Translate

Τρίτη 3 Μαΐου 2022

98.ΟDYSSEY OF HOMER . TRANSLATION IN POEM STYLE. RETURN OF HIM IN GREEK LANGUAGE .OΔΥΣΣΕΙΑ-Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ

 Προσοχή.Τα κείμενα  διορθώνονται  λεκτικά και γραμματικά

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ

      1.Τροία,2.Κίκονες,3.Λωτοφάγοι,4.Κύκλωπες,5.Στο νησί του Αιόλου,6.Στους Λαιστρηγόνες
      7.Στο νησί της Κίρκης,8.Στον Τειρεσία στον Άδη,9.Επιστροφή στο νησί της Κίρκης,
      10.Στο νησί των Σειρήνων,11.Στη Χάρυβδη 12.Στη Σκύλλα,13.Στο νησί του θεού                Ήλιου(Θρινακία),14.Στο νησί της Καλυψώς,15.Στο νησί των Φαιάκων,16.Στην Ιθάκη.

     

Πρόσωπα

 

Οδυσσέας. Βασιλιάς της Ιθάκης. Γιός του Λαέρτη και πατέρας του Τηλέμαχου. Ήταν βασικός ήρωας στις μάχες της Τροίας. Τιμωρήθηκε όμως για ασέβεια στους θεούς και έκανε δέκα χρόνια να επιστρέψει στην Ιθάκη. Πέρασε πολλές δοκιμασίες με τελευταία αυτή των μνηστήρων της γυναίκας του Κλυταιμνήστρας, που θεωρώντας τον νεκρό την πολιορκούσαν για το θρόνο.

Αχαιοί. Μία από τις τέσσερις φυλές (Αχαιοί, Ίωνες, Αιολείς και Δωριείς) της αρχαίας Ελλάδας. Τη Μυκηναϊκή εποχή(1600-1100 π.Χ.) είχαν μεγάλη δύναμη και δημιούργησαν τον περίφημο Μυκηναϊκό πολιτισμό.

Αίολος. Ο θεός που κρατούσε τους ανέμους σε ένα ασκί. Ζούσε στο νησί Αιολία,το σημερινό Στρόμπολι με το μεγάλο ηφαίστειο, Βορειοανατολικά της Σικελίας. Τότε ο Όμηρος το τοποθετούσε στο τέλος του δυτικού κόσμου.

Μενέλαος. Σύζυγος της ωραίας Ελένης αργότερα βασιλιάς της Σπάρτης.

Κίκονες.  Θρακικός λαός που κατοικούσε στην περιοχή ανάμεσα στη Βιστωνίδα λίμνη (Όρια νομών Ξάνθης και Κομοτηνής)και τις εκβολές του ποταμού Έβρου.

Μορφέας.  Ένας από τους χίλιους γιούς του Ύπνου. Ο Μορφέας έπαιρνε διάφορες ανθρώπινες μορφές με τις οποίες εμφανιζόταν στα όνειρα των ανθρώπων.

Κύκλωπες. Γίγαντες με ένα μάτι στη μέση του μετώπου.

Ποσεδώνας. Ένας από τους κύριους Ολύμπιους Θεούς, ο υπέρτατος θεός των υδάτων, (λιμνών, ποταμών, πηγών) και της θάλασσας

Πολύφημος. Ο πιο άγριος από τους Κύκλωπες που ζούσε σε σπηλιά με τα πρόβατα του.

Λαέρτης. Γέροντας πατέρας του Οδυσσέα.

Λαιστρυγόνες.Περιγράφονται ως ανθρωποφάγοι και γίγαντες κάτοικοι της Τηλεπύλου, παραλιακής πόλης της Τυρρηνικής θάλασσας .Η Τηλέπυλος βρισκόταν στη Σικελία, ενώ οι Ρωμαίοι πίστευαν ότι βρισκόταν στην κυρίως Ιταλία, στις Φορμίες (τη σημερινή Mola di Gaeta).

Τιτάνες. Ήταν φυλή υπερφυσικών όντων της αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας , αποτελούμενη από ισχυρές θεότητες που γεννήθηκαν από τη Γαία και τον Ουρανό και κυβέρνησαν την περίοδο της Χρυσής  Εποχής. Ο Όμηρος  αναφέρει τρεις Τιτάνες, τον Κρόνο, τη Ρέα και τον Ιαπετό οι οποίοι ήταν τέκνα του Ουρανού και της Τιθύος. Όλοι οι Τιτάνες, κάτοικοι του Ουρανού, ονομάζονταν και Ουρανίδες.

Κίρκη. Κατώτερη θεότητα,  μάγισσα ή νύμφη. Πατέρας της ήταν ο θεός Ήλιος και μητέρα της η Πέρση, μία από τις Ωκεανίδες. Ήταν αδελφή του Αιήτη και της Πασιφάης.

Σκύλλα. Θηλυκό τέρας της ελληνικής μυθολογίας. Θεωρείται κόρη του θεού Ποσειδώνα και της Γαίας. Κατοικούσε στην ευρωπαϊκή ακτή του πορθμού του Βοσπόρου .

Χάρυβδη. Θηλυκό τέρας της ασιατικής ακτής του Βοσπόρου. Είχε έξι λαιμούς και πίστευαν ότι  άρπαζε έξι  ναυτικούς από τα διερχόμενα πλοία. Ρουφούσε το νερό τρείς φορές την ημέρα μαζί με τα καράβια και τους ναυτικούς

Καλυψώ.  Νύμφη κατά την αρχαία Ελληνική μυθολογία, που ζούσε στο νησί Ωγυγία(κάποιοι λένε ότι ήταν η Μάλτα) , όπου κρατούσε τον Οδυσσέα για επτά χρόνια, εμποδίζοντάς τον να γυρίσει στην πατρίδα του.

Αρμαγεδώνας .  Μεγάλη  καταστροφή.

Λευκοθέα. Η Νεράιδα που έβγαλε τον Οδυσσέα στη στεριά του νησιού των Φαιάκων όταν ο Ποσειδώνας σήκωσε κύμα που αναποδογύρισε τη σχεδία του.

Αλκίνοος. Ο βασιλιάς του νησιού των Φαιάκων(Κέρκυρα)

Ναυσικά. Πριγκιποπούλα, κόρη του βασιλιά των Φαιάκων Αλκινόου

Δημόδοκος. Τραγουδιστής διάφορων ανδραγαθημάτων που ζούσε στην αυλή του Αλκίνοου βασιλιά της Ιθάκης και της ισότιμης γυναίκας του Αρήτης.

Φαίακες .  Οι αρχαίοι κάτοικοι της σημερινής Κέρκυρας

Πηνελόπη. Η καρτερική γυναίκα του Οδυσσέα που τον περίμενε να επιστρέψει από την Τροία δέκα χρόνια πιστεύοντας ότι ζει.

Μνηστήρες.   Οι άνδρες που πολιορκούσαν τη γυναίκα του Οδυσσέα Πηνελόπη για να πάρουν το θρόνο της Ιθάκης θεωρώντας τον νεκρό.Τους σκότωσε σε αγώνα τοξοβολίας όταν γύρισε.

Εύμαιος.Ο Εύμαιος ήταν ο πιστός χοιροβοσκός του Οδυσσέα, που έκανε κάθε προσπάθεια για να διατηρηθεί η περιουσία του κυρίου του κατά τη διάρκεια της δεκάχρονης απουσίας του

Τηλέμαχος.  Ο γιός του Οδυσσέα και της Πηνελόπης.

Μενέλαος. Αδελφός του Αγαμέμνονα και σύζυγος της Ωραίας Ελένης. Βασιλιάς της Σπάρτης.

Νέστορας . Βασιλιάς της Πύλου, που πήρε μέρος στις μάχες της Τροίας .Από τον Όμηρο παρουσιάζετα  ως σοφός και συνετός γέροντας, που οι συμβουλές του ακούγονται με σεβασμό από όλους τους Αχαιούς.

Αθηνά. Θεά της σοφίας, της χειροτεχνίας, της τέχνης, του πολέμου, της διπλωματίας, της ύφανσης, της ποίησης, της ιατρικής, του εμπορίου και της στρατηγικής.

Άργος. Ο πιστός σκύλος του Οδυσσέα που αναγνώρισε τον κύριό του ύστερα από είκοσι χρόνια αν και ήταν μεταμφιεσμένος.

Αίολος.  Ο θεός που κρατούσε τους ανέμους σε ένα ασκί και τους άφηνε με εντολή του Δία.  Στους αρχαίους χρόνους πίστευαν ότι κατοικούσε  στο νησί Αιολία που την ταυτίζουν με το σημερινό νησί Στρόμπολι βόρεια της Σικελίας  με το σημαντικό ηφαίστειο.

Ευρύκλεια.  Η γερόντισσα που υπήρξε τροφός του Οδυσσέα και τον   αναγνώρισε  μετά την επιστροφή του στην Ιθάκη την ώρα που του έπλενε τα πόδια, από μία ουλή ακριβώς πάνω από το γόνατό του, την οποία είχε προκαλέσει ο χαυλιόδοντας ενός αγριόχοιρου όταν  κυνηγούσε μαζί με τον παππού του. 

 

Τοποθεσίες

 

Τροία   Η Τροία αποτελεί τη μυθική πόλη, που βρίσκεται στη σημερινή Βορειοδυτική Τουρκία, πολύ κοντά στα στενά του Ελλησπόντου. Εκεί έγιναν οι περίφημες μάχες του Τρωικού Πολέμου, που περιγράφονται στην Ιλιάδα του Ομήρου.

Όλυμπος Το βουνό των 12 θεών στην περιοχή του σημερινού Λιτοχώρου.

Ιθάκη      Το νησί του Ιονίου πελάγους

 

Εισαγωγή

Τέλειωσε ο δεκάχρονος
Ο πόλεμος στην Τροία
Και τα καράβια των Αχαιών
Γύρισαν στην πατρίδα.

Όμως οι θεοί στον Όλυμπο
Οργίστηκαν πολύ,
Που μεσ΄ την πόλη κάηκαν
Όλοι τους οι ναοί.

Tου Αίολου τότε τους ασκούς
Τους λύνουν, τους ανοίγουν,
Για να θαλασσοπνίγονται
Και να χαροπαλεύουν.

Στο τέλος πολλοί αράξανε 
Στα μέρη του ο καθένας, 
Μα δέκα χρόνια χρειάστηκε 
Για την Ιθάκη ο Οδυσσέας.

Μαζί με τους συντρόφους του
Και δώδεκα καράβια, 
Στα πέλαγα αρμένιζε 
Με τη ζωή του άδεια.

Παρόμοια τύχη είχανε 
Κι η Ελένη με το Μενέλαο, 
Οκτάχρονη περιπλάνηση 
Είχαν μέσ’τη Μεσόγειο.

 

 Ο Οδυσσέας με τσακισμένα όλα τα πλοία του και νεκρούς όλους τους συντρόφους του βρέθηκε σε μιαν  ακτή της χώρας των Φαιάκων. Η κόρη του βασιλιά Αλκίνοου ,Ναυσικά, τον έφερε στο παλάτι. Εκεί  τον υποδέχτηκαν με μεγάλες τιμές. Κάποια στιγμή ο Πολυμήχανος, άρχισε να διηγείται όλα όσα πέρασε στη διαδρομή μέχρι να φτάσει εκεί. Τις κακουχίες ,τους άγριους κατοίκους κάποιων νησιών, τις δολοφονίες ,τι καταστροφές των πλοίων του και άλλα.


 Ραψωδία ζ 
Ο Οδυσσέας στη χώρα των Φαιάκων 
Συνάντηση με τη Ναυσικά
 
Έτσι εκεί ο Οδυσσέας
O  πολύπαθος πια κοιμόταν
Στον ύπνο και την κούραση 
Σκλάβος παραδονόταν

Αλλά κι η Παλλάδα Αθηνά
Κίνησε  την ίδια ώρα,
Να πάει στων Φαιάκων 
Το κάστρο και τη χώρα.
 
Πριν είχαν την Υπέρεια
Την ευρύχωρη για πατρίδα
Σύνορα με τους Κύκλωπες          5
Χωμένους στην παρανομία.

Τους ρήμαζαν συνέχεια 
Όντας πιο δυνατοί στη βία 

Έτσι από κει ο Ναυσίθοος 
Ο θεόμορφος στη Σχερία     
Τους έφερε, μ' απ'τους θνητούς
Εργάτες μακριά.
 
Εκεί αυτή την πόλη 
Με τείχη είχε περικυκλώσει,
Έχτισε σπίτια και στους θεούς
Ναούς είχε σηκώσει.
 
Τους μοίρασε χωράφια κι ύστερα
Τον πήρε πια ο θάνατος 
Κι όντας στον Άδη έγινε 
Άρχοντας ο Αλκίνοος.

Με χάρισμα να'χει θεϊκό
Και με περίσσια  γνώση .

Για το αρχοντικό του κίνησε
Η Αθηνά η γλαυκομάτα ,
Του γυρισμού  την έγνοια έχοντας 
Του περίφημου Οδυσσέα. 

Προχώρησε σε πολυστόλιστη
Κάμαρα όπου μια κόρη,
Κοιμόταν κι' έμοιαζε  θεά
Στο παράστημα και τα κάλλη

Η Ναυσικά ήταν του ξακουστού
Αλκίνοου η κόρη 
Και δυο παρακόρες δίπλα της
Πού'χαν  ομορφιά και χάρη

Στέκονταν κι απ' τις δυο μεριές 
Κι άστραφταν οι σφαλιστές οι πόρτες.

Σαν του αέρα την πνοή                                    20
Πλησίασε και θα σταθεί,
Πάνω απ'το κεφάλι της 
Με αλλαγμένη τη μορφή .

Στου Δύμαντα την κόρη έμοιαζε 
Του πιο ξακουστού    στα πελάγη,
Μια συνομίληκη της Ναυσικάς
Της καρδιάς της  αγαπημένη.
 
Ολόιδια όπως ήτανε  
Της  είπε η  Παλλάδα
Ναυσικά πως έτσι σ'έκανε
Η μητέρα σου τεμπέλα
 
Κάτω ν' αφήνεις άπλυτα 
Τα λαμπερά σου ρούχα,  
Ο γάμος σου  είναι κοντά,
Έπρεπε να ντυθείς ωραία.

Να δώσεις ρούχα και σ' αυτούς
Που θα'ρθουν να σε πάρουν,
Γιατί οι γνώμες οι καλές
Αθρώπων  σ' ανεβάζουν.  

Τον κύρη σου χαροποιούν 
Τη μάνα σου  τη  σεβαστή, 
Γι' αυτό πάμε λοιπόν να πλύνουμε
Μόλις χαράξει η αυγή.
 
Μαζί σου θα'ρθω βοηθός 
Να τοιμαστείς γοργά,
Αφού ο χρόνος σου μικρός
Που θα' σαι κορίτσι πια. 
 
Να σε ζητούνε άρχισαν 
Απ' τους Φαίακες όλους, 
Στο κάστρο οι καλύτεροι
Που'ναι του ίδιου γένους. 

Μα έλα κι απ' τον πατέρα σου
Τον ξακουστό και ζήτα,
Πριν την αυγή να'ναι έτοιμα
Άμαξα και μουλάρια.

Να πάρουν και τα πέπλα σου
Ζώνες, σκεπάσματα λαμπρά,
Ακόμα να  μη  πας πεζή
Για  σένα  πιο καλά.                    40
 
Δεν είναι βλέπεις και πολλά 
Στην πόλη πλυσταριά.
Και μόλις τα είπε έφυγε
Για τον Όλυμπο η Αθηνά.

Λένε πως βρίσκεται εκεί
Η  έδρα  των θεών που πάντα,
Είν' ασφαλής και που κανείς
Άνεμος δεν την χτυπά.

Κι από βροχή δε βρέχεται
Χιόνι δεν τη σκεπάζει
Ατέλειωτη  ησυχία και λευκή
Αιθρία και λάμψη την αγκαλιάζει .
 
Κεί πάνω χαίρονται οι θεοί
Όλοχρονίς ευτυχισμένοι.
Από κει έφυγε κι η Αθηνά
Σα μίλησε με τη Ναυσικά.  

Αμέσως ήλθε κι η αυγή
Με τον ωραίο θρόνο,
Που ξύπνησε τη Ναυσικά 
Με το ωραίο πέπλο.

Θαύμασε κείνη τ' όνειρο 
Και άρχισε να τρέχει,
Στις κάμαρες τους δυο γονιούς
Να βρει να τους μιλήσει. 

Tους βρήκε να είναι μέσα
Στο τζάκι η μάνα της  μπροστά, 
Γνέθοντας κόκκινο μαλλιά
Παρέα με τα δουλικά .              50
 
Στην πόρτα με τον πατέρα της 
Που ερχόταν θ' ανταμωθεί
Σε σύναξη μ' άλλους Φαίακες
Άρχοντες είχε προσκληθεί..
 
Στον πατέρα της τον αγαπημένο 
Στέκεται δίπλα και θα πεί   :
Καλέ πατέρα δε θα πεις             
Μια άμαξα να ετοιμαστεί;

Νά' ναι και ψηλή,καλότροχη            60
Στον ποταμό να πάω
Τα λαμπερά τα ρούχα μου 
Που'ναι λερωμένα να πλύνω.
 
Και συ  με άλλους προεστούς
Σαν πας  να  κουβεντιάσεις,
Τα ρούχα σου με καθαρά
Πρέπει  να τα αλλάξεις.
 
Πέντε αγαπημένιοι γιοι 
Ζούνε μεσ'το παλάτι,
Δυο παντρεμένοι κι άλλοι τρείς 
Ελεύθεροι πάνω στη νιότη.

Κι αυτοί  θέλουν να έχουνε
Μόλις πλυμένα ρούχα,
Να πάνε σε χορό κι εγώ 
Τα'χω στο νου όλα τούτα.

Έτσι  μίλησε από ντροπή
Στα ίσια  για  το γάμο της  να πει,
Το χαρωπό   στον πατερούλη της
Μ' αυτός κατάλαβε και της λέει:

Ούτε μουλάρια κόρη μου
Λυπούμαι ούτ'  άλλο τι ,
Μα πήγαινε, θα σου ζέψουνε
Άμαξα γοργά οι παραγιοί

Ψηλή να'ναι ,καλότροχη
Και από πάνω.σκεπαστή. 

Τέλειώνοντας τους παραγιούς
Φώναξε που θα υπακούσουν 
Και με μουλάρια άμαξα
Καλότροχη πήγαν να ζέψουν.

Τα ρούχα της τα λαμπερά 
 Από την κάμαρη  τα φέρνει,
Τα φόρτωσε  στην άμαξα
Που ήταν καλογιαλυσμένη.

Και φαγητά η μάνα της 
Της έβαλε  σ'ένα καλάθι,
Άφθονα και πολλών λογιών
Και νόστιμο προσφάγι.

Μέσα σε γίδινο ασκί 
Της έβαλε  κρασάκι μαύρο,
Κι απε η κόρη ανέβηκε           80
Στην άμαξα επάνω.

Της έδωσε η μάνα της
Kι ένα χρυσό λαγήνι,
Για κείνη και τις βάγιες της (παρακόρες)
Που΄ταν γεμάτο λάδι.

Να το'χουνε όταν λουστούν
Ν' αλείψουν το κορμί τους.

Κείνη   πήρε τα λαμπρά
Μαστίγιο και λουριά,
Οι μούλες έφυγαν με κρότο   .                                                                                                              
Σαν έριξε μια βιτσιά.

Έτρεχαν ακατάπαυστα
Με όλα τους τα κουράγια,  
Εκείνη μεταφέροντας
Μαζί της  και τα ρούχα.

Ήταν μαζί κι οι βάγιες της
Που'ρχονταν με τα πόδια

Έφτασαν απε στης ποταμιάς
Τηνόμορφη  ροή της,
Κεί που ολοχρονίς στις γούρνες της
Ανέβρυζαν τα καθαρά νερά της.
 
Τα  ρούχα  καλά τα έπλυνε
Τους έβγαζε όλη  τη  λέρα,
Ξέζεψαν γοργά την άμαξα 
Κι αμόλυσαν τα μουλάρια, 
 
Στις όχθες σιμά του ποταμού
Με τα ορμητικά νερά ,
Τους  στρόβιλους τους άφθονους
Να τρών αγριάδα  γλυκιά .

Οι βάγιες;  απ' την άμαξα 

Αφού πήραν τα ρούχα,
Τα βούτηξαν και τα πατούσανε
Στης γούρνας τα  νερά τα μαύρα.

Και μεταξύ τους  έπιασαν
Μεγάλη συνεριά,
Του τελειωμού παλεύανε 
Πια θε να πάρει  την πρωτιά.

Όταν πια  όλα τα' πλυναν 
Κι έβγαλαν  τη βρωμιά ,
Πηγανε στην ακραμμουδιά
Και τ' άπλωσαν στη σειρά,

Εκεί που  ξεπλένει η θάλασσα         
Τα λιθάρια προς  τη στεριά.

Κι αφού λούστηκαν κι αλειφτήκανε
Με λάδι λιπαρό καλά
Για φαγητό μαζεύτηκαν
Στις όχθες του ποταμού μετά.

Περίμεναν να στεγνώσουνε 
Απ'την κάψη του ήλιου εκείθε.

Κι αφού χάρηκαν  τρώγοντας           100
Ψωμί  αυτή  κι οι δούλες,
Βγάζοντας τα μαντίλια τους 
Τόπι άρχισαν να παίζουν όλες
 
Με χέρια λευκά η Ναυσικά
Θ'αρχίσει μετά τραγούδι

Όπως κάνει στα βουνά 
Η Άρτεμις με τις σαΐτες
Στον αψηλό Ταΰγετο
Ή στου Ερύμανθου τις ράχες

Με τα γοργούς να χαίρεται
Τους κάπρους και τα λάφια
Μαζί κι οι νύμφες των  αγρών
Κόρες τ'ασπιδοφόρου  Δία.

Παίζουν μαζί της  κι η Λητώ 
Κοιτά κι αναγαλλιάζει,
Και σα σηκώνεται όρθια 
Η κόρη της ξεχωρίζει . .     

Έτσι στην ομορφιά κι Ναυσικά
Ξεχώριζε απ'τις παρακόρες.

Μα σαν  ήλθε  η ώρα που'πρεπε
Στο σπίτι τους να γυρίσουν 
Να ζέψουν τα μουλάρια τους 
Τα καθάρια ρούχα να μαζέψουν

Να'σου η γλαυκομάτα Αθηνά
Τα σχέδια που θ' αλλάξει 
Κι ο Οδυσσέας να σηκωθεί
Την όμορφη κόρη ν'ανταμώσει

Κι αυτή στο κάστρο των Φαιάκων
Να τον οδηγήσει.
Κι πριγκήπισσα  τότε το τόπι της 
Σε παρακόρη θα το πετάξει

Μ' αστόχησε και στη βαθιά 
Έπεσε στη ρουφήχτρα
Έβγαλαν ένα ξεφωνητό
Ξυπνώντας το θείο Οδυσσέα,

Που ανακάθιζε και σκέφτονταν
Στο μυαλό και την ψυχή βαθιά          120
Αλίμονο μου  σε ποιανών
Θνητών έφτασα πάλι τη χώρα.

Μήπως και  είν' ακόλαστοι
Άγριοι καθόλου δίκαιοι
Ή φιλόξενοι και στο μυαλό
Βαθιά θεοσεβούμενοι.

Καθώς όμως αφουγκράζομαι
Τρυφερές φωνές από κοπέλες
Νύμφες που σε απόκρημνες
Τριγυρνούν κορφές

Μεσ'στις πηγές των ποταμών 
Και σε ποώδη λιβαδοτόπια.
Ή είμαι σε θνητούς κοντά 
Μ' ανθρώπινα μιλητά.

Μα θα πάω μόνος μου να δω
Θα κάνω μια προσπάθεια.
Είπε  ο θείος Οδυσσέας 
Και πρόβαλε απ' τα σχίνα.

Κόβει απ'το δάσος το πυκνό
Βλαστάρι με το αδρό του χέρι
Καθώς μαζευόταν νοιάζοντας
Απ' ολόγυρα να κρυφτεί.

Βγήκε κι  ήταν σαν λιοντάρι
Γεμάτος αντρειοσύνη
Που τρέφονταν απ'τα βουνά
Δαρμένος απ' ανεμοβρόχι.

Που κίνησε και τα μάτια του
Φλόγες πετούν στα βόδια
Η στα  πρόβατα να ορμήσει
Η και στων αγρών τα ελάφια

Γιατί το στομάχι του ζητά
Σε στέριο σπίτι αφού έλθει,
Ν'αρπάξει αρνίσιο κρέας 
Την πείνα του να σβήσει.
 
Για τις κόρες τις ομορφόμαλλες
Ο Οδυσσέας θα κινήσει,
Η ανάγκη τον έκανε  γυμνός
Μαζί τους να πάει να σμίξει.
 
Φρικαλέο  ερείπιο σ' αυτές
Θα φανεί απ' την αλμύρα 
Κι αλλού γι' αλλού ανάκατες
Θα πιάσουν κάθε ξέρα                   140

Μονάχα του Αλκίνοου 
Η κόρη εκεί είχε μείνει 
Κουράγιο μέσα στην καρδιά
Η Αθηνά της είχε βάλει.

Απόδιωξε το φόβο της 
Από όλα της τα μέλη
Ασάλευτη αντικριστά
Σε κείνον θα σταθεί.

Και κείνος συλλογιότανε
Μήπως πρέπει την κόρη
Την όμορφη απ΄τα γόνατα
Να την πιάσει να την ικετεύσει
 
Ή από μακριά και με γλυκά
Θα 'πρεπε να την ικετεύσει
Που είν  η πόλη να του πεί
Και ρούχα να του δώσει 

Καθώς σκεφτόταν φρόνιμο

Ποιό θα'ταν για  να πράξει
Πρώτα από μακριά με λόγια
Γλυκά ίσως να  την ικετεύσει
 
Μήπως θυμώσει αν  έπιανε
Τα γόνατα της η κοπέλλα.
Αμέσως όμως της μίλησε
Γλυκά και υπολογισμένα.
 
Στα  γόνατα σου πέφτ' αρχόντισσα
Θνητή, αθάνατη, τι είσαι;  
 
Αν είσαι θεός  που έχουνε 
Τ' απέραντα επουράνια 
Εγώ πιότερο με την Άρτεμι 
Σε λέω στο παράστημα.

Την κόρη του Δία του τρανού
Στα χρόνια στο ανάστημα.
 
Αν είσαι πάλι  απο θνητούς 
Στη γη επάνω φύτρα,
Τρισευτυχείς έχεις  γονείς
Πατέρα και  σεβαστή μητέρα
 
Tρισευτυχή τ'αδέλφια σου
Πόσο πολύ μεσ 'την καρδιά,
Αγαλλίαση πάντα για σένα
Θα νοιώθουν πολύ βαθιά
 
Τέτοιο βλαστάρι βλέποντας 
Μεσ'το χορό να μπαίνει
 
Μα απ' όλους ο πιο ευτυχής      160
Θα είναι όποιος για γυναίκα,
Από καρδιάς στο σπίτι του
Θα σε πάρει με δώρα πολλά.

Τέτοιο θνητό τα μάτια μου 
Ποτέ  εγώ δεν είδα  
Μήτε γυναίκα μητ' άνδρα
Τρελάθηκα σ'αυτή τη θέα.

Μονάχα στου Απόλλωνα
Το βωμό κάποτε δίπλα
Στη Δήλο βλαστάρι φοινικιάς
Νιόβγαλτο να ξεπετιέται  που'δα.

Γιατί πήγα κι απ'τα μέρη αυτά
Πολύς λαός μ'ακολουθούσε,
Στη στράτα αυτή που η μοίρα μου 
Πολλά να περάσω μου'γραφε.

Ώρες το ίδιο   βλέποντας
Με θαυμασμό είχα μείνει,
Γιατ' απ' τη γη  τέτοιος βλαστός
Δεν έχει ως τώρα φυτρώσει.

Όπως και σένα κοπελιά
Βλέποντάς σε θαμπώνω,
Τρέμω πόνος  και αν  με τυραννά
Τα γόνατα σου ν' αγγίξω 

Μετά από είκοσι μέρες χθές 
Σώθηκα απ'τη μαύρη θάλασσα
Τόσες με δέρναν ορμητικές
Μπόρες κι άγρια κύματα.
 
Απ' όταν απ' της Ωγυγίας
Έφυγα το νησί  και  τώρα
Με ρίχνει ο θεός εδώ
Για βάσανα κι άλλα ακόμα.
 
Δε νομίζω να σταματήσουν
Αν δε μου κάνουνε αυτά
Πρωτύτερα που οι θεοί
Μου έχουνε γραμμένα

Όμως σε ικετεύω
Βοήθησε με  αρχόντισα,
Που φτάνω πρώτα σε σένα
Μετά από τόσα βάσανα

Απ'όσους ζουν στη χώρα αυτή 
Kανένα δε γνωρίζω
Το κάστρο δείξε μου και δώσε μου     180
Κάποιο κουρέλι να φορέσω 
 
Απ'αυτά που πήρες φεύγοντας
Τα ρούχα για να τυλίξεις. 
Κι ας σου χαρίσουν οι θεοί
Όσα μεσ' την καρδιά ποθήσεις.

Άνδρα, σπιτικό κι ομόνοια
Η ζηλευτή  να μη σας λείψει,
Γιατί πιο μεγάλο δεν είναι
Καλό σ' ολόκληρη την κτίση

Απ' το αντρόγυνο που έχει
Στο σπίτι μόνο μια  γνώμη,
Μεγάλη χαρά στους φίλους
Και στους εχθρούς μας θλίψη.

Που πρώτα τούτοι στην καρδιά 
Τη νοιώθουν πιο καλά.
 
Κι η ασπροχέρα  Ναυσικά 
Του απάντησε και είπε:
Ξένε  κακός και άμυαλος
Και παρακατιανός δεν είσαι,

Μα ο  Δίας ο Ολύμπιος
Μοιράζει στους ανθρώπους
Τα πλούτη χωρίς διάκριση
Σε πλούσιους και φτωχούς.
 
Αυτά και σένα έδωσε
Πρέπει να κάνεις υπομονή
Κι αφού ήλθες  στην πόλη μας
Και  στη  δική μας γη,
 
Δε θα σου λείψει φορεσιά
Ούτε και άλλο κάτι
Απ'οσα ένας ταλαίπωρος 
Ικέτης το έχει ανάγκη.
 
Την πόλη που θές θα  σου δείξω
Θα σου πω και του λαού το όνομα
Οι Φαίακες  την πόλη ορίζουν
Κι ολόγυρα όλη τη χώρα
 
Κι εγώ είμαι  του μεγάλου
Αλκίνοου η κόρη
Που στους Φαίακες αυτός 
Το κράτος είναι κι η δύναμη.

Τα'πε και τις ομορφόμαλλες
Φώναξε παρακόρες,
Ελάτε γιατί φύγατε 
Σαν είδατε άντρα κοπελιές.

Μήπως και φαντασθήκατε
Μην είναι κανένας εχθρός,
Δεν είναι ούτε θα βρεθεί στη γη
Θνητός  τόσο τρομερός
 
Που θα'ρθει για να φέρει 
Εδώ στη γη των Φαιάκων 
Το χαλασμό  αφου' χουνε
Την αγάπη των αθανάτων..
 
Ζούμε εξάλλου μακριά
Στης θάλασσας την άκρη
Στο πέλαγο το περίκλειστο
Κι  ούτε μας φτάνουν άλλοι.          200

Μα ο έρμος τούτος δώ
Που  ξέψυχος έχει έλθειί
Τη φροντίδα μας έχει ανάγκη

Και πρέπει να στηριχτεί.


Γιατί όλοι είναι του Δία
Και ξένοι και φτωχοί
Ευπρόσδεκτο είναι κι αυτό 
Το λίγο που θα δοθεί.

Ελάτε τώρα στο ξένο  δούλες μου 
Δώστε του να φάει και να πιεί
Και στο ποτάμι λούστε τον   
Σε μιαν απάνεμη άκρη.
 
Είπε και κείνες στάθηκαν 
Δίνοντας μεταξύ τους κουράγιο
Κι έπειτα τον Οδυσσέα κάθισαν 
Σε τόπο ανεμοφυλαγμένο.
 
Έτσι τους είπε η Ναυσικά
Το Αλκίνοου η θυγατέρα,
Δίπλα ρούχα  του'βαλαν 
Μανδύα και χιτώνα,
 
Και στάμνα χρυσή του δώσανε
Που'ταν γεμάτη λάδι
Για να  λουστεί τον φέρανε
Στη μέση απ' το ποτάμι.
 
Τότε στις βάγιες(παρακόρες) μίλησε
Κι είπε ο  Οδυσσέας  ο θείος,
Κορίτσια πάτε απόμερα                       220            
Να ξεπλυθώ μονάχος

Την αλμύρα πάν' από τους ώμους 
Να βγάλω και ν'αλειφτώ με λάδι,
Γιατί πάει καιρός που έλειψε
Το λάδι από τούτο κορμί.

Μπροστά σας όχι δε λούζομαι
Γιατί ντροπή μου το'χω
Μπροστα σε ομορφόμαλλα
Κορίτσια να ξεγυμνωθώ
 
Σαν είπε εκείνες μάκρυναν
Το είπαν  και  στη Ναυσικά,
Αλλά ο θείος Οδυσσέας
Έβγαζε στον ποταμό αλμύρα,

Που'ταν στους ώμους τους φαρδείς,
Επάνω και στην  πλάτη,
Κι' απ' το κεφάλι έτριβε
Της άκαρπης θάλασσας την άχνη.
 
Και όταν πια καλολούστηκε
Κι αλείφτηκε με λάδι
Τα ρούχα που η άγαμη
Του έδωσε θα φορέσει.

Κι Αθηνά το γέννημα 
Του  Δία που'ταν του Κρόνου γιός
Να μοιάζει  αψηλόκορμος
Και λίγο  πιο χοντρός.

Στο μέτωπό του έπεφταν
Tα ολόσγουρα του μαλλιά ,
Που μοιάζανε  του ζουμπουλιού
Τα όμορφα λουλούδια.

Πως πα στο ασήμι μάλαμα
Ο καλός τεχνίτης; ρίχνει,
Που πολλές τέχνες η  Αθηνά
Κι ο Ήφαιστος τον έχουν μάθει.

Και ότι φτιάχνει τέλειο
Του'ριχνε κι εκείνη(Αθηνά),
Στην κεφαλή στους ώμους του
Ίδια ομορφιά και χάρη.

Πήγε μετά και κάθισε
Σ'ακροθαλάσσι μακριά,
Λάμποντας απ' ομορφιά και χάρη 
Που θάμπωσε τη Ναυσικά.

Κι εκείνη στις ομορφόμαλλες 
Είπε τις παρακόρες:
Ακούστε σεις κρινόχερες             240
Τι θα σας πω κοπέλλες.

Χωρίς τη γνώμη των θεών
Που ζούνε στα ουράνια,
Δεν ήλθε ο αυτός ο άνθρωπος
Εδώ στων Φαιάκων τη χώρα.

Πρωτύτερα μου φάνηκε
Πως είχε άσκημη φάτσα,
Μα τώρα μοιάζει στους θεούς
Κυρίαρχους στα ουράνια 
 
Mακάρι τέτοιος να'τανε  
Άντρας το δικό μου τυχερό,
Να γίνει  του τόπου  κάτοικος
Και να' θελε να μείνει εδώ.
 
Αλλά  δώστε παρακόρες μου
Να φάει   ο ξένος ,να πιεί
Είπε κι αυτές με προθυμιά
Υπάκουσαν σ'αυτή τη διαταγή .

Στον Οδυσσέα το θεϊκό
Του'βαλαν φαΐ και πιοτό
Κι αρπάζοντας τα ο δύστυχος

Τα'τρωγε και τάπινε στο λεπτό.

 
Γιατί πέρασε πολύς  καιρός
Που τίποτ δεν είχε φάει ,
Κι η κρινοδάχτυλη Ναυσικά
Κάτι άλλο θα σκεφτεί.

Αφού τα ρούχα δίπλωσε 
Στην άμαξα τα φορτώνει
Ζεύει και τα χοντρόνυχα
Μουλάρια κι ανεβαίνει.

Στον Οδυσσέα γυρίζοντας 
Του μίλησε για να του πει
Ξένε μου σήκω τώρα πια 
Να φύγεις για την πόλη.                    ;260

Στο σπίτι θα σε α'οδηγήσω εγώ 
Του συνετού μου πατέρα 
Όλους τους αρχόντους τους Φαίακες

Θα γνωρίσεις εκεί πέρα

 
Κάνε μονάχα ότι σου πω
Για άμυαλο δε σε  κρίνω.

Όση ώρα θα προσπερνούμε
Αγρούς και καλλιέργειες,
Tαυτόχρον να τρέχεις γοργά

Πίσ'απ'τιην άμαξα και τις μούλες


Μαζί με τις παρακόρες μου
Κι εγώ  θα σας δείχνωτο δρόμο

Στην πόλη σαν θα φτάσουμε
Μ' ολόγυρα κάστρο  πολύ ψηλό,
Λιμάνια κι απ'τις δυο μεριές
Με μπάσιμο πολύ στενό,
 
Τα πλοία τα καμπυλωτά 
Στου καθενού το μέρος σερμένα,
Απο τη μια μεριά στην άλλη
Και είναι σκεπασμένα.

Γύρω απ'ου Ποσειδώνα το βωμό 
Είναι και η  αγορά με πέτρες 
Στρωμένη  ριζιμιές
Μέσα στη γη μπηγμένες,
 
Εκεί τα μαύρα των καραβιών
Τ' άρματα  φροντίζουν
Ξάρτια,πανιά;  και παλαμάρια  
Και τα κουπιά γιαλίζουν,

Οι Φαίακες δε νοιάζονται
Για  άρματα ,φαρέτρες,τόξα,
Μονάχα  κατάρτια  καραβιών
Κουπιά και στο μυαλό τους πλοία


Που τον  αφρό της θάλασσας
Όλο χαρά τον σκίζουν 
Μα φοβάμαι με πικρόλογα

Ξωπίσω μου  μήπως με ψέγουν


Αυθάδεις είν'εδώ οι άνθρωποι
Κι αν κάποιος στο δρόμο θα μας δει
Αν τύχει να' ναι κι απ' τους πιο κακούς
Να φωνάξει έτσι το μπορεί:

Ποιός είν' αυτός, που  βρήκε εκεί
Kαι  πίσω απ' τη Ναυσικά πηγαίνει, 
Ο όμορφος ξένος, ο ψηλός 
Θαρρώ  για άντρα της πως τον θέλει.        280
 
Από καράβι περιπλανώμενο 
Μπορεί    και να τον πήρε
Ξένων ανδρών και μακρινών 
Γείτονες εμείς δεν έχουμε..  

Μήπως με τα παρακάλια της 
Απ' τον ουρανό  έχει έλθει,
Αθάνατος , πολυπόθητος 
Ταίρι παντοτινό να την έχει.

Καλλίτερα απ' αλλού αν  πέτυχε  
Και μόνη να   βρήκε άντρα
Τους ντόπιους δεν καταδέχεται
Απ'τα πολλά 'αρχοντόπουλα.
 
Τούτα θα πουν, κι εγώ ντροπή
Μ' αυτά τα λόγια θα νοιώσω,
Με  όποιες τέτοια κάνουνε  
Μ' εκείνες  κι εγώ αγανακτώ.
 
Μητέρα και πατέρα αν κι' έχουνε
Σμίγουνε πριν  το γάμο,
Μ' άνδρες και  χωρίς γιορτή
Που γίνεται μπροστά στον κόσμο.
 
Το τι να κάνεις ξένε άκου με
Στην πατρίδα σου με το καλό να φύγεις,
Και με συντρόφους που ο πατέρας μου 
Θα σου δώσει για να  γυρίσεις.
 
Σαν  βρεις πλάι στο δρόμο σου
Το δάσος της Αθηνάς το ιερό,
Γιομάτο  με μαύρες   λεύκες θα το δεις
Και  γύρω από μια πηγή λιβαδωτό,
 
Εκεί είναι του πατέρα μου 
Μετόχι  και δροσερό περβόλι,
Όσο π' ακούγεται η φωνή.
Τόσο  είν'μακριά απ' την πόλη

Λιγάκι  εκεί περίμενε
Όσο στην πόλη εμείς να πάμε,
Να φτάσουμε στου πατέρα μου 
Και μέσ'το παλάτι.να μπούμε

Αν κρίνεις πια πως μπήκαμε
Για των Φαιάκων την πόλη ξεκίνα      300
Και του μεγάλου  Αλκίνοου 
Να σου δείξουν το παλάτι ρώτα.
 
Εύκολο είναι και πολύ γνωστό
Θα σ'οδηγούσε κι ένα μωρό
Δε μοιάζει μεσ'τους Φαίακες                  
Κανένα άλλο αρχοντικό.

Μόλις απ' τους τοίχους της αυλής 
Πίσω τους πιά περάσεις,
Τράβηξε για τη σάλα γρήγορα 
Στη μάνα μου να φτάσεις.

Kοντά στο τζάκι κάθεται
Και στης φωτιάς τη φλόγα,
Γνέθοντας κόκκινο μαλλί
Θαύμα να τη βλέπεις με τη  ρόκα ,

Να βλέπεις σε  κολώνα  ν'ακουμπά
Οι βάγιες της να'ναι ξωπίσω (παρακόρες),
Στην ίδια κολώνα έγερνε
Κι ο πατέρας μου στο θρόνο επάνω.

Καθόταν κι έπινε κρασί
Μα σύ θα τον προσπεράσεις,
Της μάνας μου πέσε τα γόνατα
Και βάλσου  να τ' αγκαλιάσεις.
 
Αν θέλεις με χαρά να δεις
Γρήγορα του γυρισμού  τη μέρα,
Γιατ' αν σου' δειχνε συμπάθεια   
Από  κάπου θα' χες ελπίδα,
 
Τους δικούς σου κάποτε  να δεις
Φτάνοντας στο καλόχτιστο  σου,
Το  σπίτι σου το αρχοντικό
Τη γη την πατρική σου.
 
Καθώς μίλησε  η κοπελιά

Τ'αστραφτερό μαστίγιο χτυπά

Και τα  μουλάρια παρατούν
Γρήγορα απ' του ποταμού το ρέμα.

Κι άλλοτε έτρεχαν πολύ
Άλλοτε με βήματα μεγάλα,
Κρατούσε η κόρη τα λουριά
Κουνώντας τα χαλαρά ,
 
Ώστε πεζές οι βάγιες να'ρχονται  
Ξωπίσω ο Οδυσσέας θείος,
Κι έδυε ο ήλιος φτάνοντας
Στο  λαμπρό  της Αθηνάς το δάσος.
 
Και σαν ο  Οδυσσέας κάθησε
Εκεί  μονάχος του πια
Του τρανού Δία παρακαλούσε
Την κόρη του Αθηνά
 
Άκουσέ με τέκνο  τρανό 
Του ασπιδοφόρου Δία:
 
Γιατί άλλοτε δεν  μ'άκουγες
Τώρα πρέπει να μ' ακούσεις,
Τότε  με θαλασσοπνιγε
Ο ένδοξος του κόσμου ο σείστης. 
 
Δώσε στους Φαίακες συμπόνια.              330
Και φιλία να αξιοθώ
 
Καλάκουσε την προσευχή        
Τότε η Αθηνά η Παλλάδα,
Μα μπρς του  δεν ήθελε να φανεί
Ντρεπόταν τον Ποσειδώνα.

Του πατέρα της τον αδελφό,
Που στον  ισόθεο Οδυσσέα
Κρατούσε  μίσος  μανιακό
Μέχρι να φτάσει στην πατρίδα. 



Ραψωδία η 
 
Ο Οδυσσέας στο παλάτι του Αλκίνοου
Βασιλιά των Φαιάκων με τη βοήθεια της Ναυσικάς

Έτσι ευχόταν ο ταλαίπωρος
Θεϊκός Οδυσσέας εκεί
Και τα μουλάρια  φέρνανε
Την κόρη γοργά στην πόλη

Και κείνη όταν έφτασε
Στου πατέρα της σταμάτησε, 
Τα  περίφημα     παλάτια,     
Στην αυλόπορτα μπροστά.
 
Τ'αδέλφια της απ'τις δυο μεριές
Έλυσαν τα μουλάρια,
Ίδιοι μ' αθάνατους  στέκονταν
Και   τα ρούχα έφεραν μέσα.

Κι αυτή πήγεε στο χώρο της
Όπου  εκεί βρήκε φωτιά,
Απ'τη βάγια την Ηπειρώτισσα
Την  Ευρυμέδουσα τη γριά.
 
Με τα πλοία τα δρεπανόσχημα 
Απ'την Ήπειρο ήταν φερμένη,
Για δώρο στον Αλκίνοο
Των Φαιάκων όλων τον αφέντη.         10

Κι όλος ο κόσμος  σαν αθάνατο
Τον άκουγε θεό και δαύτη,
Την κρινοχέρα Ναυσικά
Την ανάτρεφε  στο παλάτι. 

Στό τζάκι της άναβε φωτιά
Κι ετοίμαζε το δείπνο τώρα
Κι ο Οδυσσέας ορθώθηκε
Να πάει στη πόλη πια.
 
Κι η Αθηνά που'χε την έγνοια του
Πυκνή αντάρα θα σκορπίσει,
Να μη τον δει μεγαλόκαρδος
Φαίακας  και τον ενοχλήσει,
 
Ρωτώντας με τα λόγια του
Ποιός τάχατες να είναι.
 
Κι όταν  στην όμορφη πόλη
Κόντευε να μπει πια μέσα,
Να' σου  αντίκρυ του η θεά
Η γαλανομάτα Αθηνά,
 
Παίρνοντας τη όψη λεύτερης
Να κρατά σταμνί κοπέλας,               20
Και σαν  μπροστά του στάθηκε               
Τη ρώτησε ο Οδυσσέας .

Παιδί μου δε θα μου δείξεις 
Του Αλκίνοου το αρχοντικό,
Του βασιλιά που  κυβερνά 
Τους ανθρώπους όλους εδώ. 

Ξένος  βασανισμένος έφτασα
Σ' αυτή τη γη εγώ εδώ,
Έρχομ' από τόπους μακρινούς
Κι άνθρωπο δε γροικώ.  

Απ'όσους  ζούν στην πόλη αυτή
Και χαίρονται τη χώρα.
 
Κι η γαλανομάτα Αθηνά
Του απάντησε και  του λέει,
Να σου δείξω ξένε τ' αρχοντικό
Με του πατέρα μου γειτονεύει.

Εγώ θα πάω μπροστά
Μον' έλα χωρίς να μιλήσεις
Μήτε κανένα να ρωτάς
Κι ούτε να; τον κοιτάξεις.

Γιατί ξένους όλοι τους; εδώ

Ανθρώπους δε θέλουν πολύ,

Ούτε πρόσχαρα φιλοξενούν
Όποιον από μακριά θα ρθεί.

Αφού ο Δίας  τους έδωσε
Να σκίζουν έχοντας αξιάδα,
Τα γρήγορα μπιστευόμενοι
Στη η θάλασσα καράβια,
 
Που σαν πουλιά πετούν γοργόφτερα
Και σαν το νου του ανθρώπου .

Αυτά είπε η Παλλάδα Αθηνά
Και μπήκε μπροστά με γρηγοράδα
Εκείνος πίσω  από της θεάς 
Βάδιζε κι αυτός τα χνάρια

Απ'τους θαλασσόλυκους Φαίακες 
Καθώς εκείνος περπατούσε ,
Κανένας απ' όσους έρχονταν
Απ'την πόλη δεν τον είδε.
 
Δεν άφην' η ομορφόμαλλη
Μεγάλη θεά  αφού με θεϊκή,
Αντάρα τον είχε ζωσμένο                     40
Έχοντας γι αυτόν έγνοια τρανή.

Θαύμαζε ο Οδυσσέας τα γοργά
Καράβια στα λιμάνια,
Τις αγορές στέκια των  αρχηγών
Και τ' αψηλά τα κάστρα.
 
Που με παλούκια  φράζονταν
Tι θαύμα να τα βλέπεις.

Και σαν έφτασαν στου βασιλιά
Το  ονομαστό παλάτι,
Η λαμπρομάτα Αθηνά 
Ξεκινά το λόγο και λέει.
 
Ξένε πατέρα να' το  εδώ  το παλάτι
Αυτό που έψαχνες το παλάτι,
Εδω τους άρχοντες αρχηγούς
Θα τους βρεις σε φαγοπότι.                          50
 
Μον' πήγαινε μέσα άφοβα
Κι ας ήλθες από τα ξένα,
Γιατί τελειώνει τις δουλιές του
Ο θρασύς ο άνδρας πιο καλά.

Να συναντήσεις πρώτα κοίταξε
Τη βασίλισσα    στο παλάτι,
Που είναι  από τα ίδια γονικά
Με τ' όνομα είναι  η  Αρήτη

 

Αυτά  που και τον Αλκίνοο
Γέννησαν της χώρας το βασιλιά.
 
