τούρκικο Αl beni που σημαίνει από μέσα Λέγεται για κάποιον ή κάποια που έχει καλό παράστημα και το υποστηρίζει με γοητεία.Είναι καλοφτιαγμένοι και έχουν αέρα και αυτοπεποίθηση.
Αλ(j)πούτζα(η),(γι) = Το σχοινί που δένανε τα πόδια των ζώων για να μη φεύγουν μακριά.
Αλτσή(η)(γι) = Η αλυκή
Αλτσιά=Το νερό που  βγαίνει από πανί που έχει περάσει από στάχτη.
Αλτσιάδις(οι),(γι)=Οι αλτσάδες.Τα πέταλα που πιάνουν το γύρω τμήμα του πέλματος του ζώου όπως του αλόγου,του μουλαριού,του γαϊδάρου που στο πίσω μέρος τους είναι κενό.Αλλά και τα  πεταλάκια στα παπούτσια για να αντέχουν στην καταπόνησή τους από τα παιδιά.
Άμα σ’ κόψου μια = Είναι κάποια απειλή. Θα σου δώσω ένα μπάτσο.
Αμάδις(οι),(γι) =Οι αμάδες.Το παιχνίδι με  τις επίπεδες πέτρες που εκφενδενίζονταν και χτυπούσαν τις πέτρες του αντιπάλου για να τις μετακινήσουν όσο το δυνατόν πιο μακριά.
Αμαλαγιά(η),(γι) = Πλούτος, καλός τρόπος προσπορισμού, καλούδια, καλή προίκα.Μεταφορικά βρήκες αμαλαγιά σημαίνει βρήκες  χρήματα ή και άλλα πλούτη όπως π.χ. γυναίκα με πλούσια σωματικά προσόντα, παχουλή ή με προίκα.Ή και τόπος  που δεν  ψαρέφτηκε ή βοσκήθηκε.
Αμουλαρτός(η),(γι),(oυ)=Αρχικά τα οικόσιτα όπως κόττες,σκυλιά που τα αφήνουν οι ιδιοκτήτες τους τα αφήνουν να τριγυρίζουν και ελέυθερα στου;ς δρόμους.Λέγεται όμως και για τα παιδιά η και του;ς συζύγους,αγαπημένους κ.λ.π.Λέμε π.χ.Έχει τουν του νού σ πουλύ αμουλαρτό τουν έχ(j)ς=Πρόσεχέ τον πολύ ελεύθερο τον έχεις;/(να τριγυρνά).Υπάρχει και ομώνυμος  χορός στη Σαμοθράκη.
Aμπού(του) = Το νερό των νηπίων
Αμπουλάδις(οι),(γι) = Τα εμβολιασμένα δένδρα ή οι θάμνοι που μόλις πέταξαν κλαδιά  από τα εμβόλια.
Αμπουλή(η)(γι)=Η συνάντηση δύο ρεμμάτων από τη λέξη εμβολή
Αμπούρντστου(του)= Για το μυαλό κάποιου που δεν αλλάζει γνώμη όποια προσπάθεια και να κάνεις=χοντροκέφαλος.Λέμε π.χ.Αυτός είναι αμπούρντστου τσιφάλ(j) Αυττός έχει μυαλό που δεν αλλάζει με τίποτα .και μπουρντίζω =στρίβω κάτι να σφίξει.Από την Τουρκική λέξη burmak=στρίβω
Αναβαλόμινους (η),(γι) = O αναβαλόμενος.Πολλές κουβέντες,ατελείωτες.Λέμε π.χ.Τον περίλαβε και του έψαλε τον αναβαλόμενο=Τον στρίμωξε και του είπε πολλά και κυρίως δυσάρεστα.
Αναγκαίου(του) = Η τουαλέττα.Εκεί που  κάνουμε την αναγκη μας.
Aνάθιμα(του)= Κατά κάποιον τρόπο είναι μια κατάρα όχι όμως συνειδητή.Λέμε π.χ. πολύ εύκολα με κάποιο θυμό Αη στ'ανάθιμα.Πολλές δε φορές απευθυνόμαστε αόριστα ή στον ίδιο μας το εαυτό. 
Ανάλουγου (του) =Το μερίδιο ή το δικαιούμενο μερίδιο από τους κληρονόμους.
Ανάμσ(j)(του) = Ενάμισυ
Aναχαράζου = Κάνω όπως η κατσίκα που ξαναμασάει την τροφή της ανεβάζοντας την από τον οισοφάγο(μάλλον).Λέγεται πολλές φορές όταν κάποιος ρέβεται.Κάτι σαν παλινδρόμηση.
Ανάψου (θα σ' ανάψου μια) = Θα σου δώσω μπάτσο, θα σου αστράψω μια.
Aνιγειλώ=Κοροϊδεύω κάποιον,περιγελώ
Ανιγκριώνουμι= Ξεσηκώνομε.Λέμε π.χ.Μόλις τν είδι να πιρνά αμέσους ανιγκριώθτσι(την χαλβάδιασε και την πόθησε).
Ανιγουρεύου = Ψάχνω να βρω κάτι ή κάποιον.Λέμε π.χ.Ερώτηση: Που παγαίν(j)ς= Που πηγαίνεις; και η απάντηση Ανιγουρεύου του γιό μ.=Ψάνω το γιό μου
Άνιθρους(η),(γι) = Ο άνιθος
Ανιρέσσα(η),(γι)= Αναιρέσα.Άγνωστης γραμματικής λέξη που δηλωνε περιστροφική κίνηση του νερού μέσα στη θάλασσα,σε λίμνη,ποτάμι κ.λπ.που δείχνει ότι το νερό καταπίνεται από την ύπαρξη κενού κάτω από τον πυθμένα,όπως κάποια καταβόθρα.Οι παλιοί το θεωρούσαν επικίνδυνο σημείο για εξαφάνιση καποιου  ατόμου και γύρω από αυτό το φαινόμενο έλεγαν και διάφορες ιστορίες..
Ανισπάθα (η),(γι) = Η παγίδα για τη σύλληψη πουλιών φτιαγμένη από μικρές πέτρινες πλάκες  15-20 εκατοστών σε σχήμα μικρού σπιτιού,ή ξόβεργες με δόλωμα στο χώρο της κατασκευής που πλάκωνε ή παγίδευε  το πουλί με την παραμικρή του κίνηση.Λέμε π.χ Πήγαμι χτες στι στήσαμι πουλλές ανισπάθις τσι πιάσαμι δέκα τσιφαλάδις=Πήγαμε χθες και στήσαμε πολλές πέτρινες και άλλες παγίδες και πιάσαμε δέκα μεγάλα σπουργίτια.(κατσουλιέρηδες).
Ανιφάνει=Φάνηκε.Λέμε π.χ. Δεν ανιφάνει πουθενά ο Χρήστος=.Δεν τον είδαμε πουθενά το Χρήστο.Είναι χαμένος.
Αντέτ(του)=Το καθιερωμένο,το παραδοσιακό,το έθιμο αυτό που έπρεπε.Έχει και την έννοια μιας ενέργειας όχι με ιδιαίτερο ζήλο αλλά στα πλαίσια κάποιου συναισθηματικού χρέους μου..Από την Τουρκική λέξη adet  που σημαίνει συνήθεια,έθιμο αλλά και περίοδος γυναίκας.
Αντρουνικ(j)(η),(γι)=Η Ανδρονίκη
Αξαδέρφ(η),(γι) = Η εξαδέλφη
Αξάδιρφους(η),(γ(ι))ή ξάιρφους(η),(γι) = Ο εξάδελφος
Άξ(j)παντα = Ξαφνικά
Αξ(j)πόλ(j)τους(η),(γ(ι)ξυπόλυτος
Απαραβάρητους(ου,η)= Αυτός που δεν κουράζεται  αν και δουλεύει πολλές ώρες.
Απίδ(του) = Το αχλάδι
Απόδαυλοι(oι),(γι)=Τα ξύλα των καμινιών που δεν είχαν καεί
Aπόκαμα=Έχασα όλες μου τις δυνάμεις π.χ. Δε μπουρώ άλλου,απόκαμα=Δεν μπορώ να συνεχίσω εξαντλήθηκα
Απόκαρι = Αυτός που έχασε όλες τις δυνάμεις του.Λέμε π.χ. Δε μπουρώ πλιά,απόκαρα=Δεν αντέχω πιά άλλο έχασα όλες μου τις δυνάμεις.
Απουδιαλόγια(τα) = Αυτά που μένουν στο τέλος μετά το διάλεγμα και είναι κατώτερης ποιότητας.
Απόστσιους(ου,η)=Ίσκιος.Λέμε π.χ.Πάγινι να κάτσ στουν  απόστσιου.=Πήγαινε να καθίσεις στον ίσκιο.
Απουδέχουμι  = Δέχομαι ξαφνικά επίσκεψη.Έρχονται ξαφνικά. Π.χ. Χουρίς να μ' πούν(j) τίπουτα  τσ'απουδέχουμι  στου σπίκ(j) μια μέρα.= Χωρίς να με ειδοποιήσουν ήλθαν μια μέρα στο σπίτι μας.
Απουλ(j)φάδ(του)=υπόλλειμα
Απουμύρσμα(του) = Το αγίασμα (νερό αγιασμένο) από πηγή δίπλα σε εκκλησία ή εκκλησάκι αγίου.
Απουξ(j)τάρ(του) =Λέξη που έχει σχέση με την απόξεση. Το μικρότερο από τα παιδιά ,με την έννοια του αγαπημένου.
Απουτάσου = Συγκρατώ,μαζεύω,σώζω,αποταμιεύω Λέμε π.χ Δε μπουρεί να αποτάξ τίπουτα αυτός =Αυτός δεν μπορεί  να κρατήσει, να έχει στην κατοχή του τίποτα.Δεν κάνει καμιά πρόβλεψη για το μέλλον του.
Αραβάν(j)=Το αργό βάδισμα κυρώς αλόγων.
Άραμ = Σκασίλα μου .Π.χ. Άραμ πάς τσ’ άραμ αν δεν πας = Δεν με ενδιαφέρει καθόλου αν πάς ή αν δεν πας.
Αραμπαδέλ(j)(του)  = Ξύλινη απομίμηση(μικρογραφία) του σημερινού καροτσιού για μεταφορές όπως μπάζα,χόρτα,τσιμέντα κ.λ.π. που τα κατασκεύαζαν μόνα τους τα παιδιά  με τη βοήθεια της τοπικής  κορδέλας  και έπαιζαν  μαυτά.
Αρβίθια(τα) =Τα ρεβίθια (λέγονται και ρουβίθια)
Αρικλής(η),(γι)=Ο Ηρακλής
Αρκόβατους(η),(γι)) = Ο αναρριχόμενος θάμνος με χοντρά αγκύλια.πιό γνωστός ως αρκουδόβατος.
Επιστημονική  ονομασία=Smilax aspera


Αρκουμλιά(η),(γι) =Η αγριομηλιά
Αρμάθα(η),(γι) =Η αρμαθιά

Αρματώνου= Τοπική έκφραση =Κάνω βίαιο sex
Αρνάδ(του)=Αρνί που πλησιάζει τους έξ μήνες.
Αρναούτς(ου,η)=Έχει την έννοια του αγροίκου.Από την Τουρκική λέξη Arnavut=Aλβανός ή Αρβανίτης
Αρνιαγκούρς(η),(γι) = Αυτός που δεν παραδέχεται την ήττα του και φεύγει από το παιχνίδι όταν βλέπει ότι θα χάσει.
Αρπώ=Αρπάζω
Άρτιμ(η),(γι)=  Η Άρτεμις.Πολλές φορές λέμε Eίδις μουρ Αλκιόν(j) κι'  Άρτιμ.Πήγες να επισκεφθείς βρε συ Αλκιόνη την Άρτεμη.Η πήγις καθιόλ' σκ(j)  Άρτιμ=Πήγες καθόλου στην Άρτεμη.
Ασκάθαρους(η),(γι) =Το σκαθάρι
Ασκνίδις (οι),(γι)= Οι τσουκνίδες
Ασκολσούν = Μπράβο (Τούρκικη) λέξη)
Ασκόντριχα(η),(γι)= Η  οχιά
Ασκουντουλάδα(η),(γι)= Η Σαύρα
Aσπέθα(η),(γι))=Η σπίθα από αναμμένο ξύλο.π.χ.Άκσι ν'ακούγ(j)ς.Γι' ασπέθα απ'του μαγκάλ(j) άν(j)ξι τρύπα στου πχαρουπάν(j).Ακουσε να δεις.Η σπίθα από το μαγκάλι άνοιξε τρύπα στο πανί που βάζουμε πάνω απο το τζάκι.
Ασπούρδουλας(η),(γι)) =Ο ασφόδελος, το σπερδούκλι.Φυτό με ξυλώδες στέλεχος από το οποίο στο σχολείο έφτιαχνα τα παιδιά ομοιώματα καρεκλών και άλλα αντικείμενα.
Αστβή (η),(γι)= Η αστοιβή.Κυρίαρχος μικρόσωμος θάμνος της Λέσβου. Οι κάτοικοι της Λέσβου, κυρίως οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι, τις στοίβαζαν στην επάνω επιφάνεια των ξερολιθιών ώστε να διαχωρίζουν τις ιδιοκτησίες αλλά και για να μην μπορούν να περνούν ζώα (αφού έχουν πολλά αγκύλια σαν μικρά καρφάκια).Τη βρίσκουμε και στην ακολουθεία του μεγάλου αγιασμού των Θεοφανείων σε Προφητεία του Ησαΐα .Λέει Οι διψώντες πορεύεσθε εφ'ύδωρ...........Και αντί της στοιβής αναβήσεται κυπάρισσος ,αντί δε της κονίζης αναβήσεται μυρσίνη ,και έσται Κυρίω εις όνομα ,και εις σημείον αιώνιον,και ουκ εκλείψει.

                       
                                                             ΑΣΤΒΕΣ

 Αστσίστις(οι),(γι) = Μικροί θάμνοι που φυτρώνουν κυρίως στους ελαιώνες αλλά και αλλού και βγάζουν λουλούδια πολλών χρωμάτων, κυρίως όμως μωβ και άσπρα.Πρόκειται για το φυτό Λαδανιά ή Κουνούκλα ή Κίστος.Το αστσίτς ή ασκίστηςτης Ανεμώτιας προήλθε από το τελευταίο.Το επιστημονικό του όνομα είναι Cistus incanus creticus

                              
                                                     ΑΣΤΣΊΣΤΣ
Ασφάλακας(η),(γι) = Ο ασπάλακας,τυφλοπόντικας.
Ατζγκαναριό(του)=Το σιδεράδικο.Από την αρχαία λέξη αθίγγανος=αυτός που ακουμπά,για φυλή  Ινδικής προέλευσης
Ατζίγκανα(τα)=Οι πευκοβελόνες
Ατζγκάν(j)κα(τα)=Τα τσιγγάνικα και κυρίως τα εργαλεία από σίδερο  (τσάπα,κασμάδες,φτιάρια κ.λπ.από τη λέξη αθίγγανος=τσιγγάνος
Ατζιά(τα)= Τα πιάτα,στην Κρήτη οι γάμπες
Ατζίγ(j)ς = Αγγίζεις  και το ρήμα ατζίζου=αγγίζω=ακουμπώ
Ατζίμπαμ=Άραγε,μήπως.
Ατός = Ο ίδιος, μόνος μου.
Αυγουκάλαμα(τα)=Οι δίπλες
Αυκρίζουμι = Αφουγκράζομαι, στήνω αυτί για να ακούσω τι λένε.
Αυτζής(η),(γι) = Ο   επιθετικός  ερωτύλος  .Σχετική η λέξη ζαμπαράς.Κοινή λέξη με την Τούρκικη λέξη avci που σημαίνει ο κυνηγός,ο καλός σκοπευτής
Aφήτι μι=Αφήστε με
Αφήτσι=Άφησε.Έλεγε π,χ, κάποια,  ας έρκ(j) να μ' έβρ έφτου έιτσι που μ'αφήτσει.=Ας έλθει να με βρει εκεί που με άφησε.
Αφλάδα(η),(γι) =Η φυλλάδα αλλά και το σχολικό βιβλίο.
Αφράσιαστους(η),(γι)= Ο μη συγκροτημένος άνθρωπος, αυτός που δεν έχει  μέτρο και τάξη στις πράξεις του.Από τη λέξη φράση.Αυτός που δεν μπορεί να συντάξει μια φράση..Από το αστερητικό α και τη λέξη  φρασιαστός  και το φρασιάζω=μιλώ  καλά όχι ασυνάρτητα
Αχειλώνα(η),(γι) =Η χελώνα
Αχλάδις(οι),(γι) =Ο άγριος καρπός της αγριαχλαδιάς που είναι μικρός σε μέγεθος και στυφός.Τα δένδρα της αγριαχλαδιάς  μπολιάζονται σε ήμερες αχλαδιές.
Αχλιά(η),(γι) = Η στάχτη
Αχλιουπτάρ(του)=Αυτός που είναι λερωμένος με στάχτες(αχλιές) αλλά και αυτός που κάθεται συνέχεια στο τζάκι.
Αχματζαλιώτς (η),(γι)= Γενικά αυτός που δεν είναι συνετός στις πράξεις του,τις κινήσεις του και τις αποφάσεις του.Λέμε π.χ. Πέρασι χτες απι δω τσ(j)' αυτός γι αχματζαλιώτς=Πέρασε χθές από δω και αυτός ο αλλοπρόσαλος.
Άχστους(η),(γι)= Λέξη προερχόμενη από τη λέξη άχρηστος.Είναι όμως και η γιορτή της καύσης των άχρηστων όπου ανάβονται φωτιές στο ύπαιθρο στο τέλος Ιουλίου.
Αχτσ(j)ές(η),(γι) = Είδος πολύ πρώιμου αχλαδιού μικρού σχετικά μεγέθους που ευδοκιμεί στη Λέσβο..
Άψι = Άναψε.Λέμε π.χ Νύχτουσι, άψι του λυχνάρ=Νύχτωσε,άναψε το λυχνάρι.
Αψ(j)λά = Ψηλά
Αψ(j)λαρόντα(η),(γι)= Το κατούρημα από ψηλά για όσο το δυνατόν μεγαλύτερου βεληνεκούς.
Αψ(j)λός(η),(γι) = Ο ψηλός


                                                           BHTA(323) 

Βαλάδια (τα) =Τα κουρέλια για κούκλες Λέμε π.χ.Τα έκανι βαλάδια =Έχασε περιουσία από κακή διαχείριση, καταστράφηκε (τα βαλάδια είναι τα κουρεμένα παλιά ρούχα σε λωρίδες πλάτους λιγότερο συνήθως από ένα εκατοστο που εκτός των άλλων χρήσεων όπως η ύφανση κουρελούδων χρησίμευαν και στην κατασκευή πρόχειρης κούκλας .Είναι χαρακτηριστική περίπτωση επανάχρησης υλικού(ανακύκλωση).
Βαλάν(j)(του)= Το τμήμα του καρπού της αγριοβελανιδιάς που είναι μέσα στο περίβλημα και αποτελεί τροφή κυρίως για χοίρους κα;ι αγριόχειρους
Βαλανίδα(η),(γη) =Η βελανιδιά (και ο καρπός της είναι τα βαλανίδια).
Βαράκ=Χρυσή μεμβράνη ,χρυσόχαρτο για στόλισμα.Τούρκικη λέξη varak
Bάτσνα(τα)= Τα βατόμουρα
Βγινικώ(η),(γη)= Η Ευγενία
Bιζνές(η)(γη)= Η παλιά ζυγαριά χειρός με ελατήριο και από κάτω γάντζο και στενό ταμπλώ αρίθμησης βάρους.
Βίκα(η),(γη) = Η πήλινη ή γυάλινη κανάτα που χρησιμεύει για την τοποθέτηση νερού, κρασιού, κ.λ.π.
Βιλόν(j)(του)=Το βελόνι.Εργαλείο των λιθοξόων που μοιάζει με το καλέμι αλλά στο κάτω μέρος είναι μυτερό.
Βιράν(j)(του)=Το ερείπιο,χάλασμα.Από την Τούρκικη λέξη viran
Βιρέμκου(του)=Το λοξό ,το στραβό.
Βίτσα(η),(γη) = Η βέργα συνήθως πολύ ελαστική,Toύρκικη λέξη με την ίδια έννοια
Βλουγιά(η),(γη)=Η Ανεμοβλογιά
Βλουγιουκουμμένους(η),(γη)= Αυτός που έχει σημάδια στο πρόσωπο, κυρίως σκαψίματα από εξανθηματική αρρώστια, όπως η ευλογιά ,ή σπυράκια.
Βόλαθρου(του) = Η γαϊδαροκυλίστρα
Βορός ή βόρους(η),(γη) =Το πρόχειρα περιφραγμένο μικρό τμήμα βοσκοτόπου για τη συγκέντρωση του κοπαδιού προβάτων ή κατσικιών, προκειμένου να τα διαχειριστούν για κούρεμα, άρμεγμα κ.λπ.
Βούζουνας(η),(γη)= Ο σβώλος,το καρούμπαλο
Βουλά (η) = Λέμε την άλλη βουλά=την άλλη φορά
Βουλάδα(η),(γη) =Απο τη λέξη βολή.Η πέτρα δηλαδή η κατάλληλη για βολή .Η πιο μεγάλη λέγεται καγιάς.
Βουλόσυρους(η),(γη)=Το ξύλινο γεωργικό εργαλείο σε σχήμα ταφ που το έσερναν τα βόδια για να στρώσουν οι γεωργοί το οργωμένο χωράφισπάζοντας τους σβώλους
Βουλουσέρνου = Η παραπάνω ενέργεια αλλά και αρπάζω κάποιον με βία και τον σέρνω
Βουρβουτσίλις(οι)(γοι) = Τα περιττώματα της κατσίκας και του πρόβατου.
Βουρτουκούτ(j)σια(τα) =Τα μουλιασμένα ξερά κουκιά.Τα ξεφλουδισμένα από αυτά χρησίμευαν για το μπακλαφουράνι, δηλαδή για την εκδρομή στο ύπαιθρο την Καθαρά Δευτέρα. Συνοδευόταν σχεδόν μόνο με νερό και ψωμί .Και bakla στα Τούρκικα=Κουκιά
Boυτσύλ(j)=Επιτίμηση κάποιου που έχει παχύνει και έγινε σαν βόδι.
Βράσμα(του) = Το πετιμέζι
Βραχόλ(j)(του) = Το βραχιόλι
Βρίστω= Βρίσκω
Βρούλα(τα)=Τα βούρλα
Βρουλίδις(οι),(γοι) =Οι κοτσίδες αλλά και οι αρμάθες, π.χ των ενωμένων σκόρδων.
Βρουντώ=Δέρνω π.χ. Κάτσι καλά θα σι βρουντήξου. Θα σε δείρω.
Βρυδίκ(j)(η),(γη)=Η Ευριδίκη
Βωλόσ(j)υρους(η),(γη) ή βουλόσ(j)υρους(η)(γη) = Σέρνω τους σβώλους. Ένα αγροτικό ξύλινο εργαλείο σχήματος ΤΑΥ που το έσερναν βόδια και χρησίμευε για την ομαλοποίηση του οργωμένου χωραφιού. Το χοντρό ξύλο που ακουμπούσε στο έδαφος είχε από κάτω και ξύλινους πείρους για ψιλοχωμάτισμα και ισοπέδωση. Το άλλο ξύλο συνδέονταν με το ζευγάρι των βοδιών.


