Translate

Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2016

63.Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΛΗΔΟΝΑ ΣΤΗΝ ΑΝΕΜΩΤΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΣΤΙΧΑΚΙΑ ΠΟΥ ΑΠΑΓΓΕΛΟΝΤΑΝ

63.Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΛΗΔΟΝΑ ΣΤΗΝ ΑΝΕΜΩΤΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΔΙΣΤΙΧΑ ΠΟΥ ΑΠΑΓΓΕΛΟΝΤΑΝ



 Όλα τα κείμενα είναι της αξέχαστης Σουσάνας Κεραμιδά-Λασκαρίδου και μου τα παραχώρησε με 
ευγένεια η κόρη της η Μαρία που τα άκουσε και τα κατέγραψε.

   Η λέξη «Κλήδονας» προέρχεται από την αρχαία λέξη «Κληδών», που κατά τον
 Όμηρο σημαίνει μαντικό σημάδι, προφητεία.
       Το βράδυ, λοιπόν, της παραμονής του Αη Γιαννιού δυο-τρία κορίτσια της
γειτονιάς πηγαίνουν και φέρνουν ένα σταμνί νερό από τρεις βρύσες του 
χωριού. Προσέχουν πολύ στο «σύρε κι έλα»  να μη βγάλουν μιλιά από το στόμα 
τους, ούτε να γελάσουν γι’ αυτό και το νερό λέγεται «αμίλητο».
       Όμως κάποιοι νεαροί παραμονεύουν στα σοκάκια και προσπαθούν με 
διάφορα αστεία, δίστιχα συνήθως, να κάνουν τα κορίτσια να σπάσουν τη σιωπή 
τους «Αν μαθ΄ ι στσύλους γράμματα τσι η γάτα να διαβάζ’ τότι τσι                                
συ θα παντριφτείς να κάν’ ι κόσμους χάζ’», «Δε σε καταχρειάζουμι για γούρνα 
στου πηγάδ’ για ν’ ανασέρνου του νιρό να πίνουν οι γαϊδάρ’», «Έχ’ς
δυο μάτια σαν αυγά τσι χείλια σα βαρέλια όποιους γυρίσ’ τσι συ δει ξηραίνιτι στα γέλια»,. 
       Ξεπερνώντας αυτή τη δοκιμασία, οι κοπέλες με το αμίλητο νερό  πηγαίνουν
στο σπίτι, όπου έχουν μαζευτεί όλα τα κορίτσια της γειτονιάς και αδειάζουν το 
νερό σ’ ένα πήλινο πιθάρι. Κάθε κοπέλα ρίχνει μέσα ένα προσωπικό της αντικεί-
μενο, «ένα σημάδι της» (δαχτυλίδι, παραμανάκι, σκουλαρίκι), το οποίο 
το έχει μελετήσει για κάποιο πρόσωπο που την ενδιαφέρει.
      Σκεπάζουν το πιθάρι  μ’ ένα κόκκινο μαντήλι , δένουν το στόμιό του με μια 
αλυσίδα με κλειδαριά , το στολίζουν με τριαντάφυλλα και γαρύφαλλα και το 
βάζουν κάτω από μια τριανταφυλλιά για να το βρει τ’ αγιάζι και να το δουν 
όλο το βράδυ τ’ άστρα, να ξαστριστεί, λέγοντας «Κλειδώνουμι του Κλήδονα 
στ΄Αγιού Γιαννιού τη χάρη κι όποια είνι καλουρίζικη να δώσει να τουν πάρει». Το πρόσωπο που θα δουν το βράδυ στ’όνειρό τους είναι κατά πάσα πιθανότητα εκείνο
που θα παντρευτούν.
       Τ’ απόγευμα της  άλλης μέρας, ανήμερα τ’ Αη Γιαννιού, αφού βασιλέψει ο 
ήλιος μαζεύονται στη γειτονιά όλες οι ανύπαντρες κοπέλες καθώς και άλλα 
άτομα, συγγενείς και γείτονες, για ν’ ανοίξουν τον Κλήδονα. Ένα κοριτσάκι, που 
έχει και τους δυο γονείς του, ντυμένο νύφη ανοίγει τον 
Κλήδονα λέγοντας.                                   