Ο  Ναυσίθοος πρώτα γεννήθηκε
Απ' τον Ποσειδώνα και την Περίθεια,
Που δε συγκρίνονταν στην ομορφιά
Με  άλλη καμιά γυναίκα.
 
Το πιο μικρό απ'τα  παιδιά
Ήταν του βασιλιά Ευρυμέδη,
Που  κάποτε ήταν βασιλιάς      
Στους Γίγαντες που'ταν  καλόκαρδοι.
 
Μα με τον αλαζονικό λαό
Χάθηκε και ο ίδιος.                           60                             
 
Εκείνη με τον Ποσειδώνα 
Έσμιξε και θα γεννήσει,
Το Ναυσίθοο το μεγαλόκαρδο
Που στους  Φαίακες θα βασιλέψει.

Και ο Ναυσίθοος θ'αποκτήσει
Το Ρηξήνορα και τον Ναυσίθοο
Κι ο Απόλλωνας πριν αποκτήσει γιο
Τον σκότωσε με τ'αργυρό του τόξο.
 
Νιόγαμπρος ήταν κι άφησε μόνο
Στο σπίτι του μια θυγατέρα 
Την Αρήτη  που  ο Αλκίνοος
Την πήρε μετά γυναίκα 
 
Αυτός την τίμησε  όσο καμμιά
Στον κόσμο άλλη γυναίκα,
Από  όσες απ' τους άνδρες τους    
Τιμήθηκαν  και κουμαντάραν σπίτια.

Τ' αγαπημένα της παιδιά
Ολόκαρδα τιμούν
Ο ίδιος ο άντρας της κι ο λαός
Που την αγάπη τους  δείχνουν.

Όταν στην πόλη περπατά
Τη χαιρετούν,σα θεά τη βλέπουν.
 
Η σκέψη της είναι σωστή
Τόσο  που  όποιους εκτιμά,
Ξεδιαλύνει  διαφορές 
Κι από άνδρες ακόμα.
 
Αν τύχαινε και σ'έπαιρνε
Η καρδιά της με καλό μάτι,
Θα'χες ελπίδα  να δείς,να φτάσεις
Στους δικούς σου  και στο παλάτι.
 
Aυτά σαν είπε η γαλανομάτα
Η Αθηνά έφυγε απ' τη Σχερία ,
Μεσ'στην αστήρευτη θάλασσα 
Κι έφτασε στο Μαραθώνα.            80
 
Από' κει στην πλατύδρομη Αθήνα
Στο μεγάλο παλάτι του Ερεχθέα. 
Κι ο Οδυσσέας για του Αλκίνοου 
Κίνησε τα ξακουστά παλάτια.

Πριν στο χάλκινο κατώφλι στάθηκε
Εβαζε πολλά βαθιά μεσα  στο  νού,
Όταν απ'το παλάτι του Αλκίνοου
Χυνόταν  φως σαν ήλιου,σα φεγγαριού.
 
Του κραταιού Αλκίνοου 
Ήταν  ψηλοτάβανο το παλάτι
Χάλκινοι οι τοίχοι κι απ' τις δυο μεριές 
Τραβούσαν στο βάθος  απ'το κατώφλι.
 
Κι ολόγυρα είχαν  τα ακροτοίχια
Μπορτούρα  απο γαλάζιο γυαλί,
Μαλαματένιες πόρτες σφάλιζαν
Κι οι λαμπάδες τους από ασήμι.

Που πάνω στο κατώφλι στηρίζονταν
Το χάλκινο κι πόρτες με κρικέλι,
Από  μάλαμα καθαρό
Κι ανώφλι από καθαρό ασήμι.

Σκυλιά φύλαγαν από δυο μεριές 
Το σπίτι του γενναίου Αλκίνοου
Ένα χρυσό κι ένα αργυρό
Έργο της σοφίας του 'Ηφαιστου .

Αθάνατα  ήταν τα σκυλιά
Ποτέ τους δεν γερνούσαν.
Απ' το κατώφλι ως το  βάθος θρονιά
Τριγύρω στους  τοίχους ακουμπούσαν.
 
Απάνω τους πέπλα λεπτά ριγμένα                 100
Καλά  υφασμένα  από γυναίκες,
Για να κάθονται να τρων να πίνουν
Οι των Φαιάκων άρχοντες.
 
Για όλο το χρόνο έφθαναν
Τα αγαθά που'χαν μπροστά τους. 
 
Πάνω σε στυλοβάτες  στέρεους
Στέκονταν  κούροι  χρυσοί,                             
Κρατούσαν στα χέρια τους δαυλούς
Τις νύχτες αναμμένοι.
 
Μ'αυτά τους ομοτράπεζους
Έφεγγαν  κάθε νύχτα.
 
Πενήντα στο παλάτι είχανε
Γυναίκες  παρακόρες
Που άλεθαν με χερόμυλους
Χρυσό καρπό σαν μήλο κι' άλλες

Στην κρεβατή υφαίνανε και
Καθισμένες κλώθαν στη ρόκα,
Όπως της λεύκας της ψηλόκορμης 
Κοντά κοντά είναι τα φύλλα.

Και τόσο τ ύφαιναν χτυπητά
Που λάδι δεν τα περνούσε.
 
Γιατί όσο είναι αχτύπητοι
Οι Φαίακες  στα καράβια,
Τα γρήγορα που οι άνδρες τους
Με βιάση σκίζουν τα πέλαγα
 
Το ίδιο κι οι γυναίκες τους 
Πρώτες είναι στον αργαλειό,
Τεχνήτρες που η Αθηνά
Τους έδωσε το χάρισμα αυτό.
 
Από δουλειές να νοιώθουν όμορφα
Να'ναι και μυαλωμένες.
Έξω απ'την αυλή τετράγωνος
Μεγάλος κήπος κοντά στις πόρτες.

Φράχτης τον ζώνει ολόγυρα 
Και μέσα εκεί πολλά,
Πανύψηλα και θαλερά  
Φυτρώνουν δένδρα.

Αχλαδιές, ροδιές,μηλιές
Μ'όμορφα μήλα και συκές,               120 
Με σύκα γλυκά και όπου πας
Βλέπεις παντού ελιές
 
Δεμένος ποτέ δε χάνεται
Ούτε και λείπει ποτέ  καρπός
Όλο το χρόνο αδιάκοπα 
Χειμώνα ,καλοκαίρι συνεχώς.
 
Φυσώντας συνεχώς o Ζέφυρος
Άλλο γεννά και oριμάζει.άλλο
Aπίδι πάνω στ' απίδι ψήνεται
Και μήλο πάνω στο μήλο  
 
Αλλά  και σταφύλι στο σταφύλι
Σύκο στο σύκο  απάνω.
Όπου  η άμπελος η καρπερή
Του βασιλιά ριζώνει εδώ.
 
Είχε μια λιάστρα σ' ίσιωμα
Τα σταφύλια  για να στεγνώσουν,
Άλλα ήταν  για τρύγο έτοιμα
Κι άλλα να τα πατήσουν.
 
Άλλα είναι  ακόμα άγουρα
Μόλις τον ανθό αφήσαν
Κι  άλλα που μόλις οι ρόγες τους
Φαίνονται πως κοκκινίσαν.
 
Κεί που τελειώνουν οι  σειρές
Των έσχατων αμπελιών,
Ολοχρονίς φυτρώνουνε πρασιές
Πανέμορφες όλων των ειδών.
 
Μέσα στον κήπο ήταν δυο
Βρύσες για το  όλο το περιβόλι,
Η μια για τον κήπο ολόκληρο
Κι η άλλη τρέχει  μπροστά στο σπίτι.

Κάτω από την αυλόπορτα
Και  του σπιτιού το κατώφλι,
Περνώντας φτάνει το νερό
Στο δρόμο για κάθε πολίτη.

Tέτοια βλέπεις οι θεοί όμορφα
Χάρισαν στον Αλκίνοοο δώρα.
Κι ο Οδυσσέας ο πολύπαθος
Στέκονταν  εκεί πέρα

Με θαυμασμό όλα τριγύρω
Και σαν τα χόρτασε καλά,
Πέρασε το κατώφλι του σπιτιού
Και μπήκε γρήγορα μέσα.

Των Φαιάκων τους αρχηγούς
Κι άρχοντες  βρήκε εκεί,                   140
Που στο  άγρυπνο Ερμή
Προσέφεραν σπονδή.
 
Και  θέλοντας  ύπνο του'καναν
Δεήσεις  λίγο πριν πλαγιάσουν.        142
 
Ο Οδυσσέας  μπαίνει στο παλάτι του Αλκίνοου   

Και τότε ο πολύπαθος Οδυσσέας
Μπήκε στο σπίτι μέσα,
Πυκνή αντάρα σκεπασμένος
Που  έριχνε η Παλλάδα.

Σαν έφτασε στο βασιλιά Αλκίνοο
Και στην Αρήτη αντικριστά,
Ο Οδυσσέας ακούμπισε έβαλε
Στα γόνατα της τα δυο του χέρια.
 
Και τότε η αντάρα η θεϊκή
Σκορπίστηκε με μιας αντάρα.
Κι εκείνοι μείναν άφωνοι
Βλέποντας μεσ'το σπίτι άνδρα. 

Αρήτη κόρη του Ρηξήνορα
Πέρασα ,βάσανα πολλά και τώρα,
Στον άντρα σου, στους συντράπεζους
Προσπέφτω και στα δικά σου γόνατα 

Μόνο καλά απ' τους θεούς 
Να δείτε όσο ζείτε και μετά,
Όσα ο λαός σας χάρισε 
Να τα  επιστρέψετε στα παιδιά.
 
Όμως εμένα στείλτε με 
Να πάω στην πατρίδα ,
Μεγάλες με δέρνουν συμφορές 
Απ' τους δικούς μου αλάργα. 

Αυτά είπε και κάθισε
Στο τζάκι πλάι στης φωτιάς τη στάχτη ,
Κουβέντα κανείς δεν έβγαλε
Όλοι τους; έμειναν βουβοί.
 
Το λόγο πήρε ο Εχένηος                        160      
Ο γεροήρωας αργότερα,
Απ'τους Φαίακες άνδρες ο  πιο παλιός
Που'ξερε πολλά μα κι απ' τα παλιά.
 
Και μίλησε με φρόνηση
Ανάμεσα τους και τονίζει:
Αλκίνοε τούτο εδώ το πιο καλό 
Δεν είναι, δεν ταιριαζει,
 
O ξένος να'ναι κατά  γης
Χωμένος μεσ'τη σκόνη,
Περιμένοντας;  τη γνώμη σου
Οι άλλοι είναι συγκρατημένοι.

Μα έλα  σήκωσε τον ξένο
Καισε θρόμο με αργυρά καρφιά,
Βάλτον και διάταξε   κρασί
Οι κράχτες; να φέρουν μετά,
 
Κι όλοι μαζί να κάνουμε 
Σπονδή στον κεραυνολάτρη,
Το Δία που συμπαραστέκεται
Καθένα σεβαστό ικέτη.

Μετά ας  δώσει η οικονόμα
Στον ξένο ότι υπάρχει  για φαΐ.
 
Το λόγο αυτό σαν άκουσε
Ο Αλκίνοος με  τη γερή σκέψη,
Πήρε απ'το χέρι τον περήφανο
Τον σήκωσε από  το τζάκι,

Σε ένα θρόνο αστραφτερό τον κάθισε
Αφού από δίπλα του είχε σηκώσει 
Τον ανδρείο γιο του Λαοδάμαντα
Που τού'χε μεγάλη αγάπη.

Μια παρακόρη τρέχοντας 
Με πανέμορφο χρυσό λαγήνι
Νερό του ρίχνει να πλυθεί
Σε μια ασημένια λεκάνη.

Και σκαλιστό του άπλωσε
Τραπέζι  κι η ντροπαλή  οικονόμα,
Του άπλωσε ψωμί και απλόχερα
Απ' όσα βρέθηκαν φαγητά.                              180

Κι όταν ο Οδυσσέας ο ισόθεος
Ο   πολύπαθος  ετρωγόπινε,
Πρόσταξε τότε ο Αλκίνοος 
Τον τελάλη  και του είπε:

Ποντόνα κέρνα μας κρασί
Και σε όλους μοίραστο στη σειρά,
Στον κεραυνολάτρη να ρίξουμε
Τους καλόδεχτους; ξένους π'αγαπά.
 
Αυτά ως είπε ο Ποντόνοος 
Κα κερνούσε μελίγλυκο κρασί,
Και στη σειρά σε όλα μοίραζε 
Τα ποτήρια η δέηση  ν'αρχίσει.
 
Σαν έσταξαν κι ήπιαν κρασί
Όσο η καρδιά τους πεθυμούσε
πήρε το λόγο ο σεβαστός 
Αλκίνοος και τους είπε: 

Προσέξτε των Φαιάκων άρχοντες
Και αρχηγοί όσα έχω να πω
Απ' αυτά που η καρδιά στα στήθια
Μέσα με  σπρώχνει να μιλήσω.

Μιας και τώρα πια φάγατε
Σπίτι σας να κοιμηθείτε σύρτε
Και την αυγή γερόντοι να κληθούν 
Και να'ρθουν πιο πολλοί.

Το ξένο  να φιλοξενήσουμε
Εδω μέσα σ'αυτά  μέγαρα,
Θυσίες στους θεούς  να κάνουμε
Και  θα σκεφτούμε ύστερα,
 
Με συνοδεία κι ας είναι μακριά
Χωρίς κόπο και στενοχώρια,
Να γυρίσει στην πατρική του γη        
Χαρούμενος μια ώρα αρχύτερα
 
Ούτε στο δρόμο του κανα κακό
Ή κάποια άλλη συμφορά,
Να τον εύρει μέχρι να φτάσει
Στα χώματα του τα πατρικά
 
Κι  απέ πια οι μοίρες οι σκληρές            
Όσα και  όποια θα πάθει,
Τα' κλωσαν από κείνη την ώρα
Που η μάνα του θα τον γεννήσει.
 
Αν είναι κάποιος αθάνατος
Που έφτασε από τον ουρανό
Κάτι άλλο φαίνεται με  τούτο                 200
Πως  σκέφτονται τώρα εδώ. 
 
Γιατί ήταν  ως τώρα  ξεκάθαρα
Όσα μας παρουσιαζόταν,
Κι  όποτε  από μας περίφημες
Θυσίες  προσφερόταν.
 
Κι έτρωγαν κι έπιναν κοντά  μας 
Όπου και μεις καθήμενοι
 
Κι αν περπατώντας  μόνος του
Οδοιόπρος τον βρει μπροστά  τους,
Δεν κρύβονται απο μας  γιατί 
Είμαστε συγγενείς μαζί τους.

Όπως είναι κι οι Κύκλωπες
Και τα άγρια φύλα των Γιγάντων.
 
Ο πολυγνώστης Οδυσσέας  
Είπε σαν πήρε το λόγο
Αλκίνοε  άλλα  βάζε   στο μυαλό
Γιατί με τους θεούς δε μοιάζω,
 
Μ'αυτούς που έχουν τα ουράνια 
Όύτε στα  χρόνια μοιάζω,
Ούτε  στα ανάστημα αφού παρά
Μόνο  ανθρώπους  θνητούς θυμίζω.
 
Αν κάποιους  εσείς γνωρίζετε
Που πέρασαν μεγάλη δυστυχία,
Μόνο με κείνων θα τάιριαζα
Την  τόση μου τυράγνια.
 
Και πιο μεγάλα βάσανα 
Εγώ θα σου εξιστορούσα
Απ' όσα πολλά  απ'των θεών
Μου έτυχαν το θέλημα.

Αφήστε με όμως να δειπνήσω       220
Κι ας έχω τόση πίκρα
Γιατί απ' την αδίσταχτη κοιλιά
Άλλη δεν είναι ξαδιαντροπιά.
 
Σε διατάζει να τη νοιαστείς
Παρά τη θέλησή σου
Κι ας έχεις μέσα  σου καημούς
Κι ας καίγεται μέσα η καρδιά σου.
 
Eκείνη ζητάει συνεχώς
Να τρώω και να πίνω
Τα βάσανα μου να ξεχνώ
Αρκεί να τη γεμίζω
 
Και σεις σαν έλθει η αυγή,
Νοιαστείτε για το γυρισμό μου
Και στείλτε με το δύστυχο
Στην πατρίδα την ποθητή μου,
 
Να' ταν για μια στιγμή ν'αντίκριζα 
Το ψηλοτάβανο μου σπίτι,
Το  βιός μου και τους μπιστικούς,
Κι ας πέθαινα την ώρα εκείνη. 
 
Έτσι είπε και τον επαίνεσαν
Λέγοντας  όλοι μεταξύ τους
Πως έτσι σωστά που μίλησε
Να  στείλουν πρέπει το ξένο τους,
 
Kαι σαν στάξανε και ήπιανε
Όσο η καρδιά τους είχε  ποθήσει,
Ο καθένας για  σπίτι του
Κίνησε πια να πλαγιάσει.
 
Στο παλάτι ωστόσο έμεινε 
Ο Οδυσσέας ο θεϊκός
Με την Αρήτη πλάι του
Κι ο θεόμορφος Αλκίνοος,
 
Κι οι παρακόρες που μάζευαν
Τα  σκεύη του συμποσίου ακόμα.
 
Πρώτη τότε  πήρε  το λόγο
Η λευκοχέρα Αρήτη
Που είδε τα ρούχα και τα γνώρισε
Τον ωραίο χιτώνα, τη χλαίνη,              240
 
Που με τις παρακόρες της 
Τα είχε υφάνει η ίδια
Και κράζοντας τον  είπε
Με λόγια πεταχτά,
 
Ξένε πρώτα γι' αυτό θα'θελα
Να σε ρωτήσω η ίδι,
Ποιός είσαι κι από που
Ποιός σου'δωσε τα ρούχα; 
 
Δεν είπες πως  στη θάλασσα
Χανόσουν όταν εδώ μας  ήλθες;
Σ'απάντηση ο πανέξυπνος
Οδυσσέας τότε της λέει :

Επίπονο είναι  βασίλισσα
Τα πάθη μου να εξιστορήσω,
Πολλά οι  θεοί απ'τους ουρανούς
Βάσανα  μου'δωσαν να τραβήξω.
 
Μ' άκουσε γι' αυτό που με ρωτάς 
Και θέλησες να σ'απαντήσω:
Ωγυγία λέγεται ένα νησί
Που'ναι μακριά στο  πέλαγο.
 
Εκεί η κόρη του Άτλαντα
Η θεά Καλυψώ κατοικεί ,                250
Η  δολοπλόκα  ομορφόμαλλη
Που κανείς δε σμίγει μ'αυτή.

Ούτε από  τους αθάνατους 
Ούτε απ'τους θνητού; ανθρώπους

Μα μένα το δύστυχο θεός
Στο τζάκι της μ' είχε φέρει,

Μονάχο μου αφού το καράβι μου

Ο Δίας το' χε τσακίσει.                                      

Έτσι καταμεσίς στο πέλαγο 
Τους ναύτες μου είχα χάσει,
Τους δυνατούς  που κεραυνό 
Καυτό πάνω του  είχε πετάξει

Μόνος απ' του φρυδόμορφυο
Του καραβιού εγώ  την καρίνα,        
Εννιά ημέρες πιασμένος
Δερνόμουν μεσ'τη θάλασσα

Τη δέκατη οι αθάνατοι θεοί
Με πήγαν στην Ωγυγία,
Στο σπίτι με την  ομορφόμαλλη         260
Την Καλυψώ τη μεγάλη θεά.
 
Και κείνη με εγκαρδιότητα
Με φίλευε και με τάιζε 
Κι έλεγε πως θα με κάνει αθάνατο
Αγέραστος να'μαι πάντοτε,

Ποτέ όμως τη σκέψη μου 
Δε άλλαξε μεσ' τα στηθια.
Εφτά χρόνια αδιάκοπα
Καθόμουν εκεί πέρα.

Και όσα ρούχα η Καλυψώ
Αθάνατα  μου'χε φορέσει,
Απ'τα  πολλά τα δάκρια
Τα είχα κατααβρέξει.
 
Σ' οκτώ  γεμάτα  χρόνια  μ'έσπρωξε
Πίσω να γυρίσω στην  πατρίδα,
Είτε γιατι ο Δίας διάταξε
Η μονάχη της άλλαξε γνώμη πια.

Μ' έστειλε με σχεδία καλόδετη
Και μου'δωσε πολλά,
Ψωμί ,γλυκό κρασί  και μ' έντυσε
Με ρούχα θεϊκά.
 
Άφησε αγέρι γλυκό και άκακο
Δεκα εφτά μέρες στα πέλαγα
Στις δεκα οχτώ της πατρίδας μου
Φάνηκαν τα σκιερά βουνά,
 
Και η δική μου χάρηκε 
Του δύστυχου η καρδιά,
Αφού και άλλα βάσανα
Με βρήκαν ακόμα πολλά,

Αφού  ο κοσμοσείστης Ποσειδών
Μου τα'στειλε ξαφνικά,
Τους άνεμους ξαμόλησε
Που μου' κλεισαν τη στράτα.
 
Φριχτά ταράζοντας τη θάλασσα
Δε μ'αφηνε πάνω στη σχεδία,               280
Με  τ' άγρια κύματα να στέκομαι
Μαύρη μ'έπιασε απελπισία.
 
Σε λίγο τη σχεδία θύελλα
Τη σκόρπισε μα  εγώ ωστόσο,
Το πέλαγος απε  διέσχιζα 
Κολυμπώντας σ'αυτή την άβυσσο.
 
Ώσπου μ'έριξαν στον τόπο σας
Ο άνεμος και το κύμα
Μα  κείνο θα με τσάκιζε
Παλεύοντας να βγώ στη στεριά.

Σε μεγάλα  βράχια ανάποδα
Θα με πετούσε σ'αγριοτόπι,
Μα κάνοντας  πίσω  κολύμπησα
Κι  έφτασα  σε ποτάμι.
 
Ομαλός  από πέτρες  κι απάνεμος
Κι  άριστος ο τόπος  θα  μου φανεί.
Και από κει για να συνέλθω έπεσα 
Ώς που' φτασε η νύχτα η θεϊκή.

Κι εγώ σε θάμνους χώθηκα
Ξάπλωσα κι τριγύρω,
Έβαλα φύλλα κι ένας θεός
Άπειρο μου'ριξε ύπνο.
 
Χωμένος στα ξερόφυλλα
Με την καρδιά θλιμμένη,
Ολη τη νύχτα κοιμόμουνα
Ως την αυγή κι απέ το μεσημέρι.

Ο ήλιος  έδυε κι το γλυκό
Τον ύπνος μου  χόρτασα πια
Τότε Όταν τις παρακόρες άκουσα
Της κόρης σου  στην ακρογιαλιά,
 
Εκεί έπαιζαν κι αυτή  μαζί
Που ήταν όμοια μ'  αθάνατη θεά
Την παρακάλεσα κι αυτή εξαίρετα
Και μυαλωμένα μου'χε φερθεί                
 
Πράγμα που δεν το  θα περίμενες         300
Από νιο που  συνάντησες ξαφνικά,
Αφού πάντοτε οι νεότεροι
Δεν έχουν τα ίδια μυαλά

Μου έδωσε άφθονο ψωμί
Κι υπέροχο κρασί να πιώ,
Λούστηκα μεσ' τον ποταμό
Μου' δωσε και τα ρούχα που φορώ.

Αυτά στα λέω με θλίψη
Μα την αλήθεια σου είπα.
Ο Αλκίνοος τότε  φωναχτά
Μ' αυτά τα λόγια του απαντά:

Ξένε, τούτο μόνο η κόρη μου
Δε σκέφτηκε πως είν' πιο  λογικό,
Με τις παρακόρες να σ' αφήσει
Να' ρθεις στο δικό μου αρχοντικό,

Και μάλιστα που παρακάλεσες 
Πρώτα τα γόνατα εκείνης.

Σ' απάντηση ο πολυμήχανος 
Οδυσσέας του λέει:
Γι αυτό μην κατακρίνεις βασιλιά
Την άμεμπτή σου κόρη,

Αυτή με τις παρακόρες της
Μου είπε να την ακολουθήσω,
Αλλά εγώ ντρεπόμουνα
Δε ήθελα  κι είχα κι ένα φόβο,

Μήπως θυμώσεις  μέσα σου
Βλέποντας να'ρχομαι  μαζί,
Γιατί βάζουμε πάντα το κακό 
Στο νου  οι άνθρωποι στη γη.

Τότε ο Αλκίνοος του απαντά
Με τούτα εδώ τα; λόγια:
Ξένε δεν έχω μεσ'τα στήθια μου
Καρδιά π' ανάβει χωρίς αιτία.

Να κάνω θέλω πάντα το σωστό.

Ας ήταν πατέρα Δία άντρας  
Αθηνά κι  Απόλλωνα 
Έτσι όπως δείχνεις να'ναι 
Και  να'χει ίδια  μυαλά με μένα

Να'μενε εδώ να' παιρνε 
Τη θυγατέρα μου  κι εγώ γαμπρό,        320
Να τον φωνάζω και να του δώσω
Χωράφια και σπιτικό.

Φτάνει μόνο  να μείνεις να' θελες 
Γιατί  με βία  κανείς εδώ 
Δε στο ζητά και θε μου μη δώσεις; 
Να κάνω τέτοιο άδικο εγώ.

Όσο για το  κατευόδιο σου
Να ξέρεις  αύριο το'χω ορίσει,
Κι  όσο οι ναύτες  θα κωπηλατούν
Σε ύπνο βαθύ  θα έχεις πέσει

Ώσπου να φτάσεις στην πατρίδα σου
Το σπίτι  κι όπου η καρδιά σου ποθεί,
Κι ας είν' μακρύτερα της Εύβοιας,
Δικοί μας που την είδαν να'ναι πολύ,
 
Τότε  που το ξανθό Ροδάμανθυ
Τον   πήγαν  να δει τον  Τιτυό
Το γιό της γης και ταξιδέψανε
Μ'ενα δικό μας πλοίο.
 
Και οι δικοί μας  πήγαν  εκεί
Χωρίς να κουραστούν,
Την ίδια μέρα έφυγαν 
Στην πατρίδα να γυρίσουν.
 
Θα δεις πόσο είναι άξιοι
Οι ναύτες μου και τα πλοία
Και πως οι νέοι μας πετούν
Στη θάλασσα πάνω με τα κουπιά.
 
Ο Οδυσσέας ο πολύπαθος
Χάρηκε με τα λόγια αυτά,
Που ευχόμενος αναφώνησε
Λόγια  με την καρδιά: 

Δία πατέρα  κάνε να γίνουν
Όσα ο Αλκίνοος  υπόσχεται,
Η δόξα του να'ναι παντοτινή
Θα έμενε  στη γη την καρπερή.

Κι έτσι εγώ θα πήγαινα
Πίσω πια στην πατρίδα.
Κι ως τέτοια αντάλλασα
μεταξύ τους τότε λόγια,

Η ασπροχέρα Αρήτη πρόσταξε        340
Τις παρακόρες να βάλουν
Κρεβάτι  στο λιακωτό 
Κι όμορφα  χαλιά να στρώσουν.

Ν'απλώσουνε και μάλλινες
Του αργαλιού κουβέρτες
Κι ολόσγουρες από πάνω τους 
Για σκέπασμα φλοκάτες.

Και κείνες απ' την κάμαρα
Βγήκαν με τα δαδιά στα χέρια.

Κι αφού το κρεβάτι γρήγορα 
Το τέλειωσαν θα  πλησιάσουν
Τον Οδυσσέα που του μιλήσανε
Και τον παρακινούσαν.

Σήκω και άντε να κοιμηθείς
Το κρεβάτι έχει ετοιμαστεί.
Αυτά είπαν κι ο Οδυσσέας 
Χάρηκε που θα πάει να πλαγιάσει.

Έτσι κοιμόταν στο πολύβοο        350
Το λιακωτό από κάτω.

Κι ο Αντίνοος στο υψηλό
Κοιμήθηκε παλάτι,
Εκεί που το ταίρι του έστρωνε 
Και πλάγιαζαν μαζί.


Ραψωδία θ  

Ο Όμηρος διηγείται

Ραψωδία θ(τμήμα)

 Oδυσσέας στο βασίλειο των Φαιάκων

 

Με τη ροδόχρωμη αυγή
Την κλίνη του θ’ αφήσει,
Ο Αλκίνοος,  κι ο Οδυσεύς
Θα τον ακολουθήσει.

Για των Φαιάκων κίνησαν
Να πάν την αγορά,
Που ήτανε  χτισμένη
Στα πλοία τους κοντά

Πρώτος μέχρι να φτάσουμε
Ο Αλκίνοος ήταν απ’ όλους,
Δίπλα μας έβαλαν τους  δυο
Σε σκαλισμένους  θρόνους.

H Αθηνά σαν κήρυκας
Στη χώρα τριγυρνούσε,
Το μισεμό του τολμηρού
Δυσσέα  διαλαλούσε.

Μπρος στον καθένα πήγαινε
Κοντά και του μιλούσε,
Toυ’ λεγε πως στην αγορά
Ξένο θα συναντούσε.

Άρχοντες σεις και αρχηγοί
Να πάτε και να δείτε,
Το νιόφερτο, που στην αγορά
Τώρα φιλοξενείται.

Το ξένο που στ’αρχοντικό
Του Αλκίνοου αραγμένος,
Μοιάζει να είν’ αθάνατος
Μα  θαλασσοδαρμένος.                     15

Έτσι σαν είπε φούντωσε
Το θάρρος και τη μαγεία
Κι αμέσως γέμισαν λαό
Αγορά και θεωρεία.

Kι όλοι θαυμάζανε το γιο
Σαν είδαν του Λαέρτη,
Αφού η Παλλάδα του’ριχνε
Μια χάρη θεϊκή,

Την έριχνε στην κεφαλή
Στην όψη και στους ώμους,
Πιο αψηλός και πιο παχύς
Να φαίνεται απ’όλους.

Αυτό για να’ ναι σεβαστός
Και τιμημένος φίλος,
Γιατί σ’ αγώνα  δύσκολο
Να πάρει τέτοιο ύψος.

Όταν το πλήθος έφτασε
Κι όλοι είχαν καθίσει,
Το λόγο πήρε ο Αλκίνοος
Πρώτος για να μιλήσει.

Σεις  των Φαιάκων αρχηγοί
Ακούστε με προσεκτικά,
Γιατί θα πω όσα η καρδιά
Μεσ’ απ’ τα στήθη μου ζητά.

Αυτόν τον ξένο ούτ' εγώ 
Τον έχω αναγνωρίσει,
Αν είναι  απ’ την ανατολή
Η έρχεται απ’ τη δύση.

Μού’ρθε στο σπίτι απ’άχαρο
Γυρίζοντας ταξίδι                           30
Και μας ζητά βοήθεια
Στον τόπο του να φύγει.

Ας στείλουμε και τούτον δω   
Με όλους έχει γίνει,
Αφού κανείς στο σπίτι μου
Ποτέ δεν έχει ξεμείνει.

Ελάτε μπρος ας ρίξουμε
Στη θάλασσα καράβι,
Δε θέλω κλάψα συνεχώς
Με πότε πια θα σαλπάρει,

Καράβι πρωτοτάξιδο
Με ναύτες  διαλεγμένους,
Πενήντα δυο τον αριθμό
Τους πιο καλούς απ' όλους.

Kαι τα κουπιά με τους σκαρμούς
Με τάξη όταν δέστε,
Βγείτε κι έπειτα  γρήγορα
Στο σπίτι μου  αντέστε,                40                                            

Το γεύμα ν' απολαύσετε
Το πλούσιο που θα  προσφέρω.

Στους νέους αυτά έχω να πω
Στους άρχοντες  γοργά ζητώ,
Για του ξένου  τη φιλοξενία
Να έλθουν στο αρχοντικό.
 
Μη μου το αρνηθείτε
Αλλά να καλέστε εδωδά,
Το Δημόδοκο το θείο αοιδό
Που  απ' την καρδιά.του τραγουδά
 
Κάποιος θεός του χάρισε
Το χάρισμα να  δίνει χαρά.
 
Κι απε ο Αλκίθνοος  κίνησε,
Οι αρχόντοι ακολουθούν
Και  ο τελάλης φρόντισε
Τον αοιδό να  φέρουν.
 
Διαλέχτηκαν οι πενήντα δυο
Όπως  όρισε  νεαροί ,
Που΄φυγαν για της αστείρευτης
Θάλασσας  την ακτή.

Μόλις  στο πλοίο  έφτασαν 
Και στην ακροθαλασσιά,
Το μελανό καράβι γρήγορα
Το' συραν στα βαθιά,
 
Κατάρτια πάνω του έμπηξαν
Κι ανέβασαν πανιά,
Πέρασαν  από δέρμα ασφάλειες
Στους σκαρμούς  για τα κουπιά.
 
Όλα με τάξη έγιναν,
Σήκωσαν άσπρα πανιά,
Το πήγαν και τ' αράξανε
Πέρα προς το Νοτιά.

Kι απε στου ήρωα Αλκίνοου
Πήγανε το παλάτι.
 
Γ γεμίσαν οι αυλές από λαό
Οι κάμαρες κι οι σάλες,
Γέροι και νιοί μαζεύονταν
Και ήτανε χιλιάδες.
  
 Δώδεκα αρνιά θυσίασε                    60
Ο  Αλκίνοος σ'όλους αυτούς,
Δυο βόδια ρεβοπόδαρα
Κι  οχτώ κι ακόμα χοίρους.

Τα έγδαραν και τα' ψησαν
Ετοίμασαν γεύμα  καλό, 
Τους ζύγωσε κι ο κήρυκας
Φέρνοντας τον προσφιλή αοιδό.

Ένα καλό μ'ένα κακό
Του χάρισε η μούσα, 
Του στέρησε τα μάτια του
Μα του' δωσε φωνή θεσπέσια.

Σε θρόνο ασημόκαρφο
Μ' όλους τους καλεσμένους γύρω,
Τον έβαλ' ο Ποντόνοος
Σε ψηλή κολόνα ακουμπισμένο.

Σε κρεμαστράκι  ξύλινο 
Πάνω από το κεφάλι,
Κρέμασε την ηχηρή  κιθάρα του
Και του' πε πως να τη βγάλει .

Ένα πανέρι του'φερε
Του' στρωσε και τραπέζι,
Mια κούπα  για  να πιεί κρασί
Σαν η καρδιά το κρίνει.

Κι όλοι τα χέρια άπλωσαν 
Στα έτοιμα φαγητά.
 
Κι όταν  για πιοτό και για φαΐ
Η βουλιμία πια είχε  σταματήσει,
Η Μούσα έσπρωξε τον αοιδό
Ανδραγαθίες  να τραγουδήσει.

To τραγούδι που η δόξα του
Eίχε φτάσει στα ουράνια,
Για τον Οδυσσέα που μάλωσε
Με τον Αχιλλέα, γιο του Πηλέα.          80

Σε μια θυσία  προς τους θεούς             
Λόγια είπαν πολύ   βαριά, 
Έτσι  που ο Αγαμέμνονας 
Ακούοντας  μάλλον  είχε χαρά.

Χαιρόταν μέσα του που μάλωναν  
Οι πιο καλοί απ' τους Αχαιούς.

Του το' χε πει ο  Απόλλωνας 
Ο  Φοίβος  μ' ένα χρησμό, 
Που  πήρε απ' την  η αγαθή Πυθία                                     
Σαν πέρασε το δικό της λιακωτό.

Ήταν τότε που άρχισε
Να έρχεται η ταλαιπωρία,
Των  Tρώων και των Δαναών
Με τη βουλή του Δία. 

Τέτοια τραγουδούσε ο αοιδός
Ο πολυδοξασμένος  τραγούδια,
Και τότε ο Οδυσσέας κόκκινη
Στα χέρια του πήρε μαντήλα.

Ντρεπότανε τους Φαίακες 
Για των δακρύων τον ποταμό
Και τ'  όμορφο του πρόσωπο 
Το κάλυψε πάνω ως κάτω.

Κάθε που ο τραγουδιστής
Τέλειωνε το τραγούδι,
Τα δάκρυα του σφούγγιζε
Με τη μαντήλα απ' το κεφάλι.

Και  στους θεούς εστάλαζε
Με δίπατη κούπα το κρασί.

Κι όταν ξανάρχιζε μετά 
Οι άρχοντες των Φαιάκων,
Να τραγουδά του έλεγαν
Ήταν αγαπημένα όλων.
 
Πάλι ο Οδυσσέας σκέπαζε
Το κεφάλι του κι αρχινούσε
Τα κλάματα, μα δεν κατάλαβαν
Οι άλλοι πως δακρυρροούσε.

Μονάχα ο Αλκίνοος                  100
Που δίπλα του καθόταν,
Τον είδε και τον άκουσε 
Βαριά που βουρλιζόταν.

Κι αμέσως στους περίλαμπρους
Λάτρεις της κωπηλασίας λέει,
Ακούστε σεις οι  Φαίακες
Άρχοντες και πρωταρχηγοί.

Από φαγητό χορτάσαμε
Με της κιθάρας τη συνοδεία,
Που είναι πάντα του πλούσιου
Δείπνου η παρουσία.

Μ' ας βγούμε έξω για άθληση
Με όλους σε ανταγωνισμό ,
Σε φίλους του να λέει ο ξένος 
Στην πατρίδα του, στο γυρισμό.

Το πόσο  ξεπερνάμε τους άλλους 
Σε πάλη,γροθιά,άλμα,τρεχάλα,
Κι απε σαν  πρώτος κίνησε 
Πίσω του τα παλληκάρια.

Την κιθάρα την  οξύφωνη
Ο κήρυκας θα την κρεμάσει
Και απ'το χέρι το Δημόδοκο
Εκείνος θα τον πιάσει

Τον έβγαλε  από το μέγαρο
Και με τους  Φαίακες άρχοντες,
Πήραν τη στράτα  που κι αυτοί
Πηγαίναν στους λαμπρούς αγώνες.

Στην αγορά σαν βρέθηκαν 
Με κόσμο πολύ ν' ακολουθεί,
Νέοι να παν σηκώθηκαν 
Πολλοί και ξακουστοί. 

Ο Ακρόνεως κι ο Ωκύαλος
Ο Ελατρέας , ο Ναυτεύς,
Ο Πρυμνέας ,ο Αγχίαλος
Ερετμεύς,Θόων και Ποντεύς,.          120

Ο Αναβησίνεως  κι απέ
Ο γιός του Πολυνήου Αμφίαλος,
Του Τέκτονα ο εγγονός
Και  ο Πρωρεύς στο τέλος.

Σηκώθηκε κι ο Ευρύαλος
Σαν  Άρης ανθρωποκτόνος 
Toυ Ναύβολου  που ήταν γιος
Σ' όψη και σώμα ο πιο καλός,

Μέσα  σ' όλους τους Φαίακες
Εκτός του άψογου  Λαομέδοντα,

Κι οι τρεις οι  γιοί του Αλκίνοου
Του  άψογου, όπως κι  εκείνος,
Οι άτρομοι Αλιός και Λαομέδoντας 
Και ο  Κλυτόνιος ο  ισόθεος. 

Κι άρχισαν τους αγώνες κάνοντας
Τρέξιμο αρχικά
Απ' την αφετηρία άνοιγε
Ο δρόμος τους μπροστά.

Όλοι εκείνοι έτρεχαν
Γρήγορα και πετούσαν,
Ξωπίσω τους  τον κουρνιαχτό
Στον κάμπο αμολούσαν.

Στο τρέξιμο ξεχώριζε 
Ο άψογος Κλυτόνιος

Κι όσο ένα χέρσο προσπαθούν
Άγρια  μουλάρια να τ' οργώσουν
Τόσο τους άλλους Φαίακες 
Με το γυρισμό του ξεπερνούσε.    125                     

Ήλθε κι' η ώρα στη σκληρή
Να παραβγούν την πάλη,
Όπου ο Ευρύαλος τους καλλίτερους
Στο χώμα θα τους βάλλει. 

Στο άλμα ο  Αμφίαλος 
Απ' όλους ήταν πιο πάνω,
Ο Ελατρεύς πολύ ανώτερος 
Σαν έρριξε το  δίσκο.

Ο    Λαοδάμας  στις γροθιές 
Αναδείχτηκε  νικητής
Του Αλκίνοου ο καλόψυχος 
Ο γιός και της Αρήτης

Κι αφού βαθιά ευχαριστήθηκε
Όλων με τους αγώνες η ψυχή
Ο Λαοδάμας ο γιός του Ακίνοου
Ανάμεσα τους θα μιλήσει:

Ελάτε φίλοι να ρωτήσουμε            140
Τον ξένο αν έμαθε και ξέρει,
Κάποιο απ' τα  αθλήματα
Aφού κακό κορμί δεν έχει 

Στις κνήμες του και στους μηρούς
Κι απάνω στα δυο του χέρια,
Σβέρκο στιβαρό με δύναμη
Δεν του λείπουν τα νιάτα.

Mονάχα που τα πολλά
Τα βάσανα τον έχουν τσακίσει,
Εγώ βλέπεις από τη θάλασσα
Πιο κακό δεν έχω γνωρίσει

Τον άντρα να  καταπονεί
Κι ας έχει δύναμη περισσή.
Κι ο Ευρύαλοςαλος;  αποκρίθηκε
Και τούτα τα λόγια θα του πει

Λαοδάμα ο λόγος σου σωστός
Και μίλησες όπως πρέπει
Πήγαινε τώρα μίλα του
Και πες του τι έχεις σκεφθεί.

Σαν τ' άκουσε αυτά ο καλόψυχος
Του Αλκίνοου ο γιός τα λόγια,
Στάθηκε στη μέση της σύναξης
Κι έλεγε στον Οδυσσέα.

Κι εσύ ξένε πατέρα κόπιασε
Σε κάποιον αγώνα να παραβγείς,
Αν κάποιον έχεις μάθει
Άσχετος απ'  αγώνες δε δείχνεις.

Γιατί δεν ξέρω μεγαλύτερη
Για έναν άντρα δόξα
Απ'αυτή που κάνει πασχίζοντας 
Με  τα χέρια και με τα πόδια

Έλα και συ δοκίμασε 
Τις έγνοιες σου να διώξεις,
Για σένα  είναι έτοιμο 
Το πλοίο για να φύγεις.                160

Βαθιά ριγμένο στη θάλασσα
Κι οι ναύτες έτοιμοι περιμένουν

Τότε ο πολυμήχανος
Οδυσσέας θα του απαντήσει:
Γιατί  Λαοδάμα με πικραίνετε
Μ' αυτά που μου ζητάτε;

Tα βάσανα μου σκέφτομαι 
Και όχι τους αγώνες ,
Γιατί ως  ώρα μόχθησα πολύ
Πολλούς  είχα μπελάδες .

Στη μάζωξη σας κάθομαι
Το γυρισμό ποθώντας,
Στου βασιλιά και του  λαού σας
Τα γόνατα τους πέφτοντας.

Κι  αμέσως ο Ευρύαλος
Κατά πρόσωπο θα φιλονικήσει:
Δε μου φαίνεσαι ξένε λέγοντας
Πως απ' αγώνες έχεις γνώση,

Απ' τα  είδη τους τα τλοσο πολλά
Που συνηθίζουν οι θνητοί
Θυμίζεις πλούσιο που τριγυρνά
Με πολύκουπο  καράβι 

Με ναύτες   που' ναι έμποροι
Όλοι τους  μεσ' τα πέλαγα,
Και για το μπάρκο νοιάζονται
Κι ο νους τους  τα εφόδια.

Κερδίζουν αυτοί αρπάζοντας,
Και συ αγωνιστής δε μοιάζεις.

Οο Οδυσσέας βλοσυρά
Τον κοίταξε και του απαντά:
Ξένε, μοιάζεις μ' αλαζόνα άνδρα! 
Και δε μιλάς σωστά.

Έτσι όλες τις χάρες οι θεοί
Δεν τις δίνουν όλες μαζί,
Σε κάποιους απ' τους άνδρες 
Τη γνώση,το λόγο,το κορμί.

Αφού όταν άντρας πιο άσχημος 
Γεννήθηκε  απ' άλλους  στη μορφή,
Τότε οι θεοί τα λόγια του
Τα πλουμίζουν με χάρη.

Κι όλοι αυτόν κοιτάζουνε
Και χαίρονται πολύ,
Που  μιλάει  με τέτοια άνεση
Σεμνότητα και συστολή.                                

Και σ'όλες τις συνελεύσεις;
Ο νικητής είναι πάντα αυτός, 
Κι όταν στην πόλη τριγυρνά
Ο κόσμος τον κοιτά σα να'ναι θεός.               180

Άλλος πάλι που' ναι όμορφος
Με θεό τον ταιριάζεις στην όψη,
Μα τα λόγια του αντίστοιχα
Δεν τα στεφανώνει χάρη.
 
Όπως; και σύ που  την  ομορφιά σου
Ούτε θεός δεν  ήταν μπορετό ,
Πιότερο λαμπρή να δώσει
Όμως σου λείπει το μυαλό..

Μου τάραξες τ'απρεπή σου λόγια 
Την καρδιά στα τρυφερά μου στήθια

Μα απ'αγώνες  άσχετος 
Δεν είμαι όπως  είπες μα ήμουν
Στους πρώτους  όταν στη νιότη
Και τα χέρια μου στηριζόμουν 

Τώρα κατέχομαι από βάσανα
Έχω τραβήξει πολλά,
Από  ανδρών   παλέματα 
Κι από κύματα αγριωπά.

Μα μαζί σας θα; παραβγώ
Παρά τα τόσα που έπαθα,
Δάγκωμα είν' τα  λόγια  σου 
Και με ξεσήκωσες  λέγοντας τα .            

Αυτά σαν είπε έπιασε
Όπως ήταν με τη μαντίλα
Δίσκο πιο μεγάλο, πιο παχύ
Και πιο βαρύ ακόμα

Απ' όλους αυτούς που οι Φαίακες                        
Έριχναν σαν ήταν μόνοι
 Κι αφού τον περιέστρεψε
Τον πέταξε με  χέρι αμόνι

Κι ως βούηξε η πέτρα οι Φαίακες
Με τα μακριά κουπιά ξακουστοί,
Στα πλοία θαλασσόλυκοι στη
Έπεσαν απ' της πέτρας  την ορμή.     200

Πάνω  απ'των άλλων πέταξε
Ο δίσκος τα σημάδια,
Πολύ πίσω τ' άφησε
Φεύγοντας από τα χέρια.

Έβαλε σημάδι η Αθηνά
Ki'φτασε σαν άνδρας θνητός,
Ξένε του'πε πως ψαχουλευτά
Σαν κι αυτό θα το'βρισκε και τυφλός.

Με των άλλων δε μπερδεύτηκε
Μη σκιάζεσαι είναι  μπροστά πολύ
Ποιός Φαίακας  να το φτάσει
Και ποιός να το περάσει μπορεί

Στα λόγια τούτα ο πολύπαθος
Χάρηκε ο Οδυσσέας ο θείος,
Που μέσα σ' αυτή τη μάζωξη         
Υπήρχε κι ένας φίλος.

Και τότε πιο μειλίχια
Με τους Φαίακες θα μιλήσει
Τούτον πρώτα φτάστε τον νεαροί
Κι απε θα ρίξω κι άλλον 

Τόσο θα πάει και τούτος  δω
Η πιο μακριά πιστεύω ακόμα.

Κι απ' όλους; όποιου του βαστά
Η καρδιά μέσα στα στήθια,
Ας έλθει να παραβγούμε.
Γιατί μεγάλη μου δώσατε πίκρα.

Ότι θέλει ας διαλέξει  καθείς
Απ' όλους  τους Φαίακες άθλημα
Σε τρέξιμο, πάλη ή γροθιά 
Εξόν απ'το Λαοδάμα.

Αφού εκείνος με φιλοξενεί..
Ποιος μαλώνει με το φίλο;

Άμυαλος άνδρας , τιποτένιος          220
Αυτός που προκαλεί δημόσια ,
Μ''αυτόν που τον φιλοξενεί καυγά
Γι' αθλήματα σε ξένη χώρα.

Μόνος του  όλα τα χαλά.

Κι απ' τους άλλους δεν περιφρονώ
Ούτε κανένα απορρίπτω
Μα  θέλω να τους γνωρίσω 
Και μαζί τους ν'αναμετρηθώ

Όμως το δοξάρι ξέρω καλά
Το καλογυιάλιστο να δουλεύω.
Δικιά μου θα'ταν η πρώτη σαϊτιά,
Που θα'βρισκε κάποιον να ρίξει κάτω.

Στο πλήθος μέσα των εχθρών
Όσο μαζί μου  πολλοί  κι αν ήταν ,
Που πλάι μου στεκότανε 
Κι όσο κι  αν κι αυτοί τοξεύαν.