                                                   ΓΑΜΑ(78)


Γάδαρους(ου)(η)=Ο γάϊδαρος

Γαϊτανίζ = Σε έκφραση όταν κάποιος απειλεί ότι θα φύγει η απάντηση πολλές φορές είναι Φύγε ο δρόμος γαΙτανίζει,είναι δηλαδή ανοιχτός

Γαϊδαρουτσ(j)λήστρα(η)(γη)= Το μέρος όπου ξαπλώνουν τα γαϊδούρια και γυρίζουν με την πλάτη πά;νω στο έδαφος για να διώξουν τα έντομα,ακάρεα κ.λ.π.
Γαζιάρς(η),(γη) =Αυτός που δεν προσέχει καθόλου την καθαριότητα,ο βρωμιάρης
Γαλέλους(η),(γη)=Ο αγαθός, ο μικρονοϊκός
Γαλιά (η),(γη) =Ο μικρός σκίουρος που ζει στα δένδρα (όπως αμυγδαλιές και πεύκα) από όπου παίρνει την τροφή του ,λέγεται και Περσικός Σκίουρος και στην Ελλάδα ζεί μόνο στη Λέσβο.- σε άλλες περιπτώσεις είναι και η νεροκολοκύθα δηλαδή η κολοκύθα με ουρά που χρησίμευε - αποξηραμένη - για άντληση υγρών.
Γαλιά(η)=Το κεφάλι χωρίς μαλιά,Λέμε π.χ.Έπισι κάτου τσ'έσπασι κ(j)ι γαλιά τ=Έπεσε κάτω και έσπασε το κεφάλι του.Στην περίπτωση ατυχήματος αναφερόμαστε σε όλα τα κεφάλια που τραυματίζονται ανεξάρτητα αν είναι φαλακρά ή όχι.
Γαμιάδις(οι),(γοι)= Οι παραφυάδες .Τα κλαριά που πετάγονται απο τη ρίζα δένδρου που λέγονται κουλουρτζίτες

Γανουτζ(j)ής(η)(γη) =Ο γανωτής ή γανωματής
Γαρίζου = Γκαρίζω.Π.Χ. Γαρίζει ο γάιδαρος.
Γδί(του) =Το γουδί, π.χ. θα σπάσου του γδίς = θα σπάσω το κεφάλι σου.
Γειτονιό(του)=Η επίσκεψη σε κάποιο σπίτι για κουβέντα.Π.χ. Ημείς θι πάμι γειτουνιό στου σπίτ τ' Χατζηγιώργ(j) τ' Θουμά.
Γέμουσι= Γέμισε
Γέριβη(του) = Καθιστικό
Για = Το διαζευκτικό ή.Λέμε π.χ. θα έλθεις εδώ για θα πας εκεί;
Γι = Το άρθρο "ο" (π.χ. παλαβώθτσι γι΄ Αθανάγ(j)ς = Ξετρελλάθηκε ο Θανάσης)
Γιαβάς=Σιγά.Και γιαβάς,γιαβάς=σιγά,σιγά.
Γιαβίδ(του)= Ο Δαβίδ .Υπήρχε ένας που τον αποκαλούσαν με αυτόν τον τρόπο
Γιαβουκλού(η)(γη) = Η αρραβωνιαστικιά ή και  η φιλενάδα,η ερωμένη.Από την Τούρκικη λέξη giavuklu=Aρραβωνιαστικιά,Μνηστή
Γιαβρούμ=Το μωρό μου,από την Τουρκική λέξη yavrum=μωρό
Γιαγντάν(j)(του) = Μικρό αδύναμο φως.Αλλά και το φως από φιτίλι σε φανάρι .
Γιαλάν μπασμάς(η),(γη) =Ο  άχρηστος άντρας, ο ψεύτης.Αυτός που τα λέει τη μια έτσι και την άλλη αλλιώς.Από το Τούρκικο yalan=ψεύτικος ,yalan basma=ψέμματα
Γιαν(j)γκίν(j)(του) = Η πυρκαγιά,από την Τούρκικη λέξη yangin=φωτιά
Θα γιάνου= Θα γιατρευτώ .Από το υγιαίνω
Γιαπιτζής(η),(γη)=Κτίστης.Προέρχεται από τη λέξη γιαπί.Από την Τούρκικη λέξη yapi=oικοδομή υπό ανέγερση
Γιαπράκ(j)(του)=Ντολμάς,απο το Τούρκικο Υaprak=Φύλλο εννοώντας το αμπελλόφυλλο.
Γιαραντίζου=Αξίζω Λέμε π.χ.Γιατί δε γιαραντίζου πέντι παράδις?=Γιατί δεν αξίζω τίποτα?.Τουρκική λέξη που σημαίνει καταντώ.
Γιαρντούμ(του)=Η συνεισφορά σε φίλους ή συγγενείς για την πιό γρήγορη εκτέλεση μιας δουλειάς όπως κτίσιμο μάζεμα ελιάς κ.λ.π.Απο το Τούρκικο Yardum= Βοήθεια και yardim=ενίσχυση
Γιγούρτ(του) = Το γιαούρτι.Από το Τούρκικο yogurt=γιαούρτι
Γιατακ(j)=Mικρό μέρος για ησυχία και απομόνωση,το κατάλυμα.Από την Τούρκικη λέξη yatak=κρεβάτι
Γινιά(η),(γι) =Από τη λέξη γενιά που εδώ σημαίνει συγγενής.Λέμε π.χ.Πάγηνι ικί που σι στέρνου, είμαστι τσι γινιά=Πήγαινε εκεί που σε στέλνω,είμαστε και συγγενείς(γιαυτό έχω το θάρρος).
Γιουβάς(η),(γη) = Αυτός που δεν κάνει τίποτε ή ο οκνός και κακός μαθητής.Iσως από το Τούρκικο Yuva=Κάθομαι ,δενκάνω τίποτε.
Γιούν(j)(του) = Ο μεταμφιεσμένος,  το καρναβάλι.Και τα γιούνια = τα καρναβάλια.
Γιρουντίζου= Πέφτω επάνω σε κάποιον ή κάτι.
Γιρουντκό(του)=Το γεροντικό.Το μικρόχωρο σπιτάκι για διαμονή γερόντων.Στην Ανεμώτια δεν συνειθιζόταν η διαμονή των γονέων με τα παιδιά και υπήρχε η τάση να χτίζονται στο ίδιο ή σε άλλο οικόπεδο μικρά τέτοια σπιτάκια όπου διέμεναν μόνοι τους.
Γιών(j) = Σκουριάζει Π.χ. βάψι τα κάγκιλα γιατί θα γιώσιν(j).
Γκατζούνα(η),(γη)=Το πόδι της γάτας
Γκέβω = Σαμαρώνω και προετοιμάζω το γάϊδαρο για καβαλίκεμα (πέρασμα καπιστριού στο κεφάλι, δέσιμο σαμαριού στην κοιλιά, κ.λ.π.), ζέψιμο.
Γκέλμπιρι(του)=Ξύλινο εργαλείο για ξυλόφουρνους για τράβηγμα των κάρβουνων,της στάχτης κ.λ.π.Αλλά και για το τράβηγμα των ρεβιθιών που ψήνονται για να γίνουν στραγάλια.
Γκιβιντίζισι = Κοκορεύεσαι ,καμώνεσαι πως μπορείς να κάνεις κάτι πάνω από τις δυνάμεις σου και τις γνώσεις σου.
Γκιβιτζής(η),(γη)=Ο καλαμπουριτζής
Γκιλότα(η),(γη) = Είδος παντελονιού με φαρδύ επάνω μέρος και στενό κάτω που εφαρμόζει στα πόδια.
Γκιουγιούμ(του)= Το μπακιρένιο σκεύος σαν τέντζερις που χρησιμοποιούσαν οι καφετζήδες για να έχουν χλιαρό έως ζεστό νερό.Ενδεχομένως από την Τούρκικη λέξη ........ =Σβούρα λόγω ιδιαίτερης ομοιότητας με το πάνω μέρος της


                                                           Το γκιουγιούμ

Γκιουζλιμές(η),(γη)=Είδος τυρόπιττας(Τούρκικο όνομα giouzlemes)
Γκιουλχάν(j)(του)=O Χώρος που έμπαιναν τα κάρβουνα του σιδερά. Γκιουμές=Είναι κάποια θέση ,κάποια άκρη. Από την Τούρκικη Λέξη Κιουλχάν=Εστία
Γκιστριμέ = Παράκαμψη της κύριας κατεύθυνσης.Συντόμευση διαδρομής από τη χρήση κυρίως μονοπατιών.
Γκλαβανή(η),(γη) = Αποθηκευτικός χώρος κάτω από το πάτωμα του ισογείου .Τούτο γιατί πολλά σπίτια δεν είχαν χώρους αποθήκευσης,λόγω των μικρών κυρίως οικοπέδων.
Γκλαμίνγκουλας(η),(γη)= Το νέο κοινοτικό ελαιοτριβείο.Λεγόταν έτσι από το όνομα της φίρμας της Ιταλικής εταιρίας κατασκευής του. Εγκαταστάθηκε περί το 1950 στην έξοδο του χωριού της Ανεμώτιας μετά το σημερινό γήπεδο.Το παλιό ελαιοτριβείο ήταν στο σημερινό πάρκο απέναντι από το καφενείο ο ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ των αδελφών Ατζέμη.
Γκντώ = Σπρώχνω Π.χ. στην προσταγή "μη γκντάς = μη σπρώχνεις" έρχεται η απάντηση "έ γκντώ = δεν σπρώχνω".Είναι αμίμητη η στιχομυθία σε ουρά στη Μυτιλήνη.Μπροστινός <<Μή γκντάς>>Πισινός <<έ γκντώ>> Μπροστινός <<Γκντάς>> Πισινός << Ε γκντώ,  μη γκντούν(j) τσι γκντώ>>.
Γκρέμνους(η),(γη) =Ο γκρεμός
Γκυρίζ(του) = Ο υπόνομος από το παλιό  Τούρκικο geriz, keriz που σημαίνει υπόνομος.
Γκώθκα=Ογκώθηκα,φούσκωσα από το πολύ φαγητό.
Γληγουρούδα),(γη)= Η Γρηγορία(υποκ)
Γλί(του)=Το σκληρό στέλεχος που βγαίνει από μο κρεμμύδι και από το οποίο βγαίνει το άνθος

Γλιθμώ = Λιποθυμώ (γλιθύμσι = λιποθύμησε)
Γλίνα(η),(γη)= Το παχύ μέρος των ζώων αλλά και γλίνας ο τσιγκούνης,αυτός που βγάζει από τη μίγα ξύγκι.

Γλιντιρτίζου = Ασχολούμαι με κάποιον και χάνω το χρόνο μου τσάμπα
Γλίτα(τα)=Τα βλίτα
Γλιτζιάρς(η),(γη)=Ο βρωμιάρης
Γ(j)νατσής(η),(γη) = Αυτός που τον πιάνει το γινάτι
Γιουρδάν(j)ς(η),(γη)= Ο Ιορδάνης(όνομα)
Γνάτς (η),(γη)= Ο Ιγνάτιος
Γνής(η),(γη) = Υποκοριστικό του Ιγνάτιος.Λέγεται και Γουνής l
Τσ'γουνατίστριας=Της Σταυροπροσκύνησης
Γουνάτιους(η),(γη)= Ο Ιγνάτιος

Γουνιά(η),(γη) = Προέρχεται από το σχήμα του μαντηλιού στο τσεπάκι του σακκακιού που είναι τρίγωνο και κυρίως φαίνεται η γωνία του.Είναι επίσης το μεταξωτό μαντήλι που έδιναν στους αρραβώνες στους συμμετέχοντες και στους γάμους σε όσους νέους(βλάμηδες) κυρίως συνόδευαν και στήριζαν τον γαμπρό .Τέλος είναι και η ορθογωνισμένη πέτρα που κάλυπτε άλλοτε ολόκληρο το σπίτι εξωτερικά ,μέρος του όπως οι γωνίες του,οι λαμπάδες στις πόρτες και τα παράθυρα,είσοδοι εξωτερικοί της αυλής κ.λ.π. 
Γουνιάζου = Γωνιάζω .Βγαίνει από τον ορθογωνισμό κτιρίων αλλά έχει και μεταφορική σημασία και σημαίνει να βρω την κατάλληλη λύση ,να κάνω διάφορες σωστές κινήσεις,να το φέρω ,να το ταιριάσω
Γουνίδ(του) =Το τζάκι
Γούπα(η),(γη) = Το ψάρι "γόπα"
Γουτζίζου = Από το γογγύζω.Λέγεται για το ροχάλισμα.
Γριβάντα(η),(γη) =Η γραβάτα
Γριγιά(η),(γη)=Η Γριά
Γρίνα(η)(γη) =Η γκρίνια
Γροιτσίζου= Ευχαριστιέμαι,απολαμβάνω κάτι.Λέμε π.χ. Μή μι τζλών(j)ς,άσιμι να γροιτσίσου του φαγίμ =Μη με ενοχλείς άσε με να απολαύσω το φαγητό μου.
Γρουμπούλ(j)(του)=Eξόγκωμα.
Γυαλουντόλαπου(του)=Το ντουλάπι των γυαλικών.
Γυρεύγου = Γυρεύω .Αναζητώ, ψάχνω Λέμε π.χ. "παγαίνου να γυρέψου απ’ κι’ γειτόν(j)σσα λίγου άλας = πάω να ζητήσω λίγο αλάτι από τη γειτόνισσα" ή "τι γυρέβς έδιου πέρα; = γιατί είσαι εδώ;
Γυρίγ(j)=Γυρίζει. Έτσι προφέρονται και άλλες λέξεις που πριν το καταληκτικό ει έχει ζ όπως η λέξη  μυρίζει που προφέρεται μυρίγ(j),πνίγ(j) κ.λ.π.
                        

                                              ΔΕΛΤΑ)(27)

Δαγκάνου= Δαγκώνω
Δαίμουνας(η),(γη)=Ένα ερπετό πολύ μικρό που τπ βρίσκαμε μέσα σε τρύπες πάνω απο το σχολείο.Είχε άγρια εμφάνιση και μικρά εξογκώματα στο κορμί του.Το μέγεθός του περίπου δέκα εκατοστά ή και λιγότερο και το πλάτος του περίπου δύο εκατοστά.Η ουρά του πολύ μικρή.
Δαμάλ(j)(του)=Το μοσχάρι
Δάχλα(τα) η δάχκλα=Τα δάχτυλα
Δάχτυλας(η),(γη)=Το μεγάλο δάχτυλο του χεριού και του ποδιού
Δέσ(j)(η)(γι)=H δέση .Το υποτυπώδες φράγμα για συγκέντρωση νερού πίσω του κυρίως για άρδευση κτημάτων.
Διάνους (η),(γη),διάνα(η),(γη) =Ο γάλλος,η γαλοπούλα
Διανουτίζου=Συμβουλεύω
Διαντινά=Επίτηδες
Διαρμίζου=Κάνω δουλιές τακτοποίησης και καθαριότητας του σπιτιού.Έχει και την έννοια των αλλαγών στο σπίτι
Διάτανους(η),(γη) =Η Διάβουλους=Ο διάβολος Μια έκφραση είναι <<Αη στου διάτανου τσ(j) ακόμα παραπέρα>>
Διατανάρ(του)=Το διαβολάκι ή διαβουλέλ(j) .Το μικρό παιδί και ο νέος γενικότερα που κάνει πολλές ζαβολιές Αλλά και έξυπνο παιδί.
Διμουνάρ(του)=Το έξυπνο παιδί,το διαβολάκι.
Διντρικά(τα)=Τα δένδρα
Διντρισάκ(j)(του)=Η αρμπαρόριζα
Διξίς=Δεξιός
Διουλί(του)=Το βιολί
Δίτσιου(του)=Δίκιο.Όπως π.χ. Δίτσιου έχ(j)ς=Έχεις δίκιο.
Δισπινάρ(του)=Η μικρή έφηβη.Πολλές φορές επιτιμητικά αν είναι και ζωηρή.Και μικρομέγαλο κορίτσι.
Δόμ=Δώσε μου.Όπως π.χ.Δόμ κουμάκ(j) ψουμί=Δώσε μου λίγο ψωμί.
Πα στου δρόμου=Τοπική έκφραση για το δρόμο από τη Μεξικάνα μέχρι τη διασταύρωση στο Χάρακα που αποτελούσε και αποτελεί δρόμο περιπάτου,δρόμο αναμονής των επισκεπτών του χωριού,δρόμο σύνδεσης του οικισμού με το επαρχιακό δίκτυο του Νομού..
Δριμόν(j)(του)=Το μεγάλο με φαρδιά κενά κόσκινο για κοσκίνισμα σταριού.
Δρουσ(j)νός(η),(γη),(ου)  = Κάποιος που είναι εύκολο να τον ξεγελάσεις.
Δυάσμους (η),(γη),(ου)=Ο διόσμος
Δυσσεύς(η),(γη),(ου)= Ο Οδυσσέας(όνομα)
Δώκα=Έδωσα
Δώτσ(j)ει= Έδωσε


                                                    ΕΨΙΛΟΝ (20)

Έ= Δεν.Λέμε π.χ.Η Λιάκους ε κ(j)'μπιχέντσι κ(j)'Μαρία=Στο Λιάκο δεν άρεσε η Μαρία.
Έγ(j)τουνας(η),(γ(j)=Ετούτος .Αλλά και  δεν.Πχ.Τι κάν(j)ς βρε βλέπς μπρουστάσ.
Έδγιτς ='Ετσι,μ'αυτόν τον τρόπο.Και μια θυμωμένη συζήτηση.Ερώτηση:Γιατί το 'κανις αυτό?Απάντηση:Γιατί έδγιτς.που σημαίνει γιατί έτσι γουστ΄;αρω και όποιον του αρέσει.
Έδιου=Εδώ
Εδιουπέρα=Εδώ ακριβώς
Έδουνα ή έδνα =Εδώ μπροστά μου,και έδουνα δε=κοίτα τι κάνει αυτός(κάτι που δεν αρέσει).
Είμπα=Μπήκα
Έιτσ(j)ι=Εκεί
Έλιρις(η),(γι))=Η ιλαρά
Ένιίναι
Εμ=Π.χ Έμ ψεύτς είνι έμ επανουβότυρους. Ενώ είναι ψεύτης θέλει να αποδείξει ότι αδικείται.
Έμπ=Μπεί π.χ.λέμε Βλέπου νά'ρχιτε προς τα δω η Παναγιώτς.Θα ν' έμπ μέσα για θι σταθεί απόξου=λέπω να έρχεται προς τα εδώ ο Παναγιώτης .Θα μπεί άραγε μέσα στο σπίτι ή θα σταθεί απ'έξω.Και η ερώτηση να έμπου(μπω) μέσα για όχ(j) 
Έμπασ(j)(η),(γι)= Eίσοδος

Ένοιουσι ή νοιώσι=Ξύπνησε
Θα ν'έρκ(j)= Θα έρθει
Έρμα σ(j)μάδια=Ερημιά
Έτσινας=Έτσι
Έφτου= Εκεί.π.χ.Που ένι του τσαπί;Απάντηση Έφτου δίπλα σ.δηλ.εκεί δίπλα σου 
Έφνα πέρα =Προς τα εκεί.Εκεί πέρα,  δείχνοντας με το χέρι.
Έφνα χάμι=Εκεί κάτω
Έχιν(j) =Έχουν

                                                     ΖΗΤΑ(26)

Zαβουρντώ= Πετώ κάτι.Πιθανόν από τη λέξη σαβούρα=άχρηστο.Λέγεται και σαβουρντώ. 
Ζαγίφκου(του)=Το καχεκτικό
Ζαβός(η),(γη),(ου)= Ο ανάποδος
Ζαβώνου=Στραβώνω,ή και τυφλώνω.Π.χ.προσπαθώ να στραβώσω ένα καρφί.
Ζαμπνεύου=Αδυνατίζω,σουρώνω,μαζεύω
Ζαπ=Ζάφτι.Λέμε π.χ.Δε μπουρώ να τουν κάνου ζάπ δηλ.δεν μπορώ να τον συγκρατήσω
Ζαπλαπίδια(τα)=Τα στραγάλια

Ζγιαφέτ(του)= Το τραπέζωμα
Ζευγαρίζω=Οργώνω
Ζκάφτ=Τσούζει απο χτύπημα ή από σύγκαμα.
Δε μ ζμπά=Δεν έχω τύχη,δεν μου κάθεται.Λέμε π.χ.Τσαλιστεύου μέρα νύχτα μα δε μ΄ζμπά=Παλεύω μέρα νύχτα αλλά δεν βλέπω χαΐρι.
Ζ(j)γούρ(του)=Το ζυγούρι
Ζηνουβίγια(η)(γη)= Η Ζηνοβία

Ζιμπίλ(j)(του)=Το ζεμπίλι.Το πλεχτό  σακούλι ή και το πάνινο για μεταφορά πραγμάτων κυρίως ψωνιών.
Zιβζέκ(j)ς(η),(γη)=Σκανταλιάρης,ασυνεπής,απρόβλεπτος.
Ζλεύγου=Ζηλεύω
Ζνίχια(τα)=Τα νεύρα του αυχένα κυρίως.
Ζόρμπους(η)(γη)=Καρούμπαλο
Ζόρτσα(η)(γη)=Η ζόρικη
Ζούπα=Πολύ βρεγμένος,μούσκεμα.Λέμε π.χ.. Έγινες ζούπα από την πολύ βροχή=Είσαι μούσκεμα από την πολύ βροχή.
Ζουρλαντίζου=Πιέζω κάποιον πολύ και ζουρλαντίσκα=πιέστηκα,ζορίστηκα.
Ζουσταίνουμι=Ζεσταίνομαι
Ζουστήρα(η),(γη)=Η Ζώνη
Ζό(του) =Το ζώο
Ζούφσι=Έσβησε π.χ η φουτιά ζούφσι.=Η φωτιά έσβησε.Ή ζούφσι κ' φουτιά=Σβήσε τη φωτιά
Ζ(j)ώ=Ζω

                                                       ΗΤΑ(5)

Ημ= Ήμουν
Ήμπα =Μπήκα
Ημπόριμ=  Μπορούσα.Συνήθως λέγεται σε περιπτώσεις κάποιας ασθένειας.Π.χ. χθες όλη μέρα δεν ημπόριμ=Χθες όλη την ημέρα δεν ήμουν καλά στην υγεία μου.
Ήνταν(j)=Ήτανε
Ήρτα=Ήρθα.π.χ. Τί θέλειν τσ' ήρταν(j)=Τι θέλουν και ήρθαν.


                                                      ΘΗΤΑ(10)

Θαράπς(η),(γη)=Ο Θεράπων
Θάσ(j)ου(του)=Αναφέρεται σε αμύγδαλο η καρύδι που είναι μαλακό το περίβλημά του ώστε να μπορείς να το σπάσεις με τα δάχτυλά σου.
Θι =Θα π.χ.Θι πάς βρε στου σκουλιό για δε θι πάς.
Θιγιδούλα(η),(γη)=Η  Θεοδούλα
Θιρμουχάρανου(του)=Μεγάλη μπακιρένια κατσαρόλα 
Θκός=Δικό σου
Θλα=Θέλα ,θα μπορούσε να,δεν είχε άλλη επιλογή π.χ.Είχι πουλλά πιδιά ,δε μπουρούσι να τα θρέψ τί θλα κάν(j) τ'άδουσι αλλού,που σημαίνει ότι είχε πολλά πα;ιδιάεν μπορούσε να τα θρέψει και εξ ανάγκης τα έδωσε για υιοθεσία.
Θλήκ(j)(του)=H κουμπότρυπα

Θμούμι=Θυμάμαι
Θουκιδής(η),(γη)=Θουκιδίδης

                                                      ΙΩΤΑ(6)

Ίβγι= Βγήκε
Ιλίκ(j)(του) =Το μεδούλι
Iργάτς (η),(ου)=Ο εργάτης
Ιρίκ(j)(του) =Το κορόμηλο
Iστέ =Αλλά,αν και,και όμως
Ίχ(j) =Έκφραση ικανοποίησης για το πάθημα άλλου λόγω αντιπαλότητας.Λέμε π.χ.Ιχ(j) μουρή καλά να πάθ(ει).

                                                  ΚΑΠΑ (186)

Καβαλτσεύου=Καβαλικεύω
Καβάτς (του)=Το καβάκι,η λεύκα. Τουρκική λέξη kavak=λεύκα
Kαβακλίκ(j) (του)=H φυτεία της λεύκας
Καγιάς (η)=Πέτρα αρκετά μεγάλη  που μπορείς να την πιάσεις και να την πετάξεις.Και καγιάδα η πολύ μεγάλη πέτρα.Τούρκικη λέξη kaya=βράχος
Καγιαρός (η),(γη),(ου)=Αυτός που δεν βλέπει καλά.Έχει καγιάρα(στραβωμάρα).Πολλές φορές απο ιατρικό πρόβλημα,άλλες γιατί δεν έχει γρήγορα ανακλαστικά.
Καζίκια (τα)=Παιχνίδι με ξύλα που παιζόταν το χειμώνα μετά απο βροχή σε μέρη που λάσπωναν.Χρησιμοποιούνταν ξύλα και η προσπάθεια ήταν να τα χώσεις μέσα στη λάσπη έτσι ώστε να μην μπορεί ο άλλος με χτύπημα να στο ρίξει κάτω.
Καθιόλ=Καθόλου.Λέγεται όμως και για λίγο χρόνο όπως π.χ. Πήγις καθιόλ στου πανηγύρ=Πήγες έστω για λίγο στο πανηγύρι.ή για κά;ποια ποσότητα όπως π.χ.Έχ(j)ς καθιόλ καφέ στου σπίκ(j)=Έχεις λίγο καφέ στο σπίτι(για να μου δώσεις).
Καϊβές (η),(γη)=Από την Τούρκικη λέξη kahve=καφές
Κάκνα (η),(γη)=Η γαλοπούλα
Κακνί (του)=Το μικρό γαλόπουλο

Καλά,σχαντά (τα)= Καλά άσχημα.Έκφραση που τη χρησιμοποιούσαν για να δηλώσουν αδυναμία εναλλακτικής λύσης.Λέμε π.χ.Καλά σχαντά τα κουκιά φάτα γιατί δεν έχ(j) άλλου φαγί=Καλά άσχημα τα κουκιά να τα φας γιατί δεν υπάρχει άλλο φαγητό.
Καλιμτζουρίζιν(j)=Aναφέρεται στα μάτια κάποιου που δεν μπορεί να συγκρατήσει τα βλέφαρά του.Ανοιγοκλείνουν συνέχεια από τη νύστα.
Καλτίζου=Δεν μπορώ άλλο να περπατήσω η να δουλέψω και αρνούμαι να συνεχίσω.
Καλούμα (η),(γη)=Η καλούμπα δηλαδή το σχοινί που χρησιμοποιούμε για να πετάξουμε χαρταετό.
Καλουτσ(j)έρ (του) =Το καλοκαίρι
Κάλπς (η),(γη)=Ο τεμπέλης
Καλ(j)τσεύου=Καβαλικεύω
Κάλ(j)ψι=Κάλυψε.Έπεσαν τα βλέφαρά κάποιου και έκλεισαν τα μάτια του.Στην ουσία κοιμάται συνήθως προσωρινά.
Κάμα (του)=Η ζέστη
Καματιρεύου=Ημερεύω ζώα,συνήθως άλογα.
Καμλαύτσ (του)=Το καλιμαύχι
Κάμνου=Γνέθω
Καμός=Λέξη που εκφράζει αντίρρηση για κάποια άποψη.π.χ. Καμός δε νουμίζου πους θα κ(j)'πάρ.Μπα δε νομίζω πως θα την παντρευτεί.
Καμπάκα (η),(γη)=Η κατσίκα χωρίς κέρατα
Κανε=Κανα,κανένα,κάποιο.Λέμε π.χ. Άμα πας σκ' απουθήκ(j) φέρει κανε τσβάλ(j) να του πάρουμι στσι λιές=Όταν θα πας στην αποθήκη να φέρεις κανένα τσουβάλι να το πάρουμε μαζί μας στις ελιές(μάζεμα).