«Ανοίξατι του Κλήδονα στ΄Αγιού Γιαννιού τη χάρη κι όποια είνι καλουρίζικη ας 
έρθει να τουν πάρει».
Η μικρή νύφη βάζει το χέρι της στο πιθάρι ανακατεύει τα αντικείμενα και τα 
βγάζει ένα-ένα. Τότε κάποια γυναίκα από τα παρευρισκόμενα άτομα, με 
περιπαιχτικό ύφος και σπιρτάδα, απαγγέλλει κάθε φορά ένα ανάλογο 
δίστιχο σκωπτικού  κυρίως ή ερωτικού περιεχομένου πιστεύοντας ότι αυτό το 
δίστιχο προμηνύει το μέλλον της κοπέλας  στην  οποία ανήκει το αντικείμενο.
      Φανάρι παλιουφάναρου δίχους αγέρα κνιέσι, δίχους να πω πους σ’ αγαπώ 
λιέσι, τσι του καφτσιέσι
      Έλα μπαμπά μου γρήγορα, μη κάθισι στα ξένα τσ’ ανοίξαν τα τριαντάφυλλα
τσι τα κρατώ για σένα
       Πάνου σι πρινουκούτσουρου έχτισα τη φουλιά μου, τσι σ’ αδιαφόριτου 
κουρμί έριξα του σιβντά μου.
       Όλου του κόσμου γύρισα επήγα και στη Γιάφα, πουλλές αγάπις έκανα μα 
σα κι σένα Α! Α!……
      Μήπους θαρείς πους σ’ αγαπώ κι ήρθα να τραγουδήσου, ι γάϊδαρους 
μ’ δίψασι τσι ήρθα να του πουτίσου.
  Θεέ μου βρέξι κάστανα βρέξι τσι καρύδια να πιταχτούν οι έμουρφις 
όλις στα παναθύρια.
  Του Καλοκώστα του νιρό είπαν πους έχ’ αβδέλλις, μα τσείνου ήταν ψέματα
 έχ’ όμουρφις κουπέλις.
      Στη γειτουνιά σου τραγουδώ τσι μη του πάρεις βάρους ου φίλους μου σι 
αγαπά κι έχου κι γω του θάρρους.
     Καλά κανα τσ’ αγάπησα μέσα στη γειτουνιά μου, νάχου τουν ύπνου διάφουρου τσι του φιλί κουντά μου.
     Στη γειτουνιά μου σ’ έχου γω στη πόρτα μ’ απουπάνου, μήτι παπούτσια 
κατιλώ μήτι τουν ύπνου μ’ χάνου.
    Άσπρη είσι σα του φούρνου μας τσι σα του μαγειριό μας, μιλαχρινό τσι 
νόστιμου ουσάν του γάϊδαρό μας.
    Σα ξηραθεί η θάλασσα τσι βγούνι οι κουχίλις, τότι θα βγει τσι η αγάπη μου
μη τσι στραβές τσ’ αχείλις.
     Σα βάλ’ ι βαθρακός βρατσί τσι γι’ αχειλώνα μπούστου τότι θα παντριφτίς 
τσι συ να καν’ ι κόσμους γούστου.
    Καρσί μου τσι αντίκρυ μου τσι πλάι μου την έχου τη νέα που μι λάβουσι τσι γιατριμό δεν έχου.                                                            
   Μικρή σαρδέλα βρωμερή, σουπιά τηγανισμένη και καρακάξα του γιαλού 
κανένας δεν σε θέλει
   Έχεις δυο μάτια σαν αυγά και χείλια σαν βαρέλια όποιος γυρίσει και 
σε δει ξεραίνεται στα γέλια.
   Τα κουπιλούδια τ’ς Μυτιλήν’ς λουλούδια είνι ούλα, μα πούλα 
τ’ ουμουρφότιρου τ’ς μανούλας είν’ η κουρούλα.
   Μάτια μου γλυκά μου μάτια κι αηδονάκι πλουμιστό, κάλιο να με πάρει ο 
Χάρος παρά να σε αρνηθώ.
    Καινούργια αγάπη και παλιά με βάλανε στη μέση, γυρίζω βλέπω τη 
παλιά καινούργια δε μ’ αρέσει.
    Στραβά φουράς του φέσι σου τσι πλάι του βρακί σου φράγκου δεν έχει η 
τσέπη σου ποια είν’ η προκοπή σου.
               

      Τα κορίτσια ακούγοντας τα δίστιχα αντιδρούν ανάλογα με το περιεχόμενο 
(γελάνε χαίρονται ή απογοητεύονται).