Ένας; μονάχα  μ' έπαιρνε
Στο δοξάρι στων Τρώων τη χώρα
Ο Φιλοκτήτης όταν με τους Αχαιούς
Σαν αρχίζαμε να ρίχνουμε τόξα.

Mα απ' τους άλλους λέω
Κανείς δεν είναι καλύτερος,              
Απ' αυτούς που είναι τώρα θνητοί
Και ζούνε τρώγοντας ψωμί..

Με άντρες σεβάσμιους  
Δε θέλω να κάνω αγώνα,
Με τον Ηρακλή η τον Ευρύθεο
Της Οιχαλίας το βασιλιά.

Που ακόμα και  αθάνατους 
Παράβγαιναν στην τοξοβολία.
Γι' αυτό ο μέγα Ευρυτος
Πέθανε τόσο πρόωρα

Δεν πέθανε από τα γηρατειά
Ούτε μέσα στα μέγαρα,
Ο Φοίβος τον σκότωσε γιατί
Τον  προκάλεσε για τοξοβολία.

Και το κοντάρι εγώ το ρίχνω εκεί
Που κανενός το τόξο δεν το φτάνει.         240

Στο τρέξιμο μόνο φοβάμαι 
Κάποιος Φαίακας με προσπεράσει.

 Γιατί απ' τα πολλά τα κύματα
Ανάρμοστα παιδεύτηκα
Τα μέλη μου λυθήκανε αφού
Εφόδια στο πλοίο δεν είχα.

Αυτά σαν είπε όλοι εκεί
Έκαναν  άκρα σιωπή
Και μόνο ο Αλκίνοος 
Απάντησε και θα πει.

Ξένε μιας κι αυτά  που μας είπες
Δε δείχνουν αχαριστία,
Με  οργή τώρα την αξάδα σου
Tη δείχνεις,  που την είχες πάντα, 

Γιατί τούτος σε ξεμπρόστιασε.
O άνδρας που βρισκόταν σ' αγώνα,
Αφού και την αρετή σου θνητός 
Δεν θα μπορούσε να περιφρονεί

Μάλιστα αυτός που στο μυαλό
Κρίνει και βάζει τα πράγματα  σωστά .
Μα έλα ένα λόγο να σου πω
Για να τον λες και σ' άλλους πιο μετά.

Σε ήρωες να τον λες όταν δειπνάς
Δίπλα στη γυναίκα σου και τα τέκνα 
Και τύχει τότε  να θυμηθείς
Και τη δική μας αξιοσύνη.

Απ' τα χρόνια των πατέρων μας
Αυτή που ο Δίας μας τη δίνει
Συνέχεια  μα εμείς  δεν είμαστε
Ούτε παλαιστές ούτε πυγμάχοι

Είμαστε όμως γρήγοροι
Και άριστοι στα καράβια.

Πάντα εμάς μας άρεσαν
Συμπόσια με κιθάρα
Στρώματα ,χοροί,ζεστά λουτρά
Και αλλαξιές με ρούχα.                                     

Μα ελάτε τώρα οι χορευτές
Απ' τους Φαίακες οι πιο καλοί
Ν' ανοίξτε το χορό ώστε ο ξένος
Να λέει στους φίλους του στο γυρισμό          260

Πόσο απ'όλους τους άλλους , 
Είμαστε  πολύ πιο καλοί
Στη ναυτοσύνη στο χορό
Το τρέξιμο  και το  τραγούδι

Μ' ας  πάει και κάποιος να φέρει
Στο Δημόδοκο την κιθάρα,
Τη γλυκόφωνη που στ' αρχοντικό
Κάπου θα είναι μέσα.

Στην προσταγή του Αλκίνοου
Ο κήρυκας πήγε   να φέρει
Μεσ'αππ' το σπίτι του  βασιλιά
Την  κιθάρα  τη γλυκόφωνη 

Σηκώθηκαν  οι   κοσμήτορες
Aπ'το λαό διαλεγμένοι κι οι εννιά
Που στους αγώνες πρόσεχαν
Να γίνονται όλα σωστά

Ίσιωσαν το μέρος του χορού
Άνοιξαν το χώρο ολόγυρα,
Ήλθε κι έφερε ο κήρυκας κοντά
Στο Δημόδοκο την  κιθάρα.

Aυτός μετά στο κέντρο τράβηξε
Όπου  στέκονταν από  δυο του πλευρές
Χτυπώντας τα πόδια στο θείο χορό
Οι άξιοι λεβέντες χορευτές.

Κι ο Οδυσσέας θαύμαζε
Τις  λάμψεις των ποδιών με την καρδιά
Κι ο κιθαρίστας ύψωνε
Τραγούδι  όλο ομορφιά.,

Για τον αμοιβαίο  έρωτα
Που'χε η ς καλλιστέφανη Αφροδίτη 
Για τον Άρη που καιτοσμίξανε
Κρυφά στου Ηρόδοτου το παλάτι.

Κι εκείνος τότε  της έκανε
Δώρα πολλά μα που βαριά,
Ντρόπιασε του βασιλιά Ήφαιστου
Το κρεβάτι και το στρώμα. 

Τότε έφτασε ο αγγελιοφόρος Ήλιος               280
Μόλις  τους είδε να σμίγουν ερωτικά.
Και σαν είπε τα πικρόκαρδα
Στον Ήφαιστο μαντάτα,

Πήγε στο σιδεράδικο ευθύς
Και σκέφτηκε πλεκτάνη
Κι άρχισε να στήνει κούτσουρο
Κι απάνω του απίθωσε αμόνι.

Ακλόνητα  να φτιάξει  κι  άλυτα,
Ακίνητους να τους κρατήσουν δίχτυα
Μα 'έτσι θυμωμένος με τον Άρη
Έπρεπε να εφεύρει πονηριά

Έτσι μπήκε σ΄ένα  δωμάτιο
Με τ'αγαπημένα στρωσίδια
Κι ολόγυρα στα πόδια του κρεβατιού
Παντού άπλωσε δίχτυα.

Πολλά εξείχαν ως τον κορφιά 
Κι αφού σαν αράχνες  ήταν λεπτά,
Να τα ξεχωρίσει κανείς  αδύνατο
Κι απ'τους ευτυχείς θεούς ακόμα 

Γιατί με δόλο τα μαστόρεψε
Και  θα τα σκορπίσει τριγύρω
Απέ καμώθηκε πως έφυγε
Στην καλοχτισμένη.Λήμνο .

Αυτή απ' όλες τις χώρες  ήτανε
Στη γη η  πιότερο αγαπημένη.

Κι ο Άρης με τα γκέμια τα χρυσά
Αμελή είχε επιτήρηση,
Σαν είδε  τον καλλιτέχνη Ήφαιστο 
Να φεύγει χωρίς  προφύλαξη.  

Για του Ήφαιστου του περίλαμπρου
Το παλάτι τότε ξεκινά
Γιατί τον έρωτα της καλλιστέφανης 
Κυθέρειας λαχταρά                               300

Αυτή μόλις   απ' πατέρα της 
Είχε φτάσει το δυνατό,
Μ'άγωνία  καθόταν κι αυτός
Θα μπεί μεσα  στο αρχοντικό

Και όπως μπήκε της έσφιξε
Το χέρι κι αυτά  τα λόγια είπε:
Έλα να πάμε αγάπη μου 
Στο κρεβάτι και να χαρούμε.
 
Ο Ήφαιστος δεν είναι πια εδώ
Στη Λήμνο είναι σίγουρα
Τους Σίντες τους αγριόφωνους
Θα συναντά πια  τώρα.
 
Κι εκείνης της καλάρεσαν
Να κοιμηθούνε αγκαλιά,
Μα μόλις ξάπλωσαν απλώθηκαν 
Τριγύρω τους δίχτυα κρυφά

Δύναμη δεν είχαν τα μέλη τους
Να; τα κουνήσουν ή να τα σηκώσουν
Και τότε πια κατάλαβαν
Πως γλιτωμό δεν έχουν.

Άξαφνα ο ξακουστός κουτσός
Στην ώρα θα καταφτάσει
Που πίσω ξαναγύρισε
Στης Λήμνου τη γη πριν φτάσει 

Ο Ήλιος βλέπεις παραμόνευε
Και του'φερε τα μαντάτα                    
Κι έτρεξε προς το σπίτι του 
Με θλιμμένη την καρδιά.

 Άγριος θυμός τον συνεπήρε
Σαν στάθηκε στις εξώπορτες
Και τότε με  φρίκη έβγαζε
Σ' όλους τους θεούς κραυγές.

Δία πατέρα κι όλοι σεις θεοί
Αιώνιοι κι όλο ευτυχία,
Ελάτε έργα να καμαρώσετε       
Ανεπίτρεπτα  και για γέλια 

Πως εμένα τον κουτσό 
Η Αφροδίτη  του Δία η κόρη                             
Συνέχεια με  ατιμάζει  μ'έρωτα    320
Με τον αφανιστή τον Άρη .

Γιατ' είναι όμορφος  κι αρτιμελής 
Μα εγώ γεννήθηκα σακάτης
Κανείς άλλος δεν είν' υπαίτιος
Παρά οι δυο μου  οι γονείς

Εκείνοι που οφείλανε
Να μη μ' έχουν γεννημένο.

Μα για κοιτάξτε τους πως κοιμούνται
Και χαίρονται τον έρωτα
Στο δικό μου κρεβάτι
Θερεύοντας  τη  δική μου πίκρα 

Όμως κι αυτοί πια δεν πιστεύω
Πως έτσι να  πλαγιάσουν 
Κι ούτε και για λίγο ακόμα κι αν
Μεγάλος είν'ο έρωτας που έχουν.        

Τα δίχτυα και η τέχνη μου 
Θα τους κρατούν πια τώρα
Ωσότου ο πατέρας της
Μου επιστρέψει τα δώρα.

Όσα του παρέδωσα
Για την κόρη του τη σκύλα
Γιατί είν' η κόρη του όμορφη
Δεν έχει όμως εγκράτεια

Σαν τα'πε αυτά συναθροίστηκαν
Στο παλάτι το χαλκοβάδιστο  
Όλοι οι θεοί κι ανάμεσά τους 
Κι ο Ποσειδών που κρατά τον κόσμο.

Ήλθε  ο γρήγορος Ερμής
Ο  Απόλλων που καιροφυλαχτεί
Και μόνο οι θεές απόμειναν
Στο σπίτι από ντροπή 

Κι οι δωρητές των αγαθών θεοί
Στις εξώπορτες σταθήκαν,
Σ' ατέλειωτα γέλια ξέσπασαν
Με όλα όσα  είδαν.

Τα δίχτυα του πανέξυπνου
Του Ήφαιστου θωρώντας               340
Και ο καθένας έλεγε
Στο διπλανό γυρνώντας:

Έργο κακό δεν πρόκοψε
Αφού φτάνει κουτσός  κι αργός,
Όπως ο Ήφαιστος που τσάκωσε
Τον Άρη που'ναι γοργός

Τον πιο γρήγορο στον Όλυμπο
Το τσάκωσε με τέχνη
Και λέει για το ντρόπιασμα 
Πρόστιμο πως οφείλει.

Τέτοια τότε έλεγαν
Συναναμεταξύ τους λόγια
Κι ο βασιλιάς Απόλλωνας
Λέει στον Ερμή ετούτα:

Γιέ του Δία Αγγελιοφόρε 
Δωρητής που'σαι Ερμή
Θα'θελες να'σαι στα δεσμά
Με τη χρυσή Αφροδίτη;

Σε στρώμα να' σαστε μαζί
Μπλεγμένοι μεσ' τ' άλυτα δίχτυα:
Και ο ψυχοπομπός του απάντησε
Και του'πε με δυο λόγια

Μακάρι τούτο να γινότανε
Μακρυβόλε Απόλλωνα 
Τρείς φορές σαν κι αυτά
Άπειρα να μ' έζωναν δίχτυα.

Και σεις  θεοί να μας βλέπετε
Μα κι όλες οι θεές μαζί
Αρκεί εγώ να καλοκοιμάμαι
Δίπλα στη χρυσή Αφροδίτη

Έτσι είπε και οι αθάνατοι  
Στα γέλια ξεκαρδιζόταν
Ο Ποσειδώνας  μοναχά
Αγέλαστος κρατιόταν,

Τον  καλλιτέχνη Ήφαιστο 
Ικέτευε συνεχώς για λυτρωμό             360
Του Άρη κράζοντας του
Λόγια μαλακά όπως το φτερό

Λύστ΄τον κι εγώ υπόσχομαι
Όπως εσύ έχειςς ζητήσει,
Ότι είναι στους θεούς  σω στό
Πλούσια να σου τα  δώσει.

Του ανταπάντησε ο Ποσειδών
Και του' πε ο κοσμοσείστης
Ήφαιστε  αν βγαίνοντας το σκάσει,
Και χρέος σου αφήσει ο Άρης 

Εγώ εδώ σου υπόσχομα;ι
Να σου το ξεπληρώσω ο ίδιος
Κι απάντηση ο ο περίφημος 
Του δίνει ο κουτσός;

Δε γίνεται κι ούτε είναι σωστό
Να σου αρνηθώ τη χάρη.
Και σαν τα είπ' αυτά ο δυνατός
Τα δίχτυα ο Ήφαιστος ανοίγει

Απ' τα δεσμά μόλις λυθήκανε
Που τους έδεναν δυνατά
Εκείνος για τη Θράκη τράβηξε

Η Αφροδίτη η γελαστή
Κατέφτασε στην Πάφο:
Εκεί όπου της είχανε
Ναό κι ευωδιαστό βωμό.

Οι Χάριτες την έλουσαν                  
Την άλειψαν μ' αθάνατο λάδι                 380
Μ' εκείνο που αλείβονται
Και λάμπουν όλοι άλλοι θεοί.

Πανέμορφα την έντυσαν
Ρούχα χαριτωμένα
Θαύμα οφθαλμών κι  ο τραγουδιστής
Ο Περίφημος να τα τραγουδά

Ωστόσο φχαριστιόρανε
Του Οδυσσέα η καρδιά,
Μαζί του κι οι θαλασσόλυκοι
Φαίακες με τα μακριά κουπιά.

Αφού κανένας δεν παράβγαινε
Τον Λαοδάμαντα και τον Άλιο,
Ο Αλκίνοος τότε διάταξε
Μόνοι αυτοί να στήσουν χορό.

Κι εκείνοι πήραν κόκκινη
Πανέμορφη σφαίρα στα χέρια,
Την είχε φτιάξει ο Πόλυβος
Με τη μεγάλη του  εξυπνάδα.
 
Κι ο ένας την πετούσε ως τα μαύρα
Πίσω  λιγώντας  τα σύννεφα
Κι ο άλλος πηδούσε και την έπιανε
Πριν να πατήσουν τα πόδια  του χώμα.

Κι αφού της σφαίρας δοκίμασαν
Πολλές φορές την αξιάδα
Άρχισαν να χορεύουν πάνω στη γη
Κάνοντας πολλά τσαλίμια.

Αγόρια Όντας μέσα στη πίστα
Και  για  χορό περίμεναν
Χτυπούσαν παλαμάκια
Πολύς θόρυβος σηκωνόταν.

Τότε ο θείος Οδυσσέας
Στον Αλκίνοο μίλησε κι είπε,
Αλκίνοε βασιλιά λαμπρέ
Μεσ' το λαό σου πρώτε.

Πως έχετε άριστους χορευτές
Είναι φανερή η  αλήθεια
Το είδα με τα μάτια μου γι' αυτό
Σέβομαι αυτό που αντίκρισα.          400            

Κι ο Αλκίνοος  καταχάρηκε
Μ'όλα τούτα  τα λόγια 
Και στους θαλασσόολυκους  Φαίακες 
Τους άξιους θα πει ετούτα

Ακούστε με όλοι οι  Φαίακες 
Σεις αρχηγοί κι αρχόντοι,
Ο ξένος δείχνει στόχαση
Να' να' χει πολύ μεγάλη.

Μα ελάτε να του δώσουμε
Του ξένου  δώρα όπως αρμόζει
Δώδεκα  βασιλιάδες διοικούν
Τη χώρα αυτοί λαμπροί,

Δέκατος τρίτος είμαι εγώ.

Καλοπλυμένη φέρτε του 
Μαντίλα και χιτώνα 
Και ένα τάλαντο χρυσό
Δώστε για  να'χει αξία 

Κι όλα ας τα φέρουμε μαζί
Στα χέρια θα  τα πάρει,
Ο ξένος που χαρούμενος 
Θα κάτσει στο τραπέζι.

Κι ας καλοπιάσει ο Ευρύλαος  
Τον ξένο με τα λόγια 
Και μ' ένα δώρο για τ' άπρεπα
Όσα του είπε πρώτα.

Αυτά είπε κι όλοι τους
Τον επαίνεσαν και θα διατάξουν
Τον κήρυκα του ο καθείς
Τα  δώρα να του φέρουν.

Και τότε ο Ευρύλαος 
Ανταπάντησε και είπε:
Αλκίνοε,λαμπρέ βασιλιά
Μεσ' το λαό σου πρώτε

Στον ξένο όπως ορίζεις  
Θα τον αλοπιάσω,κοίτα,
Σπαθί του δίνω ολόχαλκο
Με χούφτα ασημένια

Και με θηκάρι νιόφτιαχτο
Ολόγυρα ντυμένο,
Μεγάλη είναι  η αξία του 
Μ'ελεφαντόδοντο φτιαγμένο

Είπε και το ασημοκάρφωτο                420
Σπαθί στα χέρια του βάζει
Κι έτσι με λόγια ήρεμα
Γυρίζει και του λέει:

Χαίρε πατέρα ξένε
Όποια  κουβέντα μου ήταν σκληρή
Τώρα  ας την πάρει η ανεμοζάλη
Κι  αλλού μακριά να χαθεί.

Κι είθε να δώσουν οι θεοί
Τη γυναίκα σου να δεις ξανά,
Κι αφού χρόνια πολλά βασανίζεσαι
Να γυρίσεις  στην πατρίδα πια

Γυρνώντας ο πανέξυπνος 
Οδυσσέας θα  του πει,
Χαίρε και συ κι  ας δώσουνε
Σε σένα κάθε καλό οι θεοί

Και το σπαθί που μου'δωσες
Για να με καλοπιάσεις,
Εύχομαι ποτέ αργότερα
Τη χρεία του να νοιώσεις

Αυτά είπε και τ' ασημοκάρφωτο
Στους δυο ώμους του περνά.
Κι ο ήλιος βουτούσε πια
Σαν του'φεραν τα δώρα  τ'ακριβά.

Κι οι κήρυκες οι αγέρωχοι
Τα πήγαιναν στο παλάτι,
Όπου του άμεμπτου  τα έπαιρναν
Αλκίνοου οι γιοί κι εκείνοι

Τα πανέμορφα δώρα απίθωναν 
Μροστά στη  σεβάσμια μάνα 

Ο Αλκίνοος ο λατρευτός
Πρώτος πήγαινε στη στράτα
Κι όταν στο παλάτι έφτασαν
Ανέβηκαν στα ψηλά θρονιά.

Τότε ο δυνατός Αλκίνοος
Φώναξε την Αρήτη και της μιλά:
Έλα,φέρε την κασέλα τη λαμπρή          440
Και βάλε μέσα χιτώνα

Βάλε και  μια μαντήλα 
Που να' ναι καλοπλυμένη
Κι ολόγυρα το χάλκινο
Θερμάνετε καζάνι.
 
Για να ζεστάνετε νερό
Να λουστεί να καμαρώσει,
Τα  δώρα που οι  Φαίακες
Οι αψεγάδιαστοι του' χουν δώσει.
 
Για να χαρεί το γεύμα του
Ακούοντας του τραγουδιού τον ύμνο
Κι εγώ για δικό μου δώρο
Μαλαματένια κούπα του δίνω.

Όταν μεσ' το  παλάτι του 
Σπονδές θα κάνει στο Δία
Και στους άλλους; θεούς 
Να με θυμάται πάντα.

Σαν τέλειωσε   η Αρήτη έδωσε
Στις παρακόρες οδηγία
'Οσο πιο γρήγορα να βάλουν
Τρίποδο καζάνι πα στη φωτιά.

Κι αυτές το λουτροκάζανο
Το'στησαν στη φουντωμένη φλόγα,
Έριξαν μέσα το νερό
Κι έβαλαν από κάτω δαδιά .

Σκεπάστηκ' η κοιλιά του καζανιού
Όπου η φλόγα ζέστανε το νερό.
Κι  απ' το κελάρι η Αρήτη έφερε
Πανέμορφη κασέλα για τον ξένο.

Κι έβαλε μέσα τακτικά 
Τα πανέμορφα δώρα
Αυτά που οι Φαίακες έδωσαν 
Χρυσάφι κι ένα  φόρεμα

Μαντήλα μέσα έβαλε 
Κι ένα ωραίο χιτώνα,
Με μια φωνή μετά ήπια 
Τον προσφώνησε λόγια.

Μόνος σου κοίτα το κάλυμμα
Κι απε σφιχτόδεσε το                  460

Μήπως σε ύπνο σου βαθύ
Άλλος κανείς τ' ανοίξει
Όταν  το πλοίο στη διαδρομή
Στα κύματα μέσα θα τρέχει.

Ο  πολύπαθος θείος Οδυσσέας 
Σαν άκουσε τα λόγια αυτά
Ασφάλισε αμέσως το καπάκι
Με γερά πολύπλοκα δεσμά

Αυτά που του τα'χε μάθει 
Η άξια Κίρκη η σεβαστή  

Κι απε τον κάλεσε η οικονόμα
Αμέσως ν' ανέβει στο λουτήρα
Κι εκείνος χάρηκε ζεστό λουτρό
Δεν έβλεπε συχνά τέτοια φροντίδα.

Από τότε που παράτησα 
Το σπίτι της Καλυψώς,
Της ομορφόμαλλης που σαν θεό
Με νοιάζονταν συνεχώς.

Κι αφού τον έπλυναν τον άλειψαν
Οι παρακόρες με λάδι
Χιτώνα του' βαλαν κι απε
Πολύ ωραία χλαίνη.

Κι απ' το λουτήρα φεύγοντας
Τράβηξε   στους κρασοπότες,

Κι η Ναυσικά που απ' τους θεούς 
Είχε πάρει την  ομορφιά 
Στον παραστάτη στάθηκε
Του καλοστεριωμένου σπιτιού κοντά

Και με τα μάτια της από κει                          480       
Θαύμαζε τον Οδυσσέα
Και με κουβέντες αέρινες
Του μίλησε με τούτα δω τα λόγια.

Έχε γειά  ξένε και σαν φτάσεις 
Στην πατρίδα σου κάποια μέρα
Μη με ξεχνάς αφού πιότερο
Τη ζωή σου τη χρωστάς σε μένα.

Απαντώντας τότε ο πανέξυπνος;
Της λέει; είπε Οδυσσέας
Είθε θυγατέρα του Αλκίνοου
Του μεγάλου να δώσει ο Δίας,

Ο   θεός που πετά τους κεραυνούς
Ο Δίας που' χει  άντρα η Ήρα,
Του γυρισμού στο σπίτι μου
Να φέρει  κάποτε η μέρα

Αν γύριζα τότε σαν θεά εκεί
Θα σε λατρεύω πάντα,
Που πρώτη συ μου έσωσες
Ξανά τη ζωή παρθένα.

Κάθισε ο Αλκίνοος     
Και δίπλα ο Οδυσσέας,       
Άλλοι κρασί κερνούσανε
Κι άλλοι κομμάτια κρέας.

Κοντά τους το Δημόδοκο
Ο κήρυκας οδηγούσε,
Τον ξακουστό τραγουδιστή
Καθένας τον τιμούσε.                      

Καταμεσίς τον έβαλε                  490                        
Σ’ αυτούς που’ χε καλέσει,
Μπρος απ’ το στύλο τον ψηλό
Τη ράχη του να βολέψει.

Ο Οδυσσέας ο σοφός
Τον κήρυκα θα φωνάξει,
Κομμάτι χοίρου έκοψε
Το Δημόδοκο να κεράσει.

Από την πλάτη ήτανε
Το κρέας που είχε κόψει,
Άστραφτε απ’  το πάχος του
Το πιότερο το’χε αφήσει.

Δώσε το είπε κήρυκα
Στο Δημόδοκο να το φάει,
Να τον φιλέψω επιθυμώ
Λύπη κι ας με κρατάει.

Γιατ’ έχουν οι τραγουδιστές
Στη γη τιμή και δόξα,
Απ’ όλους όσους δίδαξε
Τις τέχνες της η Μούσα.

Στον άξιο τραγουδιστή 
Φτάνει το φίλεμα του,
Τα πήρε κείνος και βαθιά
Τα χάρηκε η καρδιά του.          500

Στα έτοιμα οι άλλοι όρμησαν 
Φαγιά που’ χαν μοιράσει, 
Χορτάσανε κι ο Οδυσσεύς 
Το Δημόδοκο θα φωνάξει.


Ο Οδυσσέας που επαινεί τον τραγουδιστή Δημόδοκο

και συμπληρώνει την περιγραφή του.

Δημόδοκε του’ πε σε τιμώ        505
Σε τούτη εδώ την άκρη,
Γιατί υμνείς τα βάσανα
Των Αχαιών με χάρη.

Το χάρισμα του τραγουδιού
Η Μούσα στο’χει  προσφέρει
Mα και ο Φοίβος έβαλε
Κι αυτός καλό λιθάρι.

Όσα στη Τροία κάναμε
Τα βάσανα που μας βρήκαν,
Σα να τα είδες τα υμνείς
Ή άλλοι να στα είπαν.

Μον’ άλλαξε και τραγούδα μας 
Και για την εξυπνάδα, 
Με τ’ άλογο το ξύλινο 
Που το’φτιαξε η Παλλάδα (Αθηνά)

Με τον Εποιό το έφτιαξε
Κι απέ ο γιός του Λαέρτη ,
Παγίδα μεσ’του Πρίαμου
Το κάστρο το’χε φέρει.

Και κείνοι τότε κούρσεψαν
Την Τροία τη ξακουσμένη
Και αν με τάξη μου τα πεις
Θα φτάσουν στην οικουμένη.

Η μούσα που σε σένανε
Χάρισμα σου’χει δώσει,
Το τραγουδιού τη μαστοριά
Στην έχει μεταδώσει.


 


Ραψωδία θ τμήμα

 Ο Όμηρος μιλά για το Δημόδοκο
που τραγουδά το έπος των Αχαιών
στην Τροία.


Εκείνος τότε άρχισε(Δημόδοκος)
Θεός σαν να μιλούσε,                            
Πιάνοντας απ΄ την αρχή
Αυτό που τραγουδούσε

Να φύγουν κάποιοι μπήκανε
Στ’ αναποδόφρυδα πλοία,                          520
Αφού φωτιές ανάψανε
Κι έκαψαν τα καλύβια.
 
Άλλοι Αχαιοί στην αγορά
Της Τροίας θα παραμείνουν,
Κρυμμένοι μέσα στ’άλογο
Και κει θα περιμένουν.

Ο Οδυσσέας ο σοφός
Κι αυτός ήταν μαζί τους,
Όταν  οι Τρώες το’ συραν
Στο κάστρο μοναχοί τους.

Ορθό στεκόταν τ' άλογο
Οι Τρώες καθισμένοι
Και ο καθένας έλεγε
Ότι του κατεβαίνει.

Τρεις γνώμες κατατέθηκαν,
Η πρώτη να το τσακίσουν
Και με τσεκούρια το κουφό
Τ' άλογο να σκορπίσουν.

Ή να το σύρουν στην κορφή
Στα βράχια να το ρίξουν
Κι η Τρίτη στους αθάνατους
Σαν τάμα να το χαρίσουν.

Την Τρίτη όμως διάλεξαν
Τη θεϊκή τους μοίρα,
Να βάλουν μέσα τ'άλογο
Κι έτσι να πέσει η Τροία

Μέσα σε τούτο κρύφτηκαν
Οι πρώτοι των Αχαιών
Κι’ έφεραν χάρο και σφαγή
Στις τάξεις των εχθρών.

Έλεγε πως απ' αυτούς
Κάηκε όλη η χώρα,
Σαν χύμηξαν απ’ την κοιλιά
Και βγήκαν κάποια ώρα.

Τραγούδησε και για ήρωες
Που απ’ αλλού ορμήσαν,
Το κάστρο το ορθόχτιστο
Το ξακουστό γκρεμίσαν.

Πώς πάτησε του Διήφοβου
Το σπίτι ο Οδυσσέας,
Μαζί με το Μενέλαο
Στην άλωση της Τροίας.

Εκεί με θάρρος στη φωτιά
Μπήκε μέσα της μάχης,                                         540
Με τη βοήθεια της θεάς,
Βγήκε.σαν τροπαιάρχης

 

 Ο Όμηρος για τη συγκίνηση του Οδυσσέα

 

Αυτά έλεγε ο Δημόδοκος                545
Αυτά και τραγουδούσε
Κι ο Οδυσσέας έλειωνε
Κι όλο δακρυρροούσε.

Σα μια γυναίκα που θρηνεί
Στου άντρα της τα στήθια,
Που πολεμώντας έπεσε
Νεκρός για την πατρίδα.

Και για των παιδιών τους  τη ζωή 
Που ξόδεψε και τη λευτεριά,
Απ’ τη σκλαβιά και τώρα πια 
Μπροστά της ξεψυχά.

Χυμένη πάνω στο νεκρό
Βγάζει κραυγές και δάκρια,
Όταν τη ράχη της κτυπούν
Με χάλκινα κοντάρια.

Τη ράχη και τους ώμους της
Χτυπούν κι απε τη ρίχνουν,
Μεσ’τη σκλαβιά να σέρνεται
Πίκρες να τη μαραίνουν.

Του Οδυσσέα όμοια
Βρύση τα δάκρυα του,
Χύνονταν ασταμάτητα
Απ’ τα ματόκλαδα του.

Μονάχα ο Αλκίνοος                555           
Που ήτανε κοντά του,
Άκουσε π’ αναστέναζαν
Βαθιά στα σωθικά του.

Κι αφού λέει στο Δημόδοκο
Την κιθάρα του να σταματήσει,
Κείνος στους Θαλασσόλυκους                558
Τους Φαίακες θα μιλήσει.

 Ο Αλκίνοος απευθύνεται στους ντόπιους αρχηγούς

Οι ντόπιοι είπε αρχηγοί
Άρχοντες ας μ’ ακούσουν,
Αφού τα τραγούδια αυτά
Σ’ όλους δεν θ'αρέσουν.

Αφ’ ότου πια δεν τρώγαμε
Κι άρχισε το τραγούδι,
Ο ξένος δεν σταμάτησε
Το κλάμα ,το μοιρολόι.            560

Τα στήθια του κάποιος καημός
Φαίνεται τα πλακώνει,
Ας πάψει το τραγούδι αυτό
Για να χαιρόμαστε όλοι.

Ο ξένος κι όλοι εμείς
Που τον φιλοξενούμε,
Ας του προσφέρουμε χαρά
Για να τον σεβαστούμε.

Τούτα εδώ τοιμάστηκαν
Ως δώρα για το φευγιό του,
Μ’ αγάπη για τον ξένο μας
Και για το λυτρωμό του.

Αν έχει στο κεφάλι του
Κανείς μυαλό κουκούτσι,
Αδέλφια πρέπει να θωρεί.
Τον ξένο και τον ικέτη.

Ο Αλκίνοος απευθυνόμενος  στον Οδυσσέα

Μα από σκέψη πονηρή          570
Τίποτα μη μου κρύψεις,
Ότι ρωτήσω σου ζητώ
Σωστά να τ’ απαντήσεις.

Πες μας το πως σε φώναζαν
Τα δυο σου γονικά ,
Οι άλλοι απ’ τον τόπο σου
Κι όλοι στη γειτονιά.

Γιατ΄ έτσι δίχως όνομα
Κανείς δεν θα βρεθεί,
Ούτε φτωχός ούτ’ άρχοντας
Όπου κι αν γεννηθεί.

Πες μου για την πατρίδα σου
Τη χώρα, το χωριό σου,
Σωστά έτσι τα πλοία μας
Να βρουν το γυρισμό σου.

Να ξέρεις πως τα πλοία μας
Δεν είναι σαν των άλλων,             580     
Το δρόμο τους τον βρίσκουνε
Στη σκέψη των ανθρώπων.

Στα γρήγορα καράβια μας
Άλλες οι λειτουργίες,
Τιμόνια δε γνωρίζουνε
Ούτε και κυβερνήτες.

Γνωρίζουν όλων τα χωριά
Τα καρπερά χωράφια,
Γρήγορο το ταξίδι τους
Στης θάλασσας τα πλάτια.

Κρυμμένα μεσ’ την καταχνιά
Μεσ΄την πυκνή θολούρα,
Δεν σκιάζονται μη και χαθούν
Μεσ’ την ανεμοδούρα.

Μα το’ χω απ’ τον πατέρα μου
Το Ναυσίθοο ακουστά,
Πως θα θυμώσει ο Ποσειδών
Με μας κάποια φορά.

Για τους καλούς περάτες μας
Μια μέρα θ’ αποφασίσει,
Μεσ’ το γεράνιο πέλαγος
Το πλοίο τους να τσακίσει.

Μου’ πε πως με ψηλό βουνό (ο Ναυσίθοος)
Τη χώρα πως θα τυλίξει
Και ότι άλλο θέλει αυτός
Θα κάνει ή θ’ αφήσει.

Να μου ξηγήσεις μοναχά
Με καθαρές αλήθειες,
Που πήγες ,που ταξίδεψες
Ποιες είδες πολιτείες.

Πες μου για τις καλόχτιστες
Τις χώρες και τους ανθρώπους'
Που είναι άγριοι και κακοί,
Και δεν γνωρίζουν νόμους.

Ακόμα πες μου γιατί κλαις
Και βαριαναστενάζεις,
Της Τροίας και των Δαναών
Τα βάσανα σαν λογαριάζεις.              600

Έτσι οι θεοί ορίσανε
Βάσανα να τους στέλνουν,
Αυτά που απ’ τους νεότερους
Τραγούδια θα τα κάνουν.

Στην Τροία κάποιον συγγενή
Μην έχασες καλό σου,
Για τον γαμπρό σου μήπως κλαις
Ή και τον πεθερό σου.

Εκτός από το αίμα μας
Το σόι το δικό μας
Είναι πολύτιμο κι αυτοί
Είναι το σπιτικό μας.

Φίλο μην έχασες πιστό
Πολύ που αγαπούσες,
Γιατί κι αυτός είν’ αδελφός
Χάρες του αν εκτιμούσες.

Τέλος ραψωδίας θ

Ραψωδία ι  

τμήμα 1ο


Ο Οδυσσέας απαντά στον Αλκίνοο 

για το Δημόδοκο

Απάντησε ο πολύπειρος      1
Ο Οδυσσέας κι είπε,
Αλκίνοε αφέντη βασιλιά
Kι απ’ όλους παινεμένε

Λέω πως θα’ ταν φρόνιμο
Ν’ ακούσουμε έναν τέτοιο
Ως είν’ αυτός τραγουδιστή,
Που αθάνατου έχει ταλέντο.

Άλλο σκοπό χαρούμενο
Δε γνώρισα ως τώρα,
Να ησυχάζει τις καρδιές
Για όλους μεσ’τη χώρα.

Με όλους να' χουν πρόσκληση
Να έλθουν στο παλάτι,
Ν’ ακούνε τον τραγουδιστή
Μπροστά σ’ ένα τραπέζι.

Να’ χει ψωμιά να’ χει ψητά
Καλό κρασί να φέρνουν,
Που’ναι πιστεύω όλα αυτά
Χαρά που σου προσφέρουν.

Ο Οδυσσέας περιγράφει στους  Φαίακες τα βάσανα που που τράβηξε μετά την Τροία

Μα η καρδιά σου ζήτησε             12
Τα πάθη μου ν’ αραδιάσω
Και μ’όλα αυτά σε κλάματα
Μπροστά σου να ξεσπάσω.

Τι πρώτο απ’ όλα να σου πω
Και τι τέλος ν’ αφήσω,
Για πιο απ’ τα πάθη που οι θεοί
Μου’ στειλαν να μιλήσω.

Το όνομα που μου δώσανε
Να μάθεις θέλω πρώτα
Κι αν είναι η μοίρα μου καλή
Φίλος σας θα’μαι πάντα .

Είμαι ο Οδυσσέας
Ο γιός του Λαέρτη,
Που η τέχνη και η δόξα μου
Φτάνει τ' ουρανού τα πλάτη.            20                 

Σπίτι έχω στο περίβλεπτο
Το Θιάκι το φημισμένο,
Που΄χει το Νήριτο βουνό
Ψηλό και δασωμένο.

Ολόγυρα πολλά νησιά
Πολύ κοντά στο Θιάκι,
Η δασωμένη Ζάκυνθος
Η Σάμη και το Δουλίχι.

Πιο κάτω απ’ όλα χαμηλό
Το Θιάκι  δυτικά,
Με τ’ άλλα  βλέπουν χάραμα
Του ήλιου πιο μπροστά.

Ξερότοπος μα ξακουστή,
Παλληκαριών γεννήτρα,
Χώρα σαν την πατρίδα μου
Στον κόσμο άλλη δε βρήκα.

Έτσι λοιπόν η Καλυψώ
Η νεράιδα με κρατούσε,
Μεσ’ σε σπηλιά βαθουλωτή
Για ταίρι με ποθούσε.

Κι η Κίρκη με τα τερτίπια της
Στο σπίτι της με κρατούσε,
Γιατί κι αυτή για ταίρι της
Να μ’ έχει λαχταρούσε.

Όμως ποτέ δεν έπειθαν
Την ίδια την καρδιά μου.

Γιατί στον κόσμο πιο γλυκό
Δεν έχει απ’ την πατρίδα
Κι η ξενιτιά πολύ πικρή
Με τους γονιούς αλάργα.   

Ακούστε τον πολύπαθο
Που μ’ όρισε γυρισμό,
Του Κρόνου ο γιος σαν έφυγα
Απ’της Τροίας το χαλασμό           37      


Στη χώρα των Κικόνων

 Ραψωδία  ι(τμήμα)

Ο Οδυσσέας  περιγράφει τα  βάσανα που τράβηξε 
στην πορεία του μέχρι να φτάσει στο νησί της Καλυψώς

Mα λάτε για να ακούσετε
Τη μαύρη ταλαιπωρία,
Που μου’ ταξε του Κρόνου ο γιός
Σαν έφυγα απ΄την Τροία.                             40

Στους Κίκονες σαν αράξαμε
Απ’ τους πολλούς ανέμους,
Της Ίσμαρου κυρίεψα
Το κάστρο και τους κατοίκους

Τα λάφυρα που πήραμε
Και όλες τις γυναίκες,
Ίσα τα μοιραστήκαμε
Να μην υπάρχουν έχθρες.

Τότε τους πίεζα από κει
Να φύγουμε με βία,
Μα κείνοι δε μ’ ακούσανε
Κλειστά είχαν τα μάτια.

Στο ακρογιάλι αραχτοί
Μπεκρούλιαζαν και μεθούσαν,
Βόδια μεγάλα έσφαζαν
Κι αρνιά πολλά μασούσαν.

Αλλ’ έτρεξαν οι Κίκονες
Κίκονες να φωνάξουν,
Πιο δυνατούς και πιο πολλούς
Γείτονες θα συνάξουν.

Ζούσαν στα γύρω τα χωριά
Τεχνίτες και στη μάχη,
Φορές πεζοί ή στ’ άλογα
Αν το καλούσε η ανάγκη.

Με την αυγή κατέφτασαν
Κι ήταν τόσο πολλοί,
Όσα ανθούν την άνοιξη               50
Φύλλα και άνθη όλα μαζί.

Άκαρδα τότε φέρθηκε
Στους δόλιους εμάς η μοίρα
Τέτοια που οι θεοί μας όρισαν
Να πάθουμε τέτοια νίλα.

Κι όταν σε λίγο φτάσανε
Σε λόχους συνταχθήκαν,
Στα πλοία μας πλησίασαν
Σε μάχη ξεχυθήκαν.

Ένας τον άλλον κάρφωνε
Με χάλκινο κοντάρια,
Μα στις μυριάδες τους εμείς
Φανήκαμε παλληκάρια.

Όσο βαστούσε η αυγή
Κι η μέρα θα προχωρήσει,
Με σθένος τους κρατούσαμε
Κι ας ήτανε λεφούσι.

Στο λιόγερμα που οι χωρικοί
Τα βόδια τους ξεζεύουν,
Τους Αχαιούς οι Κίκονες                           60
Τότε θα τους τσακίσουν.

Έξη από καθένα πλοίο μας
Λεβέντες σκοτωθήκαν,
Το χάρο μα και τη σφαγή
Οι άλλοι δεν υποστήκαν.

Σαν φτιάξαμε και τα πανιά
Πρόθυμα προχωρούμε,
Γλιτώσαμε και τους νεκρούς
Θρηνώντας τους τιμούμε.

Τα πλοία μας τ’αναποδόφρυδα
Είχαν πια αποπλεύσει,
Κι αφού τους δόλιους τρεις φορές
Τους είχαμε προσκαλέσει.

Ήταν εκείνοι οι άμοιροι
Που τυχεροί δεν ήταν,
Απ’των Κικόνων τα σπαθιά
Στον κάμπο σκοτωθήκαν.

Ο Δίας που τα σύννεφα
Μαζεύει απ’τα επουράνια,
Μαύρη αντάρα σκόρπισε
Θάμπωσαν τα ουράνια.

Στη θάλασσα τα σύννεφα
Και τη στεριά ορμούσαν,
Τα πλοία κατακέφαλα
Στα κύματα βουτούσαν.

Ο άνεμος που σήκωσε
Φύσηξε μανιακά,
Σε τρεiς με τέσσερις μεριές
Ξέσκισε τα πανιά. 

Για γλιτωμό από πνιγμό
Όλα τα’ χαμε κατεβάσει,
Μέσα στα πλοία τα γοργά
Τα είχαμε στοιβάξει.

Και όλα τούτα γίνανε
Με δύναμη κωπηλατώντας,
Μέχρι που σταματήσαμε
Σε κάβο ακουμπώντας.

Μείναμε εκεί ακίνητοι
Δυο μέρες και δυο νύχτες
Τα μέσα μας η κούραση
Τα θέριζαν σκοτούρες.

Την Τρίτη σαν ξημέρωσε
Χρυσοντυμένη μέρα,
Τ’ άσπρα πανιά σηκώσαμε
Σαν στήσαμε κατάρτια .

Οι καπετάνιοι κι ο καιρός
Που’ταν οι οδηγοί μας,
Πίστευα θα μα φέρνανε
Στη λατρεμένη γη μας.

Μα προς τον κάβο του Μαλιά
Τα κύματα μια μέρα,
Απ’ των Κυθήρων το βοριά,
Μ’ εξόρισαν πιο πέρα.                  80    

 

Ο Οδυσσέας στη γη των Λωτοφάγων

Ραψωδία ι(τμήμα)


Μέρες εννιά  παράδερνα
Μ’ αντίθετους ανέμους,
Τη δέκατη μεσ’το πέλαγο
Φτάσαμε στους Λωτοφάγους.

Σ'αυτούς που έχουν για τροφή 
Μονάχα τα λουλούδια

Τρέξαμε στην παραλία για νερό
Γαι γρήγορα προς το γιόμα,
Τραπέζι οι ναύτες στρώσανε
Πολύ κοντά στα πλοία.

Και μια μπουκιά σαν φάγαμε
Και βρέξαμε τα χείλια,
Είπα κάποιους συντρόφους μου
Να στείλω γι' αυτοψία.

Δυο από κείνους διάλεξα
Και ένα αγγελιοφόρο,
Να δούν αν σιτοδίαιτοι
Ζούνε  σ’ αυτόν τον τόπο

Τρέχοντας πήγαν προς τα εκεί
Βρήκαν τους Λωτοφάγους,
Που  δε μελέτησαν κακό
Κανένα για τους συντρόφους. 

Μόνο τους έδιναν λωτό
Να τον απογευτούνε.

Μα  αν κανένας έτρωγε
Το μελιστάλαχτο καρπό
Δε νοιάζονταν για μηνύματα
Ούτε για γυρισμό
 
Να μείνει εκεί το'χε καλύτερα
Και   με τους Λωτοφάγους,
Να γεύεται λωτό κι ολότελα
Ξεχνώντας το γυρισμό τους.

Τους έφερα σερνάμενους 
Μεσ΄τα βαθιά  καράβια
Κι ας έκλαιγαν τους έδεσα
Κάτω απ' τους πάγκους με βία 

Στους άλλους τους συντρόφους μου
Φώναξα να βιαστούνε,
Στα γρήγορα καράβια μας                    100
Επάνω ν’ ανεβούνε.

Λωτό να μην αγγίξουνε
Γιατί ήτανε παγίδα,       
Όποιος τον φάει λησμονεί
Για πάντα την πατρίδα.

Και κείνοι αφού μπήκανε
Στους; πάγκους θ’αραδιαστούνε,
Με τα κουπιά τη θάλασσα
Άρχισαν να χτυπούνε.

Ανοίξαμε πανιά και φύγαμε
Στα σπλάχνα βαθιά πληγή,
Στων άνομων κι υπερφίαλων 
Κυκλώπων να'σου η γη.                           105


Ραψωδία ι

Το νησί κοντά η χώρα των Κυκλώπων

Χωρίς ν’ αργήσουν σάλταραν
Κι αράδα στο καράβι καθισμένοι,
Στις θέσεις τους  με τα κουπιά
Τη θάλασσα χτυπούσαν την αφρισμένη.

Απ’ έκει μπροστά  αρμενίζαμε
Με πικραμένη  την καρδιά,
Φτάσαμε στων παράνομων
Άγριων Κυκλώπων τη χώρα.

Αυτοί πίστευαν  πως τις έγνοιες τους

Οι αθάνατοι θεοί τις κουμαντάρουν,
Κι’ ούτε  με τα χέρια σπέρνουν φυτά
Ούτε τη γη οργώνουν.
 
Στην άσπαρτη όμως και  ανόργωτη
Τη γη τους πάντα φυτρώνουν,
Ο Δίας τους στέλνει τακτικές ς βροχές
Γι’ αυτό κι’ όλα τρανεύουν.
 
Το σιτάρι, το κριθάρι και τα κλήματα
Που  μπόλικο  κρασί τους δίνουν.

 Δεν έχουν αγορές για σύσκεψη

Ούτε και Νομοθέτες,
Και κατοικούνε στων βουνών
Τις πιο ψηλές κορφές.
 
Εκεί  ζούνε μέσα  σε βαθουλωτές  
Σπηλιές κι ο καθείς φροντίζει,
Για τη γυναίκα του και τα παιδιά
Άλλος το νου του δε σκοτίζει.

Έξω  από το λιμάνι ένα νησί
Απλώνεται πιο πέρα,
Ούτε κοντά μα ούτε και μακριά
Απ’ των Κυκλώπων τη χώρα.

Πυκνόδενδρο είναι κι άπειρες
Οι αγριόγιδες  που βόσκουν,
Αφού τ’ανθρώπου την πατημασιά
Φόβο αυτά δεν έχουν.
 
Ούτε έρχονται δω πέρα κυνηγοί          120
Που τόσα βάσανα μεσ’ τα δάση ,
Τραβάνε  διατρέχοντας
Τη μια βουνοκορφή μετά την άλλη .
 
Κοπάδια  δεν έχει το νησί
Ούτ’ οργωμένα χωράφια,
Ολοχρονίς είν’ άσπαρτα
Άνθρωπος πουθενά.

Αγριόγιδες μον’ στα  λιβάδια του
Βόσκουνε και βελάζουν.
 
Οι Κύκλωπες κοκκινόπλευρα
Καράβια δε διαθέτουν,
Ούτε και καραβομαραγκούς    
Έχουν να τους τα  φτιάξουν,                            125

Στη θάλασσα ν’αρμενίσουνε
Σε ξένους τόπους να φτάσουν
Κι εκεί αφού αράξουνε  
Να κάνουν ότι οι άλλοι κάνουν.

Nα φέρουν άνδρες στο νησί
Nα τους το ημερέψουν ,
Η  γη του δεν είναι άχρηστη
Πλούτο να εισοδέψουν.

Γεννήματα στην ώρα τους
Θα μάζευαν  πολλά,
Αφού απ’ την άκρη του γιαλού
Αρχίζουν τα λιβάδια.
 
Ποτιστικά  ως είν’και  γόνιμα
Θα κάρπιζαν τα αιώνια αμπέλια,
Το έδαφος τους ως  ομαλό
Θα όργωναν βαθιά τα χωράφια.
 
Στην ώρα τους με τέτοιο αφράτο χώμα
Θα θέριζαν τα σπαρτά.
 
Είχε κι αραξοβόλι απάνεμο
Τα πλοία σου να δέσεις,
Άγκυρες παλαμάρια και σχοινιά
Ζόρι δεν είχες να ρίξεις .
 