Κανιά (τα)=Τα πόδια.Λέμε π.χ.Πάρι τα κανιάσ πιό πέρα να κάτσου τσι γω=Πάρε τα πόδια σου πιό πέρα να χωρέσω και εγώ.
Κάντιν(j) =Kάθονταν.
Καντίνις (οι),(γη)=Οι παπαρούνες 
Καπακλίδικο (του)=Μπακιρένιο πιάτο με καπάκι.
Καπαντίζουμι=Αισθάνομαι κάποια ζάλη απο το πολύ κλειστό περιβάλλον και καπαντίσκα(ζαλίστηκα)
Καπάντζα (η,)(γι)=Το μεταλλικό συνήθως  (κάλυμμα) μεγάλου μεγέθους  που κλείνει κάποιο χώρο υπέργειο η υπόγειο.Αλλά και κάποιο αντικείμενο  που κλείνει οποιοδήποτε άνοιγμα σε οικοδομή  .
Καπιράδα (η),(γη)=Το ψημένο ψωμί, συνήθως σε κάρβουνα η πυρήνα ελιάς.
Καπίστρ (του) =Το δερμάτινο συνήθως αντικείμενο με τμήματα από αλυσίδες και σχοινιά που τοποθετούμε στο κεφάλι των μουλαριών ,γαϊδάρων,αλόγων για να τα δένουμε και τα οδηγούμε.
Kαπλαντίζου= Περνώ σεντόνι γύρω απο το πάπλωμα.Παλιά γινόταν και με παραμάνες που αν άνοιγαν παρ'  ελπίδα ήταν και επικίνδυνο.Από την Τουρκική λέξη kapladi(3o ενικό αορίστου του kqaplamak που σημαίνει καλύπτω,σκεπάζω,περικυκλώνω κ.λπ.
Καπλουδέτς (η)(γη)=Ειδικό λουρί που έδενε και δένει το σαμάρι για στερέωση κάτω απο την κοιλιά του γαϊδάρου, μουλαριού ,αλόγου.

Καρυά (η)(γι)=Η καρυδιά
Καρίκια (τα)= Σειρές από αυλάκια και ανυψωμένα χώματα σε κήπους λαχανικών που φτιάχνονται για να διευκολύνουν το πότισμα και το φύτεμα των φυτών.
Κάρνα (τα)=Τα κάρβουνα
Καρουλιά (η)=Είδος βρώσιμης ελιάς.
Κάρτσα (η)(γη)=Η κάλτσα
Καρώνω=  Τεντώνω προς τα πάνω και προς την κατεύθυνση που αντιλήφθηκε κάτι.Λέγεται κυρίως για γαϊδούρια,μουλάρια,άλογα.Λέμε ο γάϊδαρος κάρωσε τα αυτιά του.
Κασ(j)άν(j) (του) =Ένα εργαλείο χεριού για το καθάρισμα με ξύσιμο της πλάτης των αλόγων,μουλαριών,γαϊδάρων. κ.λ.π.Και κασιανίζου=καθαρίζω τα ζώα με το κασιάν(j)
Καστανιά (η)(γη)=Μεταλλική συσκευή για την τοποθέτηση διαφόρων εδεσμάτων σε διαφορετικές θέσεις που αποτελούν ενιαίο σύνολο.Το χρησιμοποιούσαν εργάτες σε γιαπιά, στο μάζεμα της ελιάς και αλλού.
Κάτα (η),(γη)=Η γάτα
Κατάπιασμα (του)=Προσάναμα,όπως π.χ. το δαδί ή τα κλαδιά
Καταφρόνια (τα)= Άνθρωποι άξιοι περιφρόνησης.Κακοί χαρακτήρες.
Κάτζουλας (η),(γη)= Πρόχειρη ξύλινη κατασκευή με οριζόντια κατακόρυφα και χιαστί καπνισμένα συνήθως ξύλα για το άνοιγμα και κλείσιμο περιφραγμένων κομματιών γης όπως μπαχτσιαδες και μπαχτσιαδέλια,κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις κ.λ.π.Οι συνήθεις διαστάσεις 1.5 έως 2 μέτρα μήκος και 0,80 έως 1 μέτρο ύψος.Υπήρχε πολλές φορές και ένας ξύλινος γάτζος για να μην μπορούν να τον ανοίξουν τα ζώα.
Κατζουρίδα (η),(γη)=Ένα μακρύ πρόχειρο μπαστούνι από κάποιο κλαρί δέντρου  για το τράβηγμα κλαδιού συνήθως για να πάρουμε τα φρούτα του.Στη μια κορυφή του δηλαδή έχει ανάποδο μικρο τμήμα κλαδιού για τη δυνατότητα έλκυσης.
Κατιλώ=Κυρίως αναφέρεται στα παπούτσια και σημαίνει το φάγωμα τους,την καταστροφή τους.Κυρίως από μακρά η κακή χρήση τους στο περπάτημα.
Κάτια (τα)= Στρώσεις.Π.χ.έβαψα τον τοίχο τρία κάτια.
Κατμάς(η),(γη)=Αυτός που δεν μπορεί να μάθει τίποτα.Ο πολύ κακός και τεμπέλης μαθητής και παραλληλίζεται με τον κατιμά που είναι το τμήμα σφαγίου κακής ποιότητας.Από την Τουρκική λέξη katma που σημαίνει πρόσθετο κομμάτι,ενσωματωμένο,προσάρτηση
Κατμέρια(τα)=Τα ζουμπούλια.
Κατρατσίλα (η),(γη)=Η απότομη επιφάνεια ,η τσουλήθρα,η επιφάνεια που δεν μπορεί εύκολα να σταθείς και σε πηγαίνει παρακάτω.Τη λέμε π.χ. για κάποιο οικόπεδο ή χωράφι που δεν μπορείς να το εκμεταλλευτείς εύκολα.
Κατσιάκς(η),(γη)=Ο κοπανατζής,αυτός που έφυγε κρυφά.
Κατσιρμάς (η),(γη)=Το παιδί που δεν το είχε προγραμματίσει το ζευγάρι και έγινε από λάθος.Από τη λέξη κατσιρντώ=μου ξεφεύγει.
Κατσιρντώ=Μου φεύγει κάτι από τα χέρια μου χωρίς να το θέλω.
Κατσκάδ (του)=Το κατσικάκι
Κατσούλα (η),(γη)=Είδος καπέλου με ελλειψοειδές σχήμα με μυτερή απόληξη μπροστά και πίσω.Λέγεται και για κάποιον που στήνει αυτί να ακούσει τι λένε άλλοι.Το βλέπουμε σε αναμνηστικές εικόνες να το φορά ο αείμνηστος Ελευθέριος Βενιζέλος.
Κατσούτι=Καθίστε
Κατσπουδιάρκου (του)=Ανάποδο παιδί η έφηβος.
Κατσπουδιάρς (η),(γη)=Ανάποδος άνθρωπος
Κατσιώνου=Θυμώνω με κάποιον και δεν του μιλώ.
Καυκαλιά(η)=Απο το καύκαλο που είναι το κεφάλι.Χτύπημα πίσω από το κεφάλι
Καυκαλίθρα (η),(γη)=Άγριο χορταρικό της οικογένειας του ραδικιού.Αλλού λέγεται πικραλίθρα.Το όνομά του μάλλον προέρχεται από το σχήμα του που έχουν τα φύλλα του που διαγράφουν καμπύλη τροχιά σαν το κεφάλι(καύκαλο) με τα μαλλιά
Καυκοπούλα (η),(γη)=Το φλιτζάνι για τσάι,γάλα κ.λ.π Λέγεται και φλυτζάνα.
Καφαλτί(του)=Το  δεκατιανό.Τούρκικη προέλευση από το λέξη kahvalti που σημαίνει το πάρσιμο του καφέ(kahve) που τη χρησιμοποιούσαν κυρίως οι οικοδόμοι.
Καχπέ (η),(γη)=Η πόρνη.Όμως και βρισιά για γυναίκα.Π.χ Διαβόλ καχπέ διαβόλ=Του διαβόλου παλιογυναίκα.Απο την Τούρκικη λέξη kahpee=Mια σκύλλα.
Κάψαλα (τα)=Οι φωτιές της παραμονής του Αγίου Ιωάννη που γιορτάζει στις 23 Ιουνίου όπου και το Θερινό Ηλιοτρόπιο.
Καψαλός (η),(γη)=Ο ξανθωπός στην όψη άνδρας ή και ο κοκκινοτρίχης.
Καψουρούχνους (η)(γη)= Ένα φυτό που έχει καυτερή γεύση αλλά εύγευστο.Φυτρώνει αρκετά στην περιοχή της Ντήλ(j)ς πάνω από τον κάμπο και δυτικά του στα υψώματα.Εκεί που είχε παλιά το παρατηρητήριο του ο αγροφύλακας.
Κβάρα (η),(γη)=Πολλά.Π.χ. έχεις μια κβάρα ρούχα. Αλλά και για κακή κατάσταση ατόμου απο αρρώστια.Έτσι π.χ. λέμε αυτός έγινε μια κβάρα .Μάζεψε.
Κέκ (του)=Το κέϊκ
Κη=Την Π.χ. πήρα κ΄τσιάνταμ τσι πάηκα. Πήρα την τσάντα μου και έφυγα.
Κήρυκας (η)(γη)(ου)=Ο τελάλης
Κθάρ (του)=Το κριθάρι
Κι=Την .π.χ. Έχω μια κόρ κ(j) Μαρία
Κιαλάρου ή κιαλέρνου=Βλέπω καλά
Κιγί=Πρόσταγμα σε ζεύγος βοδιών που οργώνουν χωράφι να πηγαίνουν στις γωνίες και τα ακραία γενικά σημεία του χωραφιού.Από την Τούρκικη λέξη Κiyi=επί
Κιζντίζου=Παρεξηγούμαι
Κιλιπτσ(j)έδις (οι),(γοι)=Οι χειροπέδες λεγόταν και τσιλιπτσέδις
Κιναρωτό (του)=Το ριγέ 
Κιουλάφ (του)=Το φαρδύ καπέλο που πλέει στο κεφάλι αυτού που το φορά.
Κιουπινέτς (του)= Είδος κάπας βοσκού με κουκούλα από πεπιεσμένο μαλλί
Κιραγί(του) ή Κιράι=Η πάχνη
Κιρασουλάκ(j) (του)= To ουράνιο τόξο
Κιριστές (η),(ου)= Η ξυλεία για την κατασκευή κατοικίας
Κιρκινέζα (η),(γη)=Το αρπακτικό πουλί,γερακοειδές και περιπαιχτικά η γυναίκα με σουβλερή και μακριά μύτη.
Κιρντίζου=Κόβω τα φύλλα της καπνουλιάς για να πάνε για αρμάθιασμα.Μάλλον από το Τούρκικο kirdi=έσπασε 
Κιρχανατζής (η)=Αυτός που δεν συμμαζεύεται με τίποτα,αλήτης
Κισίμ (του)=Η συμφωνία μεταξύ  του ιδιοκτήτη γης και του εργάτη που περιλαμβάνει ποσοστά ως αμοιβή από την παραγωγή.
Κισίρα =Λέγεται για την ηλικιωμένη κατσίκα,τη γκιόσα.
Κλαστάδες (οι),(γοι)=Οι βρώσιμες πράσινες ελιές 
Κλαίγου=Κλαίω και κλιάμα=κλάμα
Κλαίγιν(j) =Κλαίνε
Κλαί=Κλαίει
Κλάπ(του),κλάπια(τα)=Τα πατημένα παπούτσια που τα φοράνε σαν παντόφλες για εργασίες στην αυλή.Επίσης τα δένανε στα πόδια από τις κότες για να μην φεύγουν μακριά
Κλαδουρέλια  (τα)=Τα κλαδάκια. Ήταν κλαδιά που μάζευαν οι κάτοικοι για το φούρνο,το καζάνι,για άναμα κάρβουνων κ.λ.π.
Κλαστάδα (η),(γη)=Είδος βρώσιμης ελιάς(πράσινη τσακιστή)
Κλιάμα (του)=Το κλάμα
Κλιαμούρς (η),(γη)=Αυτός που κλαίει με το παραμικρό.
Κλιματσόβιργα (η),(γη)=Κλαρί απο αμπέλι. 
Κλιματσούρα (η),γη)= Το ίδιο
Κλουθουγυρίζου=Γυρίζω γύρω γύρω χωρίς να λέω τι θέλω η να κάνω κάτι.
Κλούτσκας (η),(γη)=Ο λόξυγκας
Κλώστς (η),(γη)= Εργαλείο για κλώσιμο νήματος
Κμάρ (του)=Το μικρό λαϊνι,το κουμάρι και το μικρό κμαρέλ(j).
Kμάσ(j) (του)=Το κοτέτσι

Κμασ(j)ιώνου=Παίρνω ένα νεαρό της παντριάς και τον περιποιούμαι ώστε να τον κγηαταφέρω να τον  παντρευτώ ή να τον παντρέψω με την κόρη μου συνήθως.
Κνάδ(του)=Το κουνάβι.
Κνικάτου (του)=Κόκκινου χρώματος
Κνόδαλου (του)=Ο τιποτένιος.Απαξιωτική έκφραση για κάποιον.
Κότσνας (η),(γη),(ου)=Είδος θάμνου της οικογένειας του πουρναριού που δεν είναι αγκαθωτά σαν του πουρναριού αλλά  λεία τα φύλλα τους.
Κότσ(j)νου (του)=Το κόκκινο
Koυβάνια (τα) = Είναι τα παλιά σπίτια των μελισσών.Στην Ανεμώτια και νομίζω σε όλη τη Λέσβο ήταν ορθογώνια παραλληλεπίπεδα ξύλινα κουτιά διαστάσεων περίπου 30 εκ.Χ 30 εκ.Χ 70 εκ. που είχαν μόνο μια μικρή σχισμή μπροστά για να μπαινοβγαίνουν οι μέλισσες και δυνατότητα ανοίγματος του πίσω καπακιού των 30Χ30 για την παραλαβή του μελιού.Τι κερήθρες τις κατασκεύαζαν οι ίδιες οι μέλισσες που έδιναν και το κερί.
Κουγκτζέλις (οι),(γοι)=Οι κουκουνάρες.
Κουϊντίζου=Βρέχω καλά π.χ κούϊντσι η βρουχή του χώμα=πότισε καλά η βροχή το έδαφος.
Κουϊτούκ (του)=Μέρος απάνεμο

Κούκλα (η),(γη)=Εκτός από τη συνήθη ερμηνεία του παιδικού παιχνιδιού είναι και το τυλιγμένο μαλλί προβάτου σε μπαλίτσα.
Κουκουρέλις (οι),(γοι)=Κομμένοι κορμοί δένδρων 
Κουκουρόβλους (η),(γη)=Μαύροι στρογγυλοί σπόροι μέσα στο λιχνισμένο στάρο από ζιζάνια.
Κούλα (η),(γη)=Το μικρό εξοχικό σπίτι κοντά στην αγροτική παραγωγή του ιδιοκτήτη το καλοκαίρι για λαχανικά οπωρικά αλλά και για το μάζεμα των ελιών το χειμώνα.
Κουλάγια (τα)= Τα ανδρικά γεννητικά όργανα .
Κουλ(j)βόζμους (η)(γη)=Το ζουμί από τα κόλυβα.
Κουλέθρα (η)(γη)=Το σημείο του μύλου που αδειάζουν το σιτάρι για άλεσμα
Κουλιαρμούδα (η),(γη)=
Η άλμη του κολιού

Κουλίτσ(του)=Ένα ψωμοειδές παρασκεύασμα σαν τσουρέκι που του έβαζαν και ένα κόκκινο αυγό.Τα πήγαιναν δώρο στα βαφτιστήρια το Πάσχα.Η λέξη προέρχεται  από τους κολλικούς άρτους των αρχαίων Ελλήνων(ατομικά ψωμάκια.Ίδιοι ήταν και οι κόλλαβοι.  
Κουλ(j)μπώ=Κολυμπώ
Κουλουκάθουμι= Έκφραση για κάποιον που δεν κάθεται σε ένα μέρος ήσυχα και χωρίς υπερκινητικότητα.Αυτό του μουρό δεν κουλουκάθιτι.
Κουλουκόβουμιε ταράζει ο πόνος της μέσης μου από συγκεκριμένο βαρύ αντικείμενο ή σύνολο εργασιών. 
Κουλουκόπκα=Πέθανα στην κούραση 
Κουλουκουμένα (τα)=Οι ψεύτικες δικαιολογίες,με περιστροφή.
Κουλουρτζίτις (οι),(γοι)=Οι παραφυάδες που τους έλεγαν και γαμιάδες.
Κουλουτσθιά (η),(γη)=Η κολοκυθιά
Κουμάκ(j) =Λίγο Π.χ.Δόμ ένα κουμάκ(j)=Δώσε μου ένα κομμάτι.
Κμάρ ή κουμάρι (του)=Το μικρό σταμνί,και το μικρότερο κμαρέλ(j)
Κμάσ(j) (του)=Kουμάσι=Το κοτέτσι
Κόπρια (τα)=Τα σκουπίδια

Κουμλού (του)=Λάσπη από ασβέστη και άμμο
Koυμπάνια (η)=Η φροντίδα,η μέριμνα για διάφορα τρόφιμα και άλλα υλικά.
Κουντουρίδια (τα) = Τα ξυλοκέρατα

Κουπανέλ(j) (του)=Το μόλις γεννημένο αδιαμόρφωτο βατραχάκι.
Κουπιλάρ (του)=Αγόρι κάπως ανεπτυγμένο.Λέμε π.χ.Καλέ αυτό έγινι ουλόκληρου κουπιλάρ.Μεγάλωσε δηλαδή.
Κουπιλδέλ(j) (του) =Το δεσποινάριο,η μικρή έφηβη
Κουπρίζου=Βάζω κοπριά στο χώμα.
Κουρατζίνις (οι)(γοι)=Τα μούρα .Μάλλον από το Κουραδίνες  αφού  μοιάζουν με τα περιττώματα των αιγοπροβάτων.
Koυρατζνιά (η)(γη) σκαμνιά,η μουριά
Κουρδουτσ(j)λιέμι=Κυλιέμαι κάτω πέρα δώθε
Κουρεύγου= Κουρεύω
Κουρμο (οι)(γοι)=Κομμένα δένδρα μεγάλου μεγέθους που τα μεταφέρουν οι Ανεμωτίσιοι έξω από την εκκλησία της Μεταμόρωσης του Σωτήρα για να κάνουν το έθιμο του καψίματος του Ιούδα την παραμονή του Πάσχα..
Κουριάζου= Κόβω ξύλα σε μικρά κομμάτια
Κουρνιόζους (η),(γη)=Το πειραχτήρι 
Κουρουλαμάς (η),(γη),(ου)=Το οργωμένο χωράφι 
Κουρούμ (του)=Ο σωματότυπος,ή η  φυσιογνωμία κάποιου 
Κούρους (η),(γη),(ου)= Το κούρεμα των ζώων

Κουρούκια (τα)=Αναφέρεται στις ελιές που δεν έχουν λάδι,είναι ξεραμένες.
Κουρούπα (η),(γη)=Η φράντζα των μαλλιών
Κουρσ(j)ίούν(j) (του) =Πολύ γρήγορος από το Τούρκικο Kursun=Πορεία
Κουτούκ(j) (του)=Το κομμάτι κορμού
Κουτλώ = Από το κούτελο.Κτυπώ είτε άθελα ή ηθελημένα με το κούτελο πάνω σε κάποιο αντικείμενο ,τοίχο,πόρτα κ.λ.π.ή κάποιον σε καβγά.
Κουτσάδις (οι),(γοι)= Τα φύλλα της παπαρούνας
Κουτσναδόπτα (η),(γη)=Η πίττα απο φύλλα παπαρούνας
Κουτσνόρζις (οι),(γοι)=Οι κοκκινόριζες

Κουτσουλάματα (τα)=Τα νερά που τρέχουν από τις στέγες
Κούτρουλας (η),(γη),(ου)= Ο πήλινος κλειστός κουμπαράς με σχισμή  .Αλλά και το κεφάλι ανθρώπου κουρεμένου γουλί.
Κούτσα (η),(γη)=Η κούκλα.Αλλά κυρίως περιπαικτικά η γυναίκα που προκαλεί πολύ . Είναι παραστολισμένη.Π.χ. Στουλίσκι σαν κούτσα.
Κουτσκούδα (η),(γη)=    Το ραβδί με ανωμαλίες στην επιφάνειά του.
Κουτσμπίδ (του)= Το κοντοκαμωμένο άτομο
Κρεατοδάγκωμα (του)= Πόνος από κρύωμα που εντοπίζεται κυρίως στους ώμους και στην πλάτη.
Kριββαταριά (η),(γη)=Ο αργαλιός
Κριμανταλάδες (οι)= Εγκατάσταση με πασσάλους και οριζόντια ξύλα για την τοποθέτηση της καπνόβεργας(Καλάμι ή ξύλο με σπάγγο πάνω στον οποίο ήταν περασμένα τα καπνόφυλλα για ξήρανση.
Κρασουμπούκαλου (του)=Η κανάτα του κρασιού
Κριβαταριά (η),(γη)= Ο αργαλιός
Κριββατή (η),(γη)=Το σύνολο των προικιών στοιβαγμένα σε ένα σημείο.
Κριββατόγυρους (ου),(η)=Σεντόνι με δαντέλα που σκεπάζει το κρεββάτι
Κρουμμύδ (του) =Το κρεμμύδι
Κρουμμύδας (η),(γη),(ου) =Ο ψεύτης(Λέγεται μεταφορικά).
Κρύγιου (του)=Το κρύο
Κρυών(j) =Kάνει κρύο και κρίγιου=κρύο
Κστός (η),(γη),(ου)=Ο Χριστός. Συνειθισμένη έκφραση όταν συμβεί κάτι ξαφνικό ή κακό.Π.χ. λέμε Κστός τσι Παναγιά.Από  εδώ βγαίνει και το Κστόδουλους=Χριστόδουλος.
Κτάβ (του)=Το κουτάβι Αλλά και το πολύ έξυπνο ή δύστροπο παιδί.
Κτάλα (η),(γη)=Η κουτάλα αλλά για μέρος του σώματος ίσως ο ώμος.Υπάρχει η έκφραση Ωχ η ψύμ η κτάλαμ τσούλαμ τ'άλλα μ=Ωχ η ψυχή μου η κουτάλα μου και όλα μου τα άλλα μου μέρη του σώματος.
Κτηνάλιρα (τα)=Τα πίτουρα
Κτσιά(τα)=Τα κουκιά
Κτσός (η),(γη),(ου)=Ο κουτσός
Κφός (η),(γη),(ου)=Ο κουφός
Κφούνια(τα)=Οι παλιές κυψέλες των μελισσών

                                                 ΛΑΜΔΑ (30)

Λαδίσαν(j)=Eίχαν αρκετό λάδι οι ελιές μέσα στον καρπό τους.
Λαλές (η),(γη),(ου) Η παπαρoύνα,από την Τούρκικη λέξη  lale=τουλίπα
Λάντζα (η),(γη)= Πολύ μεγάλο στρογγυλό μεταλλικό βαρέλι για αποθήκευση κυρίως λαδιού
Λαντουρίζου=Περιχύνω κυρίως λάδι προς όλες τις κατευθύνσεις.Π.χ. λαντούρσις ή λαντούρξις  του πκάμσους=το λέρωσες με λάδι παντού.Μάλλον από το το λάδι και το ρήμα ρίχνω
Λάτ(j)ς (οι),(γοι)=Οι λάκκοι,οι λακκούβες.
Λαφιάτς (η),(γη),(ου)=Το φίδι η δεντρογαλιά.
Λαψάνα (η),(γη)= Τα βλαστάρια από τη βρούβα που τα μαζεύουμε και τα βράζουμε.Είναι πολύ νόστιμα αφού περιέχουν μέσα τους μελλοντικούς σπόρους.
Λείψι μι=Παράτα με
Λέκτρα (η,(γη)=Η Ηλέκτρα

Λέλικας,(η),(γη),(ου)=Το λελέκι ,ο λέλεκας ή γερανός
Λιγέν(j)=Μεγάλη λεκάνη για να πλυθεί κάποιος στην αυλή.
Λιγκέρ (του)=Μπακιρένιο πιάτο
Λιγουθμώ=Λιποθυμώ
Λιέμι=Γυρίζω εδώ και εκεί.Π.χ.που λιέσι βρε;=που γυρνάς βρε.Αλλά και λιέτι τσι ψάχν(j) για ιργάτ=γυρίζει και ψάχνει να βρεί έναν εργάτη.
Λιές (οι),(γοι) = Ελιές.Και θα πάμε στι λιές=Θα πάμε να μαζέψουμε ελιές.
Λιμπιγιάνθ (η),(γη)=Η Ολυμπία
Λιόπανου (του) ή λιουπάν(j)(του)=Το ελαιόπανο.Τα ειδικά πανιά πάνω στα οποία βάζουν τον σπασμένο πολτό της ελιάς για να οδηγηθεί στις πρέσσες έκθλιψης.
Λιουδώρα (η),(γη)=Η Ηλιοδώρα
Λιρός (η),(γη),(ου)=Λερωμένος και μονίμως βρώμικος.
Λισαβία ή Λισαβίγια (η),(γη)=Ελισάβετ4
Λιώστρα (η),(γη)=Αυτή που γυρνά εδώ και κει πολλές ώρες.
Λόμπγις (οι),(γοι)=Τα φασόλια που δεν μπορούν να μαγειρευτούν ως φρέσκα (πράσινα) και ανοίγονται για να πάρουμε το περιεχόμενο που δεν έχει ακόμα στεγνώσει.
Λόρτους (η),(γη),(ου)= Ο  όρθιος.Λέμε αφού άργισις κάτσι τώρα λόρτους.
Λουγιάζου=Κοιτάζω,προτίθεμαι,προγραμματίζω.
Λουγιρίδ (του)= Ετυμολογικά αυτό που όλο γυρίζει.Το μεταλλικό τελάρο απο τα ξύλινα  βαρέλια που με τη βοήθεια διαμορφωμένου κατάλληλα σύρματος- οδηγού το περιέστρεφαν τρέχοντας Ήταν ένα αυτοσχέδιο παιχνίδι.
Λουλούδια (τα)= Εκτός από τη συνήθη ερμηνεία των ανθέων, είναι συνήθης η αναφορά στα κολοκυθολούλουδα που αποτελούν διαχρονικό ιδιαίτερο έδεσμα της Ανεμώτιας αλλά και ολόκληρου του νησιού της Λέσβου.
Λούτι=Ελάτε
Λουτραγώτς (η),(γη),(ου)=Ο καταγόμενος από τα Λουτρά.
Λόχ(j) (η),(γη) =To γράφω με αγγλικά στοιχεία για την προφορά της λέξης και την αξία της παρεμβολής του (j)=loch=η φλόγα.
Λυτρίδια(τα)=Τα βότσαλα .Οι λείες πέτρες της θάλασσας και των ποταμών.Και λύτρες τα μεγάλα βότσαλα.


                                                            ΜΙ(177)  


Μαγιασίλ(j) (του)=Οι αιμοροΐδες
Mπαγιλντώ=Αγανακτώ
Μάγκανους (η),(γη),(ου)=Ο τροχός που τραβούσε ένα ζώο περιστρεφόμενο γύρω -γύρω για να ανεβεί νερό από το πηγάδι
Μαγκαφάς (η),(γη),(ου)=Λέγεται για ζάλισμα από πολύ και έντονη κουβέντα .Λέμε π.χ. έκανις του τσιφάλιμ μαγκαφά=Με ζάλισες
Μαγλίτς (του)=Το δεμένο σφιχτά κεφαλομάντηλο γυναίκας που καλύπτει και τα μάγουλα.
Μαθέ =Δήθεν,κατά κάποιον τρόπο.Π.χ. Είπαν(j) μαθέ πους πήγα τσέκανα ιγχείρισ στου μάτ=Είπανε  πως δήθεν πήγα και έκανα εγχείρηση στο μάτι.Το μαθέ μπορούμε να το παρομοιάσουμε με την έκφραση να πούμε.Π.χ.Είπαν να πούμε πως πήγα στη Μυτιλήνη.
Μάκ(j) (του)=Το μάτι
Mακούφκου (του)=Βακούφικο.Τα λεγόμενα Βακούφια
Μαθρακός (η),(γη),(ου) = Ο βάτραχος
Μαλαθούνας (η),(γη),(ου)= Ο μαλθακός
Μαλάς (η),(γη),(ου)= Το μυστρί 
Μαλάζου= Έχει την έννοια του χαϊδεύω όπως π.χ. μαλάζω τα στήθη τηςλλά και το κρατώ ένα ευπαθές είδος π.χ.φρούτο και το δοκιμάζω αν είναι ώριμο. Μάλλον προλερχεται από το μαλά και το ανακάτεμα.
Μαλουτσίδουνου (του)= Από το μαλλοκύδωνο.Το κυδώνι που έχει επάνω του πολύ μαλλί(το χνούδι).Είναι καχεκτικό κακής ποιότητας
Μαμουρίδα (η),(γη)= Ο άταχτος
Μανάλ(j) (του) =Το μανουάλι της εκκλησίας.
Μανέλα (η),(γη)= Ο ξύλινος συνήθως μοχλός αρκετά ανθεκτικός περίπου δύο μέτρων για ανύψωση και μεταφορά βαριών αντικειμένων
Μάνις (οι),(γοι)= Μάνες.Τα 3 πρώτα χέρια ,τα κατώτερα φύλλα του φυτού της καπνουλιάς
Μανίτς (του)= Το μανίκι
Μαντανός (η)(γη)(ου)= Ο μαϊντανός
Μαντήλα (η),(γη)=Το κεφαλομάντηλο των αγροτοκτηνοτρόφων για προστασία απο τον ήλιο κυρίως.Το σύνηθες χρώμα είναι άσπρο αλλά με κυρίαρχο το κίτρινο.
Μαντουρίν(j) (του) =Το μανταρίνι
Μαντράτς(j) (του)  =Ο στενός χώρος.Λέξη προερχόμενη απο το μαντρί όπου σαν χώρος είναι στενός ακόμη και για ζώα.Π.χ.Η Παναγιώτς αγόρασι ένα σπίκ(j) σα μαντράτσ(j).
Mάξους=Επίτηδες.Ηπαν(j) μάξους πους φάγαν(j)  τσι δε πνούσαν(j) γιατί δε θέλαν(j) του φαγί που είχι.
Μασγάλια (τα)=Τα δοκάρια της σκαλωσιάς
Μασγαλότρυπα (η),(γη)= Η τρύπα που άνοιγαν οι μαστόροι κατά το χτίσιμο οικοδομής για να στηρίξουν τα δοκάρια της σκαλωσιας Αλλά και μεταφορικά οι τρύπες για πολύ καλό κρύψιμο πραγμάτων.Λέγεται για το κρύψιμο χρημάτων απο ηλικιωμένους  που φοβούνται την ανακάλυψή τους απο συγγενείς,παιδιά,εγγόνια,ανίψια κ.λ.π.
Mαστέλου (του) = Ο κουβάς και κυρίως ο κουβάς του πηγαδιού που χρησιμοποιείται για τη λήψη νερού.
Ματουφλάδις (οι),(γοι)= Τα ματόφλαδα
Mατρακάς (η),(γη),(ου) =  Η βαριοπούλα
Ματσίζου= Ετυμολογικά μάλλον κάνω κάποιο πράγμα σε μάτσα.Λέγεται κυρίως για το κρέας το κόψιμό του με μαχαίρια κ.λ.π. σε λεπτά κομμάτια όπως π.χ κιμάς.
Ματσόβιργα (η),(γη) = Η ξύλινη βέργα  διαμέτρου ενός έως δύο εκατοστών και μήκους περίπου εβδομήντα έως ογδόντα που χρησιμεύει ως  πλάστης φύλλου μπακλαβά,πλατσέντας,πίττας κ.λ.π.
Μαχμούρς (η),(γη),(ου) =Αυτός που μόλις ξύπνησε και νυστάζει ακόμα.
Μάχουμι=Μισώ κάποιον.Αυτόν(j) τουν άθριπου τουν(j) μάχουμι πουλύ=Αυτόν τον άνθρωπο δεν τον χωνεύω.Δεν έχει την έννοια του μίσους.
Μέλαγκας (η),(γη),(ου) = Είδος καλλιεργούμενου εδάφους που είναι πολύ σκληρό αλλά παραγωγικό.Μάλλον αργιλώδες.
Μένα δε = Έκφραση που δηλώνει προσπάθεια προσέλκυσης προσοχής κάποιου σ'αυτά που λέει.
Μελ(j)τα (τα)=Τα μέλια
Mήδι=Μήτε,ούτε.π.χ.πήγα στου καφινείου αλλά δεν ήταν(j) μήδι ένας να μλήξου μαζ(j)τ= =Πήγα στο καφενείο αλλά δεν ήταν κανένας να μιλήσω μαζί του
Μiγ(j)τέπ (του)= Το Τζαμί
Μιλίχλουρου (του) =Αναφέρεται σε τυρί που δεν είναι ούτε πολύ μαλακό ούτε σκληρό .Πιο πολύ υποδηλώνει τη μυζήθρα που όταν είναι σκληρή χρησιμοποιείται για τρίψιμο στα μακαρόνια,τη μανέστρα κ.λ.π.
Μιλαχόνια (τα) = Τα εσωτερικά όργανα του ανθρώπινου σώματος όπως στομάχι, οισοφάγος, έντερα.Λέγεται για όποιον κάνει πολλές φορές σε λίγο χρόνο εμετό και δεν έχει πια να βγάλει άλλες τροφές και υγρά ,όμως συνεχίζει.
Mίλ(j)ξα=Μίλησα. Αλλά και έκανα τον μεσολαβητή προσπαθώντας να συμβιβάσω κάποιους.Χρησιμοποιείται επίσης και σε περίπτωση προστακτικής προς κάποιον για ομολογία. Π.χ.Μίλ(j)ξι βρε =Ομολόγησε δηλαδή ,ξέρασε τα.Και δε μίλ(j)ξα=Δεν πρόδωσα.
Μιντέρ (του)=Tο στρώμα γεμισμένο με σίκαλη μπροστά στο τζάκι
Μιρίδις (οι),(γοι)= Εκτός από τη συνήθη ερμηνεία των μερίδων τροφής υπάρχει και η λέξη που προέρχεται από το μέρος του σώματος ο μηρός.Από αυτήν έρχεται η λέξη μηρίδες που είναι αυτές που είναι πάνω στο μηρό.Γίνονται με το κάψιμο του εσωτερικού του  μηρού όταν τον θερμάνουμε μπροστά σε τζάκι ή μαγκάλι  με γυμνά πόδια.Και είναι καλλιτεχνικά σχήματα λίγο καμένου  δέρματος.
Μιρμιδίζιν= Το αίσθημα του κνησμού ,της φαγούρας κάποιου μέρους του σώματος χωρίς τσίμπημα εντόμου.
Μισάλ(j) (του) =Η πετσέτα του φαγητού.
Μισάντρα (η),(γη)=Η ντουλάπα με σεντόνι αντί για πόρτα.
Μισκίν(j)ς (η),(γη),(ου)=Ο λεπρός
Μισκινίτσα (η)(γη)=Η λέπρα
Μιτό (του) = Ο εμετός
Μι τσ' γιές=Με τις υγείες.Έκφραση ευχής όταν κερνάμε ποτό σε κάποιον.
Μιτσμένους (η),(γη),(ου) = Ο μεθυσμένος
Μλάρ (του) = Το μουλάρι
Μλαράς (η),(γη)=Βλάκας
Μλώ  = Μιλώ.Αλλά και δεν τ'μλώ=Είμαι παρεξηγημένος(χουλιασμένους) και δεν μιλώ μαζί του.
Μνημόρ (του) =Ο τάφος ή το μνήμα.Λέγεται και μνημούρ
Μνούχους (η),(γη),(oυ) = Ο ερμαφρόδιτος.Π.χ. αγόρι που έχει και υποτυπώδες αδοίο μαζί.
Μόδ=Μέτρο μέτρησης όγκου ελαιών 1 μόδι=500 οκάδες ελιές
Μοιράδιου (του)=Το μερίδιο που δικαιούται ή προσμένει κάποιος από τους γονείς ή άλλους συγγενείς.Λέγεται και ανάλογο.
Μουζαβίρης (η),(γη),(ου)=Αυτός που δεν έχει κανένα δίκιο  για όσα καταμαρτυρεί και όμως γκρινιάζει και διαμαρτύρεται.
Μουζική (η),(γη)=Το μουσικό συγκρότημα
Μουλ(j)βίθρα (η),(γη)=Η μολυβίθρα .Είναι το μέρος μιάς λάμπας πετρελαίου από όπου βγαίνει το φώς μέσω φιτιλιού που τραβά το πετρέλειο από το χώρο που είναι τοποθετημένο.Διαθέτει και σύστημα περιστροφής του φυτιλιούγια να ανανεώνεται όταν καίγεται.
Μουλουμαθράτς(j )(οι),(γοι) =Οι βάτραχοι της στεριάς.
Μουλώνου = Γεμίζω τα κενά με μικρές πέτρες (τα μόλια) κατά το χτίσιμο, ή όταν θέλω να κλείσω μιά τρύπα.Προέρχεται από το βουλώνω.
Μουρό (του) =Αναφέρεται στα μικρά παιδιά κυρίως.Αλλά λέγεται και για πολύ μεγαλύτερους άνδρες και γυναίκες.Π.χ. Η Γνάτς του μουρόμ δεν έχ(j) καθόλ δλιά και ας είναι πενήντα μερικές φορές.
Μουρουθήτς (η),(γη)=Λέγεται για να εκφραστεί ο μεγάλος αριθμός παιδιών τόσα ώστε να χρειάζεται να τα βάλεις σε θήκες για να χωρέσουν.
Μουρφιά (η)(γη)=Καλό,Ωραίο.Π.χ. Μια μουρφιά το' βαψις του σπίτ.
Moυσαφιρλιά (τα) = Οι επισκέπτες ,μουσαφίρηδες.Π.χ. Ήρθαν πια τσι τα μουσαφιρλιά τσ΄Μαριγής.
Μουσκουκάρφ (του)=Το μπαχαρικό γαρύφαλλο
Μουσλούκ(j) (του)=Σκεύος μπακιρένιο που ζέσταιναν νερό στα καφενεία για τους καφέδες και τα αφεψήματα.
Μούτ λάκ =Κάτι τρέχει.  
Μούτσνα(τα)=Τα μούτρα ,η φάτσα και μουτσνάρα τα μεγάλα μούτρα.Λέμε π.χ.Αυτός έχ(j) μια μουτσνάρα να!!!
Μπα = Ναί.Π.χ.Πήγις Γιώργου στα πρόβατα.Μπα απαντά ο Γιώργος δηλαδή ναι.
Μπαγιλντώ=Μπαϊλντώ.Μπαΐλντισα =Εξουθενώθηκα.Λέμε π.χ.Μπαΐλντισα απο τη ζέστη,από την Τούρκικη λέξη bayilmak=λιποθυμώ
Μπακέτου (του)=Το πακέτο συνήθως με τα τσιγάρα.
Μπακίρα (η),(γη) =Το μεταλλικό σκεύος  με το οποίο αρμέγουν οι κτηνοτρόφοι τα ζώα απο μπακίρι.Η καρδάρα σε άλλα μέρη.
Μπακλαβού (η),(γη)μπακλαβάς
Μπακλαφουράν(j) (του) = Η γιορτή στο ύπαιθρο της Καθαρής Δευτέρας με ψωμί και κουκιά(βουρτουκούτσια)μουλιασμένα από βραδύς.Από την Τούρκικη λέξη bakla που σημαίνει κουκί.
Μπαλέτα (η),(γη)=Μαξιλάρα καναπέ
Μπαλκάμ (του) =Ο αγρός ή το ελαιόκτημα που είναι γεμάτο άγριους θάμνους που είναι ανάγκη να κοπούν για καλή καλλιέργεια.
Mπαλντίρις (οι)(γοι) = Μακριά πόδια 
Μπαλτζίκ(j) (του)=Ο σπάγκος που έδεναν τον καπνό στις βέργες.
Μπαλτζίκα (η),(γη)=Το έλος με βρώμικα νερά π.χ.έβριξι τόσου πουλί που γίναν(j)ούλα μπαλτζίκα-Έβρεξε τόσο πολύ που έγιναν όλα έλος ή μούσκεμα.
Mπάμπουρας (η),(γη),(ου)=Το έντομο χρώματος κιτρινοκαφέ διπλάσιου μεγέθους από τη σφήκα που το τσίμπιμά του είναι πολύ προβληματικό.΄Μέγας εχθρός των μελισσών.
Μπανέλ(j) (του)=Ο μικρόσωμος Μπάνος
Μπάνους (η),(γη),(ου)=Το υποκοριστικό του Παναγιώτης
Μπάντις(οι)=Τα πλευρά .Λέμε π.χ.Πρόσιξι τσ' μπάντις σ=Πρόσεξε τις πλευρές του σώματός σου.
Μπαρίκια (τα)= Κολλητοιί ,αχώριστοι φίλοι που υποστηρίζει ο ένας τον άλλο.
Μπαρριέρα (η),(γη)=Μικρή αυλή

Μπάριμ =Τουλάχιστον.Από την Τούρκικη Λέξη Bari= Toυλάχιστον
Μπασ(j)άκ (του)=Το μάζεμα καρπών (ελιές,αμύγδαλα,καρύδια,βελα;νίδια κ.λ.π.)που έχουν παραλειφθεί κάτω από τα δένδρα άλλες παραγωγές (στάχια)κατά το κυρίως μάζεμα.Αυτό γινόταν κυρίως από παιδια για χαρτζηλίκι ή από φτωχούς χωρικούς.
Μπασίστουνε=Εντάξει,μάλιστα
Μπασκί (του) = Ο ξύλινος μηχανισμός(κουτί) δεσίματος αρμαθιών καπνού σε ορθογώνια σχήματα με τύλιγμα τους με λινάτσες.Στο πάνω μέρος του είχε κοχλία και λαβή περιστροφικής  συμπίεσης του περιεχομένου για μείωση του όγκου του και κατάλληλη διαχείριση.Από το Τούρκικο Baski Altinda=Kάτω από πίεση
                                                               To μπασκί
Μπατζιά (η),(γη) =Η καπνοδόχος
Μπατζιργιάν(j)ς (η),(γη),(ου)=Ο γυρολόγος
Μπατούνιαρα= Έχασα όλες μου τις δυνάμεις
Μπάτσι =Μήπως και.  Aπό το μπάς και
Μπαχάρ (του) =Η βοσκή για ζώα(χόρτο) που είναι ξερή με πολύ δυναμωτικό περιεχόμενο λόγω ύπαρξης σπόρων  στους καρπούς τους μετά την άνοιξη.
Mπαχτιαβάν(j)ς (η),(γη),(ου)=Παραγωγός κηπευτικών κυρίως λαχανικών.
Mπαχτσιάς(η),(γη),(ου) =Ο μεγάλος μπαξές και το μπαχτσιαδέλ(j)=Ο μικρός μπαξές. Και μπαχτσιαβάν(j)ς =ο μανάβης από την Τούρκικη λέξη bahce=κήπος
Μπι σκιντε=Απασχόληση
Μπικλιντίζου=Προσέχω κάποιο πράγμα που πιθανόν απειλείται.Λέμε π.χ. Ω Μαρία μπικλέντσι για λίγου του τραχανά πα σκ(j) ταράτσα μη πά η γάτα.=Μαρία πρόσεξε λίγο τον τραχανά στην ταράτσα να μην πάει η γάτα.
Μπιλιαντέρ (του)=Ο αδελφός ,η αδελφή
Μπιλιμπίκ(j) (του)=Χαϊδευτική προσγώνηση μικρού παιδιού
Μπιλόνιασμα (του)= Το πέρασμα του καπνόφυλλου στο σπάγγο ανάρτησης
Του μπιμπίτσιμ (του)=Το μπιμπίκι που είναι το γύρω από την τρίχα μέρος του σώματος που όταν ανατριχιάζουμε ανασηκώνεται.Έτσι λέμε Ανιτρίχιασα τσι σκώθτσι του μπιμπίτσιμ.
Μπίνια (τα) =Η καβάλα, κυρίως στους ώμους άλλου .Π.χ έκλεγε ο μικρός και τον πήρα μπίνια=έκλεγε ο μικρός και τον πήρα στους ώμους μου.
Μπινιάς (η),(γη),(ου)=Λάσπη με ασβέστη και τσιμέντο.Η λέξη λεγόταν και για να τονιστεί η σταθερότητα μιας κατασκευής σε σχέση με το χτίσιμο με λάσπη και άλλα υλικά.
Μπινιεύου=Ανεβαίνω στους ώμους κάποιου και με μεταφέρει κάπου αλλά και ιππεύω
Μπινίκ(j) (του) = Το γυάλινο μπουκάλι μεγάλης σχετικά χωρητικότητας.
Μπιντέν(j) (του)=Είδος πλέξης δαντέλας
Μπιντιρίκ(j) (του)=Λεπτό νήμα για τον αργαλειό.
Μπιρικέτ (του)=Αφθονία προϊόντος.Φέτους είχαμι πουλύ μπιρικέτ.Εφέτος είχαμε καλή παραγωγή (στην γεωργική κυρίως παραγωγή),
Μπιρίτ (του) =Το κρυφτό (παιχνίδι)
Μπιρμπάκ(j) =Χάλια.Γίντσις μπιρμπάκ(j).Λερώθηκες
Μπι  σκίντε=Απασχόληση
Μπισλεμές (η),(γη),(ου)=Το ζώο που είκετρέφεται για το κρέας του.
Μπιτούνιους (η),(γη),(ου) =Ολόκληρος
Μπίχτρα (η),(γη) =Το χτενάκι για το μάζεμα των μαλλιών .
Μπιχτράκ(j) (του)=Το μικρότερο χτενάκι
Μπιχτσής (η),(γη),(ου) =Ο αγροφύλακας
Μπλάστρ (του)=Το έμπλαστρο αλλά και διάφορα πρακτικά επιθέματα για διάφορες 
αρρώστιες ,χτυπήματα ,καψίματα κ.λ.π.
Μπλαστρώνουμι=Πέφτω κάτω φαρδύς ,πλατύς.
Μπλικός (η),(γη),(ου)=Το διασταυρωμένο σύρμα περίφραξης οικοπέδου,αυλής,χωραφιού..
Μπλουτσιάζου=Μπερδεύω κάποια υλικά και τα κάνω μη  λειτουργικά ,τα κάνω όπως λέμε άνω κάτω.Συνήθως γίνεται με νήματα,πετονιές.Λέμε π.χ.Του τλίγου καλά του νήμα αλλά αυτό δε ξέρου γιατί μπλουτσιάζ=Το τυλίγω καλά το νήμα αυτό δε ξέρω γιατί μπερδεύεται.
Μπλότσιασι =Μπλέχτηκε,Μπερδεύτηκε.Από το εμπλέκομαι,εμπλοκή.
Μπόλκα (η),(γη)= Το καλό χτένισμα κυρίως με χωρίστρα και μπριγιόλ.
Μπολκάκ(j) (του)=Το κοντό ζακετάκι.
Μπορός (η),(γη),(ου)= Ο περιφραγμένος χώρος για συγκέντρωση ζώων.
Μπουγάς (η),(γη),(ου)=Ο νεαρός ταύρος κατάλληλος για αναπαραγωγή.
Μπουγιουρτίζου=Στέλνω κάποιον κάπου.
Μπούγκλους (η),(γη),(ου) =Ένα μεταλλικό δοχείο ειδικό για την αποθήκευση και μεταφορά λαδιού.Έχει ελλειψοειδή οριζόντια διατομή ύψος περίπου 80 εκατοστά με λαιμό.


                                                         O μπούγκλος
Μπουγουτζής (η),(γη),(ου) =Αυτός που τα θέλει όλα δικά του.Ο αχόρταγος.
Μπουθκλώνουμι=Δεν προσέχω και μπερδεύομαι σε μικροεμπόδια με κίνδυνο να πέσω κάτω.Και μπουθκλουμένους αυτός που είναι απρόσεκτος γενικά.
Μπουλαμάτσ(j) (του)=Η θολούρα,το ανακάτεμα από το τουρκικό Βulamma=Θόλωμα.Λέμε π.χ.Το κρασί φέτου γίν(j)τσει μπουλαμάτσ(j)=To κρασί φέτος έγινε θολό
Μπουλαντίζουμι =Ανακατεύομαι μέσα μου.αναγουλιάζω.Από την Τουρκική λέξη bulanti=ναυτία,ανακάτεμα του οργανισμού.
Μπουμπούτσια (τα )=Σκοτάδια
Μπουνάτσους (η),(γη),(ου) =Ο αγαθός,ο βλάκας.Άτομο που μπορείς να τον ξεγελάσεις.Χαζός
Μπουν(j)δέλους (η),(γη),(ου)=Ανόητος,χαζός.Λέμε π.χ.Καλά δε σ κοβγ καθιόλ,μπουν(j)δέλους είσι.=Καλά δεν καταλαβαίνεις τίποτε χαζός είσαι.
Μπουνίζου(του)=Λέω κάτι για να ενοχλήσω κάποιον που στο παρελθόν μου είχε πεί κάτι που με είχε πειράξει.Του το φύλαγα και σε κάποια στιγμή του το κοπάνησα..Λέμε π.χ.Μ' του φύλαγι τσι μ' του μπόν(j)σι.=Μου το φύλαγε και μου το χτύπησε.
Μπουντίσκα =Ζαλίστηκα,θόλωσε το μυαλό μου και μπουντσμένους=θολωμένος
Μπουνταντανίζουμι=Ταρακουνιέμαι
Μπουθκλώνουμι=Μπερδεύομαι και πέφτω κάτω
Mπούρδα (η),(γη)='Ενα μεγάλο τσουβάλι
Μπουρθκλώνου=Μπερδεύω κάποιον γενικά
Μπουρθμούλκου (του)=Το κακοφτιαγμένο 
Μπουρμάς (η),(γη),(ου) =Η βάνα.Αλλά και αυτός που δεν είναι σταθερός στα λόγια του.Αυτός που τα στρίβει ανάλογα με το συμφέρον του.
Μπουρτίζου = Στρίβω κάτι με βία όπως με το σφουγγαρόπανο.Αλλά και μ' τα μπουρτίγ(j)ς δηλ αλλάζεις γνώμη.
Μπουρού (η),(γη) =Ηχητικό σύστημα με τον ατμό για κάποιο μήνυμα όπως έναρξη εργασίας.Στο παλιό ελαιοτριβείο της Ανεμώτιας πριν το 1950 υπήρχε μπουρού που σφύριζε το πρωί για δουλειά.
Μπουσκιουρτνίζου=Καταβρέχω λίγο,ραντίζω ,ψεκάρω με νερό.Λέμε π.χ.Μπουσκιουρντίζου τουν καπνό για να μαλακώσιν(j) τα φύλλα τ.
Μπουταμός (η),(γη),(ου)=Ο ποταμός
Μπουτζάκ=Ένα στενό μέρος,απάνεμο ακριανό,δυσδιάκριτο.
Μπούτσκους (η),(γη),(ου) =Η μικρή στρογγυλή πέτρα που την χτυπούσαν με πλακερές πέτρες στο παιχνίδι οι αμάδες.Μεταφορικά αυτός που κάθεται κά;που και εμποδίζει την κίνηση.
Μπούφου =Επιφώνημα ανίχνευσης βρόμας.
Μπουχάν(j) (του) = Ο χώρος που έχει πολύ καπνό.
Μπουχτσάς (η),(γη),(ου) = Ο μπόγος απο ένα σεντόνι δεμένο χιαστί απο τις κορυφές του που περιέχει διάφορα αντικείμενα.
Μπριγιαντές (η),(γη),(ου)=Το μασούρι με κλωστή ραψίματος.
Μπρίκ (του)=Το κεραμιδί (χρώμα)
Μπρόμτα τσ'ανάστσιλα (τα) = Μπρούμυτα και ανάσκελα. Έκφραση για κουβέντες ασυνάρτητες.
Μπρουβάλου=Βγαίνω στο προσκήνιο,εμφανίζομαι,πα;ρουσιάζομαι.Λέμε π.χ.Χάστσις πλιά,γιατί δε φάντσις να σι δώ να μλίξουμι=Χάθηκες πιά,γιατί δεν εμφανίστηκες να σε δω να κουβεντιάσουμε.
Μπρουμτσ(j)έλα (η),(γη) =Μπρούμυτη κύλιση. Η κωλοτούμπα
Μπρουμτώ = Πέφτω προς τα εμπρός.
Μπρουσ(j)νέλα (η),(γη) =Το πρόβατο που οδηγεί το κοπάδι.Πηγαίνει μπροστά.
Μσίρ (του) =Η Αίγυπτος βασικά.Αλλά και έκφραση στην Ανεμώτια που απαντά στο που θα πάς με κάποια ειρωνία αφού ο χώρος του χωριού είναι μικρός.
Μσουκουλέλ(j) (του) =Ο Κοντορεβυθούλης.
Μστάρ (του)=Μαστάρι,μαστός
Μστάτς(j) (του) =Το μουστάκι
Μταλιάζου=Λαγοκοιμάμαι,πέφτει το κεφάλι μου (και η μύτη μου)προ τα κάτω.
Μτζήθρα (η),(γη)= Μυζήθρα
Μτσούνις (οι),(γοι) =Οι μουτσούνες
Μύγια (η),(γη) =Η μύγα
Μύκ(j) (η),(γη) =Η μύτη
Μυλωθρός (η),(γη)= Μυλωνάς
Μυρίγ(j) =Βρωμάει Στην Ανεμώτια σκέτο και για αρνητική έκφραση το μυρίζει σημαίνει βρωμάει.Λέμε π.χ Ιδώ κάτ μυρίγ(j)=Eδώ κάτω βρωμάει.Ενώ λέμε τί ωραία που μυρίγ(j) του λουλούδ αυτό=Πόσο όμορφα ευωδιάζει αυτό το λουλούδι.
Μυρμήτζ(j) (οι),(γοι)= Tα μυρμήγκια
Μχάν(j) (του)=To φυσερό του σιδερά.