Ορμισμένοι τότε θα μείνετε
Ωσότου να σκεφτούν  οι ναύτες,
Πότε πρέπει να φύγουν
Πρίμους ανέμους προσμένοντες.
 
Είχε και πηγή που ανάβλύζε                       140
Κρυστάλλινο  νερό από σπηλιά
Στο βάθος απ’ το λιμάνι
Κι ολόγυρα  φυτρώνουν λευκάδια.

Eκει μπήκαμε κι αράξαμε
Κάποιος θεός μας οδηγούσε,
Η  νύχτα ήταν σκοτεινή
Να βλέπουμε  δε φεγγοβολούσε.

Το πούσι ήτανε πηχτό
Τριγύρω απ’ τα καράβια,
Κρυμμένο το φεγγάρι είχε χαθεί
Ψηλά στα επουράνια.

Γι’ αυτό τα μάτια κανενός
Δεν είδαν το νησί μπροστά,
Oύτε τα μεγάλα κύματα
Που κυλιόνταν πριν απ’ τη στεριά

Τα καλόφτιαχτα καράβια άραξαν
Μαζέψαμε όλα τα πανιά,
Κι απε πάνω στης θάλασσας
Βγήκαμε την ακρογιαλιά.             150

Κι εκεί απάνω πλαγιάσαμε
Καρτερώντας τη θεϊκή αυγή.

Κι όταν ήρθε η ροδοδαχτυλη
Που φέρνει το πρωί ,αυγή,
Θαυμάζαμε τις ομορφάδες του
Γυρνώντας όλο το νησί.

Μα οι νύμφες ξεσηκώσανε
Οι κόρες τ’ ασπιδοφόρου Δία,
Να φάνε τους συντρόφους μου
Άγρια κατσίκια απ'τα βουνά.

Τα τόξα αμέσως τα καμπυλωτά
Και τα μακρόλαιμα κοντάρια,
Έτρεξαν και τα πήρανε
Κι έριχναν μοιρασμένοι στα τρία.

Αμέσως  έδωσ’ ο θεός

Άφθονο σε μας κυνήγι ,
Δώδεκα μ’ ακολουθούσανε
Καράβια για μεράδι.

Και στο καθένα έπεσαν

Από εννιά αγρίμια
Μόνο σε μένα διάλεξαν
Να δώσουνε τα δέκα.                                160

Κι  όσο ο ήλιος να χαθεί
Τη μέρα όλη αραχτοί,
Άφθονο κρέας τρώγαμε  
Και απε γλυκό κρασί .
 
Γιατ΄ είχαμε στα καράβια μας
Κόκκινο κρασί ακόμα,
Αφού ο καθένας νοιάστηκε
Να το πάρει σε λαγήνια.
 
Τα πήραμε σαν πατήσαμε
Το κάστρο των Κικόνων,
Τώρα κοντά μας βλέπαμε
Γη και καπνούς των Κυκλώπων
 
Και κάποιων ακούγαμε φωνές
Όπως και κατσικιών.
 
Και μόλις πια βασίλεψε
Ο ήλιος κι ήλθε σκοτάδι,
Τότε πια κοιμηθήκαμε
Στης θάλασσας τ’ ακρογιάλι.
 
Σαν χάραξε η ροδοδάχτυλη                   170
Του πρωινού γεννήτρα αυγή,
Αυτά είπα στους συντρόφους μου
Καλώντας τους σε συναγωγή:

Αγαπημένοι σύντροφοι
Mείνετε εδώ εσείς κι εγώ,                     
Με το πλήρωμα και το καράβι μου
Θα φύγω προς τα εκεί να πάω

Να δω αν ζουν καλοί εκεί
Άνθρωποι φιλόξενοι ,
Η δε φοβούνται τους θεούς.
Είν’ ακόλαστοι άδικοι και άγριοι

Σαν τα είπα αυτά ,πηγαίνοντας
Στο καράβι πάνω διέταξα,
Τους συντρόφους μου όταν θ’ανεβούν
Να λύσουν παλαμάρια.

Μπήκαν εκείνοι γρήγορα
Και στους σκαρμούς καθίσαν,
Κι απε την αφρισμένη θάλασσα
Με τα κουπιά χτυπούσαν.               180        
  
 
Ραψωδία ι (τμήμα)
Στη χώρα των Κυκλώπων
 
Κι όταν στον τόπο φτάσαμε
Που δεν ήταν βλέπεις μακριά ,
Είδαμε την ψηλή σπηλιά που ήταν
Απόμερη μα στο κύμα κοντά.

Με δάφνες ήταν  ολοσκέπαστη
Μέσα της πολλά κοπάδια,
Με  γίδια απε και  πρόβατα
Που μαντρίζονταν τα βράδια.
 
Χτισμένη  η αυλή πανύψηλη
Με μπηγμένα στη γη λιθάρια,
Δρύες που’χαν την κορφή ψηλά
Και πεύκα πολύ μεγάλα.

Άνδρας πλάγιαζ’εκεί πελώριος

Που μόνος του βοσκούσε, τ’ αρνιά
Απόμερα με το κακό στο νου του
Πάντοτε δίχως συντροφιά
 
Πλάσμα  παράδοξα πελώριο
Δεν έμοιαζε άνδρας του ψωμιού
Αλλά με δασωμένη κορυφή
Κάποιου πανύψηλου Βουνού,
 
Που  ανάμεσα σ’ όλες τις λοιπές
Μονάχη ξεχωρίζει αυτή,                    190
Και τότε στους συντρόφους μου
Τους μπιστικούς δίνω  διαταγή.
 
Στα πλοία να μείνουνε σιμά
Πάντα να’χουν  το νου τους
Κι απε  διάλεξα απ’ αυτούς
Δώδεκα ψυχωμένους.
 
Γλυκόπιοτο κρατώντας κίνησα
Μαύρο μοσχάτο κρασί,
Σ’ εκείνο που ο Μάρων μού, δωσε
Του Εύανθου ο γιός το ασκί.
 
Λειτουργός ήταν του Απόλλωνα
Της  Ίσμαρου τον πολιούχο,
Όταν από σεβασμό του σώσαμε
Το γιο του ,το ταίρι του και τον ίδιο.                               200
 
Κι αξίας δώρα μου’δωσε
Τάλαντα εφτά χρυσάφι,
Κρατήρα απε περίτεχνο
Όλο καμωμένο μ’ ασήμι.
 
Και δώδεκα λαγήνια αδειάζοντας
Ανέρωτο μου’δωσε γλυκό κρασί ,
Από κείνο το ποτό που πίνουνε
Μοναχά οι αθάνατοι θεοί.
 
Καμμιά σκλάβα στο σπίτι του   
Δεν ήξερε ,  ούτ’ άλλη  παρακόρη,
Εξόν αυτός, η γυναίκα του
Και μια κελάρισσα μόνη
 
Κι όταν το μελοκόκκινo
Ήθελαν να πιούν κρασί,
Έφτανε σ’ είκοσι μέρη νερού
Να ρίξουν μόνο  ένα ποτήρι.
 
Κι απ’ τον κρατήρα έβγαινε
Ολόγυρα θεσπέσια και θεϊκή,
Γλυκιά  ευωδία που δεν άντεχες 
Να κρατηθείς μακριά απ’ αυτή.
 
Πήρα εκείνο το κρασί
Μεσ΄το ασκί το μεγάλο,  
Στο ταγάρι μου έβαλα τροφές
Κάτι σκέφτηκα σοβαρό.
 
Πως πήγαινα άντρα ν’ ανταμώσω
Με δύναμη μεγάλη ζωσμένο,
Άγριος είναι που δε γνωρίζει
Νόμους και αψηφά το δίκιο.

Φτάσαμε με βιάση στη σπηλιά

Δε  βρήκαμε μέσα κανένα
Γιατί τα παχουλά του αρνιά ψηλά
Βοσκούσαν στα βοσκοτόπια.
 
Και στη σπηλιά σαν μπήκαμε
Θαυμάζαμε ότι είχε μέσα.
Τυρόβολα γεμάτα τυριά
Οι μάντρες γεμάτες αρνιά και κατσίκια..
 
Κλεισμένη χώρια η κάθε γέννα
Αλλού ήταν τα πρωτογέννητα
Χώρια και τα  μεσαία
Και τα όψιμα κι εκείνα χωριστά.

Γεμάτα από τυρόγαλο

Όλα του  τα αγγεία,
Οι καρδάρες κι οι σκαφίδες του               220
Γι’ άρμεγμα στη σειρά.
 
Μα πρώτα απ’ όλα οι σύντροφοι
Μου’λεγαν με παρακάλια
Να πάρουμε τυριά  να φύγουμε
Γυρνώντας πίσω γρήγορα.
 
Ν’αρπάξουμε κι απ’ τα μαντριά
Αρνιά πολλά και γίδια,
Να πάμε  στο πλοίο να πλεύσουμε
Πάνω στ’ αλμυρά νερά

Μα εγώ δεν πείστηκα μ’ αυτά

Που ήταν και ωφέλιμα,
Ήθελα πρώτα να τον ιδώ
Αν θα μου δώσει δώρα.                                 230       .
 
Μα δεν έμελλε στους συντρόφους μου
Να δείξει καλοσύνες
Αν και με φωτιά προς τους θεούς
Προσφέραμε θυσίες
 
Να φάμε πήραμε τυρί
Και μέσα καθιστοί,
Εκείνον καρτερούσαμε
Ώσπου γύρισε απ’τη βοσκή. 
 
Πελώριο είχε φόρτωμα
Με  ξύλα που’ ταν στεγνά,
Τα’ φερεε να κάνει  φαγητό
Ανάβοντας τη φωτιά.
 
Τα’βαλε μέσα στη σπηλιά
Ακούστηκε μεγάλος κρότος
Κι εμείς από το φόβο μας
Χωθήκαμε προς  το βάθος.
 
Μεσ’ τη σπηλιά την ευρύχωρη αυτός
Μπάζει όσα θα άρμεγε ζωντανά,
Αφήνοντας στην αυλή τ’ αρσενικά,
Τους τράγους και τα κριάρια.                          240

Σήκωσε στην πόρτα και μετά

Έβαλε ένα πελώριο βράχο,
Δεν τον κινούσαν  άμαξες
Τετράτροχες είκοσιδυο .
 
Τόσο μεγάλος ήτανε
Που’βαλε να κλείσει τη πόρτα
 
Κι ως καθισμένος άρμεγε
Βελάζουσες γίδες και προβατίνες,
Πάντα με τη σειρά και τα νιογέννητα
Τα’ σπρωχνε να βυζαίνουν μάνες
 
Το μισό προσπάθησε ευθύς
Να πήξει απ’ το άσπρο γάλα,
Και σαν το πήρε το’ βαλε
Μεσ’ τα  πλεχτά τυροβόλια .
 
Μέσ’ σε δοχεία πήλινα
Έβαλε το  άλλο μισό,
Που τα’παιρνε και τ’ άδειαζε
Στο βραδινό του φαγητό                               250
 
Τέλειωσε όλες τις δουλειές
Χωρίς αργοπορία,
Μας είδε όταν  άναψε φωτιά
Και ρώτησε λέγοντας τούτα:
 
Ω ξένοι ποιοι είστε κι από που
Ήλθατε περνώντας πελάγη,
Μήπως έχετε καμμιά δουλειά
Η τριγυρνάτε στην τύχη.
 
Σαν τους ληστές στις θάλασσες
Που τριγυρνούν και φέρνουν,
Σε άλλους τόπους το κακό
Και τη ζωή τους παίζουν.
 
Αυτά σαν είπε ράγισε
Στα στήθια η καρδιά μας,
Με τέτοιο άγριο μούγκρισμα
Και τόσο πελώριο τέρας

Έτσι εγώ του  αποκρίθηκα

Και τούτα τα λόγια του είπα,
Ήμαστε ταλαίπωροι Αχαιοί                  260
Κι ερχόμαστε από την Τροία,
 
Μ’ ανέμους όλων των ειδών,
Σε θάλασσες πάνω από αβύσσους,
Οδεύοντας για το σπίτι μας
Μα πήραμε άλλους δρόμους.
 
Φτάσαμε εδώ γιατ’ ήτανε
Το θέλημα του πατέρα Δία,
Στρατιώτες είμαστε όλοι μας
Του βασιλιά Αγαμέμνονα
 
Που η δόξα του τώρα έφτασε
Στα επουράνια να φτάνει,
Που τέτοιο κάστρο πάτησε
Και λαούς έχει ξεκάνει.
 
Kι’ εμείς εδώ που ήλθαμε                            270
Πέφτουμε στα δυο σου πόδια,
Σαν ξένους να μας υποδεχτείς
Kαι να μας δώσεις δώρα.
 
Νόμος υπάρχει θεϊκός
Και   ο Δίας των ξένων προστάτης,
Γι'αυτό  τώρα πρέπει εσύ 
Σεβασμό στους Θεούς να δείξεις.

Eκείνος μ’ ανελέητη
Μ’ απάντησε καρδιά:
Άμυαλος ξένε φαίνεσαι
Ή έρχεσαι από μακριά.
 
Εσύ που λες  τώρα πως τους θεούς
Πρέπει να φοβάμαι και την οργή τους,
Όμως οι Κύκλωπες Δία και θεούς
Δε σκιάζονται, είναι ανώτεροι τους
 
Ούτε του Δία ο θυμός
Με σταματά να μη πονέσω,
Για σένα για τους συντρόφους σου
Μόνο εγώ θ’ αποφασίσω
 
Μα πες μου που να τ’ άραξες
Tο καλοφτιαγμένο σου πλοίο,
Εδώ κοντά είναι ή πολύ μακριά
Λέγε μου  για να ξέρω.                                           280
 
Μα έτσι με δοκίμαζε
Δε με γελούσε , είδα πολλά,
Με πληρωμένη απάντηση
Του είπα και με λόγια πονηρά .
 
Το πλοίο μου κατέστρεψε
Ο  κοσμοσείστης Ποσειδώνας,
Στα βράχια μου το πέταξε
Σ’ ακρινή μεριά της δικής σου χώρας.
 
Άνεμοι πελαγίσιοι το’σπρωξαν
Και χτύπησε σε κάβο(ακρωτήρι),
Μόνο εγώ και τούτοι εδώ
Γλιτώσαμε το χάρο.  

Τέλειωσα  κι ο ανελέητος

Χωρίς μια λέξη να πει
Απλώνοντας τα χέρια.του
Στους συντρόφους μου θα ριχτεί
 
Άρπαξε δυο και τους κοπάνησε
Στη γη σα να’ ταν ζαγάρια,
Χύθηκαν τα μυαλά τους κατά γης
Ποτίζοντας το χώμα.
 
Κι αφού πια τους κομμάτιασε
Ετοίμασε και το δείπνο
Τρώγοντας τίποτε δεν άφηνε
Λιοντάρι έμοιαζε βουνίσιο.
 
Σάρκες έτρωγε κι’ εντόσθια ,
Κι απ’ τα κόκκαλα τα μεδούλια 
Κι’ εμείς κλαίγοντας υψώναμε
Τα χέρια μας στο μεγάλο Δία.
 
Τέτοιες οι βάρβαρες  σκηνές
Που χάσαμε το μυαλό μας.
 
Κι ως έφαγε τα ανθρώπινα
Τα κρέατα ο Κύκλωπας ,
Γέμισε τη μεγάλη του κοιλιά
Κι αγνό γάλα ρουφώντας. 
 
Κι απε τεντώθηκε μεσ’ τη σπηλιά
Στη μέση από τ’ αρνιά .

Για μια στιγμή  με την καρδιά
Την μεγάλη μου είχα σκεφτεί
Να πάω κοντά του κι απ’ το μηρό
Να βγάλω το κοφτερό σπαθί,
 
Και να το μπήξω ψάχνοντας
Στο στήθος με  τ’ άλλο χέρι,
Να’ βρω που τάχα κλείνουνε
Τα σπλάχνα το συκώτι.  
 
Μα  άλλη σκέψη γρήγορα
Μου γύρισε τα μυαλά,                              300
Γιατί  όλους μας περίμενε
Χαμός μεσ’ τη σπηλιά.
 
Αδύνατο να σπρώξουμε                                                                                  
Τον τεράστιο βράχο με τα χέρια,
Που απίθωσε στις  πόρτες τις ψηλές
Μπαίνοντας στη σπηλιά του μέσα.
 
Έτσι στενάζοντας περιμέναμε
Μέχρι να έλθει η θεϊκή αυγή.
 
Σαν χάραξε πια  η ροδοδάκτυλη
Κόρη  του πρωινού, αυγή,
Άναψε πάλι τη  φωτιά
Κι άρμεξε το διαλεχτό κοπάδι.
 
Όλα τα είχε  χωρισμένα κι έφερνε
Σε κάθε μικρό την κάθε αμνάδα,
Τέλειωσε όλες του τις δουλειές
Μ’ απίστευτη  γρηγοράδα.
 
Ξανά με δυο  συντρόφους μας
Που άρπαξε ετοίμασε πρωινό
Κι αφού χόρτασε πια έβγαλε
Ακούραστα  το μεγάλο βράχο.
 
Σαλάγισε το παχύ κοπάδι του
Κι όταν το ’βγαλε απ’ τη σπηλιά,
Πάλι το βράχο έβαλε
Σα να’ κάλυμμα  σε φαρέτρα.
 
Κι απε με τα διαλεχτά αρνιά
Σφυρίζοντας πήρε το βουνά.
 
Κι εγώ έμεινα να μηχανεύομαι
Σκεφτόμενος το κακό
Αν μου’δινε τη χαρά η Αθηνά
Να πάρω γδικιωμό.
 
Η σκέψη αυτή μου φάνηκε
Πως ήταν πιο σωστή.
 
Δίπλα στη μάντρα βρίσκονταν
Ρόπαλο του Κύκλωπα χλωρό
Τρανό από ελιά κομμένο
Να το κρατά όταν είναι στεγνό.
 
Κι’ εμείς που το κοιτάζαμε                             320
Λέγαμε πως είν’ κατάρτι,
Σ’απλόχωρο εικοσάκοπο
Μαύρο γοργό καράβι,
 
Σαν τα μεγάλα φορτηγά,
Που σχίζουν το μέγα πέλαγος.
Τόσο φαινόταν το μάκρος του
Και τόσο πως είν’ στο πάχος.
 
Μακρύ κομμάτι έκοψα
Όσο μια δική μου οργιά
Το’ δωσα στους συντρόφους μου
Και να το πελεκήσουν είπα.
 
Κι όπως εκείνοι το ίσιαξαν
Στην άκρη θα το ξύσω
Και σ’ αναμμένη το’ βαλα
Θράκα για να το κάψω ..

Κι αυτό καλά το έχωσα
Κρύβοντας το στην  κοπριά.,
Αυτή που  στη σπηλιά σκορπούσε
Εκείνος  σε αφθονία.
 
Και τότε κλήρο πρόσταξα
Να ρίξουν οι συντρόφοι
Να δούμε ποιοι το κουράγιο θα’ χανε
Να  σηκώσουμε το παλούκι.
 
Στο μάτι του να  το μπήξουμε
Μόλις ο ύπνος φτάσει
Κι ο κλήρος έπεσε σ’ αυτούς
Που μόνος μου θα’ χα διαλέξει.
 
Όλοι τους ήταν τέσσερις
Κι εγώ μαζί τους  πέμπτος.
 
Το δειλινό σαλαγώντας γύρισε
Τα πρόβατα τα ομορφόμαλλα
Κι αμέσως μέσα  τα’μπασε
Στην τεράστια  σπηλιά

Έξω στη βαθιά του αυλή

Κανένα  δεν είχε αφήσει,
Κάτι σα να μυρίστηκε
Ή  θεός του είχε μηνύσει.
 
Mετά σήκωσε ψηλά το βράχο                         340
Το απίθωσε στη μπασιά,
Προβατίνες και βελάζουσες  γίδες.
Κάθισε και τις  άρμεγε με σειρά
 
Κι ύστερα κάτ’ απ’ τις μάνες τους
Τα νιογέννητα έβαζε να βυζάξουν.
 
Κι όταν όλες του τις δουλειές
Mε βιάση είχε τελειώσει
Άρπαξε δικούς μου άλλους δυο
Κι ετοίμασε να δειπνήσει.

Τότε εγώ στον Κύκλωπα
Κοντά πηήγα να του μιλήσω,
Γαβάθα κρατώντας στο χέρι μου
Μαύρο κρασί γεμάτο.
 
Κύκλωπα πιες το κρασί ετούτο
Αφού έφαγες ανθρώπων κρέατα,
Μάθε και  τι λογής φυλάγαμε
Πιοτό στο πλοίο μέσα.
 
Σου το’ φερα για μια σπονδή
Που ήθελα να σου κάνω,
Μήπως εσύ με σπλαχνιστείς
Και μ’ έστελνες στην πατρίδα να πάω.
 
Μα σύ είσαι ασυγκράτητος
Και κάνεις σαν τρελός,                                         350
Με τέτοιες ανομίες ποιος εδώ
Θα’ ρθει  απ’ τον κόσμο άνθρωπος.
 
Τέλειωσα κι εκείνος το δέχτηκε
Το άδειασε κι ήταν όλος χαρά,
Που’ πινε τέτοιο γλυκό κρασί
Και  δεύτερο αμέσως μου ζητά.
 
Δώσε μου κι άλλο πρόθυμα
Πες μου και τ’ όνομα σου να χαρείς,
Αφού και  συ θα ευχαριστηθείς
Το δώρο σου σαν θα πάρεις.
 
Η γη των  Κυκλώπων η γόνιμη
Με τις βροχές του Δία δίνει κρασί,
Από μεγάλα τσαμπιά, μα αυτό εδώ
Είν’ από νέκταρ κι αμβροσία μαζί.               360
 
Είπε και καυτερό κρασί
Έφερα και τον κέρασα
Τρείς φορές του έφερα και τις τρείς
Το άδειασε ανέμελα.

Και όταν το κρασί χαλάρωσε
Tα μυαλά του Κύκλωπα
Τότε με λόγια ήρεμα
Μιλώντας του, του είπα:
 
Κύκλωπα αφού με ρώτησες
Για το ξακουστό όνομα μου,
Μάθε το και  το δώρο της φιλοξενίας
Που μου’ ταξες δώστο μου.
 
Κανένας είναι τ’ όνομα,
Ο πατέρας μου κι η μητέρα μου,
Κανένα, με φωνάζουν
Κι απε κι οι σύντροφοι μου.
 
Τέλειωσα κι εκείνος μ’ανελέητη
Μ’ απάντησε καρδιά,
Δώρο της φιλοξενίας μου είναι
Τελευταίο να φάω τον Κανένα.
.
Και αφού έγειρε προς τα πίσω
Και ξάπλωσε ανάσκελα
Κι ο πανδαμάτορας ύπνος του’ρθε
Σαν γύρισε  το σβέρκο πλάγια
 
Κι έβγαιναν απ’ τα λαρύγγια του
Κρασί  και κρεατομπουκιές,
Που ξερνούσε μεθυσμένος
Από σάρκες ανθρωπινές.
 
Και τότε εγώ στη χόβολη
Τον πάλουκα πολύ βαθιά το έχωσα,
Μέχρι λιγάκι να πυρωθεί
Και απε στα συντρόφια μίλησα.
 
Κουράγιο σ’ όλους έδιν’ από φόβο
Κάποιος να  σκεφτεί  να λακίσει.
 
Αλλά σαν ήρθε η ώρα της ελιάς
Ο  πάλουκας είχε ζεσταθεί καλά
Κι ας ήταν χλωρός εγώ φλογάτο
Τον έφερα στον Κύκλωπα κοντά.                        380
 
Εμένα και  στους συντρόφους δίπλα μου
Καρδιά μας έδωσε  θεός,
Όταν τον πάλουκα εκείνοι μου’φεραν
Που ήταν στη  μια του άκρη  σουβλερός
 
Στο μάτι του το κάρφωσαν
Κι εγώ επάνω του πεσμένος
Τον έστριβα όπως τρυπά μ’ ένα τρυπάνι
Μαδέρι καραβιού ο μαραγκός.
 
Που το κάνουν να κινείται από κάτω
Άλλοι που το στρίβουν από τις δυο μεριές,
Με λουρί από δω κι από εκεί
Ώστε να  παίρνει συνεχώς στροφές.
 
Έτσι κι εμείς  στριφογυρίζαμε
Χώνοντας τον  στο μάτι του βαθιά,
Toν  καμωμένο πολύ μυτερό
Πυρωμένο δαυλό απ’ τη φωτιά
 .
Κι όπως έμπαινε ο ζεστός δαυλός
Πλημμύρα έτρεχε το αίμα
Κι η πύρα που’ βγαινε απ΄ το βολβό
Έκαιγε ματόκλαδα και φρύδια.
 
Τσιτσίριζαν μεσ’ τη φωτιά
Κι οι ρίζες του ματιού του.
 
Όπως όταν τσεκούρι ή σκεπάρνι
Ο σιδεράς τα βγάζει απ’ τη φωτιά, 
Τα βάζει στο κρύο το νερό κι απε
Βγαίνει απ’ το σίδερο μια στριγκλιά.
 
Αυτό είναι που δύναμη   
Στο σίδερο θα δώσει περίσσια,
Έτσι τσιτσίριζε και  το μάτι του
Γύρω από της ελιάς τον πάλουκα.
 
Έβγαλε φρικαλέο μούγκρισμα
Αντιλάλησαν τα γύρω βράχια
Κι εμείς  προς τα πίσω φύγαμε
Απ’ τη μεγάλη  τρομάρα . 
 
Εκείνος έβγαλε απ’ το μάτι του
Το παλούκι βουτηγμένο στο αίμα
Και φρενιασμένος πολύ μακριά
Το πέταξε  απ’ τα χέρια.
 
Κραυγές  μεγάλες έβγαζε
Καλώντας όλους τους Κύκλωπες,
Που  ζούσαν μέσα στις σπηλιές
Στις ανεμόδαρτες κορφές .                            400
 
Κι αυτοί που άκουγαν τις φωνές
Περιφέρονταν  από εδώ κι από εκεί
Κι απορούσαν γύρω  απ' τη σπηλιά
Ποια συμφορά τον είχε βρει.
 
Πολύφημε μες την αθάνατη νυχτιά
Ποιο τάχα σε βρήκε κακό
Και βγάζεις  τέτοιες κραυγές
Αφήνοντας μας χωρίς  ύπνο.
 
Μήπως ήρθαν άθελα σου
Κι άρπαξαν τ’αρνιά σου  θνητοί,
Ή μήπως  με βία η με δόλο
Κάποιος σου παίρνει τη ζωή.
 
Κι  o Πολύφημος αποκρίθηκε
Ο φοβερός απ’τη σπηλιά,
Ο  Κανένας με σκοτώνει φίλοι μου
Μα όχι με βία.,με πονηριά

Κι εκείνοι του απάντησαν
Με λόγια που τα’παιρν’ο  αέρας
 
Αφού μονάχος βρίσκεσαι
Και δε σε πείραξε κανείς,
Την αρρώστια  απ’το μεγάλο Δία
Να ξεφύγεις δε μπορείς .
 
Ικεσία στον πατέρα σου
Κάνε το βασιλιά Ποσειδώνα.  
 
Έφυγαν σαν του μίλησαν
Κι η  δική μου καρδιά είχε χαρεί,  
Για  το έξυπνο που τον  εξαπάτησε
Όνομα Κανένας  που’χα  σκεφτεί.
 
Ο Κύκλωπας σπαράζοντας
M βογγητό απ'τον πόνο,
Με τα χέρια του  ψηλαφώντας
Έβγαλε απ' την είσοδο το βράχο,
 
Κι πιάνοντας όλη τη μπασιά
Κάθισε κι είχε  τα χέρια απλώσει,
Μήπως με το κοπάδι βγαίνοντας
Κάποιον μπορέσει να τσακώσει .
 
Για τόσο ανόητο με περνούσε
Μα το δικό μου κιόλας μυαλό,
Δούλευε  ώστε να κάνω    
Για μάς όλους το πιο σωστό.                                 420
 
Σκεφτόμενος  τρόπο να’βρισκα
Το θάνατο να γλιτώσω ,το χαμό,
Το δικό μου και των  συντρόφων μου
Κι’ ύφαινα δόλους πολλώ λογιώ.
 
Διάφορα  σκέφτηκα; τεχνάσματα
Αφού παίζαμε τη ζωή μας
Κι μια μου σκέψη φάνηκε
Πώς ήταν η πιο σωστή για μας.
 
Καλοθρεμμένα βρίσκονταν
Πυκνόμαλλα εκεί τραγιά,
Που ήταν μεγάλα και καλά
Με σκοτεινόχρωμα μαλλιά.
 
Τα έδεσα αφού τα χώρισα
Σε τριάδες με ησυχία ,
Κάνοντας  πλεξούδες από λυγαριές                 430
Που’χε ο Κύκλωπας για στρώμα.
 
Επάνω σ’ αυτές κοιμότανε
Το πελώριο κακόψυχο τέρας.
 
Κάθε τριάδα  σήκωνε
Και πήγαινε μ’ένα άνδρα,
Το  μεσαίο, που τον σκέπαζε
Και τ’ άλλα απ'τα δυο του πλάγια
 
Κι όσο για μένα το πιο  διαλεχτό
Πήρα κριάρι απ'τη σπηλιά ,
Το έπιασα  από πίσω και μετά
Στη μαλακή του κόλλησα κοιλιά.
 
Με τα χέρια μου κρατιόμουνα
Απ’ τα μεταξένια του μαλλιά,
Ανάσκελα κρεμασμένος
Με  καρτερική καρδιά                              440
 
Έτσι στενάζοντας περιμέναμε
Να έλθει η θεϊκή αυγή
 
Κι όταν πιά η ροδοδάκτυλη
Κόρη του πρωινού ήλθε αυγούλα,
Τότε ορμήσαν για βοσκή να βγουν
Τ’ αρσενικά κριάρια.
 
Και τότε  ασταμάτητα
Βέλαζαν τα θηλυκά αρνάκια,
Στη μάντρα μέσα ανάρμεχτα
Πιτσίλιζαν τα μαστάρια.
 
Σε πόνους ασταμάτητους
Ο αφέντης τους μέσα ,                                                          
Τη ράχη όλων ψαχούλευε
Στεκόμενος ολόρθα.
 
Ο ανόητος δεν κατάλαβε
Πως κάτω από τα στήθη,
Απ’ τα πυκνόμαλλα αρνιά
Εκείνοι ήταν δεμένοι.

Κι έφτασε  ο μαλλιαρό κριάρι 
Στην πόρτα,απ’ όλα πιο στερνό,
Δυσκίνητο απ’τα μαλλιά
Μ' εμένα το σοφό .

Κι ο δυνατός Πολύφημος 
Του είπε χαϊδεύοντας το,
Κριάρι μου καλό τί έπαθες
Και  βγαίνεις τελευταίο;
 
Τελευταίο ποτέ  δεν έμεινες
Και πρώτο πάντα απ’το κοπάδι,
Γοργά  Να βοσκήσεις έβγαινες
Ολόδροσο χορτάρι.
 
Πρώτο στο ρέμα έφτανες
Και πρώτο κινούσες να γυρίσεις,
Όταν το δειλινό ερχότανε .
Και τώρα τελευταίο μένεις.
 

Του αφέντη σου  το μάτι θα  θρηνείς
Που  άντρας κακούργος το’βγαλε,
Μαζί με τους άθλιους  συντρόφους του
Όταν το μυαλό μου με κρασί το πήρε,
 
 Σου λέω ακόμα πως ο Κανένας
Δεν ξέφυγε το δικό μου γδικιωμό.
 
Και αν με μένα ένοιωθες
Τα ίδια  κι είχες μιλιά,
Θα μου’λεγες που τρύπωσε
Τη δική μου να γλιτώσει μανία,
 
Τότε  θα’ βλεπες μέσ’ τη σπηλιά
Τα μυαλά του ολόγυρα χυμένα
 
Στο χώμα θα τον τσάκιζα
Και μέσα στα στήθια μου η καρδιά,
Θ’ αλάφρωνε απ’ όσα ο  άθλιος
Κανένας μου φόρτωσε τυράννια.                              460
 
Τέλειωσε και απ’ τα  χέρια λεύτερο
Προς την πόρτα το κριάρι αφήνει.
 
Κι όταν τη σπηλιά και την αυλή
Tις είχα αφήσει πίσω,
Πρώτος απ’ τον τράγο λύθηκα
Να πάω  τους άλλους να λύσω.
 
Λιανόποδα, κριάρια τρυφερά
Με βιάση τα  λαλούσαμε
Κοιτάζοντας συνεχώς τριγύρω μας
Στο καράβι μας τέλος  φτάσαμε.
 
Οι σύντροφοι μας φτάνοντας
Μας υποδέχτηκαν με χαρά,
Μιας και το θάνατο αποφύγαμε
Μα για τους άλλους έκλαιγαν γοερά.
 
Εγώ δεν τους άφηνα να θρηνούν
Κι  έγνεφα στον καθένα με τα φρύδια
Να κλαίει μα τα ομορφόμαλλα
Στο πλοίο να βάζει κριάρια.
 
Και γρήγορα ν’ αποπλεύσουμε
Μεσ’ τ’ αλμυρό νερό.
 
Κάθισαν στους πάγκους με σειρά,
Με βιάση στο πλοίο σαν ανέβηκαν,
Την αφρισμένη θάλασσα
Με τα κουπιά χτυπούσαν.
 
Και τόσο  μακριά πιά ήμουνα
Όσο ν’ ακούγεται η φωνή ακόμα,
Τότε φωνάζοντας στον Κύκλωπα
Του είπα με λόγια  περιπαιχτικά:

Κύκλωπα δεν ήτανε γραφτό να φας
Τους συντρόφους του άθλιου άντρα,
Μεσ’τη σπηλιά την τορνευτή
Με τέτοια αγριάδα.
 
Τα κρίματα σου, άσπλαχνε 
Θα  τα πλήρωνες μια μέρα,
Που ξένους  δε σεβάστηκες,
Τους έτρωγες  στο σπίτι σου μέσα.
 
Γ’ αυτό ο Δίας κι οι λοιποί
Σε τιμώρησαν  θεοί.
Και σαν τέλειωσα περισσότερη
Γέμισε η καρδιά του οργή.
 
Ξεκόβοντας τρανού βουνού
Ακρόκορφο το πετάει,
Προς το καράβι το γαλαζόπρωρο  
Που δίπλαε απ’ την πλώρη φτάνει.
 
Η πέτρα βυθιζόμενη
Φούσκωσε όλη τη θάλασσα,
Έσπρωξε το πλοίο στη στεριά
Το κύμα απ’ την παλίρροια.
 
Στα δυο μου χέρια πιάνοντας
Αμέσως  κοντάρι μακρύ,
Το’ σπρωξα προς  τα έξω δίνοντας
Στους συντρόφους εντολή,
  
Γνέφοντας τους παρότρυνα
Γοργά να πάνε στα κουπιά ,
Να φύγουμε μακριά απ’τη στεριά
Για γλιτωμό απ’ την κακοτοπιά.
 
Εκείνοι τότε ρίχτηκαν
Μπροστά κωπηλατώντας
Κι όταν πια διπλά αλαργέψαμε            480
Στο πέλαγο τραβώντας,
 
Στον Κύκλωπα φώναξα εγώ
Αν κι οι σύντροφοι μ’ απέτρεπαν,
Ο ένας από δω κι άλλος απ’ εκεί
Με λόγια ευγενικά με εμπόδιζαν.
 
Καημένε γιατί αλήθεια θέλεις
Να ερεθίζεις τ’ άγριο θεριό,
Που λίγο  πριν μας πέταξε
Ένα τεράστιο βράχο;
 
Πήγαμε να χαθούμε λίγο πριν,
Που’ φερε το καράβι στη στεριά.
 
Αν άκουγε τα λόγια μας αυτά
Και τις φωνές  ξανά ,
Βράχο θα πέταγε  στα κεφάλια μας
Η και στου πλοίου στα πανιά
 
Βράχο που ναν’ ολόκληρος
Αγκαθωτός τριγύρω .
 
Μα τη δική μου άφοβη καρδιά,
Αν και τον ρίχνει τόσο μακριά,
Δεν την έπεισαν και ξανά                                           500
Του φώναξα με κακία.
 
Αν κάποιος από τους θνητούς
Κύκλωπα σε ρωτήσει,
Ποιος σου’κανε στο μάτι σου
Αυτή την άγρια τύφλωση,
 
Ο Οδυσσέας του Λαέρτη ο γιος
Μου  το’ κανε,ο καστροπορθητής ,
Που έχει ένα σπίτι να του πεις
Πέρα στο νησί της Ιθάκης.
 
Σαν τέλειωσα εκείνος μούγκρισε
Κι απάντησε με τα λόγια αυτά,
Αλίμονο τα παλιά μου έρχονται
Της μοίρας μου τα γραμμένα.
 
Ένας καλός μάντης ζούσε εδώ
Με φήμη στα μέρη αυτά,
Ο Τήλεμος του Ευρυμίδη γιος
Που κατείχε τη μαντεία καλά.
 
Γέρασε με τη μαντεία του
Στων Κυκλώπων τη χώρα.
Αυτός  μου’ πε πως όλα αυτά
Θα γίνουν κάποια μέρα..
 
Πως απ’ τα χέρια του Οδυσσέα
Την όρασή μου θα στερηθώ,
Μα πάντα από ψηλό, όμορφο
Και δυνατό πολύ που θα’ ρθει εδώ.
 
Κι μου’ ρθε εδώ ένας κοντός
Τιποτένιος  κι ασθενικός,
Που αχρήστευσε το νου μου με κρασί
Και  μου’ βγαλε το μάτι  ο αχαμνός.
 
Μα έλα σίμωσε κοντά  Οδυσσέα
Στον Ποσειδώνα να κάνω θυσία,
Να σε φιλοξενήσω, να του ζητήσω
Να σου δώσει καλή πορεία.

Γιατ’ είμαι  παιδί του  εγώ

Κι αυτός καμαρώνει ως πατέρας,
Αν ήθελε θα με γιάτρευε
Εκείνος  κι άλλος κανένας.
 
Ούτε από τους ευτυχείς θεούς
Ούτε κι απ’ τους ανθρώπους.                             520
 
Τούτα σαν μού’πε  γρήγορα.
Του απάντησα  και του είπα:
Μακάρι να μπορούσα να’ παιρνα
Και τη  ζωή σου  τώρα.
 
Τον τάφο σου να έκανα και στου Άδη
Να σ’ έστελνα την αιώνια κατοικία.
Όπου το μάτι δεν το γιατρεύει
Κι ο Ποσειδώνας ακόμα.
 
Έτσι του’ λεγα  κι αυτός
Προσευχόταν στον Ποσειδώνα,
Απλώνοντας  τα χέρια διάπλατα
Προς τ’ ουρανού τα χιλιάδες αστέρια.

Άκου αφεντικό της γης

Γαλαζόμαλλε Ποσειδώνα,
Αν είμαι γιός σου γνήσιος
Και σένα πως σ’ έχω πατέρα,

Κάνε του Λαέρτη ο γιός να μη χαρεί
Ο Οδυσσέας να φτάσει,
Στην πατρίδα ο καστροπορθητής 
Με τα σπίτια του στην Ιθάκη
 
Μ’ αν τους δικούς του είν’ γραφτό 
Και τα κολοχτισμένο να δει παλάτι,
Ελεεινός στην πατρική του γη
Αργά ,δίχως συντρόφους ας φτάσει.
 
Με ξένο πλοίο  και στο σπίτι του
Πολλές να εύρει συμφορές.
Κι ο Γαλαζομάλλης (Ποσειδών)σαν τα’ πε  αυτά
Εισάκουσε τις προσευχές
 
Κι έπειτα  πάλι υψώνοντας
Μια  πιο μεγάλη πέτρα,
Αφού τη στριφογύρισε
Τον πέταξε με μεγάλη φόρα.
 
Λίγο  ξωπίσω έπεσε  ο βράχος
Απ’το γαλαζόπρωρο πλοίο
Και παρά λίγο θα’βρισκε
Την άκρη απ’ το πηδάλιο
 
Τότε ο  βράχος πέφτοντας
Τρικύμισε η θάλασσα όλη,                                               540
Τα κύματα μας έστειλαν μπροστά
Προς τη στεριά την άλλη    (Στο πρώτο το νησάκι).
 
Φτάσαμε τέλος στου νησί
Με τα λοιπά καράβια,
Τα Καλοκούβερτα κι  σύντροφοι
Που’ ταν εκεί τριγύρα.
 
Εμάς καρτερώντας συνεχώς
Τους βρήκαμε  να’ χουν θρήνο
Κι όταν εκεί πια φτάσαμε
Πήγαμε στην ακτή το πλοίο.
 
Απ΄ το καράβι σαν πρωτοβγήκαμε
Το βαθουλό στην αμμουδιά
Βγάλαμε τ’ αρνιά του Κύκλωπα
Κι αρχίσαμε ισότιμη μοιρασιά.
 
Οι σύντροφοι οι ομορφόκνημοι
Όταν τα μοιράζανε τα πρόβατα
Διάλεξαν το κριάρι για μένα
Κι εγώ το έσφαξα στην αμμουδιά
 
Στο μαυροσύννεφο γιο του Κρόνου          560
Το Δία που όλους τους κυβερνά,
Θυσία εγώ το πρόσφερα
Καίγοντας του στην άμμο τα  μεριά.
 
Μα δε τον άγγιξε η προσφορά
Και τρόπο έψαχνε να διαλέξει,
Τα  καράβια και τους συντρόφους μου
Τους αγαπημένους να καταστρέψει.
 
Κι όλη τη μέρα τρώγαμε
Μέχρι του ήλιου τη δύση,
Πλήθος κρέατα και πίναμε
Ολόγλυκο κρασί.

Κι όταν ο ήλιος έδυσε

Κι ήλθανε η νυχτιά,
Τότε πια κοιμηθήκαμε
Στης θάλασσας την αμμουδιά.

Σαν ήλθε η ροδοδάχτυλη

Κόρη του πρωινού αυγούλα,
Τότε πια τους συντρόφους κάλεσα
Να λύσουν τα παλαμάρια.

Κι εκείνοι μπήκαν γρήγορα

Στις θέσεις τους καθίσαν,

Χωρίς ν’ αργήσουν σάλταραν

Κι αράδα στο καράβι καθισμένοι,
Στις θέσεις τους με τα κουπιά
Τη θάλασσα χτυπούσαν την αφρισμένη.

Aπ’ έκει μπροστά αρμενίζαμε
Με πικραμένη την καρδιά,
Φτάσαμε στων παράνομων
Άγριων Κυκλώπων τη χώρα.            575

 

Ραψωδία κ

 Στο παλάτι του θεού  Αίολου

Φτάσαμε κατόπιν σε νησί
Πλεούμενο την Αιολία,
Του Αίολου που οι θεοί
Τον τιμούσαν με φιλία.

Με τείχη που' ταν  χάλκινα 
Ζωσμένο και πολύ  γερά
Σε βράχια επάνω κάθονταν
Απότομα και γλιστερά.

Δώδεκα τέκνα απόκτησε 
Στ' αρχοντικό του μέσα,
Έξι στης νιότης  τον ανθό
Αγόρια κι έξι κορίτσια

Κι όταν τις κόρες πάντρεψε
Με τους γιούς του την κάθε μια,
Όλοι τους πλάι στον κύρη τους 
Και  τη σεπτή μαμά.

Τη μέρα απ’ το παλάτι τους
Αντιλαλούν τραγούδια,
Κι απε τις τσίκνες των ψητών
Για ύπνο τα ζευγάρια.

Γιατί η νύχτα έρχεται
Και πλάι στα σεμνά τους ταίρια
Πέφτουν πάνω σε στρώματα
Και τρυπητά κλινάρια.

Κι όταν στο κάστρο φτάσαμε
Στα πλούσια τους παλάτια
Μήνα μας φιλοξένησε
Ρωτώντας για την Τροία.

Πόσα ήταν τ'  Αργίτικα
Καράβια και πως ήταν
Ο γυρισμός  κι εγώ του έλεγα
Με τη σειρά όπως γινήκαν

Αφού τον ενημέρωσα
Σ’ ότι είχε ρωτήσει,
Ευγενικά του ζήτησα
Να μας ξεπροβοδήσει

Δε μου'πε όχι αντίθετα
Νοιάστηκε το γυρισμό μου
Πήρε τομάρι εννιάχρονου            20
Βοδιού για το καλό μου.

Και το ασκί του μου' δωσε  
Που μέσα του είχε βάλει,
Ορμή  ανεμοστρόβιλωνν
Μαζί μου στο καράβι

Όλους μαζί τους άνεμους
Μέσα θα τους χωρέσει,
Το ζέφυρο μας άφησε
Να βοηθά την πλεύση.

Ο  γιος του Κρόνου  φύλακα
Τον είχε στους  ανέμους 
Κι έπαυε όποιον ήθελε
Η σήκωνε τους άλλους.

Μετά στο πλοίο το ασκί
Μ' ολάργυρο  το' χε σφίξει
Σπάγγο κι η λαφριά πνοή
Μην τύχει και περάσει.

Για μένα μόνο να φυσά
Του Ζέφυρο είχ' αφήσει
Να σπρώχνει το πλοίο μάταια
Τη ρότα μας να  στηρίξει.

Γιατί εμείς χαθήκαμε 
Απ τα δικά μας λάθη

Μέρες εννιά αρμενίζαμε
Άπαυτα μέρα νύχτα,
Τη δέκατη αχνοφάνηκε
Του νόστου μας η πατρίδα.

Σε λίγο είδαμε φωτιές
Μα εγώ ο νυσταγμένος,
Όλη τη νύχτα κράταγα
Τη σκότα ξεσηκωμένος.

Δεν θέλησα σε σύντροφο
Το πόστο αυτό ν’ αφήσω,
Γιατί πολύ βιαζόμουνα
Σπίτι μου να γυρίσω.
 
Οι ναύτες στην κουβέντα τους
Χρυσό πίστευαν κι ασήμι,
Ο Αίολος πως μου έδωσε
Και τα’φερνα στο σπίτι.

Στους διπλανούς τους έλεγαν
Όλοι πως μ’ αγαπούν,
Πως σ’ όποια χώρα κι αν βρεθώ     40
Όλοι τους με τιμούν.

Στον Οδυσσέα ο Αίολος
Μ’αγάπη θα του χαρίσει,
Χρυσάφια και μαλάματα
Που στο ασκί θα κλείσει

Κι από την Τροία λάφυρα
Άπειρα κουβαλά,
Μαζί του πάμε σπίτια μας
Τα χέρια μας αδειανά.

Η μοίρα δεν βοήθησε
Δεν ήταν τυχερό,
Αφού οι ναύτες άνοιξαν
Τ’ ασκί για θησαυρό.

Κι εγώ καθώς κοιμόμουνα
Γλυκά ονειρευόμουν,
Στα όμορφα παλάτια μου
Έβλεπε πως βρισκόμουν.

Με των συντρόφων τη βουλή
Οι άνεμοι θα χυμήξουν,
Kαι σε αντάρα γρήγορα
Μέσα θα μας τυλίξουν.

Ξαφνιάστηκα και ξύπνησα
Σ’άγρια βοή κυμάτων,
Μακριά πάλι η Ιθάκη μας
Η γη μας των θαυμάτων.

Σκέφτηκα τότε κι έλεγα
Στην άφοβη καρδιά μου,
Μηπως μεσ΄το κύματα
Να πνίξω τα όνειρά μου.

Βάσταξα εγώ αμίλητα
Το πλήρωμα θρηνούσε
Κι η μαύρη αντάρα στου Αίολου
Πίσω θα μας γυρνούσε.

Βγήκαμε τότε για νερό
Να πάρουμ’ από βρύση,
Κοντά στα πλοία οι ναύτες μου
Τραπέζι είχαν στρώσει.

Διάλεξα τότε έναν καλό
Σύντροφο κι έναν κράχτη          60
Και πήγα στο κοσμάκουστο
Του Αίολου παλάτι.

Τον βρήκαμε με το ταίρι του
Να τρώει με τα παιδιά του
Και μεις κάπως παράμερα
Καθίσαμε στον οντά του.

Κι αρχίνησαν να με ρωτούν
Mε κάποια ειρωνεία,
Ποια μοίρα πάλι μ’έφερε
Πίσω στην Αιολία.

Και πάλι μου’ παν πως αυτοί
Μ’ έστειλαν μ’ όσα ζητούσα,
Στ’αρχοντικό ή όπου αλλού
Πολύ επιθυμούσα.

Κι εγώ τους ανταπάντησα
Με σπλάχνα μαραμένα,
Ναύτες κακοί με τύφλωσαν
Κι ο ύπνος από μένα.

Έτσι γλυκά τους μίλησα
Για να τους καλοπιάσω,
Έμειναν όλοι άφωνοι
Την έχθρα θα μετριάσω.

Μα ο γονιός τους Αίολος
Λαύρος απέναντί μου,
Του κόσμου με είπε σίχαμα
Γκεμίσου απ’το νησί μου.