          
                                                             NI(55)


Ναμκιόρς (η),(γη)(ου) =Ο άτιμος,ο ανάποδος.Aπό την Τουρκική λέξη  nankor που σημαίνει αχάριστος και την Περσική ρίζα  nan=ψωμί αλλά και δύστροπος αχάριστος,αχόρταγος  κατά τον Τσιφόρο(Ιστολόγιο Νίκου Σαραντάκου)
Nάφνα= Να εκεί
Νε=.Ούτε.Δε διάλιξα νε του έναν(j) νε του άλλουν(j).Δεν επέλεξα (π.χ για σύζυγο) ούτε τον έναν υποψήφιο ούτε τον άλλον.
Νιρουφίδα (η),(γη)=Το νερόφιδο
Νιμπέτ (του) =Το αντικείμενο που συμβόλιζε την προτεραιότητα στις κοινόχρηστες βρύσες του χωριού.Οι βρύσες ήταν λίγες και για τούτο έπρεπε να μπει κάποια σειρά.Όποιος βιαζόταν ή δεν πρόφταινε πήγαινε στις βρύσες από πηγές, όπως η Βρυσάρα,ο Καλοκώστας κ.λ.π.
Μι νοιάγ(j) = Aπό τη λέξη έννοια και έγνοια.Σημαίνει δεν έχω την έγνοια δεν με ενδιαφέρει,δεν καίγομαι.Λέμε π.χ.Τι μι νοιάγ ιμένα άμα ισ(j)ί δέν έχ(j)ς του νους=Τι με ενδιαφέρει εμένα άμα εσύ δεν προσέχεις.
Άμα νοιώγ(j)ς =Άμα νοιώσεις =Αν μπορείς να μαντέψεις.
Nοιώσι=Ξύπνα π.χ.Αντι νοιώσι πλιά=Άντε ξύπνα πια.Και η Γιώργους ένοιουσι τσι πάητσι=Ο Γιώργος ξύπνυσε και έφυγε.
Άμα  νοιώγ(j)ς=Άμα μπορείς να βρείς.π.χ.Άμα νοιώγς ποιά ήταν η πρώτη γυναίκα στον κόσμο.Είναι κάτι σαν τα σημερινά κουίζ
Νοιώσμ (του)=Το αίνιγμα
Νουμίγ(j)ς = Νομίζεις
Noυγώ=Καταλαβαίνω,ξέρω.Λέμε π,χ.Τούτουνας δεν ίνι στα καλά τ ,δε νουγά τίπουτα=Αυτός εκεί δεν είναι στα καλά του δεν ξέρει τίποτα.
Νουμούτ (του)= Αυτοπεποίθηση, πρόσωπο,κουράγιο,νομιμοποίηση.
Π.χ.Έχ(νj)ς νουμούτ να ζητήσεις βοήθεια απο κάποιον.
Ντα =Τι.Π.χ.Ντα έκανις τόσ(j)ιν(j) ώρα.
Νταβάς (η),(γη),(ου)=Το βαθύ χάλκινο ταψί
Νταβλαγκού (η),(γη)=Το φυτό κουφοξυλιά.Χρήσιμο για χρήση μετά την εξαγωγή της ψύχας των κλαδιών του φυτού της εντεριόνης. Κατασκευαζόνταν φλογέρες αλλά και τα <<πατλάτσια>>.Τα πατλάκτσια ήταν αυτοσχέδιο παιχνίδι με το οποίο εκτοξευόταν ένα πολύ μικρό κομμάτι  ξύλου  που έμπαινε μπροστά στην τρύπα του ξύλινου  σωλήνα που ήταν σαν μικρός αυλός(φλογέρα) και που δεν είχε οπές στο σώμα του .Με συμπίεση του αέρα που ήταν στο κενό του αυλού πεταγόταν το μικρό κομμάτι στο στόχο,συνήθως κάποιο κεφάλι για αστείο.
Νταβούλ(j)(του) =To νταούλι
Νταγιανάμαντι =Προτροπή για την επίδειξη κουράγιου(Τούρκικη λέξη μάλλον) σχετική με τη λέξη νταγιάντα.
Νταγιαντώ=Αντέχω
Ντάλ καβάτς =Ανάσκελα
Νταλντίζου =Χώνω κάτι  ή χώνομαι βαθιά μέσα στη γη ή στο νερό,βυθίζω με πίεση.
Νταλντίτσια (τα) =Μαύρα πουλιά που ζουν σε υγρότοπους και βουτούν συνεχώς στους λασπώδεις βυθούς για τροφή.
Νταλώθκα =Ζαλίστηκα.Κυρίως αναφέρεται στα αποτελέσματα της υπερέκθεσης στον ήλιο. Αλλά χρησιμοποιείται και σε περίπτωση που κάποιος ζάλισε άλλον με  τη φλυαρία του.
Ντάμ (του) =Ο σταύλος κυρίως για γαϊδάρους,μουλάρια ή άλογα.
Νταμλαδιάσ(j)κα=Ζαλίστηκα απότομα.
Νταμλάς (η),(γη),(ου)=Η απότομη και δυνατή ζάλη.Λέμε π.χ.Σαν τ'άκσα μου'ρθε νταμλάς.
Νταμλαδιάσκα= Ζαλίστηκα
Νταμπάν(j) (του)=Ίσιο μέρος κυρίως χωραφιού,οικοπέδου
Νταμπανόξ(j)λα (τα)=Τα ταβανόξυλα.Τα ξύλινα δοκάρια του ταβανιού.
Νταρί(του)=Αραβόσιτος
Νταρουκούτσα (η),(γη) = Η κούκλα(κούτσα) από νταρί.Ο καρπός του αραβόσιτου.
Ντάρμα νταγάν(j)=Άνω κάτω όλα.
Νταχτιρτίζου = Υπηρετώ κάποιον. Από το νταχτιρντί που κάνουμε στα μικρά παιδάκια.Μεταφορικά έχει την έννοια της δυσανεξίας για την υπηρεσία που προσφέρουμε σε κάποιον όταν  δεν το κάνουμε με χαρά.Π.χ. Δε μι φτάν(j) η κούρασ(j) όλη μέρα έχου να νταχτιρτίζου τσι του Χρίστου =Δεν μεφτάνει η κούραση έχω να παίζω,να ασχολούμαι  και με το Χρίστο.
Ντέν(j)κια (τα)=Δέματα καπνού.
Ντερμπιγιέ (του)=Το κουμάντο
Ντέφι μπελά = Δώσε τόπο στην οργή.
Ντικ(j)μές (η),(γη),(ου) = Το υποκείμενο (εκκριζωμένος θάμνος αγριελιάς)που το εμβολιάζουμε  με ήμερο εμβόλιο στον τόπο που θέλουμε να μεγαλώσει.
Ντιμπισίρ (του)=Κονδύλι με πλάκα.Λέμε π.χ.τράβα μια ντιμπισιριά
Ντίμπι τ=Η αγωνία κάποιου,η λαχτάρα του.Ελέχθη για το χωρικό που αγόρασε πολλές πήχεις ύφασμα να κάνει σώβρακα.Έκανε ένα στην αρχή  και πήγε να το δείξει στην αρραβωνιαστικιά του με λαχτάρα.Άνοιξε τα πόδια του να της το δείξει με άσχημα επακόλουθα.Λέγεται και για το γυμνό με τη λέξη ντιμπί.π.χ.ήταν ντιμπί απάνου στη στσιά=ήταν γυμνός επάνω στη συκιά.
Ντινικές (η),(γη),(ου)=Ο τενεκές,δοχείο.
Ντίπ=Το φύλλο της καπνουλιάς που κόβεται πρώτο.
Ντίπουστου (του)=Το δεύτερο χέρι που κόβουμε από την καπνουλιά.
Ντιρλέτσι=Πήρε τα πάνω του,συνήλθε.Ντιρλέντσι η Χρήστος.=Συνήλθε ο Χρήστος.
Ντιρμάν(j) (του)=Η αντοχή,το κουράγιο(από το τουρκικό derman=δύναμη.Παλιά λέξη
Ντίρντιρας (η),(γη),(ου)=Ο γκρινιάρης,αυτός που μουρμουρίζει ενοχλητικά συνεχώς.Λέμε π.χ.είσι ένας ντίρντιρας αγ(j)' πάγ(j)νι απ'του τσιφάλι μ=Είσαι πολύ ενοχλητικός,άντε φύγε από κοντά μου.Βγαίνει από την έκφραση ντιρ,ντίρ=συνεχής ενοχλητική γκρίνια.
Ντιψ(j)ής (η),(γη),(ου)=Βρωμόλογος
Ντουγέν(j) (του) =Ξύλινη κατασκευή που την έσερναν ζευγμένα άλογα ή βόδια για να βγάζουν το σιτάρι απ;o τις θυμωνιές.Οι διαστάσεις του περίπου 80 εκ.Χ200 εκ μπροστά ελαφρά κεκλιμένο προς τα πάνω.Ενωμένα ξύλα το ένα δίπλα στο άλλο και στον πυθμένα τοποθετημένες αιχμηρές πέτρες χαλαζία για να σπάζουν τα στάχυα.Τα ζώα γύριζαν γύρω -γύρω μέσα σε διαμορφωμένο αλώνι με τη βοήθεια σχοινιών που κρατούσε ο αναβάτης που στεκόταν πάνω στο ντουγένι αλλά και της λεγόμενης βουκέντρας .Η βουκέντρα ήταν ραβδί με ένα καρφί στο ένα άκρο του με το οποίο κεντούσαν τον πισινό του ζώου για να προχωρά.Μετά γινόταν το λίχνισμα δηλ.το σήκωμα ψηλά το σπασμένου σταριού που με τη βοήθεια του αέρα έπεφτε κατακόρυφα και οι ξένες ύλες ως ελαφρότερες μακρύτερα.
Nτουμπλιδιά (η)=Ο διπλός επαναλαμβανόμενος τουφεκισμός με κυνηγετικό όπλο.Μάλλον προέρχεται από το Αγγλικό ντάμπλ(double=διπλό)
Ντουζτίζου = Ενοχλώ κάποιον.Βάζω δύναμη.Αλλά και πιέζω το αρσενικό ζώο να συνουσιαστεί με το θηλυκό για αναπαραγωγή.
Ντουλάντα=Ψιλοαπατεώνας.Αυτός που δεν κρατά το λόγο του.Λέξη από την Τουρκική dοlandirici=απατεώνας .π.χ. έλεγαν Διαόλ ντουλάντα τ'κιρατά.Βρε σύ  απατεώνα του κερατά
Ντούμ (του)=Δρασκελιά
Ντουμπρούτς(j) (του) =Το πολύ πρησμένο μέρος του σώματος.Π.χ.μι τσίμπσι μια σφήκα στου πουδάρ τσι γίντσι ντουμπρούτς.
Nτουρούκ(j)(του)= Ο αγράμματος,ο ανεπίδεκτος μάθησης.
Ντουσιμές (η),(γη(,(ου) = Το λιθόστρωτο
Νυχτέρ (του) = Η παραμονή κάποιου ξυπνητού  όλη νύχτα για λόγους επείγουσας εργασίας η για θρησκευτική αγρυπνία.

                                                          ΞΙ(45)

Ξαρουστκό (του)=Το ξαρρωστικό.Θεραπευτικό,αυτό που διώχνει την αρώστια,αντί για φάρμακο.Λέμε π.χ. πουλί καλό του ζμί απ' τα χουρτάρια,ήνταν(j) σαν ξαρουστκό
Ξάφκ(j)  = Ξάφτει,καίει .Λέμε π.χ. όταν βάζουμε οινόπνευμα ή άλλο επίθεμα  σε πληγή όπως ιώδιο κ.λ.π.Σιγά γιατί ξάφτ.Από τη λέξη άναμα, ξάναμα, ανάβω.Με ξανάβει δηλαδή.
Ξήβγα =Ξεπατώθηκα στην κούραση, κουράστηκα στην προσπάθεια.
Θα σι ξιβγάλου =Θα σε αφανίσω.Π.χ.η μαμά φωνάζει στον Γιωργάκη.Άμα σι πιάσου θα σι ξιβγάλου.
Ξηρουτρόχαλου (του)=Ο τοίχος ο χτισμένος με πέτρες χωρίς λάσπη,ηξερολιθιά αλλά κυρίως κακής ποιότητας,έτοιμος να καταρρεύσει.
Ξιγανιάζου = Από τη λέξη γάνα(το πράσινο του χαλκού).Κάνω κάτι και φεύγει από πάνω μου κάποια ενέργεια,  επιθυμία,δύσκολη κατάσταση.Λέγεται και σε περίπτωση κάποιας πρόσκαιρης σεξουαλικής ικανοποίησης χωρίς το στοιχείο του έρωτα.
Ξίγκλα (η),(γη)=Ο σιδερένιος πήχης για το τέντωμα του πανιού στον αργαλειό.
Ξικατουριέμι= Μου έρχεται έντονη ανάγκη να κατουρήσω,κατουριέμαι
Ξικουρασ(j)ιά (η),(γη)διακοπή όποιας δραστηριότητας,ανάπαυλα.
Ξιλατσ(j)άζου =Ξελακκιάζω.Τρομάζω συνήθως τα πουλιά και τα κάνω να πετάξουν. Συνηθισμένο στους κυνηγούς  .Βγαίνουν δηλαδή από το λάκκο που έχουν πάει για να πιουν νερό.Μεταφορικά για την περίπτωση κάποιου είδους φλέρτ αγοριών με κορίτσια που φεύγουν μετά από κάποιο κυρίως μη έξυπνο πείραγμα. Αλλά και στην περίπτωση ανακάλυψης κάποιου ξεμοναχιάσματος δύο ερωτευμένων που κάποιος τους  το χαλά.Π.χ. Τσ'είδαμι να
φλιούντιν(j),  πήγαμε κοντά τσι τσ'  ξιλατσ(j)άσαμι.
Ξιμασχαλιάζου=Αποσπώ ένα κομμάτι κλαδιού απο δένδρο αλλά όχι με σπάσιμο αλλά με τράβηγμα προς τα κάτω να βγεί και κομμάτι φλούδας.
Ξιματιάζου = Ξεματιάζω.Διώχνω το κακό μάτι.  Απαλάσσω κάποιον από το κακό μάτι με τη διαδικασία της σταγόνας λαδιού σε λίγο νερό.
Ξιματίζου =Ξεματίζω. Από το βγάζω το μάτι.Η διαδικασία αφαίρεσης τμήματος από την περιοχή όπου το μάτι του κουκιού (μαύρη γραμμούλα) για να βράζουν καλλίτερα.
Ξιμιρδίζου = Χωρίζω σε κομμάτια (μερίδες).Λέγεται ως απειλή.Π.χ.Άμα σι πιάσου θα σι ξιμιρδίσου.
Ξιμπούρδαρι = Πετάχτηκε απότομα .Λέγεται για τα υγρά που φρακάρουν και μετά από κάποια ενέργεια ή από φυσική πίεση βρίσκουν διέξοδο.
Ξιμπουσ(j)κάρσι = Ξελάσκαρε.Έγινε μπόσικο και δεν είναι πια σφιχτό.
Ξινιπέτ=Ξαναπέστου

Ξιπαρέλ(j)σι=Διαλύθηκε.Αυτό του καπίστρ ξιπαρέλ(j)σι.

Ξιπαρταλώνου=Καταστρέφω κάτι τελείως,το διαλύω.
Ξιπρουβάζου= Ακολουθώ κάποιον που φεύγει μέχρι έξω από το χωριό.Λέμε π.χ.
Η Χριστουφίγια ξιπρόβαλλι  του γιό τσ που έφιυγι για τν Αθήνα ίσαμ έξου στου σκουλιό=Η Χριστοφία συνόδευσε το γιό της που έφευγε στην Αθήνα μέχρι το σχολείο 
Ξιραθμώ=Ευχαριστιέμε από το γεγονός ότι κάτι είχα στο μυαλό μου να πετύχω ,το πέτυχα και τότε ησύχασα.Kαι ξυραθμίζου=Ξεσπώ
Ξισάζου = Μάλλον κάνω αλλαγές αλλά και τακτοποιώ.Βολεύω  κάποιο χώρο.Αλλά μεταφορικά σημαίνει και απειλή .Θα σι ξισάσου άμα σι πιάσου. Θα σε δείρω δηλαδή.
Ξισκαρτίζου =Ξεσκαρτάρω,απαλάσσομαι από τα άχρηστα.
Ξίσπασι=Από τό ξέσπασε.Λέγεται κυρίως για άλογα ή μουλάρια όταν αγριεύουν και γίνονται επικίνδυνα.Αφηνίασε.Λέμε π.χ.πρόσεξε μη ξ(j)πάσ(j) του μλάρ τσι σι ρίξ(j) κάτου=πρόσεξε μην αφηνιάσει το μουλάρι κα;ι σε ρίξει κάτω.
Ξίτσ(j)κου=Ξύκικο,λειψό Λέμε π.χ του τυρί δε του ζύγιασις καλά ένι ξίτσ(j)κου=το τυρί δεν το ζύγισες καλά είναι  λειψό.
Ξιταφιάζου =Ξεταφιάζω,βγάζω κάποια βρώμα πολύ ενοχλητική στους άλλους.Π.χ.Πω,πω μας ξιτάφιασις.
Ξιτμπανιάζου =Διαλύω,καταστρέφω.Θα σι ξιτμπανιάσου=θα σε διαλύσω.
Ξιφσ(j)ίσαν(j)=Ξεφσίσανε.Η αναφορά είναι στα χείλια και σημαίνει έσκασαν.
Ξιφτέρια (τα)=Τα εξαπτέρυγα. Τα παιδάκια που ντύνονται στην εκκλησία με άσπρα ρούχα και κρατούν τα σύμβολα προηγούμενα του ιερέα.(ξεφτέρια).Τα εξαπτέρυγα..Kαι τα έξυπνα .Λέμε αυτό του πιδί είνι ξιφτέρ=αυτό το παιδί είναι  πανέξυπνο.
Ξιφύτρουσι =Ξεφύτρωσε, αλλά σημαίνει φύτρωσε(ο σπόρος που φύτεψα).
Ξιχρόν(j)σις= Ξεχρόνισες.Άργησες πολύ
Ξ(j)λουγαϊδάδαρα(η),(γη) =Η ξυλογαϊδάρα.Η ξύλινη κατασκευή από δύο καδρόνια μήκους περίπου 1.50 μέτρου πάνω στο οποίο καρφώνονται σανίδες  πλάτους περίπου 70 εκατοστών.Οι άκρες των καδρονιών είναι λειασμένες για να μπορούν να πιαστούν εύκολα με τα χέρια δύο χρηστών,ενός μπροστά και άλλου πίσω.Η συσκευή χρησίμευε και χρησιμεύει για εύκολη μεταφορά αντικειμένων αλλά και μεθυσμένων.
Ξ(j)λουμένους (η),(γη),(ου) = Αυτός που το μυαλό του έχει ξηλωθεί ή έγινε ξύλο.Αυτός δηλαδή που έχασε τα λογικά του και κάνει και λέει τρελά πράγματα.Σπανίως η αναφορά γίνεται και για ιατρικά ψυχοπαθείς.
Ξ(j)λόχτινου=Το ξυλόχτενο.Το χτένι του αργαλειού
Ξιραθμίζου=Εκτονώνομαι

Ξουδιάζου = Ξοδεύω
Ξουμιρίτς (η),(γη),(ου)=Ο ξωμερίτης.Ο προερχόμενος από άλλον τόπο.Από το Εξωμερίτης.
Ξουρλούδκου (του)=Το ξουρλούδικο.Το ελαττωματικό
Ξ(j)πάζουμι = Ξιπάζομαι,κομπορημονώ ,περιαυτολογώ.
Ξ(j)πάζ(j) =Λέξη που αναφέρεται κυρίως σε νεαρό αλλά και μεγάλο άλογο που κάνει σούζες ,κλωτσά κ.λ.π.Π.χ. Πρόσιχι μην πας κουντά στ' άλουγου γιατί μπουρεί να ξ(j)πάσ(j) τσι να ση κλουτσήσ(j)= Πρόσεξε μην πα;ς κοντά στο άλογο γιατί μπορεί να αφηνιάσει και να σε κλωτσήσει.
Ξ(j)πώ=Τρομάζω και αφηνιάζω.Λέγεται κυρίως για τα ζώα
Ξ(j)πασμένους(η),(γη),(ου)=Ο ξιπασμένος ,αυτός που παριστάνει το μεγάλο.Δεν είναι ταπεινός.
Ξ(j)τρά=Ίσα-ίσα.Πέρασα και μόλις δεν ακούμπησα.π.χ.Πέρασα ξτρά δίπλα στου Παναγιώτ αλλά δε μι πήρι χαμπάρ=Πέρασα πολύ κοντα από τον Παναγιώτη αλλά δεν με είδε.
Θα σι ξύσου = Λέγεται για τα παιχνίδια της τράπουλας ή και του ταβλιού όπου ο ένας λέει στον άλλον ότι θα του τα πάρει όλα ενδεχομένως και το δέρμα του(ξύσιμο).
Ξυστρί (του)= Μικρό εργαλείο για το ξύσιμο του σώματος των αλόγων,μουλαριών,,γαϊδάρων.


                                                    ΟΜΙΚΡΟΝ(16)


Ουβριός (η),(γ(j) =Ο Εβραίος
Oβριγοί (οι),(γοι)=Οι Εβραίοι
Oργάδες (οι)(γοι)= Οι καβαλάρηδες των κεραμιδιών
Όρθα (η)(γ(j)) = Η όρνιθα,η κότα.
Όρτα (η)(γ(j))=Η καλή μεριά ενός αντικειμένου.Όπως π.χ το εξωτερικό  μιας κάλτσας ,γαντιού κ.λ.π.Πιστεύω ότι η λέξη προέρχεται απο το ορθό το σωστο δηλαδή.Λέμε π.χ. Όχ(j) δεν είνι αυτήν(j) η όρτα(σωστή μεριά).
Ουγραντίζου=Ορμώ,επιτίθεμαι με θυμό.
Ουγραστίζου =Eνοχλώ κάποιον  με πολύ και συνεχή επιμονή ή και κόπο.Αλλά και ενοχλώ κάποιον πολύ,με επιμονή.Π.χ.Μη τουν(j) ουγραντίγ(j)ς  βρε πλιά= Μη τον πειράζεις άλλο πια..
Ουλούκ(j) (του)=Το λούκι ,η υδροροή
Ουμός (η),(γ(j))(ου)=Ο ωμός
Ουμούτ (του)=Προσμονή,ελπίδα (τουρκική λέξη umut=ελπίδα.
Ουρθουγλάστρ (του)=Το σπασμένο σταμνί που το χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι για να πίνουν νερό οι κότες.
Ουρθουφλιά (η),(γ(j)=Αρρώστια των ματιών των ανθρώπων ιδίως όταν κάποιος δεν βλέπει τη νύχτα.
Ουρμάζου= Ωριμάζω και ουρμάσαν(j)=ωρίμασαν.
Ουρνός (η),(γ(j),(ου)=Ο ορνός.Το αρσενικό σύκο,το αγριόσυκο.
Ουρτώνου=Βολεύομαι.Συνήθως το λέμε αρνητικά δηλαδή λέμε π.χ ιδώ που κάθουμι  δεν ουρτώνου=Εδώ που κάθομαι δεν βολεύομαι(δεν αισθάνομαι καλά)
Oύτς (η),(γ(j),(ου)=Ο Ούτις.Νυχτόβιο πουλί.Το όνομά του προέρχεται από τη φωνή που βγάζει ού..ου τ.
Όχα=Έκφραση που την χρησιμοποιούσανε  ως επίπληξη για κάποιον που δεν προσέχει και σκουντουφλά ή πέφτει πάνω σε άλλον.Έχει και την έννοια της  αντίστοιχης συμπεριφοράς των αγελάδων.Λέμε π.χ. Όχα  βρε βόδ δε βλέπς μπρουστάσ.