Κρίμα πως θα’ταν να δεχτεί
Πίσω για να με στείλει,
Εμένα που όλοι οι θεοί
Δεν ήταν μαζί μου φίλοι.

Αφού εδώ από οργή θεών
Έμελλε να γυρίσεις,
Τσακίσου φύγε από δω
Και μη ξαναπατήσεις.

Με αίμα μεσ’τα σπλάχνα μας
Φεύγουμε κι από κει,
Το θάρρος των συντρόφων μου
Ξέσπασε στο σκληρό κουπί.         80


Στη χώρα των Λαιστρηγόνων


Έξη μερόνυχτα κουπί
Την έβδομη θα βρεθούμε,
Του Λάμου το ορθόκτιστο
Το κάστρο να κοιτούμε.

Ήμασταν στην Τηλέπυλο
Την πόλη των Λαιστρηγόνων,
Με χαιρετούρα δυο βοσκοί
Τα γίδια τους μαντρώνουν.

Άνθρωπος άγρυπνος μπορεί
Να κέρδιζε δυο ρόγες,
Βόσκοντας πρόβατα τη μια
Την άλλη αγελάδες.

Tου Λάμου αντικρίσαμε
Το ξακουστό λιμάνι,
Την έμπαση του που’κλειναν
Αντικριστοί δυο βράχοι.

Όλα τα πλοία μπήκανε
Το ένα δίπλα στ’άλλο,
Διαλέξαμε ν’αράξουμε
Στης μπούκας τον ένα κάβο.

Άσπρη γαλήνη η θάλασσα
Ποτέ της δε φουσκώνει,
Με τα μικρά και τ’αψηλά
Κύματα δεν ψηλώνει.

Μόνος εγώ που κράτησα
Το μαύρο το καράβι,
Εκεί πήγα κι έδεσα
Στις πέτρες παλαμάρι.

Σε μια ραχούλα ανέβηκα
Να κάνω αυτοψία,
Βοδιού δεν είδα οργώματα
Κι ανθρώπου παρουσία             
 
Μόνο ψηλά ένας καπνός
Που φάνηκε ν’ανεβαίνει,
Κι έστειλα δυο συντρόφους μου   
Να δούνε τι συμβαίνει              .100

Αυτοί με ένα σύνδεσμο
Φύγανε για να δούνε,
Τι είδους είναι άνθρωποι
Ποιοι σιτοφάγοι ζούνε.

Τον ίδιο δρόμο πήρανε
Και κείνοι με τα κάρα,
Που απ’τα ψηλά βουνά
Κατέβαζαν τα ξύλα.

Στο διάβα τους συνάντησαν
Πανέμορφο κορίτσι,
Που είχε πάει στην πηγή
Νερό για να γιομίσει.

Τη δροσερή αυτή πηγή,
Την έλεγαν Αρτακία,
Εκεί γεμίζαν τα σταμνιά
Τα πήγαιναν στην πολιτεία.

Κόρη ήταν του βασιλιά
Του πρώτου των Λαιστρυγόνων,
Που Αντιφάτης λέγονταν
Σκληρός αφέντης όλων.

Κοντά της κοντοστάθηκαν
Κι άρχισαν να τη ρωτούνε,
Ποιόν είχ΄ ο τόπος βασιλιά
Και ποιοι τους κυβερνούνε.

Εκείνη για απάντηση
Το σπίτι της θα δείξει,
Το πατρικό της ήτανε
Και θα τους οδηγήσει.

Σαν μπήκαν μέσα είδανε
Βουνοκορφή γυναίκα,
Φόβος πολύς τους έπιασε
Τους πήγε πέντε δέκα.

Απ’την πλατέα κάλεσε
Τον άντρα της τον ξακουστό,
Που στο λεπτό αποφάσισε
Των συντρόφων μου το χαμό.

Αμέσως μόλις έφτασε
Τον ένα θα τον φάει,
Οι άλλοι δυο στα πλοία μας
Ανάσα είχαν πάρει.

Ο Αντιφάτης με κραυγές               
Κάλεσε τους Λαιστρυγόνες,
Κι από παντού ξεφύτρωσαν
Άντρες πελώριοι μυριάδες.      
 
Κοτρώνες μας πετούσανε
Κρότοι παντού ηχούσαν,
Απ’ όσους σκοτωνόντουσαν
Καράβια που χαλούσαν .
 
Σαν ψάρια τους καμάκωναν
Φρικτό φαΐ να γίνουν,
 
Την ώρα που τους ναύτες μου
Σκότωναν στο λιμάνι,
Τράβηξα εγώ απ'το μηρό 
Το κοφτερό μαχαίρι .
 
Το παλαμάρι έκοψα
Του μαύρου καραβιού μου 
Κι έσκουζα  στους συντρόφους μου 
Να  μη χρονοτριβούνε
 
Να πιάσουν γρήγορα κουπιά
Το χάρο ν’αποφύγουν.
Κι εκείνοι τρομάρα τους
Τα κύματα αφροκοπούσαν
 
Τους βράχους τους απότομους
Θα τους εγκαταλείψω,
Και τα λοιπά καράβια μου
Δε θα τα ξαναντικρύσω.

Κατέστρεψαν ουρλιάζοντας
Τα έντεκα καράβια,
Όλους τους ναύτες σκότωσαν
Πετώντας βροχή τα βράχια.       135


Στη μάγισσα Κίρκη


Με ματωμένη την καρδιά   135
Φύγαμε πάλι εμπρός,
Με το’να καράβι τώρα πια
Κουπιά ολοταχώς.

Με το’ να πλοίο πια κι εγώ
Ξέφυγα απ’ τη φρίκη,
Οι άνεμοι με φέρανε
Κοντά στη θεά την Κίρκη.

Της Αίας ήταν το νησί
Που κείνη το διοικούσε,
Θεά μεγάλη φοβερή
Που σαν θνητή μιλούσε.

Κι ήταν ομόσπλαχνη αδελφή
Του άγριου Αιήτη 
 Πατέρας τους  ο Ήλιος
Και μάνα τους η Πέρση

 Εκεί σε κείνο το νησί                   140
Φτάσαμε σ’ ακρογιάλι,
Δυο μερονύχτια ανάπαυλα
Κι η δράση αρχίζει πάλι.

Με τη ροδόχρωμη αυγή
Πήρα σπαθί,κοντάρι
Και ίσα απάνω ανέβηκα
Στάθηκα σε ψηλό σημάδι.

Ν’ ακούσω ήθελα φωνές             150
Να δω γη οργωμένη,
Είδα απ’ το παλάτι ολόγυρα
Καπνό να ανεβαίνει.

Στα τρίσβαθα μου σκέφτηκα
Να τρέξω και να μάθω,
Μα σκέφτηκα καλλίτερα
Τους ναύτες μου να στείλω.

Για το καράβι κίνησα
Κι όταν κοντά είχα φτάσει,
Από συμπόνια ένας θεός
Τη μοίρα μας θ’ αλλάξει.

Μπροστά μου ψηλοκέρατο
Ελάφι θα μου στείλει,
Που το νερό που ρούφηξε
Το’ φαγε το λιοπύρι.                  160

Το χάλκινο κοντάρι μου
Tο τρύπησε πέρα ως πέρα,
Έπεσε κι η ψυχούλα του
Χάθηκε στον αέρα.

Πατώντας τότε πάνω του
Τράβηξα το κοντάρι
Απ’ την πληγή και τ’ άφησα
Στο χώμα πια κουφάρι.

Κλωνάρια πήρα λυγαριάς
Κι άλλα φυτά να πλέξω,
Σχοινί μακρύ και δυνατό
Τα πόδια του να δέσω.

Στον ώμο μου τ’ ανέβασα
Και μπρός στο τρεχαντήρι,
Το έδωσα στους ναύτες μου
Κι άρχισε πανηγύρι.

Τους ψύχωσα με το φαΐ
Και τα γλυκά μου λόγια,
Ο χάρος τους είπα έρχεται
Στου καθενού την ώρα.

Κι αφού τα μάτια χόρτασαν
Να βλέπουν, να θαυμάζουν,     180
Νίψαν τα χέρια κι άρχισαν
Τραπέζι να τοιμάζουν.

Όλοι τη μέρα τρώγαμε
Μέχρι που ήρθε βράδυ,
Κρασί μοσχάτο πίναμε
Ως το βαθύ σκοτάδι.

Κι αφού πια κοιμηθήκαμε
Κι η μέρα; είχε κινήσει,
Από τους ναύτες μου εγώ
Σύναξη είχα ζητήσει.

Ακούστε τους είπα αδέλφια μου
Κι ας σας μαραίνει η θλίψη,
Δεν ξέρουμε πούν’ η ανατολή
Που πέφτει και η δύση.

Μον’ ας μη χάνουμε καιρό
Πέστε και σεις μια γνώμη,
Από ψηλά είδα γιαλός
Τον τόπο να στεφανώνει.

Πως το νησί ναι χαμηλό
Κι είδα καπνό στη μέση,
Που' βγαινε από πολύ πυκνά
Λαγκάδια κι από δάση.

Έτσι τους είπα κι ένοιωσα
Τα ρίγη στις καρδιές τους,
Του Αντιφάτη τις δουλειές
Έφερα στη θύμιση τους.
 
Θυμήθηκαν και τον Κύκλωπα      200
Το ανθρωποφάγο κτήνος,
Για όλα αυτά που έκανε
Δάκρια πολλά και θρήνος.

Σε δυο ομάδες χώρισα
Άνδρες από τους πιο σκληρούς,
Για κάθε μια τους έπρεπε
Να έχουν αρχηγούς.
 
Ρίξαμε τότε δυο λαχνούς
Σε χάλκινο μας κράνος,
Στον έναν ο Ευρύλοχος
Στον άλλον εγώ ο ίδιος.

Ο Ευρύλοχος που του’ λαχε
Να πεταχτεί ο λαχνός,
Με κοσιδυό ξεκίνησε
Συντρόφους ο τολμηρός.

Ζούσε σε κείνο το νησί
Η Κίρκη σε παλάτια,
Τους ναύτες πάντα κράταγαν
Τα όμορφα της μάτια.

Μεσ’σε λαγκάδι βρήκανε
Το πλούσιο παλάτι,
Χτισμένο από μάρμαρο
Σε όμορφο αγνάντι.

Λιοντάρια ,λύκοι θρέφονταν
Μέσα στις λαγκαδιές,
Που με βοτάνι κάθονταν
Ήμερα ήταν στις αυλές.

Δεν όρμησαν απάνω τους
Στα πόδια τους σταθήκαν
Και μοναχά οι μακριές
Ουρές τους  κουνηθήκαν.

Χαίρονταν όπως τα σκυλιά
Κάνουν με τον αφέντη,
Όταν κρατάει λιχουδιές
Σαν φεύγει απ’ το τραπέζι.

Οι σύντροφοί μας τρέμοντας
Τέτοια θεριά σαν είδαν,
Στης μορφοπλέξουδης θεάς
Τις ξώπορτες σαν σταθήκαν.

Άκουσαν μέσα μια φωνή
Να τραγουδά γλυκά,          220
Η Κίρκη ήταν που' φαινε
Αραχνοΰφαντα πανιά.

Για κάποια που υφαίνοντας
Γλυκιά βγαίνει η φωνή της,
Τους μίλησε ο αρχηγός
Ο φίλος μου ο Πολίτης.

Γυναίκα αν είναι είπανε
Κάποιος ας την καλέσει
Και τότε όλοι οι σύντροφοι
Την φώναξαν με μια λέξη.

Εκείνη βγήκε κι άνοιξε
Τις λαμπερές τις πόρτες,
Όλους τους κάλεσε να μπουν
Κι ήλθαν κι οι εφεδρείες.

Σαν μπήκαν όλοι πιάσανε
Καθένας και θρονίδα,
Δε μπήκε ο Ευρύλοχος
Μυρίστηκε παγίδα.

Αλεύρι μέλι και τυρί
Αμέσως θ’ανακατέψει,
Γλυκό κρασί απ’τα πρέμνα της
Τέλος θα τους φιλέψει.

Μα μέσα στα κεράσματα
Βοτάνια θα σταλάξει
Και την πατρίδα τη γλυκιά
Καθένας θα ξεχάσει.

Αξαφνα όμως μαγκουριά
Δέχτηκε το κορμί τους
Και στο μαντρί τους έστειλε
Παρέα με τους χοίρους.

Τρίχες ,κεφάλι και φωνή         240
Του χοίρου είχαν όψη
Του χοίρου όλη η μορφή
Μα είχαν σωστή τη σκέψη.

Βελάνια από βελανιδιά
Και άλλα από πουρνάρια,
Κράνα από τα δάση της
Που’τρωγαν μεσ΄το κλάμα.

Μονάχα ο Ευρύλοχος
Ξέφυγε κι είχε φτάσει,
Στο πλοίο που τη συμφορά
Ήρθε να μας περιγράψει.

Μα με τον πόνο δάκρυα
Τον είχαν πλημμυρίσει,
Κι απ’ τον μεγάλο σπαραγμό
Αδύνατο να μιλήσει.

Κι όταν πια τον ρωτούσαμε
Τι τρέχει απορημένοι,
Μας είπε για τη συμφορά
Που βρήκαν οι καημένοι.

Εμείς Δυσσέα πήγαμε
Ως είπες στο λαγκάδι
Και βρήκαμε τ’ αγναντερό
Μαρμάρινο παλάτι.

Γυναίκ’ ακούσαμ’ ή θεά
Στον αργαλειό να υφαίνει,
Γλυκό και το τραγούδι της
Φωνάξαμε και  βγαίνει

Τις πύλες της τις λαμπερές
Διάπλατα θα τις ανοίξει,
Μα με η βιάση σκέφτηκα
Παγίδα θα μας στήσει.

Όλοι τους πήγαν χάθηκαν
Άφαντοι πια σε μένα,
Του κάκου τους περίμενα         260
Δεν είδα πια κανένα.

Αυτά είπε ο Ευρύλοχος
Και πέρασα στον ώμο,
Το χάλκινο μου το σπαθί
Μ’ασήμι καρφωμένο.

Πήρα και το δοξάρι μου
Κι είπα ν’ ακολουθήσει,
Πίσω μου ο Ευρύλοχος
Το δρόμο να μου δείξει.

Εκείνος μπρος στα πόδια μου
Με κλάμα είχε ζητήσει,
Αφού δεν ήθελε γιατί
Πρέπει ν’ακολουθήσει.

Άσε με δω μου έλεγε
Δε θέλω να με πείσεις,
Αφού και σύ θεόθρεφτε
Πίσω δε θα γυρίσεις

Eίπε κι εγώ τ’ απάντησα
Με λόγια πολύ βαριά,
Κάτσε εδώ μονάχος σου
Ευρύλοχε στην ακρογιαλιά.

Δίπλα του είπα στο γοργό
Να τρώει και να πίνει,
Μα μένα ανάγκη αβάσταχτη
Με σπρώχνει δε μ’ αφήνει.

Είπα κι αμέσως άφησα
Το πλοίο και τ’ακρογιάλι,
Όταν μπροστά μου ο Ερμής
Ξάφνου είχε προβάλλει.

Σαν άτριχος ήρθε έφηβος
Χρυσό ραβδί κρατώντας,
Πρόβαλλε και το χέρι μου       280
Το’πιασε γλυκά μιλώντας.

Που τρέχεις μου΄πε δύστυχε
Στης Κίρκης τ’άγρια μέρη,
Που χοίρους σε χοιρόσταβλο
Δικά τώρα ταΐζει μέλη.

Θαρρώ πως και του λόγου σου
Που πας για να τους σώσεις,
Μαζί τους και συ θα; μείνεις
Πίσω δε θα γυρίσεις.

Μα συ σε μένα κόπιασε
Τη μοίρα σου ν’ αλλάξω,
Μ’αυτό το μαγικό βοτάνι μου
Κάθε κακό θα διώξω.

Και θα σου πω για μαγικά
Κόλπα που θα διαλέξει,
Όπως στη σούπα που θα φας
Βοτάνια θ’ ανακατέψει.

Μ’ αυτό εδώ το βότανο
Που τώρα θα σου δώσω,
Από τα μάγια της αυτά
Εγώ θα σε γλιτώσω.

Κι αν κάνεις ότι θα σου πω
Η Κίρκη θα ηρεμήσει,
Όταν με το μακρύ της το ραβδί
Σηκώσει να σε χτυπήσει.

Από το πόδι το σπαθί
Γρήγορα να το βγάλεις,
Όρμησε καταπάνω της
Σα να’ θελες να τη σφάξεις.

Θα φοβηθεί και θα σου πει
Μαζί της να κοιμηθείς
Και συ πια το κρεβάτι της
Δεν πρέπει ν’ αρνηθείς.

Τότε πια τους συντρόφους σου
Και σένα θα φιλοξενήσει,
Πρωτεύει όμως των θεών
Τον όρκο να σου δώσει.

Να ορκιστεί πως συμφορά       300
Άλλη δε θα σου δώσει,
Αντριοσύνη, δύναμη
Γδυτό δε θα σου κόψει.

Ο φτερωτός ξερίζωσε
Από τη γη βοτάνι,
Μου΄ λεγε τα γνωρίσματα
Κι’ όσα μπορεί να κάνει.

Κατάμαυρη η ρίζα του
Σαν γάλα το λουλούδι,
Δύσκολα παίρνουν απ’ τη γη
Θνητοί τέτοιο βοτάνι.

Κι απε το δενδροσκέπαστο
Νησί πια θα αφήσει ,
Σαν χάθηκε στα σύννεφα
Είχα κι εγώ κινήσει.

Και προς της Κίρκης την αυλή
Το νου μου τυραννούσα,
Ώσπου στης μορφοπλέξουδης
Την πόρτα θα σταματούσα.

Φώναξα και τις πόρτες της
Η Κίρκη θα μου ανοίξει
Και μέσα στο παλάτι της
Να μπω θα μου ζητήσει.

Με μαγκωμένη την καρδιά,
Την Κίρκη θ’ακολουθήσω
Και σ’ένα απ’ τους θρόνους της
Μ’ έβαλε να καθίσω.

Όμορφος ήταν με καρφιά
Φτιαγμένα με ασήμι
Κι ο θρόνος από κάτω του
Είχε μικρό σκαμνάκι.

Μου δωσε σούπα να την πιώ
Σ’ ένα χρυσό ποτήρι,
Έριξε μέσα τ’άτιμα
Βοτάνια και θα σερβίρει.

Σαν ήπια μα τα μάγια της
Δεν έπιασαν σε μένα,
Με το ραβδί της με χτυπά
Και μου’ πε θυμωμένα.

Όταν μου μου είπε στο μαντρί     320
Σαν χοίρος να σταλιάσω,
Με το σπαθί μου χύμηξα
Δήθεν να τη χαλάσω.

Έσκουξε μα σταμάτησε
Μαζεύτηκε μπροστά μου
Και με λυγμούς με ρώτησε
Ποια είναι η αφεντιά μου.

Κανείς είπε δε βάσταξε
Θνητός αυτά τα μάγια,
Όταν περάσουν των δοντιών
Μονάχα τα εμπόδια.

Τα μάτια μου λέω σίγουρα
Τον Πολυμήχανο πως θωρούν
Και στη δική σου την ψυχή
Τα μάγια μου δε χωρούν.

Για σένα έλεγ’ ο Ερμής
Με το χρυσό ραβδί στο χέρι,,
Πως απ’την Τροία από δω
Μαύρο καράβι θα σε φέρει.

Στη θήκη του το κοφτερό
Βάλτο να φιλιωθούμε,
Να πάμε στο κρεβάτι μου
Μαζί να κοιμηθούμε.

Έλα μαζί σαν πέσουμε
Και σαν αγκαλιαστούμε,
Εκεί οι υποψίες σου
Όλες πια θα σβηστούνε.

Της είπα, Κίρκη πως ζητάς
Να’ μαι γλυκός μαζί σου,
Όταν συντρόφους μου κρατάς
Σαν χοίρους στο μαντρί σου.

Κι εμένα εδώ οι γλύκες σου        340
Παγίδες μου μυρίζουν,
Μόλις γδυθώ η ανδρεία μου
Κι η δύναμη θα τρίζουν.

Δε θέλω στο κρεβάτι σου
Ποτέ μου να πλαγιάσω,
Όρκο μεγάλο δώσε μου
Κοντά σου να κουρνιάσω.

Πρέπει να λέει καθαρά
Πως δεν με παγιδεύεις
Και άλλο πάθημα κακό
Για μένα δε μαγειρεύεις.

Όταν εκείνη ορκίστηκε
Όπως της το’ χα ορίσει,
Προς το βαθύ κρεβάτι της
Με πήγε να με κοιμίσει.

Πριν όμως στο κρεβάτι της
Κινήσουμε να πάμε,
Τέσσερις σκλάβες έστρωσαν
Τραπέζι για να φάμε.

Κοπέλες ήταν των πηγών
Της Κίρκης παρακόρες,
Των ποταμών που χύνονται
Στο κύμα όλες τις ώρες.

Στους θρόνους κόκκινα χαλιά
Η πρώτη τρέχει και στρώνει
Και από κάτω άπλωσε
Ένα λινό σεντόνι.

Η δεύτερη μας έστρωσε
Τριγυριστά τραπέζια
Κι απάνω τους απόθεσε
Από χρυσό πανέρια.

Η Τρίτη με το κάνιστρο
Το ασημί περνούσε,
Μεσ’ τα χρυσά ποτήρια μας
Γλυκό κρασί κερνούσε.

Έφερε η τέταρτη νερό            360
Στο λέβητα το ρίχνει,
Με πήγε μέσα στο λουτρό
Τα μέλη μου να πλύνει.

Τους ώμους μου τους έλουσε
Κι απέ και το κεφάλι
Και μετ’ ανάμιχτο νερό
Την κούραση θα βγάλει.

Σαν μ’ έλουσε με έτριψε
Με λάδι ευωδιαστό,
Μία χλαμύδα μού’βαλε
Χιτώνα πλουμιστό.

Σαν βγήκα η πεντάμορφη
Με έβαλε σε θρονάκι,
Με τα καρφιά τα ασημιά
Και κάτω του σκαμνάκι.

Μια παρακόρη με χρυσό
Πανέμορφο λαγήνι,
Νερό στα χέρια να νιφτώ
Έριξε σ’ασημιά λεκάνη.

Μπροστά μου ένα σκαλιστό
Τραπέζι θα μου στρώσει
Κι άλλη μια σεβάσμια
Ψωμί θε να μου δώσει.

Η ίδια πάλι με χαρά
Αμέσως θα μου φέρει,
Όσα απ’τα καλούδια της
Μπορούσε να προσφέρει.

Να φάω μου’ λεγε η Θεά
Μον’ η καρδιά μου πέτρα,
Αλλού γι’ αλλού η σκέψη μου
Γύρω μου όλα μαύρα.

Μα μένα που απέραντη
Λύπη μ’ είχε σκεπάσει,
Ούτε μπουκιά δεν άπλωσε
Το χέρι μου να πιάσει.

Με θλίψη τότε η θεά
Πλησίασε να ρωτήσει,
Ποιος είναι ο πόνος ο βουβός
Που μ’ έχει αφανίσει.

Ούτε φαΐ ούτε πιοτό
Δεν άγγιξες τόση ώρα,
Σκέφτεσαι μήπως δόλια           380
Πως είναι όλα τα δώρα.

Ποιος άντρας με φιλότιμο
Σωστός τρώει και πίνει,
Αν πρώτα τα προβλήματα
Που καίνε δεν τα λύνει.

Πως ν’ακουμπήσω το ψωμί
Και το γλυκό κρασί σου,
Αν δεν λυθούν οι σύντροφοι
Απ’το χοιρομαντρί σου.

Αν μου το λες από καρδιά
Μια στάλα ν’ ακουμπήσω,
Τους ποθητούς συντρόφους μου
Θέλω πρώτα να αντικρίσω.

Η Κίρκη απ’το παλάτι της
Σαν μ’άκουσε θα κινήσει,
Με το ραβδί στο χέρι της
Τη μάντρα να ανοίξει.

Έξω σαν βγήκαν έμοιαζαν
Εννιά χρονώ θρεφτάρια,
Καρσί της τα συντρόφια μου
Περίμεναν στην αράδα.

Στον κάθε ένα σύντροφο
Στεκόταν να τον αλείψει,
Με άλλο πάντα βότανο
Τις τρίχες του να ρίξει.

Οι τρίχες όλες έπεσαν
Αυτές που’ χαν φυτρώσει,
Όταν η Κίρκη σε χυλό
Βοτάνι τους είχε δώσει.

Άνθρωποι τώρα γίνανε
Σωστοί καλοφτιαγμένοι,
Πιο νέοι από πρωτύτερα
Και πιο δυναμωμένοι.

Αμέσως με γνωρίσανε
Τα χέρια μου θα μου σφίξουν
Κι ο γόος τους τ’ αρχοντικό
Κλάματα θα γιομίσουν.

Κι η Κίρκη τη συμπόνοια της
Θέλοντας να μου δείξει,
Κοντά μου ήρθε κάθισε                 400
Θέλοντας να μου μιλήσει.

Γιε του Λαέρτη θεϊκέ
Μ' έξυπνο το μυαλό σου,
Πήγαινε τώρα στο γιαλό
Στο πλοίο το γοργό σου.

Σύρε το πλοίο στη στεριά
Τ’άρμενα να τα κρύψεις
Κι ότι άλλο έχεις στις σπηλιές
Μέσα να τ' ασφαλίσεις.

Κι έλα ξωπίσω πάλι εδώ
Πάρε και τα συντρόφια,
Την άφοβη μου την καρδιά
Τη έπεισαν τα λόγια.

Κίνησα τότε στο γιαλό
Στο γρήγορο καράβι
Και βρήκα τους συντρόφους μου
Στην άκρη στ’ακρογιάλι.

Ποτάμι ήταν τα δάκρια
Δάκρια όλο φλόγα,
Που'χυναν τα συντρόφια μου
Απ’το πολύ το κλάμα.

Σαν τα μοσχάρια έκαναν
Που ήταν μαντρισμένα
Και βλέποντας τη μανούλα τους
Έτρεχαν μανιασμένα.

Απ’ τη βοσκή σαν γύριζαν
Να πάνε στο παχνί τους,
Τα μοσχαράκια απανωτά
Πηδούσαν απέναντί τους.

Τα ίδια βγάζαν μουγκρητά
Οι σύντροφοι χοροπηδούσαν,
Σαν τα μοσχάρια που μ’ορμή
Tις μάντρες απειλούσαν.

Έτσι κι αυτοί ορμήσανε
Με κλάματα σα μ’είδαν
Και η καρδιά τους έδειξε
Στο Θιάκι σα να πήγαν.

Στο Θιάκι το βραχόσπαρτο
Στην ποθητή πατρίδα,
Εκεί όπου γεννήθηκαν
Και μου’παν με ελπίδα:

Εμείς χαρήκαμε αρχηγέ
Για σένα που’ρθες πίσω,
Είναι σα να γυρίσαμε
Στο Θιάκι μας ξωπίσω.            420

Κι αφού μετά με ρώτησαν
Για τ’ άλλα τα συντρόφια,
Τους μίλησα ευγενικά
Με τούτα δω τα λόγια:

Το γρήγορο καράβι μας
Ας βγάλουμε στη στεριά
Και στις σπηλιές ας κρύψουμε
Πράγματα και πανιά.

Ετοιμαστείτε γρήγορα
Και μένα ακολουθείτε,
Στης Κίρκης το αρχοντικό
Σε λίγο θα βρεθείτε.

Θα δείτε τους συντρόφους μας
Να τρώνε και να πίνουν
Και όλα όσα θέλουνε
Πλούσια τους τα δίνουν.

Στα λόγια μου υπάκουσαν
Ο Ευρύλοχος αντιδρούσε,
Τους άλλους τους απόπερνε
Με λόγια που πετούσε:

Βρε που θα πάμε άμοιροι
Το χάρο αναζητάτε;
Το πόδι αν πατήσουμε
Να μου το θυμάστε.

Χοίρους η Κίρκη λέοντες
Και λύκους θα μας κάνει
Και κλειδωμένους φύλακες
Στο σπίτι της θα μας βάλει.

Έτσι και σε συντρόφους μας
Ο Κύκλωπας είχε κάνει,
Πηγαίνοντας στη μάντρα του
Τους είχε κι’ αυτούς ξεκάνει.

Αν κι ο Οδυσσέας πίσω τους
Με τόλμη θ’ ακολουθήσει,
Μα σε χαμό  μια του απόφαση
Μπορεί να τους οδηγήσει.

Έτσι αυτός τους μίλησε
Κι εγώ το μελετούσα,
Το δίκοπο μαχαίρι μου
Μη και να το τραβούσα

Αν και μου ήταν συγγενής
Σκέφτηκα να του κόψω
Κι αυτό το ξεροκέφαλο
Στο χώμα να το ξαπλώσω.        440

Κάποιοι απ’τους συντρόφους μας
Με το γλυκό τους λόγο,
Μου’παν να τον αφήσουμε
Για φύλακα στο πλοίο.

Και συ το δρόμο δείξε μας
Να πάμε στο παλάτι,
Είπαν και όλοι ανέβαιναν
Μαζί μου απ’τ’ακρογιάλι.

Ήλθε και ο Ευρύλοχος
Στο πλοίο δε θα μείνει,
Φοβήθηκε πως ο θυμός
Μεγάλος μπορεί να γίνει.

Ως τότε η Κίρκη τους λοιπούς
Συντρόφους μας στο παλάτι,
Τους έλουσε τους άλειψε
Με ευωδιασμένο λάδι.

Τους έντυσε και με σγουρές
Χλαμύδες και χιτώνες,
Μεσ’ το παλάτι τρώγανε
Καλές περνούσαν ώρες.

Όταν αντικριστήκανε
Με τους παλιούς συντρόφους,
Βούιξαν όλα γύρω τους
Σαν άρχισαν τους θρήνους.

Με πλησίασε τότε η θεά
Η σεβαστή και μου’πε ,
Τα πύρινα τα δάκρια
Καιρός να σταματήστε.

Τα ξέρω όσα τραβήξατε
Σε θάλασσα και στεριά,
Μα έλα φάτε μια μπουκιά
Πιείτε και μια γουλιά.        460

Στα στήθια μέσα η καρδιά
Να’ ρθει στα σύνγκαλα της,
Σαν κείνη της βραχόσπαρτης
Να γίνει της Ιθάκης.

Τώρα θλιμμένοι ανήμποροι
Θυμάστε τα βάσανα σας,
Καμιά χαρά δε νιώθετε
Ποτέ μεσ’την καρδιά σας.

Γιατί πολλά σας έτυχαν
Βάσανα στη ζωή σας,
Μας είπε και αγγίξανε
Τα λόγια την ψυχή μας.

Ο χρόνος όμως κύλησε
Οι εποχές περνούσαν,
Μήνες πολλοί τελειώσανε
Κι οι μέρες προσπερνούσαν.

Οι σύντροφοι με φώναξαν
Και μου’παν σε μια γωνα,
Βάλε καημένε πια στο νου
Την πατρίδα μας τη γλυκιά

Αν είν’γραμμένο να σωθείς
Πίσω για να γυρίσεις,
Στη χώρα τη γενέθλια
Στ’ αρχονντικό να ζήσεις.

Την άτρομη μου την καρδιά
Τα λόγια μ’είχαν πείσει,
Μέχρι το βράδι τρώγαμε
Ως του ηλιού τη δύση.

Τα κρέατα ήταν πολλά
Μοσχάτο το κρασί μας,
Τη νύχτα πια να κοιμηθούν
Πήγαν οι σύντροφοι μας.

Κι εγώ στης Κίρκης τ’ απαλό          480
Κρεβάτι που είχα ανέβει,
Πέφτοντας μπρος τα πόδια της
Τούτα τα λόγια ακούει.

Λόγια που ήτανε κοφτά
Και σαν ανακοινώσεις,
Τέλος πια στην υπόσχεση
Κίρκη θέλω να δώσεις.

Λαχτάρα έχω στην καρδιά
Στη χώρα μου να με στείλεις
Κι οι σύντροφοί μου που θρηνούν
Τις ώρες εσύ που λείπεις.

Κι η θεά η λατρευτή
Μ’ ευγένεια θα μου μιλήσει,
Δε σας κρατώ στο σπίτι μου
Η πεθυμιά σαν λείψει.

Μα είναι άλλο το γραφτό
Να κάνετε ταξίδι,
Στον Άδη και στη φοβερή
Να πάτε Περσεφόνη.

Κι εκεί να βρείτε την ψυχή
Του Τειρεσία του συνετού,
Να πάρετε ένα χρησμό
Του μάντη του τυφλού.

Η Περσεφόνη επέτρεψε
Με το μυαλό του να΄νε,
Μονάχα αυτός και οι λοιποί
Σαν ίσκιοι να τριγυρνάνε.

Τα λόγια της στα στήθια μου
Παράλυσαν την καρδιά μου
Κι απάνω στο κρεβάτι μας
Πλημμύρα τα δάκρυα μου.

Και η ψυχή μου τώρα πιά
Ζωή δεν πεθυμούσε,
Ούτ’ ήθελε το βλέμμα της
Το φως πια να κοιτούσε.

Και όταν τέλος χόρτασα
Τον κλάμα και τα ξόδια,
Στην Κίρκη τότε μίλησα
Μ’ απελπισμένα λόγια.

Κίρκη μου στο ταξίδι αυτό       500
Ποιος θα’ναι οδηγός,
Με πλοίο δεν ξανάφτασε
Στον Άδη άλλος θνητός.

Είπα κι η λατρευτή Θεά
Αμέσως θα μ’ απαντήσει,
Τον οδηγό μη σκέφτεσαι
Γιατί υπάρχει λύση.

Άνοιξε τα λευκά πανιά
Πάκτωσε το κατάρτι,
Κάτσε και του βοριά η πνοή
Θα σπρώχνει το καράβι.

Κι σαν σωθεί ο ωκεανός
Όρμο θα συναντήσεις,
Όπου Θα δεις τα φουντωτά
Δάση της Περσεφόνης.

Θα δείτε λεύκες λυγερές
Ιτιές καρπό να τινάξεις,
Στον άπατο ωκεανό
Το πλοίο σου ν’αράξεις.

Εσύ στον Άδη πήγαινε
Πού’ναι αραχνιασμένος,
Κι είν’απ’της Στύγας τα νερά
Ο Αχέροντας ξεκομμένος.

Πυριφλογάτος Κωκυτός
Ποτάμια που βουίζουν,
Τρέχουν μεσ΄τον Αχέροντα
Στον ίδιο βράχο σμίγουν.

Εκεί θα πας πολέμαρχε
Δίπλα του να περάσεις,
Θ’ ανοίξεις λάκκο μια οργιά
Σπονδή για να σταλάξεις.

Για να τιμήσεις τους νεκρούς
Μέλι και γάλα να ρίξεις,
Γλυκό κρασί και με λευκό
Αλεύρι να τα πασπαλίσεις.         520

Στους πεθαμένους τάξε τους
Στο Θιάκι όταν φτάσεις,
Την πιο καλή δαμάλα σου
Γι’ αυτούς θα θυσιάσεις.

Πρέπει μετά και τη φωτιά
Με δώρα να τη στολίσεις,
Μαύρο κριάρι ξέχωρα
Στον Τειρεσία να σφάξεις.

Να είναι το καλύτερο
Απ’όλα όσα θα'χεις
Και στους σεβάσμιους νεκρούς
Δεήσεις ν’ αναπέμψεις.

Σφάξε κριάρι τότε εκεί
Και προβατίνα μαύρη,
Όταν γυρίζουν το λαιμό
Στ’ανήλιαγο σκοτάδι.

Αν τότε συ το πρόσωπο
Αλλού τους το γυρίσεις,
Ατέλειωτες θα΄ναι οι ψυχές
Που θα συναπαντήσεις.

Κατόπιν τους συντρόφους σου
Πρόσταξε να σηκώσουν,
Όλα τ’ αρνιά που σφάχτηκαν
Και να τα συγκεντρώσουν.

Κι αφού εκεί τα γδάρουνε
Και στη φωτιά τα κάψουν,
Στης Περσεφόνης τ’όνομα
Και του Άδη να τα τάξουν.

Και συ να σύρεις το σπαθί
Ώστε να μη μπορέσουν,
Τα άυλα μούτρα των νεκρών
Το αίμα να πλησιάσουν.

Προέχει συ το γέροντα
Προφήτη να συμβουλευτείς,
Tον Τειρεσία πού’ ρχεται
Σε λίγο και θα τον δεις.

Για το ταξίδι θα σου πει
Τη θάλασσα αν περάσεις,
Ποια είναι η απόσταση
Στο Θιάκι πως θα φτάσεις.

Αυτά μου είπε κι η χρυσή        540
Σαν πρόβαλε αυγούλα,
Εκείνη τότε μου ‘βαλε
Χλαμύδα και χιτώνα.

Άσπρο η νύφη φόρεσε
Πολύ μακρύ φουστάνι,
Ζώνη πανέμορφη χρυσή
Φακιόλι στο κεφάλι.

Και τότε εγώ που γύριζα
Του παλατιού τους χώρους,
Σήκωσα με γλυκόλογα
Τους άλλους μου συντρόφους.

Ξυπνάτε μην κοιμόσαστε
Στον ύπνο παραδομένοι,
Πάμε ,από τη σεβαστή θεά
Είμαστε οδηγημένοι.

Τους είπα και τη δυνατή
Έπεισα την καρδιά τους,
Δεν πήρα όμως από κει
Όλους μου τους συντρόφους.

Γιατ’ είχαμε τον Ελλήνορα
Που’ ταν μεν νεαρός,
Για πόλεμο δεν έκανε
Λιγάκι ήταν λειψός.

Από τους άλλους χωριστά
Συντρόφους μου εκείνος,
Δροσιά ποθώντας πλάγιασε
Γιατί ήταν μεθυσμένος.

Σαν ένοιωσε το θόρυβο
Των άλλων τη φασαρία,
Πετάχτηκε μα ‘επρεπε
Να κατεβεί τη σκάλα.

Αντίκρυ της απ’τη σκεπή
Γκρεμίστηκε το κορμί του,
Στον Άδη τον πικρόχολο
Ροβόλησε η ψυχή του.        560

Σαν ήλθαν όλοι στάθηκα
Ανάμεσα τους κι είπα,
Τώρα θα λέτε στη γλυκιά
Θα πάμε την πατρίδα .
 
Όμως η Κίρκη όρισε
'Αλλη διαδρομή,
Στον Άδη να κατέβουμε
Στην Περσεφόνη τη φοβερή 

Χρησμό θα πάρουμ'απ' την ψυχή
Του μάντη Τειρεσία,
Είπα και όλων η καρδιά
Κόπηκε μεσ’τα στήθια.

Εκείνοι πάλι έκλαιγαν
Τραβούσαν τα μαλλιά τους,
Μα όφελος δεν είχανε
Κανένα με τα κλάματα τους .

Φτάσαμε πια στην αμμουδιά
Στο πλοίο μας θλιμμένοι,
Χύνοντας δάκρια καυτά
Βαθιά βαλαντωμένοι.

Ήρθε κι η Κίρκη αόρατη
Στο μαύρο το καράβι,
Μια προβατίνα έδεσε
Μαύρη κι ένα κριάρι.

Ποιος το θεό μπορεί να δει
Ο ίδιος αν δε θέλει,
Μπορεί να δει τα μάτια του
Αν δω και κείθε τρέχει.


Ραψωδία λ

O Oδυσσέας  μιλά  για την πορεία 

    μετά την Κίρκη

Σα φτάσαμε στη θάλασσα    1
Και κάτω στο καράβι,
Το σύραμε στα κύματα
Kι υψώσαμε το κατάρτι.

Μπήκαμε μέσα όλοι μας
Βάλαμε και τ’αρνιά,
Καφτά χύνοντας δάκρια
Σηκώσαμε πανιά.

Πίσ’απ’ το γαλαζόπλωρο
Καράβι αγέρι πρίμο,
Φούσκωνε όλα τα πανιά 
Καλό είχαμε  φίλο

Η Κίρκη η μορφοπλόκαμη
Που σα  θνητή μιλούσε,
Όταν τ’ αγέρι έστελνε
Εμας ξεπροβοδούσε.

Βολέψαμε και τα πανιά
Και μέσα καθισμένοι,
Στο πλοίο που ο άνεμος
Καλά πια το πηγαίνει.         10

Με κυβερνήτη άξιο
Και πρίμο τον αγέρα,
Το πλοίο μας αρμένιζε
Με τα πανιά ανοιγμένα. 
 
Όλη τη μέρα έπλεε 
Ως του ηλιού το γέρμα,
Την ώρα που ισκιώνανε 
Οι δρόμοι πέρα ως πέρα.

Στ’ ωκεανού την άβυσσο
Φτάσαμε πιά και είδα,
Πως ήταν των Κιμμέριων
Ο τόπος κι η πατρίδα,

Που τους σκεπάζουν σύννεφα
Σ'αντάρα  τυλιγμένοι 
Κι ο ήλιος με τις ακτίνες του
Εκεί ποτέ δε βγαίνει.

Ούτε σαν ανηφόριζε
Στων αστεριών τα ουράνια,
Τους δύσμοιρους τους σκέπαζαν
Πολύ βαθιά σκοτάδια. 

Στο ρέμα του Ωκεανού
Πήγαμε με τ’ αρνιά μας          20
Κι απε όπου συμβούλεψε
Η Κίρκη την αφεντιά μας.        


Ο Οδυσσέας στον Άδη 

με προτροπή   της Κίρκης

Ο Περιμήδης τα σφαχτά          23
Τ’ άδραξε κι ο Ευρύλοχος,
Τράβηξα κι εγώ από μηρό
Το κοφτερό μου ξίφος.

Άνοιξα λάκκο μια οργιά
Του πλάτους και το μάκρους
Κι γύρω γύρω έκανα
Σπονδή στους πεθαμένους.

Μέλι με γάλα στην αρχή
Μετά κρασί πολύ γλυκό,
Το τρίτο ήταν το νερό
Κι απε αλεύρι απ’το λευκό.

Και στα κεφάλια τα νεκρά
Έταζα πως θα σφάξω,
Στέρφα αγελάδα να'ναι νια 
Στο Θιάκι σαν θ’αράξω.

Την πιο καλή και τη φωτιά
Με δώρα θα στολίσω,
Μαύρο κριάρι χωριστά
Στον Τειρεσία θα θυσιάσω.
 
Τάματα κι ευχές για τους νεκρούς
Και παρακλήσεις γίναν
Κι απέ με αίμα των αρνιών   
Τα χώματα ποτιστήκαν.
 
Σε λίγο να’σου οι ψυχές
Ήλθαν των πεθαμένων,
Λεύτερων κοριτσιών και αγοριών
Και των βασανισμένων γέρων.
 
Παρθένες λυγερόκορμες  
Με πρόσφατη στεναχώρια
Κι άλλοι που τους χτυπήσανε
Με χάλκινα κοντάρια.                40          
 
Μ’ άρματα γεμάτα αίματα
Σε πόλεμο σκοτωμένοι                      
Κι όλοι στο λάκκο τρέχανε
Χιλιάδες από παντού φερμένοι.
 
Έτρεχαν και ουρλιάζανε
Που τρόμαξαν και μένα,
Μα όρισα να γδάρουνε
Τ’αρνάκια τα σφαγμένα.
 
Ήταν αυτά που κείτονταν
Σφαγμένα από μαχαίρι,
Κι εγώ στην Περσεφόνη τα’ταξα
Και στο σκληρό της ταίρι.

Τη σπάθα μου προς τους νεκρούς
Τράβηξα απ’το μηρό,
Να μην μας φτάσουνε προτού
Την ψυχή του Τειρεσία να δω..
 
Πρώτη ήλθε του συντρόφου μας
Ελπήνορα η ψυχή του,
Που δεν το είχε ακόμα η γη
Σκεπάσει το κορμί του.

Στης Κίρκης τον αφήσαμε
Τ’ αρχοντικό παλάτι,
Άκλαφτο κι άθαφτο γιατί
Μας έσπρωχνε άλλ’ ανάγκη.

Kαι σαν τον είδα δάκρυσα
Με την καρδιά κομμάτια,
Να του μιλώ ξεκίνησα
Με λόγια λυπημένα.

Ελπήνορα πως έφτασες
Μεσ’ το θολό σκοτάδι,
Πεζός εσύ με πρόλαβες
Κι ας είχα εγώ καράβι.

Είπα κι αυτός μ’απάντησε
Με κλάματα θα λυγίσει,                 60
Οργή θεού με τύφλωσε
Και το πολύ μεθύσι.

Πεσμένος όπως βρέθηκα
Στ’ αρχοντικό της Κίρκης,
Δε σκέφτηκα τη αψηλή
Τη σκάλα της αυλής της.

Έπεσα κουβάρι αντίκρυ της
Απ’τη σκεπή ίσια κάτω,
Ο σβέρκος μου πετάχτηκε
Με κόκκαλα προς τα έξω.

Έτσι ροβόλησ’η ψυχή
Στον άχαρο τον Άδη.

 Σ’ορκίζω τώρα να χαρείς
Του φίλους σου στο σπίτι,
Το ταίρι σου, τον πατέρα σου
Που σ’έτρεφε  μωράκι,

Aκόμα και στον Τηλέμαχο
Σ’ορκίζω το μοναχογιό σου,
Που στο παλάτι τ’αψηλό
Τον έχεις το δικό σου.

Γιατί το ξέρω απ’το βαθύ
Τον Άδη θα γυρίσεις,
Στης Κίρκης πάλι το νησί
Το πλοίο σου θα προσορμίσεις.

Σ’ ορκίζω βασιλιά μου εκεί
Κι εμένα να θυμηθείς
Κι άθαφτο πίσω κι άκλαφτο
Να μη με παρατήσεις.

Να κάψεις το κουφάρι μου 
Με την αρματωσιά μου,
Στοιχειό μη και με κάνουνε (οι θεοί)
Για σένα βασιλιά μου.

Και μνήμα χτίσε μου κοντά
Στο κύμα στο περγιάλι,
Για να θυμούνται οι στερνοί
Το δόλιο παλληκάρι.

Κι όταν αυτά τα κάνεις               80
Στον τάφο μου βάλε κουπί,
Σαν το κουπί  που λάμναμε
Οι σύντροφοι όλοι μαζί.

Αυτά μου’ πε κι απάντησα
Με λόγια λυπημένα,
Στα τάζω  του απάντησα
Όλα αυτά για σένα.

Στενάχωρας ανταλλάξαμε
Λόγια με τον καημένο
Κι εγώ κρατούσα το σπαθί
Στο αίμα από πάνω.

Σε λίγο πρόβαλ’ η ψυχή
Της μάνας μου της Αντικλείας,
Που ζωντανή την άφησα
Στον πηγαιμό της Τροίας.

Και σαν την είδα δάκρυσα
Μάτωσε η καρδιά μου,
Μα δεν την άφησα κι αυτή
Στο αίμα να’ρθει κοντά μου.
 
Μ’όλο τον πόνο που’ νιωθα
Mαζί της να μιλήσω,
Toν Τειρεσία έπρεπε
Πρώτα να συναντήσω.

Tου Τειρεσία η ψυχή
Τότ’ήρθε του Θηβαίου,
Σκήπτρο κρατούσε ολόχρυσο
Με γνώρισε λέγοντας μου.
 
Γιε του Λαέρτη θεϊκέ
Πολυμήχανε Οδυσσέα,
Γιατί’ ρθες δόλιε κι άφησες
Του ήλιου την αψάδα.

Ήρθες του ΄Αδη να γευτείς
Την άχαρη κοινωνία?
Σύρ’απ’το λάκκο το σπαθί
Και κράτησε το αλάργα.

Αίμα να πιώ και να σου πω
Ποια  είναι η αλήθεια.
Εγγώ την  ασημοκάρφωτη
Απέσυρα τότε  τη σπάθα.

Κι όταν το μαύρο ο άριστος
Προφήτης ήπιε το αίμα,
Άρχισε τότε να μιλά
Και μου’πε αυτά τα λόγια.                  100
 
Τον γλυκοπόθητο ζητάς
Οδυσσέα γυρισμό σου,
Μα δύσκολα κάποιος θεός
Θα κάνει το δικό σου.

Nα ξέρεις πως ο σαλευτής(Ποσειδώνας)
Του κόσμου έχει θυμώσει,
Και έχει μίσος στην καρδιά
Το γιο του που’ χες τυφλώσει,
 
Παρ’όλα αυτά και με  δεινά
Θα πάτε στην Ιθάκη,
Αν το ποθείς πραγματικά
Εσύ και το συνάφι..

Στης Θρινακίας το νησί
Πρώτα θα βρεις να αράξεις ,
Όταν με το γερό σου το σκαρί
Σώος εκεί θα φτάσεις.

Σε τούτο το μενεξεδί γιαλό
Στου Ήλιου τα χωράφια,
Θα βρείτε πρόβατα πολλά
Να βόσκουνε και βόδια.

Μην τα πειράξεις αν ποθείς;
Να φτάσεις στην πατρίδα,
Όλα τα βλέπει από ψηλά
Μα και τ’ ακούει όλα.
 
Γιατί αντίθετα μπορεί
Αν τύχει τα πειράξτε,
Καράβι, σύντροφοι κι εσύ
Πικρά θα μετανιώστε.

Και αν σωθείς πολύ αργά
Θα φτάσεις δυστυχώς
Και δίχως τους συντρόφους σου
Με ξένο πλοίο μοναχός.
 
Στο σπίτι σου παθήματα
Μ’ ανθρώπους  θα συναντήσεις,
Που ροκανίζουν γρήγορα
Το βιός σου με καταχρήσεις.

Δίνουνε προίκες την πιστή
Γυναίκα σου να τουμπάρουν,           120
Γι’ αυτό  οι παρανομίες τους
Σ’ εσένα μπελά θα βάλλουν.
 
Κι όταν τους μνηστήρες πια
Περάσεις  από λεπίδι,
Με πονηριά ή φανερά
Μεσ’το δικό σου σπίτι,

Διάλεξε , φύγε σε λαούς
Μ’ ένα κουπί καλό ,
Σ’ όποιους  δε βλέπουν θάλασσα
Κι ανάλατο τρών το φαγητό,
 
Μήτ’ από πλοία ξέρουνε
Που κόκκινη πλώρη έχουν,
Ούτε κουπιά που’ ναι φτερά
Καθόλου δεν τα ξέρουν.
 
Ένα σημάδι αλάθευτο
Θα σου το πω να ξέρεις
Που λάθος δε θα κάνεις.

Όπου βρεθείς με το κουπί
Και κάποιον συναντήσεις,
Αν  λυχνιστήρι σου το πει
Στο χώμα να  το μπήξεις.
 
Πανέμορφα εκεί σφαχτά
Στον Ποσειδώνα να σφάξεις,
Κριάρι, κάπρο  νεαρό
Και ταύρο να θυσιάσεις.

Θυσίες ακόμα  αρχοντικές
Σαν φτάσεις στην πατρίδα,
Να κάνεις σ’ όλους τους θεούς
Που ζούνε στα ουράνια.
 
Και μακριά από θάλασσες
Ο θάνατος σου θα’ρθει,
Μα σε βαθιά γεράματα
Στο σπίτι σου θα σ’ εύρει.

Eυτυχισμένο γύρω σου
Θ’ αφήσεις το λαό σου.

Όση αλήθεια ήξερα                    140
Την είπα Οδυσσέα     

Τα’χουν γραμμένα οι θεοί
Οι ίδιοι Τειρεσία,
Τ’ απάντησα σαν μίλησε
Με λίγα μόνο λόγια.
 
Μα ξήγησε μου και αυτό
Και πες μου την αλήθεια,
Είν’ η ψυχή της  μάνας μου
Κείνη  που βλέπω η δόλια,
 
Στο αίμα και σε μένανε
Αμίλητη κοιτάει,
Μάτια δε σήκωσε να δει
Ποιος είμαι δε ρωτάει.
 
Πες μου αφέντη πως μπορεί
Να μη μ’ αναγνωρίσει.
Εύκολο πράγμα μου ζητάς
Kι η πείρα μου θα σε φωτίσει.
 
Όποιον στον αίμα απ’τους νεκρούς
Αφήνεις να πλησιάσει,
Ότι κι αν ξέρει θα στο πει
Δε θα σε ξεγελάσει.

Κι όποιον δε θες ξωπίσω του
Αυτός θα φύγει πάλι

Αυτά είπε η ψυχή του Τειρεσία 
Στον Άδη θα γυρίσει
Σαν όλα αποτέλειωσε
Της μοίρας τα γραμένα

Μα εγώ αμετακίνητος 
Καθόμουν εκεί πέρα,
Ώσπου ήλθ' η μάνα μου  
Και ήπιε απ' το μαύρο αίμα.




Ο κύρης  μου θέλω να μου  πεις
Κι ο μοναχογιός μου τι κάνουν ,
Αν την βασιλεία κράτησαν
Ή άλλοι την κατέχουν.
 
Πιστεύουν αλήθεια πως εγώ
Πίσω πως δεν θα πάω;    
Μα  της γυναίκας μου η καρδιά
Τι νοιώθει θέλω να μάθω.

Ποιός ήμουνα κατάλαβε
Με μιας και μες το κλάμα
Μου μίλησε μ'αλλόκοτα
Με μπερδεμένα λόγια.

Γιε μου πως ήλθες ζωντανός 
Στα μαύρα εδώσκοτάδια
Αδύνατο οι ζωντανοί
Να τ'αντικρίζουν τούτα.

Tα ρέματα είναι βαθιά
Μεγάλοι οι ποταμοί στη μέση, 
Και αρχικά  που τον Ωκεανό 
Αδύνατο  κανείς να τον περάσει.

Δίχως καράβι γρήγορο                                                 160
Κι όταν είναι  πεζός.

Μην ήλθες απ'την Τροία με πιστούς 
Συντρόφους με καράβι,
Καιρό πολύ να δέρνεσαι
Κι ακόμα να πας στο Θιάκι.
 
Στο σπίτι στο ταίρι σου 
Ακόμα δεν το είδες

Με δυο μου λόγια τότε εγώ
Έτσι της απαντώ,
Μάνα η ανάγκη μ'έκανε 
Στον Άδη να κατεβώ.

Απ' του μάντη Τειρεσία την ψυχή
Χρησμό ήλθα να πάρω.

Κοντά σε χώμα Αχαιών
Δε βρέθηκα ακόμα,
Ούτε πάτησα δική μας γη
Μον' συμφορά και βάσανα.

Απ' όταν ακολούθησα
Του Ατρέα το γιό το θεϊκό
Στην Τροία των ξακουστών φοράδων της 
Τους Τρώες να πολεμήσω.

Με  όλη την αλήθεια,
Μα έλα πες μου τούτο δα
Ποιός την καρδιά σου έριξε
Κάτω του θανατά.

Μήπως αρρώστια αγιάτρευτη
Ή   Άρτεμη με τη σαγήνη   
Και  τις πυκνές της  σαϊτιές 
Σου πήρε  τη ζωή.

Και πες μου για τον πατέρα μου
Το γιο μου που' χω αφήσει,
Τη βασιλεία αν κρατούν 
Ή  άλλος την έχει καταπατήσει.

Ίσως νομίζουν πως εγώ 
Πίσω πως δε θα πάω.

Μα πες μου και για της γυναίκας μου      180
Τη γνώμη της καρδιάς της.

Αν μένει κοντά με το παιδί
Το σπίτι αν κουμαντάρει,
Ή Αχαιός πρωτάρχοντας
Κάποιος την έχει πάρει.
 
Είπα κι αυτή μ’ απάντησε
Η μάνα μου η σεβαστή,
Πως μένει ναι στ’ άρχοντικό
Με μια  καρδιά πιστή.
 
Πικρές οι νύχτες της περνούν
Κι οι μέρες όλο θλίψη,
Την όμορφη βασιλεία σου
Κανείς δεν έχει κλέψει.
 
Ήσυχα κι ο Τηλέμαχος;
Φροντίζει τα περβόλια
Και συμμετέχει ισότιμα
Σ’ επίσημα  τραπέζια.
 
Σε όσα οφείλει ως δίκαιος
Κριτής να συμμετέχει,
Διαλέγει τα απαραίτητα
Το κράξιμο  όλων αντέχει.
 
Ο γέροντας πατέρας σου
Στο ξοχικό του μένει,
Στη χώρα πια δεν έρχεται
Ούτε κρεβάτι έχει,
 
Σαν κείνο που του βάζουνε
Απάνω του ένα στρώμα,
Ούτ' έχει και σκεπάσματα
Και κεντητά σεντόνια.
 
Κ αι το χειμώνα σπίτι του
Κοιμάται με τους δούλους,
Δίπλα στο τζάκι καταγής
Κι αυτός φτωχά ντυμένος

Tο καλοκαίρι που’ρχεται
Ο δροσερός ο τρύγος,
Πάνω στα αμπελόφυλλα
Που πέφτουν τον παίρνει ο ύπνος
 
Στα κτήματα τα καρπερά
Μ’αμπέλια φυτεμένα,
Κείτεται εκεί κι οι  στεναγμοί
Πληθαίνουν μέρα τη μέρα;.
 
Του γυρισμού σου ο καημός          200
Μεσ΄την καρδιά μεγάλος,
Γιατί πικρά γεράματα
Έχει πια τώρα ο έρμος.

Μέσα στον τάφο μ’έριξε
Ίδιος καημός κι εμένα,
Δεν έτρεξε στο σπίτι μου
Να μ’ εύρει η Σαϊτεύτρα.
 
Με τις πυκνές σαΐτες της
Δεν πήρε τη ζωή μου,
Μητ’ άλλη αρρώστια νέκρωσε
Στα στήθια την καρδιά μου.
 
Mον’ ο καημός με έφαγε,
Παλληκάρι μου Οδυσσέα
Που σε κοσμεί η γνώση σου
Κι έχεις τρυφερή καρδιά.

Έτσι είπε και τα στήθια μου
Τα φλόγιζε μια λαχτάρα,
Να αγκαλιάσω την ψυχή
Ωιμέ  απ’ την έρμη  μάνα.
 
Όρμησα τότε τρεις φορές
Σφιχτά να την αγκαλιάσω,
Πέταξε όμως τρεις φορές
Σαν ίσκιο θα τη χάσω.
 
Κι ο πόνος μου ανέβαινε
Πικρός απ’την καρδιά
Φωνάζοντας της έλεγα
Mε λόγια θλιβερά
 
Μανούλα  γιατί δε στέκεσαι
Σφιχτά ν’ αγκαλιαστούμε,
Θρήνο στον  Άδη παγερό
Να μην τον λυπηθούμε.

Mην είσαι κάποιο αερικό
Που το’στειλε η Περσεφόνη,
Τους πόνους που’χω στην καρδιά
Μεγάλους να τους κάνει.
 
Είπα και η μανούλα μου
Απάντησε αμέσως:
Αχ γιε μου απ’όλους πιο πολύ
Στον κόσμο δυστυχισμένος
 
Όχι δε σε ξεγέλασε
Εσένα η κόρη του Δία(Περσεφόνη),     220
Όμως αυτή’ναι σαν πεθάνουνε
Όλων των θνητών η μοίρα.

Τα κόκαλα ,τις σάρκες τους
Τα νεύρα δεν τα συγκρατούν,
Αλλά τα παίρνει η δύναμη
Της θέρμης κι έτσι λιώνουν.
 
Κι όταν τα κόκαλα η ζωή
Τ’άσπρα θα τα αφήσει
Σαν να’ταν όνειρο η ψυχή
Γυρίζει σαν θα πετάξει.
 
Μον πήγαινε γοργά στο φως
Αφού εδώ όλα τα μάθεις
Κατόπιν στη γυναίκ;α σου
Να’χεις να της περιγράφεις.
 
Aυτά τα λόγια λέγαμε
Κι ήλθαν πολλές γυναίκες
Η Περσεφόνη η τρομερή
Τις έστειλε και να’τες.
 
Κι ερχότανε με τη σειρά
Τότε η κάθε μια τους
Κι εγώ ρωτούσα όλες του
Ποια ήταν η γενιά τους.
 
Όλες γυναίκες αρχηγών
Κι αρχόντων Θυγατέρες,
Στο αίμα γύρω στριμωχτά
Το μαύρο ήταν όλες.
 
Και κάθε μια λογάριαζα
Χώρια να τη ρωτήσω
Κι η σκέψη αυτή μου φάνηκε
Καλύτερη να  διαλέξω.
 
Aπ’το μηρό μου τράβηξα;
Το μακρύ  μου  σπαθί
Και δεν τις άφησα να πιούν
Το αίμα όλες μαζί.
 
Ερχότανε  με τη σειρά
Τότε η κάθε μια τους
Και τις ρωτούσα τότε εγώ
Πια ήταν η γενιά τους.
 
Τότε είδα πρώτη την Τυρώ
Που’ταν αρχοντοπούλα
Και μου’λεγε πως πατέρα της
Eίχε το Σαλμωνιά.
 
Άντρας  μου’είπε ο Κριθιάς(Κριθέας)
Ο λεβεντογιός του Αιόλου,                        240
Μα ένα ποτάμι αγάπησε
Το πιο όμορφο του κόσμου.

Ο Ενιπέας ήτανε
Ποτάμι θεϊκό
Και η Τυρώ ολημερίς;
Δίπλα στο δροσερό του νερό.
 
Kαι τη μορφή του παίρνοντας(ποταμού)
Ο σαλευτής του κόσμου
Στο στόμα του την πλάγιασε
Του αφρισμένου ποταμού.
 
Θεόρατο υψώθηκε
Το άλικο το κύμα
Κι έκρυψε ολόγυρα
Θεό και θνητή γυναίκα.
 
Μέσα στον ύπνο έλυσε
Τη ζώνη απ’ την  παρθένα
Κι όταν της αγάπης τέλειωσε
Ο  θεός πια τα έργα,
 
Χάδι γλυκό της έδωσε
Λέγοντας  τρυφερά:
Χαρά για σένα λυγερή
Η αγάπη μου η γλυκιά.
 
Κι όταν φτάσει η ώρα σου
Θα κάνεις δυο αγόρια
Γιατί η στρώση των θεών
Δεν είναι δίχως φύτρα.
 
Μεγάλωσε τα με χαρές
Με χάδια να τ' αναστήσεις,
Τώρα τράβα στο σπίτι σου
 Και μη με μαρτυρήσεις.
 
Ο Ποσειδώνας είμαι και κανείς
Πρόσεχε μην το μάθει,
Έτσ’είπε και στα κύματα
Εβούτηξε κι  εχάθη.

Και τον Νηλέα  γέννησε              260
Εκείνη  και  τον Πελία ,
Που βασιλιάδες έγιναν
Με ευλογία του Δία.
 
Στην Ιωλκό με τους; Φαρδείς
Τους δρόμους ο Πελίας
Πλούσιος πολύ σ’αρνιά
Στην Πύλο ο Νηλέας.
 
Κι άλλα απόκτησε παιδιά
Ως βασιλέων γυναίκα
Με τον Κριθιά ,τον Αίσονα
Το Φέρη και τον Αμυθά.
 
Τη μορφοκόρη του Ασωπού
Απέ την Αντιόπη είδα
Που’λεγε πως κοιμήθηκε
Στην αγκαλιά του Δία.
 
Κι έκανε το λεβεντονιό
Το Ζήθο και τον Αμφίονα,
Που πρώτοι την εφτάπορτη
Θεμέλιωσαν τη Θήβα
 
Έχτισαν κάστρο ολόγυρα
Στην πόλη που’ταν  πλατιά
Κι ατείχιστη δεν φυλάγονταν
Αν κι  είχαν  παλληκαριά
 
Eίδα και την Αλκμήνη
Το ταίρι του Αμφιτρίωνα,
Πού’κανε το λιονταρόψυχο
Κι ατρόμητο Ηρακλέα.
 
Τον έκανε σαν πλάγιασε
Στου Δία την αγκάλη
Κι απε είδα του Κρέοντα
Την κόρη τη Μεχάρη.
 
Αυτή του Αμφιτρίωνα
Ο γιός την είχε πάρει.

Πρόβαλε και του Οιδίποδα
Η μάνα η Επικάστη
Η όμορφη που άμυλα
Το γιο της στεφανώθη.

Εκείνος τον πατέρα του
Tον σκότωσε και την πήρε
Κι άξαφνα του Κρόνου ο γιός
Στον κόσμο το διαλαλούσε.                  280
 
Με πίκρες τη βασίλεψε
Τη πολυαγαπημένη Θήβα,
Και τους Θηβαίους με των θεών
Κυβέρνησε κατάρα.
 
Κι εκείνη στον αγύριστο
Κατέβηκε τον Άδη
Αφού ψηλά κρεμάστηκε
Με μια θηλιά από λύπη.
 
Πέφτοντας  πίσω άφησε
Με βάσανα τo γιό της
Απ’τις κατάρες που πολλά
Φέρνουν για  το βλαστό της .
 
Τη Χλώρη είδα τη γλυκιά
Που ο Νηλέας πριν χρόνια
Την πήρε για τα κάλλη της
Κι έδωσε πλούσια δώρα.
 
Η πιο μικρή του Αμφίονα
Αυτή του Γιάσου ήταν κόρη
Που κείνος στον Ορχομενό
Με δόξα είχε βασιλέψει.
 
Στην Πύλο αυτή βασίλεψε
Και γέννησε τρία αγόρια
Το Νέστορα, το Χρόμιο
Και τον Περικλυμένη ακόμα.
 
Μα και τη λυγερή Πηρώ
Σ’όλο το κόσμο θαύμα,
Που ταίρι της την πόθησαν
Τριγύρω όλα τ’ αγόρια.
 
Μα ο Νηλέας θα’δινε
Την κόρη του εκείνου,
Που απ’τη Φυλάκη θ’άρπαζε
Τα βόδια του Ιφίκλου.
 
Τα βόδια που θα του’φερνε
Είχαν στριφτά τα πόδια,
Τα μέτωπα πολύ φαρδιά
Αμέρωτα ακόμα.
 
Μα ένας μάντης μοναχά
Του’ταξε να τ’αρπάξει απ’όλους
Μα η μοίρα ήτανε τα δεσμά
Τ’ανίκητα απ’τους βουκόλους.
 
Στο τέλος όμως πέρασαν
Οι μέρες και οι μήνες                300
Κι ο ‘Ιφικλος μαλάκωσε
Σαν άλλαξαν χρόνια κι εποχές

Τον έλυσε απ’τα δεσμά
Αφού του είπε πρώτα
Πως ήταν το γραμμένο του
Το θέλημα του Δία.
 
Η Λήδα πρόβαλε μετά
Του Τύνδαρου το ταίρι
Πού’ καμε δυο λεβέντες γιούς
Τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη.
 
O Κάστορας ήταν στ’άλογα
Τεχνίτης πολύ καλός
Κι ο Πολυδεύκης στις γροθιές
Ήτανε τρομερός.
 
Τα δυο αδέλφια ζωντανά
Βρίσκονταν μεσ’τη γη
Κι ο Δίας μεσ’τον τάφο τους
Τους έδωσε άλλη χάρη,
 
Άλλοτε να’ναι ζωντανοί
Κι άλλοτε πεθαμένοι
Καθένας με τη μέρα του
Αθάνατοι τιμημένοι.
 
Είδα και την Ιφιμέδεια
Γυναίκα του Αλωέα
Που έλεγε πως κοιμήθηκε
Κοντά στον Ποσειδώνα.
 
Τα δυο παιδιά που γέννησε
Έζησαν λίγα έτη,
Τον Ώτο τον ισόθεο και
Τον ξακουστό Εφιάλτη.
 
Ήταν κι οι δυο οι πιο ψηλοί
Απ’όσους ο κόσμος φτιάχνει
Κι έπειτα  απ’τον Ωρίωνα
Σε ομορφιά  σε κάλλη.
 
Εννιά χρονώ σαν έγιναν
Εννιάπηχοι ήταν στο πλάτος
Kι έφτασαν τις εννιά οργιές
Nα γίνουνε στο μάκρος
 
Και τους θεούς φοβέριζαν
Πως στα; Ψηλά ουράνια
Πολέμου αδυσώπητου
Θα στήσουνε τη λύσσα
 
Να βάλουν σκαρφιστήκανε
Τον Όλυμπο πάνω στην Όσσα        320
Κι απε το Πήλιο το πυκνό
Να φτάσουν στα ουράνια.
 
Θα το’κανε μα τους πρόφτασε
Τους πήρε πριν την ώρα
Ο γιός του Δία που η Λητώ
Τον γέννησε η πανώρια.(Απόλλων).
 
Τους πήρε πριν το χνούδι τους
Ανθίσει στα μηλίγγια
Και πριν να βγουν στα μάγουλα
Τα πιο πυκνά τους γένια.
 
Eίδα τη Φαίδρα και την Πρόκρη
Και την κόρη του Μίνου
Με την κακή τη θέληση
Την όμορφη Αριάδνη.
 
Και ο Θησέας ο ξακουστός
Την πήρε απ’την Κρήτη
Την έφερε στην Ακρόπολη
Των Αθηνών την ευλογημένη
 
Μα πριν ακόμα τη χαρεί
Η Άρτεμη θα τη σκοτώσει
Στη Δία(νησάκι)αφού έτρεξε
Ο Διόνυσος να την ενημερώσει.
 
Με την Κλυμένη πρόβαλε
Η Εριφύλη και η Μαίρα
Η άπιστη που ατίμασε
Τον άντρα της για το χρήμα.
 
Απ’όσες γυναίκες αρχηγών
Είδα και θυγατέρες,
Δε θα μπορέσω δυστυχώς
Να τις κατονομάσω όλες.
 
Η νύχτα αυτή δε θα’φτανε
Κι ώρα πια για ύπνο
Δω πέρα ή με τους ναύτες μου
Ή στο γοργό το πλοίο.
 
Κι εσείς πρώτα Θεός
Φροντίστε το ταξίδι

Έτσι είπε και χωρίς μιλιά                340
Όλοι είχαν απομείνει
Μεσ’το παλάτι το σκιερό
Όλοι ήταν μαγεμένοι.
 
Και πρώτη απ’όλους άρχισε
Στους Φαίακες να μιλά
Με τα λευκά χεράκια της
Η Αρήτη και να τους λέει.
 
Φαίακες πως να φαίνεται
Η ομορφιά ετούτου
Ακόμα και τ’ ανάστημα
Και το γερό μυαλό του.
 
Δικός μου ο ξένος
Μα και για σας είναι τιμή
Κι έτσι να τον ξαποστείλετε
Μη  βιάζεστε ,ντροπή.
 
Δώρα μη τσιγκουνεύεστε
Όσα  ανάγκη τα’χει,
Δόξα να έχουν οι θεοί
Το βιός μας περισσεύει.
 
Τοτ’είπε  ο απόμαχος
Εχένιος δυο κουβέντες,
Μιας κι ήταν γεροντότερος
Στους Φαίακες τους παρόντες .
 
Σύμφωνα μες τη γνώμη μας
Κι όπως αρμόζει πράξτε
Η λογική βασσίλισσα
Μιλά ,να την ακούστε.
 
Μα ο λόγος όπως κι η δουλειά
Στου Αλκίνου είναι τα χέρια.
Και κείνος τότε απαντά
Με δυο και κείνος λόγια.
 
Θα γίνει πράξη ο λόγος σας
Ως βασιλιάς αν ζήσω,
Εγώ για τους θαλασσόδαρτους
Τους Φαίακες ν’αποφασίσω..
 
Κι ο ξένος όσο κι αν καίγεται
Να φτάσει στην πατρίδα
Ας περιμένει ως αύριο
Να του μαζέψω δώρα.
 
Όσο για  το ταξίδι του
Οι άνδρες θα βρουν τον τρόπο
Όλοι κι εγώ από κοντά
Που κυβερνώ τον τόπο.               360
 
Τότε έτσι απάντησε
Ο πάνσοφος Οδυσσέας:

Αφέντη, Αλκίνο, Βασιλιά
Απ’όλους παινεμένος
Θα’ μενα αν μου λέγατε
Κι ας πέρναγε και χρόνος.
 
Αφού τότε θα με στέλνατε
Με τ’ ακριβά σας δώρα
Τι άλλο να’ θελα κι’ εγώ
Απ’ το όφελος αυτό για μένα
 
Nα φτάσω θα’ναι όφελος μου
Να φτάσω στην πατρίδα,
Mα πιότερο καλόδεχτος
Θα’μαι με γεμάτα  χέρια .
 
Καλόδεχτος και τιμημένος
Απ’όσους θα συναντήσω
Κοντά μου θα’ρθουν να  με δουν
Στο Θιάκι σαν γυρίσω.
 
Και τότε πάλι απάντησε
Ο σεβαστός Aλκίνος.

Όταν κανείς στο πρόσωπο
Σε δει δε δείχνεις ψεύτης
Μα ούτε κι απ’τις χιλιάδες
Που τρέφει  ο κόσμος ξελογιαστής.
 
Αυτοί στα πέρατα της γης
Παντού κανείς τους βρίσκει
Σκαρώνουν τέτοια ψέματα
Που ο νους δεν τα βάζει.
 
Mα συ έχεις ευγένεια
Στους τρόπους έχεις χάρη
Και σαν καλός αφηγητής
Μας τα΄πες και με τέχνη
 
Των Αχαιών τα βάσανα
Τις δικές σου ταλαιπωρία
Μον’έλα ξήγα μου κι αυτό
Και πες μου μόνο αλήθεια,
 
Aν είδες κανένα σύντροφο
Στην Τροία απ’όσους ήταν
Μαζί σου που πολέμησαν
Και μαύρο χάρο βρήκαν.
 
Μεγάλη η νύχτα,ατέλειωτη          380
Μα δεν είναι για ύπνο η ώρα
Έτσι πεθαίνω να μου πεις
Για τούτα τα θαυμαστά τα έργα.
 
Γιατί ν’ αντέξω εύκολο
Για μένα όσο να φέξει
Αρκεί ν’ακούω να μου λές
Τα βάσανα που’χες περάσει.

Τότε  ο επινοητικός
Του είπε Οδυσσέας

Αλκίνο που’ σαι  λατρευτός
Κι απ’ όλους παινεμένος,
Το κάθε τι στην ώρα του
Ο ύπνος μα κι ο λόγος.
 
Κι αν θέλεις κι άλλα βάσανα
Ν’ ακούσεις πιο μεγάλα,
Άλλων συντρόφων μου μπορώ
Να σου τα πω και κείνα.
 
Συντρόφων μου που γλίτωσαν
Απ’ της Τροίας το μακελλειό
Και χάθηκαν από άπιστες
Γυναίκες στο γυρισμό.
 
Σαν σκόρπισε όλες τις ψυχές
Των γυναικών η Περσεφόνη,
Ήλθε κι η ψυχή του βασιλιά
Του Αγαμέμνονα θλιμμένη.
 
Τριγύρω της τότε στην ψυχή
Οι άλλες είχαν μαζευτεί,
Όσες μαζί στου Αίγισθου
Το παλάτι είχαν χαθεί.
 
Με γνώρισε απ’τη στιγμή
Που ήπιε μαύρο αίμα,
Κλαίγοντας τότε με λυγμούς
Κυλούσαν και τα δάκρυα.
 
Τα νεύρα του δεν ήτανε
Σαν πρώτα σταθερά,
Τα μέλη του σαν πρώτα
Τα μέλη του τα λυγερά.
 
Όπως τον είδα δάκρυσα
Κι η καρδιά μου είχε ματώσει,         400
Έτσι με λόγια πεταχτά
Θλιμμένος του’ χα μιλήσει
 
Γιέ του Ατρέα ξακουστέ
Αγαμέμνο πρώτ’ άρχοντα,
Ποια μοίρα του αξύπνητου
Θανάτου είσαι θύμα.
 
Μη σ’ έπνιξε στα καράβια σου
Τα γρήγορα ο Ποσειδών,
Με σήκωμα ανίκητων
Ανέμων κι άγριας μπόρας.

Εχθροί μη και σε σκότωσαν
Σε άκρες στης στεριά,
Σαν άρπαζες βόδια κι αρνιά
Από όμορφα κοπάδια.
 
Η πολεμώντας  πήγαινες
Τα κάστρα τους να πάρεις,
Μαζί και τις γυναίκες τους
Με βία να τις αρπάξεις;
 
Έτσι  είπα και μ’απάντησε
Αμέσως με λίγα λόγια,
Γιε του Λαέρτη Θεϊκέ
Πολύτεχνε Οδυσσέα
 
Δε μ’έπνιξε με τα γρήγορα
Ο Ποσειδώνας πλοία,
Σηκώνοντας αδάμαστων
Αέρηδων άγρια μπόρα.
 
Μήτε σε άκρη της στεριάς
Εχθροί μ’ είχαν σκοτώσει,
Ο Αίγισθος κι η  γυναίκα μου
Η σκύλα μ’είχε προδώσει.
 
Με κάλεσε στο σπίτι του
Να πάω για φαΐ
Και μ’ έσφαξε όπως σφάζουνε
Το βόδι μεσ’το παχνί.
 
Με τέτοιο θάνατο σκληρό
Αφαίρεσε  τη ζωή μου
Και όλους τους ανθρώπους μου
Π’άνανδρα έσφαξε μαζί μου
 
Στ’ αρχοντικά όπως σφάζουνε
Χοίρους με άσπρα δόντια
Σε γάμο ή ξεφάντωμα
Σ’ επίσημα τραπέζια.              420
 
Θα βρέθηκες σε σκοτωμό
Πολλών ανθρώπων ως τώρα
Σε κάποια άκρη που’πεσαν
Σε μάχη λυσσαλέα.
 
Όμως αυτά αν τα’ βλεπες
Θα μάτων’ η καρδιά σου
Αν έβλεπες πως μας ξάπλωναν
Ολόγυρα στα τσουκάλια
 
Πάνω στη γη μας ξάπλωσαν
Γύρω κι απ’τα τραπέζια
Τα ξέστρωτα κι κάτω η γη
Άχνιζε απ’το αίμα.
 
Κι έφριξα από τις κραυγές
Της κόρης του Πριάμου,
Της Κασσάνδρας που τη σκότωσε
Η Κλυταιμνήστρα. κοντά μου.
 
Κι εγώ τα χέρια σήκωνα
Όταν ψυχορραγούσα,
Μ’ αδύναμα το μαχαίρι της
Να πιάσουν δεν μπορούσα. 
 
Μ’ άφησ’η σκύλα κι έφυγε
Η καρδιά της δε θα μιλήσει,
Τα μάτια και στόμα μου
Νεκρό να μου τα κλείσει
 
Άλλο πιο άπονο θεριό
Δεν έχει απ’τη γυναίκα,
Που βάζει μέσα στην ψυχή
Τέτοια να κάνει ανομία
 
Τι άτιμη που σκέφτηκε
Πράξη να κάνει ωστόσο,
Να καταντήσει φόνισσα
Στον άντρα της τον ίδιο.
 
Κι εγώ ο δόλιος πίστευα
Οι δούλοι και τα παιδιά μου,
Θα με καλοδεχότανε
Στο σπίτι στο γυρισμό μου.
 
Η κακούργα όμως ντρόπιασε
Τον εαυτό της και τις γυναίκες,
Όλες στον κόσμο γεννηθούν
Κι ας είναι απ’τις γνωστικές.

Είπε κι εγώ τ’απάντησα
Με λυπημένα λόγια.                      440
 
Αχ ο Δίας ο βρωτόφωνος
Για γυναικών φερσίματα,
Κατάτρεξε απ’την αρχή
Το σόι του Ατρέα
 
Για την Ελένη φτύσαμε
Εμείς πολλά φαρμάκια
Και  λάκκο  όταν έλειπες
Σου’σκαβε  η Κλυταιμνήστρα
 
Είπα και μου απάντησε
Με πληρωμένα λόγια.

Γι τούτο πια ποτέ καλός
Σε γυναίκα να μη σταθείς,
Ούτε ποτέ να μπιστευτείς
Το μυστικό που ξέρεις
 
Μα πάντα άλλα να της; λες
Κι άλλα στο νου να κρύβεις,
Μα συ Οδυσσέα από σφαγή
Γυναίκας φόβο δεν έχεις.
 
Γιατ’είναι φρόνιμη πολύ
Κι είναι σωστή στη γνώμη,
Η Πηνελόπη η γνωστικιά
Του Ικάριου η κόρη.
 
Σαν πήγαμε στον πόλεμο
Νιόπαντρη ήταν κόρη
Κι ο γιος  σου που’ταν στο βυζί
Θα’ναι πια παλληκάρι. .
 
Καλότυχο ο πατέρας του
Θα το χαρεί σαν φτάσει,
Και κείνο τον πατέρα του
Μ’αγάπη θ’αγκαλιάσει.
 
Μα ούτ’εμένα το παιδί
Δε μ’αφησε να χορτάσω,
Αφού πιο πριν  με σκότωσε
Χωρίς να τ’αγκαλιάσω.
 
Κάτι ακόμα θα σου πω
Και βάλτο στο μυαλό σου,
Στο Θιάκι μη βάλεις φανερά
Το καράβι το δικό σου.
 
Oι γυναίκες πια δεν έχουνε        460
Πίστη μονάχα έλα,
Δώσ’μου εξήγηση γι’αυτό
Και πες μου την αλήθεια.
 
Για το παιδί μου αν άκουσες
Πως κάπου μεγαλώνει,
Αν είναι στον Ορχομενό
Στην Πύλο τη δροσάτη.
 
Μπας στο Μενέλαο κοντά
Μεσ’τη  πλατιά τη  Σπάρτη,
Γιατ’όχι η γη δε σκέπασε
Τον ακριβό μου Ορέστη.
 
Έτσι είπε και του απάντησα
Κι’ εγώ με δυο κουβέντες,
 
Αν ζει ή πέθανε μη με ρωτάς
Δεν ξέρω γιε του Ατρέα,
Είναι κακό τα λόγια μας
Να είναι του αέρα.
 
Λέγαμε  οι δυο μας πένθιμα
Λόγια και λυπημένοι,
Στεκόμασταν περίλυποι
Στα δάκρυα βουτηγμένοι.
 
Του Αχιλλέα η ψυχή
Ήλθε με  του Πατρόκλου,
Που ήταν ξακουστός κι απέ
Του άψογου  Αντιλόχου
 
Και του μεγάλου Αίαντα
Που στη μορφή,στο σώμα,
Περνούσε κάθε Δαναό
Μετά απ’τον Αχιλλέα.
 
Ευθύς με γνώρισ’η ψυχή
Του γοργοπόδαρου Αχιλλέα,
Θρηνώντας εκείνος μου’λεγε
Με φτερωμένα λόγια.
 
Γιε του Λαέρτη των θεών
Απόγονε Οδυσσέα,
Άμοιρε τι θα σκαρφιστείς
Μα πιο μεγάλο ακόμα.
 
Να κατεβείς πως άντεξες           480
Στον Άδη που οι πεθαμένοι,
Αναίσθητοι σου θυμίζουν
Θνητών εικόνες  που’ναι νεκροί.
 
Τα’πε κι εγω τ’απάντησα
Χωρίς περιστροφή:
Γιε του Πηλέα φίλε μου
Των Αχαιών καμάρι,
 
Από ανάγκη ήλθα τη βουλή
Του Τειρεσία να μάθω
Στο Θιάκι με τους βράχους του
Πώς είναι δυνατό να φτάσω.
 
Σε χώμα ακόμα  Ελληνικό
Δεν έχω πλησιάσει,
Ούτε και στην πατρίδα μου,
Καημοί  μ’ έχουν ρημάξει.  
 
Μα σαν και σένα άλλος θνητός
Δε βρέθηκε Αχιλλέα,
Ούτε ποτέ δε θα βρεθεί
Όσα κι αν περάσουν χρόνια.
 
Γιατ’ όταν ζούσες σα θεό
Σε τιμούσαμ’ οι Αργίτες
Και τώρα πάλι στους νεκρούς
Μεγάλη δύναμη βρήκες.
 
Για τούτο Αχιλλέα μη χολιάς
Που  είσαι αποθαμένος,
Του είπα και μ’απάντησε
Και μου’πε λυπημένος.
 
Oδυσσέα για το θάνατο
Παρηγοριά δε θέλω,
Θα’θελα να’μουν χωρικός
Και να ξενοδουλεύω        
 
Σ’ αφέντη δίχως κτήματα
Το βιός του λίγο να’ ναι,
Παρά σε όλους τους νεκρούς
Ο βασιλιάς τους να’ μαι.
 
Για το λεβέντη να μου πει
Το γιο μου αν στη μάχη,
Ορμά μπροστά ή δυστυχώς
Πίσω πως κοντοστέκει.
 
Για τον ξακουστό πατέρα μου                     500
Θα’θελα να με ενημερώσεις,
Αν στους Μυρμιδόνες βασιλιάς
Είναι ακόμα αν ξέρεις
 
Ή όλοι πια τον αψηφούν
Στη Φθία στην Ελλάδα,
Γιατί πια τον κατέβαλαν
Τα γηρατειά τα μαύρα.
 
Μακάρι ΄σε κείνον βοηθός
Μεσ’την πλατιά την Τροία,
Ως ήμουν εκεί κάποια φορά
Κάτω απ’του ήλιου το κάμα.
 
Όταν παλληκάρια θέριζα
Με τους Αχαιούς μαζί,
Τέτοιος να’ φτανα στο πατρικό
Το απίτι μου μια στιγμή.
 
Όλοι μαζί θα τρέμανε
Τ’ανίκητα μου χέρια,
Όσοι το γέρο τυραγνούν
Κι αρπάζουν την αρχηγία.
 
Είπε κι ευθύς απάντησα
Εγώ με δυο μου λόγια:
Tίποτα δεν ξέρω γω
Για το γέρο σου τον Πηλέα;.
 
Μα για το αγαπημένο σου παιδί
Το Νεοπτόλεμο να ξέρεις,
Πως την αλήθεια θα σου πω
Καθώς κι εσύ το θέλεις.
 
Στους Αχαιούς πολεμιστές
Τον έφερα απ’ τη Σκύρο,
Που’ταν  στα μέτρα ισοβαρές
Σαν το  δικό μου πλοίο.
 
Κι όταν γινόταν η βουλή
Μπροστά στης Τροίας το κάστρο,
Πρώτος μιλούσε πάντοτε
Δεν λάθευε στο λόγο.
 
Mόνο ο Νέστορας κι εγώ
Νομίζω τον περνούσα
 
Κι όταν τα όπλα άστραφταν
Στον Τρωϊκό τον κάμπο,              520
Πίσω δεν έστεκε ποτέ
Στο τάγμα η στο λόχο.
 
Πάντα χυνότανε  μπροστά
Άπιαστος στην  ορμή του,
Στης μάχης μέσα τη φωτιά
Θέριζε άπειρους εχθρούς του
 
Όλους κανείς πως να τους πει
Ονόματα ν’ αραδιάσει,
Όσους ο γιος σου σκότωσε
Τους Αργίτες να βοηθήσει.
 
Φτάνει που τον Ευρύπυλο
Του ήρωα Τήλεφου το γιο,
Που με σπαθί τον πέρασε
Μ’ άλλους μαζί απ’το Κήτιο.
 
Ήταν κι αυτοί τριγύρω του
Τους δώρισε γυναίκα,
Μ’ αυτόν μετά το Μέμνονα
Τόσο λεβέντη δεν είδα.
 
Και στ’άλογο όταν μπήκαμε
Των Αχαιών οι πρώτοι,
Σ’αυτό έφτιαξε ο Εποιός
Είχα τη φροντίδα όλη.
 
Την κρυψώνα ανοιγόκλεινα
Όταν οι άλλοι οπλαρχηγοί,
Τα μάτια τους σφουγγίζανε
Των Δαναών οι πρώτοι.
 
Όμως του γιού σου εγώ ποτέ
Δεν είδα να χλωμιάσει,
Στο ροδαλό του πρόσωπο
Δάκρυα να σκουπίσει.
 
Μ’απ’ τ’ άλογο να πεταχτεί
Μου το ζητούσε χάρη
Κι όλο τη χούφτα του σπαθιού
Ακούμπαγε και το κοντάρι.
 
Της Τροίας την καταστροφή
Πάντοτε μελετούσε.

Και το ψηλό του Πρίαμου
Σαν πήραμε το κάστρο,
Γύρισε πίσω αλάβωτος                   540
Στο μαύρο του το πλοίο.
 
Με δόξα και με λάφυρα
Χωρίς από κοντάρι,
Να χτυπηθεί κι από σιμά
Καμιά πληγή να πάρει.
 
Σαν τα’ πα γύρναγ’ η ψυχή
Του φτερωτού Αχιλλέα,
Με αλματώδεις δρασκελιές
Σε γη από σπερδούκλια.
 
Ήταν γεμάτη από χαρά
Κι η τιμή που είχε πάρει,
Σαν έλεγα για το γιόκα του
Πως ήταν παλληκάρι.
 
Στέκονταν  οι άλλες οι ψυχές;
Των πεθαμένων κείθε,
Περίλυπες; κι κάθε μια
Τον πόνο της ρωτούσε
 
Μόνο του Αίαντα η ψυχή
Του γιου του Τελαμώνα,
Χολή’ χε κεί παράμερα
Για τη νίκη που του πήρα.
 
Στα πλοία κοντά τον νίκησα
Σ’ αυτή την άγρια πάλη,
Για του  Αχιλλέα τ’ άρματα
Που η Θέτιδα είχε βάλει.
 
Έκριναν τα Τρωόπουλα
Κι η Αθηνά η Παλλάδα,
Μ’ ας ήταν να μην κέρδιζα
Ποτέ τέτοιον αγώνα
 
Γιατ’από κείνα μαύρη γη
Σκέπασε τέτοιον άντρα,
Που στο σπαθί και το κορμί
Κόντευε στον Αχιλλέα.
 
Αυτός ήταν ο Αίαντας
Που ξεπερνούσε σ’ όλα,
Όλους μαζί τους Δαναούς 
Εξόν απ’τον Αχιλλέα
 
Μα γω με λόγια τρυφερά
Του μίλησα και του είπα,
Αίαντα του λεοντόκαρδου
Του Τελαμώνα θρέμμα
 
Ούτε νεκρός το πάθος σου
Για μένα  δεν έχεις ξεχάσει,            560
Γι αυτά τα δόλια άρματα
Βαλμένα από τη Θέτη
;;
Του Κρόνου ο γιός τα έβαλε
Για συμφορά μεγάλη (των Αχαιών),
Που τέτοιο κάστρο χάσαμε
Κλαίμε για σένα όλοι.
 
Που πέθανες σε κλάψαμε
Ως κλάψαμε τον Αχιλλέα,
Το φταίξιμο όμως κανενός
Εξόν από του Δία.
 
Φτέει  που με εμμονή
Κατάτρεξε μεγάλη,
Το στράτευμα των Αχαιών
Που  σ’ έριξε στη γη τη μαύρη.
 
Μα βασιλέα μου είναι καιρός
Να μιληθούμε ήρθ’η ώρα,
Το πάθος που’ χεις στη καρδιά
Να το δαμάσεις τώρα.
 
Του είπα  δε μ’ απάντησε
Κι έφυγε με των άλλων,
Μεσ’το σκοτάδι το πηχτό
Τις ψυχές των αποθαμένων .
 
Πιστεύω πως θα μου μίλαγε
Παρ’ ότι θυμωμένος,
Μα μου πετάριζ’η καρδιά
Στο τρυφερό μου στήθος.

Να δω τριγύρω τις ψυχές
Απ’άλλους πεθαμένους,
Του Δία το γιο το Μίνωα
Ξεχώρισ’ απ’τους ξακουσμένους.
 
Σκήπτρο στο χέρι να κρατά
Και τους νεκρούς να κρίνει,
Κείνοι τριγύρω απ’τον κριτή
Ζητούσαν δικαιοσύνη.
 
Άλλοι όρθιοι ή καθιστοί
Μεσ’τον πλατύπυλο Άδη,
Κι είδα και τον τεράστιο
Τον Ωρίωνα σε μιαν άκρη.
 
Που σαλαγούσε τα θεριά
Σε βοσκότοπο με σπερδούκλια,
Όσα ο ίδιος σκότωσε
Στ’απάτητα βουνά.
 
Κι ρόπαλο από χαλκό
Ατσάκιστο όλο κρατούσε.                 580

Τον Τιτυό ,της γης το γιο
Της δοξασμένης είδα,
Εννιά να πια στρέμματα
Ξάπλα πάνω στο χώμα.
 
Και δίπλα γύπες δίπλα του
Του’τρωγαν το συκώτι,
Τα σωθικά του ψάχνοντας
Χωρίς βοήθεια να’χει.
 
Χέρι είχε απλώσει ο δύστυχος
Στου Δία την ερωμένη,
Πηγαίνοντας για την Πυθώ(Δελφοί)
Σαν πέρασε το ποτάμι(Πανοπιός)
 
Τοτ’ είδα και τον Τάνταλο
Μέσα σε λίμνη ορθό,
Να τυραννιέται ρίχνοντας
Στα γένια του νερό.
 
Και διψασμένος στέκονταν
Να πιεί δεν το μπορούσε
Γιατί σαν έσκυβε να πιεί
Που τόσο λαχταρούσε
 
Χανόταν αμέσως το νερό
Η γη τ’ απορροφούσε
Και μαύρη κάτω φαίνονταν
Ξερή όπου πατούσε.
 
Δένδρα ψηλά από πάνω του
Με καρπό ήταν φορτωμένα
Δροσάτες αχλαδιές,ροδιές
Μηλιές γεμάτες μήλα
 
Συκιές γλυκόκαρπες κι ελιές
Απάνω που’χαν καρπίσει
Που ο γέροντας με τα χέρια του
Αδύνατο να τ’ακουμπήσει.
 
Ένας αέρας δυνατός 
Σαν  σήκωνε χέρια,
Τα δέντρα τα’φτανε ευθύς
Ως τα  σκιερά.τα νέφια.
 
Μα κει είδα και το Σίσυτφο
Σ’ ένα μεγάλο αγώνα,
Πελώριο βράχο να κρατά
Με τα γερά του χέρια.
 
Χέρια και πόδια τέντωνε  
Στη γη για να τον σπρώξει,
Και να τον φτάσει στην κορφή         600
Και κει να τον αφήσει.

Μόλις όμως τον έφτανε
Στης κορυφής την άκρη
Εκείνος κάτω  γύριζε
Με τρομερή ορμή.
 
Να τον γυρίσει απ’τα ριζά
Ο δόλιος  έκανε αγώνα,
Λουσμένη στον ιδρώτα του
Άγγιζε η κεφαλή του χώμα.
 
Τότ’είδα και το φάντασμα
Του ξακουστού  Ηρακλή
Να χαίρεται τα πλούτη του
Μ’ όλα τα ουράνια μέλη.
 
Την Ήβη την κρυσταλλόποδη
Την πήρε για γυναίκα
Κορ’ήταν της χρυσοσάνδαλης
Της Ήρας και του Δία.
 
Και οι νεκροί τριγύρω του
Τιτίβιζαν ολούθε 
Όπως συνέχεια τα πουλιά
Περίτρομα πετούνε.
 
Σαν το σκοτάδι το θολό
Κρατούσε το δοξάρι
Σαΐτες γιομάτο κι άγρια
Έδειχνε πως θα ρίξει.
 
Γύρω στα στήθη του χρυσό
Φορούσε  λουρί φοβερό
Που πάνω του με παράδοξες
Εικόνες ήταν σκαλισμένο.
 
Αρκούδες, αγριογούρουνα
Λιοντάρια με μάτια άγρια,
Μάχες, πολέμους, σκοτωμούς
Φόνους με παλληκάρια.
 
Έτσι δεν το ξανάκανε
Ούτε θα ξανακάνει,
Όποιος σε κείνο το λουρί
Την τέχνη του είχε βάλει.
 
Με γνώρισε όταν έστριψε         620
Τα μάτια του και μ’είδε
Και με κουβέντες θλιβερές
Με κλάματα μου είπε:
 
Γιε του Λαέρτη διαλεχτέ
Πολύτεχνε Οδυσσέα,
Την άπονη σου , Αχ δύστυχε
Κι εσύ ακολουθείς τη μοίρα.
 
Αυτή κι εμένα μ’έφερνε
Κάτω απ’του ηλιού το .φως ,
Κι  είδα μεγάλες συμφορές
Κι ας ήμουν του Δία γιός.
 
Σ’ αφεντικό  κατώτερο (Ευρυσθέας)
Είχα πάει να δουλέψω,
Που’θελε  πολύ σκληρούς  
Αγώνες να του τελειώσω .
 
Το σκύλο  μια φορά κι εδώ
Να του φέρω μ’είχε στείλει
Αφού δε βρήκε πιο βαρύ
Αγώνα να διατάξει..

Μα γω που του τον έβγαλα
Απ’τον Άδη και του τον πήγα,
Αφού μ’ οδήγησε ο Ερμής
Κι η Αθηνά η Παλλάδα.
 
Έτσ’ είπε κι απε χάθηκε
Μεσ’το βαθύ τον Άδη
Κι εγώ έμειν’ ασάλευτος
Να μη με δουν και άλλοι
 
Μην κάποιος απ’τους οπλαρχηγούς
Περιμένοντας πλησιάσει,
Από εκείνους που πρωτύτερα
Είχανε αποθάνει.
 
Θα’βλεπα κει τους πιο παλιούς
Τους ήρωες που ποθούσα,
Των αθανάτων τους δυο γιους
Τον Περίθο και το Θησέα.
 
Μα πρώτα εκεί μαζεύονταν
Μ’αλαλαγμό μεγάλο,
Χιλιάδες;φάρες με νεκρούς
Που κέρωσα απ’ το φόβο.