                                                          ΠΙ(135)

Πα =Πηγαίνει.Π.χ..Η Παναγιώτς θα πα σκ'Μυτιλήν(j)=Ο Παναγιώτης θα πάει στη Μυτιλήνη.
Παγαίνου =Σκέτη η λέξη ή με χρονικό προσδιορισμό μετά τη λέξη σημαίνει φεύγω.Π.χ.παγαίνου πλιά ή τώρα Αλλά και παγαίνω π.χ στου μπακάλ(j)=Πηγαίνω στο μπακάλη.Ο μέλλοντας θα πάγου =Θα πάω μόνο και όχι θα φύγω.Στον πληθυντικό παγαίνουμι ή πιό λαϊκά πααίνουμι=πηγαίνουμε.Χαρακτηριστική είναι η παλιά τοπική έκφραση <<καρσί στη Λέσβο είν η Μπαμπάς παγαίνου σα δε μ'αγαπάς>> που λεγόταν για τους ερωτευμένους Λέσβιους που δεν έβρισκαν ανταπόκριση στον έρωτά τους και απειλούσαν πως θα ξενιτευτούν απέναντι στο Ακρωτήρι Μπαμπάς όπου η αρχαία Ελληνική  Άσσος η σημερινή Behramkale.Λέμε και παένουμι=Φεύγουμε ή ερωτηματικό Παένουμι=πάμε,πηγαίνουμε
Παγανάς (η),(γη),(ου)=Έφηβος
Παγιάβλα=Μεταφορικά το πόδι(κυρίως ανδρικό) που δημιουργεί πρόβλημα σε κάποιον άλλο.Λέμε π.χ. Πάρι βρε κ(j) παγιάβλα σ δε μπουρώ να στρίψου-Πάρε βρε συ το πόδι σου δεν μπορώ να στρίψω
Παγιαβλέλ(j) (του)=Ένα μικρό πήλινο αντικείμενο που το βάζουμε στα χείλη μας φυσάμε και μέσα του στριφογυρίζει μια μπαλίτσα σαν στραγάλι  και έτσι ακούγεται ένας ήχος σαν πουλιού.Αυτό το πουλούσαν στο πανηγύρι οι Αγιασώτες και ήταν το πιό συνηθισμένο δώρο στα παιδάκια του χωριού που το περίμεναν όλο το χρόνο.

Πάητσι = Έφυγε
Παίζιν(j) = Παίζουν
Παλαβουκάματους (η)(γη)(oυ)= Αυτός που κάνει παλαβά καμώματα
Παλαμάντις (οι)(γοι)=Έτσι λέγεται η μακριά γαϊδούρα
Παλιούδα (η),(γη)=Η ηλικιωμένη,γριά
Παλλ(j)καριά (η),(γη)Γρήγορη προσπάθεια και εξυπηρέτηση.Λέμε π.χ.Βρε συ Αντών(j) μπορείς να κάν(j)ς μια παλλ(j)καριά να πάς μέχρι του εργουστάσιου να μ'φέρς ένα ντινικέ λάδ που έχου έφτου πέρα.Δηλαδή βρε συ Αντώνη μπορείς να κάνεις μια εξυπηρέτηση να πας μέχρι το ελαιουργείο να μου φέρεις ένα δοχείο λάδι που έχω εκεί πέρα.
Παλούτσ(j)(του) =Το παλούκι 
Παναγιώκ(j)s (η),(γη,(ου)=O Παναγιώτης 
Παναθύρ (του)  =Το παράθυρο
Πανοβότυρους (η)(γι)(ου)= Λέξη που αναφέρεται σε κάποιον που είναι ακόμα και πιό πάνω απο το βούτυρο που επιπλέει πάντα.Στην περίπτωσή μας λέγεται για κάποιον που ενώ έκανε κάτι ενοχλητικό,κακό κ.λ.π ή είπε και κακές κουβέντες βγαίνει στην επίθεση.Λέμε συνήθως γιαυτόν ότι βγαίνει και από πάνω.Υπάρχει και η ρήση στο χωριό <<έμ ψεύτς έμ επανουβότυρους>> Αν και ψεύτης μας βγαίνει και από  πάνω.
Παντιλόν(j) (του) =Το παντελόνι
Παραμανάκ(j) (του)=Το τσιμπιδάκι των μαλλιών
Πάπαρου(του) = Η πρασινάδα που φυτρώνει πάνω στις πέτρες και στο χώμα με πολύ υγρασία.
Παπούδα(η),(γη) =Το περιεχόμενο των χλωρών(πράσινων) κουκιών,φασολιών κ.λ.π..
Η πάπς ή πάππους (η),(γη),(ου) =Ο παππούς
Παραβαρώ =Επιβαρύνω,Ενοχλώ με την παρουσία μου.
Παραβγάζου=Αποχαιρετώ κάποιον ποιό πέρα από το σπίτι.Τον ακολουθώ στην αναχώρησή του μην αντέχοντας τον απότομο χωρισμό.
Παραντώ  =Βρίσκω κάπου να απλώσω το κορμί μου.Π.χ.Θέλου να έβρου ένα μέρους  να παραντήσου.
Παράντ ή παράγκ (του) =Σύστημα ασφάλισης της εξωτερικής πόρτας  ή του παραθύρου του σπιτιού.Παλιά ήταν μεταλλική  ;βέργα  κρεμασμένη στους λαμπάδες του ανοίγματος με χαλκά  που η μυτερή της απόληξη έμπαινε σε ισχυρό κρίκο.
Παραντώνου=Ασφαλίζω τις πόρτες με παράντι
Παρασί =Το θέμα.Π.χ. Γιατί μαλλώσαν(j) τούκ(j) οι διο= Γιατί μάλλωσαν τούτοι οι δύο?Και η απάντηση Παρά παρασί =Για λεφτά.
Παρατζέλνου=Παραγγέλλω
Παρατζιλιά=Παραγγελιά
Παράσκους(η)(γη)(ου)=Ο Παράσχος υποκοριστικό του Παρασκευά.
Παραχούτ(η),(γη) ή και Παραχούκ(j) =Το Τζάκι
Παρλώ = Μάλλον απο το παρελαύνω .Κυκλοφορώ με κάποιον για να τον δείχνω ,να δείχνω το έπαθλο των προσόντων μου και της ικανότητας να καταφέρνω .Π.χ.Τουν έχ(j) τουν βγάζ τσι τουν(j)παρλά για να μας σκάσ(j).Αλλά πολλές φορές και δυσανεξία π.χ.σε περίπτωση όμορφου αλλά ανίκανου και άφραγκου άντρα λέγεται . Τί να τουν(j) κάνου να τουν(j) παντριφτώ να τουν(j) έχου μουνάχα να τουν(j) παρλώ.Να τον έχω μονάχα να τον βγάζω βόλτα να δείχνω την ομορφιά του?
Παρμένους (η)(γη)φευγάτος
Παρουγδίζου,παρουγδώ =Μεταφέρω κουβέντες , συνήθως αρνητικές, για κάποιον τις οποίες  μου τις έχουν εμπιστευθεί ή τις άκουσα.
Παρτσαφλάδα (η),(γη)=Κομμάτι φλούδας από δένδρο ή δέρμα.
Παρτσιάδ (του) =Το κομμάτι,από την Τουρκική λέξη parca που σημαίνει  κομμάτι
Παρτσιαδιάζου=Κομματιάζω
Παρτσιαδέλ(j) (του)=Το μικρό κομμάτι
Παρτσιαλαντίζου=Κατακομματιάζω,κόβω σεπολύ μικρά κομμάτια.Λέμε π.χ. Ανιβαίνου πασ'τσ αχλάδις πέφτου παρτσιαλαντίζουμι.=Ανεβαίνω πάνω στις αγριαχλαδιές ,πέφτω και γίνομαι κομμάτια.
Πασβέντ (του)= Κάποια ενοχλητική ενέργεια ατόμου που με θίγει.Λέμε <<αυτός μου έκανε πολλά πασβέντια>>.Τις περισσότερες φορές αφορά το γιο που είναι ατίθασος.
Πατένταλης (η),(γη),(ου) = Ο άφραγκος
Πατλάτς (του) =Αυτοσχέδιο παιχνίδι που περιγράφηκε στη λέξη νταβλαγκού
Πατούνα ή πατσούνα ή πατσούχα (η),(γη)=Το πέλμα,η πατούσα
Πατσώνια (τα)  =  Από το ρήμα πατώ .Πλεχτά πρόχειρα παπούτσια εσωτερικού χώρου από χοντρό μαλλί που φοριούνται ως παντόφλες.Λέγονται και τερλίκια αλλού.
Θα το πει=Τοπική έκφραση που συνήθως λέγεται για πρόβλεψη μεγάλης ανόδου της θερμοκρασίας
Πειτνός παλιότερα πεικ(j)νός (η),(γη),(oυ)=Ο Πετεινός .Ο νεαρός πετεινός λέγεται πειτναρέλ(j ή πειτνάρ
Πενταγιόν (του) = Το μενταγιόν.
Πέρκα (η),(γη)=Πέρδικα και στον πληθυντικό οι Πέρτσις=οι Πέρδικες
Πετα =Αλλά Π.χ.ήθιλι να παγαίν(j) στν Αθήνα πετα τσιν(j) του (πισ(j)μάνιψι=ήθελε να πάει στην Αθήνα αλλά εκείνη το μετάνοιωσε.
Πέτ=Πέσ'του .Αλλά και( πέ στου Γιώργου)=πές στο Γιώργο.Και ξινιπέτ=ξαναπέστου

Θα σ'πιράσ(j) = Θα γίνεις καλά,αλλά και θα ξεθυμώΣεις.
Πέταυρου (του) = Τα εσωτερικά κομμάτια του δένδρου που αφαιρούνται για να μείνει το καθαρό ορθογωνισμένο ξύλο.Χρησιμοποιούνται για πολύ πρόχειρες κατασκευές ή άλλες χρήσεις ,χαρτί, μοριοσανίδες κ.λ.π.

Πηρόν(j) (τoυ) =Το πηρούνι
Πθεύουμι =Στενοχωριέμαι,εκνευρίζομαι,νευριάζω.Π.χ. Μη μι πθεύς =Μη με στενοχωρείς.

Πθήτου(του)=Η στενοχώρια.
Πιάσα=Έπιασα και πιάσει=έπιασε
Πιγκί (του) =Γενικά το κοντό άτομο κυρίως ζώο. 

Πιζιβέγκς (η),(γη),(ου)=Ο πονηρός
Πίζιρβα =Πίσω και αριστερα,παράμερα,Σε μέρος που να μή σε βλέπουν.Π.Χ. πάγινι να κατουρήγ(j)ς ικί πίζιρβα.Λέμε π.χ.Κάτσα πίζιρβα μπα τσι μι δουν(j)=Kάθησα σε μέρος που να μη με δουν.

Πινιουάρ (του)=Ρόμπα για; το εσωτερικό του σπιτιού
Πλιά = Πια  Π.χ. Άντι πλιά =Άϊντε πια.
Πιάσει= Έπιασε.π.χ Τσείνους πιάσει ένα ραβδί τσ'άρχισι να τουν δέρν(j)=Eκείνος πήρε ένα ραβδί κι άρχισε να τον δέρνει.

Πιπίνα (η),(γη) =Το μόριο μικρού αγοριού.
Πιραστό (του)=Στέκα μαλλιών
Πισέτα (η),(γη)=Η πετσέτα 
Πισκίρ (του)=Η πετσέτα
Πισίν(j) = Μπροστά.Αναφέρεται στην άμεση πληρωμή χωρίς χρέος.cash.Π.χ.Θα πάρου ένα κασμά τσι θα τουν(j) πληρώσου
πισίν(j).Πόσα θα μ'κατιβάγ(j)ς.Πόση έκπτωση θα μου κάνεις?
Πισκίρ (του) = Πετσέτα της τουαλέτας ,του μπάνιου γενικά.
Πισ(j)μανεύω =Μετανιώνω,άλλάζω γνώμηΛέμε π.χ. Πισ(j)μάνιψα τσι γύρσα πίσου=
Πιτσάφλα (η),(γη)=Από τη σύνθετη λέξη πέτσα(περίβλημα) και φλούδα προέρχεται η πετσόφλουδα.Φλούδα δένδρου αλλά και μεταφορικά για το γδάρσιμο.Λέμε π.χ. γδάρθκα τσ'έβγαλα ολόκληρ πιτσάφλα=Γδάρθηκα και έβγαλα ολόκληρη φλούδα από το σώμα μου.

Πιτμέζ (του) =Το πετιμέζι
Πιτραμήθρα (η),(γη) =Η πετραμήθρα=Φυτό που φυτρώνει στις πέτρες.Θάμνος αγριοφυστικιάς.
Πίτσια (τα)=Αυτά που βγαίνουν κάτω από τα δένδρα και πρέπει να αφαιρεθούν για να του δώσουμε τη δυνατότητα να δυναμώσει.

Πιτσούλα (η),(γη)=Λέγεται για τους άντρες κυρίως που δεν φοβούνται τίποτα,που μπορείς να στηριχτείς επάνω τους.π.χ. Είναι πιτσούλα άντρας ο Αντώνης.
Πιτσούρ (του) =Η κόρα του ψωμιού
Πιχνίδια(τα) =Εκτός από τη συνήθη λέξη των παιχνιδιών λέγεται και για το μουσικό συγκρότημα .Π.χ.Στου πανηγύρ θα έρτιν(j) πουλλά πιχνίδια(συγκροτήματα).
Πιφκατζίγκανα (τα) =Οι πευκοβελόνες
Πιφτσιανή (η),(γη)          =Το πευκοδάσος
Πκάμσου(του)        =  Το πουκάμισο  
Πλακιρό (του)=Είδος κατσαρόλας ρηχής και πλατιάς.

Πλαλιά (η),(γη)=Γρήγορο τρέξιμο
Πλαλ(j)τό (του)=Γρήγορο τρέξιμο
Πλαλώ=Τρέχω με φούρια
Πλαν(j)κέτου (του)=Είδος κουβέρτας
Πλάρ (του) = Το πουλάρι.Λέμε<< μικρό γαϊδουράκ(j) πάντα πλάρ.
Πλαράς (η),(γη),ου = Το έφηβο πουλάρι.Περίπου ενός χρόνου αλλά και μεγαλύτερο.
Πλατσέντα (η),(γη) =Απο τη λέξη πλακούντας.Το γλύκισμα των  Χριστουγέννων και της 

Πρωτοχρονιάς παραλλαγή του μπακλαβά με πιο χοντροκομμένο φύλλο κ.λ.π. Πλατσιντέλια
Πλατσιντέλια (τα)=Οι δίπλες
Πλέλ(j) (του)= To μικρό πουλί.Λέμε π.χ.Αυτός τρώ τσ(j)ι  τσ(j)μάτι σα πλέλ(j)=Aυτός τρώει και κοιμάται σαν πουλάκι.

Πλεμόνια (τα)= Τα πνευμόνια των σφαχτών κύρια

Πλερώνω=Πληρώνω

Πλέσσα (η),(γη) =Βρωμιάρα γυναίκα  ανοικοκύρευτη.
Πλιά  =Πιά Π.χ. λέμε <<'Αντι πλιά>>='Αντε πια δηλαδή αρκετά φτάνει.
Πλίθους (η),(γη),(ου)= Τα πλιθιά.Τα ορθογώνια κομμάτια από άργιλλο και άχυρα που χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή κτισμάτων αντι των σημερινών οπτόπλινθων(τούβλα) 

 ή τσιμεντόπλινθων
Πλύστρα (η),(γη)=Η γυναίκα που ξενοδουλεύει αλλά και ο νεροχύτης.
Πλώ = Πουλώ
Πνάτς(j) (του) = Από τη λέξη πινάκιο(πιάτο).Κάθε θέση ψωμιού στην πινακωτή.
Πνιγούρ (του) =Το μπλιγούρι
Πνουφάς (η),(γη),(ου)= Ο υπναράς
Πνω =Πεινώ
Πξίδις (οι),(γοι) =Από το πυξίδες τα γνωστά ραδίκια.
Ποδόμες (οι),(γοι)=Αλλιώς σέτια.Οι ξερολιθιές συγκράτησης του χώματος των δένδρων στα κεκλιμένα εδάφη.

Πόμνι=Απέμεινε
Πόστα (η),(γη)=Ο σάκκος του ταχυδρομείου με τα γράμματα.
Πουσάς (η),(γη),(ου)= Το κατακάθι στο λάδι ίσως και στο κρασί

Πούβητα = Πουθενά
Πούζ(του)=Πυκνή ομίχλη
Πουικουνύφ (η),(γη)=Ποντικονύφη.Η νυφίτσα
Πουλουγύρα (η),(γη)=Η πολύ μεγάλη κυκλική πορεία που μπορεί να συντομευθεί με ά;λλη επιλογή π.χ κάποιου μονοπατιού.Λέμε π.χ.Για να πας στου χουράφ απ'τον αμαξουτό δρόμου με τα πουδάρια θα ξιπατουθείς είνι μιγάλ(l) πουλουγύρα=για να πας στο κτήμα από τον αμαξωτό δρόμο με τα πόδια θα ξεπατωθείς ,είναι μεγάλη η απόσταση(κυκλική κίνηση).
Πουλουγυρίζου=Γυρίζω από εδώ και από εκεί  συνεχώς και συνήθως άσκοπα.Και πουλουγυρίγ(j)ς,πουλουγυρίγ(j),πουλουγυρίζουμι πουλουγυρίζιτι πουλουγυρίζιν(j)

Πούντρα(η),(γη) = Πούδρα
Πουρδουπλάδα (η),(γη)=Έχει την έννοια του τίποτα ,όπως η πορδή που χάνεται είναι άπιαστη,άυλη.Λένε π.χ πουρδουπλάδις μι τσ' κότσνις τσ' πουδάρις =τιποτένια με κόκκινες ποδάρες
Πουρδουπτά=Πορδοπετά.Αναφέρεται σε πουλί ,κοτόπουλάκι κ.λ.π.που μόλις άρχισε να δοκιμάζει τα φτερά του είτε ως νεογέννητο ή τραυματισμένο.
Πουρδουπτιέμι=Πορδοπετιέμαι.Παίρνω το λόγο σε συζήτηση,πετιέμαι ξαφνικά,αυθαίρετα και χωρίς τάξη.
Πουρνό (του) =Πρωϊ .Και πουρνό ,πουρνό =πολύ πρωϊ
Πουρπατώ= Περπατώ. Και σήμερα πουρπάτξα πουλύ=Σήμερα περπάτησα πολύ

Πους=Πως π.χ.Είπαν(j) πους πήγις στου Σκαλουχώρ=Είπαν πως πήγες στο Σκαλοχώρι.
Πουτκός (η),(γη),(ου) =Ο ποντικός
Πρασσιάς (η),(γη),(ου)= =Ατιμέλητος,χάλιας.  
Πρώμα (τα)=Τα πρώιμα

Προυξεινιό (του) =Το προξενιό και ο προξενητής =προυξιν(j)τής
Προυσ(j)νώ = Προσκυνώ και στον αόριστο προυστσ(j)ίν(j)σα

Προυσπεύτου =Ζητώ συγχώρεση,παραδέχομαι το σφάλμα μου,Φιλώ το χέρι από σεβασμό.
Πρόσφουλου (του)=Το αυγό που αφήνεται στη φωλιά της κότας για να το κλωσσήσει
Προυσφουλώ=Βάζω δάχτυλο πίσω στην κότα για να δω αν έχει αυγό και πρόκειται να το γεννήσει.Μεταφορικά τη λέξη τη χρησιμοποιούσαν τα αγόρια για την περίπτωση του αγγίσματος κοριτσιού στην περιοχή του αιδοίου.Τις περισσότερες φορές αυτό ήταν στην φαντασία τους(φαντασίωση) για να παραστήσουν τον ξύπνιο) .Π.χ.έλεγαν την προυσφόλ(j)ξις ρε=της έβαλες χέρι ρε.
Πρώμο (του)= Το πρώιμο
Προυχού ή Πριχού =Πριν

Πστάδ (του) = Το σύκο που ωρίμασε.Η λέξη προέρχεται μάλλον από τη λέξη ψητό και απο κεί το ψητάδι=ψημένο από τον ήλιο.
Πτάρ (του) = Από τη λέξη πιττάριο. Είναι χαλβάς  σε μικρά στρογγυλά κομματάκια διαμέτρου 2 περίπου εκατοστών αλλά και μεγαλύτερα που πασπαλίζονται με σουσάμι.Τα πουλούσε στην Ανεμώτια ο Παϊτής και η οικογένειά του τις Κυριακές και τις γιορτές έξω απο την εκκλησία αλλά και στο δρόμο προς τον Χάρακα όπου γινόταν η βόλτα.
Πτιά (η),(γη) =Η πυτιά για παρασκευή ψωμιού και γιαουρτιού.

Πυρουμάχ(j) (του)=Χώρος χτισμένος στην αυλά με πέτρα ή τούβλα για μαγείρεμα μεκαύσιμη ύ λη τα ξύλα.Εκεί έφτιαχναν κ;αι τραχανά,σαπούνι κ.α.
Πυρουλάντσα= Ζεστάθηκα πάρα πολύ.

Πυρουστιά (η),(γη)=Σιδερένιο τρίποδο που μπαίνει πάνω από τη φωτιά για να τοποθετηθούν οι κατσαρόλες,τα τηγάνια κ.λ.π.
Πυρώνουμι=Πυρώνομαι=Προσπαθώ να ζεσταθώ κοντά στη φωτιά,μαγκάλι,τζάκι,θερμάστρα μασίνα κ.λ.π.Π.χ.πύρουσι του τσιφάλιμ=Ζεστάθηκε το κεφάλι μου.Άλλο παράδειγμα ,αμα πάρου κι'σύναξ(j) θα κάθουμι τσι θα πυρώνουμι.Δεν θα έχω αγωνία που να βρω δουλιά να ζήσω.Μεταφορικά <<αυτός είνι πυρουμένους>>=είναι θυμωμένος έτοιμος να εκραγεί.
Πχαρί (του) =Η προεξοχή συνήθως πάνω απο την εστία του τζακιού ή και αλλού κατάλληλη για την τοποθέτηση διάφορων αντικειμένων όπως ραδιόφωνο,μπιμπελό κ.λ.π.
Πχαρουπάν(j) (του) =Υφασμάτινο διακοσμητικό συνήθως κεντημένο που τοποθετείται πάνω στο πχαρί.
 