Τρέμοντας μήπως της Γοργώς
Την κεφαλή μου στείλει,
Του τέρατου του φοβερού
Απ’ τα Τάρταρα η Περσεφόνη.             640
 
Και τράβηξα τότε  στο γοργό
Καράβι και  ν’ανεβούν,
Πρόσταξα τους ναύτες μου
Και τα σκοινιά να λύσουν.
 
Εκείνοι αμέσως πήδησαν
Στους πάγκους πήραν θέση,
Στα κύματα του Ωκεανού
Κυλούσε το καράβι.
 
Με τα κουπιά του στην αρχή
Κι απε με πρίμο αγέρι.
 

  Ραψωδία μ(αρχή)

O Oδυσσέας επιστρέφει στο νησί της Κίρκης 

να θάψει το σύντροφό του που είχε σκοτωθεί 

σε ατύχημα.

Όταν το πλοίο άφησε
Του ωκεανού τα ρέματα
Και πάνω από τ' ανοιχτού
Του πέλαγου τα κύματα,

Ήλθε στης Αίας το νησί
Η Αυγούλα που κατοικεί
Και σε γλυκούς χορότοπους
Ο Ήλιος που ανατέλλει.            5

Σύραμ'εκεί σαν πήγαμε
Στην άμμο το καράβι                          
Κι εμείς έξω πηδήξαμε
Στης θάλασσας την άκρη.

Στο περγιάλι πήγαμε
Στης θάλασσας την ακρούλα
Προσμένοντας τη λαμπερή
Να γλυκοφέξει Αυγούλα 
 
Σαν έφεξ΄η ροδοδάχτυλη
Της νύχτας κόρη  η Αυγούλα
Κι έστειλα τους συντρόφους μου
Στης Κίρκης τα παλάτια.
 
Του μακαρίτη Ελπήνορα
Να φέρουν το κουφάρι.            10

Αμέσως  κόψαν κούτσουρα 
Στης αμμουδιάς την άκρη
Τον  θάψαμε περίλυποι
Χύνοντας μαύρο δάκρυ.

Κι αφού πια καηκ' ο νεκρός
Μ'όλα τα άρματα του
Τάφο  εκεί του χτίσαμε 
Με στήλη  πάνωθέ του,
 
Κι ίσιο κουπί του μπήξαμε 
Κατάκορφα  απάνω.

Έτσ'όλα τα βολέψαμε
Μα η σεβάσμια Κίρκη
Με μια ματιά της έμαθε
Πως ήρθαμ' απ'τον Άδη.
 
Ήρθε  μ'όλες τις χάρες της
Τρέχοντας  στολισμένη.

Kαι κουβαλώντας φτάσανε
Κι οι παρακόρες της μαζί
Κρατώντας κρέατα ψωμιά        20
Και κόκκινο κρασί

Στη μέση μέση τότε στάθηκε
Η σεβαστή θεά  και λέει,
Κακότυχοι σεις  που ζωντανοί
Βρεθήκατε  στον Άδη.
 
Στον τάφο δυο φορές εσείς
Βρεθήκατ αν και οι άλλο,
 
Αν κι όλοι μόνο μια φορά
Πεθαίνουν σ'αυτόν τον κόσμο.
 
Μα λάτε να φατε μιά μπουκιά
ΠΊνετε όλη μέρα
Κι απε για το ταξίδι σας
Φευγάστε το ξημέρωμα.
 
Το δρόμο θα σας δείξω ατή
Θα σας  καθοδηγήσω,
Μήπως κανένα μπλέξιμο
Σας τύχει πολύ πικρό. 

Μπορεί να τύχει στη στεριά
Στη θάλασσα να τύχει,
Που συμφορές ακόμα που  μπορεί
Επάνω σας να ρίξει..

Έτσ'είπε και την άφοβη
Ψυχή μας είχε πείσει
Τότ'όλοι τότε τρώγαμε
Μέχρι του ηλίου τη δύση. 

Πλούσια τρώγαμε κρέατα
Και πίναμε μοσχάτο.

Κι ο ήλιος σαν βασίλεψε
Και ήρθαν πια σκοτάδια 
Όλοι μας κοιμηθήκαμε
Δίπλα στο παλαμάρια.

Κι αυτή απ' το χέρι μ' έπιασε
Κι απ'τους συντρόφους πέρα
Με στριμωξίδι μ'έβαλε 
Δίπλα της  και με ρώτα,

Εγώ όλα της τα αράδιασα
Με τάξη , όπως είχαν γίνει
Kι απε η Κίρκη η σεβαστή 
Με δυο λόγια μου λέει:
 
Να με ακούσεις πεθυμώ
Αυτά έχουν τελειώσει,
Στήσε αυτί μα και μπορεί
Ο αθάνατος να στα ξαναθυμίσει.

Στις Σειρήνες το πρώτο φεύγοντας         40
Θα φτάσεις που πλανεύουν,
Όλους τους  θνητούς που στο νησί
Το δικό τους τύχει να φτάσουν.
 
Αν κάποιος; τις σιμώσει ανήξερος
Κι ακούσει να τραγουδούν,
Το ταίρι και τα  παιδάκια του
Το γυρισμό  του  δε θα χαρούν.

Οι Σειρήνες πια τον έχουνε
Που το  γλυκό τραγούδι
Τον πλάνεψε και τώρα 
Κάθονται σε λιβάδι.

Το ζώνουν τούτο κόκαλα
Σωρός από κουφάρια,
Το δέρμα τους γύρω σκέβρωσε
Κι έχει σαπίσει η σάρκα..
 
Προσπέρνα τις  από κοντά 
Τ' αυτιά όμως να βουλώσεις 
Των συντρόφων σου με μελόγλυκο
Κερί που θα μαλάξεις.

Κι αν πεθυμήσεις τ' άκουσμα 
Τότ' ας σε δέσουν  οι άλλοι,
Ολόρθο χειροπόδαρα
Στου καταρτιού τη βάση,

Πα  στο κατάρτι ας σφίξουνε 
Tις άκρες των σχοινιών,
Οπότε με χαρά πια  θ' ακούς
Από απόσταση τις Σειρήνες.

Μ' αν ίσως συ παρακαλάς
Τους άλλους να σε λύσουν,
Κείνοι ακόμα πιο σφιχτά
Τα σχοινιά να  δένουν.

Κι όταν με το καράβι σου 
Τις Σειρήνες πια περάσεις,
Δε θα σου πω ποιόν απ'τους δυο
Δρόμο εσύ  να πάρεις.

Ατός σου μόνο κρίνε το.
Κι άκου το κάθε μέρος.

Απο τη μια είν' κρεμαστές           60
Οι πέτρες που ολοένα 
Τις δέρνει με τα κύματα
Η Αμφιτρίτη η γλαυκομάτα.

Μας λεν τρισμακάριστοι
Θεοί πως κινούνται οι πέτρες
Κι ούτε πουλί τις προσπερνά
Μητ' άγριες περιστέρες,

Αυτές  που στον πατέρα μας
Το Δία αμβροσία φέρνουν
Του φέρνουν  μα μια απ' αυτές
Κάθε φορά αρπάζουν.

Μα στέλνει άλλη ο θεός 
Λιγότερες να μην τις  έχει.
Θνητού καράβι από εκεί
Δεν έφυγε κι ας είχε έρθει.

Μόνο καραβοσάνιδα
Κι ανθρώπινα κουφάρια,
Τα παίρνουν τ'άγρια κύματα
Και της φωτιάς η λύσσα.

Ένα μονάχα πέρασε
Καράβι ανοιχτού πελάγους
Η περιλάλητη Αργώ
Που ήλθε απ'τον Αιήτη.
 
Πάνω στους βράχους θα'σπαζε 
Κι' εκείνο αν η Ήρα
Δεν το'σωζε απ'την έγνοια της
Για το φίλο της τον Ιάσονα.

Στ' άλλο(πέρασμα)δυο βράχοι υψώνονταν
Ορθόγκρεμοι ως τα ουράνια ύψη,
Που  του ενός τα άγγιζε 
Η μυτερή  κορφή
 
Αυτή που μαύρη  συννεφιά 
Εκεί ψηλά τη ζώνει
Και που κανένας άνεμος
Ποτέ δεν την σκορπάει.

Μήτε ξανοίγει η κορφή 
Δεν έχει ξαστεριά
Ούτε ποτέ δε γίνεται
Φθινόπωρο ή χειμωνιά 

Κι ούτε  θνητός πάνω σ' αυτή
Ποτέ δεν είχε τολμήσει
Χέρια και πόδια είκοσι
Κι αν είχε την πατήσει .

Ο βράχος είν'απότομος
Σα να'ναι πελεκημένος,             80
Σπήλιος βαθύς στη μέση του
Στη δύση που' ναι στραμμένος.

Και στο σκοτάδι το βαθύ 
Εσείς να προχωρείστε,
Που το καράβι σας εκεί
Κοντά να το περάστε.

Κι αν τύχαινε δυνατός θνητός
Αν έριχνε με  δοξάρι,
Στου  σπήλιου  δε θα  έφτανε
Την κουφάλα απ'το καράβι.

Μέσα  η σκύλα κάθεται
Μ'αγρίλα κι' αλιχτάει,
Που η  φωνή  νιογέννητο
Κουτάβι  παριστάνει.

Μα σαν τη δεις μπροστά σου 
Τέρας φριχτό θα δεις 
Κι αθάνατος αν ήτανε 
Δε θα' νοιωθε χαρά κανείς.

Με δώδεκα είναι μισερά
Κι έξη   λαιμούς που στις κορφές
Πανύψηλοι τελειώνουνε
Σε τρόμου κεφαλές

Το στόμα της  σαν ανοιχτεί
Αράδες τρείς προβάλλουν,
Δόντια πυκνά και στέρεα
Που  χάρο  ξεχειλίζουν .

Είν' ως τη μέση στη σπηλιά
Τη βαθουλή κρυμμένη
Κι έξω απ'το μαύρο βάραθρο
Τις κεφαλές της βγάνει.

Κι εκεί ψαρεύει  ψάχνοντας
Ολόγυρα στο βράχο ,
Δελφίνια και σκυλόψαρα
Κι αν τύχει κανα μεγάλο

Θεριόψαρο  απ' τα μύρια
Εκείνα να αρπάξει
Αυτά που βόσκει η βαριά 
Αναστενάζουσα  Αμφιτρίτη 

Δε θα'βρεις ναύτες πουθενά 
Να παινευτούν κοντά της                100
Πως πέρασαν αλώβητοι
Κι έφυγαν μακριά της

Aφού κάθε κεφάλι της 
Από να ναύτη αρπάζει
Απ'το πλοίο το μαυρόπλωρο
Μαζί του το τραβάει.

Το άλλο βράχο  πιο χαμηλό 
Μα δίπλα ά  θα δεις Οδυσσέα 
Σιμά  απ' τον πρώτο αν έριχνες
Τον έφταν' η σαΐτα.

Κει πέρα μια αγροσυκιά
Μεγάλη φουντωμένη
Όπου στη ρίζα της ρουφά 
Το κύμα η θεία Χάρυβδη.

Τρείς το μερονύχτι αναρουφά
Και τρείς με μουγκρητό ξερνά,
Την ώρα που αναρουφά
Κοίτα να μη βρεθείς μπροστά

Γιατί απ'το Χάρο δεν μπορεί 
Κι ο Δίας να σε γλιτώσει.
Γι' αυτό στης Σκύλας ζύγωσε
Το βράχο το καράβι.

Με το καράβι από εκεί
Γρήγορα  να προσπεράσεις,
Μον' έξη ναύτες ας χαθούν
Αντί όλους να τους χάσεις.

Αυτά είπε και γω απάντησα
Κι εγώ με δυο μου λόγια:
Θεά μια χάρη κάνε μου
Και πες μου μιαν αλήθεια.

Μπορώ απ' την άγρια  Χάρυβδη 
Φεύγοντας με  να πολεμήσω
Με τη Σκύλλα  σαν ορμά 
Τους ναύτες μου να  στηρίξω.

Είπα κι αμέσως η θεά
Απάντησε με δυο κουβέντες
Στο νου σου καημένε βάσανα
Βάζεις και νέες μάχες.

Γιατί προς τους αθάνατους
Δεν δείχνεις υποταγή ;
Tέρας αυτή αθάνατο
Δεν είναι καμμιά θνητή.

Άγριο ,φοβερό, ανήμερο
Απάλευτο και μαζί της 
Ποιος να τα βάλει, πιο καλά      120
Γοργά να αλαργέψεις.

Γιατί  στο βράχο πλάι της
Το χρόνο σας μη κλέψει,
Την ώρα π'αρματώνεσαι
Χιμίζοντας  σου ξαναρπάξει 

Ναύτες  με  τα κεφάλια της
Άλλη  τόση σφαγή,
Μόν' κόβε δρόμο γρήγορα
Κάνε κι ευχή στην Κραταιή

Τη μάνα που'ναι της Σκύλλας,
Που σαν πληγή την είχε φέρει
Να κόψει αυτή τη φόρα της
Να μην ξαναορμίσει.
 
Μετά  στης Θρινανίας το νησί 
Θα  φτάσεις όπου τ'αρνιά
Του Ήλιου βόσκουν  τα ολόπαχα
Και τα πολλά γελάδια.
 
Κοπάδια εφτά τα βόδια του
Τ'αρνιά του  άλλα τόσα
Και το καθένα απο αυτά
Τρέφει  πενήντα κεφάλια.

Ούτε ποτέ γεννοβολούν
Ούτε και λιγοστεύουν,
Θεές είν οι ποιμένες τους
Νύμφες που καλοστέκουν.

Η Φαέθουσα  κι η Λαμπετώ
Του Ήλιου  οι θυγατέρες
Του κοσμογυριστή απο τη μια
Και της Νεαίρας γέννες.

Στης Θρινακίας το νησί
Τις έστειλε να μείνουν
Αρνιά  και στριφοκέρατα
Γελάδια να φυλάγουν.

Αν δεν τ' αγγίξεις κι έβαλες 
Στο νου σου την  επιστροφή
Μπορείτε μετά από βάσανα
Να φτάσετε στην Ιθάκη.                      140

Μ' αν βάλεις χέρι τοτ' εγώ
Καταστροφή  προβλέπω,
Για σένα και το καράβι σου
Αυτή την ορμίνια έχω.

Και συ να  ξεγλιτώσεις 
Πίσω θα φτάσεις μοναχός,
Με σύντροφο κανένανε
Έρμος συφοριασμένος.
 
Ετσ' είπε κι η χρυσόθρονη
Ξεπρόβαλε αυγή
Και η θεά τραβήχτηκε
Στο βάθος  μεσ' το νησί.
 
Τραβώντας το καράβι μου
Προστάζω τους συντρόφους,
Μόλις ανέβουν πάνω του 
Να λύσουνε τους κάβους.

Κείνοι ευθύς ανέβηκαν 
Και κάθισαν αράδα,
Στους πάγκους και τη θάλασσα
Χτυπούσαν με τα κουπιά.

Και πίσω απ'το μαυρόπλωρο          150
Καράβι αγέρι πρίμο, 
Φούσκωνε όλα τα πανιά
Καλόδεχτο μας φίλο.

Η Κίρκη η ομορφόμαλλη
Που γλώσσα θνητών μιλούσε,
Η άγρια θεά μας τo'στειλε
Που μας ξεπροβοδούσε.

Σαν βολευτήκαν τα πανιά
Καθίσαμε στο πλoίο
Που τ'οδηγούσ' ο άνεμος
Κι ο  τιμονιέρης μόνο.

Ο Οδυσσέας φεύγει για δεύτερη φορά
απ' το νησί της Κίρκης.Πηγαίνει  προς το νησί των 
Σειρήνων.
Ραψωδία μ
σε.234

Τότ' είπα στους συντρόφους μου    155
Με σπλάχνα μαραμένα
Δεν πρέπει  ένας είτε  δυο
Να ξέρουνε μονάχα,

Όσες μαντείες η θεά
Αρχόντισσα η Κίρκη,
Μου μολογούσε θα σα πω
Να τις γνωρίζουμ' όλοι,

Είτ'  όλοι θα πεθάνουμε
Ή 'ολοι θα σωθούμε,
Τη μοίρα μας ξεφεύγουμε 
Το θάνατο νικούμε.

Απ' των γλυκόλαλων  μακριά      160
Σειρήνων το τραγούδι
Μου'λεγε η Κίρκη και φωνές
Απ'τ ανθισμένο λιβάδι.

Εμένα μόνο άφησε
Ν'ακούσω τη φωνή τους.

Μα να με δεσετε σφιχτά
Τόσο που να πονέσω,
Όρθιο στο κατάρτι απο κει
Να μην αποσαλεύσω.

Και στο κατάρτι πάνω του 
Δεμένα τα σχοινιά μου
Κι ας σκούζω και παρακαλώ 
Να λύστε τα δεσμά μου,

Εσείς  ν' αρπάξτε τα σχοινιά
Και σφίξτε τα  πιο γερά 
Απάνω στο κορμί μου. 

Την ώρα που  ξεδιάλυνα 
Στους ναύτες τι περιμένω ,
Ο  πρίμος αγέρας που' σπρωχνε
Το πλοίο το καλοστημένο, 
 
Σε λίγο αντικρίσαμε
Τη νήσο  των Σειρήνων  
 
Με μιας  ο αγέρας λάγιασε
Χύθηκε τριγύρω κάλμα,
Η θάλσσα ησύχασε,
Κοίμησε ο θεος το κύμα.

Οι σύντροφοι πετάχτηκαν
Μάζεψαν τα πανιά 
Κι  ως  μέσ'το  πλοίο το βαθύ
Τα'βαλαν τακτικά,
 
Και στα κουπιά τα λάτινα
Τα καλόξυστα στην αράδα,
Καθίσανε και γέμισαν
Αφρούς πάνω στο κύμα.
 
Κάθισαν στα ελάτινα
Καλόξυστα  κουπιά
Και γύρω-γύρω γέμιζαν
Αφρούς πάνω στο κύμα.
 
Πήρα μαχαίρι κοφτερό 
Κι έκοψα μικρά κομάτια
Μιά κερόπιτα τρανή
Και με τ'αδρά μου  χέρια..

Τα'πλαθα και το κερίπου 
Μαλάκωσε στην ώρα,
Απ΄το σφιχτό μου ζύμωμα
Κι απέ  του  Ήλιου την πύρα.

Κι όλων των συντρόφων έφραξα          180
Με τη σειρά τ' αυτιά;
Κι' εκείνοι χειροπόδαρα 
Με δέσανε σφιχτά
         
Ολόρθο τότε μ'έδεσαν
Πα στο καράβι οι ναύτες,
Χέρια και πόδια κι έσφιξαν
Απάνω τους τις άκρες. 

Κάθισαν πάλι κι άφριζε 
Το κύμα απ'τα κουπιά τους.
 
Κωπηλατώντας γρήγορα
Στο νησί τόσο  είχαμε ζυγώσει
Όσο π'ακούγεται η φωνή
Κι αυτές μας είχαν κόψει.

Τότε  αμέσως  άρχισαν
Να λεν το γλυκό τραγούδι,
<<Σίμωσε Δυσσέα ξακουστέ
Των Αχαιών καμάρι.,

Άραξε εδώ το πλοίο καράβι σου
Ν'ακούσεις τη φωνή μας>>
Κανείς  δεν πέρασε κοντά
Ως τώρα απ'το νησί μας

Χωρίς τη μελιστάλαχτη 
Φωνή μας να ακούσει,
Κι απέ να φεύγει με χαρά
Και με  μεγάλη γνώση.

Γιατ' όλα τα ξέρουμε εμείς
Όσα στ στην πλούσια Τροία,
Πάθανε Τρώες κι Αχαιοί
Από θεών κατάρα.

Ξέρουμε κι όσα  γίνονται
Στην πολυτρόφα γη.απάνω.

Μ'αυτή τους τη γλυκιά φωνή
Ν'ακούει ήθελ' η καρδιά μου
Κι είπα να μου  λύσουν τα σχοινιά
Γνέφοντας με τη ματιά μου.
 
Κείνοι πεσμένοι στα κουπιά
Έλαμναν πολύ σκυμμένοι,
Όρμησ' ο Ευρύλοχος με μιας          200
Κι απε ο Περιμήδης
 
Μ' έδεσαν ακόμα  πιο γερά 
Κι ΄έσφιγγαν τα σχοινιά,
Μα  το νησί τους γρήγορα
Το προσπέρασαν τελικά.
 
Μήτε τραγούδια άκουγες
Μήτε και τη λαλιά  τους
Έβγαλα τότε το κερί
Που σφάλισα  τ' αυτιά τους

Πήραν τότε κι έλυσαν            205
Και μένα απ' τα δεσμά ,
Μα σαν το νησί  αφήσαμε 
Μπροστά μας σε λίγη ώρα.


Ο Οδυσσέας στη Σκύλλα και στη Χαρυβδη

Είδα καπνό ,κύμα χοντρό        207
Κι άκουσα  μπουμπουνητά, 
Τρομάξαν όλοι. Έχασαν 
Απ'τα χέρια τους τα κουπιά

Που χτύπησαν τη θάλασσα
Κι οι φτερούγες τους σερνόταν,
Μ' αφού τα κουπιά δεν έσπρωχναν
Το  πλοίο μας δεν κουνιόταν.

Κι έτρεχα εγώ κι εμψύχωνα 
Με λόγια τρυφερά
Τον κάθε ένα σύντροφο
Πηγαίνοντας σιμά.

Φίλοι μου  εμείς; δεν είμαστε 
Άσχετοι απο ταλαιπώρια
Και τούτο δεν είν'χειρότερο
Κακό απ' τ' άλλα ζόρια,

Σαν τότε στη βαθιά σπηλιά
Του  Κύκλωπα κλεισμένοι,
Με το νου και την αξία μου
Βγήκαμε λευτερωμένοι.

Θαρρώ θα τα  θυμόσαστε.
Μια μέρα λέγω και τούτα.

Μα τώρα μπρος κι ότι θα πω
Θέλω να πειθαρχήσουμ' όλοι
Οι ναύτες τραβάτε  τα κουπιά        220
Στους πάγκους καθισμένοι

Της θάλασσας  τα κύματα
Χτυπάτε τα βαθιά

Κι  αν δώσει ο Δίας 
Την άγρια  θα ξεφύγουμε
Ετούτη τη δοκιμασία
Και γλιτωμό θα βρούμε.

Τούτο προστάζω αρμενιστή(τιμονιέρη)
Και βάλτα καλά στο νου σου
Αφου εσύ του καραβιού
Το τιμόνι το κουμαντάρεις .

Μακριά απ'το κύμα κράτα μας
Κι όπου καπνό θα βλέπεις,
Προς κείνον εκεί το σκόπελο
Κυβέρνα , μη και λαθέψεις,

Το πλοίο γυρίσει κατ'αλλού
Και στο κακό μας ρίξεις.

'Ετσι είπα κι όλοι πείστηκαν
Εγώ όμως για τη Σκύλλα,
Τ' απάλευτο κακό, μιλιά
Δεν έβγαλα απ'το στόμα.

Φοβήθηκα πως  οι σύντροφοι
Άξαφνα θα τρομάξουν,
Θ'  αφήσουν κάτω τα κουπιά 
Στ' αμπάρι να τρυπώσουν.

Τότε τα λόγο άφησα 
Της Κίρκης το θλιβερό,
Που έλεγε για πόλεμο
Να μην ετοιμαστώ.

Τα ξακουστά μου τ'άρματα
Χούφτωσα και δυο κοντάρια,
Μακριά πολύ  κι ανέβηκα
Στης πλώρης την κουβέρτα.

Του βράχου από κει περίμενα 
Η  Σκύλλα  να ξεμυτίσει
Το θεριό ,που τους  συντρόφους  μου
Τοιμάζονταν να καταβροχθίσει.

Μα  δε μπορούσα να τη δω
Πόνεσαν τα δυο  μου μάτια,
Να  βλέπω τριγύρω ψάχνοντας
Σ'όλη τη μαύρη πέτρα. 

Με θρήνους για προσπέρασμα
Της στενωσιάς  δίναμε μάχη,
Η Χάρυβδη στη μια μεριά               
Η Σκύλλα ήταν στην άλλη.             240    

Που  βρυχώντας το αλμυρό 
Νερό, της θάλασσας ρουφούσε,
Και  αφρισμένη ολάκερη 
Χόχλαζε  σαν ξερνούσε,

Κι  όπως στη δυνατή φωτιά
Χοχλάζει  σαν λεβέτι
Έτσι  έπεφτε πάνω  στις δυο κορφές
Η άχνα  από ψηλά σαν πούσι.

Καθώς το νερό της της θάλασσας
Ξαναρουφούσε το αλμυρό,
Κάτω βαθιά στον πάτο της 
Έβλεπες τον άμμο το μελανό.

Κι  όλοι μαζί  οι σύντροφοι
Κοιτούσαν κερωμένοι.

Καθώς  εκείνη βλέπαμε
Και τρέμαμε για το χάρο
Έξι συντρόφους μ' άρπαξε
Η Σκύλλ'απ' το βαθύ το πλοίο.

Σ'αντρεία  οι αξιότεροι
Και δύναμη απ'όλους.

Κι ως έστρεψα  στους συντρόφους μου
Απε  προς το πλοίο τα μάτια
Είδα ψηλά π'  ανέμιζαν 
Μαζί χέρια και πόδια.

Ψηλά όσο τους έπαιρνε
Επικαλούνταν όλοι,
Για τελευταία τους φορά
Το όνομά μου οι δόλιοι

Πως πάνω σ' ακρόβραχο 
Ψαράς με μακρύ καλάμι
Δόλωμα στα μικρόψαρα 
Ρίχνει  με  το αγκίστρι,

Πουν' περασμένο σε βοδιού 
Καλοταϊσμένου το κέρατο,
Κι αν πιάσει κανένα το πετά
Σπαρταριστό στην άμμο,

Έτσι τότε τους έριχνε
Στα βράχια σπαρταρώντας,                      
Τους έτρωγε  στη μπασιά μπροστά
Έλεος από μας ζητώντας

Θέαμα  πιότερο φριχτό            265
Απ' όσα πέρασα δεν είδαν 
Τα μάτια μου, της θάλασσας
Τους δρόμους όταν ζητούσαν. 

Ο Οδυσσέας περιγράφει στους Φαίακες την άφιξη του 
 στο νησί του θεού Ήλιου, γιού του θεού Ουρανού
(Υπερίων)

Πίσω μας  σαν αφήσαμε
Τους βράχους και  τη Σκύλλα,,
Τη Χάρυβδη την άγρια,
Να σου όμορφο νησί μπροστά.

Του Ήλιου  ήταν, γιου τ' ουρανού 
Τα όμορφα τα βόδια, 
Με τα φαρδιά τα μέτωπα 
Καθώς και τα  παχιά  αρνιά.

Τότε άκουσα απ' το πέλαγο 
Κι απ' το  μαύρο καράβι μέσα,
Βέλασμ' αρνιών ,μουγκανητό
Βοδιών που βάζουν στη μάντρα.

Κι  στο μυαλό μου έφτασαν
Του  Τειρεσία τα λόγια,
Του  μάντη που' ζησε τυφλός
Στη Θήβα  κι όσα απ'εκείνα

Η Κίρκη απ' την  Αία μου'πε: 
Στου Ήλιου  το νησί σιμά,
Μην πλησιάστε αυτός σκορπά
Στον κόσμο άδολη χαρά,

Έτσι είπα στους συντρόφους μου 
Με λόγια πικραμένα,
Τόσα που τραβάτε σύντροφοι
Γι' ακούστε κι αυτά τα λόγια

Ακούστε  τώρα να σα πω
Πολύπαθα συντρόφια,
Τις προφητείες του τυφλού
Του μάντη Τειρεσία

Και τούτο
Που'πε απ' την Αία η  Κίρκη 
Απ' του Ήλιου  το νησί μακριά,        280
Γιατ' είν'εκείνου που σκορπά
Στον κόσμο άδολη χαρά,

Πως βάσανα μεγαλύτερα  
Μας περιμένουν  εγώ τους είπα
Γι' αυτό το πλοίο κρατάτε το 
Πάντα  απ'το νησί αλάργα.

Έτσ'είπα κι όλων η καρδιά
Σα νά σπασε μεσ'τα στήθια
Κι αμέσως ο Ευρύλοχος 
Μου μίλησε με πίκρα.

Οδυσσέα είσ' ένα θεριό 
Ούτ η ψυχή σου κούραση ,
Μήτε και το κορμί σου αφού
Με σίδερου πλάστηκες κράση,

Που κουρασμένους ,ξάγρυπνους
Συντρόφους σου τσακισμένους,
Δεν μας αφήνεις στη στεριά
Για λίγο αραγμένους

Στο θαλασσόβρεχο νησί
Να  χαρούμε γλυκό ψωμί,
Όλη τη νύχτα τρέχοντας
Αλάργα πάντα απ' το νησί,

Μέσα στη γρήγορη νυχτιά  
Στο  σκοτεινό το κύμα,
Να δερνόμαστε σα να'μαστε
Μια  άδικη  κατάρα.

Συνηθισμένο να'ρχονται
Αέρηδες τη νύχτα
Που'ναι κακοί και κάνουνε
Ζημιές πολλές στα πλοία,

Πώς θα γινόταν το δικό μας
Να ξεφύγουμε αφανισμό,
Αν κάποιο ανεμοτάραχο
Ξεσπούσε αγριωπό, 
 
Απ'το νοτιά η το Ζέφυρο
Το λυσσασμένο ,που παρά
Το θέλημα των θεών,
Τσακίζουν τα καράβια.

Πλακώνει η νύχτα κι ας γενεί
Η χάρη της και στ'ακρογιάλι,
Το δείπνο μας πια ας νοιαστούμε 
Δίπλα στο γρήγορα καράβι

Με την αυγή θα φύγουμε
Στης θάλασσας τα πλάτη.

Έτσι είπα κι όλοι παίνεψαν 
Του Ευρύλοχου τα λόγια.           300
Τότ' είδα πια πως κάποιος θεός 
Βάσανα  μας έκλωσε πολλά.

Έτσι δυο λόγια πεταχτά
Του απάντησα και του είπα:
Ευρύλοχε με ζορίζετε
Κι απόμεινα μόνος πιά.

Ελάτε τώρα όλοι σας 
Όρκο να δώστε σε μένα,
Κοπάδι μεγάλο αν δούμε 
Πρόβατα η γελάδια

Τόσο πιαασυλλόγιστος
Κανένας  δε θα βρεθεί
Να σφάξει βόδι ή πρόβατο
Και το κακό να μας εβρεί,

Μον'όλοι ανενόχλητοι
Κοπιάστε για φαΐ 
Απ΄τις τροφές που πήραμε
Απ' την αθάνατη Κίρκη

Εκείνοι με τα λόγια αυτά 
Όπως τους είχα ζητήσει
Με μιας τον όρκο δώσανε
Κι όταν τους είχαν τελειώσει,

Το καράβι μας αράξαμε 
Το καλοσκαρωμένο,
Μέσ' το λιμάνι το βαθύ, 
Πλάι στο γλυκό νερό.

Κι όταν απ'το καράβι μας 
Βγήκαν οι σύντροφοι έξω
Να ετοιμάζουν άρχισαν 
Μ' έγνοια πολύ το δείπνο.

Κι όταν του πιοτού γιατρέψανε
Του φαγητού τη πεθυμιά,
Πήραν να κλαίν θυμούμενοι
Συντρόφια καρδιακά,

Που η Σκύλλα μέσ'απ'το βαθύ 
Καράβι τους είχε αρπάξει
Τους κατασπάραξε κι ουδέ
Το θρήνο δεν είχαν πάψει,

Ώσπου  τους ήρθε   ο γλυκός,
Ο ύπνος μα κατά τη νύχτα
Που λευκαύγιζε ήδη πιά
Και τρεμοσβήναν τ'άστρα,

Των συννεφιών ο μαζωχτής
Ο Δίας ανεμοσούρτη,
Μεγάλο σήκωσε κι άγρια
Λαίλαπα  είχε  ξεσπάσει,

Με συννεφιά τα πέλαγα  
Και τη στεριά ακόμα,
Ώσπου θολή απλώθηκε          320
Απ'τα ουράνια  νύχτα.

Σαν ήρθε η ροδοδάχτυλη
Νύχτα θρεμμένη αυγή,
Κρύψαμε το καράβι μας 
Σε σπηλιάδι πολύ βαθύ,

Εκεί οι νύμφες  χόρευαν
Κι το' χαν  για λημέρι.
Εκεί κάλεσα σύναξη 
Κι ανάμεσα τους είπα:

Φίλοι 

Πιοτό και φαγητό τα έχουμε
Στο καράβι το ευέλικτό  μας
Από τα βόδια μακριά 
Μη βρούμε το μπελά μας.

Τα βόδια απε και τα πρόβατα 
Που ο άγριος  Ήλιος τα'χει,
Και πάνωθε τούτος ο θεός 
Τ' ακούει όλα  και τα βλέπει.

Οσότου  ψωμί και  κόκκινο
Κρασί  βρισκόταν στο πλοίο,
Στα βόδια χέρι δεν άπλωναν  
Για τη ζωή τους είχαν φόβο. 

Μα σαν σωθήκαν  οι τροφές 
Όλες πια στο καράβι 
Τότε στο κυνήγι το' ριξαν
Τριγυρνώντας  από ανάγκη,

Να πιάσουν ψάρια και πουλιά 
Με γαντζωτά αγκίστρια,
Κι ότι στα χέρια τους έπεφτε,
Τα σπλάχνα τους θέριζ' η πείνα.       340

Αλλ'όταν το νησί διέσχισα
Απ'τους συντρόφους μου μακριά
Πήρα τα χέρια τα'πλυνα 
Σε μιαν απάνεμη άκρια.

Κι όλους  προσευχόμουν τους θεούς
Τον Όλυμπο που διαφεντεύουν
Στα βλέφαρα μου όμως αυτοί
Ύπνο γλυκό θα  φέρουν.

Τότε ο Ευρύλοχος κακιά 
Στα συντρόφια σκέψη κινούσε:
Για όσα τραβάτε σύντροφοι
Τούτα τα λόγια ακούτε:

Δεν είναι ο θάνατος ποτέ
Για τους άτυχους γλυκός,
Μα αν από πείνα πέθαινε
Είναι ο πιο πικρός.

Ελάτε να να οδηγήσουμε
Του Ήλιου τις παχιά γελάδια,
Θυσία να τα προσφέρουμε
Στους θεούς που ζουν στα ουράνια.

Κι αν πάμε στην πατρίδα μας
Το Θιάκι με το καλό
Του ουρανοδρόμου Ήλιου
Όμορφο θα χτίσουμε ναό. 

Και τάματα του στέλνουμε
Πολλά που να' ναι αξίας.

Μα για τα ορθοκέρατα
Τα βόδια του αν χολιάσει 
Και συμφωνήσουν όλοι οι θεοί
Το πλοίο μας να ρημάξει,

Κάλλιο το έχω να βρεθώ
Μια και καλή πνιγμένος,
Παρά στο έρημο νησί
Αδιάκοπα τυραννισμένος.

Ετούτα είπε ο Ευρύλοχος
Σύμφωνα ήταν   τα συντρόφια,
Και του Ήλιου ευθύς τα πιο καλά 
Μπροστά λαλήσαν βόδια,               360   

Γιατί  κοντά βοσκούσανε
Στο καράβι τα όμορφα,
Τα ελικοκέρατα 
Και πλατυμέτωπα βόδια 

Όταν τα πλησιάσανε
Στους; θεούς έκαναν προσευχή  
Αφού έκοψαν φύλλα τρυφερά
Από ψηλά φουντωμένη δρυ,

Κριθάρι βλέπεις δε υπήρχε
Στο καλοκούβερτο καράβι.
Τα έσφαξαν και τα έγδαραν
Μετά από προσευχή,

Κι ύστερα χώρισαν τα μεριά
Με σκέπη θα τα τυλίξουν
Διπλώνοντας τη κι απάνω τους
Το κρέας θα τοποθετήσουν.

Κι αφού δεν είχανε κρασί 
Να περιχύσουν τα σφαχτά
Νερό σταλάζαν για τις σπονδές
Ή έκαιγαν τα σπλάχνα

Και σαν τα μεριά αποκάηκαν
Και γεύτηκαν τα σπλάχνα
Έκοψαν τ' άλλα για ψήσιμο
Περνώντας τα στη σούβλα.

Όταν  ο ύπνος μου ο βαθύς
Απ'τα  μάτια  μου είχε φύγει,
Για τ'  ακρογιάλι κίνησα 
Στο γρήγορο καράβι.

Πλησίασα πια το κυρτό
Και απ'τις δυο μεριές καράβι
Της τσίκνας πια τη μυρωδιά
Κατάλαβα να με κυκλώνει.

Βογγώντας  τους αθάνατους
Θεούς επικαλώντας είπα(ζητώ τη δίκαίη κρίση τους):
Αθάνατοι μάκαρες θεοί
Και συ Δία πατέρα ,

Για συμφορά μου μ'άσπλαχνο 
Με  κοιμήσατε ύπνο 
Κι έτσι τα συντρόφια έβαλαν 
Στο νου φριχτό δικό τους έργο.         380

Με το μακρύ το πέπλο η Λαμπετώ
Ευθύς θα τρέξει να μηνύσει
Στον ουράνιο Ήλιο πως εμείς
Τα βόδια του πως είχαμε σφάξει.

Αμέσως κείνος στους θεούς
Είπε με θυμό στην καρδιά του είπε
Πατέρα Δία  κι  αιώνιοι
Κι ευτυχείς θεοί να δώστε

Την εκδίκηση μου να πάρω 
Πίσω  από τα συντρόφια 
Του Δυσσέα, που αδιάντροπα
Μου έσφαξαν τα βόδια,

Που τα χαιρόμουν στο διάβα μου 
Για τ'αστρωτά ουράνια
Και όταν στη γη επέστρεφα
Ξανά από εκείνα.

Κα των βοδιών την αμοιβή
Που πρέπει αν δε πάρω,
Στον Άδη μέσα θα χωθώ
Και στους νεκρούς  θα φέγγω.

Σαυτόν αναποκρινόμενος
Ο Δίας ο νεφεμαζώχτης
Είπε <<Ήλιε εσύ συνέχιζε 
Το  φως να δίνεις

Στους αθάνατους και τους θνητούς
Στην καρπερή τη γή
Κι εγώ σου τάζω  μ' αναμμένο 
Κεραυνό θρύψαλα θα γίνει

Από μένα μεσοπέλαγα
Σε θάλασσα σαν  το κρασί.

Από το στόμα τ' άκουσα
Της ομορφόμαλλης Καλυψώς
Κι εκείνης πάλι της τα 'λεγε
Ο Ερμής ο ψυχοπομπός .

Στη θάλασσα μόλις έφτασα
Και στο καράβι δίπλα,
Μάταια με λόγια σκληρά
Μάλωνα τον καθένα.
 
Διόρθωση  πια αδύνατη           400
Αφού είχαν σφαχτεί τα βόδια,
Μιας κι οι θεοί την ίδια  στιγμή
Τους μήνυα σημάδια:
 
Σέρνονταν τα τομάρια και
Μούγκριζαν στις σούβλες,
Ψημένα κι άψητα τριγύρω
Ακούγονταν βοδιών φωνές.
 
Έξη μερόνυχτα οι καρδιακοί
Συντρόφοι μου ξεφαντώναν,
Του Ήλιου τα βόδια τρώγοντας 
Τα πιο καλά που κλέψαν.
 
Κι ο όταν ο Δίας του Κρόνου ο γιός
Έφεξε την έβδομη ημέρα,
Πήρε ο αγέρας κι έπεσε
Του έφυγε πια η λύσσα.

Ευθύς πάνω στο πλοίο μας
Και  στο πέλαγο τ'ανοιχτό
Μ' απλωμένα φεύγαμε πανιά
Και  με το κατάρτι ορθό.

Κι ως το νησί  πια αφήσαμε
Πίσω μας άλλη καμμιά  στεριά,
Δεν έβλεπες  παρά Ουρανό 
Και θάλασσα μοναχά.
 
Tότε πάνω απ'το καράβι μας
Ο γιός  του Κρόνου είχε στήσει 
Σύννεφο μαύρο σκοτεινιά
Στο πέλαγο είχε απλώσει.

Για ώρα πολλή το πλοίο μας
Καθόλου δεν προχωρούσε
Και ο πουνέντες χύθηκε
Μουγκρίζοντας λυσσομανούσε,

Κι απ' του ανέμου την ορμή
Τα δυο του ξάρτια είχαν κοπεί
Μπροστά,απε και το κατάρτι
Γέρνοντας πίσω θα σωριαστεί

Πανιά  στο αμπάρι έπεσαν
Σχοινιά μεσ'τ' απονέρια
Και το κατάρτι χτύπησε 
Ως έπεφτε πάνω στην πρύμνα,

Τον πλοηγό στην  κορυφή
Τον βρήκε και τα κόκαλα
Σπάσανε  και  σαν βουτηχτής
Έπεσε απ'την  κουβέρτα.

Και τότε απ'τα κόκαλα
Έφυγε η ψυχή του.               420

Βροντά ο Δίας και χτυπά
Με κεραυνό το καράβι,
Που ολάκερο στροβιλίστηκε
Βγάζοντας μυρωδιά από θειάφι..

Σαν τις κουρούνες στο νερό
Χτυπιόντουσαν  γύρω απ'το πλοίο
Και ο θεός τους έκοψε
Του γυρισμού το δρόμο.
 
Εγώ που στριφογύριζα
Στο πλοίο μα η φουρτούνα,
Σκορπίζοντας  τα πλευρά του
Άφησε γυμνή την καρίνα,
 
Άξαφνα πέφτει πάνω της  
Το κατάρτι κι όπως η σκότα
Η βοϊδοπετσόφτιαχτη
Κρεμότανεν κοντά,

Την πήρα κι έτσι έδεσα
Καρίνα και κατάρτι,
Κάθησ' επάν'αφέθηκα
Στων άνεμων το λυσσομάνι.
 
Κάποια στιγμή ο δυτικός(Ζέφυρος)
Έκοψε την αγρίλα
Μα γρήγορα ήλθε Νότιος  
Με βάσανα καινούρια,

Μ'έσερνε το κύμα ολονυχτίς
Κι εκεί που έβγαιν' ο ήλιος
Της Σκύλλας και της Χάρυβδης
Της άγριας να'τος πάλι ο βράχος.      440

Γερά εκεί κρατιόμουνα
Απ'την καρίνα και το κατάρτι,
Λαχταρώντας εκείνη στιγμή
Το ξερατιό της που'χε αργήσει.

Ποιάν  ώρα ανασηκώνεται
Ο  δικαστής να πάει για δείπνο,
Όταν στην αγορά εδίκασε
Και μοίρασε το δίκιο,

Την ίδια ώρα η Χάρυβδη
Έβγαλε στο φως τα ξύλα.
Κι αφού   ψηλά τινάχτηκα
Με χέρια και με πόδια

Έπεσα μέσα με γδούπο ,
Πλάι  στα στενόμακρα μαδέρια,
Κάθησα πάνω τους κι' άρχισα
Να λάμνω(κωπηλατώ) με τα; χέρια.

Όμως θνητών κι αθάνατων  
Ο πατέρας τη Σκύλλα,
Δε μ' άφησε να την ξαναδώ, 
Αλλιώς γλιτωμό δεν είχα.

Μέρες εννιά δερνόμουνα            460
Στις δέκα μεσ' τη νύχτα,
Μ' έριξαν οι θεοί σ' ένα νησί
Το έλεγαν Ωγυγία. 

Το νησί ήταν της Καλυψώς
Με τις όμορφες πλεξούδες,
Πανώρια ήταν μα και σκληρή  
Θεά με μιλιά σαν τις θνητές.

Μου'δειξε την αγάπη της,
Μα τί λέω τούτα χτες βράδι 
Τα διηγήθηκα σ' εσένα
Και στο πιστό σου ταίρι.

Γιατί δεν μού'ρχεται καλά
Να λέω πάλι τα ίδια.                   465


Η συνέχεια παραπέμπεται σε προηγούμενη ραψωδία, 
τη ραψωδία ε, όπου η Αθηνά θέλησε να δώσει ένα τέλος 
στο μαρτύριο του Οδυσσέα και  παρακαλεί το Δία να 
τον αφήσει να πάει στην Ιθάκη, επιβάλλοντας 
τη θέληση του στην Καλυψώ.Εδώ  περιγράφεται  η άφιξη και η ζωή του Οδυσσέα
στο παλάτι-σπηλιά  της και η συνάντησή του με τη Ναυσικά. 


Ραψωδία ε

Συνεχίζεται με τη ραψωδία ε (πρωθύστερη)

Μόλις  η Αυγή απ'  του Τιθωνού 
Το στρώμα είχε πια φύγει
Του λαμπρού ώστε  σε θνητούς 
Κι αθάνατους  το φως να φέρει,

Κάθισαν οι θεοί στις θέσεις τους
Κι ο Δίας φυσικά στη μέση,
Ο  βροντερός και κυρίαρχος 
Με δύναμη μεγάλη
 
Η Αθηνά τότε θυμήθηκε
Τα Βάσανα του Οδυσσέα  ,                     
Στο   σπίτι  της  Νύμφης
Tον είχε έγνοια κι είπε:

Το συμβούλιο των θεών του Ολύμπου  συζητά  το θέμα της επιστροφής του Οδυσσέα στην Ιθάκη
 
Αθάνατοι εσείς θεοί                       7
Που είστε μακαριστοί(ευτυχισμένοι)
Καλός πιά και καλόγνωμος
Ρήγας(βασιλιάς)  να μην εμφανιστεί.
 
Ούτε και δίκαιος που κρατά 
Στο χέρι βασιλικό ραβδί,
Που άσπλαχνα να φέρεται
Και άνομα μαζί,

Την ώρα που ξεχάστηκε
Απ'όλους πως ο  Οδυσσέας,
Διαφέντευε λαούς 
Κι ήταν καλός πατέρας.

Τώρα  κλεισμένος σε νησί
Στης Νύμφης Καλυψώς το σπίτι,
Φαρμάκια πίνοντας πικρά
Κρατιέται  με το ζόρι.
 
Πατρίδα πια δε μπορεί να δει
Χωρίς συντρόφους και καράβια
Που να τον έπαιρναν μαζί τους
Στη ράχη της θάλασσας τη πλατιά.

Τώρα ψάχνουν για να σκοτώσουν         20
Το γιό του τον αγαπημένο,
Όταν απ' την πλούσια Σπάρτη
Γύριζε και την θεία Πύλο.

Εκεί ταξίδεψε ν' ακούσει
Κάτι για τον πατέρα του .

Αμέσως  της απάντησε
Ο συννεφομαζώχτης Δίας :
Κόρη μου τι  λόγος σου ξέφυγε
Απ'το φράχτη της οδοντοστοιχίας.

Εσύ δεν ήσουν  που'βαλες
Στο νου σου τέτοια σκέψη,
Ο Δυσσέας σπίτι φτάνοντας 
Εκδίκηση να γυρέψει.

Και φρόντισε τον  Τηλέμαχο       25    
Γιατί εσύ μπορείς
Στη γη του ,στην πατρίδα του
Στείλ'τον ,μα να'ναι ασφαλής

Και οι μνηστήρες πίσω πάλι
Μεσ'το καράβι να γυρίσουν.

Έτσι είπε και γυρίζοντας
Στο γιο του τον αγαπημένο,;
Τρέξε Ερμή δεν έχουμε 
Άλλο μαντατοφόρο,

Να πεις η ομορφόμαλλη
Αλάθευτη Νύμφη ορίζει,
Ο Οδυσσέας ο καρτερικός 
Σπίτι του  να γυρίσει.

Χωρίς ανθρώπων συντροφιά
Μα και θεών με μια  σχεδία,
Σε κόμπους πάνω ατέλειωτους
Κι απανωτή ταλαιπωρία,
 
Σ' είκοσι μέρες στο εύφορο 
Νησί να φτάσει τη  Σχερία 
Των Φαιάκων που η φύτρα τους
Με των ............είναι η ίδια.

Όλοι αυτοί  ως αθάνατο
Από  καρδιάς θα τον τιμήσουν
Με πλοίο στην πατρική 
Τη γη του θα τον στείλουν,

Δίνοντας του αυτοί χρυσό ,
Χαλκό κι άφθονα ρούχα,
Που δε θα έφερνε ποτέ
Τόσα πολλά απ'την Τροία

Μαζί του  ο Οδυσσέας
Ακόμα  κι αν   γυρνούσε 
Πίσω ο ίδιος αβλαβής 
Και  τη λεία αν κρατούσε.

Γιατί η μοίρα του  να δει
Φίλους και να τους ξεσηκώσει
Στο αψηλό παλάτι του 
Στην πατρίδα του σαν  ζυγώσει.

Ο Ερμής παίρνονυας την εντολή φεύγει για το παλάτι της Καλυψώς  να της μεταφέρει την απόφαση του Δία.
 
Αυτά είπε κι ο φονιάς   45
Τον άκουσε του Άργου(ο Ερμής)
Και δίχως αρνήσεις φόρεσε
Τα πέδιλα τα καλά του.

Χρυσά ήταν κι αθάνατα
Που σαν ανέμου πνοές,
Τον έφερναν σ' απέραντα 
Πάνωθε πελάγη και στεριές.

Πήρε ραβδί και όσους  διαλέξει 
Άνδρες ,τα μάτια τους μαγεύει
Τους άλλους τους  κοιμώμενους
Στον ύπνο τους τους σηκώνει.

Μ' αυτό και τότε ο δυνατός
Αργοφονιάς πετούσε.

Περνώντας από την Πιερία
Κατέβηκε απ' τον αιθέρα
Κι απε σα  γλάρος να' τανε
Έτρεχε πάνω στο κύμα.,

Πουλί που καθώς πιάνει ψάρια
Στ' άγρια βάθη τ' αστείρευτα  ,
Απ' της θάλασσας νοτίζοντας
Τις φτερούγες του την αλμύρα.
 
Το ίδιο κι ο Ερμής τα κύματα
Προσπέρναγε τότε τα πολλά.

Μα σαν έφτασε πια στο νησί 
Πετώντας το μακρινό,
Στεριά  πατώντας άφησε
Τ' ανταριασμένο πέλαγο,

Τράβηξε μπρος και στη σπηλιά
Το μεγάλη  είχε φτάσει,
Της Νύμφης της μορφοπλέξουδης 
Που μέσα εκεί τη βρίσκει ,

Απ' το τζάκι της τρανή φωτιά         60
Πετιόταν  και απ' αλάργα 
Κέδρος καιγόταν καλόσχιστος 
Κι  όλο το νησί  μοσχοβόλα.

Και το γλυκό τραγούδι της 
Ακουγόταν μέσα , 
Καθώς ύφαινε στον αργαλειό  
Μ' ολόχρυση σαΐτα.
 
Φούντωνε γύρω απ'τη σπηλιά
Δροσολουσμένο δάσος
Με κυπαρίσσια ευωδιαστά
Με σκλήθρα και καβάκια (λεύκες).
 
Εκει όπου κουρνιάζανε 
Μακρόφτερα  στα κλωνιά τους
Γεράκια και  μακρόγλωσσες 
Θαλασσινές κουρούνες,

Που αγαπούν ολημερίς
Στα πέλαγα να πετούν.
 
Μπροστά σου μια θαλερή,
Κληματαριά τυλιγμένη
Τριγύρω απ'τη βαθιά σπηλιά
Σταφύλια φορτωμένη.
 
Τέσσερις βρύσες στη  σειρά 
Η μια δίπλα  στην  άλλη που 'διωχνε
Τα γάργαρα τα νερά τους
Αλλού γι' αλλο΄θε να πάνε,
 
Λιβάδια κι απ'τις; δυο μεριές
Μ'άγρια σέλινα και βιόλες 
Που κι αθάνατο  θα ξετρέλεναν
Αν προς τα κει θα'ρχόταν.
 
Στάθηκε εκεί ο Αργοφονιάς(Ερμής) 
Βλέποντας τριγύρω όλα,
Θαυμάζοντα τα κίνησε
Μπήκε μεσ'τη φαρδιά σπηλιά.

Κι αντίκρυ της  η Καλυψώ
Σαν  τον είδε  κάποια  στιγμή
Η  λατρευτή θεά καρσί της
Ποιός ήταν θα τον γνωρίσει,       80
 
Βλέπεις οι  αθάνατοι θεοί
Καλοξέρουν ένας τους άλλους
Ακόμα κι αν κανένας τους
Ζεί σε τόπους αλλαργινούς.
 
Το μεγαλόκαρδο τότε εκεί
Δε βρίσκει τον Οδυσσέα,
Μονάχος καθόταν στο γιαλό 
Και κει θρηνούσε πάντα
 
Με κλάμα  πίκρες,  στεναγμούς
Σπαράζοντας στα στήθια,
Έχυνε δάκρια βλέποντας
Τα πέλαγα τα στείρα. 

Και σε θρόνο  λαμπροστόλιστο
Η πεντάμορφη τότε  θεά
Έβαλε τον Ερμή και άρχισε
Μιλώντας να τον ρωτά. 
 
Ερμή εσύ με το χρυσό ραβδί
Δεν έρχεσαι συχνά δω πέρα,
Σεβάσμιε αλήθεια κι ακριβέ
Δεν έρχεσαι συχνά δω πέρα.

Πες μου ότι έχεις κατά νου
Με την καρδιά μου  θα  κάνω 
 Ότι εσύ θελήσεις 
Μα πρέπει και να το μπορώ

Αλλ' έλα πρώτα κόπιασε
Να σε φιλέψω κάτι.
Έτσι σαν είπε η θεά  
Πλάι του έστρωσε τραπέζι,

Με αμβροσία(τροφή των θεών) γεμάτο,
Κερνώντας τον θεϊκό κρασί.
Και τότε κι  ο Αργοφονιάς
Ξεκίνησε  το φαγοπότι,

Κι όταν πίνοντας και τρώγοντας
Ο Ερμής  είχε  πια χορτάσει,
Γυρίζει και με τα λόγια αυτά
Εκείνος θα της  απαντήσει.

Ρωτάς πως έφτασα ο θεός
Σε σένα θεά εδώ χάμω,
Καθάριος θαν' ο λόγος μου
Όπως θέλεις κι εσύ πιστεύω.

Ο Δίας εμένα μ' έστειλε               100
Δίχως εγώ να θέλω
Ποιος από  μόνος θα' σκιζε
Απίστευτο αλμυρό νερό .

Ούτε και βρίσκεται κοντά           
Κι' από θνητούς  μια πόλη
Θυσίες να μας προσφέρουνε
Και θυσία πολύ μεγάλη.

Του Δία όμως τη θέληση 
Του ασπιδοκράτη δεν μπορεί
Αθάνατος να την αλλάξει 
Ούτε και να την παραβεί.

Κοντά σου λέει πως κρατάς
Τον   άντρα τον πιο τρίσμοιρο,
Απ'όλους που στου Πρίαμου
Πολέμησαν στο κάστρο γύρω

Εννιά χρόνια και στο δέκατο 
Έφυγαν για την πατρίδα.

Όμως κατά την επιστροφή 
Αμάρτησαν στην Αθηνά ,
Και κείνη σήκωσε θύελλα 
Με κύματα πολύ ψηλά.

Όπου οι άλλοι δυνατοί
Σύντροφοί του χαθήκαν
Κι αυτόν άνεμοι και κύματα 
Εδώ σου τον αφήκαν.

Αυτόν ζητάει άμεσα
Να τον ξεπροβοδήσεις:

Δε γράφεται εδώ μακριά  
Απ' τους δικούς του πως θα σβήσει,
Είναι γραφτό τους φίλους του
Γυρνώντας να αντικρίσει

Στo αψηλό παλάτι του 
Στη γη την πατρική του

Στα λόγια τούτα  η Καλυψώ 
Η πανέμορφη θεά 
Ρίγησε και με ανεμοσκόρπιστα          120
Λόγια του απαντά.

Είστε σκληροί ,ζηλιάρηδες
Πιότερο σεις από όλους,
Δε σας αρέσει μια θεά
Να σμίγει με κοινούς  θνητούς,

Αν κάποια θεά στα φανερά 
Ταίρι γίνει με τον καλό της

Κι η ροδοδάχτυλη αυγή 
Που τον Ωρίωνα πήρε ,
Σεις οι τρισευδαίμονες θεοί
Ζήλια δε νοιώθατε τότε,

Μονο σαν πήγ' η χρυσόθρονη
Η Άρτεμη στης Ορτυγίας 
Τα μέρη και  τον σκότωσε
Πυκνές  σαϊτιές πετώντας.

Κι η Δήμητρα η ομορφόμαλλη
Στον έρωτα είχε λύγισει
Και σε χωράφι χλοερό
Με τον Ιάσιο είχε πλαγιάσει.

Τις αγκαλιές και τα φιλιά 
Ο Δίας τα'μαθε στο λεπτό, .
Του πήρε αμέσως τη ζωή
Μ'αστροπελέκι καυτερό.

Και τώρα με ζηλεύετε 
Θνητό κοντά μου που'χω 
Εγώ όμως τον γλίτωσα
Φτάνοντας σε σχεδία πάνω.

Το γρήγορο καράβι του
Στη μέση  απ'το κρασάτο 
Το πέλαγο και με κεραυνό
Το  τσάκισε  φλογάτο.(πυρωμένο).  

Τότε που οι άλλοι σύντροφοι
Οι αντριωμένοι χαθήκαν
Κι αυτόν άνεμοι και κύματα
Σπρώχνοντας εδώ τον ρίξαν.

Τον φίλευα τον έτρεφα
Και κατά νου τον είχα,
Αθάνατο να τον έκανα                    140
Κι αγέραστο για πάντα.

Αφού  όμως τ' ασπιδοκράτη (Δίας) 
Τη θέληση να παρακούσει  
Αθάνατος δεν μπορεί 
Ούτε και να την  τη χαλάσει,

Ας φύγει αφού είναι θέλημα
Του Δία κι αυτό το διατάζει,

Στη θάλασσα την αστείρευτη
Εγώ όμως δεν τον στέλνω,
Καράβια με πολλά κουπιά
Και πλήρωμα εγω δεν έχω.

Στην πλατιά ράχη της θάλασσας 
Μαζί τους να τον πάρουν. 
 
Μα θα του δώσω συμβουλή 
Και δε  και θα του την κρύψω,
Ακέραιος στην πατρική
Τη γη του να γυρίσει πίσω.
 
Και τότε ο Αργοφονιάς
Αμέσως  της απαντά
Άστον ως είπες λεύτερο
Φυλάξου  απ'την οργή του Δία

Να μη ξεσπάσει πάνω σου
Αργότερα ο θυμός του.
 
Ο δυνατός Αργοφονιάς
Σαν είπε αυτά τα λόγια
Φεύγει κι η  η σεβαστή Νεράϊδα
Πιστή στις προσταγές του Δία,
 
Έφυγε ο Ερμής και η Καλυψώ συναντά τον Οδυσσέα
 
Το  μέγιστο πήγε να βρει
Κοντά του  να καθήσει.

Tον  βρήκε  κάτω στο γιαλό           
Να κάθεται πλάι στο κύμα,
Τα μάτια του δε στέγνωναν 
Ααπ' το πολύ το κλάμα. 
 
Με τον καημό του για  γυρισμό 
Έσβηνε η ζωή του  η γλυκιά,
Με τη Νεράϊδα. πια να ζει
Δεν του' δινε καμιά χαρά.
 
Κοιμόταν μέσα σε σπηλιές
Κοντά της από ανάγκη               160
Χωρίς τη θέλησή τ' αυτός
Θέλοντας όμως κείνη.

Όλες τις μέρες κάθονταν 
Στα βράχια στ' ακροθαλάσσια,
Και  πίκρες ,κλάματα, στεναγμοί
Του  σπάραζαν τα στήθια.
 
Τ' άκαρπο  έβλεπε πέλαγο
Με μάτια βουρκωμένα.
 
Κοντά του τότε στάθηκε
Η  θεά και  του' πε λυπημένη,
Δύσμοιρε άλλο πια μην κλαίς 
Κι  η ζωή σου έτσι να λειώνει,
 
Γιατί να φύγεις εγώ πια 
Θα σ' αφήσω με προθυμία.
Μα πάρε τσεκούρι και  χοντρά
Να κόψεις τώρα μαδέρια
 
Και φτιάξε πλατιά σχεδία 
Κι απάνω της να  καρφώσεις 
Σανίδες που πρέπει αψηλά
Πέρα ως πέρα να αραδιάσεις,
 
Που στο γαλάζιο πέλαγο 
Επάνω  θα σε φέρουν.

Κι εγώ ψωμί, νερό και κόκκινο
Κρασί  μέσα θα βάλω
Την πείνα να δαμάζουνε
Και με ρούχα θα σε ντύσω.
 
Θα στείλω πρίμο άνεμο
Κι αν θέλουν κι οι θεοί,
Σώος θα φτάσεις ακέραιος
Στην γη σου την πατρική.

Οι θεοί που κυβερνούν
Τ' ατέλειωτα  ουράνια 
Κα από μένα πιο δυνατοί
Σε κρίση και φροντίδα

Ο Οδυσσέας ρίγησε
Σαν του'πε όλα αυτά
Και  κείνος σε απάντηση
Τούτα της λέει λόγια:

Άλλο σκαρφίζεσαι θεά
Μα όχι για το γυρισμό
Γι' αυτό με στέλνεις σε σχεδία      180
Στο πέλαγο πάνω το φριχτό
 
Που ούτε και τα γρήγορα
Τολμούν να περνούν καράβια
Κι ας του χαίρονται του ισχυρού
Δία τον πρίμο τον  αγέρα .
 
Σε μια σχεδία το  πόδι μου  
Αν και συ δεν το θέλεις,
Εκτός κι αν αποφάσιζες                  
Μεγάλο όρκο να δώσεις

Πως άλλο κακό για μένανε
Στο νου σου δε θα βάλεις.

Τότε μ'ένα χαμόγελο
Γι'αυτά που άκουσ' η Νεράϊδα,
Κι αφού τρυφερά τον χάϊδεψε 
Ετούτα του είπε λόγια.
 
Στην πονηριά μοναδικός 
Μα  δεν είσαι ασεβής αλήθεια,
Ποιό παραμύθι σκέφτηκες
Να βγάλεις τώρ'απ'το  στόμα.

Μάρτυρας  βάζω να'ναι  η γη
Και τα πλατιά πάνω ουράνια,
Τ'ατέλειωτα και της Στύγας 
Τα νερά τα άσωστα.
 
Που  πιο μεγάλος,πιο φριχτός
Στους θεούς  μετριέται πάντα
Ο όρκος πως δεν έβαλα 
Στο νου κακό  για σένα

Με το μυαλό μου σκέφτομαι
Όσα που κι εγώ η ίδια,
Για μένα θ' αποφάσιζα
Τόση ανάγκη αν είχα.

Γιατί στο δικό μου το μυαλό
Δε μπαίνει   η αδικία
Τα στήθη δεν είν'από σίδερο
Είμαι  ψυχοπονιάρα.
 
Αυτά του είπ' η  πεντάμορφη  
Με βιάση στο δρόμο μπαίνει
Κι εκείνος στ' αχνάρια των θείων
Ποδιών της την ακολουθεί.           200  
 
Κι όταν   ο άντρας κι η θεά 
Στη σκαλιστή σπηλιά είχαν φτάσει
Απ'όπου  σηκώθηκ' ο Ερμής
Εκείνος θα καθίσει. 

Κι η νύμφη του απίθωσε 
Πλούσια  μπρος τροφή,
Να τρώνε και να πίνουν αυτά
Που τρώνε οι άντρες οι θνητοί.

Κι αυτή αντίκρυ κάθισε 
Στο θείο Οδυσσέα,
Μπροστά της οι δούλες  έβαλαν 
Νέκταρ και αμβροσία.

Στα έτοιμα τότε φαγητά
Θ' απλώσουνε τα χέρια
Και τρώγοντας και πίνοντας
Οι δυο τους είχαν χαρά.

Κι άρχισε πρώτη η Καλυψώ
Η πεντάμορφη θεά να  λέει:
<<Θείε του Λαέρτη γιε                  
Πολυμήχανε Οδυσσέα, 

Έτσι λοιπόν στο σπίτι σου 
Στην πατρική τη γη σου
Γρήγορα θέλεις  να πας
Ωστόσο γειά και χαρά σου .

Αν ήξερες όμως τα βάσανα
Που η μοίρα σου να τραβήξεις,
Γράφει πριν τα χώματα 
Τα πατρικά σου να πατήσεις,

Εδώ μαζί μου θα'μενες
Να κοιτάς  με μένα τη σπηλιά
Αθάνατος θα γινόσουνα
Όση κι αν έχεις πεθυμιά,

Να τρέξεις να δεις το ταίρι σου 
Που πεθυμάςς όλες τις μέρες
Μα δεν είμαι χειρότερη
Ούτε σε κορμί ούτ' ομορφιά.
 
Έτσι κι αλλιώς σωστό δεν είναι    220    
Νομίζω  οι θνητές
Για το κορμί και την ομορφιά
Να μαλλώνουν  με τις θεές.

Σ'αυτήν δε απαντώντας είπε
Ο Οδυσσέας; ο πολυγνώστης .
Θεά εσύ σεβάσμια
Για τούτο μη μου  θυμώνεις
 
Κι εγώ καλά το ξέρω αλήθεια 
Πώς η φρόνιμη Πηνελόπη
Δε μπορεί με  σένα σ' ομορφιά
Κι  ανάστημα να παραβγεί
 
Γιατί  εκείνη είναι θνητή 
Και σύ αγέραστη και θεά,
Μα κείνο που  θέλω συνεχώς
Είναι να γυρίσω στην πατρίδα.
 
Nα δουν θέλω τα μάτια μου
Τη μέρα του γυρισμού μου.

Kι αν σ'τ'αφρισμένο πέλαγο
Με τσάκιζε θεός ξανά
Αντέχω  γιατί στα στήθια μου
Έχω καρτερική καρδιά.
 
Γιατί έπαθα πάρα πολλά 
Κι έχω πολύ μοχθήσει,
Στα κύματα και στον πόλεμο
Με τ'άλλα και τούτο ας γίνει 

Τέλειωσε κι ο ήλιος έδυσε
Και ήλθαν τα σκοτάδια.
 
Κι εκείνοι   αφού ήλθαν
Στο βάθος της  όμορφης σπηλιάς,       
Τον έρωτα τους να  χαρούν
Αγκαλιασμένοι όντας.

Όταν η ροδοδάχτυλη
Χάραξε πια  αυγούλα,
Πήρ' ο Οδυσσέας και φόρεσε
Χλαμύδα και χιτώνα .
        
Και η Νεράιδα αργυρόχρωμο
Φόρεσε φουστάνι,
Χαριτωμένο και λεπτό 
Στη μέση της ζωνάρι.
 
Πανώριο είχε και χρυσή
Στην κεφαλή μαντίλα,       240
Και το ταξίδι τοίμαζε
Του μεγαλόκαρδου Οδυσσέα.

Τσεκούρι μεγάλο του'δωσε
Στη χούφτα ταιριαστό
Καλά στερεωμένο πάνω
Δίστομο κι από χαλκό.

Κι ένα σκεπάρνι  του'δωσε
Ακονισμένο πολύ  καλά:
Αμέσως  ξεκίνησε μπροστά 
Για του νησιού την εσχατιά.
 
Εκεί πέρα φύτρωναν
Δένδρα πολύ  ψηλά
Σκλήθρες λεύκες κι' έελατα 
Aνέβαιναν  στα ουράνια.

Με φύλλα παλιά,κατάξερα
Π' ανάλαφρα επιπλέουν

Και μόλις τα δένδρα του'δειξε
Που φύτρωναν  τα θεριά,
Η πεντάμορφη πια Καλυψώ
Γύρισε πίσω ατη σπηλιά.

Εκείνος τα δένδρα έκοβε
Και τέλειωσε τη δουλειά
Από τα είκοσι με τσεκούρι
Πελέκησε τα κλωνιά..

Κι αφού τα έξυσε καλά 
Με χάλκινο σκεπάρνι
Με τέχνη τα ευθυγράμμισε
Επάνω σ'ενα αλφάδι.

Ωστόσο η θεία Καλυψώ 
Τρυπάνια θα του δώσει,
Άνοιξε  τύπες σ'όλα τους
Μεταξύ θα τα ενώσει,
 
Με ξυλοκάρφια ταίριαξε
Τη σχεδία με αρμονία.
 
Όσο πιο πλατύ το πάτωμα
Μιας φορτηγίδας σημαδεύει          
Τόσο πιο καλά την τέχνη του
Ο μαραγκός  την ξέρει.

Τόσο φαρδιά να κάνει θέλησε
Ο Οδυσσέας τη σχεδία του.              260

Κι αφού έστησε τα πλαϊνά
Με στραβόξυλα θα τα στεριώσει
Και με  τις μακριές σανίδες του 
Την κουβέρτα θα ισοπεδώσει.

Κατάρτι τότε πελεκά
Κι επίτονο(λοξό ξύλινο στήριγμα) της ταιριάζει
Κι απε τιμόνι έφτιαξε
Για να την(σχεδία) κατευθύνει.

Και με κλωνάρια λυγαριάς 
Την έφραξε τριγύρα,
Να τον φυλά απ'τα κύματα
Σωριάζοντας και σαβούρα.

Κάποια στιγμή η Καλυψώ
Έφτιαξ'  η πεντάμορφη   πανιά
Κι εκείνος τα μαστόρεψε 
Κι αυτά πολύ καλά.

Σκότες της έδεσε  κι απλές
Στο τέλος πια και κάλους,
Την έριξε   στ' άγια  κύματα  
Με λοστούς και μοχλούς.

Σαν πέρασαν τέσσερις μέρες 
Τότε όλα είχαν τελειώσει
Την πέμπτη πια η Καλυψώ
Η όμορφη θα τον στείλει,

Απ' το νησί μ' ευωδιαστά
Ρούχα τον είχε ντύσει
Η ίδια με τα χέρια; της 
Κι αφού τον είχε λούσει.

Μέσ' τη σχεδία του' βαλε 
Ασκί με μαύρο κρασί, 
Νερό στο πιο μεγάλο
Και τρόφιμα σε ταγάρι.

Πρίμο αγέρα του' βαλε 
Ζεστό  κι αβλαβή 
Και με χαρά  ο Οδυσσέας
Σήκωσε το πανί.

Ο Οδυσσέας φεύγει από το νησί της Καλυψώς
 
Με τέχνη για να κυβερνά    280
Κάθισε στο τιμόνι 
Κι ο ύπνος πια τα βλέφαρα 
Έπαψε να τα κλείνει.

Καθώς την Πούλια κοίταζε 
Και την Άρκτο το γελαδάρη, 
Που να βασιλέψει αργεί 
Άμαξα την αποκαλούν  πολλοί,

Πάντα εκεί κλωθογυρνά
Καραδοκεί τον Ωρίωνα 
Και μόνο αυτή δε χαίρεται
Του Ωκεανού το κύμα.

Κι η Καλυψώ η πεντάμορφη
Την άρκτο του είχε πει,
Στο χέρι το αριστερό
Αδιάκοπα να το' χει.

Αρμενίζοντας  στο πέλαγο
Πέρασαν μέρες δέκα επτά,
Στις δέκα οχτώ φανήκανε 
Των Φαιάκων τα σκιερά βουνά

Όπου η γη φαινότανε 
Να'ναι πολύ κοντά 
Και  σαν ασπίδα φάνταζε
Στου πέλαγου τη  θολούρα.

Όταν ο σαλευτής της γης (Ποσειδών)
Απ'τους Αιθίοπες γύριζε,
Πέρα απ' των  Σωλύμων τα βουνά  
Μπροστά του αυτός τον είδε

Που αρμένιζε και πιο πολύ 
Φούντωσ' απ' το κακό του
Κι αφού κούνησε το κεφάλι του    
Μίλησε με την καρδιά του..
 
Ωχ δες, αλλαξογνώμησαν 
Οι άλλοι θεοί  και είπαν πια,
Πίσω να γυρίσει ο Οδυσσέας
Όταν στους Αιθίοπες έλειπα.
 
Να τος στων Φαιάκων τη γη κοντά
Όπου εκεί του όρισε  η μοίρα,
Να ξεφύγει από της συμφοράς  
Παντοτινά τα δίχτια. 
 
Μα γώ πρωτύτερα  θέλω
Κι  άλλα βάσανα να του φέρω.
 
Αυτά σαν είπε μάζεψε
Σύννεφα και σα θα  πιάσει,
Την τρίαινα στα χέρια του         
Το πέλαγο θα συνταράξει.
 
Παντού θυελλώδεις άνεμους 
Μ' όλων των ειδών ξαμολά,
Και  κάλυψε με σύννεφα 
Πέλαγα  μαζί και στεριά.

Και μια θολή από τον ουρανό
Νύχτα είχε απλωθεί.
 
Μαζί  Νοτιάς ,λεβάντες χίμιξαν
Κι ο Ζέφυρος ο κακός,
Κύματα τρανά απε κυλώντας
Κι ο Βοριάς  ο παγερός
 
Γόνατα τότε και καρδιά
Του Οδυσσέα είχαν λυθεί
Και στη μεγάλη με στεναγμό
Ψυχούλα του θα πει. 

Αλλιά  σε μένα τον άμοιρο
Τι θ'απογίνω τώρα ;
Τρέμω για όσα προφήτεψε
Η θεά μη βγουν όλα σωστά.
 
Πως θα περάσω μού' λεγε 
Βάσανα μεσ'τα πέλαγα,
Πριν φτάσω στην πατρίδα μου
Kai tώρα τελειώνουν όλα.            300

Για δες με πόσα σύννεφα
Ο Δίας περιζώνει
Τα πλάτη  τα ουράνια
Τη θάλασσα ανακατώνει            

Γρήγορες τρέχουν θύελλες
Απ' τον καθένα αγέρα
Για μένα τώρα  ο όλεθρος
Δεν έχει πια σωτηρία.

Ευλογημένοι τρείς φορές
Και τέσσερις οι Αργίτες
Όσοι στην Τροία χάθηκαν 
Για του Ατρέα τους γιούδες.

Μακάρι να πέθαινα κι εγώ
Ο Χάρος να μ' είχε αρπάξει
Όταν κοντάρια ατέλειωτα
Οι Τρώες μου'χαν ρίξει,            320

Γύρω απ'  απ' του Πηλέα το γιο(Αχιλλέας)
Που κείτονταν νεκρός.
Τότε  τάφο θα είχα 
Κι απ' τους  Αχαιούς δοξασμένος

Τώρα  με πανάθλιο θάνατο
Μου'γραψ' η μοίρα να χαθώ.

Καθώς μίλησε απάνω του
Χiμώντας άγριο κύμα,
Τεράστιο που τραντάχθηκε
Ολόκληρη η σχεδία

Ο ίδιος δε που μακριά 
Έπεσε  απ'τη σχεδία,
Μαζί και το πηδάλιο
Που του'φυγε απ'τα χέρια
 
Στη μέση και  το κατάρτι της
Η θύελλα θα το τσακίσει
Η άγρια που των ανάμικτων
Αέρηδων θα το χτυπήσει.

Μακριά  αντένα και πανί
Στο πέλαγο είχαν πέσει.

Εκείνον στα βαθιά νερά
Τον βούλιαξε πολύ ώρα
Μα  βγεί  μπορετό  δεν ήτανε 
Μ'αυτό το άγριο κύμα..

Της Καλυψώς τον βάραιναν
Τα ρούχα που του'χε δώσει.

Κάποια στιγμή αναδύθηκε 
Την πικρή αλμύρα θα φτύσει.
Σα βρύση  απ'το κεφάλι του
Συνεχώς κελαρύζει.

Μα τη σχεδία δεν ξέχασε
Κι ας είχε ταλαιπωρηθεί 
Όρμησε μεσ' τα κύματα 
Κι απάνω της θα πιαστεί.      340

Κάθισε τότε στη μέση της
Το Χάρο να γλιτώσει,
Μα άγριο  κύμα με ορμή                 
Την πέταγε εδώ και κει.

Όπως ο φθινοπωρινός βοριάς
Τ' αγκάθια σαρώνει στον κάμπο
Και όλα έρχονται πολύ  
Κοντά το ένα με το άλλο

Έτσι τη σχεδία οι άνεμοι 
Τη σέρναν δώ και παρέκει
Άλλοτ' ο Νοτιάς την έδινε
Στο Βοριά να την παρασύρει.

Κι απέ  ο λεβάντες  την παρατά 
Στον  Πουνέντε να τη χτυπά.

Τον είδε όμως η Ινώ 
Του Κάδμου η κόρη
Με τους λιγνούς αστράγαλους,
 Η  Λευκοθέα παλιά θνητή.

Ήταν και  σαν τις θνητές
Μιλούσε μα που τώρα,
Απ'τους θεούς είχε τιμές
Θεϊκές μέσα στα πέλαγα.

Κι όπως είδε τον Οδυσσέα
Να χάνεται θα  τον λυπηθεί,
Για κείνα που τραβούσε
Κι απ' το κύμα θα ξεπεταχτεί. 

Κι αφού στη σχεδία κάθησε 
Είπε αυτά τα λόγια.:
Γιατί ο κοσμοσείστης δύσμοιρε 
Τόσο μεγάλη σου' χει  έχθρα.

Και με βάσανα σε τυραννά
Πολλά μα δε  θα σου δώσει
Ωστόσο θάνατο κι ας είναι
Η οργή του πολύ μεγάλη.

Μα κάνε ότι θα σου πω
Ανόητος δε μου μοιάζεις:
Βγάλε τα  ρούχα ,τη σχεδία
Στους ανέμους να την αφήσεις.
 
Koλυμπώντας ,με τα χέρια σου
Προσπάθησε στη  γη  να φτάσεις        360
Των Φαιάκων όπου η μοίρα σου
Σου'γραψε να γλιτώσεις.  

Να ,πάρε αυτό  το αθάνατο
Μαντήλι που κάτω  θα το ζώσεις 
Απ'τα στήθια σου,που φόβο
Να πάθεις ή να πνιγείς δε θα΄χεις

Και μόλις τα χέρια σου
Ακουμπήσουν τη στεριά
Αφού απ'αυτό απαλλαγείς
Ρίξτο στο πέλαγο μακριά.

Στ' αφρισμένα  κύματα
Και γύρω αλλού να βλέπεις.           

Είπε η θεά και στο χέρι του
Του το'βαλε το μαντίλι,
Σα γλάρος ξαναχάθηκε
Στη θάλασσα την αγριεμένη.

Σκεφτόταν τότε ο Οδυσσέας
Με βαριά την καρδιά του
Απ'τα πολλά τα βάσανα
Κι είπε στη μεγάλη ψυχή του 
 
Ώχου τρέμω μήπως αθάνατος
Απάτη τρέμω νέα,
Μη και  μου εξυφαίνει εδώ
Αφήνοντας τη σχεδία.
 
Μα γρήγορα δε θα πειστώ           
Αφού με τα ίδια μου τα μάτια,
Είδα στεριά μα  μακριά
Εκεί που πε θα'βρω σωτηρία.

Μάλλον αυτό μου φαίνεται
Το πιο σωστό για μένα,
Όσο τα μαδέρια στους δεσμούς
Καλά είναι δεμένα,

Εδώ θα μείνω  μ'απαντοχή
Βαριά  κι ας  υποφέρω
 
Εκτός αν η σχεδία κύματα
Τη  χτυπήσου και  σκορπίσει.
Θα κολυμπήσω,καλύτερη 
Δε μπορώ να κανω σκέψη             380
 
Καθώς αυτά τα ανάδευε
Βαθιά στο μυαλό και την καρδιά 
Ο κοσμοσείστης Ποσειδών
Tεράστιο σήκωσε κύμα.
 
Άγριο,δυνατό,καμαρωτό
Που απάνω του το ρίχνει
Όπως ο σφοδρός ο άνεμος
Τη ξερή θυμωνιά τινάζει.

Που τα σκόρπισε παντού
Από τη μια μεριά στην άλλη:
 
Το ίδιο και τα μακριά 
Μαδέρια θα σκορπίσει
Κι ο Οδυσσέας ένα απο αυτά
Σαν άλογο θα το ιππεύσει.,

Κι αφού έβγαλε από πάνω του 
Της θεάς Καλυψώς τα  ρούχα,
Της  πεντάμορφης και το μαντήλι  
Το'σφιξε κάτω από τα στήθια.

Και πέφτοντας μέσ'τη θάλασσα 
Μπρούμητα με τα χέρια,
Ανοίγοντας και κλειώντας τα
Προτιμούσε να κολυμπά.

Ο άρχοντας Κοσμοσείστης
Ποσειδών  όταν  τον είδε,
Κουνώντας το κεφάλι του
Μίλησε μεσ'την καρδιά του κι είπε
 
Έτσι τώρα βάσανα πολλά 
Στο πέλαγο  θα τραβήξεις  
Ωσότου  θεογέννητους 
Ανθρώπους να συναντήσεις. 

Μα κι έτσι  απ'όσα τράβηξες
Παράπονο δε θα' χεις.
 
Σαν μίλησε  μαστίγωσε
Τ'άλογα με πανώρια χαίτη
Και στις Αιγές στο ξακουστό         
Παλάτι του  καταφτάνει                         

Ωστόσο η κόρη του Δία
Άλλα είχε σκεφτεί να κάνει
 
Εκείνη όλων των ανέμων
Την ορμή θα δέσει                                  
Και όλοι να λαγιάσουνε                  400
Ακόμα θα διατάξε.
 
Σήκωσε και το γλυκό βοριά
Που μπροστά το κύμα  θα στρώσει,
Ώσπου με τους θαλασσόλυκους
Κωπηλάτες ν 'ανταμωθεί

Κι ο  Οδυσσέας από τη μοίρα του
Και το χάροντα να  γλιτώσει.
 
Μερόνχτα δυο δερνότανε
Στο κύμα τα φουσκωμένο
Και μπρός του αυτός αντίκριζε
Μπροστά του  συνεχώς το Χάρο.

Μα σαν ήλθ' η τρίτη κι η αυγή
Πρόβαλε η μορφοπλέξουδη,
Καταλάγιασε πια ο βοριάς
Χύθηκε άπλετη πια γαλήνη.
 
Καθώς ένα κύμα δυνατό 
Επάνω θα τον σηκώσει,
Με τ' αετίσιο μάτι του 
Στεριά σιμά  θ'αντικρίσει 
 
Είν' η χαρά που τα παιδιά
Νοιώθουνε σαν  βλέπουν  τον πατέρα,
Που  μεσ' τους πόνους χρόνια πολλά
Λιώνει από βαριά αρρώστια,

Γιατί κάποιος; θεός 
Τον  χτύπησε οργισμένος,
Όμως οι θεοί  περιχαρείς
Τον γλίτωσαν στο τέλος.
 
Το ίδιο περιχαρής ο Οδυσσεύς
Χάρηκε σαν είδε γη και δάση 
Και έπλεε τα πόδια γρήγορα 
Στεριά για να πατήσει.
 
Κι όταν πια ήταν τόσο σιμά                
Που σ'ακούνε όταν φωνάξεις
Και τότε γδούπο άκουσε
Απ'τους ακρόβραχους της θαλάσσης:

Πάνω  στις ξέρες πέφτοντας
Με πάταγο μεγάλο κύμα ,
Ανέβαινε ψηλά,ξεσπούσε
Χάνονταν μεσ'την άχνη.όλα.          420
 
Και κει για πλοία γρήγορα
Δεν ήσαντε λιμάνια κι όρμοι
Κάβοι προβλήτες ήτανε
Ξέρες κι απε και βράχοι.
 
Του  Οδυσσέα λύθηκαν
Τα  γόνατα κι η καρδιά του
Και στενάζοντας τότε είπε
Στη μεγαλόθυμη ψυχή του..

Αλλίμονο μου που ο Δίας
Άφησε τώρα να δω ανέλπιστα,
Στεριά όταν τόσο πέλαγο
Έσκισα όταν πέρασα.

Έξοδος όμως δε φαίνεται
Πολλές οι πόρτες στη θάλασσα,
Απ' έξω  βράχοι κοφτεροί
Μουγκρίζουν κι άγρια κύματα.

Που γλιστρούν πάνω στο βράχο
Όπου βαθιά από κάτω η θάλασσα,
Για να να σταθώ στα πόδια μου 
Να βγώ απ'την τυράννια.

Κύμα τρανό μήπως μ'αρπάξει
Σαν πάω να βγω και  με ρίξει
Πάνω σε βράχο ριζιμιό
Κι η ορμή μου  σβήσει.

Αν για λιμάνια σίγουρα
Πιο πέρα κολυμπήσω
Τρέμω μη μ' αρπάξει θύελλα
Στο πέλαγο μην καταλήξω 

Ξανά με πλήθος ψάρια 
Βαριά αναστενάζοντα
Όπου θεός παρακινεί
Θεριό ψάρι να μου χυμήξει,

Απ' τους βυθούς που ατέλειωτα 
Τρέφει η ένδοξη Αμφιτρίτη.
Αφού ξέρω πως μου κάκιωσε 
Του  ένδοξου Κοσμοσείστη.
 
Κι  ως τούτα τα ξανάφερνε              440
Στο μυαλό του και την ψυχή,
Κύμα αυτόν τον πέταξε 
Πάνω σε  μια τραχιά(βραχώδη) ακτή.
 
Όπου θα έσκιζε τις σάρκες του
Θα έσπαζε τα οστά του,
Αν η γλαυκόματη Αθηνά 
Δεν έρχονταν στο μυαλό του,
 
Από' να βράχο πιάστηκε
Και με τα δυο του χέρια,
Στενάζοντας κρατήθηκε
Μέχρι να φύγει το κύμα.
 
Μα  όταν αυτό τ' απέφυγε
Εκείνο ξαναγυρνά,
Τον χτύπησε τον πέταξε 
Μακριά, στο πέλαγο  βαθιά.
 
Πως μεσ'απ'το θαλάμι του 
Το χταπόδι το τραβούν,
Πάνω λιθάρια αμέτρητα
Στις βεντούζες του  κολλούν,

Οι σάρκες από τά τα χέρια του
Τα  δυνατά πάνω στο βράχο,
Koλλήσανε και κείνον                    
Τον σκέπασε κύμα μεγάλο.
 
Και  θα χανόταν ο δύσμοιρος
Παρά την άγραφη θέληση,
Αν η γλαυκόματη Αθηνά
Δεν του'φερνε πάλι φώτιση.

Καθώς έβγαινε απ' τα κύματα
Που ξεσπούσαν στη στεριά
Κοιτάζοντας προς τη ξηρά
Άρχισε να κολυμπά,

Μήπως ανακαλύψει
Κάπου ακρογιαλιά,
Στρωμένη απαλά
Και λιμάνια με σιγουριά.

Μα  σαν κολυμπώντας έφτασε
Σε ποταμού την εκβολή,
Που'  τρεχε γάργαρο νερό ,                   460
Άριστη  βρήκε την περιοχή.

Γιατ' ήταν λείος και πετρώδης
Είχε στον άνεμο σκεπή
Μέσα του ευχήθηκε  έτσι
Όταν αισθάνθηκε την εκροή.(εκβολή)

Όποιος κι αν είσαι βόηθα με
Άρχοντα σε παρακαλώ θερμά
Κάνε απ' της θάλασσας να ξεφύγω
Του Ποσειδώνα την έχθρα.

Και  οι αθάνατοι είναι σωστό
Τον άνδρα να σεβαστούν,
Που αφού ταλαιπωρήθηκε 
Τώρα να τον σπλαχνιστούν.

Στο ρέμα σου τώρα κι εγώ
Που τράβηξα πολλά,
Σε παρακαλώ  θερμά
Στα  γόνατα πέφτοντας μπροστά.

Όμως βασιλιά  σπλαχνίσου με 
Ικέτης σου λογιέμαι αλήθεια.
Έκοψε τοτ' αυτός το ρέμα του
Κι ανέκοψε και το κύμα,                   

Mπρός  του γαλήνη έφερε
Τον έσωσε στην εκβολή,
Όπου  του είχανε κοπεί
Γόνατα και χέρια ατσάλι

Γιατί τα φυλλοκάρδια του 
Τα δάμασε η θάλασσα.

Ήταν όλος πρησμένος
Και έβγαζε κι απ' τα δυο,
Τη μύτη και το στόμα του 
Σαν βρύση το θαλασσινό νερό .

Δίχως μιλιά ,δίχως πνοή
Κείτονταν αποκαμωμένος.

Μα όταν πια  ανάσανε 
Κι ήρθε η καρδιά στον τόπο 
'Ελυσε από πάνω του
Το μαντήλι το θεϊκό,                         480

Και στο ποτάμι που κατέβαινε 
Στη θάλασσα το στέλνει ,
Μιας  κι ένα κύμα αψηλό
Απ'τη ροή το παίρνει,


Ο Οδυσσέας εξαντλημένος πατά το χώμα  της Σχερίας (Χώρα των Φαιάκων)
 
Το φέρνει στα χέρια της Ινώς
Και τότε  και κείνος φεύγει,
Απ'τον ποταμό και μπρούμητα
Πάνω σε σχίνο πέφτει.

Τη τροφοδότρα φίλησε 
Τη γη και με καρδιά βαριά ,
Στη  μεγαλόθυμη ψυχή του
Γυρνά και της μιλά.

Αλλίμονο τι άλλο αλήθεια
Τη νύχτα  έχω να πάθω πια,
Αν στον  ποταμό πολύ πικρή 
Μου μέλλεται νυχτιά.

Αν μαζί πάχνη κακή 
Κι απαλή δροσιά,
Μου πάρουν την ψυχή μου
Με τέτοια που'χω ανημποριά.
 
Κι αγιάζι  απο τον ποταμό
Φυσά ψυχρό πριν την αυγή. 

Αν έπαιρνα πάλι την πλαγιά
Να'μπω στο δάσος το σκιερό,
Αν μ'άφηναν κόπος και κρύο,
Σε θάμνους πυκνούς να κοιμηθώ,
 
Θα μούρθ' ύπνος ήρεμος
Γι' αυτό και  στα θηρία,
Φοβάμαι μη γίνω θήραμα
Κι απε γίνω και λεία.

Κι αυτό που τοτε νόμισε
Πως ήταν το πιό σωστό,
Δάσος να πεταχτεί να βρεί
Το βρήκε κοντά στον ποταμό.
 
Σε περίοπτη θέση ,κι απε
Σε  δυο θάμνους που κοντά,
Φύτρωναν θα τρύπωσει
Φελίκι το'να τ'άλλο ελιά. 

Οι μουλιασμένοι άνεμοι
Κεί μέσα δεν περνούσαν,
Ούτε του  ήλιου οι ζεματερές 
Ακτίνες εκεί δε χτυπούσαν.      500

Ούτε περνούσε η βροχή
Να ποτίσει  τη γη   βαθιά,   ,
Το'να με 'άλλο μπλέκονταν
Μεταξύ του τόσο σφιχτά.

Κεί από κάτω χώθηκε
Ο Οδυσσέας και με τα χέρια,
Θα φτιάξει γοργά  στρώμα φαρδύ
Απ'τα πολλά πεσμένα φύλλα.
 
Τόσο που δυο και τρείς χωρούσαν
Άνθρωποι να σκεπαστούν,
Μέσα στο καταχείμονο
Κι  αν οι  συνθήκες χειροτερέψουν

Ως το' δε  χάρηκε ο θείος
Δύστυχος Οδυσσέας το  στρώμα
Πέφτοντας στη μέση σώριασε
Επάνω του  φύλλα πάρα πολλά.
 
Όπως κάποιος στη στάχτη χώνει
Δαυλό μισασαναμμένο,
Χωρίς γειτόνων παρουσία
Σε κτήμα απόμονωμένο
 
Για νάχει κάποιο προσάναμμα
Απ' άλλον να μην το ζητά
Έτσι κι ο θείος Οδυσσέας
Σκεπάστηκε με φύλλα  απ'τα  φυτά
 
Κι ύπνο στα μάτια του έριξε
Για ξαλάφρωμα  η Παλλάδα,
Απλώνοντας στα βλέφαρα
Την κούραση τη περίσσια        515

 

 Ραψωδία ν συνέχεια της ραψωδίας μ

Αυτά είπε κι  όλοι οι άλλοι
Μαγεμένοι χωρίς μιλιά
Απ' τα λόγια του στα σκιερά
Του παλατιού σαλόνια.

Αμέσως  ο Αλκίνοος 
Απάντησε μ'αυτά τα λόγια: 
Mιας κι ήρθες στο χαλκόστρωτο
Ψηλοτάβανο παλάτι μου Οδυσσέα ,

Θα γυρίσεις σ την πατρίδα σου 
Χωρίς άλλη  ταλαιπωρία.
Γιατί εσύ μέχρι   εσύ έχεις τραβήξει
Πολλά μέχρι τα τώρα.

Μα στους δικούς μας άνδρες θε να πω
Στον καθένα που δικό μου πίνετε 
Φλογάτο  κρασί πάντα εδώ
Κι απε  τον τραγουδιστή  ακούτε

Ρούχα  σε σεντούκι καλόξυστο
Του ξένου είναι βαλμένα,  κα
Χρυσάφια καλοδούλευτα και 
Των προυχόντων  άλλα  δώρα. 

Μα εμπρός κοπιάστε 
Μεγάλο καζάνι  και τρίποδα 
Οι άντρες να του δώσουμε
Ο καθένας από ένα

Εμείς δε ύστερα
Γυρίζουμε την πόλη
Κι απ' όλους τη μαζεύουμε
Μετά  την οφειλή.

Γιατί σ'ένα μονάχα
Πέφτει  το χάρισμα βαρύ

Αυτά όταν είπε ο Αλκίνοος
Τα λόγια του είχαν αρέσει
Και τότε για το σπίτι του 
Καθένας  να κοιμηθεί είχε τρέξει

Κι η ροδοδάχτυλη αυγή 
Σαν φάνηκε αγουροξυπνημένη,
Στο πλοίο τον πολύτιμο χαλκό
Κουβάλαγαν με βιάση.                           20

Κι ο ίδιος μπήκε  ο Αλκίνοος
Που   απ' τους πάγκους κάτω,
Τα βόλεψε ο καλόκαρδος
Στους ναύτες μην κι είναι μπόδιο.

Απε όλοι πήγαν στ' Αλκίνοου
Κι ετοίμασαν το γεύμα.

Γι αυτούς  στον μαυροσύννεφο
Άρχοντα  του κόσμου Δία
Το γιο του Κρόνου έσφαξε βόδι
Ο Αντίνοος με την καλή καρδιά.

Και τα μεριά σαν ψήθηκαν 
Έτρωγαν πλούσιο γεύμα,
Χαρούμενοι πού'χαν στη μέση,
Κι άκουγαν το Δημόδοκο  να τραγουδά.

Μα ο Οδυσσέας το κεφάλι του
Συνέχεια γυρνούσε προς τον ήλιο,
Προσμένοντας να βασιλέψει
Αφού να φύγει  είχε καημό

Όπως    την ώρα του δείπνου
Ο άντρας προσμένει με λαχτάρα, 
Π' όλη τη μέρα  σέρνουν τ'αλέτρι
Στη χέρσα γη τα κρασόχρωμα βόδια. 

Με χαρά που του ήλιου το φως
Έβλεπε αργά αργά να σβήνει 
Κι αμέσως στους λαμπρούς
Φαίακες κωπηλάτες θα μιλήσει.

Μα πιο πολύ το λόγο του
Γυρνώντας  στον Αλκίνοο είπε:
Αλκίνοε επιφανή μου άρχοντα 
Όλων   των  λαών ξεχωριστέ:

Αφού στάξετε για δέηση
Στείλτε με να χαρείτε στην πατρίδα.    40

Γιατί τώρα πια τέλειωσαν 
Όσα ήθελε η καρδιά μου,
Ταξίδι κι αγαπημένα δώρα ,
Απ' τους θεούς να είν' ευλογημένα.

Ας είναι στο γυρισμό μου 
Να βρω  στ' αρχοντικό μου ,
Άβλαυτη την ομοκρέββατη γυναίκα μου
Κι αρτιμελείς τους δικούς μου 

Και σεις πάλι δώ που μένετε
Οι  γυναίκες σας και τα παιδιά 
Να σας χαίρονται και ποτέ
Να μη γνωρίσει ο τόπος σας συμφορά.

Είπε κι όλοι  ήταν με το μέρος του 
Λέγοντας μεταξύ τους να σταλεί,
Έτσι ο ξένος σωστά που μίλησε
Να  τον αφήσουν πια να φύγει 

Στν κήρυκα τότε ο Αλκίνοος
Ο καλόκαρδος γυρνά και λέει:
Mε την κανάτα κέρασε κρασί
Σ' όλους πουν' στο παλάτι.

Το Δία΄έτσι  τον πατέρα μας
Να τον  ευχαριστήσουμε
Και τον  Ξένο στην πατρική του γη 
Να τον ξεπροβοδήσουμε.

Μετά από κείνον ο Ποντόνοος
Γλυκό κρασί κερνούσε, σ'όλους 
Κι εκείνοι έκαναν σπονδές
Στου  Όλυμπου τους ευτυχείς θεούς.

Και τότε ο μέγας Οδυσσεύς 
Διπλόπατη της έδωσε κούπα
Και αυτά που τα παίρνει ο άνεμος
Της είπε τούτα τα λόγια.

Εύχομαι βασίλισσα χαρές 
Κι  υγειά συνέχεια να  σε κατέχουν,
Ως τα βαθιά σου γηρατειά
Που  όλους τους θνητούς προσμένουν