                                                           ΡΟ(16)


Ράβδισμα (του)=Η προσπάθεια γκρεμίσματος των ελιών από το δένδρο με τη χρήση παλιότερα της τέμπλας,δηλαδή ενός ξύλινου κονταριού 3,4 κ;αι 5 μέτρα.
Ράβδος (η)(ου)=Το ξύλο με ραβδί.Λέμε π.χ.πρόσεξε θα πέσει ράβδος=Πρόσεξε θα σε δείρω
Ραβδίζω= Το χτύπημα των ελιών για να πέσουν κάτω αλλά και η έκφραση της τιμωρίας με ξύλινο μέσο.Έλεγαν π.χ. Πρόσιξι καλά μην κάν(j)ς σκανταλιές γιατι θα θα σι ραβδίσου.Θα σε δείρω δηλαδή
Ρατήρ (του)= Ραντιστήρι .Ένα καλαίσθητο πήλινο δοχείο με την μορφή μικρού μπουκαλιού στο οποίο τοποθετείται  κάποιο άρωμα συνήθως  ανθόνερο .Με αυτό ραίνουν τους εκκλησιαζόμενους την ώρα των μυστηρίων και τους καλούν να ρίξουν σε δίσκο τον οβολό τους.
Ρατσ(j)ί (του) = Ούζο ή Ρακή.
Ρίζ(j)  τα(τα)=Τα ρίζια
Ριμνώ= Από το ερευνώ =ψάχνω γύρω γύρω.
Ριπιτίν(j) (του) =Είναι πολύ πιθανό να προέρχεται από το αγγλικό repete, επαναλαμβάνω.Αφορά τη συνεχόμενη και επαναλαμβανόμενη ευκοιλιότητα.
Ριτσέλ(j) (του)=Το γλύκισμα φτιαγμένο από κομμάτια κολοκυθιού μέσα στο πετιμέζι
Ριφυλλιώ (η),(γη)=Η Εριφύλλη

Ρουγίδ (του) =Η μεγάλη αράχνη
Ρουμάν(j) (του)= Ο βάτος
Ρουπάδα (η),(γη) =Είδος βρώσιμης ελιάς.
Ρουπάτσ(j) (του)=Ο θάμνος της άγριας βελανιδιάς μικρού σχετικά μεγέθους.
Ρουπατσιά (η),(γη)=Ο θάμνος από μεγάλο ρουπάτσ(j) και το δένδρο της άγριοβελανιδιάς.
Ρουπάτσια (τα)=Τα μικρά βελανίδια της 

                                                         ΣΙΓΜΑ(106)

Σα =Όταν.Πχ.Σα σι πιάσου θα σι σπάσου σαν καρπούζ=Άμα σε πιάσω θα σε σπάσω όπως σπάζουμε στο χωράφι το καρπούζι πολλές φορές.Σα που πήγαν(j) γυρίσαν(j) Πήγαν και δεν έκαναν τίποτα.
Σαβουρντώ =Από τη λέξη σαβούρα.Πετώ κάποιο πράγμα η και κακό λόγο   χωρίς περίσκεψη ή και άσχετο.
Σάγια(η)(γη) =Ο στεγασμένος αλλά ανοιχτός χώρος(ημιυπαίθριος) για προφύλαξη από τη ζέστη ή τη βροχή.Κατάλληλος για αγροτικές εργασίες,προσωρινή αποθήκευση  αλλά και για παραμονή ζώων. 
Σά'δνα=Εδώ πέρα 
Σ(j)ακάτου=Στις κάτω γειτονιές
Σακιντίζου=Κάνω πιο πέρα, στην άκρη, π.χ. για να περάσει κάποιος με φορτίο αλλά και δεν τολμώ,έχω ενδοιασμό.
Σαλαηδός (η),(γη),(ου) =Ο λίγο σαλεμένος.Αυτός που λέει χαζομάρες
Σαλαμέτ=Σώος Λέμε π.χ.Πρόσιξι να πας στου σπίκ(j)ς σαλαμέτ=Πρόσεξε να πας στο σπίτι σου και να είσαι καλά.
Σαλαμούρα (η),(γη)= Η λάσπη ανακατεμένη με βρώμα.Γενικά εκεί που θα χρειαστεί να τσαλαβουτήσεις
Σαλεύγου = Κινούμαι νωχελικά,με αργό ρυθμό.
Σάλια μπάλια (τα) =Τίποτε αξιόλογο,μηδαμινά.
Σάλιακας (η),(γη) = Το σαλιγκάρι.Μεταφορικά ο ύπουλος ,ο γλύφτης.
Σαλίδσα (η),(γη)=Η ψηλή και λεπτή γυναίκα.
Σαλκίμ (του)=Το αναρριχώμενο  φυτό γλυτσίνια

Σαλμά =Μπόλικα,απεριόριστα.Αναφερόμαστε κυρίως στην απότομη  και χωρίς φειδώ  παροχή νερού.Αλλά και γενικά σε άλλες κινήσεις μας όπως το ρίξιμο αλατιού ή πιπεριού στο φαγητό.
Σαλντίζου =Σαλτάρω .Κινούμαι με δύναμη και ταχύτητα.
Σάλπα (η),(γη) =Η εσάρπα
Σαματάς (η),(γη),(ου) =Οι κορδέλλες χρυσές που τις έρριχνε πάνω στα προικιά η πεθερά.Λέγονται έτσι γιατί άμα τα βάλεις στο αυτί σου ακούς όμορφους θορύβους.
Σαμουλαδίζου=Αλητεύω,τριγυρνώ από δω κι από κεί .
Σαντράκ(j) (του)=Εργαλείο για το κόψιμο νυχιών ζώων
Σαπ (του) =Το ξύλινο μέρος των γεωργικών και οικοδομικών εργαλείων.(Τσάπας,κασμά,φτιαριού κ.λ.π.),το στυλιάρι.Προέρχεται από την Τούρκικη λέξη sap=στυλιάρι
Σ(j)απάνου= Στις ψηλές γειτονιές,στις επάνω περιοχές.Λέμε π.χ. Θα πάγου σ(j)απάνου.
Σ(j)ακάτου  = Στις κάτω γειτονιές

Σ(j)απέρα = Μακριά ως πολύ μακριά.
Σαπλίκ(j)(του) =Το ξύλινο μέρος εργαλείου όπως το σάπ
Σαράγκ(j)ς(η),(γη),(ου)=Ο Σαράντης(μικρό όνομα).
Σαριλίκ(j)(του)=Aρρώστια, η χρυσή ο ίκτερος.
Τα σάσαν(j) = Tα έφτιαξαν.Συμφιλιώθηκαν.
Σασ(j)ιρντώ=Τα χάνω,χάνω τον ειρμό μου.Και στον αόριστο σασ(j)ίρτσα.
Σα 'φνα=Προς τα εκεί
Σαχίν(j) (του) = Aπο τη λέξη σαϊνι .Αρπακτικό πουλί  γερακοειδές που πετά  ψηλά και όταν δεί την τροφή του εφορμά.
Σβιντόνα (η),(γη)=Η σβεντόνια
Σβιρνιές (οι)(γοι) = Είδος άγριου χορταρικού σε μορφή περικοκλάδας.Λέγονται αλλού Οβριές,Οβρές,Βρές,Αβουρνιές κ.λ.π.Κόβουμε τα βλαστάρια της σβερνιάς απο το τρυφερό της σημείο περί τον Μάρτιο και Απρίλιο.Είναι νοστιμότατο έδεσμα που τρώγεται βραστό ,τσιγαριστό με αυγά κ.α.
Σβιντιρίκους (η),(γη),(ου) = Ο μικρός που είναι αεικίνητος και ζωηρός.
Σβω =Σβήνω
Σγάρα (η),(γη) =Το μέρος του λαιμού της κότας όπου μαζεύονται οι μικροί κόκκοι πέτρας που βοηθούν την πέψη της.Λέγεται και για όσους κάτω από το λαιμό έχουν κρεμασμένο το δέρμα τους.
Σετ (του) =Η πεζούλα για τη στήριξη των χωμάτων και κυρίως των δένδρων  επικλινούς χωραφιού.
Σικί (του) = Το ζόρι ή και η καταβολή  έντονης προσπάθειας.Αλλά και το ψυχικό άγος.. Π.χ.λέμε αυτός τραβάει μεγάλο σικί από την αρρώστια της γυναίκας του .
Σιλέμς (η),(γη),(ου) = Ο κλέφτης
Σινσιλέσ(j) (του)=Το σόι
Σιντιρέλ(j) παπέλ(j) (του) =Έκφραση του χωριού που χρησιμοποιείται από τους Ανεμωτίσιους όταν θέλουν να δηλώσουν ότι δεν είναι πιόνια κανενός..
Σιργιανίζου= Πηγαίνω στο σεργιάνι.Τουν σιριανίζου = Τον βγάζω έξω και τον δείχνω στον κόσμο.Π.χ. Μάνα σκ(j) κόρ Πάρτουν(j)  μουρή είνι τσ'όμουρφους πουλύ.'Ox(j) δε τουν(j) θέλου.Τί να τουν(j) κάνου να τουν(j) βγάζου όξου να τουν συργιανζου.Η απάντηση έχει να κάνει με το γεγονός ότι η κόρη τον έχει για τεμπέλη.
Σιρμαγιά (η),(γη)=Το απόθεμα κυρίως σε χρήμα.
Σ(j)ιρμπέτ(του)=Το σερμπέτι,Πολύ γλυκό.Λέμε π.χ η καφές δε πίνιτι τουν έκανις σ(j)ιρμπέτ.

Σιτζίμ (του) =Ο σπάγγος
Σκ(j) =Στην  Π.χ. ψες πάηκαν( j) σκ(j) Aθήνα τα πιδιά=Xθές έφυγαν στην Αθήνα τα παιδιά..
Σκαφουξύστς (η),(γη),(ου)=Ο ξύστης της σκάφης .
Σκλιντίσ(j)κα=Σεκλεντίστηκα που σημαίνει φούντωσα
Σκλίτζ(j) (oι),(γοι)=Τα σκουλήκια
Σκάρπου (του)= Λίγο λοξό
Σκλαρίτσ(j)α (τα) = Τα σκουλαρίκια
Σκληκάτουρας ή σκληκατουρίτς(η),(γη),(ου) =Ασθένεια που εμφανίζεται στο πέλμα του ποδιού μάλλον απο ιό.Δυσκολεύει πολυ το βάδισμα.
Σκλήτσ(j) (οι),(γοι) = Τα σκουλήκια
Σκούν(j) (η),(γη) =Η σκόνη
Σ(j)λαγιαστήκαμε=Ησυχάσαμε
Σ(j)λάρ (του) =Το μικρό σκυλάκι αλλά λέμε  και διαβόλ σ(j)λάρ=σκυλάκι του διαβόλου =κακό παιδί.
Σλιντίζου=Στήνω τα ξύλα ξανά στο τζάκι όταν μερικά κάηκαν και έπεσαν.Λέμε π.χ. Σλίτσι τα ξ(j)ύλα σκ(j) παραχούκ(j),η φουτιά θα σβήσ(j).=Στήσε τα ξύλα; στο τζάκι,η φωτιά θα σβήσει.
Σμάρ (του) ή ζ(j)μάρ(του) = Το μελίσσι που έφυγε από το σπιτάκι του και μαζεύτηκε σαν μια ζύμη πάνω σε δένδρο.
Σμαρίδα (η),(γη) = Το γνωστό ψάρι η μαρίδα.Μεταφορικά πολλά άτακτα,ή ζωηρά παιδιά.
Σμουρώνου και Σμουρώνουμι =Μαζεύομαι σαν μωρό.
Σνόρσ(j) (η),(γη) =Απο το συνερίζομαι.Π.χ.Αφήστε τον δεν έχ(j) σνιόρς. Μη τον συνερίζεστε γιατί πιθανόν να έχει κάποιο πρόβλημα.
Σ(j)νιμπαίνου=Συνειθίζω ,π.χ Πόσου τζιρό θέλ(j)ς για να του σ(j)νέμπς=Πόσο καιρό θέλεις για να το πάρεις; απόφαση.
Σ(j)νίρτα=Συνήλθα
Σ(j)νουρίζουμι=Τα παίρνω όλα τοις μετρητοίς ,Λαμβάνω σοβαρά υπόψη μου αυτά που κάνει ή λέει κάποιος.Λέμε π.χ.Άστουν(j) μην τουν(j) σ(j)νουρίζισι δεν είνι κακός=Άστον μη τον παρακολουθείς σαυτά που κάνει ,δεν είναι κακός.Άστον δεν έχει σ(j)νόρσ(j)
Σόνα μόνα  = Μάλλον για σένα για μένα και στο τίποτε σχεδόν και για τον καθένα μας.Έκφραση που δηλώνει ασημαντότητα.
Σόνια (τα)= Τα τελευταία πιό μυρωδάτα φύλλα της καπνουλιάς. Από την προτροπή σών(j)=αρκετά,φτάνει.Από εκεί και η λέξη σώσμα= το τελευταίο
Σουβαρμάς (η),(γη),(ου) = Το γνωστό ποτιστήρι.Το ελλειψοειδές σε διατομή ή κυλινδρικό δοχείο ποτίσματος ή καθαρισμού που από τη βάση του ξεκινά λοξός σωλήνας που καταλήγει σε διάτρητο πρόσθετο συνήθως εξάρτημα.Προέλευση η Τουρκική λέξη sulama can=ποτιστήρι
Σουβλικάρ (του) = Το άτομο που δεν έχει καλές σωματικές αναλογίες συνήθως αδύνατο και ψηλό.
Σουγιούτ (του)και Σουγιουτιά (η),(γη) =Η ιτιά .Τούρκικο όνομα από το Τούρκικο sogut=ιτιά. Το δένδρο λέγεται και σουγιουτιά στην Ανεμώτια.
Σουλαντίζου.Πάλι τούρκικης προέλευσης λέξη από το  αρχικό σου(su) που στα Τουρκικά είναι το νερό.Ρίχνω νερό  γύρω γύρω.
Σουλτάν  μιριμέτ (του) = Μια καλή τιμωρία με ξυλιές όπως ξέρει καλά ο Σουλτάνος.
Σουπάς (η),(γη),(ου)=Το νεαρό άλογο ή μουλάρι.
Σουράβλ(j) (του)=Είδος μεταλικού ή ξύλινου αυλού.Κάτι σαν φλογέρα.Προήλθε κατά πάσα πιθανότητα από ένα μικρό είδος ηχητικού αυλού που χρησιμοποιεί ένα ξύλινο σφαιρίδιο μέσα στο νερό.Το σου είναι πάλι το Τουρκικό su το νερό.
Σουρτίζου=Έχω διάρροια.Πάλι το Τουρκικό su αφού η διάρροια είναι με πολύ νερό
Σουσούμ (του)=Τα χαρακτηριστικά του προσώπου κάποιου.Λέμε π.χ.Τούκ(j) πρέπ να ένι συγγινείς,έχιν(j) του ίδιου σουσούμ=Τούτοι πρέπι να είναι συγγενείς έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά στο πρόσωπο 
Σουσουμιάζου = Προσπαθώ να ταυτίσω κάποιον με άλλο πρόσωπο συνήθως της οικογένειάς του . Π.χ Δε μπουρώ αυτό του μουρό να του σουσουμιάσου μι κανέναν(j) απ'τσι διό=Δεν μπορώ να το ταυτίσω αυτο το μωρό με κανέναν απο τους διό(γονείς).
Σουφιλιάζου = Εφαρμόζω ένα εξάρτημα μέσα σε κάποιο άλλο ώστε να ταιριάξουν.
Σπίκ(j) (του) =Το σπίτι
Σπιτσιέρς  (η)(γη)(ου)= Ο Φαρμακοποιός

Σταγόν(j) (του) =Το σαγόνι
Σταλαμός (η)(γη)(ου)=Διαρροή νερού από τη στέγη .Π.χ. Μπρέ Τάσσου,ανέβα μπρέ στα τσιραμίδια να πιάγ(j)ς του σταλαμό
Στ'ανάθιμα= Βρισιά,κατάρα που εννοεί να πας εκεί που γίνεται το ανάθεμα.Ενδεχομένως εκεί που ρίχνουν πέτρες για να ξορκίσουν το κακό.

Στάρ (του) =Το σιτάρι
Σταρκέλι (του)=Το μελομακάρονο

Σταρκό (του) =Το κόσκινο για τον καθαρισμό σιταριού
Στήμ (η),(γη)=Η ταχύτητα .Π.χ Αυτός έβαλι πουλύ στημ τσι τρέχ(j)=Αυτός έβαλε πολύ ταχύτητα στο περπάτημα του και τρέχει.
Στράκ(j)ς (η),(γη),(ου)=Όνομα από το υποκοριστικό Στράτης ή του Στρατής.

Στρώσ(j) (η),(γη) = Το τοποθετημένο συνήθως στο πάτωμα στρώμα.
Στσιά (η),(γη) =Η συκιά

Στσιάχκα=Τρόμαξα.Από το σκιάζομαι που σημαίνει τρομάζω
Στσιπός (η),(γη),(ου) =Η σκεπή
Στσύβαλου (του) Από τη λέξη σκύβαλα που είναι οι ξένες ύλες στο σιτάρι .Αλληγορικά και απαξιωτικά ο άχρηστος.
Στσύβου=Σκύβω
Στσύλους (η),(γη),(ου) =Ο σκύλος
Στύλους (η),(γη),(ου)= Ο υφασμένος διάδρομος για το χώλ, τα στενόμακρα δωμάτια και τοους διαδρόμους

Σύγκριου (του)=Ξαφνικό έντονο τουρτούρισμα
Συράνα (η)(γη) =Από το σύρω .Το φαράσι.
Συρμαγιά(η),γη)=Αναφέρεται στη συλλογή ομοειδών πραγμάτων.Κυρίως όμως σε αρκετά  χρήματα που εξασφαλίζουν ή δημιουργούν προϋποθέσεις για αγορές καλούς γάμους κ,λπ.Σαν να τα περνάς σε σύρμα και είναι σταθερά.

Σύρραχτου (του)=Ο συνεχόμενος μακρύς βράχος.
Σύρτσει = Απο το σύρε(πήγαινε) παραπέρα.Κάνε χώρο.
Σφαλ(j)ξα=Έκλεισα.
Σφήγκ  (η),(γη) =Η σφήκα το έντομο.
Σφουντήλ(j)(του) = H σβούρα.Πχ.Άμα σ'δώσου μια θα δεις τουν ουρανό σφουντήλ(j) τσι τ'άστρα μακαρόνια=Aμα σου δώσω ένα μπάτσο θα δεις τον ουρανό να γυρίζει.

Σφουτζ(j)ίζου =Σκουπίζω.Λέμε π.χ.σφούτζσι καλά του στόμα σ έχ(j)ς λάδια=Σκούπισε καλά το στόμα σου έχεις λάδια

Σών(j)= Φτάνει

Σώπηνι = Σιώπα πιά, μη μιλάς. 
                                    
                               

                                                         ΤΑΥ(136)

       
Ταγίζου=Ταϊζω.Πάγου να ταγίσου τσ'κατσίκις=Πηγαίνω να ταϊσω τις κατσίκες.
Ταγκαρί (του)=Το τζίν
Ταϊφάς (η),(γη),(oυ) =Συγκροτημένη ομάδα εργατών στα χωράφια κυρίως.
Τακάτ (του) =Οι δυνάμεις.Κουράγιο.Π.χ.δεν έχου πια τακάτ=είμαι αδύναμος,κουρασμένος,δεν έχω δυνάμεις.Λέξη Τουρκικής προέλευσης.
Τάκλα (η)(γη) =Περιστροφή,τούμπα.Π.χ.λέμε σε περίπτωση που χάσαμε τον έλεγχο του αυτοκινήτου και αρχίζει να κάνει τούμπες <κάναμι τρεις τάκλις αλλά ευτυχώς δεν τραυματιστήκαμι>>=Κάναμε τρεις περιστροφές αλλά ευτυχώς δεν τραυματιστήκαμε. Είναι δε σε αρκετούς γνωστό αυτό που είπε ο Μανωλάκης ο Χατζηγώργης στον αδελφό του Παναγιώτη το μπακάλη <<Παναγιώτ θα πάρουμε τσ'άλλ τάκλα>>.
Tαμπάν(j) (του)=Το Ίσιωμα,το επίπεδο κτήμα,οικόπεδο
Ταμτιρλί (του) =Αφασία.Π.χ.Αυτός το έριξε στο ταμτιρλί=Το έριξε στο ότι θέλει ας γίνει ,χωρίς τύψεις.
Τασουταμπακάς (η)(γη)(ου)=Σκεύος φαγητού για εκδρομή
Ταχιά =Αργότερα,στο μέλλον
Ταχιά ταχτέρ =Αύριο πρωί πρωί.
Ταχταλής (η),(γη),(ου)=Το σπουργιτοειδές πουλί από τα πιο μεγάλα του είδους.Λέγεται και κεφαλάς.
Τ(γάν(j) (του) =Tο τηγάνι
Τέμπλα (η),(γη) =Μακρύ αυτοσχέδιο ψημένο ραβδί  για  τίναγμα των ελιών.
Τα τέντουσι =Πέθανε
Τεπές (η),(γη),(ου)=Οροπέδιο,ίσιωμα σε λόφο.
Τέρπλεϊ (η),(γη)=Κλωστή πλεξίματος
Τιρσέκ(j),(του) = Στενό δρομάκι
Τέστου(του) = Τέστο=Μεγάλο σχετικά πήλινο δοχείο για παρασκευή φαγητού σε φούρνο.
Τέτιανα =Σαν και αυτά που σου δείχνω.Τέτοια
Τζβάλ(j),(του)=To τσουβάλι

Τζιγέρ,(του)=Το σηκώτι 
Τζιράν(j) (του)= To καλλωπιστικό φυτό γεράνι.H αρμπαρόριζα.
Τζιρός (ο),(η) =Ο καιρός
Τζιρτζιλές (η),(γη)(ου)=Η φασαρία
Τζιρτζιλιάζουμι =Κατακαίγω το σώμα μου από την πολύ ζέστη.
Τζισβές (η),(γη),(ου)=Το μπρίκι
Τζιτζί (του)=Παιχνίδι
Τζίτζιρας (η),(γη),(ου)=Ο χρυσοκάνθαρος,Το χρυσό σκαθάρι που πετά 
Τζλώνου =Από τη λέξη αγκυλώνω.Βάζω αιχμηρό αντικείμενο ή βέργα μέσα σε κάποια τρύπα π.χ.για να αναγκάσω να βγει ένα φίδι ή κάποιο σμήνος από σφήκες ,μπαμπούρους κ.λ.π.Αλλά και ενοχλώ κάποιον προκλητικά για να τον κάνω να θυμώσει για πλάκα.Η λέω κάτι σε  κάποιον που ξέρω ότι τον ενοχλεί . Π.χ.Μη μι τζλών(j)ς γιατί θα θμώσου τσι θα βγω έξου απ'τα ρούχαμ=Μη με κεντρίζεις γιατί θα θυμώσω και θα βγω έξω από τα ρούχα μου.
Τζόνουμι =Ενοχλώ κάποιον .Π.χ. αυτος μι τζόνιτι =Με ενοχλεί με επιμονή,δεν με αφήνει ήσυχο.
Τζ(j)ουμπανοί (οι),(γοι) = Οι τσοπάνοι
Τζ(j)ουχάπ (του) =Η λογοδοσία, η απολογία.Π.χ.δε θα σ'δώσου τζουχάπ πού θα πάγου=Δεν είμαι υποχρεωμένος να σε ενημερώσω για το πού θα πάω.
Τίλιγια =Πώς,ποιάς μορφής,τι είδους.Λέγεται και με αρνητική διάθεση όταν κάποιος ζητά κάτι και ο άλλος δεν διανοείται να το δώσει απαντά με την έκφραση <<Τίλιγια του θελ(j)ς μαύρου γιά κότσ(j)νου=Πώς το θέλεις μαύρο ή κόκκινο.Η άλλη απάντηση αρνητική (Πάγινι να δείς άμα έρχουμι)=Πήγαινε να δεις αν έρχομαι.
Τιλιμές (η),(γη),(ου)=Το τουλουμοτύρι.Τυρί φτιαγμένο σε τουλούμι(ασκί)

Τιμσιάρκα (τα) = Η συμφωνία μεταξύ ιδιοκτήτη και καλλιεργητή ή και απλού συλλέκτη για μισά -μισά όσα προϊόντα παραχθούν σε κάποιο χωράφι
Τίνουνους= Πιανού.Π.χ.Τίνουνους είνι αυτό του μουρέλ?
Τιπιδέλ(j) (του)=Το μικρό οροπέδιο,ίσιωμα σε λόφο
Τισγιάκ (του) =Μια γωνία κυρίως κτιρίου που είναι απάνεμη λιγότερο κρύα,αλλά και κατάλληλη για κάθε μορφής στρίμωγμα π.χ. ερωτικό,ή για ξυλοδαρμό κ.α.
Τιστί πινίρ (του)=Είδος τυριού
Τ'κούκ τα κλειδιά (του)= Του κούκου τα κλειδιά. Ένα άσπρο χαμηλό ανθάκι πολύ διαδεδομένο στην Ανεμώτια.
Τ'καζάν(j)  η πλάτανους=Ο πλάτανος προς την περιοχή Μπόλια που είναι μεγάλης διαμέτρου και έδωσε το παραπάνω  όνομα γύρω του.
Τλιγάδ (του)=Το ξύλινο εργαλείο που περιστρεφόταν σε κατακόρυφο άξονα με τη βοήθεια μικρής μανιβέλας και πάνω στο σώμα του τυλιγόταν τα μαλλιά για τον αργαλειό.
Τλουπάν(j) (του)=To πλυμένο ύφασμα που πρ'επι να σουρωθεί.
Τμπάνιαξι = Καταστράφηκε.Αλλά και σε προστακτική σημαίνει κάτσε σε ένα μέρος και μη κουνιέσαι.
Tόκα (η,(γη) αγκράφα (Τούρκικη λέξη)
Τόσινια =Τόση σε μέγεθος.Π.χ. Η λαμπάδα ήνταν(j) τόσινια μιγάλ(j).
και δείχνει με τα χέρια το μέγεθος.

Τουκάτ (του)= Τούρκικη λέξη για τη φυλακή ζώων που κάνουν αγροζημία
Τουμάρ (του) =Τομάρι (ζώου) αλλά και χαρακτηρισμός κακού ανθρώπου.
Τούμπου (του) =Το τούμπο =Ο σωλήνας.
Τουρκάτσ(j) (του)=Κανονικά σημαίνει Τουρκόπουλο.Εδώ χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει ένα δύσκολο παιδί ,νευρικό,ατίθασο.
Τουστέκια (τα)=Τα σχοινιά με τα οποία δένονται το εμπρός με το πίσω πόδι  της ίδιας πλευράς  τα μουλάρια,άλογα,γάϊδαροι  για να εμποδίζονται όταν είναι νέα και ατίθασα για να μην μπορούν να απομακρυνθούν.
Τραμουτζάνα (η),(γη)=Η μεγάλη στρογγυλή μπουκάλα.
Τρανός(η) (γη),(ου) =Αυτός που κατέχει υψηλή θέση αλλά και ο επιτυχημένος.
Τράτους(του)=Το περιθώριο,τραβάει σε χρόνο.Λέμε π.χ. Αυτήν η υπόθισ(j) έχ(j) τράτους=αυτή η υπόθεση τραβάει μακριά.
Τραχανός (ο),(γη),(ου) =Ο τραχανάς
Τραχλιά (η),(γη)=Η δαντέλα που έμπαινε στα ζακετάκια των παλιών γυναικών.
Τρέμσα (η),(γη)=Η χρυσή κλωστή που κρεμούσαν στο πέπλο της νύφης.
Τριδίζιτι =Τρώγεται με τα ρούχα του,δεν ησυχάζει αν δεν κάνει αυτό που έχει στο μυαλό του.
Τρικό (του)=Η μάλλινη εσωτερική ανδρική φανέλλα.
Τρικουτσιά (η),(γη)=Τρικοκιά.Είδος θάμνου με βελόνες,ένα είδος αγκαθωτού κέδρου.  
Τρουβαδιάζου=Γεμίζω τον τρουβά κάποιου,(συνήθως με δώρα)Λέμε π.χ. Θα σι τρουβαδιάσου
Τρουβάς (η),(γη) =Ο Ντουρβάς,το δισάκι 
Τρουξαλίδα (η),(γη)=Ο γρύλος που ακούγεται τη νύχτα.

Τρουφαντό (του)=Το αγγούρι

Τσ= Όχι
Τσάγρα (η),(γη) =Ο μηχανισμός ανοίγματος και κλεισίματος πόρτας.Γίνεται με το πάτημα μιας προεξοχής προς τα κάτω οπότε ανασηκώνεται από την άλλη μεριά  και βγαίνει από τη θέση ασφάλισης(απελευθερώνεται).
Τσαγρίζου =Πιτσιλώ με νερό κυρίως τους γύρω μου ή τη γύρω περιοχή.
Τσακή (η),(γη) = Ο σουγιάς
Τσακνατσούκουλου (του) =Από τη λέξη τσάκνο που είναι τα κλαράκια για προσάναμα και όχι τα δυνατά ξύλα. Απαξιωτική έκφραση για κάποιον.Κάτι σαν ο  άχρηστος.
Τσακόν(j) (του)μεγάλος σουγιάς
Τσαμασίρια (τα) =Ανάκατα αντικείμενα γενικώς αλλά και εργαλεία που θα χρησιμοποιήσουμε για κάποια δουλειά.
Τσαμλίκ(j) (του)=Πευκοδάσος.Δάσος από τσάμια που είναι τα πεύκα.
Τσαμπασλίκ(j) (του)=Παζάρι για αγοραπωλησία
Τσαντήρα ή και τσαρντάκα (η),(γη)=Πρόχειρη κατασκευή από ξύλα και κλαδιά για προστασία στο ύπαιθρο απο τον ήλιο κυρίως. 
Τσαπίζου =Σκαλίζω το χωράφι ,τον κήπο.  
Τσάπρα (η),(γη) =Κακή διαμόρφωση των χειλιών.Και τσαπραχείλ(j)ς αυτός με τα χοντρά δύσμορφα χείλη.
Τσάτρα-Πάτρα=Κουτσά στραβά.Έχει την έννοια του μπαλώματος.π.χ.ΕρώτησηΤο' φτιαξες
το ντουβάρι που χάλασε;Aπάντηση Το'φτιαξα τσάτρα πάτρα.
Τσειν(j)=Eκείνη

Τσιακτίζου= Προσπαθώ να κάνω σπίθα ώστε να ανάψω φωτιά. Ξύνω με δύναμη π.χ την τσακμακόπετρα για να κάνω σπίθα.Ποιό παλιά ήταν η δημιουργία σπίθας με ένα σιδερέριο αντικείμενο ελλειψοειδούς σχήματος μήκους 5-7 εκατοστών και πλάτους 2 εκατοστών που το χτυπούσαν με δύναμη σε πέτρα χαλαζία και η σπίθα άναβε αρχικά κομάτι ίσκας και αργότερα ένα πολύχρωμο φιτίλι .Το τελευταίο μάλιστα κάποια εποχή ήταν της μόδας ως αντισυμβατικό μέσο παραγωγής φωτιάς για κάποιους που ήθελαν να εντυπωσιάσουν.Πιέζω το μοχλό του αναπτήρα για να πετάξει σπίθα η τσακμακόπετρα.
Τσ(j)ιαλιστεύγου =Αγωνίζομαι να κάνω κάτι,προσπαθώ.
Tσ(j)ιρός (η),(γη),(ου)=Ο καιρός
Τσ(j)αμασίρια (τα)=Τα διάφορα που χρειάζονται να κάνουμε κάποια δουλειά.Αλλά και τα πολλά αντικείμενα που έχει κάποιος.
Τσαμλικότραγους (η),(γη),(ου) =Χαρακτηρισμός κτηνοτρόφου που η εμφάνισή του έγινε σαν του τράγου από τη μακρά απουσία του από το χωριό.Ατημέλητος με γένια ,ακούρευτος κ.λ.π.
Τσ(j)αμούρ (του)=Η λάσπη
Τσαντίλα (η),(γη)=Το λεπτό ύφασμα για διάφορες χρήσεις όπως π.χ.για την παρασκευή τυριού τσαντίλας.
Τσ(j)αντίρα (η),(γη)=Η κρεβατίνα για κλιματαριά ή άλλο αναρριχόμενο για ίσκιωμα. 
Τσαπράζ(j) (του)=Το εργαλείο για τ;α δόντια των πριονιών. 
Τσαρά (η)=Η κυρία 
Τσ(j)ατάλ(j) (του) =Μια βέργα που στην κορυφή της είναι διχαλωτή σε σχήμα V.Χρησιμοποιείται για να ανασηκώνει τα σχοινιά ώστε να μπορούν να τοποθετηθούν με ευκολία  ξύλα ή άλλα αντικείμενα σε μουλάρι,άλογο ,γάϊδαρο.
Τσατμάς (η),(γη) =Κάποιο γρήγορο πείραγμα από αγόρι προς κάποιο κορίτσι και  αντίθετα μερικές φορές, προκειμένου να μεταφερθεί κάποια  ερωτική διάθεση.Ερωτική σπόντα θα μπορούσαμε να το πούμε.Αλλά και διαχωριστικό σπιτιού ,μισό πέτρα μισό ξύλο.
Τσάτσα (η),(γη)=Η θεία
Τσβάλ(j) (του)=Tο τσουβάλι
Τσ(j)βούρ (του)ο κιβούρι.Φέρετρο ή λαξευτός τάφος.Λαξευτοί τάφοι πρέπει να βρέθηκαν στην περιοχή της Μητρόπολης κοντά στην Αγία Αναστασία.
Τσδώνια (τα) = Τα κυδώνια
Τσιμπέρ (του)=Το μαντήλι στο κεφάλι
Τσείν(j) (η),(γη) =Εκείνη ,αυτή.Π.χ. Αυτός την ερωτεύτηκε αλλά τσείν(j) χαμπάρ δεν έχ(j)
Τσείνινια (η),(γη) =Εκείνη εκεί.
Τσείνουνας (η),(γη),(ου) =Εκείνος εκεί.
Τσείτουμι =Είμαι ξαπλωμένος κείτομαι.
Του τσ(j)ένουσι του πουτήρ =Το άδειασε  το ποτήρι από απροσεξία.Από το κενώνω=αδειάζω.
Τσέντρους (η),(γη),(ου) =Ο κέδρος.Δένδρο πουρνάρι.Είδος κέδρου.
Τσερτσ(j)έπς(η),(γη),(ου) =Το κακό παιδί
Τσιλμπούρ (του) =Ο πρόχειρος τρόπος για τη συγκράτηση ζώου απο το κεφάλι.Κατασκευαζόταν με σχοινιά πάνω στην πατέντα των χαλιναριών (καπίστρια)πολύ όμως πιό απλά.
Τσιντρίδ (του) =Το  κεντρί της μέλισσας ,σφήκας κ.λ.π.
Τσιντρίζου =Από το κεντρίζω,κεντρί.Προκαλώ ή κεντώ κάποιον για να προκαλέσω την προσοχή του.Π.χ.Μη μι τσιντρίγ(j)ς =Μη με προκαλείς.
Θα σι τσιντρώσ(j) =Θα σε κεντρίσει.Πχ.Πρόσιξι θα σι τσιντρώσ(j) η μέλ(j)σσα.
Τσιντώ =Εκτός από το κεντώ πάνω σε κάποιο ύφασμα σημαίνει και πιέζω κάποιον με καρφίτσα ή άλλο αιχμηρό όργανο .Αλλά και υπενθυμίζω σε κάποιον το θέμα μου.
Τσινώνου=Αδειάζου
Τσιουρβάς (η),(γη),(ου) =Έδεσμα που παρασκευαζόταν συνήθως από γίδινο γάλα και κουρκούτη .Αν υπήρχε προστίθετο και ζάχαρη. 
Τσιραμίδια (τα)=Τα κεραμίδια
Τσιρί (του)=Το κερί
Τσιόλα=Τόσο γρήγορα.Π.χ.Ήρτις τσ(j)όλα=Ήρθες τόσο γρήγορα.
Τσιρκόν(j) oυ)ο μαυροπούλι του χειμώνα που έρχεται σε σμήνος.Λέγονται και γκαραβέλια στη Θεσσαλία.
Τσιρλιό (του) =Η μΜεγάλη ευκοιλιότητα
Tσιρνώ =Κερνώ και τσέρασα=κέρασα ,θα τσιράγ(j)s=θα κεράσεις
Τσιρτσιβές (η),(γη),(ου)=Η κάσα του παραθύρου και της πόρτας

Τσισμέδια (τα) =Οι μπότες των Μυτιληνιών από δέρμα .Τα στιβάλια των Κρητικών.Τα καλλίτερα ήταν απο τον Τσεσμέ από όπου πήραν και το όνομα.
Τσίσσα (η),(γη) = Η κίσσα
Τσίτα (η),(γη) =Το πρόχειρο πιρούνι των αγρών.Ένα μικρό κλαδί που στην απόληξή του διαμορφωνόταν μυτερά για να είναι εφικτό το κάρφωμα τροφής στους αγρούς κυρίως.
Τσκούρ (του)=Το τσεκούρι
Τσλιά (η),(γη) =Η Κοιλιά
Τσ(j)λώ=Κυλώ
Τσμούρ (του) = Το τσιμπούρι
Τσμπώ =Τσιμπώ
Τσ(j)νηγώ=Κυνηγώ 
Τσν(j)ί=Τσινί. Έκφραση που λέγεται για κάποιον που περεξηγείται πολύ εύκολα.
Tσουμπανιοί (οι),(γοι)=Οι Τσομπάνοι,κτηνοτρόφοι
Τσουμπλέκια (τα) =Διάφορα αντικείμενα, κυρίως πήλινα, χρήσιμα για τον εξοπλισμό σπιτιού.Προέρχεται από την Τούρκικη λέξη COBLEK που σημαίνει τσουκάλι.
Τσουπέλ(j) (του)=Tα ανεπιθύμητα μέσα στο σιτάρι
Τσουπιλίκ(j) (του)=Αγρός ή ελαιώνας γεμάτος ανεπιθύμητους θάμνους.Π.χ.Αυτό του χουράφ έχ(j) πουλύ τσουπιλίκ(j).
Τσ(j)ουρβάς (η),(γη),(ου)ίδος σούπας,κυρίως με αλεύρι και γάλα.
Τυρρανίδα (η),(γη) = Η ταλαιπωρία
Τυριβόλ(j) (του) = Το μικρό κυλινδρικό πλεχτό καλαθάκι διαμέτρου περίπου 10 εκατοστών και ύψους 15-20 εκατοστών όπου έμπαινε η φρέσκια μυζήθρα .
Τφέτσ(j) (του)=Το ντουφέκι

                                                      ΥΨΙΛΟΝ(2)

Υλίκ(j) (του)=Το μεδούλι
Ύπατα (τα)= Οι δυνάμεις,με έπιασε φόβος,κατέρρευσα.Λέμε π.χ.Μ' κόπκαν(j) τα ύπατα σαν είδα ένα μιγάλου φίδ στου δρόμου.

                                                          ΦΙ(31)

Φαγιάντσα (η),(γη)= Η επίσημη μεγάλη κούπα για μεγάλες σαλάτες ή και πολύ σούπα,η σουπιέρα.
Φαγί (του)= Το φαγητό
Φανάρ (του) =Το φανάρι. Το μεταλλικό ερμάριο ,το ντουλάπι με σίτες στις τέσσερις πλευρές του.Βασικό αντικείμενο των σπιτιών που αντικαθιστούσε εν μέρει το ψυγείο .Κρεμιέται σε δροσερό μέρος και έτσι αποφεύγονται οι ζημιές απο γάτες,μύγες μέλισσες,σφήκες κ.λ.π.
Φάν(j)τσι =Φάνηκε.Π.χ. Ακόμα δεν φάντσι η Γιώργους.
Φασλέλια (τα)=Τα μαυρομάτικα φασολάκια
Φασούλια (τα) Τα φασόλια γίγαντες
Φκιάρ (του) = Το φτυάρι
Φλέγα (η),(γη)=Η φλέβα (σώματος,νερού χρυσού κ.λ.π.)
Φλάγου =Φυλάσσω .Π.χ. Αυτό να μ' του δώγ(j)ς να του φλάξου=Αυτό να μου το δώσεις να το φυλάξω.
Φλισκούν(j) (η),(γη) =Η φλισκούνη.Το αρωματικό φυτό που φυτρώνει σε υγρά μέρη στην Ανεμώτια .Το άρωμά της είναι εξαιρετικό.
Φλόμους (η),(γη),(ου) = Ο Φλόμος.Ένα φυτό που έχει ναρκωτικές ιδιότητες  .Το έριχναν παλιά  σε ποτάμια για να πιάσουν ψάρια.
Φνίκα (η),(γη)=Το πολύχρωμο  μαντήλι του κεφαλιού
Φοινίκ(j) (του)=Φοινίκι.Το μελομακάρονο
Φουκάς (η),(γη)=Το γυάλινο σκεύος για γλυκό κουταλιού.
Φουρλαντίζου=Φουντώνω 
Φουρτούμ (του) =Μάλλον το σύνολο των σχοινιών ενός μουλαριού,γαϊδάρου,αλόγου.Η ερμηνεία τελεί υπο την αίρεση της διόρθωσης.
Φουρτούνα (η),(γη) ,φουρτούνις(οι)(γοι) =Προβλήματα.άσχημες εξελίξεις.Πολλές φορές π.χ. είχαμε το επιφώνημα ού φουρτούνις ,ού φουρτούνις.Π.χ όταν κάποιος αναποδογύριζε το μαγκάλι με τα κάρβουνα .
Φουρφουτήρα (η),(γη) =Φορτωτήρα.Το πρόχειρο ξύλινο διχαλωτό στην κορυφή κομμάτι που συγκρατεί το σχοινί φόρτωσης αντικειμένων σε μουλάρια, άλογα,γαϊδούρια.
Φουφούλα (η),(γη) = Το παιδικό κυρίως και εφηβικό παντελόνι που έκλεινε κάτω από το γόνατο σε συνδυασμό με κάλτσες μακριές.
Φούχτα (η),(γη) =Η χούφτα
Φραμός (η),(γη),(ου) =Από τη λέξη φραγμός,φραγή. Η κατασκευή κάθε φραξίματος κτήματος,κήπου κ.λ.π.Συνήθως η λέξη αναφέρεται στην τοποθέτηση κλαδιών και αστιβών πάνω στην κορυφή  της ξερολιθιάς.
Φρένιασα= Θύμωσα πολύ,λέγεται και φρίνιασα.
Φρουκαλιά (η),(γη) =Η σκούπα
Φρουκάλ(j) (του) =Το φρουκάλι. Η παλιά φαγωμένη σκούπα που χρησίμευε κυρίως για το ασβέστωμα  τοίχων κ.λ.π.
Φρουμάζου =Γεμίζω το στόμα μου με νερό κυρίως και το εκσφενδονίζω με δύναμη προς τα έξω σαν βροχή.Π.χ. Θα σι φρουμάξου=Θα φυσήξω πάνω σου νερό από το στόμα μου.Η ενέργεια γίνεται είτε χάριν αστεϊσμού (πλάκα)ή για τις ανάγκες σιδερώματος ρούχων.
Φτάξου (Να του) = Μέλλοντας του φτάνου. Αναφέρεται στη δυνατότητα λήψης αντικειμένου με τα χέρια και σχετίζεται με την απόσταση ή το ύψος.Π.χ δε μπουρώ να του φτάξου είνι πουλύ αψ(j)λά=Δεν μπορώ να το φτάσω είναι πολύ ψηλά.
Φτίλια (τα) =Τα φυτίλια αλλά και οι διαβολές.Υπονόμευση με κουβέντες που εξάπτουν κάποιον εναντίον άλλου.Η λέξη προέρχεται απο το φιτίλι με το λάδι που ανάβει στο καντήλι..Ανάβω δηλαδή φωτιές όπως στο φιτίλι που σιγοκαίει. Αλλού λέγονται μαναφούκια.
Φτιών(j)= Φταίνε
Φτύμα (του)=Το σάλιο
Φτυμακούρα (η),(γη)=Το εκτοξευόμενο φτύμα εναντίον κάποιου.
Φυλλίζ(του) = Η ύπαρξη καλού φυλλώματος στα δένδρα.Π.χ.Tσείνινια η λιά έχ(j) καλό φυλλίζ=Εκείνη εκεί η ελιά έχει καλό φύλλωμα.



                                                       ΧΙ(50)

Χαβούτζα (η),(γη)= Η στέρνα για συλλογή νερού ποτίσματος κήπων.
Χαβρατσιάζου=Κάνω φασαρία.Λέμε π.χ. Τα μουρά δε τσμούνταν(j),όλη νύχτα χαβρατσιάζαν(j)
Χαζίρ = Τό πλεονέκτημα,η ευκαιρία.Π.χ Χαζίρ όμουρφο κουρίτσ τσι του αφήνεις να του πάρ άλλους.Έχει και την έννοια του λάθους που κάνει κάποιος και χάνει πολύτιμο πράγμα ή και πρόσωπο.
Χαλατσ(j)ά (η),(γη) =Η Χαλατσιά.Ένας σωρός απο διαφορετικά συνήθως πράγματα.Χρησιμοποιείται για να δείξει ακαταστασία που είναι όμοια με την άτακτη πτώση π.χ ενός παλιού σπιτιού.
Χαλέπς (η),(γη),(ου) =Λέξη προερχόμενη από το Χαλέπι την Πόλη της Συρίας από όπου έρχονταν πολλοί τσιγγάνοι.Λέγεται για άτομα ατημέλητα αφρόντιστα .
Χάμι= Κάτω.Παλιά λέξη που εγκαταλείφθηκε.Την χρησιμοποιούσε η γιαγιά μου μέχρι το 1961.Απο την αρχαία λέξη χαμαί.
Χαμουλόγ(j) (του)=H συλλογή των πεσμένων ελιών κυρίως ,πρίν αρχίσει το ράβδισμα (τίναγμα) των δένδρων .
Xαμουλουγώ=Μαζεύω τις πεσμένες ελιές πριν το τίναγμα.

Χαμούρ (του) = Το μίγμα που βγαίνει μετά το σπάσιμο της ελιάς πριν οδηγηθεί στις πρέσες για έκθλιψη  και λήψη του λαδιού.Αλλά και βρισιά δηλ.βρε χαμούρ= βρε βρωμερέ.
Χαμπαρουλόγους (η),(γη),(ου)=Η πεταλούδα που έχει την κατατομή περίπου του μπάμπουρα που , έρχεται τη νύχτα προς τα φώτα.
Χαντούμς (η),(γη),(ου) = Ο άνδρας που δεν έχει ανδρικό  μόριο ή είναι πολύ μικρό.
Χαρανί (του) =Το στρογγυλό πήλινο ή μεταλλικό σκεύος με καπάκι για παρασκευή φαγητού Χαράστου=Έκφραση παράπονου.Λέμε π.χ. Χαράστου να μην έρτσ να μι δείς=Παναπονιέμαι που δεν ήλθες να με δείς.
Χαράστουν(j)= Eδώ λέγεται απαξιωτικά για κάποιον σε απάντηση θετικής τοποθέτησης άλλου.Π.χ.Λέει κάποιος.Η Χρήστους τ' Αντών(j) ένι όμουρφου μουρό.Και η απάντηση Χαράστην τν'ουμουρφιά τ . Πού τη βρήκε δηλαδή.
Χάραξίμ του = Δώσε μου κάποιο στοιχείο  για να καταλάβω τα υπονοούμενα σου ή τα μυστικά που μου κρύβεις.
Χαράρ (του) = Η λέξη είναι μάλλον Μικρασιάτικη που δηλώνει το φαρδύ αλλά στην Ανεμώτια πήρε την έννοια ενός συγκεκριμένου τσουβαλιού  πολύ μεγάλης χωρητικότητας .
Χαρμπατζνιάζου= Του ξηλώνω το δέρμα με τα νύχια.Προξενώ σε κάποιον τραύματα με τα νύχια.
Χάρσ(j) (η),(γη) =Το χαρμάνι για σοβάντισμα,λέγεται και λάσπη.Aπό το Τούρκικο harc=κονίαμα
Χαρτούσα (η),(γη) =Το κυνηγετικό φυσίγγιο που το πάνω απο τη βάση του τμήμα είναι χάρτινο.
Χαρχατζ(j)έλις (οι),(γοι)=Τα κακογραμμένα κείμενα με μουτζούρες 
Xασαπιό (του)=Το κρεωπολείο
Χάσ(j)κου (του)=Το άσπρο αλεύρι και το αντίστοιχο ψωμί 
Χατάς (η),(γη),(ου) =Η ζημιά.Από το Τουρκικό hata=ζημιά
Χαϋντούκ(j)ς (η),(γη),(ου) =Ο αναρχικός
Χαυταλεύρας (η),(γη),(ου) =Μεταφορικά αυτός που χάφτει αλεύρι.Ο άχρηστος ,
Χάχλα (η),(γη)  = Πλασμένο από τραχανά κομμάτι  σε διάφορα σχήματα όπως ρόμβοι και τρίγωνα. Αλλά κυρίως στρογγυλά κομμάτια ανασηκωμένο γύρω γύρω δίκην σταχτοδοχείου.
Χαψί (του)=Ο γαύρος
Χειμουν(j)κό (του) = Το πεπόνι
Χίζ (του)=Η φόρα
Χλιάρ(του) =Από το κοχλιάριον.Το κουτάλι.Παλιά λέξη.
Χλιμπουνιάρς (η),(γη),(ου)=Ο αρρωστιάρης,ο χλωμός
Χλιουμίτζα (η),(γη))= Η παχύρρευστη  διάφανη μάζα που βγαίνει πάνω στον κορμό των δένδρων για να προστατεύσει τα δένδρα στα σημεία που υπάρχουν σκασίματα.Αλλά και η γλυστρίδα.Ίσως παράφραση της τουρκικής λέξης semisotu=γλυστρίδα
Χλίτζους (η),(γη),(ου) =Ο πηλός.Πιθανά από την Τουρκική λέξη kil=πηλός
Χόσκου (του)=Το ξινισμένο
Χουλιάζου ή Χουλιώ=Από τη χολή. Αυτός βγάζει χολή λέμε.Είναι τόσο θυμωμένος που βγάζει χολή.Παρεξηγιέμαι με κάποιον και δεν μιλάμε.
Χουνί(του) =Το χωνί.
Χουν(j)ιφτάρ (του)=Χωνεύτάρι.Το στομάχι Λέμε π.χ.Έσφαξα κι όρθα τσι τσου βγαλα τσι του χουνιφτάρ τσ=έσφαξα την κότα και της έβγαλα το στομάχι της.
Χουρεύιν(j) = Χορεύουν
Χουρσ(j)ιά (η),(γη) =Ο χωρισμός απο ερωτική σχέση,αρραβώνα ή γάμο.
Χουρτάρ (του) =Το χορτάρι
Χουσμέτ (του) = Η εξυπηρέτηση.Απο την Τούρκικη λέξη hismet=εξυπηρέτηση
Χουτζιρές (η),(γη)= Το συρτάρι που έβαζαν οι καφετζήδες αλλά και άλλοι επαγγελματίες τα λεφτά 
Χράμ (του) =Το φτηνό υφαντό χαλί κυρίως από κουρέλια.
Χρέηγ(j)γτα (τα)=Τα χρέη
Χρείγια (η),(γη) = Προέρχεται από τη λέξη χρεία  =Ανάγκη.Είναι η τουαλέτα.
Χρίζου =Βάφω με υδράσβεστο. Η λέξη προέρχεται από το αρχαίο ρήμα χρω=βάφω
Χτεύου =Φυτεύω
Χτιτσιό (του)=Η φυματίωση
Χρώ=Βάφω 
Χύνου  = Εκτός από τη συνήθη έννοια του χύνω π.χ. το νερό χρησιμοποιείται και για το ξήλωμα παλιών ή και κακών πλεχτών.Π.χ.έχ(j)σα ένα πουλόβiρ τσέκανα ένα μιγάλου κβάρ που σημαίνει ότι διέλυσα ένα πουλόβερ και έγινε ένα μεγάλο κουβάρι νήμα.



                                                            ΨΙ(14)

Ψ(j)ακώνω =Δηλητηριάζω
Ψ(j)ατσή (η),(γη)= Το δηλητήριο
Ψατσίτις (οι),γοι)=Όλα τα δηλητηριώδη μανιτάρια
Ψεμ-ψεμ =  Στα ψέματα.
Ψη (η)(γη)=Η ψυχή.Πολλές φορές λέμε<< να φάγου κατ να πιάσου κ(j)' ψή μ)=Να φάω κάτι να πιάσω την ψυχή μου ,να μη ξεψυχήσω
Ψήφις (οι),(γοι)=Οι χάντρες 
Ψιρκόγαλου (του) =Η αλευρόσουπα
Ψλου=Ψιλο,πρώτο συνθετικό λέξεων που έχει την έννοια του λίγου όπως, ψλουμιτάνιουσα=ψιλομετάνιωσα=σχεδόν το μετάνιωσα
Ψ(j)λουρουτώ = Ρωτώ κάποιον με κάποια δυσκολία
Ψ(j)νουγούλια (τα)=Οι βρούβες
Ψούδ (του) =Το πολύ σκοτάδι
Ψυρούτ(j)ς (του) =Έδεσμα με γάλα αλεύρι και μερικές φορές με τη χρήση κάποιου γλυκού με τη μορφή της κρέμας περίπου.
Ψ(j)χός (η,(ου),(γη)=Το ψυχοσάββατο
Ψαλλδέλ(j) (του)=Το μικρό ψαλλίδι κανονικά αλλά και η πολυλογία ή η μεγάλη ευχέρει λόγου μικρού παιδιού.Π.χ.Αυτουνού του παιδιού η γλώσσα κόβ σα ψαλλδέλ(j)=Aυτού του παιδιού η γλώσσα είναι μοναδική στην πολυλογία και στην ταχύτητα.

                                                       ΩΜΕΓΑ(2)

Ώχα =Παρατήρηση σε κάποιον που πέφτει επάνω σου η πάνω σε κάποια αντικείμενα απο απροσεξία και σημαίνει βλέπε μπροστά σου.Λέμε ώχα βρε βοδ δε βλέπς=Ώχα βρε βόδι,δε βλέπεις.Αλλά λέγεται και στα βόδια στο αλώνι ή στο όργωμα ως παράγγελμα για να να μην παρεκλίνουν.
Ώρις=Σημαίνει αυτό έλειπε π.χ. Ώρις να πεις πους σι ζλεύγου=Αυτό έλειπε να σκεφτείς πως σε ζηλεύω.

1301 λήμματα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου