Translate

Τρίτη 3 Μαΐου 2022

98.ΟDYSSEY OF HOMER . TRANSLATION IN POEM STYLE. RETURN OF HIM IN GREEK LANGUAGE .OΔΥΣΣΕΙΑ-Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ

 Προσοχή.Τα κείμενα  διορθώνονται  λεκτικά και γραμματικά

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ

      1.Τροία,2.Κίκονες,3.Λωτοφάγοι,4.Κύκλωπες,5.Στο νησί του Αιόλου,6.Στους Λαιστρηγόνες
      7.Στο νησί της Κίρκης,8.Στον Τειρεσία στον Άδη,9.Επιστροφή στο νησί της Κίρκης,
      10.Στο νησί των Σειρήνων,11.Στη Χάρυβδη 12.Στη Σκύλλα,13.Στο νησί του θεού                Ήλιου(Θρινακία),14.Στο νησί της Καλυψώς,15.Στο νησί των Φαιάκων,16.Στην Ιθάκη.

     

Πρόσωπα

 

Οδυσσέας. Βασιλιάς της Ιθάκης. Γιός του Λαέρτη και πατέρας του Τηλέμαχου. Ήταν βασικός ήρωας στις μάχες της Τροίας. Τιμωρήθηκε όμως για ασέβεια στους θεούς και έκανε δέκα χρόνια να επιστρέψει στην Ιθάκη. Πέρασε πολλές δοκιμασίες με τελευταία αυτή των μνηστήρων της γυναίκας του Κλυταιμνήστρας, που θεωρώντας τον νεκρό την πολιορκούσαν για το θρόνο.

Αχαιοί. Μία από τις τέσσερις φυλές (Αχαιοί, Ίωνες, Αιολείς και Δωριείς) της αρχαίας Ελλάδας. Τη Μυκηναϊκή εποχή(1600-1100 π.Χ.) είχαν μεγάλη δύναμη και δημιούργησαν τον περίφημο Μυκηναϊκό πολιτισμό.

Αίολος. Ο θεός που κρατούσε τους ανέμους σε ένα ασκί. Ζούσε στο νησί Αιολία,το σημερινό Στρόμπολι με το μεγάλο ηφαίστειο, Βορειοανατολικά της Σικελίας. Τότε ο Όμηρος το τοποθετούσε στο τέλος του δυτικού κόσμου.

Μενέλαος. Σύζυγος της ωραίας Ελένης αργότερα βασιλιάς της Σπάρτης.

Κίκονες.  Θρακικός λαός που κατοικούσε στην περιοχή ανάμεσα στη Βιστωνίδα λίμνη (Όρια νομών Ξάνθης και Κομοτηνής)και τις εκβολές του ποταμού Έβρου.

Μορφέας.  Ένας από τους χίλιους γιούς του Ύπνου. Ο Μορφέας έπαιρνε διάφορες ανθρώπινες μορφές με τις οποίες εμφανιζόταν στα όνειρα των ανθρώπων.

Κύκλωπες. Γίγαντες με ένα μάτι στη μέση του μετώπου.

Ποσεδώνας. Ένας από τους κύριους Ολύμπιους Θεούς, ο υπέρτατος θεός των υδάτων, (λιμνών, ποταμών, πηγών) και της θάλασσας

Πολύφημος. Ο πιο άγριος από τους Κύκλωπες που ζούσε σε σπηλιά με τα πρόβατα του.

Λαέρτης. Γέροντας πατέρας του Οδυσσέα.

Λαιστρυγόνες.Περιγράφονται ως ανθρωποφάγοι και γίγαντες κάτοικοι της Τηλεπύλου, παραλιακής πόλης της Τυρρηνικής θάλασσας .Η Τηλέπυλος βρισκόταν στη Σικελία, ενώ οι Ρωμαίοι πίστευαν ότι βρισκόταν στην κυρίως Ιταλία, στις Φορμίες (τη σημερινή Mola di Gaeta).

Τιτάνες. Ήταν φυλή υπερφυσικών όντων της αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας , αποτελούμενη από ισχυρές θεότητες που γεννήθηκαν από τη Γαία και τον Ουρανό και κυβέρνησαν την περίοδο της Χρυσής  Εποχής. Ο Όμηρος  αναφέρει τρεις Τιτάνες, τον Κρόνο, τη Ρέα και τον Ιαπετό οι οποίοι ήταν τέκνα του Ουρανού και της Τιθύος. Όλοι οι Τιτάνες, κάτοικοι του Ουρανού, ονομάζονταν και Ουρανίδες.

Κίρκη. Κατώτερη θεότητα,  μάγισσα ή νύμφη. Πατέρας της ήταν ο θεός Ήλιος και μητέρα της η Πέρση, μία από τις Ωκεανίδες. Ήταν αδελφή του Αιήτη και της Πασιφάης.

Σκύλλα. Θηλυκό τέρας της ελληνικής μυθολογίας. Θεωρείται κόρη του θεού Ποσειδώνα και της Γαίας. Κατοικούσε στην ευρωπαϊκή ακτή του πορθμού του Βοσπόρου .

Χάρυβδη. Θηλυκό τέρας της ασιατικής ακτής του Βοσπόρου. Είχε έξι λαιμούς και πίστευαν ότι  άρπαζε έξι  ναυτικούς από τα διερχόμενα πλοία. Ρουφούσε το νερό τρείς φορές την ημέρα μαζί με τα καράβια και τους ναυτικούς

Καλυψώ.  Νύμφη κατά την αρχαία Ελληνική μυθολογία, που ζούσε στο νησί Ωγυγία(κάποιοι λένε ότι ήταν η Μάλτα) , όπου κρατούσε τον Οδυσσέα για επτά χρόνια, εμποδίζοντάς τον να γυρίσει στην πατρίδα του.

Αρμαγεδώνας .  Μεγάλη  καταστροφή.

Λευκοθέα. Η Νεράιδα που έβγαλε τον Οδυσσέα στη στεριά του νησιού των Φαιάκων όταν ο Ποσειδώνας σήκωσε κύμα που αναποδογύρισε τη σχεδία του.

Αλκίνοος. Ο βασιλιάς του νησιού των Φαιάκων(Κέρκυρα)

Ναυσικά. Πριγκιποπούλα, κόρη του βασιλιά των Φαιάκων Αλκινόου

Δημόδοκος. Τραγουδιστής διάφορων ανδραγαθημάτων που ζούσε στην αυλή του Αλκίνοου βασιλιά της Ιθάκης και της ισότιμης γυναίκας του Αρήτης.

Φαίακες .  Οι αρχαίοι κάτοικοι της σημερινής Κέρκυρας

Πηνελόπη. Η καρτερική γυναίκα του Οδυσσέα που τον περίμενε να επιστρέψει από την Τροία δέκα χρόνια πιστεύοντας ότι ζει.

Μνηστήρες.   Οι άνδρες που πολιορκούσαν τη γυναίκα του Οδυσσέα Πηνελόπη για να πάρουν το θρόνο της Ιθάκης θεωρώντας τον νεκρό.Τους σκότωσε σε αγώνα τοξοβολίας όταν γύρισε.

Εύμαιος.Ο Εύμαιος ήταν ο πιστός χοιροβοσκός του Οδυσσέα, που έκανε κάθε προσπάθεια για να διατηρηθεί η περιουσία του κυρίου του κατά τη διάρκεια της δεκάχρονης απουσίας του

Τηλέμαχος.  Ο γιός του Οδυσσέα και της Πηνελόπης.

Μενέλαος. Αδελφός του Αγαμέμνονα και σύζυγος της Ωραίας Ελένης. Βασιλιάς της Σπάρτης.

Νέστορας . Βασιλιάς της Πύλου, που πήρε μέρος στις μάχες της Τροίας .Από τον Όμηρο παρουσιάζετα  ως σοφός και συνετός γέροντας, που οι συμβουλές του ακούγονται με σεβασμό από όλους τους Αχαιούς.

Αθηνά. Θεά της σοφίας, της χειροτεχνίας, της τέχνης, του πολέμου, της διπλωματίας, της ύφανσης, της ποίησης, της ιατρικής, του εμπορίου και της στρατηγικής.

Άργος. Ο πιστός σκύλος του Οδυσσέα που αναγνώρισε τον κύριό του ύστερα από είκοσι χρόνια αν και ήταν μεταμφιεσμένος.

Αίολος.  Ο θεός που κρατούσε τους ανέμους σε ένα ασκί και τους άφηνε με εντολή του Δία.  Στους αρχαίους χρόνους πίστευαν ότι κατοικούσε  στο νησί Αιολία που την ταυτίζουν με το σημερινό νησί Στρόμπολι βόρεια της Σικελίας  με το σημαντικό ηφαίστειο.

Ευρύκλεια.  Η γερόντισσα που υπήρξε τροφός του Οδυσσέα και τον   αναγνώρισε  μετά την επιστροφή του στην Ιθάκη την ώρα που του έπλενε τα πόδια, από μία ουλή ακριβώς πάνω από το γόνατό του, την οποία είχε προκαλέσει ο χαυλιόδοντας ενός αγριόχοιρου όταν  κυνηγούσε μαζί με τον παππού του. 

 

Τοποθεσίες

 

Τροία   Η Τροία αποτελεί τη μυθική πόλη, που βρίσκεται στη σημερινή Βορειοδυτική Τουρκία, πολύ κοντά στα στενά του Ελλησπόντου. Εκεί έγιναν οι περίφημες μάχες του Τρωικού Πολέμου, που περιγράφονται στην Ιλιάδα του Ομήρου.

Όλυμπος Το βουνό των 12 θεών στην περιοχή του σημερινού Λιτοχώρου.

Ιθάκη      Το νησί του Ιονίου πελάγους

 

Εισαγωγή

Τέλειωσε ο δεκάχρονος
Ο πόλεμος στην Τροία
Και τα καράβια των Αχαιών
Γύρισαν στην πατρίδα.

Όμως οι θεοί στον Όλυμπο
Οργίστηκαν πολύ,
Που μεσ΄ την πόλη κάηκαν
Όλοι τους οι ναοί.

Tου Αίολου τότε τους ασκούς
Τους λύνουν, τους ανοίγουν,
Για να θαλασσοπνίγονται
Και να χαροπαλεύουν.

Στο τέλος πολλοί αράξανε 
Στα μέρη του ο καθένας, 
Μα δέκα χρόνια χρειάστηκε 
Για την Ιθάκη ο Οδυσσέας.

Μαζί με τους συντρόφους του
Και δώδεκα καράβια, 
Στα πέλαγα αρμένιζε 
Με τη ζωή του άδεια.

Παρόμοια τύχη είχανε 
Κι η Ελένη με το Μενέλαο, 
Οκτάχρονη περιπλάνηση 
Είχαν μέσ’τη Μεσόγειο.

 

 Ο Οδυσσέας με τσακισμένα όλα τα πλοία του και νεκρούς όλους τους συντρόφους του βρέθηκε σε μιαν  ακτή της χώρας των Φαιάκων. Η κόρη του βασιλιά Αλκίνοου ,Ναυσικά, με την προτροπή της θεάς Αθηνάς   πήγε στην παραλία και στην εκβολή ποταμού να πλύνει με παρακόρες τα ρούχα; της βασιλικής οικογένειας. Εκεί εμφανίστηκε ο Οδυσσέας σε άθλια κατάσταση ανάμεσα στα σχίνα που η Ναυσικά τον πήρε και τονέφερε στο παλάτι. Εκεί  τον υποδέχτηκαν με μεγάλες τιμές. Κάποια στιγμή ο Πολυμήχανος, άρχισε να διηγείται όλα όσα πέρασε στη διαδρομή μέχρι να φτάσει εκεί. Τις κακουχίες ,τους άγριους κατοίκους κάποιων νησιών, τις δολοφονίες ,τι καταστροφές των πλοίων του και άλλα.


 Ραψωδία ζ 
Ο Οδυσσέας στη χώρα των Φαιάκων 
Συνάντηση με τη Ναυσικά
 
Έτσι εκεί ο Οδυσσέας
O  πολύπαθος πια κοιμόταν,
Στον ύπνο και την κούραση 
Σκλάβος παραδινόταν.

Αλλά κι η Παλλάδα Αθηνά
Κινά την ίδια ώρα,
Για των Φαιάκων γρήγορα
Το κάστρο και τη χώρα.
 
Πρωτύτερα οι Φαίακες
Ζούσανε  στην Υπέρεια,
Αυτή ήταν η η πατρίδα τους
Με γη που ήταν πλέρια.
 
Μα οι  Κύκλωπες οι γείτονες
Πιο  δυνατοί στη βία,                   5                                                                                             
Τους ρήμαζαν συνέχεια                                
Χωμένοι στην ανομία.

Έτσι από κει ο θεόμορφος   
Ναυσίθοος στη Σχερία ,    
Τους πήρε και τους έφερε 
Μ' απ' την εργατιά αλάργα. 

Με τείχη την πόλη έκλεισε 
Έχτισε  μετά και σπίτια,
Ναούς ύψωσε για τους  θεούς 
Και μοίρασε  χωράφια. 

Τότε θα φύγει απ' τη ζωή 
Κι όντας από καιρό   στον Άδη, 
Ο Αλκίνοος είχε την αρχή
Μυαλό προικισμένο
Με γνώση περίσσια θεϊκή.

Κίνησε για τ΄αρχοντικό 
Η Αθηνά η γλαυκομάτα ,
Του γυρισμού  την έγνοια έχοντας 
Του περίφημου Οδυσσέα. 

Σε κάμαρα  προχώρησε
Όπου κοιμόταν μια κόρη,
Κι' έμοιαζε σα να' ταν  θεά
Στο παράστημα και τα κάλλη.

Η Ναυσικά  ήταν του Αλκίνοου 
Του μεγαλόψυχου η κόρη, 
Με δυο παρακόρες δίπλα της
Όρθιες  σε κάθε παραστάτη, 
Που στέκονταν  απ' τις δυο μεριές 
Όμορφες  σαν  τις Χάριτες.
Άστραφταν απ' ομορφιά οι πόρτες 

Σαν του αέρα την πνοή                                  20
Πλησίασε και θα σταθεί,
Πάνω από το κεφάλι της            
Με αλλαγμένη τη μορφή .
Και όπως πήγε να της μιλήσει,
Ίδια ήταν με κόρη του Δύμαντα 
Του  ξακουστού   στα πελάγη,
Της Ναυσικάς φίλη ομίληκη
Της καρδιάς της η λατρεμένη.
 
Ολόιδια όπως ήτανε  
Της  είπε η  Παλλάδα:
Ναυσικά πως έτσι σ'έκανε
Η μητέρα σου τεμπέλα
 
Κάτω ν' αφήνεις άπλυτα 
Τα λαμπερά σου ρούχα,  
Ο γάμος σου  είναι κοντά
Έπρεπε να ντυθείς ωραία.

Να δώσεις ρούχα και σ' αυτούς
Που θα'ρθουν να σε πάρουν,
Γιατί οι γνώμες οι καλές
Του  κόσμου  σ' ανεβάζουν.  

Τον κύρη σου χαροποιούν 
Τη μάνα σου  τη  σεβαστή, 
Γι' αυτό πάμε μαζί να πλύνουμε
Μόλις χαράξει η αυγή.
 
Μαζί σου θα'ρθω βοηθός 
Γι αυτό να ετοιμαστείς γοργά,
Αφού ο χρόνος σου μικρός
Που θα' σαι κορίτσι πια. 
 
Να σε ζητούνε άρχισαν 
Απ' τους Φαίακες όλους, 
Του κάστρο οι καλύτεροι
Που'ναι του ίδιου γένους. 

Μα τρέξε κι απ' τον  ξακουστό
Πατέρα σου  και ζήτα,
Ως την αυγή να'ν έτοιμα
Άμαξα και μουλάρια,
Να πάρουν τα φουστάνια σου 
Τις ζώνες και τα χράμια  τα λαμπερά.

Έτσι θα πας  καλύτερα 
Παρά με τα ποδάρια,            40
Αφού οι γούρνες βρίσκονται
Απ' την πόλη.πολύ μακριά
Δεν είναι βλέπεις και πολλά 
Στην πόλη πλυσταριά.

Με όσα  είπε η θεά
Η γλαυκομάτα   Αθηνά,
Έφυγε  για τον Όλυμπο 
Που είναι όπως λένε των θεών
Όλων το σπιτικό.

Είν' ασφαλές αδιάκοπα
Άνεμοι δεν το χτυπούν 
Κι από βροχή δε βρέχεται
Χιόνι δεν το σκεπάζει,
Ατέλειωτη  ησυχία και λευκή
Αιθρία και λάμψη το  αγκαλιάζει .
 
Κει πάνω χαίρονται οι θεοί
Ολοχρονίς ευτυχισμένοι.
Εκεί κι η γλαυκομάτα έφτασε
Σαν μίλησε με το κορίτσι.

Αμέσως ήλθε κι η αυγή
Με τον ωραίο θρόνο,
Που ξύπνησε τη Ναυσικά 
Με το ωραίο πέπλο.

Θαύμασε κείνη τ' όνειρο 
Και γρήγορα θα κινήσει,
Στις κάμαρες τους δυο γονιούς       50
Να βρει να τους μιλήσει. 

Στο σπίτι τους συνάντησε
Τη μάνα της  μπροστά στο τζάκι,
Παρέα με τα δουλικά 
Έγνεθε  κόκκινο μαλλί
Κρατώντας το αδράχτι.              
           
Στην πόρτα  τον πατέρα της 
Που πήγαινε ν' ανταμωθεί
Με  άλλους Φαίακες άρχοντες
Σε συνάθροιση που' χε προσκληθεί..
 
Στο λατρευτό  πατέρα της 
Στέκεται δίπλα και θα πεί   :
Καλέ πατέρα δε θα πεις             
Άμαξα για μένα να ετοιμαστεί;

Νά' ναι και ψηλή,καλότροχη            60
Να πάω προς το ρέμα,
Τα λαμπερά τα ρούχα μου 
Να πλύνω τα λερωμένα.
 
Και συ  με άλλους προεστούς
Σαν πας  να  κουβεντιάζεις,
Τα ρούχα σου με καθαρά
Πρέπει  να τα αλλάζεις.
 
Είναι και πέντε αγαπημένιοι γιοι 
Που ζούν μεσ'το παλάτι,
Δυο παντρεμένοι κι άλλοι τρείς 
Λεύτεροι μα πα στη νιότη.

Κι αυτοί  θέλουν να έχουνε
Φρεσκοπλυμέναο ρούχα,
Σαν πάνε σε χορό κι εγώ 
Τα'χω όλα στο νου μου τούτα.

Έτσι είπε μα ντράπηκε
Για γάμο να του μιλήσει
Χαρούμενη να φανεί μ' αυτός
Το είχε εννοήσει.

Ούτε μουλάρια κόρη μου
Λυπούμαι ούτ'  άλλο τι ,
Μα πήγαινε, θα ζέψουνε
Άμαξα οι παραγιοί,
Ψηλή να'ναι ,καλότροχη
Κι από πάνω  να'ναι  σκεπαστή .      70

Σαν τέλειωσε τους παραγιούς
Φώναξε που θα τρέξουν 
Μουλάρια να φέρουν μ'άμαξα
Καλότροχη να τα ζέψουν.

Τα ρούχα της τα λαμπερά 
Από την κάμαρη της θα  φέρει,
Τα φόρτωσε  στην άμαξα
Που ήταν καλογυαλισμένη.

Και φαγητά η μάνα της 
Της έβαλε  σε  καλάθι,
Άφθονα και πολλών λογιών
Με  νόστιμο προσφάγι.
Και μέσα σε γίδινο ασκί 
Μαύρο,της έβαλε κρασί
Κι απε πάνω στην άμαξα
Ανέβηκε  το κορίτσι          80

Της έδωσε η μάνα της
Kι ένα χρυσό λαγήνι,
Για κείνη και τις βάγιες της (παρακόρες)
Που΄ταν γεμάτο λάδι.
Να το'χουνε όταν λουστούν
Ν' αλείψουν το κορμί τους.

Εκείνη  πήρε τα λαμπρά
Μαστίγιο και λουριά,
Κροτάλισαν και έφυγαν 
Οι μούλες με μια βιτσιά.                                                                              

Έτρεχαν ακατάπαυστα
Με όλα τους τα κουράγια,  
Εκείνη μεταφέροντας
Και όλα της τα ρούχα.
Μαζί  κι οι  παρακόρες της 
Που'ρχονταν με τα πόδια,

Στης ποταμιάς σαν έφτασαν
Το  όμορφό της ρέμα ,
Εκεί π' ολοχρονίς στις γούρνες της
Ανέβρυζαν λαμπερά νερά,
Τα  ρούχα καλοπλένονταν
Κι έβγαινε  η βρωμιά.

Οι παρακόρες ξέζεψαν
Από την άμαξα τα μουλάρια
Κι απε στου ποταμού  τ'  αμόλησαν 
Τους όχτους αποδίπλα
Γλυκιά να τρώνε αγριάδα.                  90      

Κι απε από την άμαξα 
Αδράξανε τα ρούχα,
Τα βούταγαν,  τα πατούσανε
Στης γούρνας τα  μαύρα νερά.

Και μεταξύ τους  έπιασαν
Μεγάλη συνεριά,
Του τελειωμού παλεύανε 
Να  πάρουν  την πρωτιά.

Όταν πια  όλα τα' πλυναν 
Κι έβγαλαν  τη βρωμιά ,
Πήγανε στην ακραμμουδιά
Και τ' άπλωσαν στη σειρά,
Εκεί όπου το κύμα στη στεριά 
Ξεπλένει τα λυτρίδια.

Κι αυτές ως λούστηκαν κι αλείφτηκαν 
Με  λιπαρό λάδι πρώτα καλά,
Για φαγητό μαζεύτηκαν
Στις όχθες του ποταμού μετά,
Περιμένοντας τα ρούχα να στεγνώσουν 
Στου  ήλιου πιά  την πυρά.

Κι αφού χάρηκε  τρώγοντας           100
Ψωμί  αυτή  κι οι παρακόρες,
Βγάζοντας τα μαντίλια τους 
Τόπι έπαιζαν όλες.
Κι η λευκοχέρα  Ναυσικά
Άρχισε να τραγουδά.

Κι όπως στα βουνά η Άρτεμις 
Παίζει με τις σαΐτες
Στον αψηλό Ταΰγετο,
Στου Ερύμανθου τις ράχες
Και χαίρεται με τους γοργούς
Τους κάπρους και τα λάφια,
Παρέα με τις νύμφες των  αγρών
Κόρες τ'ασπιδοφόρου  Δία,
Που παίζουνε  μαζί της .
Κι η Λητώ βλέποντας αναγαλλιάζει,
Σαν βλέπει να ξεχωρίζει απ' όλες ,
Η κόρη της σαν ορθώνεται
Έτσι στην ομορφιά κι Ναυσικά
Ξεχώριζε απ'τις παρακόρες.

Μα σαν  ήλθε  η ώρα που' πρεπε
Τα ρούχα να μαζέψουν,
Να ζέψουν τα μουλάρια τους 
Στο σπίτι  να γυρίσουν ,
Η γλαυκομάτα Αθηνά
Στο νου της άλλα βάζει ,
Ο Οδυσσέας να σηκωθεί
Την όμορφη κόρη ν' ανταμώσει
Κι απ' εκεί στους Φαίακες 
Eκείνη να τον οδηγήσει.

Το τόπι της η πριγκίπισσα
Σε παρακόρη θα το πετάξει,
Μ' αστόχησε και σε βαθιά 
Ρουφήχτρα θα βουλιάξει.

Βγάζοντας αυτές ξεφωνητό
Ξύπνησαν το θείο Οδυσσέα,
Κι όπως ανακάθισε  στη γη
Σκεφτόταν βαθιά μεσ' την ψυχή του:
Αλίμονο  σε ποιών θνητών 
Έφτασα πάλι τη χώρα.

Μπορεί να είν' ακόλαστοι
Άδικοι ίσως κι' άγριοι,          120
Ή μήπως  είν' φιλόξενοι 
Βαθιά θεοσεβούμενοι.
  
Όμως εγώ  αφουγκράζομαι
Των  κοριτσιών φωνούλες, 
Σα νύμφες που τριγυρίζουνε
Σ' απόκρημνες κορφούλες
Σιμά σε ποταμών πηγές,
Σε δροσερά λιβάδια.
Η σε  θνητούς  θα' ναι  κοντά 
Κι ανθρώπινα θα' χουν λόγια;.

Μ' ας  πάω είπε μόνος μου 
Να δω να βολιδοσκοπήσω.
Αυτά σαν είπε  πρόβαλε
Μέσα από τους θάμνους 
Και από σύδενδρο πολύ πυκνό .

Με τα αδρά του χέρια tσάκισε 
Kλωνάρι θαλερό.
Η ανάγκη βλέπεις τον έσπρωχνε
Να κρύψει  το φύλλο του τ' αντρικό  . 
                                                                             
Σα να' ταν λιόντας  πρόβαλε           130
Που τρέφονταν στα βουνά,
Mε θάρρος γεμάτος κι αντρειά
Δαρμένος απ' ανεμοβρόχι,
Που κίνησε  να ορμήσει 
Σε  βόδια ή σε πρόβατα 
Ή  στ' άγρια  ελάφια.

Και φλόγες από τα μάτια του 
Πετούν γιατί  αποζητά 
Το στομάχι του  να; φάει αρνιά, 
Αφού πρώτα προσπαθήσει
Να βρει γερό μαντρί 
Κι απε  να το πατήσει.

Για τις κόρες τις ομορφόμαλλες
Ο Οδυσσέας θα ξεκινήσει,
Η ανάγκη τον έκανε  γυμνός
Μαζί τους να πάει να σμίξει.
 
Φρικαλέο   φάνηκε ερείπιο 
Απ' την αλμύρα σ' όλες
Κι αλλού γι' αλλού σκορπίσανε
Στις γλώσσες απ' τις όχθες                 140

Μονάχα του Αλκίνοου 
Η κόρη  είχε απομείνει, 
Κουράγιο μέσα στην καρδιά
Η θεά Αθηνά της δίνει. 
Το φόβο της απόδιωξε
Απ' όλο της  το κορμί 
Κι ασάλευτη στάθηκε αντκρύ.

Και κείνος συλλογιότανε
Μήπως στης κόρης πρέπει, 
Της όμορφης τα γόνατα
Να  πέσει να την ικετεύσει,

Ή από μακριά μ' ολόγλυκα 
Λόγια να την ικετεύσει,
Που είν  η πόλη να του πει
Και ρούχα να του προμηθεύσει.

Αν τα γόνατα της έπιανε
Μήπως θυμώσει η  κοπέλα,
Έτσι σκεφτόταν μα  της μίλησε
Γλυκά και υπολογισμένα.
 
Στα  γόνατα σου πέφτ' αρχόντισσα
Θνητή, αθάνατη, τι είσαι;                      150           
Αν είσαι απ' τους αθάνατους
Με  τ' άπειρα  επουράνια, 
Εγώ πιότερο με την Άρτεμι 
Σε λέω στο παράστημα.

Αν είσαι πάλι  από θνητούς 
Στη γη επάνω φύτρα,
Τρισευτυχείς έχεις  γονείς
Πατέρα και  σεβαστή μητέρα.
 
Tρισευτυχή τ' αδέλφια σου
Που τόση πολύ μεσ 'την καρδιά,
Πάντα για σένανε αγαλλίαση 
Θα νοιώθουν πολύ βαθιά,
Τέτοιο βλαστάρι βλέποντας 
Μεσ'το χορό να μπαίνει
 
Μα απ' όλους  θα'ναι  ευτυχής      160
Γυναίκα του όποιος σε πάρει
Με δώρα πολλά κι από καρδιάς
Στο σπίτι του να σε βάλει.

Τέτοιο θνητό τα μάτια μου 
Μήτε γυναίκα μητ' άνδρα,
Εγώ ποτέ   δεν  έχω ιδεί
Τρελλάθηκα μ' αυτό που είδα .

Μονάχα στου Απόλλωνα
Kάποτε δίπλα το βωμό 
Nιόβγαλτο είδα να ξεπετιέται 
Βλαστάρι φοινικιάς στη Δήλο 

Σαν πήγα κι απ'τα μέρη αυτά
Πολύς λαός μ' ακολουθούσε,
Στη στράτα αυτή που η μοίρα μου 
Πολλά  μου τα κρατούσε.

Ώρες το ίδιο   βλέποντας
Με θαυμασμό είχα πετρώσει,
Γιατί στη γη  τέτοιος βλαστός
Ως τώρα δεν έχει φυτρώσει.

Όπως κι εσένα κοπελιά
Θαμπώνω που σε βλέπω ,
Ο  πόνος  και αν  με τυραννά
Τα γόνατα σου ν' αγγίξω τρέμω 

Mετά από είκοσι μέρες σώθηκα
Απ'τη πικροθάλασσα   μόλις χθές ,
Που μ' έδερναν   άγρια κύματα.
Και  τόσες μπόρες  ορμητικές, 
      
Απ' όταν απ' της Ωγυγίας το νησί
Έφυγα   και  να' μαι  τώρα εδώ
Εδώ που μ' έριξαν  οι θεοί 
Bάσανα καινούρια να περνώ.
 
Και δε θα σταματήσουνε
Αν δε κάνουν σε μένα
Όσα οι θεοί σκοπεύουνε
Που τα'χουνε γραμμένα.

Σε ικετεύω αρχόντισσα
Σε σένα που' φτασα πρώτα, 
Μετά από τόσα βάσανα
Βοήθησε με τώρα.

Απ'όσους ζουν στη χώρα αυτή 
Kανένα δε γνωρίζω,
Το κάστρο για να μου δείξεις  
Κουρέλι δώσ' μου να  φορέσω,
Απ' όσα πήρες φεύγοντας
Τα ρούχα να τυλίξεις. 
Κι ας σου χαρίσουν οι θεοί
Όσα μεσ' την καρδιά ποθήσεις.       180

Άνδρα, σπιτικό και ζηλευτή
Ομόνοια  να μη σας λείψει,
Που' ναι το μεγαλύτερο καλό
Σ' ολόκληρη την κτίση.

Απ' το αντρόγυνο που έχει
Στο σπίτι  μια μόνο  γνώμη,
Μεγάλη στους φίλους η χαρά 
Και στους εχθρούς η θλίψη,
Που πρώτα τούτοι στην καρδιά 
Τη νοιώθουν πιο καλά.
 
Κι η ασπροχέρα  Ναυσικά 
Του απάντησε και είπε:
Ξένε  κακός και άμυαλος
Μηδέ  παρακατιανός δεν είσαι,
Μα ο  Δίας ο Ολύμπιος
Μοιράζει στους θνητούς
Τα πλούτη χωρίς διάκριση
Σε πλούσιους και φτωχούς.
 
Για όσα  σε σένα έδωσε
Πρέπει να κάνεις υπομονή,
Κι αφού ήλθες  στην πόλη μας
Και  στη  δική μας γη
Δε θα σου λείψει φορεσιά
Ούτε και άλλο τι
Απ' όσα ένας ταλαίπωρος 
Ικέτης θα χρειαστεί ..
 
Την πόλη   θα  σου  δείξω,
Φαίακες είναι το όνομα
Του λαού της που  ολόγυρα 
διαφεντεύει  όλη τη χώρα 
 
Κι εγώ είμαι του  Αλκίνοου 
Του μέγιστου η θυγατέρα,
Που μεσ' στους Φαίακες αυτός 
Το κράτος είναι  και η εξουσία.

Είπε και τότε φώναξε 
Τις ομορφόμαλλες παρακόρες:  200
Ελάτε σεις  εδώ ,γιατί φύγατε 
Άντρα σαν είδατε όλες;

Μήπως και φαντασθήκατε
Μην είναι κάποιος  εχθρός,
Δεν είναι ούτε θα βρεθεί στη γη
Tόσο τρομερός θνητός ,
Που θα'ρθει και το  χαλασμό
Να φέρει στη γη των Φαιάκων,
Εκείνων που έχουν ευτυχώς 
Τη σκέπη των αθανάτων.
 
Ζούμε εξάλλου μακριά
Στης θάλασσας την άκρη,
Στο πέλαγο το περίκλειστο
Και  δε μας φτάνουν άλλοι.        

Μα  τούτος εδώ ο έρημος
Χρειάζεται πολύ φροντίδα, 
Που  ξέψυχος έχει φτάσει εδώ
Φερμένος κι ετούτος  από το Δία
Όπως όλοι  ξένοι και φτωχοί,
Κι είναι καλοδεχούμενο 
Και το λίγο που θα του δοθεί.

Ελάτε τώρα στο ξένο  δούλες μου 
Δώστε του να πιεί  να φάει,
Και λούστε τον απε σ'  απάνεμη.
Ακρούλα στο ποτάμι.

Αυτά τους είπε και κείνες στάθηκαν 
Δίνοντας μεταξύ τους κουράγιο

Κι έπειτα τον Οδυσσέα κάθισαν 
Σε ανεμοφυλαγμένη άκρη
Έτσι τους είπε η Ναυσικά
Του δυνατού  Αλκίνοου η κόρη,
Δίπλα του ρούχα  του'βαλαν 
Μανδύα και χιτώνα
Και στάμνα χρυσή του δώσανε
Που'ταν γεμάτη λάδι,
Κι απε για να  λουστεί τον φέρανε
Στο ρεύμα απ' το ποτάμι.
 
Τότε στις βάγιες(παρακόρες) μίλησε
Κι είπε ο  Οδυσσέας  ο θείος:
Κορίτσια σταθείτε λίγο  απόμερα                       220            
Να ξεπλυθώ μονάχος
Και πάνω από τους ώμους μου
Να βγάλω την αλμύρα.
Με λάδι ακόμα ν' αλειφτώ, 
Καιρός πάει  που έλειψε
Το λάδι από το κορμί αυτό.

Μπροστά σας όχι δε λούζομαι
Γιατί ντροπή μου το' χω,
Μπροστά σε ομορφόμαλλα
Κορίτσια να γυμνωθώ.
 
Σαν είπε εκείνες μάκρυναν
Το είπαν  και  στη Ναυσικά,
Κι άρχισε  ο θείος Οδυσσέας
Να βγάζει από'  τις  πλάτες 
Την άλμη στην ποταμιά.
Απ' τους φαρδείς τους ώμους του 
Κι απ'το κεφάλι  απόδιωχνε
Της άκαρπης θάλασσας τους αφρούς.
 
Και όταν πια καλολούστηκε
Κι αλείφτηκε με λάδι,
Τα ρούχα τότε φόρεσε
Που του'χε δώσει η κόρη.

Κι  Αθηνά η  κόρη του  Δία 
Που'ταν του Κρόνου o γιός,
Τον έκανε να μοιάζει 
Σαν πιο ψηλός και πιο χοντρός.    230

Στο μέτωπό του πέφτανε
Tα ολόσγουρα του μαλλιά ,
Που μοιάζανε  σαν ζουμπουλιού
Λουλούδια πλουμιστά.

Πως πάνω στ' ασήμι μάλαμα
Ο καλός τεχνίτης; ρίχνει,
Που η  Αθηνά κι ο Ήφαιστος
Πολλές τέχνες του έχουν μάθει.
Κι ότι φτιάξει είναι κομψά
Το ίδιο  κι εκείνη(Αθηνά) του'ριχνε
Στο  κεφάλι του ομορφιά.

Πήγε μετά και κάθισε
Σ' ακροθαλάσσι μακριά,
Λάμποντας απ' ομορφιά και χάρη 
Που θάμπωσε τη Ναυσικά.

Κι εκείνη στις ομορφόμαλλες 
Είπε τις παρακόρες:
Ακούστε σεις κρινόχερες             240
Τι θα σας πω κοπέλλες.
Χωρίς τη γνώμη των θεών
Που ζούνε στα ουράνια
Δεν ήλθε αυτός ο άνθρωπος
Στων Φαιάκων εδώ τη χώρα.
Πρωτύτερα μου φάνηκε
Πως είχε άσκημη φάτσα,
Μα τώρα μοιάζει στους θεούς
Που' χουν τ' απέραντα ουράνια.
 
Mακάρι τέτοιος άντρας να'τανε  
Και  το δικό μου τυχερό,
Να γίνει  του τόπου  κάτοικος
Και να' θελε να μείνει εδώ.
 
Αλλά  δώστε του παρακόρες μου
Να φάει   ο ξένος και να πιεί.
Είπε κι αυτές με προθυμιά
Υπάκουσαν στη διαταγή .

Στον Οδυσσέα το θεϊκό
Φαΐ του'βαλαν και πιοτό,
Που αρπάζοντας τα ο δύστυχος
Τα τρωγόπινε στο λεπτό.
Γιατί πέρασε πολύς  καιρός
Που τίποτα δεν είχε φάει ,
Κι η κρινοχέρα Ναυσικά
Άλλο στο μυαλό της θα βάλει,

Μα αφού τα ρούχα δίπλωσε 
Στην άμαξα τα φορτώνει,
Ζεύει και τα χοντρόνυχα
Μουλάρια κι ανεβαίνει.

Στον Οδυσσέα απέ γυρίζοντας 
Του μίλησε για να του πει:
Ξένε μου σήκω τώρα πια 
Να πας κατά  την πόλη,                    260
Στο σπίτι θα σ' οδηγήσω εγώ 
Του συνετού μου κύρη ,
Που  όλους τους αρχόντους Φαίακες
Θα γνωρίσεις πέρα εκεί 
 
Κάνε μονάχα ότι σου πω
Για άμυαλο δε σε  κρίνω.

Όση ώρα θα προσπερνούμε 
Αγρούς, αμπέλια, πρασσιέςίες,
Tαυτόχρονα να τρέχεις γρήγορα
Μαζί με τις παρακόρες ,
Μα λίγο παραπίσω
Απ'την άμαξα και τις μούλες
Κι εγώ  το δρόμο θα σας δείχνω.

Στην πόλη σαν θα φτάσουμε
Μ' ολόγυρα κάστρο  ψηλό,
Λιμάνια υπάρχουνν κι απ' τις δυο μεριές
Με μπάσιμο πολύ στενό.

Τα πλοία τα καμπυλωτά 
Στου καθενού το μέρος σερμένα,
Και  απ'  τη μια μεριά ως την άλλη
Να  είναι σκεπασμένα.

Γύρω απ' του Ποσειδώνα το βωμό 
Είναι και η  αγορά στρωμένη
Με πέτρες που' ναι   ριζιμιές
Μπηγμένες μέσ' στη γη.
Εκεί όπου των μελανόμορφων
Καραβιών φροντίζουν,
Τα παλαμάρια ,τα ξάρτια, τα πανιά
Και τα κουπιά γυαλίζουν.

Οι Φαίακες δε νοιάζονται
Για  άρματα ,φαρέτρες,τόξα,
Μονάχα  κατάρτια  και κουπιά 
Με το μυαλό στα  πλοία,
Και στον  αφρό της θάλασσας
Π' όλο χαρά τον σκίζουν.

Αυτών σκιάζομαι τα πικρά
Ξωπίσω μου τα λόγια,
Κανείς εδώ δεν αψηφά
Τον άλλο μεσ' τη χώρα.

Αυθάδεις εδώ οι άνθρωποι
Κι αν κάποιος στο δρόμο θα μας δει
Kαι  τύχει να' ναι κι απ' τους πιο κακούς
Έτσι μπορεί να φωνάξει  και να πει.:

Ποιός είν' αυτός, που  βρήκε εκεί
Kαι  πίσω απ' τη Ναυσικά πηγαίνει, 
Ο όμορφος ξένος, ο ψηλός 
Θαρρώ  για άντρα της  τον θέλει.        280
 
Από καράβι περιπλανώμενο 
Ίσως  και να τον πήρε,
Ξενομερίτη να τον φιλοξενήσει αφού
Γείτονες εμείς κοντά δεν έχουμε.  

Μήπως με τα παρακάλια της 
Έχ' έλθει απ' τον ουρανό ,
Αθάνατος , πολυπόθητος 
Ταίρι της παντοτινό 

Καλλίτερα  απ' αλλού αν  πέτυχε 
Mόνη της και  βρήκε άντρα,
Βλέπεις δεν καταδέχεται
Εμας όλους Τους ντόπιους 

Απο τ' αρχοντόπουλα τ' άλλα..
 
Αυτά  θα πουν, κι εγώ ντροπή
Μ' αυτά τα λόγια θα αισθανθώ,
Για   όποιες τέτοια κάνουνε  
Κι εγώ  αγανακτώ.
 
Μητέρα και πατέρα αν κι' έχουνε
Σμίγουνε πριν απ' το γάμο,
Μ' άνδρες και  χωρίς γιορτή
Που γίνεται μπροστά σε κόσμο.
 
Άκου με τι θα κάνεις  για να πας
Ξένε μου στον τόπο σου  με το καλό, 
Με ναύτες  που ο πατέρας μου 
Θα σου δώσει για το γυρισμό.
 
Σαν  βρεις πλάι στο δρόμο σου
Το δάσος της Αθηνάς  το ιερό,
Που'χει όλο μαύρες   λεύκες 
Και  γύρω από μια πηγή λιβαδωτό.

Εκεί είναι του πατέρα μου 
Μετόχι  και περβόλι,  δροσερό 
Όσο π' ακούγεται η φωνή.
Τόσο  είν' μακριά απ' το κάστρο. 

Κι αφού καθήσεις πρόσμενε
Ώσπου   να μπούμε μέσα,
Κι ακόμα μέχρι να φτάσουμε
Στα  παλάτια του.πατέρα 

Κι αν κρίνεις πια πως μπήκαμε
Για των Φαιάκων την πόλη  ξεκίνα            300
Και το παλάτι του Αλκίνοου 
Να σου το δείξουν ρώτα.

Εύκολο είναι και πολύ γνωστό
Θα σ' οδηγούσε κι ένα μωρό,
Δε μοιάζει μεσ'τους Φαίακες                  
Κανένα άλλο μ' αυτό αρχοντικό.

Μόλις απ' τους τοίχους της αυλής 
Πίσω τους πιά περάσεις,
Τράβηξε για τη σάλα γρήγορα 
Στη μάνα μου να φτάσεις.

Kοντά στο τζάκι κάθεται
Και στης φωτιάς τη φλόγα,
Γνέθοντας κόκκινο μαλλί
Θαύμα οφθαλμών με τη  ρόκα ,
Τη βλέπεις σε  κολώνα  ν'ακουμπά
Πίσω της να κάθονται  οι βάγιες (παρακόρες),

Στην ίδια κολώνα  ο κύρης  μου 
Στο θρόνο του Γερμένος
Κάθεται σαν αθάνατος 
Και   πίνει.το κρασί του..
Μα σύ θα τον προσπεράσεις,
Στης μάνας μου πέσε τα γόνατα
Και βάλσου  να τ' αγκαλιάσεις.
 
Αν θέλεις με χαρά να δεις
Γοργά του γυρισμού  τη μέρα,
Αν σου' δειχνε συμπάθεια   
Από  κάπου θα' χες ελπίδα
Τους δικούς σου κάποτε  να δεις
Φτάνοντας στο καλόχτιστο  σου,
Το  σπίτι σου το αρχοντικό
Τη γη την πατρική σου.
 
Σαν τέλειωσε τ' αστραφτερό
Μαστίγιο χτυπά η κοπελιά
Και τα  μουλάρια παρατούν
Του ποταμού τη ρεματιά.

Κι άλλοτε έτρεχαν πολύ
Άλλοτε με βήματα απλωτά,
Κρατώντας  η κόρη τα λουριά
Τα κουνούσε χαλαρά ,
 
Πεζοί έφταναν πίσω της  
Οι βάγιες κι ο  Οδυσσέας ,
Κι έδυε ο ήλιος σαν έφταναν
Στο  ιερό δάσος  της  Αθηνάς .
 
Και σαν ο  Οδυσσέας κάθησε
Εκεί  μονάχος πια,
Του τρανού Δία παρακαλούσε
Την κόρη του Αθηνά:
Άκουσέ με τέκνο  μέγιστο
Του ασπιδοφόρου Δία,
Άλλοτε δε με άκουγες
Τώρα πρέπει να μ' ακούσεις,
Τότε  με θαλασσόπνιγε
Ο ένδοξος του κόσμου ο σείστης. 
 
Συμπόνια. δώσε στους Φαίακες        330
Φιλία να αξιοθώ
 
Καλάκουσε την προσευχή        
Τότε η Αθηνά η.Παλλάδα,
Μπρος του  να φανεί δεν ήθελε 
Ντρεπόταν τον Ποσειδώνα
Του πατέρα της τον αδελφό,
Που στον  ισόθεο Οδυσσέα
Μίσος κρατούσε   μανιακό
Μέχρι να φτάσει στην πατρίδα. 

Τέλος ραψωδίας ζ


Ραψωδία η 
 
Ο Οδυσσέας στο παλάτι του Αλκίνοου
Βασιλιά των Φαιάκων με τη βοήθεια της Ναυσικάς

Προσεύχοταν εκεί ο δύσμοιρος
Θεϊκός Οδυσσέας 
Και τα μουλάρια έφερναν
Την κόρη γοργά στην πόλη

Στου πατέρα της όταν έφτασε
Τα  παλάτια τα ξακουστά 
Η Ναυσικά σταμάτησε,
Στην πόρτα της  αυλής  μπροστά.
 
Τ'αδέλφια της κι από  τις δυο μεριές
Έλυσαν τα μουλάρια,
Μ' αθάνατους  ίδιοι στέκονταν
Φέρνοντας τα ρούχα μέσα.

Κι αυτή πήγε στο χώρο της
Όπου  είχε ανάψει φωτιά
Η βάγια η Ηπειρώτισσα,
Η Ευρυμέδουσα η γριά.
 
Με τα πλοία τα δρεπανόσχημα 
Απ'την Ήπειρο ήταν φερμένη,
Για δώρο στον Αλκίνοο
Των Φαίακων  τον αφέντη.         10

Και όπως όλος ο ντουνιάς
Θεό τον είχε  και δαύτη,
Την κρινοχέρα Ναυσικά
Αυτή ανάτρεφε  στο παλάτι. 
Άναβε στο τζάκι της φωτιά
Κι ετοίμαζε το δείπνο.

Κι όταν ο Οδυσσέας ορθώθηκε
Να πάει για το κάστρο,.
Η Αθηνά που'χε την έγνοια του
Πυκνή αντάρα θα σκορπίσει,
Μη και τον δει μεγαλόκαρδος
Φαίακας  και τον ρωτήσει
Ποιος τάχα  είναι κι από που
Kι o  λόγος του τον ενοχλήσει.

Κι όταν  στην όμορφη πόλη
Ήταν πια πολύ  κοντά,
Να' σου  αντίκρυ του η θεά
Η γαλανομάτα Αθηνά,
 
Παίρνοντας τη όψη λεύτερης
Να κρατά σταμνί κοπέλας,               20
Μπροστά του  σαν σταμάτησε               
Τη ρώτησε ο Οδυσσέας .

Δε θα μου δείξεις κοπελλιά
Του Αλκίνοου το αρχοντικό,
Του βασιλιά που  κυβερνά 
Όλους στον τόπο αυτό;
Ξένος  βασανισμένος έφτασα
Σ' αυτή τη γη  εδώ.

Έρχομ' από τόπους μακρινούς
Και  δε γροικώ θνητό 
Απ' όσους  ζουν στην πόλη αυτή
Και χαίρονται τη χώρα .
 
Κι η γλαυκομάτα  Αθηνά
Του απάντησε και  του λέει:
Θα σου το δείξω ξένε  μου
Με του πατέρα μου γειτονεύει.
Εγώ θα πορευτώ  μπροστά
Συ έλα χωρίς να μιλήσεις,
Κανένα ακόμα  μη ρωτάς
Oύτε και ν' αντικρύσεις.

Τους ξένους όλοι τους εδώ
Δε συμπαθούν πολύ,
Ούτε και με χαρά  φιλοξενούν
Όποιον από μακριά θα ρθεί.

Ο  Δίας  τους την έδωσε
Της  θάλασσας την αξιάδα ,
Τα γρήγορα μπιστευόμενοι
Γοργόφτερα καράβια,
Που σαν πουλιά πετούν στα πέλαγα 
Και σαν το νου του ανθρώπου .

Αυτά είπε η Παλλάδα Αθηνά
Μπήκε γοργά  μπροστά
Εκείνος πίσω  βάδιζε
Ακολουθώντας την από κοντά .

Απ'τους θαλασσομάχους Φαίακες 
Καθώς εκείνος περπατούσε ,
Κανένας απ' όσους έρχονταν
Απ'την πόλη δεν τον γροικούσε.
 
Μ' αντάρα βλέπεις  θεϊκή
Τον έζωσε η ομορφόμαλλη, 
Αφού για κείνον η μεγάλη θεά
Έγνοια. είχε μεγάλη.                         40

Θαύμαζ' εκείνος τα γοργά
Καράβια, τα λιμάνια,
Τις αγορές των αρχηγών
Και τα ψηλά τα κάστρα,
Που με παλούκια  φράζονταν
Tι θαύμα να τα βλέπεις.

Σαν έφτασαν στο ξακουστό 
Παλάτι του βασιλιά,
Η λαμπρομάτα Αθηνά
Λέγοντας ξεκινά. 

Ξένε πατέρα κοίτα το  
Τούτο είν' το παλάτι,
Εδώ θα βρεις τους άρχοντες 
Να' ναι  σε φαγοπότι.                          50
 
Μον' πήγαινε μέσα άφοβα
Κι ας ήλθες από τα ξένα,
Γιατί ο άνδρας  ο θρασύς 
Τελειώνει τις δουλειές του εύκολα.

Συνάντησε τη βασίλισσα
Πρώτα μεσ' το   παλάτι,
Που ν' ίδια γενιά με τον Αλκίνοο
Kι ακούει στ' όνομα  Αρήτη.

Απ' τον  Ποσειδώνα ο Ναυσίθοος 
Γεννήθηκε  και    την Περίβοια ,
Ασύγκριτη στην ομορφιά
Μ' άλλη καμιά γυναίκα
Και στερνοπαίδι ήτανε 
Του βασιλιά  Ευρυμέδοντα.  

Στους Γίγαντες που'ταν άρχοντας
Ήταν περήφανος λαός,
Μα με  την αλαζονεία τους 
Χάθηκε κι αυτός.(Eυρυμέδοντας                             60                             
 
Με τον Ποσειδώνα σαν έσμιξε
Η Περίβοια  θα γεννήσει,
Το Ναυσίθοο το μεγαλόκαρδο
Που τους  Φαίακες θα διοικήσει.

Ο Ναυσίθοος απόκτησε
Το Ρηξήνορα και τον Ναυσίθοο.

Το Ρηξήνορα τον πρωτογιό 
Πριν ν' αποκτήσει γιό,
Τον σκότωσε ο Απόλλωνας
Με το τόξο του τ'αργυρό .

Νιόγαμπρος ήταν κι άφησε 
Στο σπίτι του μόνο μια θυγατέρα, 
Την Αρήτη  που  ο Αλκίνοος
Την πήρε μετά γυναίκα.
 
Αυτός την τίμησε  όσο καμμιά
Στον κόσμο άλλη γυναίκα,
Από  όσες απ' τους άνδρες τους    
Τιμήθηκαν  και κυβερνούσαν σπίτια.

Τ' αγαπημένα της παιδιά
Ολόκαρδα την τιμούν,
Ο ίδιος ο άντρας της κι ο λαός
Αγάπη πολύ της δείχνουν
Κι όταν στην πόλη περπατά
Τη χαιρετούν τη βλέπουν σα θεά.
 
Η σκέψη της είναι σωστή
Τόσο  που  όποιους εκτιμά,
Τη  διαφορά τους ξεδιαλύνει  
Κι  άνδρες ακόμα αν αφορά.
 
Αν τύχαινε και σ' έπαιρνε
Η καρδιά της με καλό μάτι,
Θα'χες ελπίδα  να φτάσεις και να δεις
Τους δικούς σου  και το παλάτι.
 
Aυτά σαν είπε η Αθηνά 
Έφυγε απ' τη Σχερία ,
Και μεσ' απ' την αστήρευτη θάλασσα 
Έφτασε στο Μαραθώνα                            80
Και μετά στην πλατύδρομη Αθήνα 
Στο μεγάλο παλάτι του Ερεχθέα. 

Κι ο Οδυσσέας για του Αλκίνοου 
Κίνησε τα ξακουστά παλάτια.
Στο χάλκινο κατώφλι στάθηκε
Πολλά έβαζε βαθιά στο  νου,
Όταν απ' όλο το ψηλοτάβανο 
Παλάτι του Αλκίνοου χυνόταν
Λάμψη  σαν ήλιου, σα φεγγαριού.

Χάλκινοι τοίχοι κι απ' τις δυο μεριές 
Τραβούσαν σε βάθος  απ'το κατώφλι.
Κι ολόγυρα είχαν  τα ακροτείχια
Μπορντούρα  από γαλάζιο γυαλί.
Μαλαματένιες πόρτες σφάλιζαν
Με τους λαμπάδες  από ασήμι.

Οι πόρτες στηριζότανε
Στο χάλκινο κατώφλι επάνω
Με το κρικέλι τους  από  μάλαμα καθαρό
Και  τ' ανώφλι τους από  ασήμι γνήσιο.

Σκυλιά φύλαγαν από δυο μεριές 
Το σπίτι του γενναίου Αλκίνοου,
Ένα χρυσό κι ένα αργυρό
Έργο της σοφίας του Ηφαίστου .

Αθάνατα  ήταν τα σκυλιά
Ποτέ τους δεν γερνούσαν,
Θρονιά  απ' τη μπασιά ως το  βάθος
Τριγύρω στους  τοίχους ακουμπούσαν.         100
 
Απάνω τους ήταν ριγμένα   
Πέπλα λεπτά  καλά  υφασμένα                
Φτιαγμένα από τεχνίτρες,
Να κάθονται  τρωγοπίνοντας 
Εκεί των Φαιάκων οι  άρχοντες .
Για όλο το χρόνο φθάνανε
Τα αγαθά που'χαν μπροστά τους. 

Κούροι  χρυσοί στεκόντουσαν                        
Σε στέρεους στυλοβάτες , 
Κρατώντας στα χέρια τους δαυλούς
Που  έφεγγαν τις νύχτες 
Στου παλατιού  στους συνδαιτημόνες

Πενήντα παρακόρες είχανε
Γυναίκες στ' αρχοντικό,
Που άλλες άλεθαν με χερόμυλους
Τον χρυσό  σαν  μήλο καρπό.
Άλλες στην κρεββατή υφαίνανε 
Ή έστριβαν  τη ρόκα ,
Καθούμενες όπως της λεύκας της ψηλής
Κοντά κοντά είναι τα φύλλα.

Τόσο υφαίναν χτυπητά,
Που λάδι δεν τα περνούσε.
 
Κι όσο κι αν  είν' οι Φαίακες
 Οι  πιο δεινοί στα σκάφη
Τα γρήγορα που οι άνδρες τους
Σκίζουν τα πέλαγα με βιάση,
Το ίδιο είν' κι οι γυναίκες  τους 
Πρώτες  τεχνίτρες  στον αργαλειό,
Μιας και  η Αθηνά τους το'δωσε
Το χάρισμα αυτό.

Να νοιώθουν απ' όμορφες δουλειές
Να'ναι και μυαλωμένες.

Έξω απ'την αυλή στις πόρτες σιμά 
Ήταν μεγάλο κτήμα,
Φράχτης το ζώνει ολόγυρα 
Τέσσερα περίπου στρέμματα.

Μέσα του πολλά  ψηλόκορμα
Και δροσερά φυτρώνουν δέντρα,
Αχλαδιές, ροδιές, μηλιές
Με  τα  όμορφά τους  μήλα,
Συκές  με σύκα ολόγλυκα                120 
Και όπου πας  θα δεις ελιές.

Σαν δέσουν αυτές δε χάνεται
Ούτε και λείπει ποτέ  καρπός,
Όλο το χρόνο αδιάκοπα 
Χειμώνα ,καλοκαίρι συνεχώς.
 
Φυσώντας συνεχώς o Ζέφυρος
Άλλο γεννά και oριμάζει.άλλο
Aπίδι πάνω στ' απίδι ψήνεται
Μήλο πάνω  στο μήλο,  
Σύκο πάνω στο σύκο
Σταφύλι στο σταφύλι,
Όπου  η άμπελος η καρπερή
Του βασιλιά ριζώνει.
 
Είχε και λιάστρα σε ίσιωμα
Τα σταφύλια  για να στεγνώσουν,
Άλλα ήταν  για τρύγο έτοιμα
Κι άλλα να τα πατήσουν.

Άλλα είναι  ακόμα άγουρα
Μόλις τον ανθό αφήσαν
Κι  άλλα που μόλις οι ρόγες τους
Φαίνονται πως κοκκινίσαν.
 
Κεί που τελειώνουν οι  σειρές
Των έσχατων αμπελιών,
Ολοχρονίς φυτρώνουν όμορφες
Πρασιές όλων των ειδών.

Δυο βρύσες βλέπεις που η  μια
Για  όλο το περβόλι,
Η δεύτερη απ' την άλλη μεριά  σιμά
Στης αυλόπορτας  το κατώφλι,
Στο δρόμο απάνω που νερό
Να παίρνουν οι πολίτες όλοι.
Tέτοια όμορφα βλέπεις οι θεοί
Χάρισαν στον Αλκίνοο δώρα

Κι ο Οδυσσέας ο πολύπαθος
Εκεί στεκόνταν με την ώρα.
Θαύμαζε όλα ολόγυρα
Και σαν τα χόρτασε καλά,
Πέρασε το κατώφλι του σπιτιού
Και μπήκε  μέσα του γοργά.

Τους άρχοντες και τους αρχηγούς 
Των Φαιάκων βρήκε εκεί,                           140
Την ώρα που στον  άγρυπνο 
Προσέφεραν σπονδή Ερμή
 
Και  θέλοντας  να πάν να κοιμηθούν
Προσεύχονταν πριν πλαγιάσουν.        142
 
Ραψωδία η. Ο Οδυσσέας  μπαίνει στο παλάτι του Αλκίνοου   

Τότε ο πολύπαθος Οδυσσέας
Μπήκε μέσα στη σάλα,
Πυκνή αντάρα σκεπασμένος
Που  έριχνε η Παλλάδα.

Πέρασε απ' τον Αλκίνοο
Κι απ'τη βασίλισσα  μετά
Και στα γόνατα της βασίλισσας 
Τα δυο του χέρια ακουμπά.
 
Τότε πια σκορπίστηκε  
Πίσω του η θεϊκή αντάρα,
Κι εκείνοι τότε τα' χασαν
Βλέποντας μέσ' το σπίτι άνδρα. 

Και σαν τα παρακάλια άρχισε 
Όλοι τους μείναν δίχως μιλιά:

Aρήτη του Ρηξήνορα
Του ισόθεου θυγατέρα,
Στον άντρα σου ο πολύπαθος 
Προσπέφτω και σε σένα,
Σε όλους εδώ τους άρχοντες
Οι θεοί να χαρίζουν
Ζωή καλή και  στα παιδιά τους
Πλούτη και τιμές ν' αφήσουν. 

Όμως εμένα στείλτε με 
Να πάω στην πατρίδα ,
Μεγάλες με δέρνουν συμφορές 
Με τους δικούς μου αλάργα. 

Αυτά είπε και κάθισε
Στη λάμψη του τζακιού ,στη στάχτη,
Κουβέντα κανείς δεν έβγαλε
Άφωνοι  όλοι οι άλλοι.

Ο γεροήρωας  Εχένηος 
Το λόγο πήρε μετά από ώρα.
Αυτός όλους τους Φαίακες                   160  
Ξεπέρναγε στα χρόνια. 
Πρώτος στα λόγια  ήτανε 
Κι  ήξερε απ' τα παλιά πολλά
 
Ανάμεσα τους μίλησε 
Με φρονιμάδα και λέει:
Αλκίνοε δεν είναι σωστό
Ούτε πως μας ταιριάζει,
O ξένος να' ναι κατά  γης
Χωμένος μεσ'τη σκόνη
Κι οι άλλοι περιμένοντας
Μουδιασμένοι τη δική σου γνώμη.
¨
Μα πάρε το ξένο βάλτονε 
Σε αργυρόκαρφο θρονί
Και διάταξε τους κήρυκες
Να φέρουν μετά κρασί .
 
Κι όλοι μαζί ας κάνουμε 
Σπονδή στων κεραυνών το λάτρη,
Το Δία που συμπαραστέκεται
Καθένα σεβαστό ικέτη.
Κι απε στον ξένο ας  δώσει
Η οικονόμα  ότι  φαΐ υπάρχει.
 
Το λόγο αυτό σαν άκουσε
Ο Αλκίνοος ο αντρειωμένος, 
Τον πολέμαρχο πολυμήχανο
Πήρε από το χέρι αμέσως,
Σε θρόνο τον έβαλε ασημόκαρφο
Δίπλα του να καθήσεi,
Αφού το Λαοδάμαντα
Το γιο του θα σηκώσει, 
Που ήταν αντρειωμένος  
Και του'χε μεγάλη αγάπη.

Μια παρακόρη τρέχοντας 
Μ' όμορφο χρυσό λαγήνι,
Νερό του ρίχνει να πλυθεί
Σε   λεκάνη από ασήμι.

Δίπλα του τραπέζι  σκαλιστό
Άπλωσε μια   ντροπαλή οικονόμα
Ψωμί τον φίλεψαν κι απλόχερα 
Μ' όσα βρεθήκαν  φαγητά                180
      
                        
Κι όταν ο πολύπαθος Οδυσσέας 
O ισόθεος  ετρωγόπινε,
Πρόσταξε ο Αλκίνοος 
Τον τελάλη  και του είπε:
Ποντόνα κέρνα μας κρασί
Και σε όλους μοίραστο στη σειρά,
Στον κεραυνολάτρη να ρίξουμε σπονδή
Που τους σεβαστούς ικέτες αγαπά.
 
Αυτά σαν είπε, ο Ποντόνοος 
Κερνούσε μελίγλυκο κρασί,
Στη σειρά σε όλα τα ποτήρια
Τη δέηση  ν' αρχίσουν  όλοι μαζί.
 
Σαν έσταξαν και ήπιανε κρασί
Όσο η καρδιά τους είχε  πεθυμήσει
Πήρε το λόγο ο σεβαστός 
Αλκίνοος να τους μιλήσει:

Προσέξτε αρχηγοί και άρχοντες
Των Φαιάκων  όσα έχω να πω,
Απ' αυτά που η καρδιά στα στήθια μου
Με  σπρώχνει μαζί σας να μοιραστώ.

Τώρα πια που  φάγατε
Σύρτε στα σπίτια σας για ύπνο
Και πιότεροι γέροντες την αυγή 
Ας καλεστούν  να είναι εδώ.

Το ξένο  να φιλοξενήσουμε
Εδώ σ' αυτά  μέγαρα,
Θυσίες στους θεούς  να κάνουμε
Και να σκεφτούμε ύστερα.

Με συνοδεία κι ας είναι μακριά
Χωρίς κόπο και στενοχώρια,
Να τον πάμε στην πατρική του γη        
Χαρούμενο μια ώρα αρχύτερα

Ούτε κακό στο δρόμο του 
Ή  άλλη συμφορά,
Να τον εύρει μέχρι να φτάσει
Στα χώματα του τα πατρικά.

Κι  απέ  οι μοίρες οι σκληρές            
Όσα και  όποια  πάθει,
Από κείνη την ώρα τα' κλωσαν
Που η μάνα του θα τον γεννήσει.

Αν είναι κάποιος αθάνατος
Που έφτασε από τον ουρανό,
Κάτι άλλο φαίνεται πως μελετούν                  200
Οι θεοί  με τούτο   τώρα εδώ. 
 
Γιατί ήταν  ως τώρα  ξεκάθαρα
Όσα μας παρουσιαζόταν,
Όποτε  από μας περίφημες
Θυσίες  προσφερόταν.
Κοντά  μας τρωγοπίνανε
Μαζί  με μας καθόταν.

Κι αν περπατώντας  μόνος του
Μπροστά του κάποιος τους βρει,
Δεν κρύβονται από μας γιατί 
Είναι συγγενείς με μας αυτοί,
Όπως είναι κι οι Κύκλωπες
Και τα άγρια φύλα των Γιγάντων.
 
Ο πολυμήχανος τότε Οδυσσέας
Είπε σαν πήρε το λόγο:
Αλκίνοε  άλλα  βάζε   στο μυαλό
Με τους θεούς διόλου  δε μοιάζω,
Μ' αυτούς που ορίζουν τα ουράνια 
Στα  χρόνια δεν τους μοιάζω,
Ούτε παραβγαίνω  στ' ανάστημα 
Θνητούς μόνο θυμίζω.

Αν κάποιους  εσείς γνωρίζετε
Που πέρασαν μεγάλη δυστυχία,
Μόνο με κείνων θα ταίριαζε
Η τόση μου ταλαιπωρία.

Κι αν ξέρατε ποιοί περάσανε
Μεγάλες πίκρες όπως εγώ,
Μ' αυτούς μόνο ο δύστυχος 
Είναι σωστό να συγκριθώ.

Και πιο πολλά θα τα' λεγα
Τα βάσανα μου ακόμα,
Απ' όσα πολλά  μου τύχανε 
Απ'των θεών την κατάρα.

Μα  να δειπνήσω αφήστε με     220        
Κι ας έχω τόση πίκρα,
Γιατί απ' την αδίσταχτη κοιλιά
Άλλη δεν είναι ξαδιαντροπιά.

Σε διατάζει να τη νοιαστείς
Παρά τη θέλησή σου,
Κι ας έχεις μέσα  σου καημούς
Κι ας καίγεται η καρδιά σου.

Eκείνη ζητάει συνεχώς
Να τρώω και να πίνω,
Τα βάσανα μου να ξεχνώ
Αρκεί να τη γεμίζω.

Και σεις σαν έλθει η αυγή,
Νοιαστείτε την επιστροφή μου
Και στείλτε με το δύστυχο
Στην πατρίδα την ποθητή μου.

Ν' αντίκριζα για μια στιγμή
Το ψηλοτάβανο μου σπίτι,
Το  βιός μου και τους μπιστικούς,
Κι ας πέθαινα την ώρα εκείνη. 
 
Έτσι είπε και τον επαίνεσαν
Λέγοντας  ο ένας στον άλλο,
Πως πρέπει έτσι που μίλησε σωστά 
Στην πατρίδα του να  στείλουν το ξένο .

Σαν στάξανε και ήπιανε
Όσο η καρδιά τους είχε  ποθήσει,
Ο καθένας για  σπίτι του
Κίνησε πια να πλαγιάσει.

Ραψωδία η. Ο Αλκίνοος και η Αρήτη ανακρίνουν τον 
Οδυσσέα για να μάθουν πως έφτασε στο νησί τους

Στο παλάτι ωστόσο έμεινε 
Ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος,
Κάθισαν η Αρήτη πλάι του
Κι ο θεόμορφος Αλκίνοος,
 
Οι παρακόρες  μάζευαν
Τα  σκεύη του συμποσίου ακόμα,
 Όταν  πήρε  το λόγο πρώτη
Η  Αρήτη η    λευκοχέρα  ,
Που είδε τα ρούχα ,τα γνώρισε
Τον ωραίο χιτώνα και τη χλαμύδα.             240

Αυτά που με τις παρακόρες της 
Τα είχε υφάνει η ίδια
Και κράζοντας τον του μιλά 
Με λόγια φτερωτά:
 
Ξένε πρώτα γι' αυτό θα ήθελα
Να σε ρωτήσω η ίδια,
Ποιός είσαι κι από που κρατάς
Ποιός σου' δωσε τα ρούχα; 
Δεν είπες θάλασσόδαρτος 
Στον τόπο μας πως ήλθες;

Σ'απάντηση ο πανέξυπνος
Οδυσσέας τότε της λέει :
Επίπονο είναι  βασίλισσα
Τα πάθη μου να εξιστορήσω,
Αφού πολλά  μου 'δωσανε οι  θεοί 
Που  διαφεντεύουν τους ουρανούς
Βάσανα  να τραβήξω.

Μ' άκουσε γι' αυτό που με ρωτάς 
Και θέλησες να σου το λέω:
Ωγυγία λέγεται ένα νησί
Που' ναι μακριά στο  πέλαγο.
 
Εκεί η κόρη του Άτλαντα
Η θεά Καλυψώ διαμένει ,                250
Η  δολοπλόκα  ομορφόμαλλη
Κανείς  δε σμίγει μ'αυτή,
Ούτε από  τους αθάνατους 
Ούτε  απ'τους θνητούς ανθρώπους

Μα μένα θεός το δύστυχο
Στο τζάκι της μ' είχε οδηγήσει,
Μονάχο μου αφού το καράβι μου
Με κεραυνό ο Δίας το' χε τσακίσει.                                    
Κι  όλους τους   άλλους  δυνατούς
Ναύτες μου είχα χάσει,

Κι απ' του φρυδόμορφου καραβιού 
Μόνος μου την καρίνα εγώ πιασμένος,
Μέρες εννιά δερνόμουνα 
Στη θάλασσα ξεχασμένος.

Τη δέκατη νύχτα οι αθάνατοι 
Με πήγαν στο νησί της Ωγυγίας ,
Στο σπίτι της   Καλυψώς
Της ομορφόμαλλης   μεγάλης θεάς.                       260

Εκείνη με καλοδέχτηκε
Με φίλευε κάνοντας σχέδια
Να μείνω και να με κάνει αθάνατο
Αγέραστος να'μαι πάντα,

Ποτέ όμως τη σκέψη μου 
Δε άλλαξε μεσ' τα στήθια.
Εφτά χρόνια αδιάκοπα
Ασάλευτος  μένοντας εκεί πέρα.

Και όσα ρούχα η Καλυψώ
Αθάνατα  μου'χε φορέσει,
Απ'τα  πολλά τα δάκρια
Τα είχα καταβρέξει.

Στον όγδοο χρόνο  μ'άφησε
Να φύγω για την  πατρίδα,
Είτε γιατί ο Δίας διάταξε
Η  άλλαξε γνώμη η ίδια .

Μέσ' σε σχεδία καλόδετη
Μ' έβαλε με καλούδια  πολλά,
Ψωμί ,γλυκό κρασί  και μ' έντυσε
Με ρούχα θεϊκά.

Άφησε αγέρι γλυκό και άκακο
Πάνω από μέρες   δέκα εφτά
Αρμένιζα στα πέλαγα.
Στις δεκα οχτώ της πατρίδας σας
Φάνηκαν τα σκιερά της βουνά.
Και η δική μου χάρηκε 
Του δύστυχου τότε  η καρδιά,
Αφού και άλλα βάσανα
Με απάντεχαν, ακόμα πολλά,
Που ο κοσμοσείστης Ποσειδών
Μου τα'στειλε ξαφνικά.

Μ'  άνεμους που  ξαμόλησε
Μου έκλεισε τη στράτα,
Συντάραξε ανείπωτα τη θάλασσα
Τραντάλιζε  το κύμα τη σχεδία,               280
Που πάνω της δεν κρατιόμουνα
Μαύρη μ' έπιασε απελπισία.

Κι έπειτα τη σκόρπισε θύελλα
Μα  ωστόσο εγώ κολυμπώντας 
Μπόρεσα να ξεπεράσω αυτή  την άβυσσο. 
Ώσπου με έριξαν στη  δική σας γη  εδώ
Ο άνεμος  και το κύμα.

Μα  κείνο θα με τσάκιζε
Παλεύοντας στη στεριά να βγω. 
Σε  βράχια μεγάλα, ανάποδα
Θα με πετούσε σ' αγριοτόπι,

Μα κάνοντας  πίσω  κολύμπησα
Κι  έφτασα  σε ποτάμι,
Ομαλό  από πέτρες ,απάνεμο
Άριστος ο τόπος  θα  μου φανεί,

Και από κει για να συνέλθω πλάγιασα 
Ώς που' φτασε η νύχτα η θεϊκή.
Κι εγώ σε θάμνους χώθηκα
Ξάπλωσα κι έβαλα φύλλα τριγύρω,
Ώσπου θεός άπειρο μου'ριξε ύπνο.

Χωμένος στα ξερόφυλλα
Με την καρδιά θλιμμένη,
Όλονυχτίς κοιμόμουνα
Ως την αυγή κι απέ το μεσημέρι.

Ο ήλιος  έδυε και το γλυκό
Τον ύπνο μου  σαν χόρτασα πια,
Τότε τις παρακόρες tης κόρης σου
Άκουσα στην ακρογιαλιά,
  
Έπαιζαν εκεί κι αυτή  μαζί τους
Που ήταν όμοια με   θεά,
Την παρακάλεσα και μου'χε φερθεί 
Μυαλωμένα κι ευγενικά .             
Πράγμα που δεν το  περίμενες         300
Από νιο που  συνάντησες ξαφνικά,
Αφού πάντοτε οι νεότεροι
Δεν έχουν τα ίδια μυαλά.

Μου'δωσε άφθονο ψωμί
Κι υπέροχο κρασί να πιώ,
Λούστηκα μεσ' τον ποταμό
Μου' δωσε και τα ρούχα που φορώ.

Μα την αλήθεια σου είπα
Με θλίψη στα λέω αυτά,
Κι ο Αλκίνοος τότε  φωναχτά
Μ' αυτά τα λόγια του απαντά:

Ξένε, τούτο μόνο η κόρη μου
Δε σκέφτηκε πως είν' πιο  λογικό,
Με τις παρακόρες να σου επιτρέψει
Να' ρθεις στο δικό μου αρχοντικό,
Και μάλιστα  παρακάλεσες 
Πρώτα τα γόνατα της.

Σ' απάντηση ο πολυμήχανος 
Οδυσσέας του λέει:
Μην κατακρίνεις βασιλιά  
Για τούτο την άμεμπτή σου κόρη.

Μαζί με τις παρακόρες της
Να την ακολουθήσω μου' χε πει,
Αλλά εγώ ντρεπόμουνα
Δεν ήθελα , είχα φοβηθεί,
Μήπως θυμώσεις  μέσα σου
Βλέποντας να'ρχομαι  μαζί.
Γιατί βάζουμε πάντα το κακό 
Στο νου  οι άνθρωποι στη γη.

Τότε ο Αλκίνοος του απαντά
Με τούτα εδώ τα λόγια:
Ξένε στα στήθια μου δεν έχω καρδιά 
Π' ανάβει χωρίς αιτία,
Μα πάντοτε  επιθυμώ
Να κάνω το σωστό.

Ας ήταν πατέρα Δία μου
Απόλλωνα κι Αθηνά  
Άντρας τέτοιος  όπως δείχνεις να' σαι
Με μένα με ίδια  μυαλά,
Να'μενε εδώ  και να' παιρνε 
Την κόρη  μου  κι εγώ γαμπρό,        320
Να τον φωνάζω και να του δώσω
Χωράφια και σπιτικό.

Φτάνει μόνο  να μείνεις να' θελες 
Γιατί  με βία  κανείς εδώ 
Δε στο ζητά και θε μου ας μη δώσει 
Τέτοιο άδικο να κάνω εγώ.

Όσο για το  κατευόδιο σου
Να ξέρεις  αύριο το'χω ορίσει,
Κι  όσο οι ναύτες  θα κωπηλατούν
Σ' ύπνο βαθύ  θα το' χεις  ρίξει,
Ώσπου να φτάσεις στην πατρίδα σου
Το σπίτι , κι όπου η καρδιά σου ποθεί.         320
Κι ας είναι  πιο μακριά απ' την Εύβοια,
Που δικοί μας την έχουν δει.

Τότε  που ο ξανθός Ροδάμανθυς
Πήγαινε να δει τον  Τιτυό,
Το γιό της γης και ταξιδέψανε
Μ' ένα δικό μας πλοίο.

Οι Φαίακες σαν έφτασαν 
Χωρίς να κουραστούν,
Την ίδια μέρα κίνησαν
Στην πατρίδα τους να βρεθούν.

Θα δεις πόσο είναι άξιοι
Οι ναύτες μου και τα πλοία
Και πως οι νέοι μας στη θάλασσα
Πετούν με τα κουπιά.
 
Ο πολύπαθος Οδυσσέας  
Χάρηκε με τα λόγια αυτά
Και  ευχόμενος αναφώνησε
Λόγια  με την καρδιά: 

Δία πατέρα  κάνε να γίνουν
Όσα ο Αλκίνοος  μου τάζει ,
Η δόξα του θα' ταν αιώνια
Στη γη την καρπερή που εξουσιάζει
Κι έτσι εγώ θα πήγαινα
Πίσω πια στην πατρίδα.

Κι ως τέτοια ανταλλάσανε                  340
Συναναμεταξύ τους λόγια,
Τις παρακόρες πρόσταξε
Η  Αρήτη η κρινοχέρα 
Να βάλουν κρεβάτι στο λιακωτό       
Και κόκκινα χαλιά να στρώσουν 
Ν'απλώσουνε και μάλλινες
Του αργαλιού κουβέρτες
Κι ολόσγουρες από πάνω τους 
Για σκέπασμα φλοκάτες.

Εκείνες απ' την κάμαρα
Βγήκαν με τα δαδιά στα χέρια
Κι αφού το κρεβάτι γρήγορα 
Το τέλειωσαν θα  πλησιάσουν
Τον Οδυσσέα που του μίλησαν
Και τον παρακινούσαν:

Σήκω ξένε κι άντε να πας  κοιμηθείς
Το κρεβάτι έχει ετοιμαστεί.
Αυτά είπαν κι ο Οδυσσέας 
Χάρηκε που θα κοιμηθεί.

Έτσι κοιμόταν ο πολύπαθος
Θεϊκός Οδυσσέας στο πολύβοο                            350
Το λιακωτό από κάτω
Σε κρεβάτι τρυπητό.

Κι ο Αντίνοος κοιμήθηκε
Στο βάθος απ' τ' αψηλό παλάτι
Εκεί που το ταίρι του  φρόντιζε 
Το στρώμα και το κρεβάτι.              Τέλος ραψωδίας η


Ραψωδία θ  

Ο Όμηρος διηγείται

Ραψωδία θ(τμήμα)

Ο Oδυσσέας στη σύναξη των αρχόντων
στο βασίλειο των Φαιάκων 

 

Με τη ροδόχρωμη αυγή
Την κλίνη του θ’ αφήσει,
Ο Αλκίνοος,  κι ο Οδυσσεύς
Θα τον ακολουθήσει.

Για των Φαιάκων κίνησαν
Να πάν την αγορά,
Που ήτανε  χτισμένη
Στα πλοία τους κοντά

Ο Αλκίνοος μέχρι να φτάσουμε
Πρώτος ήταν απ’ όλους,
Δίπλα μας έβαλαν τους  δυο
Σε σκαλισμένους  θρόνους.

H Αθηνά σαν κήρυκας
Στη χώρα τριγυρνούσε,
Το μισεμό του τολμηρού
Δυσσέα  διαλαλούσε.

Μπρος στον καθένα πήγαινε
Κοντά και του μιλούσε,
Toυ’ λεγε πως στην αγορά
Ξένο θα συναντούσε.

Άρχοντες σεις και αρχηγοί
Να πάτε και να δείτε,
Το νιόφερτο, που στην αγορά
Τώρα φιλοξενείται.

Το ξένο που στ’αρχοντικό
Του Αλκίνοου αραγμένος,
Μοιάζει να είν’ αθάνατος
Μα  θαλασσοδαρμένος.                     15

Έτσι σαν είπε φούντωσε
Το θάρρος και τη μαγεία
Κι αμέσως γέμισαν λαό
Αγορά και θεωρεία.

Kι όλοι θαυμάζανε το γιο
Σαν είδαν του Λαέρτη,
Αφού η Παλλάδα του’ριχνε
Τη   θεϊκή της  χάρη   ,

Την έριχνε στην κεφαλή
Στην όψη και στους ώμους,
Πιο αψηλός και πιο παχύς          20
Να φαίνεται απ’όλους.

Αυτά για να’ ναι σεβαστός
Τιμημένος και στους φίλους,
Άξιος να φανεί στους Φαίακες
Στους αγώνες που'χουν στημένους

Όταν το πλήθος έφτασε
Κι όλοι είχαν καθίσει,
Το λόγο πήρε ο Αλκίνοος
Πρώτος για να μιλήσει.

Σεις  των Φαιάκων αρχηγοί
Ακούστε με προσεκτικά,
Γιατί θα πω όσα η καρδιά
Μεσ’ απ’ τα στήθη μου ζητά.

Αυτόν τον ξένο ούτ' εγώ 
Τον έχω αναγνωρίσει,
Αν είναι  απ’ την ανατολή
Η έρχεται απ’ τη δύση.

Μού’ρθε στο σπίτι απ’άχαρο
Γυρίζοντας ταξίδι                           30
Και μας ζητά βοήθεια
Στον τόπο του να φύγει.

Ας στείλουμε και τούτον δω   
Με όλους έχει γίνει,
Αφού κανείς στο σπίτι μου
Δεν έχει ποτέ ξεμείνει.

Ελάτε μπρος ας ρίξουμε
Στη θάλασσα καράβι,
Δε θέλω κλάψα συνεχώς
Το πότε  θα σαλπάρει,

Καράβι πρωτοτάξιδο
Με ναύτες  διαλεγμένους,
Πενήντα δυο τον αριθμό
Τους πιο αντριωμένους..

Kαι τα κουπιά με τους σκαρμούς
Με τάξη όταν τα; δέστε,
Βγείτε κι απε πολύ γοργά
Στο σπίτι μου  αντέστε,                                                         
Γεύμα θ' απολαύσετε
Πλούσιο που θα  προσφέρω.

Στους νέους αυτά έχω να πω,     40  
Στους άρχοντες  όμως;  ζητώ,
Για του ξένου  τη φιλοξενία
Να έλθουν γοργά στ' αρχοντικό.
 
Kανένας όχι να μην πεί
Αλλά να καλέστε εδωδά,
Το Δημόδοκο το θείο αοιδό
Που  απ' την καρδιά του τραγουδά.
Κάποιος θεός του χάρισε
Το χάρισμα να  δίνει χαρά.
 
Απε  κίνησε, ο Αλκίνοος
Κι οι αρχόντοι θ' ακολουθήσουν
Ο τελάλης εκεί  τον αοιδό 
Φρόντισε να τον οδηγήσουν.
 
Διαλέχτηκαν οι πενήντα δυο
Όπως  όρισε  νεαροί ,
Που΄φυγαν για της αστείρευτης
Θάλασσας  την ακτή.

Μόλις  στο πλοίο  έφτασαν 
Και στην ακροθαλασσιά,
Το μελανό καράβι γρήγορα
Το' συραν στα βαθιά,
 
Κατάρτια πάνω του έμπηξαν
Κι ανέβασαν πανιά,
Πέρασαν  από δέρμα ασφάλειες
Σε σκαρμούς  για τα κουπιά.
 
Όλα με τάξη έγιναν,
Σήκωσαν άσπρα πανιά,
Το πήγαν και τ' αράξανε
Πέρα προς το Νοτιά.

Kι απε στου ήρωα Αλκίνοου
Πήγανε το παλάτι.
 
Γεμίσαν οι αυλές  λαό
Οι κάμαρες κι οι σάλες,
Γέροι και νιοί μαζεύονταν
Και ήτανε χιλιάδες.
  
Δώδεκα αρνιά θυσίασε                    60
Ο  Αλκίνοος στους αθανάτους,
Δυο βόδια ρεβοπόδαρα
Κι  οχτώ ασπροδόντες χοίρους.

Τα έγδαραν και τα' ψήσανε
Ετοίμασαν γεύμα  καλό, 
Τους ζύγωσε κι ο κήρυκας
Φέρνοντας τον προσφιλή αοιδό.

Ένα καλό μ'ένα κακό
Του χάρισε η μούσα, 
Του στέρησε τα μάτια του
Μα του' δωσε φωνή θεσπέσια.

Του έβαλε ο Ποντόνοος
Θρόνο μ' ασημοκαρφιά
Ανάμεσα στους καλεσμένους,
Σε  ψηλή κολόνα ακουμπιστά. 

Κι απέ σε κρεμαστράκι  ξύλινο 
Λίγο πάνω από το  κεφάλι,
Κρέμασε την ηχηρή  κιθάρα του
Και του' πε αν τη θελήσει  πως
Ν' απλώσει  να την πάρει
 
Ένα πανέρι του'φερε
Του' στρωσε και τραπέζι,
Mια κούπα  για  να πιεί κρασί
Σαν η καρδιά το κρίνει.

Κι όλοι τα χέρια άπλωσαν 
Στα έτοιμα φαγητά.
 
Κι όταν  για πιοτό και για φαΐ
Η βουλιμία θα  σταματήσει,
Η Μούσα έσπρωξε τον αοιδό
Ανδραγαθίες  να τραγουδήσει.

To τραγούδι που η δόξα του
Eίχε φτάσει στον ουρανό,
Για τον Οδυσσέα που μάλωσε
Με τον Αχιλλέα του Πηλέα το γιό.      

Σε μια θυσία  στους θεούς             
Λόγια είπαν  βαριά, 
Έτσι  που ο   Αγαμέμνονας 
Που ήταν ο αρχηγός 
Ακούοντας  μάλλον  είχε χαρά.

Χαιρόταν μέσα του που μάλωναν  
Οι πιο καλοί απ' τους Αχαιούς.
Του το' χε πει κι ο  Απόλλωνας 
Ο  Φοίβος  μ' ένα χρησμό, 
Που  πήρε απ' την αγαθή Πυθία         80                                
Σαν πέρασε το δικό της λιακωτό.

Ήταν τότε που άρχισε
Να έρχεται η ταλαιπωρία,
Των  Tρώων και των Δαναών
Με τη βουλή του Δία. 

Τέτοια ο δοξασμένος  αοιδός
Τραγούδαγε τραγούδια
Κι  ο Οδυσσέας τον κόκκινο
Μανδύα πήρε στα χέρια.

Ντρεπότανε τους Φαίακες 
Για των δακρύων τον ποταμό,
Κάλυψε πάνω ως κάτω.
Το  πρόσωπό του το λαμπερό.

Κάθε που ο τραγουδιστής
Τέλειωνε το τραγούδι,
Τα δάκρυα σφουγγίζοντας
Ξεσκέπαζε το κεφάλι,
Και  στους θεούς εστάλαζε
Με δίπατη κούπα  κρασί.

Κι όταν ξανάρχιζε μετά 
Οι άρχοντες των Φαιάκων,
Τον παρότρυναν να τραγουδά 
Ήταν αγαπημένα όλων.
 
Πάλι ο Οδυσσέας σκέπαζε
Το κεφάλι του και θρηνούσε,
Τα κλάματα, μα δεν κατάλαβαν
Οι άλλοι πως δακρυρροούσε.

Μονάχα ο Αλκίνοος               
Που δίπλα του καθόταν,
Τον είδε και τον άκουσε 
Βαριά που βουρλιζόταν.

Κι ευθύς  στους θαλασσότρεφους 
Τους Φαίακες γυρνά  για να τους πει:
Ακούστε των Φαιάκων προεστοί
Άρχοντες και πρωταρχηγοί.
Από φαγητό χορτάσαμε
Με της κιθάρας τη συνοδεία,
Που είναι πάντα του πλούσιου
Δείπνου η παρουσία.

Μ' ας βγούμε έξω γι' άθληση           100
Με όλους σε ανταγωνισμό ,
Σε φίλους του να λέει ο ξένος μας
Στην πατρίδα του, στο γυρισμό.
Πόσο  ξεπερνάμε τους άλλους 
Σε πάλη, γροθιά,  άλμα, τρεχάλα.

Αυτά σαν είπε (ο Αλκίνοος) κίνησε
Κι οι άλλοι ακολουθούσαν

Την κιθάρα την  οξύφωνη
Ο κήρυκας θα την κρεμάσει,
Και απ'το χέρι το Δημόδοκο
Εκείνος θα τον πιάσει.

Τον έβγαλε  από το μέγαρο
Τους άρχοντες θ' ακολουθήσουν,
Στην ίδια στράτα  που κι αυτοί
Πηγαίναν να σεργιανίσουν

Στην αγορά σαν βρέθηκαν 
Με κόσμο πολύ ν' ακολουθεί,
Νέοι να παν σηκώθηκαν 
Πολλοί και ξακουστοί. 

Ο Ακρόνεως κι ο Ωκύαλος
Ο Ελατρέας , ο Ναυτεύς,
Ο Πρυμνέας ,ο Αγχίαλος
Ερετμεύς,Θόων και Ποντεύς,.       

Ο Αναβησίνεως  κι απέ
Ο γιός του Πολυνήου Αμφίαλος,
Του Τέκτονα ο εγγονός
Και  ο Πρωρεύς στο τέλος.

Σηκώθηκε κι ο Ευρύαλος
Σαν  Άρης αντροκτόνος, 
Toυ Ναύβολου ήταν  ο γιος ,
Στους Φαίακες ο πιο καλός,
Στην' όψη και το σώμα  
Εκτός από το άψογο  Λαοδάμα,

Του  άψογου Αλκνόoου,
Οι τρεις του  γιοί σηκωθήκαν
Οι άτρομοι Αλιός και Λαομέδoντας 
Κι ο  Κλυτόνιος ,ισόθεος. που ήταν  

Ν' αρχίσουν  τους αγώνες θέλησαν     120
Με τρέξιμο αρχικά,
Απ' την αφετηρία άνοιγε σαυτούς
Ο δρόμος  τους μπροστά.

Όλοι εκείνοι έτρεχαν
Γρήγορα και πετούσαν,
Ξωπίσω τους τον κουρνιαχτό
Στον κάμπο αμολούσαν.

Στο τρέξιμο ξεχώριζε 
Ο άψογος Κλυτόνιος

Κι όσο μάκρος οργώνουνε
Μια μέρα δυο μουλάρια
Τόσο στο πλήθος ζύγωσε
Τους πέρασε με πρωτιά        125     
                 
Ήλθε κι' η ώρα στη σκληρή
Να παραβγούνε  πάλη,
Όπου ο Ευρύαλος τους καλλίτερους
Στο χώμα θα τους βάλλει. 

Στο άλμα ο  Αμφίαλος 
Απ' όλους ήταν πιο πάνω,
Ο Ελατρεύς πολύ ανώτερος 
Σαν έριξε το  δίσκο.

Ο   Λαοδάμας  στις γροθιές 
Αναδείχτηκε  νικητής
Του Αλκίνοου ο καλόψυχος 
Ο γιός και της Αρήτης

Κι αφού φραριστηθήκανε
Με τους αγώνες όλοι
Ο Λαοδάμας ο γιός του Αλκίνοου
Ανάμεσα τους λέει:

Ελάτε φίλοι να ρωτήσουμε            
Τον ξένο αν έμαθε και ξέρει,
Κάποιο απ' τα  αθλήματα
Κακό κορμί δεν έχει. 

Στις κνήμες του και στους μηρούς
Και στα γερά του χέρια,
Στο σβέρκο του το στιβαρό 
Και δεν του λείπουν τα νιάτα.

Mονάχα που τα βάσανα 
Τ' ατέλειωτα τον έχουν τσακίσει.

Χειρότερο απ'τη θάλασσα
Λέω κακό δε γνωρίζω
Τον άντρα να καταπονεί
Κι ας έχει δύναμη παραπάνω..

Κι  ο Ευρύαλος  αποκρίθηκε            140
Κι αυτά τα λόγια του'πε:

Λαοδάμα  σωστός ο λόγος σου
Μίλησες συνετά,
Πήγαινε τώρα μίλα του
Και πες του τα ορθά κοφτά.

Σαν τ' άκουσε ο καλόψυχος
Του Αλκίνοου ο γιός τα λόγια,
Στάθηκε στη μέση της σύναξης
Κι είπε στον Οδυσσέα.

Έλα ξένε  πατέρα μου
Σ' αγώνισμα να παραβγείς,
Αφού κι εσύ μου φαίνεσαι
Τούτο πως το μπορείς.

Δεν ξέρω μεγαλύτερη
Για έναν άντρα δόξα,
Απ' αυτή που αγωνίζεται
Με  χέρια και με  πόδια

Έλα και συ δοκίμασε 
Τις έγνοιες σου ν' απαλύνεις 
Για σένα  είναι έτοιμο 
Το πλοίο για να φύγεις.                160

Τότε ο πολυμήχανος
Οδυσσέας  του απαντά:
Γιατί  Λαοδάμα με πικραίνετε
Και μου ζητάτε αυτά;

Tα βάσανα μου σκέφτομαι 
Και όχι τους αγώνες ,
Γιατί ως  ώρα μόχθησα 
Πολλούς  είχα μπελάδες .

Στη μάζωξη σας κάθομαι
Του   βασιλιά  και του λαού,
Στα γόνατα τους πέφτοντας.
Με τον πόθο του γυρισμού.

Κι  αμέσως ο Ευρύαλος
Κατά πρόσωπο θα φιλονικήσει:
Δε μου φαίνεσαι ξένε λέγοντας
Πως απ' αγώνες έχεις γνώση,        160        

Απ' τα  είδη τους τα τόσο πολλά
Που συνηθίζουν οι θνητοί,
Θυμίζεις πλούσιο που τριγυρνά
Μ'ένα πολύκουπο  σκαρί.

Με ναύτες   που' ναι έμποροι
Όλοι τους  μεσ' τα πέλαγα,
Και για το μπάρκο νοιάζονται
Κι ο νους τους  στα εφόδια.

Κερδίζουν αυτοί αρπάζοντας,
Εσυ αγωνιστής δε μοιάζεις.

Ο Οδυσσέας βλοσυρά
Τον κοίταξε και του απαντά:
Ξένε, μοιάζεις μ' αλαζόνα άνδρα! 
Και δε μιλάς σωστά.

Να ξέρεις έτσι πως τις χάρες 
Οι θεοί δεν τις δίνουν όλες μαζί
Σε κάποιους απ' τους άνδρες 
Τη γνώση, το λόγο ,το κορμί.

Όταν άντρας πιο άσχημος 
Γεννήθηκε  απ' άλλους  στη μορφή,
Τότε οι θεοί τα λόγια του
Τα πλουμίζουν με χάρη περισσή.

Κι όλοι αυτόν κοιτάζουνε
Και χαίρονται πολύ,
Που  μιλάει  με τέτοια άνεση
Σεμνότητα και συστολή.                                

Και σ'όλες τις συνελεύσεις;
Ο νικητής είναι πάντα αυτός, 
Κι όταν στην πόλη τριγυρνά
Ο κόσμος τον κοιτά σα να'ναι θεός.               180

Άλλος πάλι που' ναι όμορφος
Με θεό τον ταιριάζεις στην όψη,
Μα τα λόγια του δεν είν' αντίστοιχα
Δεν τα συνδέει  χάρη.
 
Όπως και σύ το πρόσωπο
Το' χεις πολύ  λαμπρό,
Θεός δεν το μπορεί λαμπρότερο  ,
Σου λείπει όμως το μυαλό..

Μου τάραξαν  τα σπλάχνα μου
Τα  απρεπή  σου λόγια ,

Μα απ' αγώνες  άσχετος 
Δεν είμαι, όμως  ήμουν
Στους πρώτους  όταν στη νιότη μου
Και τα χέρια μου βασιζόμουν ,

Τώρα πίκρες  με ζώσανε
Και βάσανα πολλά,
Από  ανδρών   παλέματα 
Κι από κύματα αγριωπά.

Μαζί σας εδώ θα παραβγώ
Άν κι έπαθα τόσο πολλά
Δάγκωμα είν' τα  λόγια  σου 
Που με με ξεσήκωσαν λέγοντας τα .            

Αυτά σαν είπε έπιασε
Όπως ήταν με τη μαντίλα,
Δίσκο πιο μεγάλο, πιο παχύ
Και πιο βαρύ ακόμα,
Από  κείνους που οι Φαίακες                        
Πετούσαν σαν ήταν μόονοι τους εκεί;.

Κι αφού τον περιέστρεψε
Τον πέταξε με το στιβαρό του χέρι.

Στα πλοία θαλασσόλυκοι
Στα μακριά κουπιά ξακουστοί
Κι ως βούηξε η πέτρα οι Φαίακες
Έσκυψαν κι έπεσαν στη γη.                 190

Πάνω  απ'των άλλων πέταξε
Ο δίσκος τα σημάδια,
Πολύ πίσω τ' άφησε
Φεύγοντας από τα χέρια.

Ήλθε η Αθηνά και χάραξε
Κι έβαλε τη γραμμή,
Με άνδρα στην όψη μοιάζοντας 
Τον φώναξε και θα του πεί :

Θα' βρισκε ξένε και τυφλός.
Το σημάδι  ψαχουλευτά,
Τα άλλα δεν το  πλησίασαν
Απ' όλα είναι πολύ μακριά.

Μη σκιάζεσαι δε θα το φτάσει
Κι ούτε θα το περάσει άλλος..

Στα λόγια τούτα ο πολύπαθος
Χάρηκε ο Οδυσσέας ο θείος,
Που μέσ' σ' αυτή τη μάζωξη         200      
Υπήρχε κι ένας φίλος.

Και τότε πιο μειλίχια
Με τους Φαίακες θα μιλήσει,
Τούτον νέοι πρώτα φτάστε τον
Κι απε θα ρίξω κι άλλον.

Τόσο θα πάει και τούτος  δω
Η πιο μακριά ακόμα.

Κι απ' όλους; όποιου του βαστά
Η καρδιά μέσα στα στήθια,
Ας έλθει εδώ να παραβγούμε.
Μεγάλη μου δώσατε πίκρα.

Ότι θέλει ας διαλέξει  ο καθείς
Απ' όλους τους Φαίακες άθλημα,
Σε τρέξιμο, πάλη ή γροθιά 
Εξόν το Λαοδάμα.

Αφού εκείνος με φιλοξενεί..
Ποιος τάχα μαλώνει με το φίλο;

Άμυαλος άνδρας , ποταπός        
Αυτός που  δημόσια προκαλεί,
Καυγά γι' αθλήματα σε ξένη χώρα.
Μ' αυτόν που τον φιλοξενεί

Τρώγοντας ψωμί στο σπίτι του
Κακό του κεφαλιού του  κάνει.
 
Απ' όλους τους άλλους κανένα 
Ούτ απορρίπτω ούτε περιφρονώ
Να τους γνωρίσω επιθυμώ
Και μαζί τους ν' αναμετρηθώ

Γιατί  δεν είμαι άσχετος 
Σε κάθε άθλημα εγώ
Το καλογυιάλιστο ξέρω καλύτερα
Δοξάρι να κρατώ.
 
Δικιά μου ήτανε  η σαϊτιά 
Που θα' βρισκε να ρίξει πρώτη,
Κάποιον απ' των αντίπαλων
Εχθρών μέσα τα στίφη ,
Όσο πολλοί κι αν ήτανε 
Κοντά μου κι αν στεκόταν
Άλλοι απ ΄τους συντρόφους  μου
Στο πλήθος κι αν σαϊτεύαν,

Ένας με ξεπερνούσε  μοναχά  
Στο δοξάρι στων Τρώων τη χώρα,
Ο Φιλοκτήτης όταν με τους Αχαιούς     220
Αρχίζαμε να ρίχνουμε τόξα.

Πενεύομαι πως  κι απ' τους άλλους 
Δεν υπάρχουν πιο καλοί,              
Απ' όσους  άντρες βρίσκονται
Να ζούνε τρώγοντας ψωμί..

Με άντρες μόνο σεβάσμιους  
Δε θέλω να κάνω αγώνα,
Με τον Ηρακλή η τον Ευρύθεο
Της Οιχαλίας το ρήγα..

Που ακόμα και μ' αθάνατους 
Παράβγαιναν στο τόξο,
Γι' αυτό ο μέγας Εύρυτος
Νωρίς πήγε στον τάφο.

Δεν πέθανε από τα γηρατειά
Ούτε  στα μέγαρα του μέσα,
Τον σκότωσε ο Φοίβος επειδή
Στο  τόξο τον  προκάλεσε 
Μαζί του να παραβγεί
Και το κοντάρι  ρίχνω εκεί
Που το τόξο κανενός δεν φτάνει.         
Στο τρέξιμο φοβάμαι μοναχά
Φαίακας μη  με προσπεράσει.

Γιατί απ' τα  κύματα τα πολλά
Παιδεύτηκε  το κορμί μου
Κι όπως το πλοίο δε έμεινε 
Γερό ως το τέλος 
Τα μέλη μου λυθήκανε

Αυτά σαν είπε όλοι εκεί
Έκαναν  άκρα σιωπή
Και μόνο ο Αλκίνοος 
Απάντησε και θα πει.

Ξένε μιας κι αυτά  που μας είπες
Δε δείχνουν αχαριστία,
Μα με  οργή θέλεις να δείξεις
Την αξιοσύνη που είχες πάντα,

Σε ντρόπιασε πράγματι αυτός
Που  σ'  αγώνα σε καλούσε
Στη μάζωξη όλη μπρός,
Αφού 
Tην αρετή σου ως άνδρας θνητός              240
Δε θα μπορούσε να σε περιφρονεί αυτός .
Μάλιστα που στο μυαλό αυτός 
Κρίνει και βάζει τα πράγματα  σωστά .

Μα έλα ένα λόγο θα σου πω
Να τον λες και σ' άλλους πιο μετά.
Σε ήρωες να τον λες όταν δειπνάς
Δίπλα στη γυναίκα σου και τα παιδιά.

Αν τύχει τότε  να θυμηθείς
Και τη δική μας αξιάδα
Απ' τα χρόνια των πατεράδων  μας
Αυτή που ο Δίας μας δίνει πάντα.

Μα εμείς  άψογοι  δεν είμαστε
Ούτε παλαιστές ούτε πυγμάχοι.
Είμαστε όμως γρήγοροι
Και άριστοι στα πλοία θαλασσομάχοι.

Πάντα εμάς μας άρεσαν
Συμπόσια με κιθάρα,
Στρώματα ,χοροί, ζεστά λουτρά
Και αλλαξιές με ρούχα.                                     

Μα ελάτε τώρα οι χορευτές                          250          
Απ' τους Φαίακες οι πιο καλοί,
Ανοίξτε το χορό να'χει να λέει ο ξένος μας
Στους φίλους του στο γυρισμό.                    

Πόσο απ' όλους τους λοιπούς , 
Είμαστε  πολύ πιο καλοί,
Στη ναυτοσύνη, στο χορό,
Το τρέξιμο  και το  τραγούδι.

Μα  κάποιος στο Δημόδοκο
Την κιθάρα ας πάει να φέρει,
Τη γλυκόφωνη απ'τ' αρχοντικό
Κάπου  μέσα θα την εύρει.

Στου Αλκίνοου του Θεϊκού
Θα τη φέρει την προσταγή
Ο κήρυκας απ' τ' αρχοντικό
Του βασιλιά παλάτι

Σηκώθηκαν  οι   κοσμήτορες
Aπ'το λαό διαλεγμένοι κι οι εννιά,
Που στους αγώνες πρόσεχαν
Να γίνονται όλα σωστά.

Ίσιωσαν το χώρο του χορού
Κι ολόγυρα άνοιξαν το χώρο,     260
Έφερε  κι ο κήρυκας κοντά
Την  κιθάρα στο Δημόδοκο.

Μετά στο κέντρο τράβηξε
Όπου  στέκονταν από  δυο  πλευρές,
Χτυπώντας τα πόδια στο θείο χορό
Οι άξιοι λεβέντες χορευτές.

Ο Οδυσσέας τις  λάμψεις θαύμαζε 
Των ποδιών με την καρδιά
Κι ο κιθαρίστας ύψωνε
Τραγούδι  όλο ομορφιά

Κι έλεγε πως αγαπήθηκαν
Ο Άρης κι η  καλλιστέφανη Αφροδίτη 
Και πως στην αρχή πρωτόμιξαν 
Στου Ήφαιστου  κρυφά το παλάτι.

Εκείνος στην καλλιστέφανη θεά
Δώρα πολλά θα της χαρίσει,
Το κρεβάτι και το στρώμα του Ήφαιστου    270
Βαριά  θά' ατιμάσει.
 
Μα αμέσως  τότε έφτασε 
Σαν  αγγελιοφόρος Ήλιος            
Μόλις  τους είδε να σμίγουν ερωτικά.
Και σαν είπε το πικρόκαρδο
Στον Ήφαιστο μαντάτο,
Εκείνος πήγε στο σιδεράδικο ευθύς
Σκεφτόμενος να κάνει πολύ κακό.

Βάλθηκε να στήνει κούτσουρο
Κι απάνω του μεγάλο  αμόνι,
Ακλόνητο  να φτιάξει δίχτυ 
Κι  άλυτο για να βρεθούν δεμένοι.

Με  τον  Άρη τόσο που θύμωσε
Έπρεπε να σκεφτεί  πονηριά

Μπήκε σ΄ένα  δωμάτιο
Με τα νυφικά  στρωσίδια
Κι ολόγυρα  στου κρεβατιού
Τα πόδια  άπλωσε δίχτυα.

Πολλά εξείχαν ως τον κορφιά 
Αδύνατο να τα ξεχωρίσει κανείς 
Σαν αράχνες όπως  ήταν λεπτά,              280
Ακόμα κι απ' τους θεούς τους ευτυχείς.

Γιατί με δόλο τα μαστόρεψε
Τα  σκόρπισε τριγύρω,
Απέ καμώθηκε πως έφυγε
Στη Λήμνο την καλοχτισμένη, 
Που απ' όλες της γης  τις χώρες 
Ήταν η πιο  αγαπημένη.  

Ο Άρης με τα γκέμια τα χρυσά
Δεν είχε καλή επιτήρηση,
Μιας κι είδε  τον καλλιτέχνη Ήφαιστο 
Να φεύγει χωρίς  προφύλαξη.  

Για το παλάτι αμέριμνα  
Του λαμπρού  ξεκινά,
Τον έρωτα της καλλιστέφανης 
Κυθέρειας λαχταρά .                             

Εκείνη  μόλις απ' το πατέρα της
Το Δία είχε φτάσει το δυνατό
Και μ' αγωνία   περίμενε 
Ώσπου ο Άρης να μπει στ' αρχοντικό.

Της έσφιξε το χέρι  
Και της είπε πολύ τρυφερά ,
Έλα στο κρεβάτι  αγάπη μου 
Να  ξαπλώσουμε αγκαλιά.
 
Ο Ήφαιστος δεν είν' ανάμεσά μας
Στη Λήμνο  είναι  ήδη πια ,
Τους Σίντες τους αγριόφωνους
Ετούτη την ώρα θα συναντά.
 
Κι εκείνης της καλάρεσε
Να κοιμηθούν αγκαλιά,
Μ' απλώθηκαν μόλις ξάπλωσαν
Δίχτυα τριγύρω τους κρυφά.

Δύναμη δεν είχαν τα μέλη τους
Να τα κουνήσουν ή να τα σηκώσουν,
Και τότε πια κατάλαβαν
Πως δεν  θα τη γλιτώσουν.

Άξαφνα κι ο ξακουστός κουτσός         300
Αμέσως θα καταφτάσει,
Που πίσω ξαναγύρισε
Στης Λήμνου τη γη πριν φτάσει. 

Ο Ήλιος βλέπεις παραμόνευε
Και τα μαντάτα θα του  φέρει.                   
Έτρεξε προς το σπίτι του 
Με την καρδιά λυπημένη.

Τον συνεπήρε άγριος θυμός 
Σαν στάθηκε στις έξω πόρτες
Και τότε με  φρίκη έβγαζε
Σ' όλους τους θεούς κραυγές.

Δία πατέρα κι όλοι εσείς θεοί
Αιώνιοι κι όλο ευτυχία,
Ελάτε έργα να καμαρώστε       
Ανεπίτρεπτα  και για γέλια. 

Πως εμένα τον κουτσό 
Η Αφροδίτη  του Δία η κόρη                             
Συνέχεια με  ατιμάζει  μ'  έρωτα   
Με το φονιά τον Άρη .

Γιατ' είναι όμορφος  κι αρτιμελής 
Σακάτης βλέπεις γεννήθηκα εγώ,
Κανείς άλλος δεν είν' υπαίτιος σαυτό
Μόνο   οι γονείς μου οι δυο. 
Εκείνοι που οφείλανε
Να μη μ' έχουν γεννημένο.

Για δείτε πως κοιμούνται
Και χαίρονται τον έρωτα
Στο δικό μου  κρεβάτι επάνω
Κι εγώ πικραίνομαι που τους βλέπω.

Μα ούτε πιστεύω πως κι αυτοί
Έτσι πως  θα πλαγιάσουν, 
Ούτε για λίγο  έστω κι αν
Μεγάλος ο έρωτας που έχουν.        

Τα δίχτυα και η τέχνη μου 
Θα τους κρατούν πια τώρα,
Ωσότου ο πατέρας της
Μου δώσει πίσω τα δώρα.

Εκείνα που του παρέδωσα
Για την κόρη του τη σκύλα,
Γιατί είν' η κόρη του όμορφη
Δεν είναι όμως τίμια.                     320
             
Σαν τα'πε αυτά μαζεύτηκαν
Στο χαλκόστρωτο αρχοντικό,
Όλοι οι θεοί κι ο Ποσειδών 
Που κρατά τον κόσμο αυτό.

Ήλθε κι ο γρήγορος Ερμής
Κι ο Φοίβος που καιροφυλαχτεί,
Μόνο οι θεές απόμειναν
Στο σπίτι από ντροπή. 

Κι  οι δωρητές των αγαθών θεοί
Στις εξώπορτες θα σταθούν,
Σ' ατέλειωτα γέλια ξέσπασαν
Μ' αυτά όλα που  θα ιδούν.

Τα δίχτυα του πανέξυπνου
Ήφαιστου τότε  θωρώντας            
Μιλούσε ο καθένας κι έλεγε
Στο διπλανό γυρνώντας:
Έργο κακό ποτέ δεν πρόκοψε
Το γρήγορο τον φτάνει  κι αργός,

Όπως ο Ήφαιστος που 'ναι αργός
Τσάκωσε τον Άρη απ'τους; θεούς  
Τον πιο γρήγορο στον Όλυμπο.
Που αν και κουτσός 
Τον τσάκωσε με μαστοριά.
Και λέει για το ντρόπιασμα 
Πρόστιμο πως του χρωστά.

Τέτοια τότε έλεγαν
Συναναμεταξύ τους λόγια,
Κι ο Απόλλωνας του Δία ο γιός
Είπε στον Ερμή ετούτα:

Γιέ του Δία αγγελιοφόρε 
Δωρητή εσύ  Ερμή,
Θα'θελες να'σαι στα δεσμά
Με την  Αφροδίτη τη χρυσή;

Σε στρώμα να' σαστε μαζί
Μπλεγμένοι μεσ' τα δίχτυα:
Και ο ψυχοπομπός του απάντησε
Και του'πε με δυο λόγια

Μακάρι τούτο να γινότανε
Μακρυβόλε Απόλλωνα ,
Τρείς φορές περισσότερα       340
Ας  μ' έζωναν τέτοια δίχτυα.

Και σεις  θεοί να μας βλέπετε
Μα κι όλες οι θεές μαζί,
Αρκεί εγώ να καλοκοιμάμαι
Δίπλα στη χρυσή Αφροδίτη

Έτσι είπε και οι αθάνατοι  
Στα γέλια ξεκαρδιζόταν
Ο Ποσειδώνας  μοναχά
Αγέλαστος κρατιόταν,

Ικέτευε τον  καλλιτέχνη Ήφαιστο 
Συνέχεια για λυτρωμό,                   
Του Άρη κράζοντας του
Λόγια μαλακά όπως το φτερό.

Λύστ΄τον κι εγώ υπόσχομαι
Όπως εσύ έχεις ζητήσει,
Ότι είναι στους θεούς  σωστό
Πλούσια να σου τα  δώσει.

Του ανταπάντησε ο Ποσειδών
Και του' πε ο κοσμοσείστης:

Ήφαιστε  αν ο Άρης βγαίνοντας
Το σκάσει και σου αφήσει χρέος,
Εγώ εδώ σου υπόσχομαι
Να σου το ξεπληρώσω ο ίδιος.

Κι απάντηση ο ο περίφημος 
Του δίνει ο κουτσός;

Δε γίνεται κι ούτε είναι σωστό
Να σου αρνηθώ τη χάρη.
Και σαν είπ' αυτά ο  Ήφαιστος
Ο δυνατός τα δίχτυα ανοίγει

Απ' τα δεσμά μόλις λύθηκαν        360
Που τους έδεναν δυνατά
Πετάχτηκαν με μιας 
Και έφυγαν μακριά.

Εκείνος για τη Θράκη 
Κι η η χαμογελαστή Αφροδίτη 
Κατέφτασε στην Πάφο,
Εκεί που της είχαν τέμενος
Κι ένα βωμό μυρωδάτο.

Οι Χάριτες αφού την έλουσαν                  
Μ' αθάνατο λάδι θα την  αλείψουν,              
Μ' εκείνο που αλείβονται
Όλοι οι θεοί κι αστράφτουν.
Κι όμορφα ρούχα της φόρεσαν 
Βλέποντας να θαυμάζεις.

Αυτά τραγουδούσε ο περίφημος 
Τραγούδια τραγουδιστής.

Ωστόσο   φχαριστιόταν στ' άκουσμα
Του Οδυσσέα η καρδιά,
Μαζί και των θαλασσόλυκων
Φαίακων με τα μακριά κουπιά.

Ο Αλκίνοος τότε διάταξε
Τον Άλιο και το Λαοδάμα,
Μόνοι αυτοί να στήσουν χορό.
Αφού κανείς δεν είχε μαζί τους  συνεριά

Κόκκινη εκείνοι πήρανε
Πανέμορφη  σφαίρα στα χέρια ,
Την είχε φτιάξει ο Πόλυβος
Με τη μεγάλη του  αξιάδα.

Πίσω  λιγώντας ο ένας το κορμί 
Ως τα μαύρα σύννεφα την πετούσε
Και πριν  τα πόδια  του πατήσουν χώμα.
Ο άλλος πηδούσε και την έπιανε.

Aφού πολλές φορές δοκίμασαν
Της σφαίρας  τη δική τους αξία,
Στην πολύτροφη γη αρχίσανε
Χορό με πολλά τσαλίμια.

Αγόρια όντας μέσ' την πίστα
Που  περίμεναν για  χορό, 
Χτυπώντας  παλαμάκια
Σήκωναν πολύ αχό.                        380

Τότε ο θείος Οδυσσέας
Στον Αλκίνοο μίλησε κι είπε:
Λαμπρέ βασιλιά Αλκίνοε 
Μεσ' το λαό σου πρώτε,

Αχτύπητοι είστε στο χορό
Είναι στ' αλήθεια φανερό, 
Μου το'πες μα τώρα που' γινε 
Έχω μεγάλο σεβασμό.            

Κι ο Αλκίνοος  καταχάρηκε
Μ' όλα τούτα  τα λόγια 
Και στους θαλασσόλυκους  Φαίακες 
Τους άξιους θα πει ετούτα:

Ακούστε με όλοι οι  Φαίακες 
Σεις αρχόντοι κι αρχηγοί , 
Ο ξένος δείχνει σύνεση
Να' να' χει πολύ καλή.

Μα ελάτε να του δώσουμε
Δώρα φιλίας όπως αρμόζει,
Δώδεκα  βασιλιάδες διοικούν
Τη χώρα αυτή κι είναι λαμπροί,

Ο ίδιος λογαριάζομαι
Πως είμαι δέκατος τρίτος

Καλοπλυμένη μαντίλα ο καθείς
Φέρτε μ' ένα χιτώνα 
Και ένα τάλαντο χρυσό
Δώστε του που  να'χει αξία. 

Κ όλα  να  έλθουν γρήγορα
Στα χέρια να τα κρατήσει,
Ώστε  χαρούμενος ο ξένος
Για το δείπνο να ξεκινήσει.

Κι ας καλοπιάσει ο Ευρύλαος   400     
Τον ξένο με τα λόγια 
Και μ' ένα δώρο για τ' άπρεπα
Όσα του είπε πρώτα.

Και όλοι τους σαν μίλησε
Συμφώνησαν με τούτα ,
Κι αμέσως απ'ένα μπιστικό
Έστειλαν να τους φέρει τα  δώρα.

Και τότε ο Ευρύλαος 
Ανταπάντησε και είπε:
Αλκίνοε,λαμπρέ βασιλιά
Μεσ' το λαό σου πρώτε

Τον ξένο μας όπως εσύ  ορίζεις  
Εγώ θα τον καλοπιάσω .
Σπαθί για δες ολόχαλκο 
Χειρόλαβο ασημένιο του δίνω,
Και με θηκάρι νιόφτιαχτο
Ολόγυρα ντυμένο.
Μεγάλη είναι  η αξία του 
Μ' ελεφαντόδοντο φτιαγμένο.

Είπε και το ασημοκάρφωτο                
Σπαθί του βάζει στα χέρια
Και με πολύ ευγένεια
Του λέει τούτα λόγια:

Χαίρε πατέρα ξένε μας
Όποια  κουβέντα μου ήταν σκληρή,
Τώρα  η ανεμοζάλη ας την πάρει 
Κι  αλλού μακριά ας φύγει ,να χαθεί.

Κι είθε να δώσουν οι θεοί
Τη γυναίκα σου να δεις ξανά,
Κι αφού χρόνια βασανίζεσαι
Να γυρίσεις στην πατρίδα πια. 

Γυρνώντας ο πανέξυπνος 
Οδυσσέας θα  του πει,
Χαίρε  κι ας σου δώσουνε
Κάθε καλό οι θεοί.

Και το σπαθί που μου' δωσες
Για να με καλοπιάσεις,
Εύχομαι ποτέ αργότερα
Τη χρεία  του να μη νοιώσεις.

Και τ' ασημοκάρφωτο σπαθί
Στους δυο ώμους του περνά.
Κι ο ήλιος βουτούσε  όταν του' φεραν
Τα δώρα  τα μοναδικά.

Έτρεχαν και τα έφερναν 
Στο παλάτι,οι μπιστικοί,
Όπου του άμεμπτου Αλκίνοου 
Τα έπαιρναν πρώτα οι γιοί . 

Που' τρεχαν και τ' απίθωναν 
Μπροστά στη  σεβάσμια μάνα.     420

Κι ο λατρευτός Αλκίνοος
Πρώτος πήγαινε στη δημοσιά,
Κι όταν στο παλάτι έφτασαν
Ανέβηκαν στα ψηλά θρονιά.

Τότε ο δυνατός Αλκίνοος
Μιλησε στην Αρήτη: 

Έλα καλή μου φέρε εδώ 
Την πιο καλή κασέλα ,
Και βάλε μέσα καθαρά        
Χτώνα και μαντίλα,
Μαντήλα ολοκάθαρη
Που ναν'καλοπλυμένη,
Κι ολόγυρα το χάλκινο
Θερμάνετε καζάνι.

Για να ζεστάνετε νερό
Να λουστεί ,να καμαρώσει,
Τα  δώρα που οι αψεγάδιαστοι
Φαίακες του' χουν δώσει.

Kαι  να  χαρεί το γεύμα του
Ακούοντας του τραγουδιού τον ύμνο.
Εγώ για  δικό μου δώρο 
Μαλαματένια κούπα του δίνω,

Όταν μεσ' το  παλάτι του 
Θα κάνει τις σπονδές ,
Στο Δία και τους άλλου θεούς, 
Να με θυμάται στο διηνεκές.

Είπε   η Αρήτη κι έδωσε
Στις βάγιες μετά παραγγελιά,
Να στήσουν γοργά μεγάλο 
Τρίποδο καζάνι πας στη φωτιά.

Στήσαν το λουτροκάζανο
Στη φουντωμένη φωτιά,
Έριξαν μέσα το νερό
Κι έκαιγαν από κάτω τα δαδιά.
Σκεπάστηκ' η κοιλιά του καζανιού
Και ζέστανε το νερό η φλόγα. 

Η Αρήτη απ' το κελάρι έφερε
Και μια πανέμορφη κασέλα
Που'βαλε μέσα τακτικά 
Τα λαμπερά του δώρα,
Αυτά που' δωσαν οι Φαίακες  440       
Χρυσάφι κι ένα  φόρεμα.

Μαντήλα μέσα του' βαλε 
Κι ένα ωραίο χιτώνα 
Κι απε με λόγια ευγενικά
Του'πε τούτα τα λόγια:

Aτός κοίτα το σκέπασμα
Τον κόμπο δέσε σφιχτά,               
Μήπως σε ύπνο σου βαθύ
Άλλος  τ' ανοίξει  αυτά
Στου μαύρου καραβιού τη  ρότα 

Ο  πολύπαθος θείος Οδυσσέας 
Σαν άκουσε τα λόγια αυτά,
Ασφάλισε αμέσως το καπάκι
Με γερά πολύπλοκα δεσμά.

Η άξια  του τα'χε μάθει 
Η Κίρκη αυτή  η σεβαστή  
Κι απε τον κάλεσε η οικονόμα
Αμέσως ν' ανεβεί για  να λουστεί.

Κι εκείνος χάρηκε πολύ
Σαν είδε ζεστά λουτρά, 
Τέτοια βλέπεις φροντίδα
Δεν έβλεπε συχνά,                  
Από τότε που παράτησα 
Το σπίτι της Καλυψώς,
Της ομορφόμαλλης που σαν θεό
Τον νοιάζονταν συνεχώς.

Κι αφού τον έπλυναν, τον άλειψαν
Οι παρακόρες με λάδι
Χιτώνα του' βαλαν κι απε
Πολύ ωραία χλαίνη.

Κι απ' το λουτήρα βγαίνοντας
Τράβηξε   στους κρασοπότες άνδρες;.

Κι η Ναυσικά που απ' τους θεούς 
Είχε  την  ομορφιά ,
Πλάι στον παραστάτη στάθηκε
Του καλόχτιστου  αντρωνίτη κοντά.

Και με τα μάτια της από κει                            
Θαύμαζε τον Οδυσσέα
Και με κουβέντες αέρινες
Του είπε αυτά τα λόγια:            460

Γειά και χαρά σου  ξένε μου
Στη γη σου σαν φτάσεις κάποια μέρα,
Μη με ξεχνάς  αφού περισσότερο
Τη ζωή σου τη χρωστάς σε μένα.

Μακάρι της είπε   ο πολυμήχανος
Σ' απάντηση Οδυσσέας:
Ναυσικά κόρη του  Αλκίνοου 
Του δυνατού  να δώσει ο Δίας,
Ο   θεός που πετά τους κεραυνούς
Κι έχει γυναίκα την  Ήρα,
Του γυρισμού στο σπίτι σου
Να φέρει  κάποτε τη μέρα.

Αν γύριζα  τότε σαν θεά 
Εκεί θα σε λατρεύω πάντα ,
Γιατί τη ζωή μου εσύ
Μου έσωσες παρθένα.

Είπε και δίπλα κάθισε    
Στον Αλκίνοο ο  Οδυσσέας,       
Άλλοι κρασί κερνούσανε
Κι άλλοι κομμάτια κρέας.

Κοντά τους το Δημόδοκο
Ο κήρυκας οδηγούσε,
Τον ξακουστό τραγουδιστή
Καθένας τον τιμούσε.                      

Καταμεσίς τον έβαλε                                     
Σ’ αυτούς που’ χε καλέσει,
Μπρος απ’ το στύλο τον ψηλό
Τη ράχη του να βολέψει.

Τότε ο Οδυσσέας ο σοφός
Τον κήρυκα θα φωνάξει,
Κομμάτι  χοίρου έκοψε
Το Δημόδοκο να κεράσει.

Από την πλάτη ήτανε
Το κρέας που είχε κόψει,
Άστραφτε απ’  το πάχος του
Το πιότερο το’χε αφήσει.

Να δώσ' το είπε κήρυκα
Στο Δημόδοκο να το φάει,
Να τον φιλέψω επιθυμώ
Λύπη κι ας με κρατάει.

Γιατί όλοι  οι  θνητοί  της γης       480
Σέβονται και τιμούν,
Τους τραγουδιστές αφού τους δίδαξε
Η Μούσα αυτά που τραγουδούν,
Κι αυτή για το σινάφι τους
Ένοιωθε μεγάλη αγάπη

Αυτά σαν είπε, ο κήρυκας
Το έφερε και θα το βάλει,
Στου ήρωα Δημόδοκου τα χέρια, 
Που  παίρνοτάς τα θα χαρεί
Βαθιά μεσ'την καρδιά .   

Στα έτοιμα οι άλλοι  όρμησαν 
Φαγιά που’ χαν μοιράσει, 
Χορτάσανε κι ο Οδυσσεύς 
Το Δημόδοκο θα φωνάξει.

Ραψωδίας θ συνέχεια

Ο Οδυσσέας που επαινεί τον τραγουδιστή Δημόδοκο

και συμπληρώνει την περιγραφή του.

Δημόδοκε του’ πε απ' όλους
Πιότερο  τιμώ εσένα                       485
Που σου' μαθε ο Απόλλωνας  
Τη μούσα  του Δία την κόρη
Κι  έτσι των Αχαιών τη μοίρα.
Να την υμνείς  με χάρη

Όσα στη Τροία κάναμε
Τα βάσανα που μας βρήκαν,
Σα να τα είδες τα υμνείς
Ή άλλοι να στα είπαν.

Μον’ άλλαξε και ξεκίνα 
Να τραγουδάς για τ'αλογο
Το ξύλινο που με μαστοριά 
Το’φτιαξε ο Επειός
Μαζί με τη Παλλάδα (Αθηνά).
Αυτό που ο θείος Οδυσσεύς  
Το ανέβασε με δόλο, 
Το γέμισε με  μαχητές;
Και  κούρσεψε το κάστρο.          495

Και αν σε μένα τώρα πιά 
Μου τα διηγηθείς  με τάξη,
Αμέσως σ'όλους θα τα πω
Ανθρώπους στην οικουμένη,
Πως ένας  καλόγνωμος θεός 
Σε σένα είχε δώσει
Του τραγουδιού τη χάρη 

Ραψωδία θ τμήμα

 Ο Όμηρος μιλά για το Δημόδοκο
που τραγουδά το έπος των Αχαιών
στην Τροία.

Εκείνος τότε άρχισε(Δημόδοκος)
Θεός σαν να μιλούσε,                            
Πιάνοντας από την αρχή
Αυτό που τραγουδούσε.

Απ' όταν  οι Αργείοι  μπήκανε        500
Κι έφυγαν με τα καμπύλα πλοία  
Αφού φωτιές ανάψανε 
Κι έκαψαν τα καλύβια.

Άλλοι  κρυμμένοι Αχαιοί
Πρωτύτερα στο άλογο μέσα
Τριγύρω απ' τον Οδυσσέα
Μέσα στων Τρώων την αγορά.
Αφού   οι Τρώες το’ συραν
Στο κάστρο  ατοί τους πάνω

Ορθό καθώς τούτο  στεκότανε 
Οι Τρώες τριγύρα καθισμένοι
Που  ο καθένας άκριτα  
Έλεγε ότι του κατεβαίνει.

Κι οι γνώμες που ακουγότανε
Ήταν τριώ λογιώ:
Ή   με τσεκούρι  αλύπητο
Να κομματιάσουν το κούφιο ξύλο
Ή σέρνοντάς το στην κορφή 
Στα βράχια  να το πετάξουν,
Ή  να τ' αφήσουν στους θεούς 
Την οργή τους να κοπάσουν, .

Πράγμα   που στο τέλος  έγινε 
Η μοίρα     το'χε  γραμμένο,
Ν' αφανιστεί η Τροία 
Όταν  το τεράστιο άλογο 
Δέχτηκαν το  ξύλινο 
Nα μπει μέσα στο κάστρο.

Κρυμμένοι στην κοιλιά του
Οι άριστοι μέσα Αργίτες  
Έφεραν μεγάλο  φονικό 
Και  όλεθρο στους Τρώες.

Έψαλλε ακόμα, πως απ' τ' άλογο
Χυμήξανε στη χώρα ,
Αφήνοντας οι γιοί των Αχαιών
Τον κούφιο τους κρυψώνα.
 Κι άλλοι απ' αλλού τ' απόκρημνο
Το   κάστρο  λεηλατήσαν

Τραγούδησε και για ήρωες
Που απ’ αλλού ορμήσαν,
Το κάστρο το ορθόχτιστο
Το ξακουστό γκρεμίσαν..

Πως ο Οδυσσέας  κίνησε
Με το Μενέλαο το θεϊκό,
Ίδιος με τον Άρη γρήγορα
Για του Διήφοβου τ' αρχοντικό.

Κι έλεγε  πως  η πιο σκληρή 
Ήταν για κείνον  μάχη,                                        
Μα κι η βοήθεια της θεάς,
Τον έβγαλε τροπαιάρχη.

 Ο Όμηρος για τη συγκίνηση του Οδυσσέα

Αυτά έλεγε ο Δημόδοκος                520

Αυτά και τραγουδούσε
Κι ο Οδυσσέας έλιωνε
Κι όλο δακρυρροούσε.

Σα μια γυναίκα που θρηνεί
Στα στήθια του πεσμένη
Τον άνδρα της τον αγαπημένο,
Που μπροστά στους άλλους
Σκοτώθηκε στο κάστρο,
Απ' την  πατρίδα και τα παιδιά του
Να διώξει την ανελέητη μέρα.

Κι αυτή βλέποντάς τον μπροστά της  
Να πεθαίνει και να σπαρταρά,
Χυμένη πάνωθέ του 
Βγάζει κραυγές και δάκρια.

Κι αυτοί με χάλκινα κοντάρια
Από πίσω τη χτυπώντας την 
Στην πλάτη και τους ώμους
Στης σκλαβιάς τη σπρώχνουν
Τον πόνο και τη δυστυχία,
Και απ' το πόνο τον πιο πικρό 
Τα μάγουλά της λιώνουν.

Του Οδυσσέα όμοια πικρά
Βρύση τα δάκρυα του,
Χύνονταν ασταμάτητα
Απ’ τα ματόκλαδα του.
Όπου  δεν ένοιωσε πως έκλαιγε
Κανείς απ'όλους τους άλλους,

Μονάχα ο Αλκίνοος                555           
Που ήτανε κοντά του,
Άκουσε π’ αναστέναζαν
Βαθιά στα σωθικά του.

Κι αφού λέει στο Δημόδοκο
Την κιθάρα του να σταματήσει,
Κείνος στους Θαλασσόλυκους                
Τους Φαίακες θα μιλήσει.

 Ο Αλκίνοος απευθύνεται στους ντόπιους αρχηγούς

Οι ντόπιοι είπε αρχηγοί     
Άρχοντες ας μ’ ακούσουν,
Αφού τα τραγούδια αυτά
Σε όλους δεν θ' αρέσουν.

Αφ’ ότου πια δεν τρώγαμε
Κι άρχισε το τραγούδι,
Ο ξένος δεν σταμάτησε
Το κλάμα ,το μοιρολόι.            

Τα στήθια του κάποιος καημός
Φαίνεται τα πλακώνει,
Ας πάψει το τραγούδι αυτό
Για να χαιρόμαστε όλοι.

Ο ξένος κι όλοι εμείς
Που τον φιλοξενούμε,
Ας του προσφέρουμε χαρά
Για να τον σεβαστούμε.

Τούτα εδώ τοιμάστηκαν
Ως δώρα για το φευγιό του,
Μ’ αγάπη για τον ξένο μας
Και για το λυτρωμό του.

Αν έχει στο κεφάλι του
Κανείς μυαλό κουκούτσι,
Αδέλφι πρέπει να θωρεί.
Τον ξένο και τον ικέτη.

Ο Αλκίνοος απευθυνόμενος  στον Οδυσσέα

Μα από σκέψη πονηρή         
Τίποτα μη μου κρύψεις,
Ότι ρωτήσω σου ζητώ
Σωστά να τ’ απαντήσεις.

Πες μας το πως σε φώναζαν
Τα δυο σου γονικά ,
Οι άλλοι απ’ τον τόπο σου
Κι όλοι στη γειτονιά.

Γιατ΄ έτσι δίχως όνομα
Κανείς δεν θα βρεθεί,
Ούτε φτωχός ούτ’ άρχοντας
Όπου κι αν γεννηθεί.

Πες μου για την πατρίδα σου
Τη χώρα, το χωριό σου,
Σωστά έτσι τα πλοία μας
Να βρουν το γυρισμό σου.

Να ξέρεις πως τα πλοία μας
Δεν είναι σαν των άλλων,                  
Το δρόμο τους τον βρίσκουνε
Στη σκέψη των ανθρώπων.

Στα γρήγορα καράβια μας
Άλλες οι λειτουργίες,
Τιμόνια δε γνωρίζουνε
Ούτε και κυβερνήτες.

Γνωρίζουν όλων τα χωριά
Τα καρπερά χωράφια,            560          
Γρήγορο το ταξίδι τους
Στης θάλασσας τα πλάτια.

Κρυμμένα μεσ’    την καταχνιά
Μεσ΄την πυκνή θολούρα,
Δεν σκιάζονται μη και χαθούν
Μεσ’ την ανεμοδούρα.

Μα το’ χω απ’ τον πατέρα μου
Το Ναυσίθοο ακουστά,
Πως θα θυμώσει ο Ποσειδών
Με μας κάποια φορά.

Για τους καλούς περάτες μας
Μια μέρα θ’ αποφασίσει,
Μεσ’ το γεράνιο πέλαγος
Το πλοίο τους να τσακίσει.

Μου’ πε πως με ψηλό βουνό (ο Ναυσίθοος)
Τη χώρα πως θα τυλίξει
Και ότι άλλο θέλει αυτός
Θα κάνει ή θ’ αφήσει.

Να μου ξηγήσεις μοναχά
Με καθαρές αλήθειες,
Που πήγες ,που ταξίδεψες
Ποιες είδες πολιτείες.

Πες μου για τις καλόχτιστες
Τις χώρες και τους ανθρώπους,
Άγριοι που'ναι και κακοί,
Και δεν γνωρίζουν νόμους.

Ακόμα πες μου γιατί κλαις
Και βαριαναστενάζεις,
Της Τροίας και των Δαναών
Τα βάσανα σαν λογαριάζεις.                   

Έτσι οι θεοί ορίσανε
Βάσανα να τους στέλνουν,
Αυτά που απ’ τους νεότερους
Τραγούδια θα τα κάνουν.

Στην Τροία κάποιον συγγενή
Μην έχασες καλό σου,                 580           
Για τον γαμπρό σου μήπως κλαίς
Ή και τον πεθερό σου.

Εκτός από το αίμα μας
Το σόι το δικό μας
Είναι πολύτιμο, κι αυτοί
Είναι το σπιτικό μας.

Φίλο μην έχασες πιστό
Πολύ που αγαπούσες,
Γιατί κι αυτός είν’ αδελφός
Χάρες του αν εκτιμούσες.

Τέλος ραψωδίας θ

Ραψωδία ι  

τμήμα 1ο


Ο Οδυσσέας απαντά στον Αλκίνοο 

για το Δημόδοκο

Απάντησε ο πολύπειρος      1
Ο Οδυσσέας κι είπε,
Αλκίνοε αφέντη βασιλιά
Kι απ’ όλους παινεμένε

Λέω πως θα’ ταν φρόνιμο
Ν’ ακούσουμε έναν τέτοιο,
Ως είν’ αυτός τραγουδιστής,
Που αθάνατου έχει ταλέντο.

Άλλο σκοπό χαρούμενο
Δε γνώρισα ως τώρα,
Να ησυχάζει τις καρδιές
Για όλους μεσ’τη χώρα.

Με όλους να' χουν πρόσκληση
Να έλθουν στο παλάτι,
Ν’ ακούνε τον τραγουδιστή
Μπροστά σ’ ένα τραπέζι.

Να’ χει ψωμιά να’ χει ψητά
Καλό κρασί να φέρνουν,
Που’ναι πιστεύω όλα αυτά
Χαρά που σου προσφέρουν.


Ραψωδία ι

Ο Οδυσσέας περιγράφει στους  Φαίακες τα βάσανα που που τράβηξε μετά την Τροία

Μα η καρδιά σου ζήτησε             12
Τα πάθη μου ν’ αραδιάσω
Και μ’όλα αυτά σε κλάματα
Μπροστά σου να ξεσπάσω.

Τι πρώτο απ’ όλα να σου πω
Και τι τέλος ν’ αφήσω,
Για πιο απ’ τα πάθη που οι θεοί
Μου’ στειλαν να μιλήσω.

Το όνομα που μου' δωσαν
Να μάθεις θέλω πρώτα
Κι αν είν' η μοίρα μου καλή
Φίλος σας θα’μαι πάντα.

Είμαι ο Οδυσσέας
Ο γιός του Λαέρτη,
Που η τέχνη και η δόξα μου
Φτάνει τ' ουρανού τα πλάτη.            20                 

Σπίτι έχω στο περίβλεπτο
Το Θιάκι το φημισμένο,
Που΄χει το Νήριτο βουνό
Ψηλό και δασωμένο.

Ολόγυρα πολλά νησιά
Πολύ κοντά στο Θιάκι,
Η δασωμένη Ζάκυνθος
Η Σάμη και το Δουλίχι.

Πιο κάτω απ’ όλα χαμηλό
Το Θιάκι  δυτικά,
Με τ’ άλλα να βλέπουν χάραμα
Του ήλιου πιο μπροστά.

Ξερότοπος μα ξακουστή,
Παλληκαριών γεννήτρα,
Χώρα σαν την πατρίδα μου
Στον κόσμο άλλη δε βρήκα.

Έτσι λοιπόν η Καλυψώ
Η νεράιδα με κρατούσε,
Μεσ’ σε σπηλιά βαθουλωτή
Για ταίρι με ποθούσε.

Κι η Κίρκη με τα τερτίπια της
Στο σπίτι της με κρατούσε,
Γιατί κι αυτή για ταίρι της
Να μ’ έχει λαχταρούσε.

Όμως ποτέ δεν έπειθαν
Την καρδιά μου την ίδια.
Γιατί στον κόσμο πιο γλυκό
Δεν έχει απ’ την πατρίδα
Κι η ξενιτιά πολύ πικρή
Με τους γονιούς αλάργα.   

Ακούστε τον πολύπαθο
Που μ’ όρισε γυρισμό,
Του Κρόνου ο γιος σαν έφυγα
Απ’της Τροίας το χαλασμό           37      


Στη χώρα των Κικόνων

 Ραψωδία  ι(τμήμα)

Ο Οδυσσέας  περιγράφει τα  βάσανα που τράβηξε 
στην πορεία του μέχρι να φτάσει στο νησί της Καλυψώς

Mα λάτε για να ακούσετε
Τη μαύρη ταλαιπωρία,
Που μου’ ταξε του Κρόνου ο γιός
Σαν έφυγα απ΄την Τροία.                             40

Στους Κίκονες σαν αράξαμε
Απ’ τους πολλούς ανέμους,
Της Ίσμαρου κυρίεψα
Το κάστρο και τους κατοίκους

Τα λάφυρα που πήραμε
Και όλες τις γυναίκες,
Ίσα τα μοιραστήκαμε
Να μην υπάρχουν έχθρες.

Τότε τους πίεζα από κει
Να φύγουμε βιαστικά,
Μα κείνοι δε μ’ ακούσανε
Είχαν τα μάτια τους κλειστά.

Στο ακρογιάλι αραχτοί
Μπεκρούλιαζαν και μεθούσαν,
Βόδια μεγάλα έσφαζαν
Κι αρνιά πολλά μασούσαν.

Αλλ’ έτρεξαν οι Κίκονες
Κίκονες να φωνάξουν,
Πιο δυνατούς και πιο πολλούς
Γείτονες να συνάξουν.

Ζούσαν στα γύρω τα χωριά
Τεχνίτες και στη μάχη,
Πεζοί ή πάνω στ’ άλογα
Αν το καλούσε η ανάγκη.

Με την αυγή κατέφτασαν
Κίκονες   τόσο πολλοί,
Όσα ανθούν την άνοιξη               50
Φύλλα και άνθη όλα μαζί.

Άκαρδα τότε φέρθηκε
Στους δόλιους εμάς η μοίρα
Αφού οι θεοί μας όρισαν
Να πάθουμε τέτοια νίλα.

Κι όταν σε λίγο φτάσανε
Σε λόχους συνταχθήκαν,
Στα πλοία μας πλησίασαν
Σε μάχη ξεχυθήκαν.

Ένας τον άλλον κάρφωνε
Με χάλκινο κοντάρια,
Μα στις μυριάδες τους εμείς
Δείξαμε παλληκάρια.

Όσο βαστούσε η αυγή
Κι η μέρα θα προχωρήσει,
Με σθένος τους κρατούσαμε
Κι ας ήτανε λεφούσι.

Στο λιόγερμα που οι χωρικοί
Τα βόδια τους ξεζεύουν,
Τους Αχαιούς οι Κίκονες                           60
Τους αποδεκατίζουν.

Έξη από μας χαθήκανε
Λεβέντες από καθένα πλοίο,
Οι άλλοι  αποφύγαμε.
Τη μοίρα και το χάρο.   

Με πικραμένη την καρδιά    
Μπροστά πια προχωρούμε,  
Γλιτώσαμε και τους νεκρούς
Θρηνώντας τους τιμούμε.

Τα πλοία μας τα καμπυλωτά

Δεν είχαν  αποπλεύσει,
Αν κι έναν έναν  τρεις φορές 
Όλους τους  είχαμε φωνάξει,
Που των Κικόνων τα σπαθιά
Στον κάμπο  τους είχαν  αφανίσει..

Ο συννεφοσυνάχτης Δίας
Ξεσήκωσε δυνατό βοριά, 
Που  σκέπασε με  σύννεφα
Το πέλαγο και τη στεριά.

Στη θάλασσα τα σύννεφα
Και τη στεριά ορμούσαν,
Τα πλοία κατακέφαλα
Στα κύματα βουτούσαν.

Ο άνεμος που σήκωσε
Φύσηξε μανιακά,
Σε τρεiς με τέσσερις μεριές
Ξέσκισε τα πανιά. 

Για γλιτωμό από πνιγμό
Όλα τα’ χαμε κατεβάσει,
Μέσα στα πλοία τα γοργά
Τα είχαμε στοιβάξει.

Και όλα τούτα γίνανε
Με δύναμη κωπηλατώντας,
Μέχρι που σταματήσαμε
Σε κάβο ακουμπώντας.

Μείναμε εκεί ακίνητοι
Δυο μέρες και δυο νύχτες
Τα μέσα μας η κούραση
Τα θέριζαν οι έγνοιες.

Την Τρίτη σαν ξημέρωσε
Χρυσοντυμένη μέρα,
Τ’ άσπρα πανιά σηκώσαμε
Σαν στήσαμε κατάρτια .

Οι καπετάνιοι κι ο καιρός
Που’ταν οι οδηγοί μας,
Πίστευα θα μα φέρνανε
Στη λατρεμένη γη μας.

Μα προς τον κάβο του Μαλιά
Τα κύματα μια μέρα,
Απ’ των Κυθήρων το βοριά,
Μ’ εξόρισαν πιο πέρα.                  80    

 

Ο Οδυσσέας στη γη των Λωτοφάγων

Ραψωδία ι(τμήμα)


Μέρες εννιά  παράδερνα
Μ’ αντίθετους ανέμους,
Τη δέκατη μεσ’το πέλαγο
Φτάσαμε στους Λωτοφάγους.
Σ'αυτούς που έχουν για τροφή 
Μονάχα τα λουλούδια

Τρέξαμε προς το γιόμα για νερό
Γοργά στην παραλία 
Τραπέζι οι ναύτες στρώσανε
Πολύ κοντά στα πλοία.

Και μια μπουκιά σαν φάγαμε
Και βρέξαμε τα χείλια,
Είπα κάποιους συντρόφους μου
Να στείλω γι' αυτοψία.

Δυο από κείνους διάλεξα
Και ένα αγγελιοφόρο,
Να δούν αν σιτοδίαιτοι
Ζούνε  σ’ αυτόν τον τόπο

Τρέχοντας πήγαν προς τα εκεί
Βρήκαν τους Λωτοφάγους,
Που δε  μελέτησαν κακό
Κανένα για τους συντρόφους,
Να τον απογευτούνε.μοναχά
Τους έδιναν λωτό.

Μα  αν κανένας έτρωγε
Το μελιστάλαχτο καρπό,
Δε νοιάζονταν για μηνύματα
Ούτε για γυρισμό.
 
Το'χε καλύτερα εκεί 
Να μείνει με τους Λωτοφάγους,
Να γεύεται λωτό ξεχνώντας 
Ολότελα το γυρισμό τους.

Μεσ΄τα βαθιά  καράβια
Τους έφερα σερνάμενους 
Κι ας έκλαιγαν τους έδεσα
Με βία κάτω απ' τους πάγκους 

Στους άλλους τους συντρόφους μου
Φώναξα να βιαστούνε,
Στα γρήγορα καράβια μας                    100
Επάνω ν’ ανεβούνε.

Λωτό να μην αγγίξουνε
Γιατί ήτανε παγίδα,       
Όποιος τον φάει λησμονεί
Για πάντα την πατρίδα.

Και κείνοι αφού μπήκανε
Στους; πάγκους θ’αραδιαστούν,
Με τα κουπιά τη θάλασσα
Άρχισαν να χτυπούν.

Ανοίξαμε πανιά και φύγαμε
Στα σπλάχνα βαθιά πληγή,
Στων άνομων κι υπερφίαλων 
Κυκλώπων να'σου η γη.                           105

Ραψωδία ι

Το νησί κοντά η χώρα των Κυκλώπων

Αυτοί στους αθάνατους θεούς
Όλες τις έγνοιες τους αφήνουν,  
Ούτε  με τα χέρια σπέρνουν φυτά
Ούτε τη γη οργώνουν.
Αυτά όμως τα άσπαρτα
Κι  ανόργωτα πάντα φυτρώνουν 
Σιτάρι,  κριθάρι και τα κλήματα
Που  μπόλικο  κρασί τους δίνουν.
Τα μεγαλόρογα σταφύλια
Που του Δία οι τακτικές βροχές 
Όλα τους τα τρανεύουν.

Δεν έχουν αγορές για σύσκεψη
Ούτε από νόμους αυτοί νογούν,
Στων πιο ψηλών βουνών τ' ακρόκορφα
Σε σπήλια βαθουλωμένα  ζουν 
Και ο καθείς απ' αυτούς ορίζει
Τη γυναίκα του και τα παιδιά
Άλλος το νου του δε σκοτίζει.

Έξω  από το λιμάνι ένα νησί
Απλώνεται πιο πέρα,
Ούτε κοντά μα ούτε και μακριά
Απ’ των Κυκλώπων τη χώρα.

Πυκνόδενδρο είναι κι άπειρες
Οι αγριόγιδες  που βόσκουν,
Αφού ανθρώπων η πατημασιά
Αυτά δεν τ' αποδιώχνουν. 

Ούτε έρχονται δω πέρα κυνηγοί          120
Που τόσα βάσανα μεσ’ τα δάση ,
Τραβάνε  δρασκελίζοντας
Τη μια βουνοκορφή μετά την άλλη .
 
Ούτε κοπάδια  κατέχονταν
Ούτ’ οργωμένα  χωράφια,
Ολοχρονίς η γη  είν’ άσπαρτη
Άνθρωποι  δεν υπάρχουν ,
Αγριόγιδες μον’ στα  λιβάδια του
Βόσκουνε και βελάζουν.
 
Οι Κύκλωπες κοκκινομάγουλα
Καράβια δε διαθέτουν,
Ούτε άνδρες τεχνίτες καραβιών    
Δεν έχουν  να τους   φτιάξουν                       125
Καράβια που καθίσματα καλά
Για τους κωπηλάτες να' χουν.
Καλά για ν' αρμενίζουνε 
Να' ρχονται σε ξένους; τόπους
Και που μ' αυτά γυρίζοντας
Να φέρουν νέους ανθρώπους

Που το νησί θα ημέρευαν
Η γη δεν ήταν κακή, 
Τα πάντα θα έβγαζε αυτή
Σε κάθε του χρόνου εποχή

Από την άκρη του γιαλού
Αφού  άρχιζαν τα λιβάδια,
Ποτιστικά  ως ήταν γόνιμα
Θα κάρπιζαν τ' αμπέλια αιώνια. 

Κι η γη ομαλή ως ήταν
Θα όργωναν βαθιά τα χωράφια.
Και με τέτοιο αφράτο χώμα
Στην ώρα τους θα θέριζαν τα σπαρτά.

Είχε κι αραξοβόλι απάνεμο
Τα πλοία σου να δέσεις,
Άγκυρες παλαμάρια και σχοινιά
Ζόρι δεν είχες να ρίξεις .
 
Ορμισμένοι τότε θα μείνετε
Ωσότου να σκεφτούν  οι ναύτες,
Πότε πρέπει να φύγουν
Πρίμους ανέμους προσμένοντες.
 
Είχε και πηγή που ανάβλύζε                       140
Κρυστάλλινο  νερό κάτω από σπηλιά.
Στο βάθος απ’ το λιμάνι
Κι ολόγυρα  φυτρώνουν λευκάδια.

Eκει μπήκαμε κι αράξαμε
Κάποιος θεός μας οδηγούσε,
Αφού  στη  νύχτα  τη σκοτεινή
Να βλέπουμε  δε φεγγοβολούσε.

Το πούσι ήτανε πηχτό
Τριγύρω απ’ τα καράβια,
Κρυμμένο το φεγγάρι είχε χαθεί
Ψηλά στα επουράνια.

Γι’ αυτό τα μάτια κανενός
Δεν είδαν το νησί μπροστά,
Oύτε τα μεγάλα κύματα
Που στροβιλίζονταν πριν  τη στεριά,
Μέχρι που τα καράβια μας
Τα καλόκουπα  είχαν αράξει.

Κι  εκείνα μόλιςάραξαν 
Μαζέψαμε όλα τα πανιά,
Απε πάνω στης θάλασσας
Βγήκαμε την ακροθαλασσιά.             150

Κι εκεί απάνω πλαγιάσαμε
Καρτερώντας τη θεϊκή αυγή.

Κι όταν ήρθε η ροδοδαχτυλη
Που φέρνει το πρωί ,αυγή,
Θαυμάζοντας  τις ομορφάδες του
Περιγυρνούσαμε  το νησί.

Για να φάν οι σύντροφοί μου,
Οι κόρες τ’ ασπιδοφόρου Δία,
Οι νύμφες θα ξεσηκώσουν
Αγριόγιδα απ' τα βουνά.

Τόξα αμέσως τα καμπυλωτά
Μακρόλαιμα κοντάρια,
Παίρνοντάς τα  από τα καράβια
Τα  ρίχναμε μοιρασμένοι στα τρία.
Κι αμέσως μας   έδωσ’ ο θεός
Κυνήγι σε αφθονία,

Δώδεκα μ’ ακολουθούσανε
Καράβια και στο καθένα,
Εννιά αίγες αναλογούσαν
Μόνο σε μένα διάλεξαν
Ν' αφήσουνε   τις δέκα.                                160

Κι  όσο ο ήλιος να χαθεί
Τη μέρα όλη αραχτοί,
Μ' άφθονο κρέας ξεφαντώναμε
Και πίναμε γλυκό κρασί .
 
Γιατί ακόμα απ' τα καράβια μας
Κόκκινο κρασί ακόμα,
Δεν σώθηκε αλλά υπάρχει .
Ο καθένας νοιάστηκε
Να το πάρει σε λαγήνια.
Σαν των Κικόνων πήραμε 
Την πόλη την ιερή

Τώρα κοντά μας βλέπαμε
Γη και καπνούς των Κυκλώπων
Και κάποιων ακούγαμε φωνές
Όπως και κατσικιών.
 
Και μόλις πια βασίλεψε
Ο ήλιος και πλάκωσε σκοτάδι,
Τότε πια κοιμηθήκαμε
Στης θάλασσας τ’ ακρογιάλι.
 
Σαν χάραξε η ροδοδάχτυλη                   170
Του πρωινού γεννήτρα αυγή,
Αυτά είπα στους συντρόφους μου
Καλώντας τους σε συναγωγή:

Αγαπημένοι σύντροφοι
Mείνετε  εδώ  οι λοιποί,
Εγώ με  το  καράβι μου              
Και το πλήρωμα μου μαζί
Θα πάω να μάθω  τι λογιώ
Άνθρωποι   ζουν εκεί.
Ακόλαστοι ,άδικοι και άγριοι
Ή  έχουν στο μυαλό φόβο θεού.
Είναι και φιλόξενοι. 

Είπ' αυτά και στο καράβι 
Πήγα  πάνω και διέταξα,
Τους συντρόφους μου όταν θ’ανεβούν
Να λύσουν τα παλαμάρια.

Μπήκαν εκείνοι γρήγορα
Και στους σκαρμούς ως καθίσαν,
Την αφρισμένη θάλασσα
Με τα κουπιά χτυπούσαν.               180        
  
 
Ραψωδία ι (τμήμα)
Στην κύρια χώρα των Κυκλώπων
 
Κι όταν στον τόπο φτάσαμε
Που δεν ήταν βλέπεις μακριά ,
Είδαμε την ψηλή σπηλιά που ήταν
Απόμερη μα στο κύμα κοντά,
Με δάφνες σκεπασμένη
Και μέσα της  κοπάδια πολλά
Με  γίδια απε και  πρόβατα
Που μαντρίζονταν κάθε βραδιά.
Χτισμένη  η αυλή πανύψηλη
Με μπηγμένα στη γη λιθάρια,
Δρύες που’χαν την κορφή ψηλά
Και πεύκα πολύ μεγάλα.

Άνδρας πλάγιαζ’εκεί πελώριος

Που μόνος του βοσκούσε, τ’ αρνιά,
Απόμερα κι ούτε με άλλος σύχναζε
Με το κακό στο νου του
Πάντοτε δίχως συντροφιά
 
Πλάσμα  παράδοξα πελώριο
Δεν έμοιαζε άνδρα του ψωμιού
Αλλά με δασωμένη κορυφή
Κάποιου πανύψηλου Βουνού,
Που  ανάμεσα σ’ όλες τις λοιπές
Μονάχη ξεχωρίζει αυτή.                    190
Τότε στους συντρόφους μου
Τους μπιστικούς έδωσα  διαταγή.
Στα πλοία να μείνουνε σιμά
Και.να’χουν τα μάτια ανοιχτά.  

Κι απε   διαλέγοντας δώδεκα
Άριστους  συντρόφους κίνησα
Κρατώντας γίδινο ασκί
Με γλυκό μαύρο  μοσχάτο κρασί
Εκείνο που ο Μάρων μού, δωσε
Του Εύανθου  ο γιός 
Του Φοίβου που ήταν ο λειτουργός,
Και της Ίσμαρου ο προστάτης ,
Όταν από σεβασμό του σώσαμε
Το γιο του ,το ταίρι του και τον ίδιο.   200
Γιατί  ζούσανε  στου Απόλλωνα 
Το άλσος το πυκνόδενδρο,

Γι' αυτό  μου έδωσε  δώρα αξίας
Τάλαντα εφτά χρυσάφι,
Απε αγγείο περίτεχνο
Όλο καμωμένο μ’ ασήμι.
Και δώδεκα λαγήνια αδειάζοντας
Ανέρωτο μου’δωσε γλυκό κρασί ,
Από κείνο το ποτό που πίνουνε
Μοναχά οι αθάνατοι θεοί.
 
Καμμιά σκλάβα, ούτ’ άλλη  βάγια(παρακόρη),
Ήξερε πως  στο σπίτι του
Κρασί πως έχει τέτοιο
Εξόν αυτός, η γυναίκα του
Και μια κελάρισσα μόνο.
 
Κι όταν απ' το μελοκόκκινo
Ήθελαν να πιούν κρασί,
Έφτανε σ’ είκοσι μέρη νερού
Να ρίξουν μόνο  ένα ποτήρι.

Κι απ’ τον κρατήρα έβγαινε
Ολόγυρα θεσπέσια και θεϊκή,
Γλυκιά  ευωδία που δεν άντεχες 
Να κρατηθείς μακριά απ’ αυτή.
 
Πήρα εκείνο το κρασί
Και γέμισα  το μεγάλο ασκό,  
Στο ταγάρι μου έβαλα τροφές
Κι ευθύς απ' το νού μου πέρασε
Το περήφανο κάτι το σοβαρό.

Πως πήγαινα άντρα ν’ ανταμώσω
Με δύναμη μεγάλη ζωσμένο,
Άγριο που δε γνωρίζει
Νόμους και αψηφά το δίκιο.

Φτάσαμε με βιάση στη σπηλιά

Δε  βρήκαμε μέσα κανένα
Γιατί τα παχουλά του αρνιά ψηλά
Βοσκούσε στα βοσκοτόπια.
 
Και στη σπηλιά σαν μπήκαμε
Θαυμάζαμε ότι είχε μέσα,
Τυρόβολα ξέχειλα με τυριά
Μαντριά  γεμάτα αρνιά 
Αλλά κι από κατσίκια.
Ξέχωρα κλειστή η κάθε γέννα.
Αλλού  τα πρωτογέννητα
Χώρια και τα  μεσαία,
Tα oψιμμα χωριστά.κι εκείνα

Γεμάτα από τυρόγαλο

Όλα του  τα αγγεία,
Οι καρδάρες κι οι σκαφίδες του               220
Γι’ άρμεγμα στην αράδα.
 
Μα πρώτα απ’ όλα οι σύντροφοι
Μου’λεγαν παρακαλώντας,
Να πάρουμε  τυριά να φύγουμε
Και πίσω εδώ  γυρνώντας   .
Απ’ τα μαντριά ν’αρπάξουμε 
Αρνιά απε και γίδια.
Να πάμε  στο πλοίο να φύγουμε
Πάνω στ’ αλμυρά νερά

Μα εγώ δεν πείστηκα μ’ αυτά

Που ήταν και ωφέλιμα,
Ήθελα πρώτα να τον ιδώ
Αν θα μου δώσει δώρα.                                 230       .
 
Μα δεν έμελλε στους συντρόφους μου
Να δείξει καλοσύνη καμιά,
Αν και θυσιάσαμε στους θεούς 
Ανάβοντας  φωτιά.
 
Να φάμε πήραμε τυρί
Κι εμείς  μέσα καθιστοί,
Εκείνον καρτερούσαμε
Ώσπου γύρισε απ’τη βοσκή. 
 
Πελώριο είχε φόρτωμα
Με  ξύλα που’ ταν στεγνά,
Τα’ φερε να κάνει  φαγητό
Ανάβοντας τη φωτιά.
 
Αφού  τα’ βαλε μέσ' τη σπηλιά
Τα' ριξε  με μεγάλο κρότο,
Κι εμείς στο  βάθος.σπηλιάς
Χωθήκαμε από το φόβο.
 
Μπάζει μεσ’  την ευρύχωρη σπηλιά 
Όσα θ' άρμεγε ζωντανά,
Αφήνοντας στην αυλή τους τράγους 
Τα κριάρια και   τ’ αρσενικά,              240
                  
Απε σήκωσε ψηλά και  έβαλε 
Στην πόρτα πελώριο, βράχο, 
Δε θα τον κουνούσαν  άμαξες
Τετράτροχες είκοσιδύο. .
Τόσο μεγάλη έβαλε
Πέτρα τη μπασιά να κλείσει 

Απε άρμεγε καθιστός
Τις γίδες τις βελάζουσες 
Με τη σειρά και τις προβατίνες,
Κι έσπρωχνε τα νιογέννητα
Να βυζαίνουνε τις μάνες

Το μισό προσπάθησε ευθύς
Να πήξει απ’ το άσπρο γάλα,
Και σαν το πήρε το’ βαλε
Μεσ’ τα  πλεχτά τυροβόλια .
 
Μέσ’ σε δοχεία πήλινα
Έβαλε το  άλλο μισό,
Που τα’παιρνε και τ’ άδειαζε
Στο βραδινό του φαγητό                               250
 
Τέλειωσε όλες τις δουλειές
Χωρίς αργοπορία,
Μας είδε όταν  άναψε φωτιά
Και ρώτησε λέγοντας τούτα:
 
Ω ξένοι ποιοι είστε κι από που
Ήλθατε περνώντας πελάγη,
Μήπως έχετε καμμιά δουλειά
Η τριγυρνάτε στην τύχη.
 
Σαν τους ληστές στις θάλασσες
Που τριγυρνούν και φέρνουν,
Σε άλλους τόπους το κακό
Και τη ζωή τους παίζουν.
 
Αυτά σαν είπε ράγισε
Στα στήθια η καρδιά μας,
Με τέτοιο άγριο μούγκρισμα
Και τόσο πελώριο τέρας

Έτσι εγώ του  αποκρίθηκα

Και τούτα τα λόγια του είπα,
Ήμαστε ταλαίπωροι Αχαιοί                  260
Κι ερχόμαστε από την Τροία,
 
Μ’ ανέμους όλων των ειδών,
Σε θάλασσες πάνω από αβύσσους,
Οδεύοντας για το σπίτι μας
Μα πήραμε άλλους δρόμους.
 
Φτάσαμε εδώ γιατ’ ήτανε
Το θέλημα του πατέρα Δία,
Στρατιώτες είμαστε όλοι μας
Του βασιλιά Αγαμέμνονα
 
Που η δόξα του τώρα έφτασε
Στα επουράνια να φτάνει,
Που τέτοιο κάστρο πάτησε
Και λαούς έχει ξεκάνει.
 
Kι’ εμείς εδώ που ήλθαμε                            270
Πέφτουμε στα δυο σου πόδια,
Σαν ξένους να μας υποδεχτείς
Kαι να μας δώσεις δώρα.

Αφού  νόμος υπάρχει θεϊκός
Κι  ο Δίας των ξένων προστάτης,
Τώρα πρέπει  να δείξεις σεβασμό
Στους Θεούς γιατί ήμαστε ικέτες

Eκείνος μ’ ανελέητη
Μ’ απάντησε καρδιά:
Άμυαλος ξένε φαίνεσαι
Ή έρχεσαι από μακριά.

Εσύ που λες  να σκιάζομαι
Τους θεούς  και την οργή τους,
Όμως οι Κύκλωπες Δία και θεούς
Δε σκιάζονται, είν' ανώτεροι τους
 
Ούτε του Δία την έχθρα
Υπολογίζοντας  θα λυπηθώ,
Για σένα για τους συντρόφους σου
Θ’ αποφασίσω μόνο εγώ.
 
Μα πες μου που να τ’ άραξες
Tο καλοφτιαγμένο σου πλοίο,
Εδώ κοντά είναι ή πολύ μακριά
Λέγε μου  για να ξέρω.                                        280
 
Έτσι  μιλώντας μου  με δοκίμαζε
Μα δε με γελούσε ,σκέφτηκα  πολλά,
Κι έτσι με πληρωμένη απάντηση
Του είπα με λόγια πονηρά .

Το πλοίο μου κατέστρεψε
Ο  κοσμοσείστης Ποσειδώνας,
Στα βράχια μου το πέταξε
Σε άκρη  της δικής σας χώρας.
 
Άνεμοι πελαγίσιοι το’σπρωξαν
Και χτύπησε σε κάβο(ακρωτήρι),
Μόνο εγώ και τούτοι εδώ
Γλιτώσαμε το χάρο.  

Τέλειωσα  κι ο ανελέητος

Χωρίς μια λέξη να πει
Ανοίγοντας τα χέρια.του τα δυο
Στους συντρόφους μου θα ριχτεί
 
Άρπαξε δυο και τους κοπάνησε
Στη γη σα να’ ταν ζαγάρια,
Χύθηκαν τα μυαλά τους κατά γης
Ποτίζοντας το χώμα.
 
Κι αφού πια τους κομμάτιασε
Ετοίμασε και το δείπνο
Τρώγοντας τίποτε δεν άφηνε
Λιοντάρι έμοιαζε βουνίσιο.
 
Σάρκες έτρωγε κι’ εντόσθια ,
Κι απ’ τα κόκκαλα τα μεδούλια 
Κι’ εμείς κλαίγοντας υψώναμε
Τα χέρια μας στο μεγάλο Δία.
 
Τέτοιες οι βάρβαρες  σκηνές
Που χάσαμε το μυαλό μας.
 
Κι ως έφαγε τα ανθρώπινα
Τα κρέατα ο Κύκλωπας ,
Γέμισε τη μεγάλη του κοιλιά
Κι αγνό γάλα ρουφώντας. 
 
Κι απε τεντώθηκε μεσ’ τη σπηλιά
Στη μέση από τ’ αρνιά .
Για μια στιγμή  με την καρδιά
Την περήφανή μου είχα σκεφτεί
Να πάω κοντά του κι απ’ το μηρό
Να βγάλω το κοφτερό σπαθί,
 
Και να το μπήξω ψάχνοντας
Στο στήθος με  τ’ άλλο χέρι,
Να’ βρω που τάχα κλείνουνε
Τα σπλάχνα το συκώτι.  
 
Μα  άλλη σκέψη γρήγορα
Μου γύρισε τα μυαλά,                              300
Γιατί  όλους μας περίμενε
Χαμός μεσ’ τη σπηλιά.
 
Να σπρώξουμε δε μπορούσαμε                                                                                 
Τον τεράστιο βράχο με τα χέρια,
Που απίθωσε στις  πόρτες τις ψηλές
Μπαίνοντας στη σπηλιά του μέσα.
 
Έτσι στενάζοντας περιμέναμε
Μέχρι να έλθει η θεϊκή αυγή.
 
Σαν χάραξε πια  η ροδοδάκτυλη
Κόρη  του πρωινού, αυγούλα,
Κι αφού άναψε τη  φωτιά 
Άρμεγε τα διαλεχτά του αρνιά. 
Όλα τα είχε στη σειρά 
Κι απε  έσπρωχνε το κάθε μικρό    
Για βύζαγμα  από κάθε αμνάδα.
Κα;ι τέλειωσε όλες του τις δουλειές
Μ’ απίστευτη  γρηγοράδα.
 
Ξανά με δυο  συντρόφους μας
Που άρπαξε ετοίμασε πρωινό
Κι αφού χόρτασε πια έβγαλε
Ακούραστα  το βράχο.τον τρ;ανό
 
Σαλάγισε το παχύ κοπάδι του
Κι όταν το ’βγαλε απ’ τη σπηλιά,
Πάλι το βράχο έβαλε
Τον έστησε ξανά.
Λες κι έβαζε  ένα σκέπασμα 
Επάνω  σε φαρέτρα.
Κι απε με τα διαλεχτά αρνιά
Σφυρίζοντας πήρε το βουνά.
 
Κι εγώ έμεινα να μηχανεύομαι
Σκεφτόμενος το κακό,
Αν μου’δινε τη χαρά η Αθηνά
Να πάρω γδικιωμό.

Η σκέψη  μου φάνηκε αυτή
Πως ήταν η πιο σωστή.
 
Δίπλα σε μάντρα βρίσκονταν
Ρόπαλο του Κύκλωπα χλωρό
Τρανό από ελιά κομμένο
Να το κρατά όταν γίνει ξερό.
 
Κι’ εμείς που το κοιτάζαμε                             320
Λέγαμε πως είν’ κατάρτι,
Σ’απλόχωρο εικοσάκοπο
Μαύρο φαρδύ καράβι,
 
Σαν τα μεγάλα φορτηγά,
Που σχίζουν το μέγα πέλαγος.
Τόσο λογιάζαμε το μάκρος του
Και τόσο πως είν’ στο πάχος.
 
Μακρύ κομμάτι του έκοψα
Όσο μια δική μου οργιά
Το’ δωσα στους συντρόφους μου
Και να το πελεκήσουν είπα.
 
Κι όπως εκείνοι το ίσιαξαν
Στην άκρη θα το ξύσω
Και σ’ αναμμένη το’ βαλα
Θράκα για να το καψαλίσω..

Κι αυτό καλά το έχωσα
Κρύβοντας το στην  κοπριά.,
Αυτή που  σκορπούσε μπόλικη
Εκείνος μεσ' τη σπηλιά.
 
Και τότε κλήρο τους λοιπούς
Πρόσταξα για να ρίξουν,
Μαζί μου να σηκώσουν το παλούκι.
Να δούμε ποιοί  θα τολμήσουν
Στο μάτι του να  το μπήξουμε
Μόλις ο ύπνος φτάσει
Κι ο κλήρος έπεσε σ’ αυτούς
Που μόνος μου θα’ χα διαλέξει.
Τέσσερις ήταν όλοι τους
Κι εγώ   .πέμπτος μ' εκείνους
 
Το δειλινό ήλθε  σαλαγώντας
Τα ομορφότριχα κοπάδια
Κι αμέσως μέσα  τα’μπασε
Στην τεράστια  σπηλιά

Έξω στη βαθουλωτή  του αυλή

Κανένα  δεν είχε αφήσει,
Κάτι σα να μυρίστηκε
Ή  θεός του είχε μηνύσει.
 
Ως σήκωσε ψηλά κι απίθωσε
Το βράχο μπρός   τη μπασιά                    340
Προβατίνες και βελάζουσες  γίδες.
Κάθισε και τις  άρμεγε με σειρά
Κι ύστερα κάτ’ απ’ τις μάνες τους
Έβαζε να βυζάξουν τα νεογνά
 
Κι όταν όλες του τις δουλειές
Mε βιάση είχε τελειώσει
Άρπαξε δικούς μου άλλους δυο
Κι ετοίμασε να δειπνήσει.

Τότε εγώ στον Κύκλωπα
Κοντά πήγα να του μιλήσω,
Ξύλινοκρατώντας στο χέρι μου
Ποτήρι μαύρο κρασί γεμάτο.
Του λέω: 
Κύκλωπα πιες το κρασί ετούτο
Αφού έφαγες ανθρώπων κρέατα,
Να μάθεις και  τι λογής φυλάγαμε
Πιοτό στο πλοίο μέσα.
 
Για μια σπονδή  σου το’ φερα 
Που να σου κάνω ήθελα,
Μήπως εσύ με σπλαχνιστείς
Και μ’ έστελνες στην πατρίδα.
 
Μα σύ είσαι ασυγκράτητος
Κι κάνεις άσπλαχνε σαν τρελός,                                         350
Με τέτοιες ανομίες ποιος εδώ
Θα’ ρθει  απ’ τον κόσμο θνητός.

Τέλειωσα κι εκείνος το δέχτηκε
Το άδειασε κι ήταν όλος χαρά,
Που’ πινε τέτοιο γλυκό κρασί
Και  δεύτερο αμέσως μου ζητά.
 
Δώσε μου κι άλλο πρόθυμα
Πες μου και τ’ όνομα σου αμέσως τώρα,
Αφού και  συ θα ευχαριστηθείς
Που θα σου δώσω δώρα
 
Η γη των  Κυκλώπων η γόνιμη
Με τις βροχές του Δία δίνει κρασί,
Από μεγάλα τσαμπιά, μα αυτό εδώ
Είν’ από νέκταρ κι αμβροσία μαζί.               360
 
Είπε κι αμέσως καυτερό κρασί
Έφερα και τον  κέρασα ξανά,
Τρείς φορές  και τις τρείς
Το άδειασε με μια γουλιά.

Και όταν πήρε το κρασί 
Του Κύκλωπα τα μυαλά ,
Μιλώντας του είπα τότε
Με λόγια πολύ γλυκά.

Κύκλωπα αφού με ρώτησες
Για το ξακουστό όνομα μου,
Μάθε το και  το δώρο της φιλοξενίας
Που μου’ ταξες δώστο μου.
 
Κανένας είναι τ’ όνομα,
Ο πατέρας μου κι η μητέρα μου,
Κανένα, με φωνάζουν
Κι απε κι οι σύντροφοι μου.
 
Τέλειωσα κι εκείνος  απάντησε
Λέγοντας μ’ ανελέητη καρδιά,
Τελευταίο θα φάω τον Κανένα
Τυς άλλους συντρόφους πιο μπροστά 
Της φιλοξενίας μου αυτό είναι το δώρο.

Και αφού έγειρε προς τα πίσω
Ξάπλωσε ανάσκελα 
Κι ο πανδαμάτορας ύπνος του’ρθε
Σαν γύρισε  το σβέρκο πλάγια
 
Έβγαιναν απ’ τα λαρύγγια του
Κρασί  και κρεατομπουκιές  
Και μεθυσμένος ξερνούσε
Σάρκες ανθρωπινές.
 
Και τότε εγώ στη χόβολη
Έχωσα τον πάλουκα βαθιά πολύ
Και απε στα συντρόφια μίλησα
Μέχρι λιγάκι να πυρωθεί.,
Κουράγιο δίνοντάς τους
Μήπως από το φόβο του
Κάποιος να φύγει  σκεφτεί . 
 
Μα ήρθε η ώρα που'μελλε
Ο πάλουκας ελιάς  στη φωτιά
Να'χει ψηθεί πολύ καλά 
Αν κι ήταν  ακόμα χλωρός
Απ' τη φωτιά  τον έφερα                     380
Φαινόταν λαμπαδιαστός.

Τον πήρα εγώ απ' τη φωτιά
Τον έφερα πιο κοντά
Εκεί όπου  κι οι σύντροφοι 
Σταθήκαν αντικρυστά
Θεός τότε μας έδωσε καρδιά 

Τον πάλουκα από ελιά
Εκείνοι τότε σαν έπιασαν
Στη μια του  άκρη μυτερό 
Στο μάτι του το κάρφωσαν
Κι εγώ επάνω του πεσμένος
Τον έστριβα όπως τρυπά 
Μαδέρι μ’ ένα τρυπάνι
Του καραβιού ο μαραγκός.
Κι άλλοι τραβούν από κάτω
Από δυο του άκρες ένα λουρί
Ώστε να  παίρνει συνεχώς στροφές.
Συνέχεια να γυρίζουν το τρυπάνι
Το ίδιο  παίρνοντας το ζεστό δαυλό
Τον στριφογυρίζαμε στο μάτι 
Το δε αίμα όντας  ζεστό πλημμύρα..

Κι η πύρρα που’ βγαινε απ΄ το βολβό
Έκαιγε ματόκλαδα και φρύδια.
Τσιτσίριζαν οι ρίζες του ματιού του.
Όπως όταν σιδεράς μεσ’ τη φωτιά
Μεγάλο τσεκούρι ή σκεπάρνι
Στο κρύο νερό το βαπτίζει
Ανακουφίζοντάς τα με μια στριγκλιά

Αυτό είναι που δύναμη   
Στο σίδερο θα δώσει περίσσια,
Έτσι τσιτσίριζε και  το μάτι του
Γύρω από της ελιάς τον πάλουκα.
 
Έβγαλε φρικαλέο μούγκρισμα
Αντιλάλησαν τα γύρω βράχια
Κι εμείς  προς τα πίσω φύγαμε
Απ’ τη μεγάλη  τρομάρα . 
 
Εκείνος έβγαλε απ’ το μάτι του
Το παλούκι βουτηγμένο στο αίμα
Και φρενιασμένος πολύ μακριά
Το πέταξε  απ’ τα χέρια.
 
Κραυγές  μεγάλες έβγαζε
Καλώντας όλους τους Κύκλωπες,
Που  ζούσαν μέσα στις σπηλιές
Στις ανεμόδαρτες κορφές .                            400
 
Κι αυτοί που άκουγαν τις φωνές
Περιφέρονταν  από εδώ κι από εκεί
Κι απορούσαν γύρω  απ' τη σπηλιά
Ποια συμφορά τον είχε βρει.
 
Στη θεία νυχτιά Πολύφημε
Ποιο τάχα σε βρήκε κακό
Και βγάζεις  τέτοιες κραυγές
Αφήνοντας μας χωρίς  ύπνο.
 
Μήπως ήρθαν άθελα σου
Κι άρπαξαν τ’αρνιά σου  θνητοί,
Ή μήπως  με βία η με δόλο
Κάποιος σου παίρνει τη ζωή.
 
Κι  o Πολύφημος αποκρίθηκε
Ο φοβερός απ’τη σπηλιά,
Ο  Κανένας με σκοτώνει φίλοι μου
Μα όχι με βία.,με πονηριά.
Τότε κεκείνοι του απάντησαν
Με λόγια που τα’παιρν’ο  αέρας:
Αφού μονάχος βρίσκεσαι
Και δε σε πείραξε κανείς,
Την αρρώστια  απ’το μεγάλο Δία
Να ξεφύγεις δεν το μπορείς .
Ικεσία στον πατέρα σου
Κάνε το βασιλιά Ποσειδώνα.  
 
Έφυγαν σαν του μίλησαν
Κι η  δική μου καρδιά είχε χαρεί,  
Τ' όνομά μου που τον 
 εξαπάτησε
Και η εξυπνάδα  που’χα  σκεφτεί.
 
Ο Κύκλωπας σπαράζοντας
Mε βογγητό απ'τον πόνο,
Με τα χέρια του  ψηλαφώντας
Έβγαλε απ' την είσοδο το βράχο,
 
Κι πιάνοντας όλη τη μπασιά
Κάθισε κι είχε  τα χέρια απλώσει,
Μήπως με το κοπάδι βγαίνοντας
Κάποιον μπορέσει να τσακώσει .
 
Για τόσο ανόητο με περνούσε
Σα νήπιο να ήμουν στα μυαλά,.
Μα δούλευαν  ώστε να κάνω    
Για μάς όλους τα πιο σωστό.                                 420
 
Σκεφτόμενος  τρόπο να’βρισκα
Το δικό μου και των  συντρόφων μου
Το θάνατο να γλιτώσω ,το χαμό,
Ύφαινα πονηριές  πολλώ λογιώ.

Καθώς αφορούσε την ψυχή
Και δίπλα  μας  μεγάλο κακό. 
Αυτή η σκέψη μου φάνηκε
Πως είναι η πιο καλή.
 
Καλοθρεμμένα βρίσκονταν
Πυκνόμαλλα εκεί τραγιά,
Που ήταν μεγάλα και καλά
Έχοντας  μενεξεδιά  μαλλιά.

Με πλεξούδες καλοστριμμμένες
Τα έζωσα αθόρυβα λυγαριάς,
Που βρήκα να'χ ε  ο Κύκλωπας 
Το ανήθικο  τεράστιο τέρας,
Που πάνω σ' αυτές  κοιμόταν.
Έζωσα σε τριάδες τα αρνιά
Με το μεσιανό της κάθε μιας
Να κουβαλά από έναν άνδρα,
Που τον σκέπαζε και μαζί
Πηγαίνανε αντάμα             
Με τ’ άλλα απ' τα δυο στα πλάγια
 
Κι όσο για μένα το πιο  διαλεχτό
Πήρα κριάρι α π'τη σπηλιά ,
Το έπιασα  από πίσω και μετά
Στη μαλακή του κόλλησα κοιλιά.
Τότε με τα χέρια μου κρατιόμουνα
Απ’ τα μεταξένια του μαλλιά
Και με  καρτερική καρδιά   
Ανάσκελα ήμουν κρεμασμενος.                            
Έτσι στενάζοντας περιμέναμε
Να έλθει η θεϊκή αυγή
 
Κι όταν πιά η ροδοδάκτυλη
Κόρη του πρωινού ήλθε αυγούλα,
Τότε ορμήσαν να βγούνε για βοσκή 
Τ’ αρσενικά κριάρια.
 
Και τότε  ασταμάτητα
Βέλαζαν τα θηλυκά αρνάκια,    440
Στη μάντρα μέσα ανάρμεχτα
Πιτσίλιζαν τα μαστάρια.
 
Σε πόνους ασταμάτητους          
Ο αφέντης τους μέσ' τη σπηλιά ,                                                          
Ψαχούλευε τη ράχη όλων 
Όρθιος τα' στελνε στη μπασιά.

Ο ανόητος δεν κατάλαβε
Πως κάτω από τα στήθη,
Των πυκνόμαλλων αρνιών
Ήταν δεμένοι εκείνοι. 

Κι έφτασε  το κριάρι το στερνό
Πλησίασε αργά στην πόρτα, 
Το βάραιναν βλέπεις τα μαλλιά 
Κι εγώ που ήμουν από κάτω
Κι είχα σκεφτεί την πονηριά.

Κι ο δυνατός Πολύφημος 
Του είπε χαϊδεύοντας το:
Κριάρι μου καλό τι έπαθες
Και  βγαίνεις απ' τη σπηλιά τελευταίο;
 
Γιατί ποτέ πίσω απ’το κοπάδι,
Απ' τη σπηλιά εσύ ποτέ δε βγαίνεις 
Πρώτο πάντα  έβγαινες γοργά 
Τρυφερά ανθάκια να βοσκήσεις 
 
Πρώτο στο ρέμα έφτανες
Και πρώτο πάλι κινούσες 
Στο κονάκι σου να γυρίσεις,
Όταν το δειλινό ερχότανε .
Και τώρα τελευταίο μένεις.

Του αφέντη σου  το μάτι θα  κλαίς
Που   το’βγαλε άντρας κακός,
Με με τους άθλιους  συντρόφους του
Όταν με κρασί ο Κανένας αυτός
Υπόταξε το μυαλό μου.
Όμως σου λέω πως κι εκείνος 
Δεν ξέφυγε τον όλεθρό του.
 
Και αν τα ίδια  με μένα ένοιωθες
Ki είχες και την ίδια λαλιά,
Θα μου’λεγες που τρύπωσε
Τη δική μου να γλιτώσει μανία.
 
Τότε  θα’ βλεπες μέσ’ τη σπηλιά
Τα μυαλά του στη γη χυμένα.
Στο χώμα θα τον τσάκιζα
Και μέσα στα στήθια μου η καρδιά,
Θ’ αλάφρωνε απ’ όσα ο  άθλιος
Κανένας μου φόρτωσε κακά.                              460
 
Τέλειωσε και  λεύτερο απ' αυτόν
Προς την πόρτα έστειλε το κριάρι .

Κι όταν τη σπηλιά και την αυλή
Tις είχαμε  αφήσει λίγο   πιο πίσω,
Πρώτος απ’ τον τράγο λύθηκα
Και βάλθηκα  τους άλλους να λύσω.
 
Με βιάση τα  λιανόποδα
Καλοθρεμμένα κριάρια,
Κοιτάζοντας συνεχώς ολόγυρα
Τα λαλούσαμε ως το καράβι,
Που φτάσαμε .τελικά.
 
Οι σύντροφοι μας φτάνοντας
Μας υποδέχτηκαν με χαρά,
Μιας και το θάνατο αποφύγαμε
Μα για τους άλλους έκλαιγαν γοερά.
 
Εγώ δεν τους άφηνα να θρηνούν
Κι  έγνεφα στον καθένα με τα φρύδια
Να κλαίει μα τα ομορφόμαλλα
Στο πλοίο να βάζει κριάρια.
 
Και γρήγορα ν’ αποπλεύσουμε
Μεσ’ τ’ αλμυρό νερό.
 
Κάθισαν στους πάγκους με σειρά,
Με βιάση στο πλοίο σαν ανέβηκαν,
Την αφρισμένη θάλασσα
Με τα κουπιά χτυπούσαν.
 
Και τόσο  μακριά πιά ήμουνα
Όσο ν’ ακούγεται η φωνή ακόμα,
Τότε φωνάζοντας στον Κύκλωπα
Του είπα με λόγια  περιπαιχτικά:

Κύκλωπα δεν ήτανε γραφτό να φας
Τους συντρόφους του άθλιου άντρα,
Μεσ’τη σπηλιά την τορνευτή
Με τέτοια αγριάδα.
 
Τα κρίματα σου, άσπλαχνε 
Θα  τα πλήρωνες μια μέρα,
Αφού τους  ξένους  δε σεβάστηκες,
Τρώγοντάς τους στο σπίτι σου μέσα.
 
Γ’ αυτό ο Δίας κι οι λοιποί
Σε τιμώρησαν  θεοί.
Σαν τέλειωσα περισσότερη
Γέμισε η καρδιά του οργή,               480
Και ξεκόβοντας τρανού βουνού
Ακρόκορφο το πετάει,
Μπρος το καράβι το γαλαζόπρωρο.  
 
Η πέτρα βυθιζόμενη
Φούσκωσε όλη τη θάλασσα,
Σπρώχνοντας το πλοίο στη στεριά
Το κύμα απ’ την παλίρροια.
 
Στα δυο μου χέρια πιάνοντας
Αμέσως  κοντάρι μακρύ,
Το’ σπρωξα προς  τα έξω δίνοντας
Στους συντρόφους εντολή,
 
Γνέφοντας τους παρότρυνα
Γοργά να πάνε στα κουπιά ,
Και φεύγοντας μακριά απ’τη στεριά
Να γλιτώσουμε  απ’ την κακοτοπιά.
 
Εκείνοι τότε ρίχτηκαν
Μπροστά κωπηλατώντας.
Μα σαν κάναμε απόσταση 
Στη θάλασσα τώρα διπλή
Στο πέλαγο τραβώντας,
Τότε πάλι  φώναζα στον Κύκλωπα 
Οι σύντροφοι τριγύρω μου
Ο ένας από δω κι άλλος απ’ εκεί
Με λόγια ευγενικά διαφωνούσαν.

Καημένε ,γιατί αλήθεια θέλεις
Να ερεθίζεις  τον άγριο άνδρα,
Που λίγο  πριν μας πέταξε
Μια τεράστια κοτρώνα ,
Που' φερε  το καράβι μας
Ξωπίσω στη στεριά,
Έτσι που  νομίζαμε πως αυτό 
Ήταν το τέλο;ς μας πια.

Αν άκουγε τα λόγια μας
Και τις φωνές μας ξανά ,
Βράχο θα πέταγε  στα κεφάλια μας
Η και στου πλοίου στα μαδέρια.
Βράχο που' ταν ανώμαλος.
Τόσο έριχνε μακριά.
 
Είπαν,μα τη δική μου άφοβη 
Δεν την υπολόγιζαν καρδιά,
Αφού  με κακία.και θυμό 
Του φώναξα ξανά :                    500                 
 
Αν κάποιος από τους ανθρώπους
Τους θνητούς σε ρωτήσει Κύκλωπα,
Ποιος σου’κανε στο μάτι σου
Την απάνθρωπη. ετούτη τύφλα ,
Ο Οδυσσέας  του Λαέρτη ο γιος
Μου  το’ κανε,ο καστροπορθητής ,
Που πέρα στο νησί της Ιθάκης. τον ησί
Έχει ένα σπίτι να του πεις

Σαν τέλειωσα εκείνος μούγκρισε
Κι απάντησε με τα λόγια αυτά,
Αλίμονο τα παλιά μου έρχονται
Της μοίρας μου τα γραπτά
 
Ένας καλός μάντης ζούσε εδώ
Με φήμη στα μέρη αυτά,
Ο Τήλεμος του Ευρυμίδη γιος
Που κατείχε τη μαντική καλά.
 
Γέρασε με τη μαντεία του
Στων Κυκλώπων τη χώρα.
Αυτός  μου’ πε πως όλα αυτά
Θα γίνουν κάποια μέρα..
 
Πως απ’ τα χέρια του Οδυσσέα
Την όρασή μου θα στερηθώ,
Μα πάντα από ψηλό, όμορφο
Και δυνατό πολύ που θα’ ρθει εδώ.
 
Κι μου’ ρθε εδώ ένας κοντός
Τιποτένιος  κι ασθενικός,
Που αχρήστευσε το νου μου με κρασί
Και  μου’ βγαλε το μάτι  ο αχαμνός.
 
Μα έλα σίμωσε  Οδυσσέα
Στον Ποσειδώνα να κάνω θυσία,
Φιλοξενώντα σε  να του ζητήσω
Να σου δώσει καλή πορεία.

Γιατ’ είμαι  παιδί του  εγώ

Κι  καμαρώνει ως πατέρας,
Αν ήθελε θα με γιάτρευε
Εκείνος  κι άλλος κανένας.
 
Ούτε από τους ευτυχείς θεούς
Ούτε κι απ’ τους ανθρώπους.                             520
 
Τούτα σαν μού’πε  γρήγορα.
Του απάντησα  και του είπα:
Μακάρι να μπορούσα να’ παιρνα
Και τη  ζωή σου  τώρα.
Τον τάφο σου να έκανα 
Να σ’ έστελνα στου Άδη
Την αιώνια κατοικία,
Όπου το μάτι δεν το γιατρεύει
Κι ο Ποσειδώνας ακόμα.
 
Έτσι του’ λεγα  κι αυτός προσευχόταν
Στο βασιλιά  Ποσειδώνα
Κι άπλωνε  τα χέρια διάπλατα
Προς τ’ ουρανού τ' αμέτρητα  αστέρια.

Άκου αφεντικό της γης

Γαλαζόμαλλε Ποσειδώνα,
Αν είμαι γιός σου γνήσιος
Και σένα πως σ’ έχω πατέρα,
Κάνε του Λαέρτη ο γιός να μη χαρεί
Ο Οδυσσέας να φτάσει,
Στην πατρίδα ο καστροπορθητής 
Με τα σπίτια του στην Ιθάκη
 
Μ’ αν τους δικούς του είν’ γραφτό 
Και το κολόχτιστο παλάτι να δει     ,
Aργά ,δίχως συντρόφους ας φτάσει.
Ελεεινός στην πατρική του γη

Με ξένο πλοίο  και στο σπίτι του
Πολλές να εύρει συμφορές.
Σαν τα’ πε  αυτά ο Ποσειδών
Εισάκουσε τις προσευχές
 
Κι έπειτα  πάλι υψώνοντας
Μια  πιο μεγάλη πέτρα,
Αφού τη στριφογύρισε
Τον πέταξε με μεγάλη φόρα.
 
Αυτή λίγο  ξωπίσω έπεσε  
Απ’το γαλαζόπρωρο πλοίο
Και παρά λίγο θα’βρισκε
Την άκρη απ’ το πηδάλιο
 
Τότε ο  βράχος πέφτοντας
Σήκωσε τη θάλασσα ψηλά ,                                               540
Το κύμα την  έφερε  μπροστά
Φτάνοντάς τη   προς τη στεριά     (Στο πρώτο το νησάκι).
 
Σαν φτάσαμε πια στο νησί
Όπου ήταν  και τα λοιπά 
Καλοφτιαγμένα καράβια
Κι ολόγυρα τα λοιπά συντρόφια
Που’ ταν εκεί τριγύρα,
Εμάς καρτερώντας συνεχώς
Είχαν μεγάλο  θρήνο,
Κι όταν εκεί πια φτάσαμε
Πήγαμε στην αμμουδιά το πλοίο.
 
Σαν βγήκαμε και μειςαπ΄ το καράβι 
Βγήγαμε εκεί που το κύμα ξεψυχά,
Κι αφού βγάλαμε τ’ αρνιά του Κύκλωπα
Αρχίσαμε δίκαιη μοιρασιά.

Οι σύντροφοι οι ομορφόκνημοι
Όταν τα μοιράζανε τα πρόβατα, 
Για μένα μόνο έδωσαν
Κριάρι ξεχωριστά.

Κι εγώ στο μαυροσύννεφο
Το γιο του Κρόνου Δία 
Που όλους τους κυβερνά,
Το έσφαξα στην αμμουδιά
Καίγοντας του στην άμμο τα  μεριά.
         
Μα δε τον άγγιξε η προσφορά                560
Κι όλα τρόπο έψαχνε να διαλέξει,
Τα καράβια και τους συντρόφους μου
Τους αγαπημένους να καταστρέψει.
 
Κι όλη τη μέρα τρώγαμε
Μέχρι του ήλιου τη δύση,
Πλήθος κρέατα και πίναμε
Ολόγλυκο κρασί.

Κι όταν ο ήλιος έδυσε

Κι ήλθε πια η νυχτωσιά,
Τότε πια κοιμηθήκαμε
Στης θάλασσας την αμμουδιά.

Σαν ήλθε η ροδοδάχτυλη

Κόρη του πρωινού αυγούλα,
Τότε πια τους συντρόφους κάλεσα
Και με σπουδή  προστάζω,
Μόλις στα καράβια θ' ανεβούν
Να λύσουν τα παλαμάρια.

Κι εκείνοι μπήκαν γρήγορα

Στις θέσεις τους καθίσαν,

Χωρίς ν’ αργήσουν σάλταραν

Κι αράδα στο καράβι καθισμένοι,
Στις θέσεις τους με τα κουπιά
Τη θάλασσα χτυπούσαν, 
Που ήταν αφρισμένη.

Aπ’ έκει μπροστά αρμενίζαμε
Με πικραμένη την καρδιά,
Χαρούμενοι που εμείς γλιτώσαμε
Το θάνατο μα των φίλων  μας 
Χάνοντας τη συντροφιά.            575

Ραψωδία κ

 Στο παλάτι του θεού  Αίολου

Φτάσαμε κατόπιν σε νησί
Πλεούμενο την Αιολία,
Του  γιού του  Ιπποτάδη Αίολου 
Που οι θεοί τιμούσαν με φιλία.

Με τείχη που' ταν  χάλκινα 
Ζωσμένο και πολύ  γερά
Σε βράχια επάνω κάθονταν
Απότομα και γλιστερά.

Δώδεκα τέκνα απόκτησε 
Στ' αρχοντικό του μέσα,
Έξι στης νιότης  τον ανθό
Αγόρια κι έξι κορίτσια.

Κι όταν τις κόρες πάντρεψε
Με τους γιούς του την κάθε μια,
Όλοι τους πλάι στον κύρη τους 
Και  τη σεπτή μαμά.
Τρώνε και είν 'ατέλειωτα
Μπροστά τους τα φαγητά
Και τσίκνα γεμάτο το παλάτι τους
Αντηχεί τη μέρα φασαρία
Κι όταν  η νύχταέρχεται
Με τα  άξιά τους ταίρια  
Κοιμούνται πάνω σε στρώματα 
Και τρυπητά κρεββάτια

Όταν φτάσαμε  στο κάστρο τους 
Στα πλούσιά τους παλάτια,
Μήνα μας φιλοξένησε
Ρωτώντας για την Τροία,
Τα   πλοία τα Αργίτικα
Κι ο γυρισμός ποιός ήταν.
Κι' εγώ  με τη σειρά του τα'λεγα
Όπως  ακριβώς γινήκαν.

Κι όταν Ευγενικά του ζήτησα
Να μας ξεπροβοδήσει
Δε μου'πε όχι, αντίθετα
Ετοίμασε το γυρισμό μου,
Γδαίρνοντας τομάρι εννιάχρονου            20
Βοδιού για το καλό μου.

Και το ασκί του μου' δωσε  
Που μέσα του είχε δέσει,
Την ορμή των   ανεμοστρόβιλων
Μαζί νου να το πάρω στο ταξίδι.

Όλους μαζί τους άνεμους
Μέσα θα τους χωρέσει,
Το ζέφυρο μας άφησε
Να βοηθά την πλεύση.

Ο  γιος του Κρόνου  φύλακα
Τον είχε στους  ανέμους 
Κι έπαυε όποιον ήθελε
Η σήκωνε τους άλλους.

Μετά στο πλοίο το ασκί
Με  σπάγγοτο' χε σφίξει,
Ολάργυρο  μη κι η λαφριά πνοή
Τύχει και το περάσει.

Όμως αν και το Ζέφυρο 
Για μένα να φυσά τον είχ' αφήσει 
Τα πλοία μας και μας να σπρώχνει,
Προσπαθώντας μάταια
Τη ρότα μας  να  στηρίξει.
Γιατί εμείς χαθήκαμε 
Απ τα δικά μας λάθη

Μέρες εννιά αρμενίζαμε
Άπαυτα μέρα νύχτα,
Τη δέκατη αχνοφάνηκαν
Τα  χώματά μας τα πατρικά,
Όπου βλέπαμε φωτιές να καίνε 
Όσο ζυγώναμε πιο κοντά.

Έτσι τότε αποκαμωμένο 
Ύπνος με πήρε γλυκός,
Είχα όμως επαφή  με τα πανιά
Του πλοίου συνεχώς .
Ούτε στους άλλους συντρόφους μου
Για να φτάσουμε δεν τους άφησα
Όσο ήταν μπορετό
Πιο γρήγορα στην πατρίδα.

Οι ναύτες στις κουβέντες τους
Που' καναν μεταξύ τους, 
Χρυσό πίστευαν κι ασήμι
Πως πήγαινα στο σπίτι ,.
Δώρα τάχα από τον  Αίολο 
Τον ξακουστό του  Ιππότη γιο.

κι' έτσι
Γυρνώντας ο ένας στο διπλανό'
Έλεγε : πω,πω, 
Πόση δέχεται φιλία και τιμή,
Απ' όλουςς τους ανθρώπους
Σε όποια χώρα κι αν βρεθεί .   40

Κι από την Τροία λάφυρα
Άπειρα πανέμορφα κουβαλά,
Και μεις κάνοντας ίδια πορεία
Μαζί του πάμε στα σπίτια μας
Με τα χέρια μας αδειανά.

Και τώρα δείτε τι του έδωσε
Ο Αίολος δώρα για τη φιλία,.
Μα κάντε γρήγορα
Να δούμε τι είναι τούτα.
Σαν πΠόσος χρυσός και μάλαμα
Βρίσκεται στο ασκί.
Είπαν και νίκησε τελικά 
Η γνώμη των συντρόφων η κακή.

Οι ναύτες  τ’ ασκί σαν άνοιξαν
Ξεχύθηκαν όλοι oι ανέμοι 
Τους άρπαξε γοργά μια θύελλα
Στο πέλαγο μέσα τους έφερε 
Να κλαίνε μακριά; από την πατρίδα

Τότε εγώ σηκώθηκα
Και με την άμεμπτη καρδιά μου 
Αναρωτιόμουν  αν  είναι σωστό,
Πέφτοντας  απ' το καράβι
Στη  θάλασσα μέσα να πνιγώ.
Ή να κάνω υπομονή
Κι ακόμα να μείνω στη ζωή 
Βάσταξα απέ και έμεινα
Κουκουλωμένος μεσ' το καράβι.

Θυελλώδεις άνεμοι ξανά 
Μας έφεραν στην Αιολία,
Κι οι σύντροφοι ασταμάτητα
Βαλάντωναν στο κλάμα

Εκεί σαν βγήκαμε στη στεριά 
Και πήραμε νερό,
Δίπλα στα πλοίο ετοίμασαν
Γρήγορα οι ναύτες φαγητό.

Όταν  πια φάγαμε
Και φχαριστηθήαμε πιοτό,
Διάλεξα τότε έναν κράχτη      
Και ένα  σύντροφο  καλό.                 60
Πήγαμε στου κοσμοξάκουστου
Αίολου το λαμπρό παλάτι
Όπου τον βρήκαμε με το ταίρι του
Να τρώει και τα παιδιά του.

Κι εμείς κάπως παράμερα
Καθίσαμε στον οντά 
Στους παραστάτες της πόρτας
Κατάχαμα και κοντά. 

Μόλις μας είδαν σάστισαν
Και σκεπτικοί  ρωτούσαν:
Πώς κι ήλθες ,Οδυσσέα;
Ποια κακιά μοίρα σε κυνηγά;

Εμείς σωστά τότε που ήλθες 
Σε στείλαμε στην πατρίδα σου
Να πας,στο σπίτι σου
Και όπου  πεθυμούσε η καρδιά σου.

Κι εγώ τους ανταπάντησα
Με σπλάχνα μαραμένα,
Ναύτες κακοί με έβλαψαν
Κι ο επίμονος ύπνος από μένα.

Αλλ' εσείς φίλοι βοηθήστε με
Τους είπα με λόγια ευγενικά
Για να τους καλοπιάσω,
Η δύναμη στα δικά σου χέρια 

Μείναν όλοι αμίλητοι,
Απάντησε   ο πατέρας κι είπε:
Χάσου γοργά απ' το νησί  
Του κόσμου τελευταίε.
Δεν είναι δική μου αρχή
Να διώχνω η να δέχομαι
Αυτόν τον άνδρα που οι θεοί  
Οι ευτυχείς τον απεχθάνονται.
Τσακίσου, 
Αφού οι θεοί σ' εχθρεύονται
Πως κι έρχεσαι εδώ ικέτης ;
Τέλειωσε κι απ' το σπίτι του
Μ' έδιωξε με μέσα μου βογγητά,
Κι ως πρώτα αρμενίζαμε
Με πίκρα μεσ' την καρδιά.

Το θάρρος των συντρόφων μου 
Ξέσπασε στο σκληρό κουπί,
Αφού  για τις αμαρτίες μας      80
Πουθενά φως για επιστροφή


Στη χώρα των Λαιστρηγόνων

Έξη ημέρες παρ' όλα τούτα 
Πλέοντας  νύχτα μέρα,
Στου Λάμου πια την έβδομη  
Φτάσαμε την απόκρημνη πόλη,
Την Τηλέπυλο των Λαιστρυγόνων
Όπου εδώ βοσκός  βοσκό 
Μπαίνοντας τον  χαιρετά
Κι άλλος τότε βγαίνοντας 
Στον πρώτο ανταπαντά.

Άνθρωπος άγρυπνος μπορεί
Να κέρδιζε δυο αρμεξιές,
Βόσκοντας άσπρα πρόβατα τη μια
Την άλλη αγελάδες.
Γιατί  είναι πολύ κοντά
Oι πορείες νύχτας και μέρας.

Εκεί  τότε φτάσαμε 
Στο ξακουστό λιμάνι,
Που απ' τη μια μεριά ως την άλλη
Το ζώναν βράχια  απόκρημνα. 
Στου λιμανιού το στόμα 
Κι απ' τις δυο του μεριές 
Δυο κάβοι υψώνονται
Με πεταχτές τις  άκρες αντικριστοί
Που ανάμεσά τους βρίσκεται
Είσοδος πολύ στενή.

Όλοι κει μέσα έφεραν
Τ' αμφίκυρτα καράβια,
Μεσ΄το  λιμάνι το βαθύ
Και τα' δεσαν δίπλα δίπλα,
Κύμα ποτέ δεν το'πιανε μικρό
Ή και  μεγάλο ακόμα,
Αλλά γαλήνη ολόλευκη 
Απλώνονταν ολόγυρα.

Μόνος εγώ που κράτησα
Έξω  το μαύρο το καράβι,
Εκεί σε μιαν άκρη έδεσα
Στις πέτρες παλαμάρια

Ανέβηκα και στάθηκα
Σε βίγλα πολύ τραχιά,
Μα μήτε βοδιών, μήτε ανδρών
Φαινόταν κάποια δουλιά,
Moν' βλέπαμε καπνό
Π'’ανέβαινε μοναχά
Απo τη γη προς τα ψηλά.

Έστειλα τότε σύντροφους    
Πηγαίνοντας να πληροφορηθούν            .100
Ποιοί σιτοφάγοι άνθρωποι
Σ' αυτό τον τόπο ζούν.
Δυο απ' τους άνδρες διάλεξα
Και τρίτο μ' αυτούς τον κήρυκα.

Κι αυτοί δρόμο διαλέξαν ομαλό 
Αυτόν που  απ' τα ψηλά βουνά 
Κατέβαζαν στη χώρα
Με άμαξες τα ξύλα. 

Στο κάστρο μπρος συνάντησαν
Κορίτσι νερό να κουβαλά,
Του Λαιστρηγόνιου η μεγάλη
Κόρη ήταν του βασιλιά.

Εκεί ήταν κρήνη που'τρεχε
Δροσερό νερό η Αρτακία
Εκεί κατέβηκε να γεμίσει,
Αφού απ' εκεί το έπαιρναν
Και  το΄ φερναν  στην πολιτεία.

Κοντά της κοντοστάθηκαν
Να τη ρωτούν άρχισαν
Ποιόν είχ΄ ο τόπος βασιλιά
Και ποιούς εκείνος κυβερνά..

Γρήγορα εκείνη τ' αψηλό
Τους έδειξε πατρικό παλάτι.
Μα κείνοι  μόλις μπήκανε
Στα σαλόνια  τα ονομαστά ,
Βρήκανε μια γυναίκα 
Σαν μια κορφή απ' τα βουνά

Φόβος πολύς τους έπιασε
Τους πήγε πέντε δέκα.
Κι αυτή αμέσως κάλεσε
Το  άντρα της τον ξακουστό,
Τον  Αντιφάτη που στο λεπτό 
Σκέφτηκε των συντρόφων μου
Τον άγριο χαλασμό.

Αμέσως αυτός αρπάζοντας
Έναν απ' τους  συντρόφους μας
Το δείπνο του θα  φτιάξει,
Οι άλλοι δυο ;ανάσα πήρανε  
Στα πλοία μας σαν είχαν φτάσει.,
Φωνή απ' το κάστρο θα σηκώσε . 
         
Κι οι δυνατοί Λαιστρυγόνες,
Ακούγοντας απ' το κάστρο τη βοή,
Έτρεχαν άλλοι γ' αλλού μυριάδες , 
Που  δεν έμοιαζαν μ' άντρες      120 
Πιότερο μοιάζαν με γίγαντες,
Που από τα βράχια ασήκωτες
Έπαιρναν και  πετούσαν πέτρες.

Κι αίφνης πάταγος σηκώθηκε 
Άγριος προς  τα πλοία
Από τους άνδρες που σκοτώνονταν
Τα καράβια που τσακιζόταν,

Σαν ψάρια τους καμάκωναν
Φρικτό φαΐ γινόταν,
 
Την ώρα που τους σκότωναν
Μεσα στο βαθύ  στο λιμάνι,
Τράβηξα εγώ απ'το μηρό 
Το κοφτερό μαχαίρι .
Τα παλαμάρια έκοψα γοργά
Απ' το μαύρο μου καράβι.

Κι αμέσως  τους συντρόφους μου 
Διέταξα να μη χρονοτριβήσουν,
Να  πιάσουν αμέσως τα κουπιά 
Το χάρο ν’αποφύγουν.
Κι εκείνοι απ' την τρομάρα τους
Τα κύματα ψηλά τινάζουν

Το δικό μου καράβι
Ευπρόσδεκτα θ' αποφύγει
Τους βράχους τους απότομους
Και στο πέλαγο θ' ανοιχτεί ,
Όμως τα λοιπά καράβια
Χάθηκαν όλα μαζί.

Πάλι μπροστά τραβούσαμε 
Με πικραμένη την καρδιά       
Που χάσαμε τους συντρόφους μας
Μα για το θάνατο που γλιτώσαμε 
Είχαμε εμείς και χαρά.


Στη μάγισσα Κίρκη   135

Σ' ένα  νησί σανφτάσαμε 
Την Αία όπου εκεί η Κίρκη,
Η ομορφομαλλη κατοικούσε
Φοβερή θεά π' ανθρώπινα μιλούσε.
Ομόσπλαχνη ήταν αδελφή
Του παράφρονα Αιήτη
Ο Ήλιος ήταν πατέρας τους 
Που φως σκορπά στους θνητούς
Κι  η Πέρση ήταν μάνα τους
Του Ωκεανού η κόρη.

Πάνω σ' εκείνου την ακτή 140
Αράξαμε δίχως μιλιά
Σ' απάνεμο λιμάνι  μέσα,             
Θεός μας έδειχνε τη στράτα.

Κι έξω τότε σαν βγήκαμε  
Πλαγιάζαμε δυο μερονύχτια ,
Η έγνοι και η κούραση 
Μας θέρισαν τα στήθεια.

Σαν έφερε την τρίτη μέρα 
Η ομορφόμαλλη  αυγή,
Πήρα κοντάρι κι σπαθί οξύ
Γοργά ν' ανέβω απ' το καράβι
Επάνω σε  ψηλή  κορφή.
Έργα θνητών μήπως και δω
Μήνα φωνή ν' ακούσω         150

Κι ως στάθηκα σε  βίγλα απόγκρεμη
Μου φάνηκε πως έβγαινε καπνός
Απ' τη γη την πλατύδρομη 
Απ'  της Κίρκης μέσα τα μέγαρα
Ανάμεσα σε δάση και  ρουμάνια.

Συλλογίστηκα  όμως ψύχραιμα 
με την ψυχή και το μυαλό,
Σαν είδα τον καπνό θολό
Να τρέξω και να δω.
Μ' αυτό όπως σκεφτόμουνα
Μου φάνηκε  το πιο σωστό. 
Πρώτα να έλθω στο γοργό
Καράβι  στην ακρογιαλιά,
Και δείπνο αφού φαν οι  σύντροφοι 
Αυτούς  να στείλω πιο μπροστά.

Κι όταν πια κοντοζύγωνα
Στο αμφίκυρτο μας καράβι,
Ξάφνου τη  δική μου κάποιος θεός
Συμπόνεσε  μοναξιά μου.

Στο δρόμο ψηλοκέρατο
Μεγάλο λάφι θα μου στείλει..
Που απ' το λιοπύρι το καφτερό
Στο ρέμα πήγαινε να πιει  νερό
Αφού στο δάσος είχε βοσκήσει.                      160

Κι ως πρόβαλε το χτύπησα;
Μεσοπλατίς στη ραχοκοκκαλιά,
Το χάλκινο κοντάρι μου
Tο τρύπησε πέρα για πέρα.
Στη σκόνη απάνω με βογγητό
Έπεσε κι η ψυχούλα του
Χάθηκε στον αέρα.

Πατώντας τότε πάνω του
Τράβηξα το χάλκινο κοντάρι
Απ’ την πληγή και το’βαλα
Πάνω στη γη στο πλάι..

Έσπασα κλωνάρια λυγαριάς
Κι άλλα φυτά να πλέξω,
Σχοινί μακρύ  ως μιας οργιάς
Απ' τις δυο μεριές καλόπλεχτο.
Κι απε του φοβερού αγριμιού
Τα πόδια του θα του δέσω.

Κατάσβερκα σαν τ’ ανέβασα
Στηριζόμενος στο κοντάρι μου,
Αφού τέτοιο αγρίμι 
Πάνω στον ώμο ήταν  αδύνατο
Να το κρατώ με τ' άλλο  χέρι.
Το πήγαινα  στο μαύρο καράβι.
Ήταν βλέπεις; μεγάλο θεριό.

Στο πλοίο το' βαλα μπροστά
Πλησίασα στους συντρόφους ,
Με λόγια πολύ γλυκά
Μιλούσα στον καθένα απ' όλους.

Φίλοι μου,  δεν θα κατεβούμε 
Στου Άδη κάτω τα παλάτια
Πριν από  της μοίρας μας 
Να έλθει εκείνη μέρα.

Μα πάτε ,όσο στο καράβι
Πιοτό και φαγητό υπάρχει,
Να τρώμε ας μη ξεχνάμε 
Ούτε η πείνα να μας βασανίζει.
 
Σαν τέλειωσα υπάκουσαν 
Στα λόγια μου και στ' ακρογιάλι
Της άκαρπης θάλασσας έβγαλαν
Το σκέπασμα απ' το κεφάλι.
Θαυμάζοντας το ελάφι ,     
Γιατί ήταν τρανό θηρίο.        180

Κι αφού χόρτασαν τα μάτια τους
Να βλέπουν το ελάφι,
Νίψαν τα χέρια κι άρχισαν
Τραπέζι πλούσιο να τοιμάζουν.

Έτσι μέχρι να τελειώσει η μέρα 
Κι ο ήλιος πήγαινε να δύσει
Πλήθος τρώγαμε κρέατα 
Και πίναμε γλυκόπιοτο κρασί

Κι αφού ο ήλιος κρύφτηκε
Και ήλθε πια σκοτάδι,
Τότε πια κοιμηθήκαμε
Στης θάλασσας την άκρη.

Κι όταν  φάνηκε η  ροδοδάκτυλη 
Του πρωινού κόρη αυγούλα,
Τοτε αφού τους κάλεσα 
Στη σύναξη σε όλους  είπα

Για όσα τραβάτε σύντροφοι
Κι ας σας μαραίνει η θλίψη,
Ακούστε τι θα σας πω:  
Δεν ξέρουμε πούν’ η ανατολή
Που πέφτει η δύση.
Πού' θε βγαίνει ο ήλιος
Που  στους θνητούς σκορπά το φως
Και χάνεται πίσω απ' τη γη.
Μον’ ας μη χάνουμε καιρό
Πέστε και σεις μια γνώμη
Αφού εγώ φοβάμαι δεν έχω.
Γιατί είδα από βίγλα απόκρημνη 
Που ανέβηκα κι είδα να' ναι νησί,
Που τριγύρω το στεφανώνουν
Απέραντα τριγύρω πελάγη.

Πως το νησί ναι χαμηλό
Κι είδα καπνό κάπου στη μέση,
Που' βγαινε από πολύ πυκνά
Λαγκάδια κι από δάση.

Έτσι τους είπα κι ένοιωσα
Τα ρίγη στις καρδιές τους,
Του Αντιφάτη τις δουλειές
Έφερα στη θύμισή τους.
 
Θυμήθηκαν και τον Κύκλωπα      200
Το ανθρωποφάγο κτήνος,
Για όλα αυτά που έκανε
Δάκρια πολλά και θρήνος.

Σε δυο ομάδες χώρισα
Άνδρες από τους πιο σκληρούς,
Για κάθε μια τους έπρεπε
Να έχουν και αρχηγούς,
Στη μια ήμουν εγώ
Ο Ευρύλοχος στους άλλους.

Μέσα σε κράνος χάλκινο
Κουνήσαμε τους λαχνούς μας
Και του τρανού Ευρύλοχου 
Πετάχτηκε έξω ο κλήρος.
Είκοσι δύο σύντροφοι 
Με κλάμα τον ακολουθήσαν 
Αφήνοντας σε μας ξοπίσω τους
Θρήνο και βογγητό 

Μεσ’σε λαγκάδι βρήκανε
Της Κίρκης το πλούσιο παλάτι,
Από πέτρα πελεκητή
Σε όμορφο αγνάντι.

Λύκοι βουνίσιοι το τριγύριζαν 
Και λιόντες είχε μερέψει,
Ατή της είχε κάνει τις γητι
Βαριά φάρμακα τα'χε ταΐσει.

Δεν όρμησαν απάνω τους
Στα πόδια τους σταθήκαν
Και μοναχά οι μακριές
Ουρές τους  κουνηθήκαν.
Χαίρονταν όπως τα σκυλιά
Κάνουν με τον αφέντη,
Όταν κρατάει λιχουδιές
Σαν φεύγει απ’ το τραπέζι.
Ίδιες χαρέςα κι οι λιόντες έκαναν
Κι οι λύκοι οι ατσαλόνυχοι,
Μα οι σύντροφοί μας τρόμαξαν 
Τέτοια θεριά σαν είδαν.

Στις ξώπορτες σταθήκανε 
Της Κίρκης τότε αυτοί
Της μορφοπλέξουδης θεάς
Κι άκουαν μέσα μια φωνή
Να τραγουδά γλυκά,          220
Η Κίρκη ήταν που' φαινε
Όμορφα χαριτωμένα  
Αραχνοΰφαντα πανιά.

Τότε ανάμεσά τους μίλησε
Ο Πολίτης ο δυνατός,
Σε μένα σύντροφος πιστός
Κι ο πιο  αγαπημένος.

Φίλοι ,γυναίκα σ' αργαλειό 
Μεγάλο υφαίνει μέσα
Όμορφα τραγουδώντας
Και  τα δάπεδα ολόγυρα
Αντηχούν πέρα ως πέρα,
Είτε θεά είναι  ή γυναίκα,
Ας  φωνάξουμε όλοι γοργά ,

Σαν είπε τούτος όλα αυτά
Φωνάζοντας την καλούσαν 
Και βγαίνοντας γοργά αυτή
Τις πόρτες τις ηλιόλουστες
Ανοίγει  και τους προσκαλεί..
Κι αμέσως αυτοί από άγνοια
Όλοι ακολουθούσαν.
                                                                                                                         
Δε μπήκε ο Ευρύλοχος
Μυρίστηκε παγίδα.
Και σαν μέσα τους έμπασε
Τους έβαλε σε θρονιά και σκαμνιά,

Αμέσως αλεύρι  και τυρί,
Μέλι ξανθό και κριθάλευρο
Μπροστά τους  θ’ανακατέψει,
Σε γλυκό κρασί απ’τα πρέμνα της
Και μ' αυτό τέλος θα τους φιλέψει.

Μα μέσα στα κεράσματα
Βοτάνια θα σταλάξει
Και την πατρίδα τη γλυκιά
Καθένας θα ξεχάσει.

Μα σαν τους το'δωσε και το' πιανε
Αξαφνα μια μαγκουριά
Δέχτηκε το κορμί τους
Και στο μαντρί τους έστειλε
Παρέα με τους χοίρους.

Χοίρου απόχτησαν κορμί
Κεφάλι ,τρίχες, φωνή,
Μόνο ως πρώτα κράτησαν  
Τη σκέψη τους σωστή.         240

Καθώς οι μαντρισμένοι κλαίγανε
Η Κίρκη τότε τους έδωσε
Καρπό κρανιάς, βελανίδια
Και πρινοβέλανα να φάνε,
Αυτά που τα  χαμοκοιμώμενα 
Τρώνε πάντα γουρούνια.

Ο Ευρύλοχος τότε γρήγορα
Έφτασε  στο μελανό καράβι,
Των συντρόφων τους να τους πει
Τη μοίρα που είχαν την πικρή.

Απ'το στόμα του δεν μπορούσε
Λέξη να βγάλει καμιά,
Τα μάτια του γεμάτα δάκρια
Κι η καρδιά του πληγωμένη βαριά 

Κι όταν πια τον ρωτούσαμε
Τι τρέχει σαστισμένοι,
Μας είπε για τη συμφορά 
Που οι άλλοι σύντροφοι
Βρέθηκαν οι καημένοι.

Πήγαμε ένδοξε  Δυσσέα 
Ως είπες προς το δάσος
Και βρήκαμε στη χαράδρα  
Σε ξάγναντο χτισμένα,
Παλάτια καλοφτιαγμένα
Λεία πελεκημένα.

Εκεί σε μεγάλο αργαλειό
Υφαίνοντας τραγουδούσε γλυκά.
Θεά ήταν ή γυναίκα. 
Που σαν τη φώναξαν δυνατά
Τις πύλες τις λαμπερές γοργά
Πρόβαλε και  θα τις ανοίξει.
Τους κάλεσε μέσα μα ανύποπτοι
Ήταν για ότι θ'ακολουθήσει 

Έμεινα ξοπίσω  μόνο εγώ 
Που  μυρίστηκα τη παγαποντιά,
Όλοι τους γινήκαν άφαντοι
Κανένας δεν ξαναφάνηκε πια.
Κι εγώ ώρα πολύ καθόμουνα       260
Βλέποντας  από μακριά.

Αυτά είπε κι αμέσως
Πέρασα εγώ στον ώμο,
Το χάλκινο μεγάλο σπαθί μου
Μ’ασήμι καρφωμένο.

Πήρα και το δοξάρι μου
Κι είπα ν’ ακολουθήσει,
Πίσω μου ο Ευρύλοχος
Το δρόμο να μου δείξει.

Μα  κείνος τα γόνατά μου τύλιξε
Χτυπιόταν  και με παρακαλούσε,  
Με λόγια ανεμοσκόρπιστα
Που'λεγε  και με παρακαλούσε:
Μη με πας εκεί χωρίς να θέλω
Αλλά άφησέ με να μείνω εδώ 
Ξέρω πως  ούτε σύ θα γυρίσεις
Ούτε απ' τους συντρόφους μας
Άλλον εσύ θα φέρεις πίσω.

Μα με  αυτούς   ας φύγουμε
Το γρηγορότερο δυνατό
Αφού την κακιά ημέρα 
Γλιτώνουμε  με   τον τρόπο αυτό

Είπε κι εγώ με τη σειρά μου
Του απάντησα για να πω,
Κάτσε εσύ Ευρύλοχε
Στην ακρογιαλιά αυτή εδώ 
Τρώγοντας και πίνοντας
Δίπλα στο καράβι το βαθουλωτό
Μα μένα ανάγκη αβάσταχτη
Με σπρώχνει εκεί να οδηγηθώ
Είπα κι αμέσως άφησα
Το πλοίο και το γιαλό

Μα σαν πέρασα απ'   το ιερό
Και κόντευα στης Κίρκης 
Της Φαρμακεύτρας το τρανό
Να φτάσω πια αρχοντικό
Μα' σου μπροστά μου ο Ερμής
Με το ραβδί του το χρυσό

Έμοιαζε με άνδρα νεαρό 
Με  τα γένια του τα πρώτα
Και με την εφηβεία του 
Στην πιο καλή της ώρα

Πρόβαλλε και το χέρι μου       280
Το’πιασε και μου είπε  γλυκά:
Που πας δύστυχε ξανά
Άσχετος  με τα μέρη αυτά

Ξέρω πως οι σύντροφοί σου 
Στης Κίρκης βρίσκονται οι λοιποί,
Γουρούνια είναι  σε  γερούς 
Κρυψώνες σφαλιστοί.
 
Μη και  του λόγου σου εσύ
Έρχεσαι για να τους σώσεις,
Μαζί τους και συ θα; μείνεις
Πίσω δε θα γυρίσεις.

Μα συ σε μένα κόπιασε
Απ' την κακιά ώρα για να σε σώσω,
Πάρε το μαγικό βοτάνι μου
Αυτό  που θα σου δώσω,
Σκέπαζε  το κεφάλι μ' αυτό
Μέρα κακή να μη σε βρει
Σαν μπεις στης Κίρκης τ' αρχοντικό

Για όλα  τα δόλια θε να σου πω
Τα Κόλπα που θα διαλέξει,
Όπως στη σούπα που θα φας
Βοτάνια θ’ ανακατέψει.

Μα δε θα μπορέσει με αυτά 
Τα κόλπα να σε μαγέψει,
Αφού το καλό μου βότανο
Αυτό θα τ' αποτρέψει

Όλα  όμως θα σου τα πω
Όταν το μακρύ της το ραβδί
Σηκώσει να σε χτυπήσει.
Από το πόδι το σπαθί
Γρήγορα να το βγάλεις,
Όρμησε καταπάνω της
Σα να’ θελες να τη σφάξεις.

Θα φοβηθεί και θα σου πει
Μαζί της να κοιμηθείς,
Και συ πια το κρεβάτι της
Δεν πρέπει ν’ αρνηθείς.

Τότε πια τους συντρόφους σου
Και σένα θα λευτερώσει,
Το μεγάλο όμως όρκο των Θεών
Των μακαριστών να σου δώσει.

Να ορκιστεί πως συμφορά       300
Άλλη δε θα σου δώσει,
Αντριοσύνη, δύναμη γυμνός
Μπροστά της  δε θα σου κόψει.

Ο φτερωτός ξερίζωσε
Από τη γη βοτάνι,
Μου΄ λεγε τα γνωρίσματα
Κι’ όσα μπορεί να κάνει.

Κατάμαυρη η ρίζα του
Σαν γάλα το λουλούδι,
Δύσκολα το βγάζουν απ’ τη γη
Θνητοί τέτοιο βοτάνι,
Μαύρο κρεμμύδι το λένε οι θεοί
Δύσκολο να το βγάλουν
Άνδρες  από τη γη θνητοί,
Αφού  μπορούν τα πάντα 
Να κάνουν οι θεοί.

Κι απε το δενδροσκέπαστο
Νησί πια θα αφήσει, 
Και φεύγοντας  προς τον Όλυμπο
Είχα κι εγώ κινήσει
Προς της Κίρκης τ' αρχοντικό.
Όπου καθώς πήγαινα 
Το νου μου τυραννούσα
Μέχρι  στης μορφοπλέξουδης
Τις  πόρτες  θα σταματούσα.
Φώναξα και άκουσε
Βγήκε και θα  μου ανοίξει,τη φωνή 
Τις πόρτες της τις λιόφωτες
Να μπω θα μου ζητήσει.

Με μαγκωμένη την καρδιά
Την Κίρκη θ’ακολουθήσω
Και σ’ένα απ’ τους θρόνους της
Μ’ έβαλε να καθίσω.

Όμορφος ήταν με καρφιά
Φτιαγμένα με ασήμι
Κι ο θρόνος από κάτω του
Είχε μικρό σκαμνάκι.

Μου' δωσε σούπα να την πιώ
Σ’ ένα χρυσό ποτήρι,
Έριξε μέσα τ’ άτιμα
Βοτάνια και θα σερβίρει.

Μα σαν τα  ήπια και τα μάγια της
Δεν έπιασαν σε μένα,
Με το ραβδί της με χτυπά
Και μου’ πε θυμωμένα.
Στη χοιρομάντρα με τους λοιπούς  320  
Συντρόφους έλα να σμίξεις τώρα.  

Τότε με το σπαθί μου χύμηξα
Δήθεν να τη σκοτώσω 
Έσκουξε κι αφού έσκυψε 
Έπιασε τα γόνατά μου.
Κλαίοντας  μου έλεγε 
Με λόγια του ανέμου
Και με λυγμούς με ρώτησε
Ποια είναι η αφεντιά μου.
Ποιός είν' ο τόπος μου
Και ποιοί είν΄οι γονείς μου.

Κανείς θνητός δε βάσταξε
Ποτέ μου'πε αυτά τα μάγια,
Μόλις τα ήπιε και πέρασαν
Μονάχα των δοντιών τα εμπόδια.

Τα μάτια μου λέω σίγουρα
Τον Πολυμήχανο πως θωρούν,
Μα στο δικό σου το μυαλό
Τα μάγια μου δε χωρούν.

Αλήθεια ο πολυμήχανος
Μή κι είσαι  ο Οδυσσέας 
Για σένα που'λεγ’ ο Ερμής συχνά
Με το χρυσό ραβδί στο χέρι,
Πως απ’την Τροία γυρίζοντας 
Μαύρο καράβι εδώ θα σε φέρει.

Στη θήκη του το κοφτερό
Βάλτο να φιλιωθούμε,
Να πάμε στο κρεβάτι μου
Μαζί ν' αγκαλιαστούμε .
Στο  στρώμα και στην απόλαυση
Τη σιγουριά  θα βρούμε.

Αυτά σαν είπε τότε εγώ
Αμέσως της απαντώ.
Λέγοντας Κίρκη πως ζητάς
Να’ μαι γλυκός μαζί σου,
Όταν συντρόφους μου κρατάς
Σαν χοίρους στο μαντρί σου
Κι εμένα εδώ που με κρατάς      340
Με δόλιο με καλείς σκοπό,
Να ρθώ στην κάμαρά σου 
Στο κρεββάτι σου ν' ανεβώ
Κι έτσι  αντρειοσύνη και δύναμη 
Μου πάρεις όταν γδυθώ

Μα ποτέ στο στρώμα σου εγώ
Δε θέλω να πλαγιάσω,
Αν δε θελήσεις ώ θεά 
Μεγάλο όρκο να δώσεις,
Πως σε μένα  άλλο κακό
Δε θα σκεφτείς να κάνεις.

Είπα κι εκείνη ορκίστηκε
Όπως της το’ χα ορίσει,
Κι όταν τον όρκο έδωσε
Και είχε πια τελειώσει
Τότε στης Κίρκης το πανέμορφο 
Κρεββάτι είχα σκαρφαλώσει

Τέσσερις δούλες είχαν  ωστόσο
Όλων των χώρων τη φροντίδα,
Απ' τις πηγές κατάγονταν 
Κι από τα δάση μέσα,
Απ' τους ιερούς  τους ποταμούς 
Που ρέουν  μπροστά στο κύμα.

Μια απ' αυτές σ' όλους τους θρόνους  
Έβαζε  αρχοντικά χαλιά,
Από πάνω ως κάτω κόκκινα
Και από κάτω τους λευκά.

Η άλλη μπροστά στους θρόνους 
Έσερνε τραπέζια ασημένια
Κι απάνω τους αράδιαζε
Χρυσόπλεχτα πανέρια.

Η τρίτη σ' ασημένιο κάνιστρο
Ανακάτευε γλυκό κρασί
Νερώνοντάς το και σε κύπελλα
Χρυσά το μοίραζε αυτή 

Η τέταρτη έφερε νερό              360
Και κάτω από τρίποδα τρανό
Άναψε φωτιά μεγάλη,
Που ζέσταινε το νερό. .  
    
Και το νερό σε χάλκινο
Έβρασε σε λέβητα αστραφτερό
Κι αφού το έκανε μετά ανεκτό
Το πήρε απ' τον  τρίποδα τον τρανό.
Κι απε  βάζοντάς με  στο λουτρό.
Περνά  ώμους και κεφάλι
Κι απ' το κορμί μου  τη βαριά 
Κούραση θα μου βγάλει .

Σαν μ’ έλουσε με άλειψε 
Με λάδι ευωδιαστό,
Χλαμύδα μού’βαλε καλή
Χιτώνα πλουμιστό.

Σε  θρόνο εκείνη μ' έβαλε
Αργυροκάρφωτο τορνευτό,
Μου' βαλε καιποδόσκαμνο 
Από κάτω για να πατώ.

Μια παρακόρη με χρυσό
Πανέμορφο  κουμάρι,
Νερό  έριχνε  για να νιφτώ
Σε ασημιά λεκάνη.

Μπροστά μου κι ένα σκαλιστό
Τραπέζι θα μου στρώσει 
Κι άλλη μια σεβάσμια 
Με χαρά θε να μου δώσει,
Ψωμί,φαγητά περίσσια 
Και να φάω θα με καλέσει.
Μα δεν μπορούσα εγώ
Αλλού  σκέψη η δική μου, 
Αφού πολλά δυσάρεστα
Πρόβλεπε η ψυχή μου.

Η  Κίρκη σαν κατάλαβε
Πως ήμουν εκεί μα στα φαγητά
Δεν άπλωνα τα χέρια
Και θλίψη είχα στην καρδιά,
Ήλθε κοντά μου  κι' άρχισε
Να λέει με λόγια φτερωτά:
Γιατί τάχα  είσαι έτσι βουβός
Και  τρως  τα μέσα; σου  Οδυσσέα,
Ούτε ψωμί δεν άγγιξες
Ούτε πιοτό μια; στάλα.
 
Αν σκιάζεσαι γι άλλη απάτη           380
Δεν πρέπει να έχεις φόβο,
Γιατί ήδη εγώ ορκίστηκα
Τον όρκο το πιο μεγάλο .

Έτσι είπε  και γυρίζω εγώ
Αμέσως και της απαντώ:
Ποιός άντρας που είναι δίκαιος
Ανέχεται ποτό και φαγητό,
Αν δεν λυθούνε πρώτα
Οι σύντροφοι κι αφού τους δει
Με τα δικά  του μάτια

Μα πράγματι αν πρόθυμα
Με καλείς να φάω  και να πιώ, 
Λύσε τ' αγαπημένα μου αδέλφια.
Με τα μάτια μου να τα ιδώ.

Είπα κι απ' τα παλάτια της
Η Κίρκη προς τα έξω θα κινήσει ,
Κρατώντας ραβδί στο χέρι,
Της χοιρομάντρας την πόρτα θ' ανοίξει.

 Όταν τους έβγαλε από κει
Έμοιαζαν με εννιάχρονα θρεφτάρια.
Απέναντί της στάθηκαν
Κι αυτή  στον καθένα μπροστά
Ερχόμενη τον άλειφε
Με φάρμακα ξεχωριστά.

Οι τρίχες όλες έπεσαν
Αυτές που’ χαν φυτρώσει,
Όταν η Κίρκη σε χυλό
Βοτάνι τους είχε δώσει.

Ξανάγιναν αμέσως άνθρωποι 
Από πρωτύτερα πιο νεαροί,
Πιο όμορφοι και στο ανάστημα
Φαινόταν πιο ψηλοί.

Αμέσως με γνωρίσανε
Τα χέρια μου θα μου σφίξουν
Κι ο γόος τους τ’ αρχοντικό
Κλάματα θα γιομίσουν.

Κι η Κίρκη τη συμπόνοια της
Θέλοντας να μου δείξει,
Κοντά μου ήρθε κάθισε                 400
Θέλοντας να μου μιλήσει.

Γιε του Λαέρτη θεϊκέ
Μ' έξυπνο το μυαλό σου,
Πήγαινε τώρα στο γιαλό
Στο πλοίο το γοργό σου, 
Βγάλτε το πρώτα στη στεριά
Κι όλα πράγματα και πανιά
Πάτε τα μέσα σε σπήλιους;
Κι ύστερα έλα φέρνοντας
Μαζί σου τους; συντρόφους.

Την άφοβη μου την καρδιά
Τη έπεισαν τα λόγια.
Κίνησα τότε για γιαλό
Στο γρήγορο καράβι
Και βρήκα τους συντρόφους μου
Μπροστά στο ακρογιάλι,
Να δέρνονται και πικρά
Κάτω στη γη να ρίχνουνε
Δάκρυα που ήταν καυτά.

Όπως τα μοσχαράκια έκαναν
Τριγύρω απ'  τις γελάδες
Σαν έρχονται στο μαντρί 
Από γρασίδι χορτάτες,
Όλα μπροστά τους  χοροπηδούσαν
Που οι στάνες; να μην αντέχουν,
Και μούγκριζαν  ακατάπαυστα
Τρέχοντας  γύρω από τις μάνες,
Έτσι κι αυτοί σαν μ' είδανε
Με τα δικά τους μάτια
Δάκρυα έχυναν τόσα πολλά
Που στο μυαλό τους φάνηκε
Πως φτάσανε στην πατρίδα
Στην πετρωτή  Ιθάκη,
Εκεί που γεννηθήκανε
Κι εκεί που μεγαλώσαν.

Θρηνώντας τότε μου' λεγαν 
Με φτερωμένα λόγια
Για το  γυρισμός σου ώ θεϊκέ
Χαρήκαμε πολύ,
Όση στο Θιάκι αν φτάναμε 
Τη γη μας την πατρική.
Αλλ' έλα πες μας  για των άλλων  420
Συντρόφων μας το χαμό.
Είπαν κι εγώ ευθύς απάντησα
Με λόγο ευγενικό.

Πρωτύτερα το καράβι μας
Ας βγάλουμε στη στεριά
Και στις σπηλιές ας κρύψουμε
Πράγματα και πανιά.

Ετοιμαστείτε γρήγορα
Και μένα ακολουθείτε,
Να δείτε τους συντρόφους μας
Στης Κίρκης τα ιερά παλάτια
Να τρώνε και να πίνουν,
Αφού όλα όσα επιθυμούν
Άφθονα τους; τα δίνουν.

Στα λόγια μου υπάκουσαν
Ο Ευρύλοχος αντιδρούσε,
Τους άλλους τους απόπαιρνε
Με λόγια που πετούσε:

Που  πάτε ορε άμοιροι
Τι συμφορές αναζητάτε;
Και μέσα; στης Κίρκης το παλάτι
Θέλετε να μαζευτείτε.

Χοίρους η Κίρκη ,λέοντες
Και λύκους θα μας κάνει
Με τη βία να της φυλάμε 
Το μεγάλο της παλάτι.

Όπως  έκανε κι ο Κύκλωπας 
Στη μάντρα του όταν μπήκαν
Οι σύντροφοί μας  και αυτός
Ο άμυαλος Οδυσσέας,
Που χαθήκανε κι αυτοί
Λόγω της δικής του τρέλας

Έτσι αυτός τους μίλησε
Κι εγώ το μελετούσα,
Το δίκοπο μαχαίρι μου
Μη και να το τραβούσα

Αν κι  ήταν συγγενής στενός
Σκέφτηκα να του κόψω
Κι αυτό το ξεροκέφαλο
Στο χώμα να το ξαπλώσω.        440

Μα οι σύντροφοί μου με λόγια
Με κράταγαν από παντού γλυκά:
Ας τον αφήσουμε θεογέννητε
Να κάθεται δίπλα kai να φυλά,
Με τη δική σου σου εντολή
Το πλοίο στην ακρογιαλιά.
Το δρόμο μόνο δείξε  μας
Προς  της Κίρκης τα παλάτια  ιερά.

Είπαν κι όλοι απ' της θάλασσας 
Ανέβηκαν τ' ακρογιάλι,
Δεν έμεινε  ουτ' ο  Ευρύλοχος 
Στο βαθουλό καράβι,
Αλλά ακολούθησε γιατί
Τα λόγια μου τον είχαν τρομάξει.

Ως τότε η Κίρκη τους λοιπούς
Συντρόφους μας στο παλάτι,
Τους έλουσε τους άλειψε
Με ευωδιασμένο λάδι.

Με πυκνοΰφαντες  τους έντυσε 
Χλαμύδες και χιτώνες,
Μεσ’ το παλάτι τρώγανε
Καλές περνούσαν ώρες.

Κι όταν αντικριστήκανε
Νοιώθοντας την ύπαρξή τους,
Βούιξαν όλα γύρω τους
Σαν άρχισαν τους θρήνους.

Με πλησίασε τότε η θεά
Η σεβαστή και μου’πε
Οδυσσέα πολυμήχανε,
Γιε του Λαέρτη θεϊκέ
Τα πύρινα τα δάκρια
Καιρός να σταματήστε.

Mόνη μου ξέρω  καλά 
Τα πόσα τραβήξατε δεινά 
Στη γεμάτη ψάρια θάλασσα
Κι όσα εχθροί σας  φονικά.
Έκαναν πάνω στη  στεριά
Μα λάτε φάτε μια μπουκιά ψωμί
Πιείτε και μια γουλιά.κρασί.        460

Στα στήθια μέσα η καρδιά
Να’ ρθει στα σύνγκαλα της,
Σαν κείνη που πρωταφήσατε
Στην κακοτράχαλη γη της Ιθάκης.

Τώρα θλιμμένοι ανήμποροι
Θυμάστε τα βάσανα σας,
Καμιά χαρά δε νιώθετε
Ποτέ μεσ’την καρδιά σας.
Γιατί πολλά σας έτυχαν
Βάσανα στη ζωή σας,

Έτσι μας είπε κι άγγιξαν
Τα λόγια την ψυχή μας.

Και τότε  συμπληρώσαμε 
Ολόκληρο χρόνο  εκεί,
Τρώγοντας πλούσια φαγητά
Και πίνοντας γλυκό κρασί.

Μα σαν ο χρόνος πέρασε 
Και κύλησαν ξανά οι εποχές,
Οι  μήνες όταν τέλειωναν
Και πέρναγαν μια μια οι μέρες,
Οι αγαπημένοι σύντροφοι 
Με φώναξαν και μου’παν
Βάλε καημένε πια στο νου
Την πατρίδα μας τη γλυκιά,
Αν να σωθείς είναι γραφτό
Και πίσω  να να γυρίσεις ,
Στην πατρική σου γη
Στ’ αψηλοτάβανό σου αρχοντικό.

Την άτρομη μου την καρδιά
Τα λόγια μ’είχαν πείσει,
Και μέχρι το βράδι τρώγαμε
Ως του ηλιού τη δύση.
Ολόγλυκο ήταν το κρασί.
Τα κρέατα κι αυτά πολλά

Κι αφού ο ήλιος χάθηκε
Πήρε βαθύ σκοτάδι
Οι άλλοι πήγανε να κοιμηθούν
Στο σκιερό παλάτι.

Κι εγώ στης Κίρκης τ’ απαλό          480
Ανεβαίνοντας το κρεβάτι ,
Στα γόνατά της πέφτω
Λέγοντας λόγια που  η θεά 
Τ'  άκουγε με ανοιχτά αυτιά.
Κι απέ κράζοντας της μίλησα
Λέγοντας λόγια πεταχτά
Ώ Κίρκη το τάξιμο που έδωσες 
Τέλειωσέ το τώρα πιά,
Στην πατρίδα θα μας έστελνες
Το θέλει κι η δική μου καρδιά
Κι οι άλλοι σύντροφοι το λαχταρούν
Που  την καρδιά μου καίνε
Τριγύρω μου πάντα σαν  θρηνούν 
Τις ώρες εσύ που λείπεις.

Αμέσως  η θεά η λατρευτή
Θα  μου μιλήσει ευγενικά:
Πολυμήχανε Οδυσσέα
Θεογέννητε γιε του Λαέρτη
Δε σας κρατώ στο σπίτι μου
Σαν σας λείψει. η πεθυμιά.

Μα άλλη πρέπει κατεύθυνση
Να πάρετε πρώτα-πρώτα
Στον Άδη να πάτε και της φρικτής 
Περσεφόνης τα παλάτια.

Να πάρετε χρησμό απ' την ψυχή
Του Θηβαίου Τειρεσία,
Του μάντη που' τανε τυφλός
Μα  που του χάρισε η Περσεφόνη
Το μυαλό του αν κι ήτανε νεκρός.
Μονάχα αυτός και οι λοιποί
Σαν ίσκιοι να τριγυρνάνε.

Τα λόγια της στα στήθια μου
Παράλυσαν την καρδιά μου
Κι απάνω στο κρεβάτι μας
Πλημμύρα τα δάκρυα μου.

Και η ψυχή μου τώρα πιά
Ζωή δεν πεθυμούσε,
Ούτ’ ήθελε το βλέμμα της
Το φως πια να κοιτούσε.

Και όταν τέλος χόρτασα
Τον κλάμα και τα ξόδια,
Στην Κίρκη τότε μίλησα
Μ’ απελπισμένα λόγια.

Κίρκη μου στο ταξίδι αυτό       500
Ποιος θα’ναι οδηγός,
Με πλοίο δεν ξανάφτασε
Στον Άδη άλλος θνητός.

Είπα κι η λατρευτή Θεά
Αμέσως θα μ’ απαντήσει,
Οδυσσέα γιέ του Λαέρτη

Τον οδηγό μη σκέφτεσαι
Αν θα  λείψει απ' το καράβι,
Άνοιξε τα λευκά πανιά
Πάκτωσε το κατάρτι,
Κάτσε και  η πνοή του βορριά
Θα σπρώχνει το καράβι.

Κι όταν με  το καράβι σου
Τον ωκεανό θα περάσεις
Όρμο θα συναντήσεις,
Όπου τα   φουντωτά θα δεις
Δάση της Περσεφόνης,
Λεύκες πανύψηλες κι ιτιές
Που πριν την ώρα τους 
Ρίχνουν τους καρπούς τους.

Πάνω εκεί  στο  πέλαγο  
Με τη δίνη ως τον βυθό,
Σαν αράξεις το καράβι
Ατός σου στου Άδη πήγαινε
Το ευρύχωρό του παλάτι.

Εκεί όπου χύνονται
Ο Περφλεγέθων κι ο Κωκυτός,
Που απ' τη Στύγα πηγάζει  κι έπειτα
Σμίγουν πριν πέσουν απ' το  βράχο
Στον Αχέροντα κι οι δυο
Με βαρύγδουπο παφλασμό.

Εκεί ήρωα σαν πλησιάσεις 
Κοντά κοντά να περάσεις,΄
Όπως  σ' αρμηνεύω τώρα
Λάκκο μια οργιά θ’ ανοίξεις
Σε πλάτος και σε μάκρος.
Σπονδή μετά  να προσφέρεις 
Σε όλους τους νεκρούς.

Μέλι και γάλα πρώτα να ρίξεις
Κι απέ κρασί γλυκό, 
Στη συνέχεια τρίτο το νερό 
Και  τέλος να  πασπαλίσεις
Κριθάλευρο χοντρό.         520

Να κάνεις και στων νεκρών
Τα άψυχα κεφάλια τάμα,
Στο Θιάκι όταν φτάσεις
Την πιο καλή  στέρφα   δαμάλα  
Μέσα στα μέγαρα να σφάξεις,
Καίγοντας; μαζί δώρα πολλά.

Κατάμαυρο λέω  να θυσιάσεις
Κριάρι στον Τειρεσία ξέχωρα,
Να είναι το  καλύτερο απ' όλα
Όσα θα έχεις πρόβατα.

Κι όταν στων σεβάσμιων  νεκρών
Τα πλήθη αναπέμψεις δεήσεις
Τότε θυσίασε εκεί κριάρι 
Και προβατίνα μαύρη.

Μα τότε  το πρόσωπό τους
Στρίψ, το προς το σκοτάδι
Κι  εσύ μακριά να κοιτάξεις,
Στις  ρέμα στο ποτάμι,
Όπου πολλές ψυχές που χάθηκαν
Θα καταφθάσουν εκεί.

Κατόπιν τους συντρόφους σου
Πρόσταξε να σηκώσουν,
Όλα τ’ αρνιά που σφάχτηκαν
Μ' άσπλαχνο χαλκό να τα κάψουν.

Εκεί αφού τα γδάρουνε
Και στη φωτιά τα κάψουν,
Στην Περσεφόνη τη φριχτή
Και στο δυνατό. τον Άδη
Παράκληση να κάνουν.

Σύρε το κοφτερό εσύ  σπαθί
Απ' το μηρό σου με γρηγοράδα,
Και μην αφήσεις των νεκρών
Τα άυλα μούτρα στο αίμα,
Να  φτάσουν πριχού ο Τειρεσίας 
Σου δώσει τη μαντεία.

Εκεί αμέσως θα φανεί αρχηγέ
Για να  σου πειί της  στράτα σου 
Πόσο ο δρόμος  θα είναι μακριά,
Και πώς μέσ' από'το πέλαγος
Περνώντας το ψαροτρόφο,
Θα φτάσεις στην πατρίδα

Αυτά μου είπε κι η χρυσή        540
Σε λίγο σαν πρόβαλε αυγούλα,
Εκείνη τότε μου ‘βαλε
Χλαμύδα και χιτώνα.

Κι η ίδια η νύμφη φόρεσε, 
Λεπτό χαριτωμένο
Αργυρόχρωμο μακρύ φουστάνι,
Ζώνη πανέμορφη χρυσή,
Φακιόλι στο κεφάλι.

Και τότε εγώ που γύριζα
Του παλατιού τους χώρους,
Ξεσήκωνα με γλυκόλογα
Τους άλλους μου συντρόφους,
Μιλώντας μ' έναν έναν μ' όλους.

Ξυπνάτε μην κοιμόσαστε
Στον γλυκό ύπνο παραδομένοι,
Πάμε ,από τη σεβαστή θεά
Την Κίρκη είμαστε οδηγημένοι.

Τους είπα και τη δυνατή
Έπεισα την καρδιά τους,
Δεν πήρα όμως από κει σωστούς
Όλους μου τους συντρόφους.

Γιατ’ ήταν κι ο Ελλήνορας
Που’ ταν μεν νεαρός,
Μα ούτε στον πόλεμο γενναίος
Ούτε στα μυαλά αποδεκτός

Από τους άλλους συντρόφους   
Εκείνος ξεχωριστά,
Δροσιά ποθώντας διάλεξε
Της  Κίρκης τα δώματα τα ιερά.
Ήταν μεθυσμένος βλέπεις πολύ

Μα όταν οι άλλοι κίνησαν
Να φεύγουν ομαδικά,
Άκούοντας ένα γδούπο
Αναπήδησε ξαφνικά.
Και από λάθος του μυαλού 
Πηγαίνοντας ξανά να κατεβεί
Απ' τη σκάλα  την αψηλή
Έπεσε καρσί απ' τη σκεπή.

Ο σβέρκος του τσακίστηκε
Φάνηκαν οι σπόνδυλοί του
Στον Άδη τον πικρόχολο
Ροβόλησε η ψυχή του.        560

Σ' αυτούς εγώ που ήλθαν  
Τούτα τα λόγια  κι είπα,
Τώρα θα λέτε στη γλυκιά
Θα πάμε πια πατρίδα .
 
Η Κίρκη όμως άλλη 
Προσδιόρισε  διαδρομή,
Στον Άδη να κατεβούμε
Στην Περσεφόνη τη φοβερή,
Χρησμό να πάρουμ'απ' του Θηβαίου
Μάντη Τειρεσία,την ψυχή.

Είπα και όλων η καρδιά
Κόπηκε μεσ’τα στήθια,
Εκείνοι πάλι έκλαιγαν
Τραβούσαν τα μαλλιά τους,
Μα όφελος δεν είχανε
Κανένατα κλάματα τους .

Φτάσαμε πια στην αμμουδιά
Στο πλοίο το γοργό θλιμμένοι,
Χύνοντας δάκρια καυτά
Βαθιά βαλαντωμένοι,

Η Κίρκη στο αναμεταξύ
Ήλθε στο μαύρο καράβι
Κι αόρατη μια μαύρη έδεσε
Προβατίνα  κι ένα κριάρι.
Ποιος άραγε θεού μπορεί να δει
Αν δεν το  θέλει ο ίδιος,
Τα μάτια  αφού πότε από δω
Ποτε απ'εκεί πηγαίνει εκείνος


Ραψωδία λ 

O Oδυσσέας  μιλά  για την πορεία 

    μετά την Κίρκη

Σα φτάσαμε στη θάλασσα    1
Και κάτω στο καράβι,
Το σύραμε στα κύματα
Πρώτα τα θεϊκά και μετά
Υψώσαμε το κατάρτι
Απέ και τα πανιά.

Μπήκαμε μέσα όλοι μας
Βάλαμε και τ’αρνιά,
Κατάκαρδα θλιμμένοι
Χύνοντας δάκρια καφτά.

Πίσ’απ’ το γαλαζόπλωρο
Καράβι μας αγέρας πρίμος,
Φούσκωνε όλα τα πανιά 
Ο πιστός μας εκείνος  φίλος,
Η Κίρκη η καλλιπλέξουδη θεά
Που όμως  θνητής είχε μιλιά.

Βολέψαμε και τα πανιά
Και καθισμένοι στο πλοίο μέσα, 
Ο άνεμος κι ο  κυβερνήτης
Το πήγαιναν πια  καλά.      10

Κι ολημερίς το πλοίο μας
Με φουσκωμένα τα πανιά.
Αρμένιζε στ' ανοιχτά

Κι άμα ο ήλιος έδυσε
Ίσκιωσαν κι οι θαλάσσιοι δρόμοι,
Όπου στου πέλαγου  τότε  πια
Φτάσαμε την εσχατιά.
Με  ρέματα  πολύ βαθιά.

Εκεί και των των Κιμμέριων 
Το κάστρο είν' κι η χώρα,
Τυλιγμένοι μέσ'τη συννεφιά 
Απέ και στην αντάρα.

Κι ο ήλιος με τις ακτίνες του
Εκεί ποτέ δε διακρίνεται
Ούτε σαν παίρνει τον ανήφορο
Στων αστεριών τα ουράνια,
Μήτε όταν πάλι προς τη γη
Στέφεται απ' τα μεσουράνια,
Μόνο ολέθρια απλώνει
Στους δύσμοιρους θνητούς σκοτάδια.

Κι  όταν  φτάσαμε πιά εκεί
Το καράβι οδηγήσαμε  στην ακτή.
Βγάλαμε τα πρόβατα από μέσα
Κι απ' του πελάγου το ρέμα  δίπλα   20
Το δρόμο πήραμε στη στιγμή,
Έως ότου σε τόπο φτάσαμε
Όπως η Κίρκη μας είχε πει.

Ο Οδυσσέας έφτασε στον Άδη 

με προτροπή   της Κίρκης.

Ο Περιμήδης μπρός μου τα σφαχτά          23
Τ’ άδραξε κι ο Ευρύλοχος,
Κι εγώ τραβώντας  από το μηρό
Το κοφτερό μου ξίφος.
Άνοιξα λάκκο μια οργιά
Του πλάτους και το μάκρους
Κι γύρω γύρω έκανα σπονδή
Σ' όλους τους πεθαμένους.

Μέλι  και γάλα στην αρχή
Μετά κρασί πολύ γλυκό,
Το τρίτο ήταν το νερό
Κι απάνω τους  αλεύρι απ’το λευκό.

Και στα κεφάλια τα νεκρά
Έταζα σπίτι μου να σφάξω,
Στέρφα δαμάλα διαλεχτή
Στην Ιθάκη όταν θα φτάσω
Την πιο καλή και τη φωτιά
Με δώρα να γιομίσω,

Κατάμαυρο  κριάρι χωριστά
Διαλεχτό στο κοπάδι μας μέσα
Να θυσιάσω έταξα στον Τειρεσία.
Κι όταν με τάματα  και προσευχές
Τα πλήθη των νεκρών ικέτευσα,
Έπιασα και στο λάκκο απάνω 
Έγδαρα απε τ' αρνιά.

Κι ως έτρεχε μαύρο αίμα τους
Να’σου  κι οι ψυχές σε λίγο
Των νεκρών που απ' το σκοτάδι 
Βγήκαν από κάτω το πηχτό
Κοριτσόπουλα ,αγόρια λεύτερα
Βασανισμένοι γέροντες
Λεύτερες τρυφερές που πρόσφατα 
Θρηνήθηκαν κι ήταν θυμωμένες

Πολλοί που χτυπηθήκανε           40  
Με χαλκινα κοντάρια 
Άνδρες που σε πολέμους έπεσαν
Άρματα κρατώντας ματωμένα.    
   
Κι όλοι το λάκκο έζωναν
Χιλιάδες από παντού φερμένοι,
Έτρεχαν και ουρλιάζανε
Που χλώμιασαν  και μένα ακόμη,

Μα τότε στους συντρόφους μου
Είπα να κάψουν εκείνα  τ' αρνιά,
Που κείτονταν σκοτωμένα
Από άσπλαχνο  χαλκό μαχαιρωμένα.
Δέηση στους θεούς να υψώσουν
Στην Περσεφόνη τη σκληρή 
Και στον Άρη το μεγαλοπρεπή..

 Απ’το μηρό μου τράβηξα
Το ξίφος μου το μυτερό,
Κάθισα και  δεν άφηνα
Τ' άψυχα κεφάλια των νεκρών
Στο αίμα να ζυγώσουν κοντά,
Προτού ο μάντης Τειρεσίας
Μου δώσει μαντεψιά

Πρώτη ήλθε του συντρόφου μας
Ελπήνορα η ψυχή,
Που δεν του είχε ακόμα σκεπάσει
Η  πλατύδρομη γη  το κορμί .

Αφού τ'  αφήσαμε το σώμα του 
Στης Κίρκης παλάτι,
Άκλαυτο κι άθαφτο γιατί
Μας έσπρωχνε άλλ’ ανάγκη.

Kαι σαν τον είδα δάκρυσα
Με την καρδιά κομμάτια,
Να του μιλώ ξεκίνησα
Με λόγια του ανεμοπαρμένα.

Ελπήνορα πως έφτασες
Μεσ’ το θολό σκοτάδι,
Πεζός εσύ με πρόλαβες
Κι ας είχα εγώ καράβι.

Καθώς εγώ του μίλησα
Με θρήνο θα μ' απαντήσει:   60
Οδυσσέα πολυμήχανε              
Θεογέννητε γιε του Λαέρτη,
Οργή θεού με τύφλωσε
Κι ανείπωτο μεθύσι.

Ξαπλωμένος όπως ήμουνα
Στ’ αρχοντικό της Κίρκης,
Δε σκέφτηκα την αψηλή
Τη σκάλα της αυλής της.
Και από λάθος του μυαλού 
Πηγαίνοντας ξανά να κατεβώ
Απ' τη σκάλα  την αψηλή
Έπεσα καρσί απ' τη σκεπή.
Ο σβέρκος μου τσακίστηκε
Φάνηκαν οι σπόνδυλοί μου
Στον Άδη τότε πια
Ροβόλησε η ψυχή μου.     

Έπεσα κουβάρι αντίκρυ της
Απ’τη σκεπή ίσια κάτω,
Ο σβέρκος μου πετάχτηκε
Με κόκκαλα προς τα έξω.

Έτσι ροβόλησ’η ψυχή
Στον άχαρο τον Άδη.

Και τώρα εγώ ορκίζω εσένα
Σ' όσους άφησες πίσω σου
Και δεν είναι τώρα εδώ
Το ταίρι σου, τον πατέρα σου
Που σ’έτρεφε  όταν ήσουν μωρό ,
Aκόμα και στο μοναχογιό σου
Τον Τηλέμαχο που στ' αρχοντικό
Τον άφησες όταν έλειπες .

Γιατί το ξέρω απ’το βαθύ
Τον Άδη θα γυρίσεις,
Στης Αίας(Κίρκης) πάλι το νησί
Το πλοίο σου θα προσορμίσεις.

Βασιλιά μου εκεί σ΄εκλιπαρώ
Εμένα να θυμηθείς
Κι άθαφτο πίσω κι άκλαυτο
Μη φύγεις και μ' αφήσεις,
Θύμα οργής να μη  με κάνουν
Κάποιοι θεοί που μάνητα
Με σένα έχουν .

Με τ' άρματα να με κάψεις
Όσα ήταν δικά μου απ' εκείνα
Και στο ακρόγιαλο της θάλασσας
Χτίσε κοντά ένα μνήμα.
Τον άνδρα το δυστυχή
Να θυμούνται οι στερνοί 
Κι όταν τούτα τελειώσεις
Μπήξε στο μνήμα κι ένα κουπί,
Από κείνα που κωπηλατούσα
Με τους συντρόφους μας μαζί

Αυτά σαν μου' πε τότε εγώ 
Με τη σειρά μου θα του απαντήσω
Όλα αυτά για σένα δύστυχε
Μέχρι το τέλος θα εκτελέσω

Οι δυο μας σαν  ανταλλάξαμε
Λόγια λυπητερά,
Εγώ το χασαπομάχαιρο
Πάνω.από το αίμα κρατούσα σφιχτά
Κι ο ίσκιος του συντρόφου μου
Απ' την άλλη μεριά 
Έλεγε λόγια πολλά 

Σε λίγο ήλθε κοντά μου κι  η ψυχή
Της κόρης του μεγάλου  Αυτόλυκου 
Μητέρας μου Αντικλείας,
Που ζωντανή την άφησα
Στον πηγαιμό της άγιας Τροίας.

Και σαν την είδα δάκρυσα
Μάτωσε η καρδιά μου,
Μα δεν την άφησα κι αυτή
Στο αίμα να’ρθει κοντά μου.

Μ’όλο τον πόνο που’ νιωθα
Mαζί της να μιλήσω,
Toν Τειρεσία έπρεπε
Πρώτα να συναντήσω.

Tου Τειρεσία η ψυχή
Τότ’ήρθε του Θηβαίου,
Σκήπτρο κρατούσε ολόχρυσο
Που με γνώρισε λέγοντας μου.
 
Γιε του Λαέρτη θεϊκέ
Πολυμήχανε Οδυσσέα,
Γιατί δόλιε άφησες
Του ήλιου την αψάδα.
Ki ήλθες  εδώ  νεκρούς να δεις
Σε δύσμοιρη κοινωνία?

Αλλ' απ' το λάκκο  απομακρύνσου 
Και κράτησε αλάργα
Το   σπαθί σου  το μυτερό, 
Να πιώ απ' αυτό το αίμα
Κι απε την αλήθεια θα σου πω.

Σαν είπε την  ασημοκάρφωτη
Απέσυρα τότε  τη σπάθα.
Κι όταν το μαύρο ο άριστος
Προφήτης ήπιε το αίμα,
Άρχισε τότε να μιλά
Και μου’πε αυτά τα λόγια.                  100

Τον γλυκοπόθητο ζητάς
Οδυσσέα γυρισμό σου,
Μα δύσκολα κάποιος θεός
Θα κάνει το δικό σου.

Nα ξέρεις πως ο σαλευτής(Ποσειδώνας)
Του κόσμου έχει θυμώσει,
Και έχει μίσος στην καρδιά
Το γιο του που’ χες τυφλώσει,

Παρ’όλα αυτά θα φτάνατε
Τραβώντας βάσανα πολλά,
Αν εσύ και το συνάφι σου.
Το θέλετε  πραγματικά.

Μόλις της  Θρινακίας το νησί
Πρώτα θα βρεις ν' αράξεις ,
Με το γερό σου το σκαρί
Αν το μενεξεδένιο πέλαγο
Εσύ το ξεπεράσεις,

Όπου εκεί θα βόσκουνε
Τα βόδια και τα  παχιά αρνιά,
Του Ήλιου που όλα τα βλέπει
Και τ' ακούει από ψηλά.

Άφήσέ τα απείραχτα 
Γυρισμό αφού σχεδιάζεις,
Έτσι  κι αν περάσεις βάσανα ,
Στην Ιθάκνη τελικά θα φτάσεις.

Αν όμως  τα πειράξετε,
Βέβαιη βλέπω  καταστροφή,
Του καραβιού, δική σου
Και  των συντρόφων σου μαζί.

Και αν σωθείς, πολύ αργά
Θα φτάσεις δυστυχώς,
Μα  δίχως τους συντρόφους σου
Με ξένο πλοίο μοναχός.
Βάσανα θα βρεις στο σπίτι σου 

Το βιός σου κατατρώγουν
Άτομα αυθάδη που προσφέρουν,
Προίκες στην ισόθεη γυναίκα σου,
Παλεύοντας να σου την  πάρουν.

Μα εσύ σαν πας  θα εκδικηθείς
Εκείνων τις ανομίες όλες         120

Κι όταν τους μνηστήρες πια
Περάσεις  από λεπίδι,
Με πονηριά ή φανερά
Μεσ’το δικό σου σπίτι,

Κι αφού πάρεις στα χέρια σου 
Κουπί  έπειτα ταιριαστό,
Τράβα όσο να φτάσεις 
Σε  άσχετο από θάλασσα λαό,
Π' ούτε και αλάτι βάζουνε 
Ανάμεικτο με το φαγητό.

Μήτ’ από πλοία ξέρουνε
Που κόκκινη πλώρη έχουν,
Ούτ' από  κουπιά καλάρμοστα
Που σαν φτερά τα πλοία κατευθύνουν.
 
Κι ένα  σημάδι αλάθευτο
Θα σου το πω να ξέρεις
Που λάθος να μη κάνεις.

Άμα πάνω στη στράτα σου
Συναντήσεις κάποιον πεζό
Και λυχνιστήρι πει πως κουβαλάς
Στον   ώμο σου το λαμπερό,
Το καλάρμοστο  κουπί αυτό,
Μπήξε το  στη γη βαθιά.

Κι αφού προσφέρεις  καλές  θυσίες 
Στον Ποσειδώνα το βασιλιά, 
Με κριάρι, κάπρο  νεαρό
Και  νταβραντισμένο ταύρο,
Στην πατρίδα σου τότε γύρνα
Και πρόσφερε μεγάλες θυσίες
Σε όλους χωρίς διάκριση 
Τους αθάνατους, που διαφεντεύουν
Όλα πλάτη  στον ουρανό.

Και μακριά από θάλασσες
Ο θάνατος σου θε να ' ρθεί,
Γλυκός ,γαλήνιος
Σε αρχοντικά βαθιά γεράματα
Σπίτι σου να σε βρει
Κι ευτυχισμένοι να' ναι  ολόγυρα
Όλοι σου οι λαοί.

Όσα εγώ αδιάψευστα               140
Που ήξερα σου τα είπα.

Τ’ απάντησα σαν μίλησε
Με λίγα μόνο λόγια.
Τα προκαθόρισαν οι θεοί
Οι ίδιοι Τειρεσία,

Μα ξήγησε μου και αυτό
Και πες μου την αλήθεια,
Είν’ η ψυχή της νεκρής  μάνας μου
Αυτή  που βλέπω εδώ μπροστά
 
Που κάθεται στο αίμα κοντά
Κι ούτε προς το γιο της 
Πρόθυμη ήταν να κοιτάξει,
Ούτε να του μιλήσει.
Πες μου αφέντη αν γίνεται
Ποιός είμαι ν' αναγνωρίσει.

Κι ως είπα με τη σειρά του 
Αμέσως θα μου απαντήσει;

Εύκολο πράγμα μου ζητάς
Και το μυαλό σου θα φωτίσω

Όποιον στο αίμα απ’τους νεκρούς
Αφήνεις να πλησιάσει,
Λόγο αληθινό θα απευθύνει
Κι όποιον δε θες ξωπίσω του
Εκείνος  θα φύγει πάλι

Αυτά  σαν είπε η ψυχή
Του άρχοντα Τειρεσία, 
Στον Άδη θα γυρίσει τα παλάτια
Σαν όλα πια τ' αράδιασε
Της μοίρας τα γραμμένα

Μα εγώ αμετακίνητος 
Καθόμουν εκεί πέρα,
Ώσπου ήλθ' η μάνα μου  
Και ήπιε απ' το μαύρο αίμα.

Μεμιάς  ποιός ήμουν κατάλαβε
Και κραυγάζοντας γοερά
Μου μίλησε μ'αλλόκοτα
Με μπερδεμένα λόγια:
Γιε μου πως έφτασες ζωντανός
Στ' ανήλιαγα   σκοτάδια κάτω
Αβάσταχτο είναι για τους ζωντανούς 
Να βλέπουν τούτα εδώ.

Σ' άγριες ανάμεσά μας ρεματιές
Κυλούν τρανά ποτάμια,
Μα πιο μπροστά τον ωκεανό
Όντας πεζός να τον διαβεί
Σε κανένα δεν είναι μπορετό,
Εκτός  αν διαθέτει αυτός
Καράβι πολύ καλοκαμωτό.      160

Μην τώρα από την Τροία πια
Με πλοίο   και με συντρόφους 
Φτάνεις  περιπλανώμενος εδώ
Μετά από πολύ καιρό;

Και στην Ιθάκη ακόμα
Ακόμα δεν πήγες,
Ούτε  το ταίρι σου μέσα
Στα μέγαρα το είδες;

Με δυο μου λόγια τότε εγώ
Έτσι της απαντώ,
Μάνα η ανάγκη μ'έκανε 
Στον Άδη να κατεβώ.
Απ' του μάντη Τειρεσία την ψυχή
Χρησμό ήλθα να πάρω.

Aυτά σαν είπε τότε εγώ
Της μίλησα και της είπα:
Σε χώμα Αχαιών κοντά 
Δε βρέθηκα ακόμα
Ούτε πάτησα δικό μας χώμα,
Περιπλανιέμαι μοναχά 
Σ' ατέλειωτη  συμφορά 
Από τότε που ακολούθησα 
Τον Αγαμέμνονα απ' την αρχή,
Στην Τροία που μεγάλωναν
Άλογα ξακουστά πολύ,
Τους Τρώες να πολεμήσω.

Με  όλη την αλήθεια,
Έλα πες μου τούτο δα
Ποιός την καρδιά σου έριξε
Κάτω του θανατά.

Μήπως αρρώστια μακρόσυρτη
Για η τοξοβόλα Άρτεμη 
Με  σαϊτιές χωρίς πληγές
Σου πήραν τη ζωή.

Πες μου για τον πατέρα μου
Και το γιο μου που' χω αφήσει,
Τα πρωτεία μου αν  κρατούν ακόμα
Ή  άλλος απ' τους άνδρες τα'χει.
Νομίζοντας πως εγώ ποτέ
Πίσω πως θα γυρίσω πια.

Μα πες μου και για της γυναίκας μου      180
Τα θέλω  και τα μυαλά ,
Αν μένει κοντά με το παιδί
Το σπίτι αν κουμαντάρει καλά,
Ή κανένας από τους Αχαιούς 
Τρανός την έχει πάρει πιά
 
Είπα κι αυτή μ’ απάντησε
Η μάνα μου η σεβαστή,
Πως μένει μεσ' τ’ αρχοντικό
Με μια  καρδιά κλειστή.
 
Πικρές οι νύχτες της περνούν
Κι οι μέρες της όλο θλίψη,
Την όμορφη βασιλεία σου
Κανείς δεν έχει κλέψει.
 
Αλλά ο Τηλέμαχος με ηρεμία
Καρπούται τα περβόλια.
Στα δείπνα συμμετέχει
Κι αφού όλοι τον προσκαλούν
Απ' όσα  ο δικαστής διαλέγει,
Σε κείνα μόνο πηγαίνει
Κι εκείνος ο πατέρας σου 
Στο κτήμα του μένει μέσα,
Δεν κατεβαίνει πια στη χώρα. 
Κρεβάτι δεν έχει ούτε στρώμα
Μα ούτε  και σκεπάσματα 
Και κεντητά σεντόνια.
 
Μα σαν καταφτάνει χειμωνιά
Κοιμάται μέσ'το σπίτι 
Δίπλα στο τζάκι καταγή,
Με φθαρμένα ρούχα του.
Εκεί μαζί κι οι μπιστικοί.

Tο καλοκαίρι ως το φθινόπωρο
Που αφθονούν τα φρούτα
Όπου βρεθεί σε ξέφωτο
Στ' αμπελοχώραφό του μέσα
Με στρώμα του τ' αμπελόφυλλα  
Που' ναι κάτω πεσμένα
Και κείτεται εκεί με στεναγμούς
Με αμέτρητο να' χει  πόνο 
Ποθώντας το δικό σου γυρισμό.
Και  τα γεράματα βαριά.                                200

Γι' αυτό  ατή μου χάθηκα
Κι ο  θάνατος με βρήκε, 
Δεν έτρεξε στο σπίτι μου
Να μ’ εύρει η τοξεύτρα.
Η καλοσημαδεύτρα.

Γιατί  ούτε  αρρώστια φοβερή
Καμμιά δεν μου'χε πέσει
Που να μου λειώνει το κορμί
Και τη ζωή μου μετά να πάρει.

Mον’ ο δικός  καημός εμένανε
Οι κουβέντες σου ένδοξε Οδυσσέα,
Κι η  πραότητά μου' λειψαν 
;Με τη μελόγκλυκιά σου καρδιά. 

Έτσι είπε και τα στήθια μου
Τα φλόγιζε μια λαχτάρα,
Να αγκαλιάσω την ψυχή
Απ' τη νεκρή μου μάνα μάνα.
 
Όρμησα τότε τρεις φορές
Ποθώντας να να την αγκαλιάσω,
Τρεις φορές όμως απ' τα χέρια μου
Σαν ίσκιος και σαν όνειρο 
Πέταξε και  θα τη χάσω.
 
Κι ο πόνος μου ανέβαινε
Πικρός απ’την καρδιά
Φωνάζοντας της έλεγα
Mε λόγια θλιβερά:
 
Μανούλα  γιατί δε στέκεσαι
Που θέλω να σ'ακουμπήσω
Ν’ αγκαλιαστούμε τρυφερά,
Στο θρήνο μας στον  Άδη τον παγερό
Παρηγοριά κι οι δυο να βρούμε

Mην είσαι κάποιο αερικό
Που το’στειλε η Περσεφόνη,
Στενάζοντας έτσι πιότερο
Ο πόνος να μεγαλώνει.

Είπα και η μανούλα μου
Απάντησε η δόλια  αμέσως:
Αχ γιε μου απ’όλους πιο πολύ
Στον κόσμο ο δυστυχισμένος.
Όχι εσένα δε σε ξεγέλασε
Η κόρη του Δία η Περσεφόνη,     220
Όμως αυτή’ ναι η  μοίρα των θνητών 
Όταν κανείς πεθαίνει.

Τα κόκαλα ,τις σάρκες του
Τα νεύρα δεν τα συγκρατούν,
Αλλά α δαμά;ζει  η δύναμη
Της θέρμης κι έτσι λιώνουν.
Αφού πρώταπαρατήσει 
Τα άσπρα κόκκαλα η ζωή 
Απε σαν  όνειρο η ψυχή
Πετώντας φτερουγίζει
 
Μον πήγαινε γοργά στο φως
Αφού εδώ όλα τα μάθεις
Κατόπιν στη γυναίκα σου
Να’χεις να της περιγράφεις.
 
Aυτές; σαν ανταλλάξαμε
Εμείς; οι δυο τις κουβέντες,
Ήλθαν γυναίκες απ' τη φοβερή
Την Περσεφόνη ξεσηκωμένες
Όλες γυναίκες αρχηγών
Ήταν και θυγατέρες,

Στο μαύρο αίμα ολόγυρα
Όλες; σαν μαζωχτήκαν, 
Για να ρωτήσω εγώ την κάθε μια 
Σκεφτόμουν πως να γινόταν.
Κι η σκέψη αυτή μου φάνηκε
Η πιο καλή πως ήταν.

Aπ’το μηρό μου τον παχύ
Τράβηξα το μακρύ  μου  σπαθί
Και δεν τις άφησα να πιούν
Το αίμα όλες μαζί.

Η μια μετά την άλλη ερχότανε 
Τότε η κάθε μια τους
Κι εγώ για  όλες μάθαινα 
Ποια ήταν η γενιά τους.
 

Τότε είδα πρώτη την Τυρώ
Που’ταν αρχοντοπούλα
Και μου’λεγε πως πατέρα της
Eίχε το Σαλμωνία.;.
 
Για άντρα  είχε  τον ο Κριθιά(Κριθέας)
Του Αιόλου  το λεβεντογιό,               240
Μ' αγάπησε το  θείο Ενιπέα 
Τον ομορφότερο στη γη ποταμό,
Γι' αυτό στου Ενιπέα δίπλα
Τα δροσερό του νερά
Σύχναζε ολημερίς η Τυρώ. 
 
Ο σαλευτής του κόσμου(Ποσειδώνας)
Παίρνοντας του ποταμού  τη μορφή,
Στου αφρισμένου πήγε κοντά της
Ενιππέα την εκβολή 
 
Άλικο κύμα σαν βουνό
Υψώθηκε καμπουρωτό,
Κι έκρυψε ολοτρόγυρα
Θνητή γυναίκα.και θεό.
 
Μέσα στον ύπνο έλυσε
Τη ζώνη απ’ την  παρθένα.
Κι όταν της αγάπης τέλειωσε
Ο  θεός τα έργα ,
Το χέρι της σφίγγει τρυφερά 
Και με τούτα τα λόγια της μιλά:
Να χαίρεσαι γυναίκα την αγάπη μου
Κι όταν γυρίσει ο χρόνος
Θα κάνεις πανέμορφα αγόρια,
Γιατί η στρώση των θεών
Δεν είναι δίχως φώλια,
Εσύ αυτά να τα νοιαστείς 
Να τα μοσχαναθρέψεις.
Μα σύρε τώρα  σπίτι σου
Και μη με μαρτυρήσεις,
Ο Ποσειδώνας είμαι εγώ 
Να ξέρεις ο κοσμοσείστης
Έτσ’είπε και στο πέλαγο
Εβούτηξε το ταραγμένο.

Κι αυτή κυοφορούσα γέννησε
Το Νηλέα   και  τον Πελία,        260                 
Που και οι δυο δοθήκανε
Στη δούλεψη του μεγάλου Δία.

Στην Ιωλκό που ήτανε
Σε έκταση μεγάλη,
Ζούσε ο Πελίας βόσκοντας 
Πολλών αρνιών κοπάδι
Και ο Νηλέας τράβηξε
Στην  Πύλο την αμμουδερή.
Άλλους  στον Κριθέα χάρισε
Ως βασιλιά γυναίκα,
Τον Κριθέα ,τον Αίσονα
Το Φέρη και τον Αμυθάονα.

Τη κόρη του μετά Ασωπού
Την Αντιόπη είδα
Που καμάρωνε πως κοιμήθηκε
Στην αγκαλιά του Δία.
 
Κι έκανε παλληκάρια δυο
Το Ζήθο και τον Αμφίονα,
Που πρώτοι την εφτάπορτη
Εκτίσα;νε  τη Θήβα
 
Έχτισαν κάστρο ολόγυρα
Στην πόλη που’ταν  πλατιά
Κι ατείχιστη δεν φυλάγονταν
Αν κι  είχαν  παλληκαριά
 
Eίδα και την Αλκμήνη
Το ταίρι του Αμφιτρίωνα,
Πού’κανε το λιονταρόψυχο
Κι ατρόμητο Ηρακλέα.
Στου Δία του παντοδύναμου
Σαν πλάγιασε την αγκαλιά

Του Κρέοντα του δυνατού τ
Είδα την κόρη του τη Μεγάρα, 
Που του Αμφιτρίωνα ο γιός 
Που'ταν στη δύναμη σκληρός,
Την είχε για γυναίκα.

Μετά τη  είδα του Οιδίποδα
Την  όμορφη μάνα Επικάστη(Ιοκάστη),
Που έκανε πράξη ανήκουστη
Χωρίς  να το καταλάβει.
Αφού το δικό της γιο 
Για άντρα της θα τον πάρει.

Αυτόν που τον πατέρα του
Τον ίδιο είχε σκοτώσει,
Χωρίς να το ψάξουν  οι  θεοί
Στους ανθρώπους το' χαν διαδώσει         280

Μα κείνος με πίκρες βασίλευε
Στη Θήβα την πολυαγαπημένη,
Και των θεών τη  βούληση 
Την ολέθρια  θα υπομένει
 
Κι αυτή τότε κατέβηκε 
Στον Άδη το δυνατό πορτιέρη,
Κρεμώντας μια τραχιά θηλιά 
Στου σπιτιού το πιο ψηλό δοκάρι,
Από θλίψη πολύ βαθιά
 
Σ' εκείνον  πίσω βάσανα
Άφησε πάρα πολλά,
Όσα της μάννας φέρνουνε 
Οι Ερινύες στα σπιτικά;.
 
Τη Χλώρη είδα τη γλυκιά
Που ο Νηλέας πριν χρόνια
Την πήρε για τα κάλλη της
Δίνοντας πλούσια δώρα.

Η πιο μικρή του Αμφίονα
Του Ιάσου η εγγονή
Που κάποτε στον Ορχομενό
Βασίλεψε στους Μινύες με πυγμή.
 
Στην Πύλο κι αυτή βασίλεψε
Και γέννησε τρανά αγόρια,
Το Νέστορα, τον πιο μικρό
Και τον Περικλυμένη τον αλαζόνα
 
Μα γέννησε και τη λυγερή Πηρώ
Σ’όλο το κόσμο θαύμα,
Που ταίρι τους τη γύρευαν
Τριγύρω όλα τ’ αγόρια.
 
Μα ο Νηλέας αρνιότανε 
Σε άλλον να τη δώσει,
Παρά σε κείνον μοναχά
Που τα βόδια του Ιφικλή
Θ’άρπαζε απ’τη Φυλάκη
Που' χαν τα πόδια τους στριφτά 
Τα μέτωπα πολύ φαρδιά
Κι αμέρωτα ακόμα.
 
Και ένας μάντης έντιμος
Που να τα φέρει του’ταξε 
Μοίρα  θεού  τον έδεσε σκληρή
Άσπλαχνες αλυσίδες
Και των αγρών βοϊδοβοσκοί.
 
Στο τέλος όμως πέρασαν
Οι μέρες και οι μήνες                300
Κι όταν ο χρόνος έκλεισε 
Κι ήλθε η άνοιξη ξανά,
Τότε ο Ιφικλής λευτέρωσε 
Το μάντη αφού  του είπε
Όλα του τα μελλοντικά
Και πως θέλημα ήταν του Δία
Να γίνουν όλα αυτά.

Του Τυνδάρεω τη γυναίκα 
Τη Λήδα είδα μετά,
Πού’ καμε δυο λεβέντες γιούς,
Τον  Κάστορα τον αλογοδαμαστή
Και τον πρωτοπυγμάχο Πολυδεύκη.

Που ζωντανούς τους έχει μέσα της
Η  ζωοδότα γη,
Αφού ο Δίας μέσ' τον τάφο τους 
Τους έκανε άλλη τιμή.
Τη μια να βρίσκονται ζωντανοί μαζί
Την άλλη να'ναι πάλι νεκροί
 Κι ο κόσμος τους τιμά
Σα να' ναι κι αυτοί θεοί.

Αντίκρισα  και την Ιφιμέδεια
Γυναίκα του Αλωέα
Που έλεγε πως κοιμήθηκε
Στον Ποσειδώνα δίπλα
 
Και  γέννησε δυο αγόρια
Που έζησαν λίγα έτη,
Τον Ώτο τον ισόθεο και
Τον ξακουστό Εφιάλτη.
 
Τόσο ψηλούς δεν έθρεψε
Η γη η ζωοδότρα
Ούτ' απ' αυτούς πιο όμορφους
Εξόν απ' το διαλεχτό Ωρίωνα.

Εννιά χρονώ σαν έγιναν
Εννιάπηχοι ήταν στο πλάτος
Kι έφτασαν τις εννιά οργιές
Nα γίνουνε στο μάκρος
 
Ήταν αυτοί που  φοβέριζαν
Στον Όλυμπο του αθάνατους,
Να ξεκινήσουν άγριους  
Πολέμους  πολυτάραχους.
 
Να βάλουν τότε βάλθηκαν
Στον Όλυμπο πάνω την Όσσα 
Κι απε με δένδρα πολύ πυκνό
Πάνω  από την Όσσα Πήλιο,
Ν' ανεβαίνεις αν θες στον ουρανό.
 
Θα το’καναν αν έφταναν
Στης νιότης τους την αψάδα
Μα tης ομορφόμαλλης Λητώς .
Που γέννησε απ' το Δία ο γιός (Απόλλων).
Aφάνισε και τους δυο

Τους πήρε πριν το χνούδι τους
Ανθίσει στα μηλίγγια
Και πριν σκεπαστούν τα μάγουλα
Με τα ωραία θαλερά  τους γένια.
 
Eίδα τη Φαίδρα και την Πρόκρη
Την όμορφη Αριάδνη.ακόμη
Τη θυγατέρα του  Μίνωα 
Με την κακή του γνώμη
 
Αυτή ο Θησέας ο ξακουστός
Την πήρε απ’την Κρήτη να τη φέρει
Στης Αθήνας το λόφο τον ιερό
Μα δεν θα τα καταφέρει,
Αφού  η Άρτεμις θα τη σκοτώσει
Στη Δία μέσα τη θαλασσόδαρτη 
Με του Διόνυσου τη μαρτυρία 

Τη Μαίρα  είδα και την Κλυμένη 
Και την αδίστακτη  Εριφύλη 
Που το τάιρι της τ'ανεκτίμητο
Το πρόδωσε για χρυσάφι.
 
Απ’όσες γυναίκες αρχηγών
Είδα και θυγατέρες,
Δε θα μπορέσω δυστυχώς
Να τις κατονομάσω όλες.
 
Πρωτύτερα η νύχτα α θα’φτανε
Κι είναι ώρα πια για ύπνο,
Μαζί σας εδώ  ή με τους ναύτες μου
Μεσ΄το το γοργό το πλοίο.
 
Το  γυρισμό μου  όμως οι θεοί
Και σεις να μεριμνήστε.

Έτσι είπε και χωρίς μιλιά                340
Όλοι είχαν απομείνει
Μεσ’το παλάτι το σκιερό
Όλοι ήταν μαγεμένοι.
 
Και πρώτη απ’όλους άρχισε
Η λευκοχέρα Αρήτη να να μιλά:
Φαίακες πως  φαίνεται στα μάτια σας
Eτούτου η κορμοστασιά;
Τ’ ανάστημα και μέσα του
Αν έχει καλά μυαλά.
 
Δικός μου ο ξένος
Μα και δική σας είναι η τιμή
Κι έτσι να τον ξαποστείλετε
Μη  βιάζεστε  τόσο πολύ.
 
Δώρα μη τσιγκουνεύεστε
Όσα  ανάγκη τα’χει,
Δόξα να έχουν οι θεοί
Το βιός σας περισσεύει.
Που έχετε μέσ' τα σπίτια 
Με των θεών την ευλογία.
 
Τοτ’είπε  ο γεροαπόμαχος
Εχένιος δυο κουβέντες,
Μιας κι ήταν γεροντότερος
Στους Φαίακες που' ταν παρόντες .
 
Φίλοι,δεν είν' έξω απ΄τη σκέψη μας
Απε κι απ' τους  σκοπούς μας ,
Όλα όσα η μυαλωμένη
Βασίλισσα  μας είπε,
Μα  να συμφωνήστε.πρέπει.
Μα ο λόγος όπως κι η δουλειά
Στου Αλκίνου είναι τα χέρια.

Ο Αλκίνοος τότε απαντά
Και του'πε τούτα τα; λόγια;
 
Θα γίνει πράξη ο λόγος σας
Ως βασιλιάς αν ζήσω,
Εγώ για τους θαλασσόδαρτους
Τους Φαίακες ν’αποφασίσω..
 
Κι ο ξένος όσο κι αν καίγεται
Να φτάσει στην πατρίδα
Ας περιμένει ως αύριο
Να του μαζέψω όλα τα δώρα.
 
Όσο για  το ταξίδι του
Οι άνδρες θα βρουν τον τρόπο
Όλοι κι εγώ από κοντά
Που κυβερνώ τον τόπο.               360
 
Τότε έτσι απάντησε
Ο πάνσοφος Οδυσσέας:

Αφέντη, Αλκίνο, Βασιλιά
Απ’όλους παινεμένος
Θα’ μενα αν μου λέγατε
Κι ας πέρναγε και χρόνος.
 
Αφού τότε θα με στέλνατε
Με τα λαμπρά σας  δώρα.
Τι άλλο να’ θελα κι’ εγώ
Απ’ το όφελος αυτό για μένα,
Αφού πιότερο καλόδεχτος
Θα’μαι με γεμάτα  χέρια ,
Στην πολυαγαπημένη μου
Όταν  φτάσω πατρίδα.
 
Καλόδεχτος και τιμημένος
Σ΄όλους που θα συναντήσω
Κοντά μου θα’ρθουν να  με δουν
Στο Θιάκι σαν γυρίσω.
 
Με τ' όνομά μου αναπάντησε
Ο  Aλκίνος.κα;ι θα μου πε

Οδυσσέα  όσο σε  βλέπουμε
Δε φαίνεσαι για υπερόπτης 
Ούτε και ψεύτης,
Όπως πολλοί που θρέφει η μαύρη γη
Κι είναι   άνθρωποι κι αυτοί
Στον κόσμο σκορπισμένοι,
Που ψέματα σκαρώνουν μ' από που
Κανείς δεν καταλαβαίνει.
 
Μα ο λόγος ο δικός  σου
Είναι γεμάτος χάρη
Ο νους σου είναι  ξακουστός
Και σαν τον τραγουδιάρη
Όλα τις ολέθριες τυράγνιες 
Δικές σου και των Αργείων
Με τέχνη μας τις αράδιασες

Μον’έλα ξήγα μου κι αυτό
Και πες μου  αλήθεια μονάχα,
Απ' τους ισόθεους συντρόφους σου    
Αντάμωσες κανένα
Απ’όσους στην Τροία ήταν,
Μαζί σου που πολέμησαν
Και μαύρο χάρο βρήκαν;
 
Μεγάλη η νύχτα, ατέλειωτη,         
Μα δεν είναι ακόμα η ώρα
Να πάμε για ύπνο στ' αρχοντικό,
Για τούτο θέλω να μου πεις
Για τούτα τα θαυμαστά τα έργα.
 
Θα άντεχα ως τη θεία αυγή
Μέσα στ' αρχοντικό,
Αν έχεις τη δύναμη εσύ,
Αρκεί ν’ακούω να μου λές
Τα βάσανα που’χες περάσει.

Τότε  απαντώντας πρόσθεσε
Ο πολυμήχανος ου είπε Οδυσσέας

Άρχοντά μου α Αλκίνοε 
Κι απ’ όλους παινεμένος
Το κάθε τι στην ώρα του
Ο ύπνος μα κι ο λόγος.
 
Αν όμως πάλι φλέγεσαι 
Να με ακούς δε θ'αρνηθώ    380
Και βάσανα πιο δυσάρεστα 
Των συντρόφων μου θα σου πω,
Που χάθηκαν αργότερα
Ενώ απ' της Τροίας τη θρηνώδη
Είχαν ξεφύγει την  ταραχή.
Μα χάθηκαν από τα έργα
Άπιστης γυναίκας  στην επιστροφή.
 
Και  σαν σκόρπισε  τις ψυχές
Η αγνή Περσεφόνη,
Άλλες προς τη μια  μεριά
Τις τρυφερές γυναίκες στην άλλη,
Ήλθε η ψυχή  του Αγαμέμνονα 
Του γιου του Ατρέα θλιμμένη.
 
Τριγύρω της τότε στην ψυχή
Οι άλλες είχαν μαζευτεί,
Όσες μαζί μ' αυτόν στου Αίγισθου
Το παλάτι είχαν σκοτωθεί
Και με το πεπρωμένο τους 
Είχαν συναντηθεί 
 
Με γνώρισε απ' τη στιγμή
Που  ήπιε μαύρο αίμα,
Κλαίγοντας τότε με λυγμούς
Έπεφταν δάκρυα καφτά,
Και άπλωσε τα χέρια του
Ποθώντας να μ' αγγίξει.

Τα νεύρα του δεν ήταν πια
Σαν πρώτα σταθερά,
Όπως κι η δύναμη
Δεν ήταν ίδια μ' αυτή που στήριζε 
Τα μέλη του τα λυγερά.
 
Όπως τον είδα δάκρυσα
Γέισε η καρδιά μου συμπόνια,         400
Έτσι με λόγια πεταχτά
Φωνάζοντας του είπα:
Γιέ του Ατρέα ξακουστέ
Αγαμέμνονα πρωταρχηγέ,
Ποια μοίρα αξιοθρήνητου
Είσαι θύμα θανάτου
 
Μήπως μεσ' τα γρήγορα
Σε τσάκισε  ο Ποσειδώνας πλοία,
Σηκώνοντας τρομερών 
Αέρηδων άγρια καταιγίδα.
Εχθροί μη και σε σκότωσαν
Πάνω σε μια στεριά ,
Όταν από  κοπάδια όμορφα
Έκοβεςς βόδια κι αρνιά
Η σ' ένα κάστρο πάλευες
Να πάρεις τις γυναίκες

Έτσι  είπα και μ’απάντησε
Αμέσως μ' αυτά τα λόγια:
Γιε του Λαέρτη Θεϊκέ
Πολυμήχανε Οδυσσέα
Δε με τσάκισε μεσ'τα γρήγορα
Ο Ποσειδώνας πλοία,
Σηκώνοντας τρομερών 
Αέρηδων άγρια καταιγίδα.
Μήτε εχθροί με σκότωσαν
Πάνω σε μια στεριά ,
Αλλά  ο Αίγισθος προετοίμασε
Το θανάτου μου τη μοίρα,
Σκοτώνοντάς με  μαζί
Με την τιποτένια  μου γυναίκα,
Καλώντας με στο  σπίτι του για φαΐ,
Όπου εκεί με κατέσφαξε
Σαν βόδι σ' αχυρώνα
 
Καθώς με βρήκε θάνατος 
Τόσο πολύ σκληρός
Τριγύρω οι άλλοι σύντροφοι
Σφάζονταν συνεχώς
Σαν ασπρόδοντα γουρούνια,
Μέσα σε άνδρα πλούσιου
Με δύναμη μεγάλη τ' αρχοντικό
Που' χει γάμο,γλέντι χαράς,
Ή επίσημο  συμπόσιο χαρωπό.    
 
Θ' αντίκρυσες εσύ το σκοτωμό
Πολλών ανθρώπων ως τώρα,
Δυο που αλληλοσκοτώνονταν
Ή σε μάχη λυσσαλέα μέσα.

Όμως  αν τα’ βλεπες αυτά
Πιότερο θα μάτων’ η καρδιά ,
Στη γης  εμείς στ'αρχοντικό
Μ' ολόγυρα τα τσουκάλια 
Και τα κατάφορτα τραπέζια,
Ολόκληρο δε το πάτωμα 
Ν' αχνίζει από το αίμα.       420 

Μ'   ακόμα πιο σπαραχτική 
Άκουσα της Κασσάνδρας τη φωνή
Της κόρης του Πριάμου 
Που πεσμένη  απάνω μου
Την έσφαζε απ' τις δυο μεριές μου
Η  Κλυταιμνήστρα η δολερή.                                                                                                                      Κι εγώ ψυχορραγώντας                                                                                                                              Ύψωσα τα χέρια  πάνω από τη γη                                                                                                         Και τα' βαλα γύρω απ' το σπαθί.                                                                                                                                                                                                                        
Μ’ άφησ’η σκύλα κι έφυγε
Κι ούτε στον Άδη καθώς πήγαινα
Με τα χέρια της είχε θελήσει
Τα μάτια και το στόμα μου 
Εκείνη να μου τα κλείσει.
 
Άλλο πιο άπονο θεριό
Δεν έχει απ’τη γυναίκα,
Που βάζει μέσα στην ψυχή
Τέτοια να κάνει έργα.
Όπως εκείνη που μελέτησε
Τέτοια πράξη ελεεινή,
Τον άντρα της το στεφάνι της
Σκοτώνοντας αυτή.
 
Κι εγώ ο δόλιος πίστευα
Οι δούλοι και τα παιδιά μου,
Θα με καλοδεχότανε
Στο σπίτι στο γυρισμό μου.
 
Μα κείνη κλώθοντας  στο μυαλό
Ότι μπορούσε πιο φριχτό,
Ντροπή στης ίδιας κι όλων των γυναικών
Σώριασε το γένος το μελλοντικό
Ακόμα και των γνωστικών

Είπε κι εγώ τ’απάντησα
Μ' αυτά εδώ τα λόγια:                     
Άχ πόσο το σόι του Ατρέα
Ο Δίας που βλέπει μακριά
Το κατάτρεξε απ’την αρχή
Για γυναικών συμπεριφορά.
 
Για  της Ελένης το χατίρι 
Πολλοί από μας χαθήκαν
Σε σένα δε η Κλυταιμνήστρα
Δόλο σου παρασκεύαζε
Σαν ήσουν εσύ μακριά

Είπα και μου απάντησε
Με πληρωμένα λόγια.         440

Γι τούτο πια ποτέ καλός
Με τη γυναίκα σου μην είσαι,
Ούτε ποτέ να μπιστευτείς
Όλα τα; μυστικά που ξέρεις,
Πάντοτε άλλα να της λες
Κι άλλα στο νου να κρύβεις.
Μα σύ Οδυσσέα απ' τη γυναίκα σου 
Φόβο για φονικό δεν έχεις.
 
Γιατ’είναι φρόνιμη πολύ
Κι είναι σωστή στη γνώμη,
Του Ικάριου η κόρη.
Η γνωστικιά Πηνελόπη 

Στον πόλεμο σαν πήγαμε 
Νιόπαντρη ακόμα την αφήσαμε,
Νήπιο στο στήθος το παιδί σου
Που τώρα πια λογαριάζεται
Να κάθεται με τους άντρες

Καλότυχος.Όταν γυρίζοντας
Ο αγαπημένος του πατέρας
Μπροστά του θα τον δει
Και κείνος με τον πατέρα του
Μ’αγάπη θ’αγκαλιαστεί.
Όπως η παράδοση το απαιτεί
 
Μα εμένα η γυναίκα μου 
Ούτε το γιο μου δεν μ'άφησε 
Με τα μάτια μου  να τον χορτάσω,
Αφού πρόλαβε και  με σκότωσε
 
Κάτι ακόμα θα σου πω
Και βάλτο στο μυαλό σου,
Κρυφά, ποτέ στα φανερά
Το καράβι σου να μην 'αράξεις
Στην πατρίδα σου τη γλυκιά,
Αφού πιστές γυναίκες
Δεν υπάρχουν πια..
 
Μα έλα δώσ’μου απάντηση 
Και πες μου την αλήθεια,
Αν κάπου ακούγεται πως ζει     
Το παιδί το δικό μου, 
Πως κάπου μεγαλώνει,
Μην κάπου στον Ορχομενό
Η στην αμμουδερή την Πύλο.

Μπας στο Μενέλαο κοντά    460
Μεσ’τη  πλατιά τη  Σπάρτη,
Γιατ’όχι ακόμα πάνω στη  γη 
Δεν πέθανε ο θείος Ορέστης.
 
Έτσι είπε και του απάντησα
Κι’ εγώ αμέσως του είπα:
Γιατί με ρωτάς για πράγματα
Που δεν ξέρω γιε του Ατρέα,
Αν ζει ή αν πέθανε είναι κακό 
Τα λόγια μας να είναι του αέρα.
 
Τέτοιες λόγια ανταλλάσοντας 
Εμείς οι δυο λυπητερά
Θλιμμένοι εκεί στεκόμασταν
Ρίχνοντας δάκρυα πολλά

Λόγια και λυπημένοι,
Στεκόμασταν περίλυποι
Στα δάκρυα βουτηγμένοι.
 
Του Αχιλλέα η ψυχή
Ήλθε με  του Πατρόκλου,
Που ήταν ξακουστός κι απέ
Του άψογου  Αντιλόχου
 
Και του μεγάλου Αίαντα
Που στη μορφή,στο σώμα,
Περνούσε κάθε Δαναό
Μετά απ’το γιο του Πηλέα(Αχιλλέας).
 
Ευθύς με γνώρισ’η ψυχή
Του γοργοπόδαρου Αχιλλέα,(εγγονός του Αιακού)
Θρηνώντας εκείνος μου’λεγε
Με φτερωμένα λόγια.
Γιε του Λαέρτη βλαστέ του Δία
Πολυμήχανε  Οδυσσέα,
Ατρόμητε,τι θα σκαρφιστείς
Μα πιο μεγάλο ακόμα.
 
Να κατεβείς πως μπόρεσες          
Στον Άδη που οι πεθαμένοι
Αναίσθητοι κατοικούν,
Και θνητών εικόνες παριστούν .
 
Τα’πε κι εγω τ’απάντησα
Χωρίς περιστροφή:
Αχιλλέα  του Πηλέα γιε
Των Αχαιών η κορυφή,

Από ανάγκη ήλθα τη βουλή
Του Τειρεσία να μάθω,             480
Μεσ' το βραχωμένο Θιάκι 
Πώς είναι δυνατό να φτάσω.
 
Δεν έχω πλησιάσει εγώ
Σε χώρα Αχαιών ακόμα 
Ούτε τη γη μου έχω πατήσει
Βάσανα έχω  πάντα..  
 
Κανένας άνδρας πιο μπροστά
Πιο ευτυχής από σένα
Δε βρέθηκε ούτε θα βρεθεί
Στο μέλλον Αχιλλέα,

Γιατ’ όταν ζούσες  οι Αργείοι
Σε τιμούσαμε σαν τους θεούς 
Και τώρα πάλι δύναμη 
Μεγάλη βρήκες. στους νεκρούς,
Δεν πρέπει Αχιλλέα γι αυτό
Να θλίβεσαι  για το θάνατό σου. 

Του είπα κι αυτός γυρίζοντας
Μου' πε αυτά τα λόγια 
Ο θάνατος ξακουστέ Oδυσσέα
Δεν παίρνει παρηγόρια.

Κάλλιο κολλήγας να' μουνα
Γι'  άλλον να εργαζόμουν,
Ή σε άκληρο αφεντικό κοντά
Κι ας μην ήταν το βιός του αρκετό,,
Παρά όλων εδώ των άψυχων
Νεκρών να’ μαι τ΄αφεντικό.
 
Μα πες μου για το γιό μου κάτι
Τον άψογο αν στη μάχη,
Πρώτος απ' όλους ρίχνεται
'Η η απάντηση είναι όχι

Για το συνετό   πατέρα μου                 
Αν ξέρεις κάτι πες μου, 
Αν των  Μυρμιδόνων διατηρεί
Όλων ακόμα την τιμή.

Ή όλοι πια τον αψηφούν
Στη Φθία, στην Ελλάδα,
Γιατί έχει γερασμένα  πια 
Τα χέρια του και τα πόδια
 
Εγώ πια δεν τον βοηθώ
Κάτω απ' το φως του ήλιου,
Δεν είμαι όπως κάποτε 
Που σκότωνα γενναίους,
Μέσα  στην Τροία την πλατιά
Στηρίζοντας τους Αργείους.        500

Τέτοιος αν έφτανα κάποια στιγμή
Στο σπίτι μου το πατρικό
Τότε κάποιοι θα τρόμαζαν 
Το μεγάλο μου θυμό
Τ’ανίκητα μου χέρια,
Από εκείνους που του στερούν
Την τιμή που δικαιούται με τη βία 

Καθώς μίλησε αμέσως εγώ
Του  απάντησα μ'αυτά τα λόγια:
Κάτι για τον αψεγάδιαστο 
Δεν άκουσα τον Πηλέα..
 
Μόνο για τον ακριβό σου γιο
Το Νεοπτόλεμο να ξέρεις,
Πως όλη την αλήθεια θα σου πω
Καθώς κι εσύ το θέλεις. 
Ατός μου πάνω στο καλοζύγιαστο 
Καράβι που' ταν  κοίλο,
Στους Αχαιούς μορφόκνημους
Τον έφερα απ’ τη Σκύρο,

Κι όταν γινόταν η βουλή
Μπροστά στης Τροίας το κάστρο,
Πρώτος μιλώντας πάντοτε
Εύρισκε τον ταιριαστό.το λόγο.
Mόνο ο Νέστορας κι εγώ
Τον περνούσαμε πιστεύω.
 
Κι όταν με  όπλα πολεμούσαμε 
Στον κάμπο μέσα τον Τρωϊκό,        
Ποτέ δε χωνόταν μεσ΄το πλήθος 
Ούτε στων άλλων το σωρό.
 
Πάντα χυνότανε  μπροστά
Άπιαστος ήταν  στην  ορμή 
Θέριζε άπειρους εχθρούς 
Στης μάχης μέσα τη σφαγή

Όλους  κανείς πως να τους πει
Να τους ονοματίσει,
Όσους ο γιος σου σκότωσε
Τους Αργείους να βοηθήσει.
 
Ήταν αυτός που τον Ευρύπυλο
Του ήρωα Τήλεφου το γιο,
Τον σώριασε με κοντάρι από χαλκό.
Και πλήθος σφάζονταν ολόγυρα
Οι  σύντροφοί του Κητιώτες
Για των γυναικών τα δώρα.
Αυτόν μετά το θείο  Μέμνονα
Πιο όμορφο  ομολογώ  δεν είδα.

Ο Πρίαμος έδωσε στην αδελφή του Αστυόχη δώρο ένα χρυσό κλίμα  για να στείλει το γιό της Ευρύπυλο στον πόλεμο της Τροίαςη μάχη


Και στ’άλογο όταν μπήκαμε
Των Αργείων οι πρώτοι,
Αυτό που έφτιαξε ο Εποιός
Εγώ είχα τη φροντίδα όλη,
Την κρυψώνα ν'ανοιγοκλείνω
Όταν των Δαναώνοι άλλοι 
Οπλαρχηγοί,και σύμβουλοι
Τα μάτια τους σφουγγίζανε
Κι έτρεμαν του καθενού  τα μέλη
 
Εκείνον  τα μάτια μου καθόλου
Δεν είδαν  να χλωμιάσει,
Κι ούτε απ' το ροδαλό του πρόσωπο
Δάκρυα να σκουπίζει.
Μονάχα απ’ τ’ άλογο να βγεί
Μου το ζητούσε για χάρη,
Ψηλαφώντας τη χούφτα του σπαθιού,
Το χάλκινο κοντάρι.
Κακά για τους Τρώες μελετώντας.

Και το ψηλό του Πρίαμου
Σαν πήραμε το κάστρο,
Με δόξα λαμπρή και  λάφυρα
Ανέβηκε  στο πλοίο
Αβλαβής  από μακρινή βολή,
Κονταριού με χάλκινη αιχμή
Ή λαβωμένος από κοντά
Σα εκείνα που  συμβαίνουν συχνά,
Στον πόλεμο  που δεν υπάρχει χάρη
Όταν  η μανία του Άρη λυσσομανά.

Σαν τα’ πα πηγαινοερχότανε
Η ψυχή του φτερωτού Αχιλλέα,(εγγονού του Αίακα)
Με αλματώδεις δρασκελιές
Σε γη από σπερδούκλια,
Kι ήταν χαρά γεμάτη 
Στα λόγια  πως ο γιόκας του   540
Είχε αναγνώριση μεγάλη.

Κι οι άλλες των νεκρών 
Που' χαν χαθεί οι ψυχές,
Μπροστά μου στέκονταν περίλυπες,
Ρωτώντας κάθε μια απ' αυτές
Για τις δικές της έγνοιες.
 
Μόνο του Αίαντα η ψυχή
Του γιου του Τελαμώνα,
Χολή’ χε κεί παράμερα
Για τη νίκη που της πήρα.
 
Τη νίκη που την κέρδισα εγώ 
Στην κρίση κοντά στα πλοία,
Για τα όπλα του Αχιλλέα,
Που την είχε ορίσει η  Θέτιδα
Η σεβαστή του  μητέρα
 
Την έκριναν τα Τρωόπουλα
Κι η Αθηνά η Παλλάδα,
Μ’ ας ήταν να μην κέρδιζα
Ποτέ τέτοιον αγώνα,
Αφού κεφάλι σαν κι αυτό
Για όλα αυτά 
Το σκέπασε το χώμα

Τον Αίαντα που ξεχώριζε 
Σε ομορφιά κι  ανδρεία
Απ' όλους τους άλλους Δαναούς
Εξόν  το γιο του Πηλέα

Μα γω με λόγια τρυφερά
Του μίλησα και του είπα:
Αίαντα πρέπει εσύ ο γιός 
Του αντριωμένου Τελαμώνα, 
Ούτε νεκρός το χώλιασμα
Για μένα να μη ξεχάσεις,            
Για τ' άρματα τα καταραμένα.

Tις συμφορές αυτές τις έβαλαν
Στους Αργείους οι θεοί,
Που τέτοιο κάστρο χάσαμε
Κλαίοντας για σένα οι Αχαιοί 
Ως κλάψαμε του Αχιλλέα
Του γιου του Πηλέα την κεφαλή.

Το φταίξιμο όμως κανενός
Μονάχα ήταν του Δία,
Που το στρατό των Δαναών
Με τους κονταρομαχητές του ,         560
Τον μίσησε θανάσιμα 
Κι όρισε και τη δική σου μοίρα.
..
Μα έλα  δω βασιλιά ν' ακούσεις
Τα λόγια μου και τη φωνή μου,
Δάμασε πια το μένος σου 
Και τον ανδρείο θυμό σου 

Είπα,μα κείνος  δε μ’ απάντησε
Και μεσ’ το πηχτό σκοτάδι 
Έφυγε μ' άλλες ψυχές 
Απο κείνες που' χαν πεθάνει. .
 
Μα κείνος θα μου μιλούσε
Και  χολωμένος ακόμα
Ή εγώ θα του μιλούσα,
Μα  η καρδιά μου επιθυμούσε
Στο  μου στήθος μου  μέσα το τρυφερό
Και άλλων  πεθαμένων τις ψυχές να δω 

Όπου εκεί είδα  το Μίνωα
Του Δία το γιο τον ξακουστό,
Που δίκσζε τους νεκρούς 
Κρατώντας  σκήπτρο χρυσό.

Εκείνοι γύρω απ’ τον κριτή
Ζητούσαν δικαιοσύνη.
 Άλλοι όρθιοι κι άλλοι καθιστοί
Μεσ’τον φαρδύπορτο Άδη,

Κι απέ  και τον τεράστιο
Αντίκρυσα Ωρίωνα,
Που μπρός του κυνηγούσε 
Αγρίμια σ' ασφόδελων λειμώνα,
Αυτά  που ο ίδιος σκότωσε
Στ’ απάτητα βουνά,
Ρόπαλο κρατώντας στο χέρι
Ολόχαλκο να μη λυγά.             580              

Τον Τιτυό ,της γης το γιο
Της δοξασμένης είδα,
Εννιά να πιάνει στρέμματα
Ξάπλα πάνω στο χώμα.
 
Δυο γύπες στέκαν γύρω του
Και μέσα από  τη σκέπη
Χωρίς να μπορεί τα χέρια του
Απλώνοντας. να τους διώξει. 
Του’τρωγαν τα συκώτι,

Γιατί τη Λητώ αγκάλιασε
Την ερωμένη του Δία,
Όταν  περνούσε τον Πανοπιό(ποτάμι)
Με τα ευρύχωρα χοροστάσια
Και πήγαινε για την Πυθία(Δελφοί).

Ακόμα είδα  τον Τάνταλο
Μέσα σε λίμνη ορθό,
Να τυραννιέται φτάνοντας
Στα γένια του να νερό.
 
Και διψασμένος στέκονταν
Να πιεί δεν το μπορούσε
Σαν έσκυβε να πιεί ο γέροντας
Που τόσο λαχταρούσε
 
Χανόταν αμέσως το νερό
Η γη τ’ απορροφούσε
Που μαύρη κάτω φαίνονταν
Ξερή όπου πατούσε.
 
Δένδρα ψηλά και φουντωτά
Που πάνω απ'  το κεφάλι του
Έγερναν τον καρπό τους
Αχλαδιές,ροδιές και μηλιές
Με τα ωραία μήλα τους,

Συκιές ολόγλυκες κι ελιές
Απάνω που’χαν καρπίσει
Που σαν ο γέροντας με τα χέρια 
Πήγαινε να τ’ακουμπήσει.
Ένας αέρας τα' ριχνε
Ως τα  σκιερά.τα νέφια.

Μα κει είδα και το Σίσυτφο
Μεγάλη ταλαιπωρία να' χει,
Παλεύοντας  βράχο  πελώριο  
Με τα χέρια να τον συγκρατήσει.

Στη γη χέρια και πόδια τέντωνε
Κι ανέβαζε βράχο στο λόφο, 
Μα σαν ήταν να τον ξεπεράσει 
Το βάρος του τον τραβούσε πίσω.
Κι έτσι ο βράχος ο ξεδιάντροπος
Κυλούσε  στην αρχή ξωπίσω
Πάλι όμως εκείνος τον έσπρωχνε
Κάνοντας; τιτάνιο αγώνα,
Έτρεχε ο ιδρώτας απ' τα μέλη του
Και γέμιζε η κεφαλή του χώμα   .  600
 
Τότ’είδα και το φάντασμα
Του σκληροτράχηλου  Ηρακλή,
Αυτός που με τους θεούς καλοπερνά
Και μεσ' την αφθονία ζει,
Πλάι  στην Ήβη τη μορφοπόδαρη 
Της χρυσοσάνδαλης Ήρας την κόρη
Και του πανίσχυρου Δία.

Και οι νεκροί τριγύρω του
Έκραζαν τόσο  δυνατά
Σαν τα αρπακτικά πουλιά
Που φεύγουν φοβισμένα.

Σαν τη μαύρη νύχτα αυτός
Γυμνό κρατώντας το δοξάρι
Και το βέλος του πάνω στη χορδή
Με αγριο το βλέμμα ολόγυρα 
Κι έδειχνε πως στη στιγμή  θα ρίξει.
 
Γύρω στα στήθη του χρυσό
Φορούσε  λουρί φοβερό
Που πάνω του με παράδοξες
Εικόνες ήταν σκαλισμένο.
 
Αρκούδες, αγριογούρουνα
Λιοντάρια με μάτια άγρια,
Μάχες, πολέμους, σκοτωμούς
Φόνους με παλληκάρια.
 
Τέτοιο  δεν το ξανάκανε
Ούτε θα το ξανακάνει,
Όποιος σε κείνο το λουρί
Το έκανε με τέτοια τέχνη.

Με γνώρισε όταν έστριψε        
Τα μάτια του και μ’είδε
Και  τούτα μεσ' σε κλάματα 
Λόγια του ανέμου   μου είπε:
 
Γιε του Λαέρτη διαλεχτέ
Πολυμήχανε Οδυσσέα,
Αχ  ,σίγουρα  ίδια άθλια
Σέρνεις  κι εσύ μια  μοίρα.

Ίδια που έσερνα κι εγώ
Κάτω απ’του ηλιού το .φως ,
Κι ας ήμουν ο γιός του Δία,       620
Του Κρόνου εγγονός,
Κι εγώ την ίδια πέρασα 
Ατέλειωτη κακουχία.
 
Σ’ αφεντικό  κατώτερο (Ευρυσθέας)
Είχα πάει να δουλέψω,
Που’θελε  πολύ σκληρούς  
Άθλους να του τελέψω .

Σκύλο  μια φορά κι εδώ
Να του φέρω μ’είχε στείλει,
Αφού δε βρήκε άλλο 
Αγώνα πιο σκληρό να βρει.

Μα γω που του τον έβγαλα
Απ’τον Άδη και του τον πήγα,
Αφού μ’ οδήγησε ο Ερμής
Κι η Αθηνά η Γλαυκομάτα
 
Έτσ’ είπε κι απε χάθηκε
Μεσ’του  Άδη τα παλάτια
Κι εγώ έμειν’ ασάλευτος,
Μη  απ' τους άντρες ήρωες 
Που χάθηκαν παλιότερα ,
Έλθει κανείς ακόμα
 
Να’βλεπα κει τους πιο παλιούς
Τους ήρωες που ποθούσα,
Τους ένδοξους  γιους των θεών
Τον Περίθο και το Θησέα.
 
Μα πρώτα εκεί μαζεύονταν
Μ’ αλαλαγμό μεγάλο,
Χιλιάδες φάρες με νεκρούς
Που χλόμιασα  απ’ το φόβο.,

Μήν  της Γοργώς την κεφαλή
Μου στείλει από τον Άδη
Του τέρατου του φοβερού
Η σεβάσμια Περσεφόνη.             640
 
Έπειτα ανεβαίνοντας
Στο καράβι επάνω γοργά,
Πρόσταξα τους ναύτες μου
Αφού ανεβούν  κι αυτοί,
Να λύσουν τα σκοινιά.
 
Εκείνοι αμέσως πήδησαν
Στους πάγκους πήραν θέση,
Με τα κουπιά του στην αρχή
Κι απε με πρίμο αγέρι,
Στα κύματα του Ωκεανού
Κυλούσε το καράβι.
 
 

  Ραψωδία μ(αρχή)

O Oδυσσέας επιστρέφει στο νησί της Κίρκης 

να θάψει το σύντροφό του που είχε σκοτωθεί 

σε ατύχημα.

Όταν το πλοίο άφησε
Του ωκεανού το ρέμα
Πάνω από του πέλαγου
Του  ανοιχτού το κύμα,
Έφτασε  στο νησί της Αίας κοντά.
Εκεί που της αγουροξυπνημένης
Αυγής είναι το παλάτι
Οι χοροί και οι ανατολές του Ήλιου.  5

Σύραμ'εκεί σαν πήγαμε
Στην άμμο το καράβι                          
Κι εμείς έξω πηδήξαμε
Στης θάλασσας τ' ακρογιάλι.
Όπου νυσταγμένοι καρτερούσαμε
Του Δία την αγα;πημένη Αυγή

Σαν έφεξ΄η ροδοδάχτυλη
Της νύχτας κόρη   Αυγή
Έστειλα τους συντρόφους μου
Στης Κίρκης το παλάτι.
Τουν άψυχου  Ελπήνορα
Να φέρουν το κουφάρι.            10

Και α μόλις κόψαμε κούτσουρα 
Σ' ακρόγιαλου ψηλά προεξοχή 
Χύνοντας μαύρο δάκρυ.
Τον κάψαμε θλιμένοι.
Κι αφού πια καηκ' ο νεκρός
Μ'όλα τα άρματα του
Τάφο  εκεί του χτίσαμε 
Με  πάνωθέ του πέτρα,
Καλό κουπί του μπήξαμε 
Κατάκορφα  στο μνήμα

Κι ενώ εμείς νοιαζόμασταν
Για  όλα αυτά εκεί
Πως ήρθαμ' απ' τον Άδη.
Δεν ξέφυγε απ' την Κίρκη,
Ήρθε  μ' όλες τις χάρες της
Τρέχοντας  στολισμένη.

Μαζί  κι οι παρακόρες της 
Kουβαλώντας πολλά 
Κόκκινο αστραφτερό  κρασί
Κρέατα και ψωμιά              

Στη μέση τότε στάθηκε
Μέσ' τις θεές λαμπρή,
Κακότυχοι σεις  που βρεθήκατε   20
Κάτω στον Άδη ζωντανοί,
Που δυο φορές  πεθάνατε
Μια φορά πεθαίνουν οι λοιποί.

Μα λάτε  ψωμί να φατε
Να πιείτε και κρασί
Τη μέρα σας να περάστε 
Κι όταν η αυγή πια θα φανεί
Τότε να αποπλεύστε.

Το δρόμο θα σας δείξω ατή
Όλα θα σας τα εξηγήσω
Μη κάποιο   μπλέξιμο
Σας τύχει πολύ πικρό, 
Στη θάλασσα ή στη στεριά
Και πάθετε κάτι κακό.

Έτσ'είπε και την ψυχή μας 
Τη γενναία  είχε πείσει.
Και όλοι τότε τρώγαμε
Μέχρι του ηλίου τη χάση, 
Πλήθος από κρέατα
Και πίναμε  μεθυστικό κρασί.

Κι ο ήλιος σαν βασίλεψε
Και ήρθαν πια σκοτάδια 
Όλοι μας κοιμηθήκαμε
Δίπλα στο παλαμάρια.

Κι αυτή απ' το χέρι μ' έσυρε
Απ' τους συντρόφους πέρα,
Μιλώντας μου γλυκά με κάθισε 
Δίπλα της  και με ρώτα.

Κι ως  όλα της τα αράδιασα
Με τάξη , όπως είχαν γίνει
Τότε  η Κίρκη η σεβαστή 
Μου απάντησε και μου λέει:
Όλα αυτά  έτσι έχουν τελειώσει,
Μα σύ τώρα να ακούσεις
Αυτά που θα σου πω εγώ και ίσως 
Και Θεός ατός του  στα υπενθυμίσει. 

Στις Σειρήνες το πρώτο θα φτάσεις 
Αυτές που πάντα πλανεύουν,
Όλους τους  ανθρώπους που σ' αυτές
Τυχαίνει να καταφτάνουν.                  40

Αν κάποιος; τις σιμώσει ανήξερος
Κι τις ακούσει να τραγουδούν,
Το ταίρι του ,τα  παιδάκια του
Σε  γυρισμό στο σπίτι 
Κοντά του δε θα σταθούν,
Ούτε και  θα τον χαρούν.

Με   τραγούδι τους τον πλανεύουν
Οι Σειρήνες  το μελωδικό,
Που κάθονται σε λιβάδι και σιμά
Σε μεγάλο από κόκκαλα   σωρό,
Ανδρών που έχουν σαπίσει
Κι ολόγυρα δέρματα  σε μαρασμό.

Προσπέρνα τις  και μελόγλυκο 
Κερί αφού μαλάξεις,
Των συντρόφων σου  μ' αυτό
Τ΄ αυτιά τους να  βουλώσεις 
Κανείς απ' τους άλλους  μην τις ακούσει

Μα αν πεθυμήσεις τ' άκουσμα 
Εσύ κάποια στιγμή,
Τότε οι άλλοι ας σε δέσουν 
Στου  καταρτιού την υποδοχή 
Μέσ' το ταχύπλοο καράβι,
Κι ολόρθο τα χέρια σου και τα πόδια 
Να στα  δέσουν ψηλά στο κατάρτι, 
Την ώρα που θα χαίρεσαι 
Των Σειρήνων ν' ακούς το τραγούδι

Μ' αν ίσως συ παρακαλάς
Τους άλλους να σε λύσουν,
Κείνοι ακόμα πιο σφιχτά
Τα σχοινιά να  δένουν.

Κι όταν  οι σύντροφοι από κοντά  
Τις Σειρήνες θα' χουν  περάσουν πια,
Από εκεί ακριβώς δε θα σου πω 
Ποια από τις στράτες τις δυο
Πρέπει στη συνέχεια να διαλέξεις,
Αλλά ο ίδιος με  περίσκεψη 
Πρέπει ν' αποφασίσεις,
Όμως  θα σου πω και για τις δυο
Και πρέπει να με πιστέψεις

Απο τη μια είν' κρεμαστές           60
Οι πέτρες που ολοένα, 
Με  κύματα βροντερά τις δέρνει
Η Αμφιτρίτη η γαλανομάτα.

Πλαγκτές τις  λένε  οι θεοί 
Οι ευτυχείς αυτές τις πέτρες, 
Π' ούτε πουλί τις προσπερνά
Μητ' άγριες περιστέρες.
Αυτές  που στον πατέρα μας
Το Δία αμβροσία φέρνουν,
Μα μια απ' αυτές κάθε φορά 
Οι πέτρες οι γλιστερές αρπάζουν.

Μα  άλλη στέλνει ο Δίας
Λιγότερες να μην τις  έχει.

Καράβι ανδρών που έφτασε
Από κει δεν είχε φύγει κανένα,
Μόνο σανίδες καραβιών
Κι ανθρώπινα κουφάρια,
Τα παίρνουν τ' άγρια κύματα
Και της φωτιάς η λύσσα.

Μονάχα ένα τους προσπέρασε
Καράβι ποντοπόρο,
Η περιλάλητη Αργώ
Που πλέοντας απ' τη γη του Αιήτη.
Στους βράχους απάνω τους τρανούς 
Θα' σπαζε κι' αυτή αν η Ήρα
Δεν την έσωζε απ'την έγνοια της 
Για το φίλο της τον Ιάσονα.

'Όπου εκεί δυο θαλασσόβραχοι,
Ο ένας με τη μυτερή  κορφή
Να φτάνει ως τα ουράνια πλάτη 
Και σύννεφο σκοτεινό να τον ζώνει.

Αυτό ποτέ δεν το σκορπά
Φθινόπωρο ή χειμώνα,
Ούτ΄έχει ποτέ αιθρία η κορφή 
Κι ούτε  θνητός πάνω σ' αυτή
Ποτέ δεν είχε βρεθεί.

Ούτε θα μπορούσε ν' ανεβεί
Έστω κι αν είχε .ακόμα
Είκοσι χέρια κι είκοσι  πόδια,
Ο βράχος βλέπεις είναι γλιστερός 
Σα να'ναι πελεκημένος.            80

Στη μέση του θαλασσόβραχου
Υπάρχει σκοτεινή σπηλιά,             
Στραμμένη προς το σκοτάδι του Άδη
Και να  περάσετε εκεί κοντά
Το βαθουλωτό σας καράβι
Περίλαμπρε Οδυσσέα.

Κι αν τύχαινε δυνατός θνητός
Nα τόξευε  με  δοξάρι,
Να το πετύχει δεν μπορεί
Από το κοίλο του καράβι,
Αφού στου σπήλιου  αδύνατο
Nα φτάσει την κουφάλα

Μέσα  η σκύλα κάθεται
Μ' αγρίλα κι' αλιχτά,
Που η  φωνή  νιογέννητο
Κουτάβι  παριστά.

Μα σαν φανεί μπροστά σου 
Τέρας φριχτό θα δεις 
Κι αθάνατος αν ήτανε 
Δε θα' νοιωθε χαρά κανείς.

Δώδεκα έχει μαθές ποδάρια  
Κι όλα τους αργοκίνητα,
Έχει κι έξη  ψηλούς  λαιμούς, 
Που στον καθένα τρομακτική
Στέκεται μια  κεφαλή.
Το στόμα της αράδες τρείς
Δόντια πυκνά και πλήθος
Γεμάτα μαύρο θάνατο

Είν' ως τη μέση στη σπηλιά
Τη βαθουλή κρυμμένη
Κι έξω απ'το μαύρο βάραθρο
Τις κεφαλές της βγάζει.

Κι εκεί ψαρεύει  ψάχνοντας
Στο θαλασσόβραχο γύρω γύρω,
Δελφίνια και σκυλόψαρα
Κι αν τύχει να αρπάξει 
Κανα κήτος πιο μεγάλο .
Απ' τα πάμπολλα που βόσκει 
Η φασαριόζα   Αμφιτρίτη 

Δε θα' βρεις ναύτες πουθενά 
Να παινευτούν κοντά της               
Πως πέρασαν αλώβητοι
Κι έφυγαν μακριά της

Aφού κάθε κεφάλι της 
Από να ναύτη αρπάζει
Και το καράβι το γαλαζόπλωρο    100
Μαζί του το τραβάει.

Τον άλλο βράχο που θα δεις 
Πιο χαμηλός είναι Οδυσσέα, 
Μα  ένας είναι στον άλλο κοντά
Κι αν απ' αυτόν ετόξευες
Τον έφτανε η σαϊτιά.

Εκεί μια μεγάλη αγροσυκιά
Με φύλλα φουντωτή,
Που κάτω απ' τη ρίζα της αναρουφά 
Το κύμα η  Χάρυβδη η θεϊκή.

Τρείς το μερονύχτι το ξερνά
Και τρείς με φρίκη αναρουφά,
Εσύ την ώρα που ρουφά
Κοίτα μη βρεθείς εκεί κοντά.
Γιατί απ' το Χάρο δεν μπορεί 
Κι ο Ποσειδώνας να σε γλιτώσει.

Γι' αυτό στης Σκύλας ζύγωσε
Το βράχο το καράβι.
Γρήγορα   προσπερνώντας
Κάλλιο' έξη ναύτες να χαθούν,
Αντί όλους να τους χάσεις.

Αυτά είπε κι' εγω απάντησα
Κι εγώ με δυο μου λόγια:
Τούτη τη χάρη  κάνε μου θεά
Και πες μου την αλήθεια.

Μήν απ' την άγρια  Χάρυβδη,
Ξεφεύγοντας μπορώ
Στη Σκύλλα να χυθώ
Την ώρα  που κείνη θα ορμά
Τους ναύτες μου ν' αρπάξει.

Είπα κι αμέσως απάντησε
Του Δία η αγαπημένη θεά.
Αδάμαστε στο νου σου βάζεις
Πάλι  πολέμους και συμφορά.

Γιατί προς τους αθάνατους
Δεν δείχνεις υποταγή ,
Tέρας είν' αυτή αθάνατο
Δεν είναι καμμιά θνητή.
Άγριο ,φοβερό, ανήμερο
Κι απάλευτο  μαζί 
Κανείς δεν  έχει τόση δύναμη      120
Καλλίτερα να ξεφύγεις απ' αυτή.

Γιατ' αν στο θαλασσόβραχο σιμά
Αργήσετε για ν' αρματωθείς,
Φοβούμαι μήπως ξαφνικά
Χιμίζοντας  σου ξαναρπάξει 
Με  τα τόσα της κεφάλια
Συντρόφους  άλλους τόσους..

Μόνο  τραβάτε τάχιστα κουπί
Καλέστε και την Κραταιή
Που' ναι μάνα  της Σκύλλας,
Που στους ανθρώπους  σαν πληγή 
Την είχε φέρει στη ζωή
Να κόψει αυτή τη φόρα της
Να μην ξαναορμίσει.
 
Στης Θρινακίας το νησί μετά
Θα  φτάσεις, εκεί όπου τ'αρνιά
Του Ήλιου βόσκουν  τα ολόπαχα
Και τα πολλά γελάδια.
 
Κοπάδια εφτά τα βόδια του
Τ' αρνιά του  άλλα τόσα
Και το καθένα  από αυτά
Τρέφει  πενήντα κεφάλια.

Ούτε ποτέ γεννοβολούν
Ούτε και λιγοστεύουν,
Νύμφες είναι ομορφόμαλλες
Θεές που τα φυλάγουν.,
Η Φαέθουσα  κι η Λαμπετώ
Του Υπερίωνα  Ήλιου 
Και της λαμπρής Νεαίρας γέννες.

Στης Θρινακίας το νησί
Τις έστειλε μακριά να μένουν
Αρνιά  και γελάδια πατρικά
Στριφοκέρατα  να φυλάγουν. 

Αν δεν τ' αγγίξεις κι έβαλες 
Στο νου σου την  επιστροφή
Μπορείτε μετά από βάσανα
Να φτάσετε στην Ιθάκη.                      140

Αν όμως τα πειράξετε
Τότε προβλέπω καταστροφή,
Για σένα τους συντρόφους σου
Και  το καράβι μαζί.
 
Και συ να  ξεγλιτώσεις 
Πίσω θα φτάσεις αργά,
Με σύντροφο κανέναν
Μέσα σε συμφορά
 
Ετσ' είπε κι η χρυσόθρονη
Ξεπρόβαλε αυγή
Και η θεά τραβήχτηκε
Στο βάθος  μεσ' το νησί.
 
Τραβώντας για το καράβι μου
Προστάζω τα συντρόφια,
Μόλις ανέβουν πάνω του 
Να λύσουν παλαμάρια.

Κείνοι ευθύς μετά  ανέβηκαν 
Και κάθισαν γραμμή στα ζυγά,(πάγκοι κουπιών)
Την αφρισμένη θάλασσα
Χτυπούσαν με τα κουπιά.

Κι  απ' το γαλαζόπλωρο καράβι         150
Ξωπίσω αγέρας  πρίμος,
Φούσκωνε όλα τα πανιά
Ο πολύτιμός μας φίλος.

Η Κίρκη η ομορφόμαλλη
Που γλώσσα θνητών μιλούσε,
Η σεβαστή θεά μας τo'στειλε
Που μας ξεπροβοδούσε.

Σαν  τα πανιά βολέψαμε καλά
Καθίσαμε στο καράβι,
Που ως κυβερνήτης άφηνε
Τον άνεμο να το κατευθύνει.

  Ο Οδυσσέας φεύγει για δεύτερη φορά
απ' το νησί της Κίρκης.Πηγαίνει  προς το νησί των 
Σειρήνων.

Ραψωδία μ


Τότ' είπα στους συντρόφους μου    
Με  μαραμένη την καρδιά. 
Φίλοι μου,Δεν πρέπει  ένας απ' όλους
Ή και δυο να ξέρουν μοναχά,
Τα πεπρωμένα που η σεβαστή 
Μου είπε η θεά Κίρκη.

Μα για να ξέρετε  θα σας τα πώ     155
Πως είτ'  όλοι θα πεθάνουμε
Ή γλιτώνοντας το θάνατο
Απ' τη  μοίρα μας θα ξεφύγουμε.

Ξεκινώντας μου έλεγε
Να ξεφύγουμε  το τραγούδι
Των Σειρήνων το γλυκό
Κι' τ' ανθισμένο λιβάδι.

Εμένα μόνο των Σειρήνων
Πρότεινε ν' ακούσω τη φωνή ,
Σεις  όμως δέστε με σφιχτά                160
Μέχρι ακίνητος να μείνω.
Όρθιος στη βάση απ' το κατάρτι.

Κι αν ν με λύσετε σας φωνάζω 
Και σας παρακαλώ 
Εσείς  το σώμα μου με  τα σχοινιά 
Να το  σφίξετε ακόμα  πιο γερά. 

Την ώρα που  όλα τα καθέκαστα
Στους συντρόφους θα ξεδιαλύνω,
Πρίμος αγέρας καθώς  έσπρωχνε 
Γοργά  το καλοστημένο  πλοίο,.
Έφτασε στο νησί  των Σειρήνων  
 
Με μιας  ο αγέρας λάγιασε
Χύθηκε τριγύρω κάλμα,
Η θάλασσα ησύχασε,
Κοίμησε ο θεός το κύμα.

Οι σύντροφοι πετάχτηκαν        170
Μάζεψαν τα πανιά 
Κι  ως  μέσ' το  πλοίο το βαθύ
Τα' βαλαν τακτικά
Και στα κουπιά από έλατο
Τα καλόξυστα στην αράδα,
Καθίσανε και γέμισαν
Αφρούς πάνω στο κύμα.
 
Κι από κερόπιττα εγώ τρανή
Με κοφτερό μαχαίρι
Έκοψα μικρά κομμάτια
Και με τ' αδρά μου  χέρια
Τα μάλαζα ένα ένα.

Ώσπου το κερί μαλάκωσε
Ζεστάθηκε  απ' τη   δύναμη μου
Και του Ήλιου του Υπερίωνα 
Την πύρα. του βασιλιά.

Κι ως όλων των συντρόφων έφραξα         
Με τη σειρά τ' αυτιά.
Εκείνοι μέσ' το καράβι μου'δεσαν
Μαζί τα χέρια μου και τα πόδια,
Όρθιο στο κατάρτι επάνω
Όπου έδεσαν και τα σχοινιά   180

Μετά αφού καθίσαν πια  
Χτυπούσαν με τα κουπιά
Την αφρισμένη θάλασσα.

Κι όταν είμαστε τόσο μακριά
Όσο ν' ακούς τα λόγια,
Αφού τρέχοντας; με μεγάλη φόρα
Είχαμε κοντοζυγώσει πιά
Και το καράβι μας το  γοργό
Έγινε σ' αυτές αντιληπτό

Τότε  αμέσως  άρχισαν
Να λεν το γλυκό τραγούδι,
<<Σίμωσε Δυσσέα ξακουστέ
Των Αχαιών καμάρι.,

Άραξε εδώ το πλοίο σου
Ν' ακούσεις εμάς τις δυο,
Κανείς ποτέ  δε  μας προσπέρασε 
Ως τώρα με καράβι μελανό,
Χωρίς τη μελιστάλαχτη 
Φωνή μας να ακούσει,
Αλλά αφού ευχαριστηθεί
Κι αφού πολλά θα μάθει.

Γιατ' όλα τα ξέρουμε εμείς
Όσα στην πλατιά την  Τροία,
Πάθανε Τρώες κι Αχαιοί
Από θεών κατάρα.            190

Ξέρουμε κι όσα στην πολύτροφη
Επάνω γίνονται τη γη.

Καθώς μιλούσανε μ' αυτή
Την τόσο γλυκιά φωνή 
Κι έτσι η δική μου η καρδιά
Να τις ακούει είχε πεθυμιά
Και με τα φρύδια γνέφοντας
Τους συντρόφους μου διέταξα
Να μου  λύσουν τα σχοινιά.

Μα ενώ   σκυφτοί κωπηλατούσαν
Πετάχτηκε ο Ευρύλοχος ξαφνικά
Με μιας κι ο Περιμήδης
Μ' έδεσαν με πιο πολλά σχοινιά 
Και μ' έσφιγγαν πιο δυνατά.        

Αφού πια τις προσπέρασαν
Και δεν ακούγαμε τα λόγια 
Των Σειρήνων καθόλου
Ούτε και τα τραγούδια,
Οι σύντροφού μοy οι καρδιακοί
Αμέσως απ' το κερί απαλλάχτηκαν
Που μ'αυτό τους είχα κλείσει τ' αυτιά,
Οπότε πήραν τότε κι έλυσαν            200
Και τα δικά μου δεσμά ,

Μα σαν το νησί  αφήσαμε 
Μπροστά μας σε λίγη ώρα.


Ο Οδυσσέας στη Σκύλλα και στη Χαρυβδη

Είδα καπνό ,κύμα ψηλό        
Κι άκουσα  μπουμπουνητά.  
Κι απ' την τρομάρα τους έφευγαν
Απ' τα χέρια τους τα κουπιά.

Σαν έπεσαν στη θάλασσα
Θόρυβο έκαναν όλα φυσικά,
Κόπηκε του καραβιού η πορεία 
Αφού τα σπαθωτά κουπιά.
Δεν το'  σπρωχναν πιά
 
Κι έτρεχα στο καράβι ολόγυρα
Ψυχώνοντας  με λόγια τρυφερά
Τον κάθε ένα σύντροφο
Πηγαίνοντας στον καθένα κοντά.

Φίλοι μου  εμείς δεν είμαστε 
Άσχετοι από ταλαιπώρια
Και τούτο δεν θα'ν χειρότερο
Κακό απ' τ' άλλα ζόρια.

Όπως και τότε  που είμαστε
Μεσ' τη βαθιά σπηλιά
Με βίαιη σκληρότητα
Απ' τον Κύκλωπα στριμωγμένοι.
Αλλά και τότε με την αξία μου
Το μυαλό και τη θέλησή μου,
Σωθήκαμε και που κάποτε
Θα τα θυμόμαστε πιστεύω
Και όλα ετούτα εδώ..

Μα τώρα μπρος κι ότι θα πω
Θέλω να πειθαρχήσουμ' όλοι,
Σχίστε εσείς με  τα κουπιά        
Στους πάγκους καθισμένοι
Τη θάλασσα τη βαθιά.

Και ίσως με τη βοήθεια του Δία 
Να ξεφύγουμε την καταστροφή
Να βρούμε σωτηρία.

Τούτο προστάζω αρμενιστή(τιμονιέρη)
Και βάλτα καλά στο νου, 
Αφού το τιμόνι κουμαντάρεις
Εσύ του βαθουλωτού καραβιού.

Μακριά απ'το κύμα και καπνό
Το καράβι να το κρατάς,
Προς τη μεριά του θαλασσόβραχου    220
Να το πηγαίνεις και  μη  λαθέψεις 
Μη και το πλοίο γυρίσει κατ' αλλού
Και στο χαμό  μας ρίξεις.

Ως είπα όλοι πείστηκαν ευθύς
Εγώ όμως  για τη Σκύλλα,
Τ' αναπόφευκτο απάλευτο κακό 
Μιλιά δεν έβγαλα απ'το στόμα.

Φοβήθηκα πως  οι σύντροφοι
Άξαφνα θα τρομάξουν,
Θα πάψουν να κωπηλατούν
Και μέσ' το πλοίο γρήγορα 
Θα τρέξουν να σωθούν.

Και τότε  πια τη συμβουλή
Της Κίρκης άφησα τη  θλιβερή, 
Που έλεγε πως ν' αρματωθώ
Εκείνη δεν συμφωνεί.

Τότε  τ' άρματά μου τα ξακουστά 
Τα' δεσα εγώ σφιχτά,
Στα χέρια παίρνοντας μετά 
Και δυο κοντάρια μακριά.
Κι απε στου καραβιού ανέβηκα 
Της πλώρης την κουβέρτα.

Του βράχου από κει η  Σκύλλα
Περίμενα  πρώτα να ξεμυτίσει,
Που τους  συντρόφους  μου χαμό
Τοιμάζονταν να ξαπολύσει.

Μα  δε μπορούσα να τη δω 
Πόνεσαν τα δυο  μου μάτια,
Να  βλέπω τριγύρω ψάχνοντας
Σ' όλη την αχνομένη  πέτρα. 

Με θρήνους εμείς ωστόσο 
Περνούσαμε τη στενωσιά        
Η Σκύλλα απ' τη μια μεριά    
Κι η θεία  Χάρυβδη  απ' την άλλη,  
Με φρίκη τ'   αλμυρό   νερό 
Της θάλασσας ρουφούσε,
Σά να' ταν καζάνι σε δυνατή φωτιά.
Χόχλαζε  σαν ξερνούσε
Κι η άχνη  τότε που υψωνόταν
Ως τις κορφές των βράχων
Πάνω στους δυο ξανά καθόταν.
 
Μα σαν το νερό της θάλασσας     240    
Αναρρουφούσε το αλμυρό,
Δίνη  φαινόταν μέσα τρανή
Κι ολόγυρα   ανακραύγαζε  
Ο βράχος τόσο δυνατά πολύ,
Που' βλεπες κάτω στα βαθιά
Την άμμο τη μελαχρινή.
Κι  όλοι μαζί  κοιτούσανε
Με φάτσα απ' το φόβο κιτρινωπή.

Κι όπως βλέπαμε προς αυτή
Φοβούμενοι την καταστροφή,
Έξι συντρόφους μ' άρπαξε στη στιγμή
Η Σκύλλα απ' το πλοίο το βαθύ,
Που ήταν  οι αξιότεροι
Σε δύναμη κι' αντρειά μαζί. 

Κι ως γύρισα το βλέμμα μου
Στο καράβι μέσα και στους συντρόφους
Είδα από πάνω μου να υψώνονται
Μαζί τα χέρια τους και τα πόδια.
Και τ'ο όνομά μου με παράπονο
Για τελευταία τους φορά
Καλούσαν ονομαστικά.

Οπως πάνω σ' ακρόβραχο 
Ο ψαράς με μακρύ καλάμι
Δόλωμα στα μικρόψαρα 
Ρίχνει στη θάλασσα  με  τ'αγκίστρι,
Πουν' περασμένο σε βοδιού 
Καλοταϊσμένου το κέρατο,
Κι αν πιάσει κανένα το πετά
Σπαρταριστό στην άμμο,

Έτσι κι εκείνοι σπαρτατούσανε
Σα;ν τους έσερνε προς τα βράχια,                   
Τους έτρωγε  στη μπασιά μπροστά
Κι εκείνοι για  γλιτωμό,
Τα χέρια τους μου απλώναν
Μέσα σε άγριο σπαραγμό

Θέαμα  πιότερο φριχτό            265
Απ' όσα πέρασα δεν είδαν 
Τα μάτια μου, της θάλασσας
Τους δρόμους όταν ζητούσαν. 

Ο Οδυσσέας περιγράφει στους Φαίακες την άφιξη του 
 στο νησί του θεού Ήλιου, γιού του θεού Ουρανού
(Υπερίων)

Μετά  πίσω μας σαν αφήσαμε 
Τους βράχους στη στιγμή,
Τη Σκύλλα και την άγρια Χάρυβδη  
Φτάσαμε σε πυπέροχο νησί

Εκεί που ήταν τα όμορφα
Τα βόδια με τα κούτελα τα φαρδιά
Του Ήλιου γιού του Υπερίωνα
Καθώς και τα  παχιά  αρνιά.

Τότε απ' το πέλαγο άκουσα 
Μουγκανητό σε μάντρα βοδιών,
Μέσα απ' το  μαύρο καράβι 
Και βέλασμα αρνιών,.
Που  στο μυαλό μου έφεραν
Του  Τειρεσία τα λόγια,
Του  μάντη του τυφλού απ' τη Θήβα
Και της Κίρκης από την Αία,
Που με ξόρκιζε να κρατηθώ 
Απ' το νησί  του Ήλιου μακριά,
Αυτού που σ' όλους τους ανθρώπους 
Μοιράζει τη χαρά

Έτσι εγώ  στους συντρόφους μου 
Είπα με  πικραμένη την καρδιά:
Σεις που τόσα τραβάτε σύντροφοι
Γι' ακούστε κι αυτά τα λόγια,
Για τις προφητείες θα σας πω
Του μάντη Τειρεσία
Και της Κίρκης από την Αία,
Που με ξόρκιζε να κρατηθούμε
Απ' το νησί του Ήλιου  μακριά,
Που σ' όλους τους θνητούς 
Μοιράζει πολύ χαρά.

Πως βάσανα μεγαλύτερα  
Μας περιμένουν  εγώ τους είπα
Γι' αυτό το πλοίο κρατάτε το 
Πλάγια απ'το νησί αλάργα.

Αυτά σαν είπα  όλων η καρδιά
Ράγισε μεσ'τα στήθια
Κι αμέσως ο Ευρύλοχος 
Μου μίλησε με λόγια όλο πίκρα.

Οδυσσέα είσαι αδάμαστος: 
Ούτ' η ψυχή σου έχει κουραστεί ,
Μη και  το κορμί σου ολάκερο
Από σίδερο έχει πλαστεί;

Τους συντρόφους σου τσακισμένους
Από κούραση και ξαγρύπνια,
Για λίγο δεν μας αφήνεις πια
Να πατήσουμε στη στεριά
Κι εκεί στο θαλασσόζωστο νησί
Να  ετοιμάσουμε νόστιμο φαΐ.

Αλλ' εσύ γυρεύεις μοναχά
Απ' το νησί μακριά
Να τριγυρνάμε όλη, νύχτα
Στου  πέλαγου τη σκοτεινιά.

Συνηθισμένο να' ρχονται
Αέρηδες τη νύχτα,
Που' ναι κακοί και κάνουνε
Ζημιές πολλές στα πλοία,

Πώς θα γινόταν το δικό μας
Να ξεφύγουμε αφανισμό,
Αν κάποιο ανεμοτάραχο
Ξεσπούσε αγριωπό, 
 
Απ' το νοτιά η το Ζέφυρο
Το λυσσασμένο αγέρα,
Που παρά ο θέλημα των θεών
Τσακίζουν τα καράβια.

Αλλά  τώρα πια στη νύχτα
Τη μαύρη ας πειθαρχήσουμε,
Σιμά στο γρήγορα καράβι
Το δείπνο να ετοιμάσουμε
Και την αυγή ανοιγόμαστε
Στου πέλαγου τα πλάτη.

Έτσι είπε ο Ευρύλοχος
Και σ' αυτά συμφώνησαν          
Όλοι μαζί οι άλλοι σύντρόφοι
Τότ' είδα πια πως κάποιος θεός 
Βάσανα  μηχανεύονταν  πολλά.

Έτσι δυο λόγια πεταχτά
Του απάντησα και του είπα:
Ευρύλοχε με ζορίζετε
Κι απόμεινα μόνος πιά.

Ελάτε  όλοι σας  όρκο τρανό
Όλοινα δώστε σε μένα,
Πως κοπάδι μεγάλο αν δούμε 
Από πρόβατα η γελάδια,
Κανένας  δε θα βρεθεί
Από  συμπεριφορά ανάρμοστη,  300 
Πρόβατο ή βόδι να σφάξει

Μον' όλοι ανενόχλητοι
Κοπιάστε για φαΐ ,
Απ΄τις τροφές που πήραμε
Απ' την  Κίρκη τη θεϊκή.

Τέλειωσα πια εγώ
Κι όπως τους είχα ζητήσει,
Αμέσως ορκιστήκανε 
Τελειώσανε τον όρκο
Το γερό  μας καράβι αράξαμε
Πλάι σε δροσερό νερό 
Μέσ' το  λιμάνι το βαθουλό.

Και τότε αποβιβάστηκαν 
Οι  σύντροφοι απ' το πλοίο
Και να ετοιμάζουν άρχισαν 
Μ' έγνοια πολλή το δείπνο.

Κι όταν πιοτού και φαγητού
Γιάτρεψαν την πεθυμιά,
Πήραν να κλαίν θυμούμενοι
Τους αγαπημένους  τους συντρόφους, 
Που η Σκύλλα τους είχε αρπάξει,
Μέσ' απ' το καράβι το βαθύ 
Και τους είχε  κατασπαράξει. 

Κλαίγοντας δε τους ήρθε   
Ο ύπνος ο μακάριος

Μα στο τρίτο της σαν ήταν η νύχτα 
Κι τρεμοσβήναν τ' άστρα,
Ο Δίας των συννεφιών ο μαζωχτής
Ξεσήκωσε  ανεμοθύελλα
Και άγρια λαίλαπα,
Που πέλαγος και στεριά 
Τα σκέπασε με συννεφιά, 
Ώσπου  απλώθηκε  παντού        
Απ'τα ουράνια η νυχτιά..

Σαν φάνη η ροδοδάχτυλη
Πρωί γενημένη αυγή,
Αράξαμε  το καράβι μας 
Και το τραβήξαμε
Σε σπηλιάδι  πολύ βαθύ,

Εκεί επίσης υπήρχαν νυμφών
Πίστα χορού και έδρανα
Κ αφού εγώ κάλεσα σύναξη 
Τούτα τα λόγια  τους είπα:

Φίλοι 

Πιοτό και φαγητό τα έχουμε      320
Στο καράβι το γρήγορό μας,
Γι αυτό από τα βόδια μακριά 
Μη βρούμε το μπελά μας.
Γιατί του Ήλιου του άγριου θεού
Είναι τα παχιά τα πρόβατα
Ακόμα  και τα βόδια
Και πάνωθε τούτος ο θεός 
Τ' ακούει  και τα βλέπει όλα.

Σαν τέλειωσα η καρδιά τους  
Η ατρόμητη είχε πειστεί

Κι ως ένα μήνα ολάκερο
Ατέλειωτος φυσούσε νοτιάς    
Ούτε άλλος άνεμος ερχόταν 
Παρά Σιρόκος και πάλι Νοτιάς

Οσότου στο πλοίο είχαν
Ψωμί και  κόκκινο κρασί ,
Στα βόδια δεν πλησίαζαν 
Να ζήσουν επιθυμούσαν 

Μα σαν σωθήκαν  οι τροφές 
Όλες που' ταν  στο καράβι,
Τότε στο κυνήγι το' ριξαν
Τριγυρνώντας να πιάσουν 
Από ανάγκη ψάρια και πουλιά, 
Με γαντζωτά αγκίστρια
Κι ότι στα χέρια τους έπεφτε,
Τα σπλάχνα τους θέριζ' η πείνα.       

Και τους θεούς παρακαλούσα
Τότε πια διασχίζοντας το νησί ,
Αν κάποιος να μου κάνει φανερό
Το δρόμο για γυρισμό.

Μα όταν απ' τους συντρόφους μου 
Βρέθηκα κρυφά μακριά,
Πήρα τα χέρια τα' πλυνα 
Σ' απάνεμη μεριά.

Σ' όλους  προσευχόμουν τους θεούς
Που διαφεντεύουν τον Όλυμπο, 
Όμως   στα βλέφαρα μου αυτοί
Έριξαν ύπνο γλυκό.

Ωστόσο ο Ευρύλοχος 
Σκέψη  κακιά κινούσε 
Ανάμεσα στους συντρόφους     340
Λέγοντας
Για όσα τραβάτε σύντροφοι
Τα λόγια μου αυτά .ακούστε:

Όλοι οι θάνατοι είναι πικροί
Για τους άτυχους θνητούς,
Μα είναι ακόμα; πιο σκληρό
Αν της μοίρας σου είναι γραφτό
Να πεθάνεις από λιμό.(πείμα)

Μα ελάτε να οδηγήσουμε
Του Ήλιου τα παχιά γελάδια,
Θυσία να τα προσφέρουμε
Στους θεούς που ζουν στα ουράνια.

Κι αν πάμε στην πατρίδα μας
Το Θιάκι με το καλό,
Στον Ήλιο το γιο του Υπερίωνα
Όμορφο θα χτίσουμε ναό, 
Που μέσα του θα βάλουμε πολλά
Αγάλματα λαμπρά.

Μα για τα ορθοκέρατα
Τα βόδια του αν χολιάσει 
Και συμφωνήσουν όλοι οι θεοί
Το πλοίο μας να ρημάξει,

Κάλλιο το έχω να βρεθώ
Στο κύμα το στόμα; ανοιχτό
Μια και καλή πνιγμένος,
Παρά στο έρημο νησί
Αδιάκοπα τυραννισμένος.

Ετούτα σαν είπε ο Ευρύλοχος
Οι σύντροφοι θα συμφωνήσουν
Και τα βόδια του Ήλιου εκεί κοντά
Τα πιο παχιά αμέσως θα λαλήσουν               

Γιατί δεν ήταν μακριά
Από το γαλαζόπλοο καράβι,
Τα βόδια τα μέτωπα τα φαρδιά
Και τα κέρατα τα στριφτά.

Κι όταν τα περικύκλωσαν
Στους θεούς έκαναν προσευχή,  
Κόβοντας φύλλα τρυφερά
Από ψηλά φουντωμένη δρυ,
Αφού κριθάρι άσπρο  δεν είχαν 
Στο καράβι με τα γερά παγκιά .

Τα έσφαξαν και τα έγδαραν
Μετά από προσευχή,
Κι ύστερα έκοψαν τα μεριά    360   
Με σκέπη θα τα τυλίξουν
Διπλώνοντας τη κι απάνω τους
Το κρέας θα τοποθετήσουν.

Κι αφού δεν είχανε κρασί 
Να ρίξουν στα καιόμενα σφαχτά,
Νερό σταλάζαν για τις σπονδές
Κι έκαιγαν όλα τα εντόσθια

Και σαν τα μεριά αποκάηκαν
Και γεύτηκαν τα σπλάχνα,
Λιάνισαν  τ' άλλα για ψήσιμο
Περνώντας τα στη σούβλα.

Τότε  ο ύπνος μου ο βαθύς
Απ' τα  βλέφαρά  μου είχε φύγει,
Για τ'  ακρογιάλι κίνησα 
Στο γρήγορο να πάω καράβι.

Πλησίασα πια και ήμουνα
Στ΄ αμφίκυρτο καράβι
Της τσίκνας πια τη μυρωδιά
Κατάλαβα να με τυλίγει.

Με θρήνο στους αθάνατους Θεούς 
Φωνάζοντας  τους είπα:
Αθάνατοι ευτυχείς  θεοί
Και συ πατέρα Δία,
Για συμφορά μου μ' άσπλαχνο 
Με  κοιμήσατε ύπνο 
Κι οι σύντροφοί μου έβαλαν
Στο νου τους έργο φριχτό.        

Η Λαμπετώ με το μακρύ της πέπλο 
Ευθύς έτρεξε να μηνύσει
Στον Ήλιο γιο του Υπερίωνα,  
Τα βόδια του πως είχαμε σφάξει.

Αμέσως κείνος στους αθάνατους 
Με την καρδιά  οργή γεμάτη
Λέει :
Πατέρα Δία  κι  αιώνιοι 
Ευτυχισμένοι που' στε εσείς  θεοί, 
Την εκδίκηση μου θέλω να πάρω      
Απ' τους συντρόφους του Οδυσσέα
Γιου του Λαέρτη, που αδιάντροπα
Μου έσφαξαν τα βόδια,
Που τα χαιρόμουν στο διάβα μου 
Για τ' αστρωτά ουράνια
Και όταν στη γη επέστρεφα      380
Απ' τον ουρανό ξανά.

Κι αν για τα βόδια  δε  μου δώσουν 
Όσα ταιριάζει  να πάρω,
Στον Άδη μέσα θα βυθιστώ
Και στους νεκρούς  θα φέγγω.

Σαυτόν αναποκρινόμενος
Ο Δίας ο νεφεμαζώχτης
Είπε :<<Ήλιε εσύ μεν πρέπει
Τους αθάνατους να φωτίζεις
Και τους ανθρώπους τους  θνητούς
Πάνω στην καρπερή τη γη επίσης
Κι εγώ σου τάζω  
Πως με  αστραφτερό κεραυνό
Το καράβι το γοργό,
Σε θάλασσα σαν το κρασί
Θρύψαλα  θα το σκίσω .>>

Αυτά  εγώ   τα άκουσα
Απ' την  ομορφόμαλλη Καλυψώ
Κι εκείνη μου' λεγε πως τ' άκουσε
Απ' τον Ερμή το ψυχοπομπό.

Στη θάλασσα μόλις έφτασα
Και στο καράβι δίπλα,
Μάταια με λόγια σκληρά
Μάλωνα τον καθέν,
Διόρθωση  πια αδύνατη           
Αφού είχαν σφαχτεί τα βόδια.

Κι οι θεοί την ίδια  στιγμή
Τους έστελναν σημάδια:
Γιατ' όταν σέρνονταν τα τομάρια 
Και μουγκάνιζαν γύρω στις σούβλες,
Τα ψημένα μα και τα άψητα 
Ακούγονταν  βοδιών φωνές.

Οι σύντροφοί μου οι αγαπημένοι 
Έξη μερόνυχτα φαντώναν,
Με  τα βόδια του Ήλιου τα παχιά
Που τ' άρπαξαν και τα τρώγαν.
 
Κι όταν ο Δίας του Κρόνου ο γιός  400
Ξημέρωσε  την έβδομη ημέρα,
Πήρε ο αγέρας κι έπαυσε
Κι  η λαίλαπα να χτυπά,

Ευθύς εμείς  πάνω στο πλοίο μας
Και  στο πέλαγο τ' ανοιχτό,
Φεύγαμε με τα  πανιάα ' απλωμένα 
Και  το κατάρτι ορθό.

Μα  ως το νησί  πια αφήσαμε
Πίσω μας άλλη καμμιά  στεριά,
Δεν έβλεπες  παρά ο Ουρανό 
Κι η θάλασσα να σμίγουν μοναχά.
 
Έστησε τότε ο γιός του Κρόνου 
Πάνω απ'το πλοίο μας το βαθουλωτό,
Σύννεφο μελαχρινό,
Που σκοτείνιασε το πέλαγο
Κάτω από αυτό.

Για ώρα πολλή το πλοίο μας
Καθόλου δεν προχωρούσε,
Αφού ο Πουνέντες γρήγορα
Φτάνοντας μας κρατούσε
Κι η θύελλα που λυσσομα;νούσε,

Κι απ' του ανέμου την ορμή
Τα δυο του ξάρτια είχαν κοπεί
Μπροστά, απε και το κατάρτι
Πίσω θα σωριαστεί.

Πανιά  στο αμπάρι έπεσαν
Μεσ' τ' απονέρια και σχοινιά
Και πέφτοντας το κατάρτι 
Απέ πάνω στην πρύμνα,
Του πλοηγό βρήκε το κεφάλι
Κι έσπασαν όλα τα κόκαλα μαζί .

Κι  αυτός σαν βουτηχτής
Έπεσε απ' την  κουβέρτα
Και τότε απ' τα κόκαλα
Έφυγε η ψυχή του η γενναία.             

Ο Δίας βροντά και  μαζί χτυπά
Το καράβι μ' αστροπελέκι,
Που ολάκερο στροβιλίστηκε
Βγάζοντας μυρωδιά από θειάφι.

Κι έπεσαν οι σύντροφοι 
Απ' το καράβι μεσ' το νερό
Σαν τις κουρούνες ολόγυρα
Από το  πλοίο το μελαχρινό
Χωμένοι μεσ' τα κύματα
Και με το θεό να τους κόβει
Του δρόμου το γυρισμό.
 
Εγώ  το καράβι γυρόφερνα    420
Όταν κάποια στιγμή 
Χτύπησε  η φουρτούνα,
Τσάκισε  τα πλευρά του 
Κι άφησε γυμνή 
Στο κύμα την  καρίνα.

Πέφτει το κατάρτι πάνω της  
Μαζί πέφτει  κι η σκότα (επίτονος)
Από βοδιού φτιαγμένη  πετσί
Οπότε τα πήρα και τα έδεσα
Καρίνα και κατάρτι μαζί.

Κι αφού κάθησα πάνω σ' αυτά
Αφέθηκα στων ανέμων τη λύσσα .
Ώσπου  κάποια στιγμή 
Ό Πουνέντης έκοψε την αγρίλα,
Μα γρήγορα  Νότιος θα σηκωθεί
Φέρνοντάς μου βάσανα στην ψυχή ,
Αφού θα αναμετρηθώ ξανά
Με την ολέθρια Χάρυβδη.

Ολονυχτίς παράδερνα
Και όντας εφάνη ο ήλιος,
Στο βράχο έφτασα της Σκύλλας 
Και της άγριας Χάρυβδης .

Καθώς η Χάρυβδη τ' αλμυρό νερό 
Της θάλασσας αναρρουφούσε ,
Εγώ προς τον ορνιό που' ταν ψηλά
Πετάχθηκα και κόλλησα
Πάνω του  σα νυχτερίδα.

Και δεν υπήρχε πουθενά 
Κάπου να πατήσω σταθερό
Οι ρίζες; ήταν μακριά
Και τα τρανά κλωνιά
Απλώνονταν στον αέρα, 
Στη Χάρυβδη να κάνουν σκιά.

Εκεί κρατιόμουν σταθερά
Μέχρι να φτάσει η στιγμή
Πίσω να ξεπετάξει,
Την καρίνα και το κατάρτι,
Που παρά την προσδοκία μου
Έγινε αργά πολύ.

Ποιάν  ώρα ανασηκώνεται
Ο  δικαστής να πάει για δείπνο,
Όταν στην αγορά εδίκασε
Και μοίρασε το δίκιο,       440

Την ίδια ώρα πια η Χάρυβδη
Έβγαλε εμφάνισε τα ξύλα.
Κι εγώ  ψηλά τινάχτηκα
Με χέρια και με πόδια

Πέφτοντας μέσα με γδούπο ,
Πλάι  στα μακριά μαδέρια,
Κάθισα πάνω τους κι' αρχίνησα
Να λάμνω(κωπηλατώ) με τα; χέρια.

Όμως θνητών κι αθάνατων  
Ο πατέρας τη Σκύλλα,
Δε μ' άφησε να την ξαναδώ, 
Αλλιώς τον όλεθρο  το ξαφνικό
Σίγουρα δε θα γλίτωνα.
 
Μέρες εννιά θαλασσοδερνόμουνα            460
Στις δέκα μεσ' τη νύχτα,
Μ' έριξαν οι θεοί σ' ένα νησί
Που ήταν η Ωγυγία, 
Όπου κατοικούσε η Καλυψώ
Με τις όμορφες πλεξούδες,
Πανώρια ήταν μα και σκληρή  
Θεά με μιλιά σαν τις θνητές.
Μου' δειξε την αγάπη της.

Μα τί λέω τούτα χτες βράδι 
Τα διηγήθηκα σ' εσένα
Και στο πιστό σου ταίρι.
Γιατί δεν μου' ρχεται καλά
Να λέω πάλι τα ίδια.                   465


Η συνέχεια παραπέμπεται σε προηγούμενη ραψωδία, 
τη ραψωδία ε, όπου η Αθηνά θέλησε να δώσει ένα τέλος 
στο μαρτύριο του Οδυσσέα και  παρακαλεί το Δία να 
τον αφήσει να πάει στην Ιθάκη, επιβάλλοντας 
τη θέληση του στην Καλυψώ.Εδώ  περιγράφεται  η άφιξη και η ζωή του Οδυσσέα
στο παλάτι-σπηλιά  της και η συνάντησή του με τη Ναυσικά. 


Ραψωδία ε

Συνεχίζεται με τη ραψωδία ε (πρωθύστερη)
Οι θεοί μελετούν το πρόβλημα του Οδυσσέα

Μόλις  η Αυγή απ'  του Τιθωνού 
Το στρώμα είχε πια φύγει
Του λαμπρού ώστε  σε θνητούς 
Κι αθάνατους  το φως να φέρει,

Κάθισαν οι θεοί στις θέσεις τους
Ο Δίας φυσικά στη μέση,
Που βαρά βροντές από ψηλά
Και που'χει δύναμη μεγάλη
 
Η Αθηνά τότε τους έλεγε                   
Για τα βάσανα τα πολλά 
Που θυμόταν του Οδυσσέα,
Όντας στα παλάτια  της  Νύμφης
Και  του του'χε μεγάλη έγνοια.

Το συμβούλιο των θεών του Ολύμπου  συζητά  το θέμα της επιστροφής του Οδυσσέα στην Ιθάκη
 
Δία πατέρα κι αθάνατοι εσείς θεοί                       7
Πάντα ευτυχισμένοι,
Κανείς πια  να μη βρεθεί 
Πρόθυμος, αγαπητός και πράος 
Βασιλιάς σκηπτρούχος,
Που  το δίκιο στο μυαλό του να' χει
Μον' άσπλαχνα πάντα να φέρεται        10
Και άνομα να κάνει,
Όπως  κανένας δεν θυμάται 
Ποιός ήταν ο θεϊκός  Οδυσσέας,
Σ' αυτούς που διαφέντευε λαούς 
Κι ήταν καλός πατέρας.

Αλλ' αυτός  κλεισμένος σε νησί
Πάσχοντας; βάσανα σκληρά 
Στης Νύμφης Καλυψώς τα μέγαρα
Όπου με το ζόρι τον κρατά

Κι αυτός στην πατρική του γη
Να φτάσει δε μπορεί, 
Αφού δεν υπάρχουν σύντροφοι 
Και καράβια με πολλά; κουπιά,
Που μαζί τους να τον έπαιρναν 
Στης  θάλασσας τη ράχη την πλατιά. 

Τώρα πάλι σκέφτονται       20
Το αγαπημένο γιό του,
Να τον σκοτώσουν σαν γυρνά
Πίσω στο σπιτικό του,
Από το ταξίδι στη Λακεδαίμονα 
Και την πανίερη Πύλο,
Είδηση ν' ακούσει για το γονιό του.

Αμέσως  της απάντησε
Ο συννεφομαζώχτης Δίας :
Κόρη μου τι  λόγος σου ξέφυγε
Απ'το φράχτη της οδοντοστοιχίας.

Εσύ δεν ήσουν  που'βαλες
Στο νου σου τέτοια σκέψη,
Ο Δυσσέας σπίτι φτάνοντας 
Εκδίκηση να γυρέψει;

Στείλε εσύ τον  Τηλέμαχο       25    
Με ασφάλεια μιας και μπορείς,
Στην πατρική του γη αν φτάσει
Να' ναι τελείως αβλαβής
Και οι μνηστήρες στην πατρίδα πάλι 
Να γυρίσουν μεσ' το καράβι

Έτσι είπε και γυρίζοντας
Είπε στον  αγαπημένο γιο του: 
Ερμή, μιας κι είσαι πραγματικά
Μαντατοφόρος και σ' άλλα ξανά
Στη Νύμφη την  ομορφόμαλλη  
Να  πας και να μεταφέρεις
Την αλάθευτή μας απόφαση
Για το γυρισμό στο σπίτι του
Του καρτερικού Οδυσσέα,
Όπως κι  ότι δεν θα επιστρέψει
Μ' ανθρώπων και θεών τη συνοδεία.

Μα αυτός πάνω σε μια  σχεδία,
Σε κόμπους πάνω ατέλειωτους
Κι' απανωτή ταλαιπωρία,
Σ' είκοσι μέρες στο καρπερό νησί
Θα φτάσει τη  Σχερία, 
Των Φαιάκων τη γη που η φύτρα τους
Με των θεών είναι η ίδια.

Όλοι αυτοί  ως αθάνατο
Από  καρδιάς θα τον τιμήσουν,
Στην πατρική του ακόμα γη 
Με πλοίο τους θα τον στείλουν,
Με  χρυσό και χαλκό πολύ μαζί
Κι άφθονα  ακόμα ρούχα,
Όσα δε θα'  φερνε ποτέ
Αν γύριζε ακέραιος  ο Οδυσσέας
Κρατώντας από την Τροία
Τη μοιρασιά από τη λεία.  40

Γιατί η μοίρα του είναι να φτάσει
Τους δικούς; του  για να δει,
Στο αψηλό παλάτι του 
Στην  πατρική του γη.

Ο Ερμής παίρνοντας την εντολή φεύγει για το παλάτι της Καλυψώς  να της μεταφέρει την απόφαση του Δία.
 
Αυτά είπε κι ο φονιάς   45
Τον άκουσε του Άργου(ο Ερμής)
Και δίχως αρνήσεις φόρεσε
Τα πέδιλά  τα καλά του.

Χρυσά ήταν κι αθάνατα,
Που  τoν έφερναν γοργά
Με  του ανέμου τις πνοές,
Πάνω από της γης τις θάλασσες
Και τις απέραντες στεριές.

Πήρε και το μαγικό  ραβδί 
Που  μάτια  ανδρών μαγεύει,
Από κείνους που διαλέγει.
Τους άλλους τότε κοιμώμενους
Εκείνος τους  σηκώνει.

Κρατώντας το ραβδί στα χέρια του
Πετούσε.ο δυνατός
Του Άργου  ο δολοφόνος.

Αλλά σαν έφτασε  στην Πιερία
Κατεβηκε από ψηλά
Και μπήκε μέσ'τη θάλασσα.
Απε σα  γλάρος να' τανε
Ορμούσε πάνω στο κύμα .
Όπως πουλί  που  πιάνει ψάρια
Στης άκαρπης θάλασσας
Τα βάθη τα μεγάλα,
Νοτίζοντας τις γερές φτερούγες του
Στης θάλασσας την αλμύρα.

Το ίδιο κι ο Ερμής τα κύματα
Προσπέρναγε τότε τα πολλά.

Μα σαν έφτασε πια στο νησί 
Που' ταν πολύ μακριά,
Άφησε τ' αφρισμένο  πέλαγο
Και πάτησε στη στεριά.

Μέχρι που' φτασε σε μεγάλη σπηλιά
Όπου μέσα έμενε 
Η μορφοπλέξουδη Νύμφη
Kαι μέσα τη βρίσκει να' ναι,

Στο τζάκι έκαιγε τρανή φωτιά        
Που έφερνε μακριά τη μυρωδιά
Κέδρου και  ευκολόσχιστης θυάς.   60
Που καιγόταν κι όλο το νησί
Και γέμιζε παντού μοσχοβολιά

Και το γλυκό τραγούδι της 
Ακουγόταν μέσα , 
Καθώς  στον αργαλειό της  ύφαινε
Μ' ολόχρυση σαΐτα.
 
Δροσολουσμένο δάσος
Φούντωνε γύρω απ'τη σπηλιά,
Σκλήθρα και καβάκια (λεύκες).
 Και κυπαρίσσια ευωδιαστά

Εκει όπου κουρνιάζανε 
Πουλιά με  μακριά φτερά, 
Γκιώνηδες ,γεράκια
Και με τις μακριές τους γλώσσες
Οι θαλασσινές κουρούνες,
Που σ' αυτές αρέσουν
Οι πτήσεις οι πελαγίσιες.
 
Ήταν δε απλωμένη εκεί 
Γύρω απ' την κουφωτή σπηλιά
Τυλιγμένη κληματαριά 
Σταφύλια φορτωμένη.
 
Τέσσερις βρύσες στη  σειρά 
Η μια στην  άλλη κολλητά,
Που αλλού τα γάργαρά της νερά
Τα έστερνε να πάν' η κάθε μιά,
 
Ολόισια γύρω λιβάδια πράσινα
Μ' άγρια σέλινα και βιόλες.
Που κι αθάνατος μετά να' ρχόταν 
Βλέποντας   θα ξετρελαινόταν
Και η καρδιά του θα φχαριστιόταν.

Εκεί αφού στάθηκε ο Ερμής
Θαύμαζε όλα τριγύρω.

Κι αφού όλα άφησε 
Η καρδιά του να τα θαυμάσει
Αμέσως  μπήκε πια
Μεσ'τη φαρδιά σπηλιά.

Κι αντίκρυ του  η Καλυψώ
Σαν  τον είδε  κάποια  στιγμή
Η  λατρευτή θεά καρσί της
Ποιός ήταν θα τον γνωρίσει,      
 
Βλέπεις οι  αθάνατοι θεοί
Δεν είναι  άγνωστοι μεταξύ,
Ακόμα και σε μακρινά  παλάτια  80
Αν κανένας τους κατοικεί.

Ούτε ο μεγαλόκαρδο ευθύς
Δε βρίσκει τον Οδυσσέα μέσα
Αλλά  καθόταν στο γιαλό μπροστά
Με δάκρια πόνους; και στεναγμούς
Σπαράζοντας μέσ την καρδιά

Στ' άκαρπο πέλαγος κοιτούσε
Αφήνοντας δάκρυα πολλά.

Τον Ερμή τότε η θεά Καλυψώ 
Αφού τον έβαλε να καθίσει
Σε θρόνο δε λαμπροστόλιστο,
Μιλώντας του θα τον ρωτήσει:

Ερμή εσύ με το χρυσό ραβδί
Γιατί άραγε ήλθες σε μένα,
Εσύ ο σεβάσμιος και αγαπητός
Δεν έρχεσαι δα συχνά 
Αλήθεια εδω πέρα.

Πες μου ότι έχεις κατά νου
Με την καρδιά μου θα το κάνω 
Άν τούτο είναι εφικτό
Κι αν από μένα  μπορετό.

Αλλ' έλα πρώτα κόπιασε
Να σε φιλέψω κάτι.

Έτσι σαν είπε η θεά  
Του έστρωσε τραπέζι,
Το γέμισε μ' αμβροσία(τροφή των θεών) 
Κι απε τον κέρασε
Κόκκινο Θεϊκό κρασί.

Και τότε του Άργου ο φονιάς
Του Δία ο ψυχοπομπός 
Ξεκίνησε  το φαγοπότι,

Κι όταν πίνοντας και τρώγοντας
Και χάρηκ' η καρδιά του φαγητά
Τότε εκείνος θα της  απαντήσει.
Με τα λόγια αυτά:
Eσύ ρωτάς πως έφτασα ο θεός
Σε σένα θεά εδώ χάμω,
Καθάριος θαν' ο λόγος μου
Όπως θέλεις κι εσύ πιστεύω.

Ο Δίας  με διέταξε να έλθω             100
Εδώ  δίχως  να θέλω εγώ
Ποιος άραγε ίσως ποτέ
Από  μόνος του θα διέσχιζε
Τόσο πολύ αλμυρό νερό .

Ούτε  πόλη θνητών
Βρίσκεται καμιά  κοντά   
Που στους θεούς  να κάνουν θυσίες
Και εκλεκτές βοδιών προσφορές

Του Δία όμως του ασπιδοκράτη
Τη θέληση  δεν μπορεί,
Ούτε θάνατος να την αλλάξει 
Μα; μήτε και να την παραβεί.

 Λέει πως  κρατάς κοντά σου
Τον   πιο δυστυχισμένο άντρα,
Απ' όλους που πολέμησαν
Στου Πρίαμου το κάστρο κοντά,
Εννιά χρόνια και στο δέκατο 
Αφού την πόλη κατέστρεψαν
Έφυγαν για την πατρίδα. 
Όμως κατά την επιστροφή 
Αμάρτησαν στην Αθηνά ,
Και κείνη σήκωσε θύελλα 
Με κύματα πολύ ψηλά.

Όπου όλοι οι άλλοι δυνατοί
Σύντροφοί του χαθήκαν
Και τούτον άνεμος τον έφερε πια
Τον πέταξε εδώ κι ένα κύμα 

Αυτόν τώρα το γρηγορότερο
Να τον ξεπροβοδήσεις σου ζητά:

Γιατί δε γράφεται εδώ μακριά  
Απ' τους δικούς του πως θα σβήσει,
Είναι γραφτό τους φίλους του
Γυρνώντας να αντικρίσει,
Τo αψηλό παλάτι του 
Στηνπατρική του γη

Στα λόγια τούτα  η Καλυψώ 
Ρίγησε  η πανέμορφη θεά 
Και προς αυτόν κραυγάζοντας       
Λόγια του αέρα του παντά.

Είστε σκληροί ,ζηλιάρηδες
Πιότερο σεις οι θεοί από όλους,
Δε σας αρέσει μια θεά
Να σμίγει με κοινούς  θνητούς,   120
Αν κάποια θεά στα φανερά 
Ταίρι θελήσει να γίνει μ' άντρα
Που κείνος θέλει να την κάνει 
Αγαπημένη του κυρά.

Όπως η ροδοδάχτυλη αυγή 
Που  πήρε τον Ωρίωνα,
Σεις οι τρισευδαίμονες θεοί
Ζήλια δε νοιώθατε τότε εύκολα ,
Μονο σαν πήγ' η χρυσόθρονη
Η αγνή  Άρτεμη στην Ορτυγία 
Εκεί όπου  τον σκότωσε
Πυκνές σαϊτιές   πετώντας.

Όπως επίσης κάποτε
Της  Δήμητρας της ομορφόμαλλης
Ενέδωσε η καρδιά της
Κι έχοντας στρώμα νιο χωράφι
Τριπλά ζευγαρωμένο
Με τον Ιάσιο γι' απόλαυση 
Κι εκείνη  είχε σμίξει.

Τις αγκαλιές και τα φιλιά 
Ο Δίας τα'μαθε στο λεπτό, .
Του πήρε αμέσως τη ζωή
Μ'αστροπελέκι καυτερό.

Και τώρα πάλι με ζηλεύετε 
Θνητό ώ θεολίκοντά μου που'χω,
Μα γω τον γλίτωσα όταν μόνος
Έφτασε σε σχεδία πάνω,
Όταν το γρήγορο καράβι του
Μεσ' το πέλαγο το  κρασάτο ,
Το  τσάκισε ο Δίας ρίχνοντάς του 
Κεραυνό φλογάτο.(πυρωμένο).  

Τότε που οι άλλοι δυνατοί
Συντρόφοι του  χαθήκαν
Κι αυτόν άνεμοι και κύματα
Σπρώχνοντας τον εδώ τον αφήκαν.

Τον φίλευα και τον έτρεφα
Και κατά νου τον είχα,
Αθάνατο να τον έκανα                    
Κι αγέραστο για πάντα.

Αφού  όμως τ' ασπιδοκράτη (Δίας) 
Τη θέληση να παρακούσει  
Αθάνατος άλλος δεν μπορεί 
Ούτε και να τη χαλάσει,
Ας φύγει αφού είναι θέλημα
Του Δία κι αυτό το διατάσσει,

Στη θάλασσα πάνω την ανήσυχη   140
Εγώ όμως πως να τον στείλω,
Καράβια με πολλά κουπιά
Συντρόφους  εγώ δεν έχω,
Που στη ράχη της θάλασσας την πλατιά
Μαζί τους να τον πάρουν.

Μα πρόθυμα θα του δώσω συμβουλή 
Και δε  και θα του την κρύψω,
Ακέραιος στην πατρική γη
Να γυρίσει πίσω.
 
Και τότε ο Αργοφονιάς(Φονιάς του Άργου)
Αμέσως  της απαντά,
Έτσι  τώρα διώξε τον 
Λογίζοντας την οργή του Δία,
Μη και ξεσπάσει πάνω σου
Αργότερα ο θυμός του. 
 
Κι ο δυνατός Αργοφονιάς
Έφυγε σαν είπε αυτά τα λόγια.
Τότε κι η Νύμφη  η σεβαστή 
Πήγε προς  τον  Οδυσσέα;

Έφυγε ο Ερμής και η Καλυψώ συναντά τον Οδυσσέα
 
Tον  βρήκε  κάτω στο γιαλό           
Να κάθεται πλάι στο κύμα,
Τα μάτια του δε στέγνωναν 
Απ' τα  πολλά τα δάκρυα. 

Με τον καημό του για  γυρισμό 
Έσβηνε η ζωή του  η γλυκιά,
Με τη Νεράϊδα. πια να ζει
Δεν του' δινε καμιά χαρά.
 
Αλλά κοιμόταν στη βαθουλωτή
Τις νύχτες σίγουρα τη σπηλιά,                                                                                                                      
Αν και χωρίς τη θέλησή του                                                                                                                        Δική της ήταν η χαρά.                                                                                                                                                                                                                                                           
Όλες τις μέρες κάθονταν 
Στα βράχια στ' ακροθαλάσσια,
Και  πίκρες ,κλάματα, στεναγμοί
Του  σπάραζαν τα στήθια,
Την άκαρπη κοιτώντας; θάλασσα
Με βουρκωμένα μάτια.
 
Αφού στάθηκε εκεί κοντά
Του μιλούσε η λαμπρή θεά:
Δε θέλω να μου δέρνεσαι 
Δύσμοιρε εδώ 
Ούτε και η ζωή σου ν' αφανίζεται, 160
Αφού ολοπρόθυμα 
Να φύγεις θα σου σταθώ.

Μα πάρε συ να κόψεις 
Με καλό τσεκούρι
Μαδέρια μακριά
Για φαρδιά σχεδία,
Κι απάνω της να  καρφώσεις 
Σανίδες που να' ναι αρκετά ψηλά.
Πέρα ως πέρα αράδιασέ τις,
Έτσι που στο σκοτεινό.
Να σε φέρουν ωκεανό.

Κι απέ εγώ ψωμί, νερό 
Και κόκκινο κρασί μέσα θα βάλω,
Να μη σε λυγίσει η  πείνα 
Και τα ρούχα που  θα σε ντύσω.
 
Πίσω σου θα στείλω πρίμο άνεμο
Κι αν θέλουν κι οι θεοί,
Που διαφεντεύουν τον πλατύ ουρανό,
Από μένα που' ναι πιο δυνατοί
Σε κρίση και σε γνώση,
Σώος θα φτάσεις κι ακέραιος
Στην πατρική σου γη.

Ο πολύπαθος θείος Οδυσσέας 
Ρίγησε σαν του'πε όλα αυτά
Και  κείνος σε απάντηση
Τούτα του ανέμου της λέει λόγια:

Άλλο προφανώς σκαρφίζεσαι 
Μα όχι θεά  για το γυρισμό
Όταν μου  με προτρέπεις με σχεδία;
Το απέραντο της θάλασσας να περάσω
Το δύσκολο,το φριχτό.                   180
Στο πέλαγο πάνω το φριχτό
 
Αυτό που ούτε και τα γρήγορα
Τολμούν να περνούν καράβια,
Που αν και του Δία αυτά
Χαίρονται  τον πρίμο αγέρα .
 
Χωρίς τη δική σου θέληση
Εγώ στη σχεδία δε θα ανεβώ,
Εκτός κι αν αποφάσιζες             
Μεγάλο όρκο να δώσεις,
Πως άλλο κακό για μένανε
Στο νου σου δε θα βάλεις.

Τότε  χαμογέλασε η Καλυψώ 
Σαν άκουσε όλα αυτά             180
Κι αφού τρυφερά τον χάϊδεψε 
Ετούτα του είπε λόγια:
 
Πράγματι είσαι πονηρός;
Κι από σκάρτα δεν ξέρεις
Κοίτα τι λόγια σκέφτηκες;
Αλήθεια να ξεστομίσεις.

Μάρτυρες  βάζω να'ναι  η γη
Και τα πλατιά πάνω ουράνια,
Της Στύγας τρεχούμενα νερά
Που  πιο μεγάλος όρκος; ,πιο φριχτός
Στους θεούς  μετριέται πάντα
Πως άλλο τίποτα δεν έβαλα
Στο νου κακό  για σένα.

Αλλά ετούτα σκέφτομαι
Και να τα κάνω κατανοητά,
Όσα που κι εγώ η ίδια
Για μένα θ' αποφάσιζα
Τόση ανάγκη αν είχα.
Γιατί στο δικό μου το μυαλό
Δε μπαίνει   η αδικία
Τα στήθη δεν είν'από σίδερο
Είμαι  ψυχοπονιάρα.
 
Αυτά του είπ' η  πεντάμορφη  
Με βιάση στο δρόμο μπαίνει
Κι εκείνος στα θεία αχνάρια 
Των ποδιών της την ακολουθεί.           
 
Κι όταν ο άντρας κι η θεά 
Στη σκαλιστή σπηλιά είχαν φτάσει,
Απ'όπου  σηκώθηκ' ο Ερμής
Εκείνος θα καθίσει. 

Κι η νύμφη του απίθωσε 
Πλούσια  μπρος τροφή,
Να τρώνε και να πίνουν αυτά
Που τρώνε οι άντρες οι θνητοί.

Κι αυτή αντίκρυ κάθισε 
Στο θεϊκό  Οδυσσέα,
Μπροστά της οι δούλες έβαλαν 
Νέκταρ και αμβροσία.

Στα έτοιμα τότε φαγητά      200
Αυτά που' ταν μπροστά τους,
Άπλωσαν αυτοί τα χέρια.
Στα ποτά απέ και στα φαγητά

Κι αφού είχαν πια φχαριστηθεί
Η Καλυψώ  η σεβαστή 
Όπως ήταν σωστό
Άρχισε πρώτη να μιλεί.

<<Θείε του Λαέρτη γιε                  
Πολυμήχανε Οδυσσέα, 
Έτσι λοιπόν στο σπίτι σου 
Στην αγαπημένη σου  πατρίδα
Τώρα πια  θέλεις να πας γοργά;
Για όλα αυτά γειά και χαρά .

Μ' αν  ήξερες όμως τα βάσανα
Που η μοίρα σου να τραβήξεις,
Έχει γραμμένο  πριν τα χώματα 
Τα πατρικά σου να πατήσεις,

Εδώ μαζί μου θα'μενες
Φύλακας  στο παλάτι,
Θα' σουν απέ  κι αθάνατος
Όση κι αν έχεις  πεθυμιά  
Το ταίρι σου να πας δεις
Που ο καημός της ατέλειωτος
Όλα αυτά τα χρόνια. 

Μα καυχώμαι πως εγώ χειρότερη
Από εκείνη το λέω με σιγουριάΣ
Σε κορμοστασιά  ούτε σ'' ομορφιά,
Αφού έτσι κι αλλιώς δεν είν'σωστό             220    
;Ε;γώνομίζω οι θνητές,
Για το κορμί και την ομορφιά
Να μαλώνουν  με τις θεές.

Σ' αυτήν δε απαντώντας είπε
Ο Οδυσσέας; ο πολυγνώστης .
Θεά εσύ σεβάσμια
Για τούτο μη μου  θυμώνεις
 
Κι εγώ καλά το ξέρω αλήθεια 
Πώς η συνετή Πηνελόπη
Δε μπορεί με  σένα σ' ομορφιά
Κι  ανάστημα να παραβγεί,
Από σένα είναι κατώτερη.
 
Γιατί  εκείνη είναι θνητή 
Και σύ θεά αγέραστη, 
Μα τόσο πολύ αυτό  που θέλω 
Και εύχομαι όλο τον καιρό,
Είναι στο σπίτι μου να βρεθώ
Του γυρισμού μου τη μέρα να ιδώ.

Kι αν πάλι σε πέλαγο σκοτεινό
Με τσάκιζε θεός ξανά
Αντέχω  γιατί στα στήθια μου
Έχω καρτερική καρδιά.
 
Γιατί έπαθα πάρα πολλά 
Κι έχω πολύ αγωνιστεί,
Στον πόλεμο και τα κύματα,
Με τ'άλλα και τούτο ας γενεί.

Σαν τέλειωσε κι ο ήλιος έδυσε πιά
Και μας σκέπασαν  τα σκοτάδια,
 
Αφού πια στο βάθος έφτασαν πιά
Της βαθουλωτής  σπηλιάς,       
Τον έρωτα τους χάρηκαν
Αγκαλιασμένοι όντας.

Κι όταν η ροδοδάχτυλη
Χάραξε πια  αυγούλα,
Πήρ' ο Οδυσσέας και φόρεσε
Χλαμύδα και χιτώνα .
        
Και η Νεράιδα φόρεσε
Αργυρόχρωμο  φουστάνι,
Χαριτωμένο και λεπτό 
Στη μέση της καλό χρυσό ζωνάρι.
Καλύπτρα έβαλεστο κεφάλι
Και του περήφανου  Οδυσσέα.
Ετοίμαζε το ταξίδι.

Τσεκούρι μεγάλο του'δωσε
Στη χούφτα ταιριαστό,
Καλά στερεωμένο πάνω
Δίστομο κι από χαλκό.

Του' βαλε  κι ένα στυλιάρι  
Πανέμορφο από ελιά 
Ξυσμένο πολύ  καλά ,
Κι ένα σκεπάρνι έπειτα
Εύκολα.να ξηλώνει.

Αμέσως  ξεκίνησε μπροστά 
Για του νησιού την εσχατιά,
Όπου κεί πέρα φύτρωναν
Δένδρα πολύ  ψηλά,
Σκλήθρες λεύκες κι' έλατα 
Που ανέβαιναν στα ουράνια,      
Με φύλλα κατάξερα από παλιά
Που επέπλεαν ελαφρά στα νερά.  240

Και μόλις τα δένδρα του'δειξε
Που φύτρωναν  τα θεριά,
Η πεντάμορφη πια Καλυψώ
Γύρισε πίσω στη σπηλιά.

Έκοψε τα δένδρα αυτός μετά
Και τέλειωσε τη δουλειά γοργά,
Από τα είκοσι πελέκησε 
Με τσεκούρι τα κλωνιά.

Κι αφού τα έξυσε καλά 
Με χάλκινο σκεπάρνι
Με τέχνη τα ευθυγράμμισε
Επάνω σ'ενα αλφάδι.

Ωστόσο η σεβαστή Καλυψώ 
Τρυπάνια θα του δώσει,
Άνοιξε  τρύπες σ' όλα τους
Και μεταξύ τους  τα είχε ταιριάξει
Με ξυλοκάρφια και ξυλοδεσιές(κορμοί κομμένοι στα; δυο)
Κτυπώντας τα είχε δέσει
 
Όσο κάποιος σχεδίασε
Άνδρας τεχνίτης ικανός
Της  πατωσιάς το πλάτος
Φορτηγού καραβιού, 
Τόσο  να κάνει  φαρδιά
Ο Οδυσσέας σκέφτηκε
Τη δική του σχεδία .              260

Κι αφού έστησε τα πλαϊνά
Με στραβόξυλα θα τα στεριώσει
Και με  τις μακριές σανίδες του 
Την κουβέρτα θα ισοπεδώσει.

Κατάρτι τότε πελεκά
Κι επίτονο(λοξό ξύλινο στήριγμα) της ταιριάζει
Κι απε τιμόνι έφτιαξε
Για να την(σχεδία) κατευθύνει.

Και με κλωνάρια λυγαριάς 
Την έφραξε τριγύρα,
Να τον φυλά απ'τα κύματα
Σωριάζοντας και σαβούρα.

Κάποια στιγμή η Καλυψώ
Έφερε  η σεβαστή σκουτιά   
Κι εκείνος τα μαστόρεψε 
Σε άριστα πανιά.

Σκότες της έδεσε  ψηλά
Στηρίγματα  και μαντάρια,
Την έριξε   στ' άγια  κύματα
Έπειτα με λοστάρια.

Σαν πέρασαν  μέρες τέσσερις
Τότε όλα είχαν τελειώσει,
Την πέμπτη πια η Καλυψώ
Η όμορφη θα τον ξεπροβοδίσει.,
Αφού απ' το νησί μ' ευωδιαστά
Ρούχα τον είχε ντύσει,
Η ίδια με τα χέρια της 
Κι απέ τον είχε λούσει.

Μέσ' τη σχεδία του' βαλε 
Η θεά ασκί με μαύρο κρασί, 
Το πιο καλό  και στ' άλλο
Νερό στο πιο μεγάλο
Απέ  του' βαλε και σε ταγάρι
Αφθονα του χεριού τροφή

Πρίμο εκείνη του' στειλε 
Ζεστό  κι αβλαβή αγέρα 
Κι  ο Οδυσσέας  με χαρά 
Ο θεϊκός σήκωσε πιά πανιά.

Ο Οδυσσέας φεύγει από το νησί της Καλυψώς
 
Μετά με  τέχνη να κυβερνά    
Κάθισε στο τιμόνι 
Κι ύπνος στα βλέφαρά του 
Έπαψε να τα κλείνει.

Καθώς την Πούλια κοίταζε 
Της Άρκτου, τον  γελαδάρη,
Που να βασιλέψει αργεί 
Κι άμαξα την αποκαλούν  πολλοί,
Αφού πάντα εκεί κλωθογυρνά
Καραδοκώντας τον Ωρίωνα 
Που ποτέ του αυτός δε χαίρεται
Του  Ωκεανού τα λουτρά,
Και τούτη η Καλυψώ η σεβαστή
Του έδωσε  συμβουλή,
Στο πέλαγο πορευόμενος
Αδιάκοπα να τον έχει
Στ' αριστερό του χέρι.

Αρμενίζοντας  στο πέλαγο
Πέρασαν μέρες δέκα επτά,
Στις δέκα οχτώ φανήκανε 
Της χώρας των Φαιάκων 
Τα σκιερά βουνά, 
Που απ' τη μεριά του φαίνονταν280
Να' ναι  σαυτόν πολύ κοντά 
Και  σαν ασπίδα φάνταζε
Στου πέλαγου τη σκοτεινιά.

Όταν ο μέγας σαλευτής της γης (Ποσειδών)
Γύριζε από τη γη των Αιθιόπων,
Τον είδε από πέρα μακριά
Απ' τα βουνά των  Σωλύμων ,
Τον γνώρισε αφού αρμένιζε
Στο πέλαγο μέσα

Θύμωσε πολύ μέσ' την καρδιά
Κι αφού κούνησε το κεφάλι 
Πρίν να ξεστομίσει λόγια 
Όπως αυτά με οργήΤην πα
 
Ωχ,ναί άλλαξαν γνώμη βέβαια
Οι άλλοι θεοί για τον Οδυσσέα,
Άλλη έβγαλαν απ' τη δική μουτ
Όταν στους Αιθίοπες έλειπα.

Να τος στων Φαιάκων τη γη κοντά
Όπου εκεί του όρισε  η μοίρα,
Να ξεφύγει από της συμφοράς  
Τα σχοινιά.μια για πάντα
Μέχρι να φτάσει στην πατρίδα.

Μα εγώ πρωτύτερα λέω γι' αυτόν 
Και  μ' άλλα βάσανα θέλω
Με μιας να τον χορτάσω.

Αυτά σαν είπε σύννεφα
Εκείνος θα μαζέψει
Και με την τρίαινα στα χέρια του,         
Το πέλαγο θα συνταράξει.
 
Παντού θυελλώδεις άνεμους 
Όλων των ειδών ξαμολά,
Και  κάλυψε με σύννεφα 
Πέλαγα  μαζί και στεριά.
Και μια θολή από τον ουρανό
Είχε απλωθεί σκοτεινιά.
 
Μαζί  Νοτιάς ,λεβάντες χίμιξαν
Κι ο Ζέφυρος ο πιο  κακός,
Με κύμα δε τρανό,απανωτό
Κι ο Βοριάς  ο παγερός
 
Γόνατα τότε και καρδιά
Του Οδυσσέα είχαν λυθεί
Και μ' όση μπορούσε πίκρα
Θα πει μεσ' την  ψυχή του την τρανή. 

Αλλιά  σε μένα τον άμοιρο
Τι θ' απογίνω τελικά
Τρέμω για όσα προφήτεψε
Η θεά μη βγουν όλα σωστά. 300
 
Πως θα περάσω μού' λεγε 
Βάσανα μεσ'τα πέλαγα,
Πριν φτάσω στην πατρίδα μου
Kαι  να΄τα τώρα τελειώνουν όλα.           

Για δες με πόσα σύννεφα
Ο Δίας περιζώνει
Τα πλάτη  τα ουράνια
Τη θάλασσα αναταράσσει       
Γρήγορες θύελλες ξεσπούν
Απ' τον καθένα αγέρα
Για μένα αναπόφευκτος
Είναι ο παντελής όλεθρος τώρα

Ευλογημένοι τρείς φορές
Και τέσσερις οι Αργίτες
Όσοι στην Τροία την πλατιά
Για το χατήρι χάθηκαν
ου Ατρέα τους γιούδες.

Έπρεπε κι εγώ να πέθαινα
Τη μοίρα μου να είχα τρέξει,
Τη μέρα που επάνω μου  
Ατέλειωτα κοντάρια χάλκινα
Οι Τρώες τριγύρω  είχαν ρίξει,          
Απ' το νεκρό γιο του Πηλέα(Αχιλλέας).

Δοξασμένος απ' τους Αχαιούς 
Τάφο θα είχα εγώ,
Μα τώρα η μοίρα μου'γραψε 
Με πανάθλιο θάνατο να χαθώ.

Καθώς μίλησε απάνω του
Χίμηξε άγριο κύμα,
Τεράστιο που περιτύλιξε
Ολόκληρη η σχεδία.

Ο ίδιος έπεσε
Απ'τη σχεδία  μακριά, 
Μαζί και το πηδάλιο
Που του'φυγε απ'τα χέρια
 
Των ανάμικτων ανέμων 
Η θύελλα θα τσακίσει
Στη μέση το κατάρτι της
Και μακριά   πανί κι αντένα
Στο πέλαγο έπεσαν μέσα..

Εκείνον στα βαθιά νερά
Τον βούλιαξε ώρα πολύ 
Γιατί απ'τη μεγάλη ορμή 
Δεν ήταν  μπορετό  
Γρήγορα να ξαναβγεί
Απ' αυτό  το άγριο κύμα,  
Της Καλυψώς τον βάραιναν
Τα ρούχα τα δοσμένα.

Τέλος σαν αναδύθηκε πιά
Έφτυσε από το στόμα
Την πικρή αλμύρα 
Σα να κελάρυζε  ποτάμι 
Απ'το κεφάλι του ασταμάτητα.


Μα τη σχεδία απ' τα μάτια του
Ποτέ δεν είχε αφήσει
Κι ας είχε καταπονηθεί, 
Όρμησε μεσ' τα κύματα 
Κι απάνω της θα πιαστεί.      
Στη μέση τότε κάθισε 
Το Χάρο να γλιτώσει.
Μα άγριο  κύμα με ορμή                 
Την πέταγε εδώ και κει.

Όπως ο φθινοπωρινός βοριάς
Τ' αγκάθια σαρώνει στον κάμπο
Και τότε όλα έρχονται
Κοντά το ένα με το άλλο,

Έτσι τη σχεδία οι άνεμοι 
Τη σέρναν δώ και παρέκει
Άλλοτ' ο Νοτιάς την έδινε
Στο Βοριά να την παρασύρει.
Κι απέ  ο λεβάντες  την παρατά 
Στον  Πουνέντε να τη χτυπά.

Τον είδε όμως αυτόν  η Ινώ 
Του Κάδμου η θυγατέρα
Με τους  αστράγαλους τους λιγνούς,
Που παλιά μιλούσε σαν θνητή.
Και τώρα πια είναι  η Λευκοθέα
Που απ'τους θεούς έχει τιμές
Εκείνη μέσ'τα πέλαγα.

Κι αυτή τον Οδυσσέα σπλαχνίστηκε
Που περάδερνε σε βάσανα πολλά
Και  λίμνης  βουτηχτάρι μοιάζοντας
Ξεπετάχθκε απ' τα βαθιά νερά.

Κι αφού κάθησε τη σχεδία
Με τα πολλά δεσίματα
Είπε αυτά τα λόγια.:
Γιατί άραγε τόση δύσμοιρε πολύ 
Ο κοσμοσείστης Ποσειδών
Σου' χει τρομερή οργή

Και βάσανα φοβερά σου στέλνει 
Μα δε  θα σε εξοντώσει
Αν κι έχει οργή του πολύ μεγάλη.

Μα κάνε όλα που θα σου πω
Ανόητος δε μου μοιάζεις:
Βγάζοντας τα  ρούχα αυτά  ,τη σχεδία
Στους ανέμους να την αφήσεις.
Και κoλυμπώντας ,με τα χέρια σου
Προσπάθησε στη  γη  να φτάσεις        
Των Φαιάκων όπου η μοίρα σου
Σου'γραψε να γλιτώσεις.  

Να,πάρε αυτό το αθάνατο 
Μαντήλι και να  να το ζώσεις 
Κάτω από τα στήθια σου,
Έτσι που φόβο να πάθεις
Ή να πνιγείς δε θα΄χεις.

Μόλις δε με τα χέρια σου
Τη στεριά πιά θ' ακουμπήσεις,   350
Πρέπει αφού θα το λύσεις;
Στο πέλαγο  το μουντό να το ρίξεις
Απ' τη στεριά μακριά
Κι εσύ αλλού να κοιτάξεις.

Είπε η θεά και στο χέρι του
Ως του'βαλε το μαντίλι,
Σα γλάρος ξαναχάθηκε
Στη θάλασσα την αγριεμένη,
Που τη σκέπασε το μαύρο κύμα.

Τότε σκέφηκε  δύσμοιρος 
Θεϊκός Οδυσσέας,
Που θύμωσε και είπε μετά
Προς τη μεγάλη του καρδιά.

Ώχου, τρέμω μή κάποιος αθάνατος
Απάτη  νέα υφαίνει ξανά,
Όταν εγώ να εγκαταλείψω.
Τη σχεδία μου ζητά
 
Μα γρήγορα δε θα πειστώ           
Αφού με τα ίδια μου τα μάτια,
Είδα στεριά μα  μακριά
Εκεί που πε πως; θα'βρω σωτηρία.  360

Μάλλον αυτό μου φαίνεται
Το πιο καλό για μένα,
Όσο τα μαδέρια στους δεσμούς
Είναι δεμένα καλά,
Τόσο  εδώ θα μείνω βάσανα
Υπομένοντας  καρτερικά.

Εκτός αν χτυπήσουν κύματα 
Τη σχεδία  και  σκορπίσει,
Θα κολυμπήσω αφού καλύτερη 
Σκέψη δεν έχω επινοήσει.            
 
Αυτά λοιπόν ως ανάδευε
Βαθιά  στην καρδιά και το μυαλό
Ο κοσμοσείστης Ποσειδών
Σήκωσε κύμα.αψηλό
Άγριο,δυνατό,καμαρωτό
Που απάνω του το ρίχνει.

Έτσι όπως  ο άνεμος ο σφοδρός
Τα άχυρα της θυμωνιάς
Τινάζει τα ξερά
Και που παντού τα σκορπά
Από τη μια  στην άλλη:μεριά.
 
Το ίδιο και τα μακριά 
Μαδέρια θα σκορπίσει
Κι ο Οδυσσέας ένα από αυτά
Σαν άλογο θα το καβαλλικέψει΄.

Κι αφού έβγαλε από πάνω του 
Της θεάς Καλυψώς τα  ρούχα,
Αμέσως πήρε το μαντήλι  
Και το'σφιξε κάτω από τα στήθια.

Και πέφτοντας μέσ'τη θάλασσα 
Μπρούμητα με τα χέρια,
Ανοίγοντας και κλειώντας τα
Προτιμούσε να κολυμπά.

Ο άρχοντας Κοσμοσείστης
Ποσειδών  όταν  τον είδε,
Κούνησε πριν το κεφάλι του
Μίλησε μεσ'την καρδιά του κι είπε:
 
Έτσι τώρα  πάρα πολλά 
Βάσανα αφού τραβήξεις;
Στο πέλαγο θα περιπλανηθείς
Ωσότου  θεογέννητους 
Ανθρώπους να συναντήσεις. 
Μα κι έτσι πως συμφορές δεν σου'ρθαν
Παράπονο εσύ δεν θα έχεις 
 
Σαν μίλησε  μαστίγωσε
Τ'άλογα με πανώρια χαίτη
Και στις Αιγές πια έφτασε
Στο πανέμορφό του παλάτι.      

Ωστόσο η κόρη του Δία Αθηνά
Άλλα  να κάνει είχε σκεφτεί
Τους δρόμους όλων των ανέμων
Θα σπεύσει να φράξει  αυτή                              
Και όλοι να λαγιάσουνε                  
Θα δώσει διαταγή.
 
Σήκωσε και το γοργό βοριά
Το κύμα μπροστά να σπάσει  ,
Ωσότου τους θαλασσόλυκους
Φαίακες ν 'ανταμώσει
Κι ο  Οδυσσέας το θάνατο
Και το χάροντα να  γλιτώσει.
 
Μερόνυχτα δυο δερνότανε
Σε κύμα  φουσκωμένο 
Συνέχεια δε προμάντευε
Η καρδιά του όλεθρο..

Μα σαν ήλθ' η τρίτη κι η αυγή
Πρόβαλε η ομορφόμαλλη,
Καταλάγιασε πια ο άνεμος
Χύθηκε άπλετη πια γαλήνη.
 
Καθώς ένα κύμα δυνατό 
Επάνω θα τον σηκώσει,
Με τ' αετίσιο μάτι του 
Στεριά σιμά  θ' αντικρίσει 
 
Κι όπως φαίνεται γλυκιά,
Η ζωή του πατέρα στα παιδιά,
Που βάσανα πολλά τραβά
Και λιώνει από χρόνια
Χτυπημένος σκληρά από τη μοίρα,
Μα που οι θεοί από τα βάσανα
Τον γλιτώνουν με χαρά,
Έτσι φανήκαν δάση και στεριά 
Στον Οδυσσέα χαρωπά
Και κολυμπούσε γρήγορα
Για να πατήσει στη στεριά.   

Κι όταν πια ήταν τόσο σιμά      400          
Που σ' ακούνε όταν φωνάξεις
Τότε έναν γδούπο άκουσε
Απ' τους ακρόβραχους της θαλάσσης

Αφού μεγάλο κύμα δέρνονταν
Πάνω στην ξερή στεριά,
Που ξέσπασε τρομαχτικό 
Και τα σκέπασε όλα πια
Της θάλασσας η άχνα
Γιατί λιμάνια δεν ήσαντε
Όρμοι για τα  καράβια
Ούτε κυματοθραύστες βράχια.

Του  Οδυσσέα λύθηκαν
Τα  γόνατα κι η καρδιά του
Και στενάζοντας τότε είπε
Στη μεγαλόθυμη ψυχή του..

Αλλίμονό μου τώρα που ο Δίας
Άφησε  να δω ανέλπιστα στεριά, 
Όταν σκίζοντας; τόσα βάθη
Περνώντας τόσα πολλά,
Πέρασμα να μη  φαίνεται
Να βγώ απ' τη γκρίζα θάλασσα.

Πάνωθε να στέκουν βράχια κοφτερά
Και γύρω με  βουϊτό 
Το κύμα να βρυχάται
Και βράχος γλιστερός
Από πάνω στέκει ορθός.

Βαθιά τριγύρω η θάλασσα,
Μέρος δε βρίσκω πουθενά
Να σταθώ στα δυο μου πόδια
Να βγώ απ'την τυράννια.

Γιατί καθώς θα βγαίνω έξω
Κύμα τρανό να μ' αρπάξει μπορεί
Με ρίξει σε βράχο ριζιμιό.
Και μάταια να γίνει η ορμή.

Μ' αν πάλι πιο πέρα κολυμπήσω
Πιο σίγουρα μήπως βρω λιμάνια
Να υπάρχουν   κρυμμένα
Κι απόμερα ακρογιάλια,
Τρέμω μη μ' αρπάξει ξαφνική
Θύελλα και με φέρει 
Στο πέλαγο  το ψαρότροφο       420
Να κλαίω με βαρύ αναστεναγμό

Ή αν δεν μου στείλει φοβερό
Θεριό κάποιος θεός από τη θάλασσα
Σαν κι αυτά  τ'  ατέλειωτα 
Που τρέφει η ξακουστή Αμφιτρίτη

Αφού ξέρω πως μου κάκιωσε 
Ο  ένδοξος Κοσμοσείστης
 
Κι  ως τούτα τα ξανάφερνε              
Στο μυαλό του και την ψυχή,
Κύμα αυτόν τότε τον πέταξε 
Πάνω σε  μια τραχιά(βραχώδη) ακτή.
 
Όπου θα έσκιζε τις σάρκες του
Θα έσπαζε τα οστά του,
Αν η γλαυκόματη Αθηνά 
Δεν έρχονταν στο μυαλό του,
 
Από' να βράχο πιάστηκε
Και με τα δυο του χέρια,
Στενάζοντας απ' αυτόν κρατήθηκε
Μέχρι να φύγει το κύμα.
 
Μα  όταν αυτό τ' απέφυγε
Σαν παλίρροια ξαναγυρνά,
Τον χτύπησε τον πέταξε 
Και στο πέλαγο τον έριξε μακριά.
 
Όπως μεσ'απ'το θαλάμι του 
Το χταπόδι το τραβούν,
Και πάνω λιθάρια αμέτρητα
Στις βεντούζες του  κολλούν,
Έτσι στο βράχο κόλλησαν
Απ' τα γερά του χέρια,
Οι σάρκες και τον σκέπασε 
Ένα μεγάλο κύμα.

Και  θα χανόταν ο δύσμοιρος
Παρά την άγραφη θέληση,
Αν η γλαυκόματη Αθηνά
Δεν του'φερνε πάλι φώτιση.

Καθώς έβγαινε απ' τα κύματα
Που ξεσπούσαν στη στεριά,
Κοιτάζοντας προς τη ξηρά
Γιαλό γιαλό άρχισε να κολυμπά,
Κοιτώντας μήπως ανακαλύψει
Κάπου ακρογιαλιά,
Στρωμένη απαλά
Και λιμάνια με σιγουριά.

Μα  σαν κολυμπώντας έφτασε
Σε ποταμού την εκβολή,
Που'  τρεχε γάργαρο νερό ,                   460
Άριστη  βρήκε την περιοχή.
Γιατ' ήταν γυμνός από βράχους
Είχε στον άνεμο σκεπή,
Μέσα  του έτσι ευχήθηκε 
Όταν αισθάνθηκε και την εκροή.(εκβολή)

Όποιος κι αν είσαι Άρχοντα
Στα πόδια σου προσπέφτω 
Με προσμονή μεγάλη να μ' ακούσεις
Κάνε   απ' τη θάλασσας να ξεφύγω
Του Ποσειδώνα την έχθρα.

Και  στους οι αθάνατους θεούς
Πρέπει να γίνει σεβαστός
Από τους άνδρες αυτός
Που αφού περιπλανήθηκε.
Παρακαλεί γονατιστός

Όπως στο ρέμα σου τώρα κι εγώ
Που τράβηξα τόσο πολλά,
Σε παρακαλώ  θερμά
Στα  γόνατά σου πέφτοντας μπροστά.
Όμως  σπλαχνίσου με ,προστάτης μου
Προσεύχομαι να γίνεις βασιλιά .

Ως είπα πάραυτα
Σταμάτησε αυτός το ρέμα,
Ανέκοψε και το κύμα,                   
Γαλήνη έφερε μπροστά 
Κι μέσα  από του ποταμού
Τον έσωσε το στόμα.

Λύγισαν κι εκεινού τα γόνατα
Και τα στιβαρά του χέρια
Γιατί τα φυλλοκάρδια του 
Τα δάμασε η θάλασσα.

Όλος πρησμένος ήτανε
Κι απ' τα ρουθούνια και το στόμα,
Ανάβλυζε ατέλειωτη 
Θαλασσινή αλμύρα.

Κι αυτός δίχως πνοή, δίχως μιλιά
Αναίσθητος ήταν ξαπλωμένος,
Από την ολέθρια κούραση
Πολύ αποκαμωμένος.

Μα όταν πια  ανάσανε 
Κι ήρθε η καρδιά στον τόπο, 
Έλυσε από πάνω του
Το μαντήλι το θεϊκό,                         460

Και στο ποτάμι που κατέβαινε 
Στη θάλασσα το στέλνει ,
Μιας  κι ένα κύμα αψηλό
Απ'τη ροή το παίρνει,


Ο Οδυσσέας εξαντλημένος πατά το χώμα  της Σχερίας (Χώρα των Φαιάκων)
 
Αμέσως τότε η Ινώ
Το δέχτηκε στα τρυφερά της χέρια
Και κείνος τότε μπρούμητα
Φεύγει από τον ποταμό
Και πέφτει  πάνω σε σχίνο.

Φίλησε την τροφοδότρα γη
Και με αγανάκτηση  βαριά, 
Στη  μεγαλόθυμη ψυχή του
Γυρνά και της μιλά.

Αλίμονο τι άλλο αλήθεια
Τώρα  έχω να πάθω πια,
Αν φρικαλέα στον  ποταμό
Μου μέλλεται νυχτιά.

Μήπως  μαζί πάχνη κακή 
Κι απαλή δροσιά,
Με τέτοια που'χω ανημποριά.
Δαμάσει την καρδιά μου που ξεψυχά, 
Αφού  κι αγιάζι  από τον ποταμό
Φυσά πριν την αυγή. ψυχρό

Αν έπαιρνα πάλι την πλαγιά
Να'μπω στο δάσος το σκιερό,
Αν μ'άφηναν κόπος και κρύο,
Να με πάρει ύπνος γλυκός,
Μα φοβάμαι μη στα θηρία,
Γίνω θήραμα  και λεία.

Κι αυτό που τότε νόμισε
Πως ήταν το πιό σωστό,
Δάσος δηλαδή να πάει να βρει,
Το βρήκε κοντά στον ποταμό.
Με ολόγυρα όλα ορατά 
Σε  δυο θάμνους που φύτρωναν κοντά,
Θα τρυπώσει από κάτω 
Ελιά  το'να τ' άλλο αγριελιά. 

Ποτέ δεν τα' πιαναν οι υγροί
Ανέμοι που φυσούσαν,
Ούτε ποτέ οι ακτίνες οι ζεστές
Του  ήλιου το χτυπούσαν.           

Ούτε περνούσε η βροχή      480
Να ποτίσει  τη γη   βαθιά,   ,
Το'να με 'άλλο μπλέκονταν
Μεταξύ του τόσο σφιχτά.

Κει από κάτω τους χώθηκε
Ο Οδυσσέας και με τα χέρια,
Θα φτιάξει γοργά  στρώμα φαρδύ
Απ'τα πολλά πεσμένα φύλλα.
 
Τόσο που δυο και τρείς 
Άνδρες να σκεπαστούν χωρούσαν
Και μέσ'  το καταχείμονο
Αν οι συνθήκες χειροτερέψουν.

Ως το' δε  ο θείος  Οδυσσέας 
Χάρηκε ο δύστυχος το  στρώμα,
Κι αφού ξάπλωσε   στη μέση απ' αυτό
Σώριασε επάνω του  φύλλα  πολλά.
 
Όπως κάποτε κάποιος έκρυψε
Δαυλό μέσα στη μαύρη στάχτη
Σε χωράφι που' ταν μακριά
Και που γείτονες άλλοι
Δεν υπήρχαν κοντά
Σπίθα φωτιάς να περισώσουν    490
Απ' άλλον να μην το ζητά,
Έτσι κι ο θείος Οδυσσέας
Σκεπάστηκε με φύλλα απ'τα  φυτά.
 
Κι ύπνο στα μάτια του έριξε
Αμέσως έριξε η  Αθηνά
Στα μάτια του ύπνο ώστε γρήγορα
Τους πόνους να σταματήσει 
Της κούρασης τους δυνατούς 
Καλύπτοντας τα δυο του βλέφαρα 

 Ραψωδία ν συνέχεια της ραψωδίας μ

Αυτά τους έλεγε  κι  όλοι οι άλλοι
Βουβοί έμειναν και δίχως άχνα
Απ' τα λόγια του τα γοητευτικά
Στα σκιερά παλάτια 

Κι αμέσως  ο Αλκίνοος 
Απάντησε μ'αυτά τα λόγια: 
Mιας κι ήρθες στο χαλκόστρωτο
Ψηλοτάβανο παλάτι μου Οδυσσέα ,
Αφού τράβηξες τόσα πολλά.
Θα γυρίσεις πια στην  πατρίδα 
Χωρίς άλλη  ταλαιπωρία
Και στον καθένα  ορίζω το ίδιο,
Από τους ς δικούς μας άνδρες  χώρια.

Σ' εσάς  που το δικό μου πίνετε  
Το παλιό  κρασί το λαμπερό
Κι απε  ακούτε τον αοιδό
Ρούχα  σε σεντούκι καλόξυστο
Του ξένου είναι βαλμένα, 
Χρυσάφια καλοδούλευτα
Και των προυχόντων  άλλα  δώρα. 

Μα εμπρός κοπιάστε ,
Μεγάλο καζάνι, τρίποδα
Oι άντρες να του δώσουμε,
Ο καθένας από ένα..

Μετά  περιδιαβαίνουμε
Την πόλη να μαζέψουμε 
Aπ' όλους την οφειλή,
Γιατί σ' έναν μοναχά 
Πέφτει η δωρεά ακριβή

Αυτά σαν είπε ο Αλκίνοος
Τα λόγια είχαν αρέσει,
Και ο καθένας  για το σπίτι του 
Να κοιμηθεί είχε σπεύσει.

Κι η ροδοδάχτυλη αυγή 
Σαν φάνηκε αγουροξυπνημένη,
Στο πλοίο τον πολύτιμο χαλκό
Κουβάλαγαν ;αλαφιασμένοι..                           20

Μπήκε  κι ατός του ο Αλκίνοος
Και  κάτω απ' τους πάγκους,
Τα βόλεψε ο καλόκαρδος
Να μην είναι
Μπόδιο στους λαμνοκόπους

Κι απε όλοι πήγαν στ' Αλκίνοου
Κι ετοίμασαν το γεύμα.

Στο   γιο του Κρόνου το μαυροσύννεφο
Τον  άρχοντα  του κόσμου Δία,
Έσφαξε για όλους ένα βόδι.
Ο Αντίνοος με την καλή καρδιά

Και τα μεριά σαν ψήθηκαν 
Έτρωγαν πλούσια φαγητά ,
Χαρούμενοι πού'χαν κι άκουγαν
Το Δημόδοκο  να τραγουδά.

Μα  ο Οδυσσέας προς τον ήλιο
Γυρνούσε το κεφάλι συνεχώς, 
Προσμένοντας να βασιλέψει
Να φύγει ο δικός του καημός.

Ki  όπως ο ζευγάς ολημερίς 
Που τ' αλέτρι του στη γη τη χέρσα 
Το σέρνουν  τα κοκκινότριχα βόδια
Το δείπνο λαχταρά
Και χαίρεται η  ψυχή του βλέποντας
Το φως του ήλιου που πάει να σβήσει
Με  λιγωμένα γόνατα
Πηγαίνει σπίτι του να δειπνήσει,
Έτσι κι ο Οδυσσέας βλέποντας
Το φως του ήλιου που πάει να δύσει
Χάρηκε  και  σ' όλους τους λαμπρούς
Φαίακες κωπηλάτες θα μιλήσει.

Μα και στον Αλκίνοο περισσότερο
Γυρνώντας το λόγο  είπε:
Αλκίνοε επιφανή μου άρχοντα 
Όλων   των  λαών ξεχωριστέ,
Αφού στάξετε για δέηση
Στείλτε με να χαρείτε στην πατρίδα.    40

Γιατί τώρα πια τελείωσαν 
Όσα ήθελε η καρδιά μου,
Ταξίδι και  δώρα  αγαπημένα,
Απ' τους θεούς να είν' ευλογημένα.

Μακάρι στο δικό  μου γυρισμό 
Να βρω γερή  στ' αρχοντικό μου ,
Την ομοκρέββατη γυναίκα μου
Σωστούς και τους δικούς μου.

Εσείς πάλι  εδώ που μένετε  
Nα σας χαίρονται οι ευλογημένες 
Γυναίκες και τα παιδιά σας,
Να δείτε απ'  τους θεούς κάθε καλό
Κι ούτε μέσα στον τόπο σας 
Να πέσει ποτέ κακό.

Είπε κι όλοι  ήταν με το μέρος του 
Για τον ξένο λέγοντας μεταξύ τους 
Να  τον αφήσουν πια να φύγει 
Έτσι σωστά που μίλησε σε κείνους

Στoν κήρυκα τότε ο Αλκίνοος
Ο καλόκαρδος γυρνά και λέει:
Ποντόνοε σε  όλους  στο παλάτι.     50
Mε την κανάτα κέρνα τους κρασί

Έτσι το Δία πατέρα μας
Θα τον  ευχαριστήσουμε
Και τον  ξένο στην πατρική του γη 
Θα τον ξεπροβοδήσουμε.

Μετά από κείνον κέρναγε κρασί
Γλυκό ο Ποντόνοος σ' ολουνούς, 
Κι εκείνοι έκαναν σπονδές
Στου  Όλυμπου τους ευτυχείς θεούς.

Τότε στην Αρήτη οΟδυσσέας 
Διπλόπατη της έδωσε κούπα
Και μ' όσα τα παίρνει ο άνεμος
Της μίλησε και της  είπε λόγια.
 
Εύχομαι βασίλισσα χαρές 
Κι  υγειά συνέχεια να  σε κατέχουν,
Ως τα βαθιά σου γηρατειά
Κι ο θάνατος να φτάσουν.             60
Γιατί θνητός δεν το μπορεί
Να τα ξεφύγει. αυτά 
Σ' αφήνω γειά, να χαίρεσαι
Σε τούτο μέσα το αρχοντικό,
Το βασιλιά Αλκίνοο,τα παιδιά σου
Κι ολάκερό σου το λαό .

Αυτά σαν είπε ο θείος Οδυσσέας
Έφυγε περνώντας το κατώφλι
Κι ο δυνατός Αντίνοος  θα  στείλει 
Mαζί του  το μπιστικό σαν οδηγό,
Στη δημοσιά που πάει προς τ' ακρογιάλι
Όπου και το καράβι το γοργό.

Και η Αρήτη  έστειλε
Τρεις απ'τις παρακόρες, 
Η μια κρατούσε χιτώνα 
Και  φλοκάτη φρεσκοπλυμένη,  
Στη δεύτερη  είπε να φέρει
Στον ώμο της τη γερή κασέλα ,
Κι η τρίτη να πάρει το ψωμί  
Μαζί. με το κόκκινο κρασί 

Αφού κατέβηκαν στη θάλασσα
Και βρήκαν το καράβι,
Όλες τις τροφές και το κρασί
Τις παρέλαβαν  οι ναυτικοί,
Που τις απόθεσαν βιαστικά 
Στο όμορφο τρεχαντήρι.

Σεντόνι απε του  έστρωσαν 
Σε πουπουλένιο στρώμα,
Βαθιά εκεί να κοιμηθεί
Στης πρύμνης την κουβέρτα.

Μονάχος του ανέβηκε,
Έγειρε αθόρυβα στο στρωσίδι
Κι  ο καθένας απ' τους Φαίακες
Στο κουπί του κάθισε με τάξη 

Ο Οδυσσέας φεύγει απ' το νησί των Φαιάκων

Απ' το τρύπιο λιθάρι έπειτα(αρχαία  άγκυρα)
Το παλαμάρι βγάζοντας
Με τα κουπιά το κύμα έσκιζαν
Πίσω το κορμί λυγίζοντας.

Γλυκός, βαθύς σαν θάνατος              80
Ο ύπνος πήρε τον Οδυσσέα.
Κι  όπως τέσσερα άλογα
Στην ίδια άμαξα ζεμένα
Ορμούν με βήματα γοργά
 Με καμουτσίκι χτυπημένα
Θαρρείς στον αέρα υψώνονται 
Να πάρουν το δρόμο βιαστικά,
Έτσι  κι η πρύμνη  του καραβιού     
Σηκώνονταν και φούσκωνε,
Πίσω  της θάλασσας αφήνοντας
Κύμα τρανό  κοκκινωπό.

Και πήγαινε με ασφάλεια 
Ασταμάτητα το καράβι,
Π' ούτε το πιο γοργόφτερο.
Το' φτανε απ' τα πουλιά γεράκι

Γρήγορα τα κύματα έσχιζε 
Προσπερνώντας τα το πλοίο
Και κουβαλούσε αυτόν
Που' μοιαζε ο νους του των θεών ,
Μα που στο παρελθόν 
Βάσανα τράβηξε ατέλειωτα
Μέσα στις  μάχες των αντρών
Και τ' αγριεμένα κύματα.

Τώρα κοιμόταν ήσυχα
Ξεχνώντας όσα έχει πάθει.
Κι όταν το άστρο το λαμπρό
Πρώτο απ'  τ' άλλα θα προβάλλει
Της νεογέννητης  αυγής  
Το φως να προμηνύσει.
Tότε στο νησί   πλησίαζε 
Το θαλασσόμαχο καράβι 
Εκεί που είναι  του γεροψαρά,
Ο κόρφος του Φόρκυνα στο Θιάκι. 

Δυο κάβοι αριστερά και δεξιά 
Απότομοι που στου κόρφου τη μπασιά,
Γέρνουν μπροστά κι έξω βαστούν
Tα κύματα των ανέμων τα θεριά,

Όσα  καράβια λιμπιστά         100
Το δρόμο τους θ'αποσώσουν,
Πήγαιναν μέσα  κι άραζαν 
Χωρίς σχοινιά.να δέσουν.

Εκεί ναι και ελιά στενόφυλλη
Σου λιμανιού το βάθος, 
Δίπλα της γαλαζιοσκότεινος
Χαριτωμένος σπήλιος.

Ιερός τόπος είναι των Νυμφών
Αυτών που λέγονται Ναϊάδες,
Όπου βλέπεις κρασιού κρατήρες
Και δίχειρες πέτρινες  λαγήνες.
Απ' έκει μπαινοβγαίνουν μέλισσες
Χτίζοντας τα κελιά τους.

Είναι και αργαλιοί πανύψηλοι 
Πέτρινοι για να υφαίνουν
Oι Ναϊάδες tα σκουτιά τους.
Τα ρούχα τα θαλασσοκόκινα, 
Που θαύμα είναι για τα μάτια
Και μέσα νερά τρεχούμενα.

Από τις δυο  μπασιές μονάχα
Η  βορεινή είναι για τους  θνητούς,
Αφού η άλλη η νότια
Είναι για τους; θεούς.

Κι εκείνοι μέσα τράβηξαν 
Ξέροντας από πριν τα μέρη αυτά
Και με ορμή το καράβι κάθισε
Μισό στο μάκρος στην αμμουδιά.
Τόσο βλέπεις οι κωπηλάτες; δυνατά
Τραβούσαν τα κουπιά.

Κι αφού απ' το καλοζυγισμένο
Πλεούμενο βγήκαν στη στεριά,
Από το όμορφο καράβι πήρανε
Πρώτα τον Οδυσσέα,
Με το σεντόνι που τον τύλιγε
Και το λαμπρό το στρώμα.

Στην άμμο τον ξαπλώσανε 
Στον ύπνο βυθισμένο.

Κι απέ  του κατευόδιου έφεραν
Τα δώρα που του' χαν δώσει,         120
Οι καλοσυνάτοι Φαίακες
Που η  Αθηνά τους είχε υποχρεώσεισπρώξει.

Koντά στη ρίζα της ελιάς 
Σωρό  όλα τα είχαν βάλει,
Μακριά απτ' το δρόμο μην τα δει 
Διαβάτης και του τα κλέψει,
Πριχού ο Οδυσσέας σηκωθεί 
Τα δει και τα μαζέψει .

Κι οι ναύτες πήραν έφυγαν 
Πίσω για την πατρίδα.
 
Όμως ποτέ  ο κοσμοσαλευτής (Ποσειδώνας)
Τις απειλές δεν θα ξεχάσει,
Προς τον ισόθεο Οδυσσέα
Κι έτρεξε  το Δία να ρωτήσει:

Δία πατέρα  εκτίμηση πια εγώ
Δεν έχω μεσ' τους θεούς,
Αφού τιμή δε γνώρισα
Καμμιά απ' τους θνητούς.

Όπως οι Φαίακες οι θνητοί
Που'ναι απ'το  δικό μου αίμα ,             130
Απ΄τη δική μου γενέθλια φύτρα,
Δεν έδειξαν τιμή σε μένα.

Και μόλις τώρα  το'λεγα
Να πάει ο  Οδυσσέας στην πατρίδα,
Αλλ'όμως πρέπει  πιο μπροστά
Βάσανα να περάσει μύρια.  

Ποτέ μου εγώ  δεν είπα 
Πίσω να μη γυρίσει,
Αφού εσύ απ' την αρχή
Συμφώνησες σ' αυτή τη λύση.

Ο Οδυσσέας φτάνει στην Ιθάκη

Μα αυτοί κοιμώμενο
Με το γοργό τους καράβι,
Από το πέλαγο αφού τον πέρασαν 
Τον ξάπλωσαν στην Ιθάκη.

Δώρα του δώσανε πολλά
Χρυσάφι και λεβέτια
Χαλκό  απέ και υφαντά,
Πολύ καλά υφασμένα.

Τόσο πολλά ποτέ δε θα' φερνε
Ο; Οδυσσέας από τη Τροία,
Και αβλαβής αν γύριζε 
Ας γλίτωνε και τη λεία.

Κι ο Δίας απαντώντας του 
Του είπε ο συνεφομαζώχτης ,
Ώχου μου τι είναι αυτά που λες εσύ
Ο ανίκητος Κοσμοσείστης.
Και τώρα σε τιμούν οι θεοί..
Αφού  δύσκολο είναι  να σημβεί,
Ο  πιο μεγάλο κι άριστος 
Από κείνους να περιφρονηθεί.

Μα αν ξεθαρέψει ένας θνητός 
Τολμήσει να σ' αγνοήσει,
Να τον εκδικηθείς πάντα μπορείς
Κι έτσι να το πληρώσει
Κάνε όπως εσύ  νομίζεις 
Και θέλει κι η καρδιά σου επίσης.

Κι ο κοσμοσείστης Ποσειδών
Απάντησε και θα πει,
Τώρα  κιόλας μαυροσύννεφε
Θα κάνω όπως μου λες εσύ.

Αλλά πάντα εγώ τη γνώμη σου
Και το θυμό  σου τρέμω.
Και τώρα το πλοίο των Φαιάκων
Τ' όμορφο να συντρίψω θέλω,
Μεσ' τη βαθυγάλανη θάλασσα
Καθώς γυρίζει πίσω.

Να πάψουν πιά να κάνουν
Σε θνητούς προβοδίσματα
Στην πόλη τους ψηλό βουνό
Θα σηκώσω ολόγυρα.

Κι ο Δίας του απάντησε
Ο συννεφομαζώχτης κι  είπε:
Καλέ μου κι εγώ αυτό  φρονώ
Πως είναι και το πιο σωστό.
Την ώρα που όλοι οι Φαίακες
Απ΄το κάστρο  θα το δουν να φτάνει,
Στο περιγιάλι βράχο κάνε το 
Να μοιάζει με καράβι.

Για να το θαυμάζουνε  
Οι άνθρωποι  στο μέλλον  όλοι  
Και με βουνό πανύψηλο
Κύκλωσε όλη την πόλη.  

Ο κοσμοσείστης Ποσειδών 
Σαν άκουσε αυτά τα λόγια ,
Για τη Σχερία έφυγε 
Των Φαίακων τη χώρα.                160

Καθόταν εκεί κι ανέμενε
Να φτάσει το καράβι,
Το πελαγόδρομο που γρήγορα
Πλησίασε στ' ακρογιάλι

Πήγε κοντά το χτύπησε
Με τις παλάμη  του έδωσε μια,
Βράχο το'κανε ,το ρίζωσε βαθιά
Κι απε έφυγε πια μακριά.

Οι Φαίακες οι Θαλασσινοί
Περίφημοι για   τα μακριά κουπιά,
 Για το κακό που είδαν έλεγαν
Λόγια μεταξύ τους του αέρα. 

Κι έτσι μιλούσε ο καθένας 
Γυρνώντας στο διπλανό:
Αχ ποιος έδεσε στο πέλαγο
Το γρήγορο καράβι μας, 
Αφού όταν ως πίσω αρμένιζε
Ολάκερο  φαινόταν μπροστά μας

Αυτά είπε μα δεν γνώριζαν 
Πως είχαν γίνει ετούτα.
Έτσι ο Αλκίνοος ξεκινά
Μ' αυτά εδώ τα λόγια

Αχ, να' τα φτάνουν τα παλιά 
Της μαντικής  τα λόγια,
Που μου'λεγε ο πατέρας μου 
Με βρίσκουν τώρα όλα.

Μου έλεγ' ο πατέρας μου 
Πως μια μέρα  ο Ποσειδώνας, 
Γερούς αφού ξεπροβοδάμε 
Θα θύμωνε μαζί μας,
Κι ένα πανώριο πλοίο μας  
Σαν γύριζε από προβόδιο,
Μέσα  στο βαθυγάλανο
Θα το τσάκιζε  πέλαγο.
Και με   τεράστιο βουνό
Πως θα'κλεινε την πόλη  γύρω.

Όσα έλεγε τότε ο γέροντας
Να τα, όλα γίνονται τώρα. 
Αλλά ελάτε κι  όσα  θα  ειπώ
Να τ'ακούσουμε όλοι επιθυμώ.
Ανθρώπων πια να πάψουμε              180
Να κάνουμε προβόδιο 
 Σ' όποιον  έρχεται εδώ
Στης πόλης μας το κάστρο.

Ας σφάξουμε στον Ποσειδώνα
Δώδεκα ταύρους διαλεχτούς
Ζητώντας του να μα;ς συγχωρέσει 
Και  με ψηλό βουνό την πόλη μας
Τριγύρω  να μην την κλείσει.

Αυτά είπε κι αυτοί φοβήθηκαν
Κι ετοίμασαν τους ταύρους.

Αρχίσαν τότε  να εύχονται 
Στο βασιλιά Ποσειδώνα,
Των Φαιάκων αρχόντοι κι αρχηγοί 
Που στέκονταν στο βωμό ολόγυρα.

Κι ο θείος Οδυσσέας ξύπνησε
Από τον ύπνο του στην πατρίδα,
Τη γη που δεν την γνώρισε 
Αφού έλειπε χρόνια,

Και η  Παλλάδα Αθηνά 
Του γιού του Κρόνου η θυγατέρα,
Σκόρπισε πυκνή αντάρα 
Να  κάνει αγνώριστο πρωτύτερα
Τη πρόσωπό του και ν' ακούσει
Όσα εκείνη θα τυ συστήσει

Να μην τον δει η γυναίκα του
Οι φίλοι κι οι πολίτες,
Πριν όλες τις παρανομίες τους 
Πληρώσουν οι μνηστήρες.

Γι αυτό τώρα παράξενα 
Φαίνονταν όλα στο βασιλιά.
Μακρόσυρτα τα μονοπάτια
Απάνεμα τα λιμάνια  βολικά ,
Βράχια πολύ απόκρημνα
Και  δένδρα πλουμιστά

Πετιέται τότε όρθιος
Κι ως κοίταξε την πατρική του γη.
Χτυπούσε' τα ποδάρια του
Κι έβγαζε μεγάλη κραυγή.                 200
 
Με τις παλάμες ανοιχτές 
 Άρχισε τον παρακάτω θρήνο:
Αλίμονο ποιών είναι θνητών
Η χώρα τούτη εδώ.

Αλαζόνες να' ναι άγριοι
Και  δε γνωρίζουν δίκιο;
Αν σέβονται τους αθάνατους  
Κι αν συμπαθούν τον ξένο.

Τον αμέτρητο μου θησαυρό
Μόνος μου που να τον σύρω  τώρα,
Χίλιες φορές ν' απόμειναν
Εκεί στων Φαιάκων τη χώρα.

Κι εγώ σ' άλλον να πήγαινα
Να βρω κοντά του φροντίδα,
Ατρόμητος να' ναι βασιλιάς
Να με στείλει και στην πατρίδα

Τώρα που να τα βάλω δε νογώ
Ούτε που να τα κρύψω,
Μα για να μη τα κλέψει άλλος κανείς
Εδώ δε θα τ' αφήσω.

Αχ των Φαιάκων  οι αρχηγοί ,
Κι οι άρχοντες δεν έκριναν σωστά
Ούτε και δίκαιοι ήταν αφού
Σ'άλλη μ' εφέρανε στεριά.

Στην ηλιόλουστη  Ιθάκη τάχατες
Έλεγαν πως θα με στείλουν,
Μα να, το  λόγο τους αυτόν
Εκείνοι θ' αθετήσουν.

Κι ο  Δίας ο φιλέσπλαχνος
Που βλέπει  των θνητών τη γη
Και όποιον αμαρτήσει τιμωρεί, 
Αυτός να βρει την πληρωμή.
.   
Μα έλα  πρέπει το θησαυρό
Να μετρήσω για να ξέρω, 
Μήπως  μου πήραν φεύγοντας
Κάτι στο βαθουλωτό το πλοίο.

Eίπε και τα όμορφα τρίποδα
Μετρούσε και τα  καζάνια,
Χρυσό  και   όμορφα υφαντά,
Τίποτε δεν έλειπε απ' όλα.

Μα κείνος  όλο δέρνονταν
Πάνω στην πατρική του γη, 
Σερνάμενος πάνω την άμμο
Κραύγαζε δυνατά πολύ.

Ήλθε τότε κοντά η Αθηνά
Που' μοιαζε με  βοσκόπουλο,
Άνδρας ήταν  μα μικρόδειχνε
Σα να' ταν βασιλόπουλο.

Καλοφτιαγμένη φόραγε
Διπλή στους ώμους κάπα,
Κοντάρι.κρατούσε και φορούσε
Σανδάλια στ' αστραφτερά της πόδια.

Χάρηκε τότε ο Θεϊκός
Οδυσσέας σαν την είδε,
Αντικρυστά της στάθηκε  
Και μ' αερόλογα της είπε:

Φίλε αφού στα μέρη αυτά
Εσένα  πρώτα συναντώ ,
Μη με δεχτείς με απονιά
Μον' σώσε με  μ' όλα αυτά εδώ.

Εσένα σαν θεό παρακαλώ
Στα γόνατά σου φτάνω.
Την αλήθεια θέλω να μου πεις
Σε ποια χώρα είμαι να ξέρω.

Ποια πόλη και ποιοι άνθρωποι
Ζούνε σ' αυτά  τούτα εδώ τα μέρη.
Μήπως ν' απλώνεται ηλιόλουστο
Εύφορο νησί ως τ' ακρογιάλι.

Αμέσως τότε του απάντησε
Η γλαυκομάτα θεά Αθηνά.

Νήπιο θα' σαι ξένε μου
Η  από μακριά θα έχεις φτάσει
Για να ρωτάς γι' αυτή τη γη 
Που δεν είναι διόλου άγνωστη.

Δεν είναι δίχως όνομα 
Τη γνωρίζουν πάρα πολλοί,
Την ξέρουν όσοι κατοικούν 
Εκεί που βγαίνει ο ήλιος κι η αυγή,
Μα κι όσοι ακόμα  κάθονται
Στη δύση πίσω τη θολή.                   240

Αλόγων άμαξες δεν έχει,
Βραχόσπαρτη είν η γη, 
Δεν είναι τόσο  γόνιμη
Ούτε και πολύ  απλωτή.

Το στάρι της ανείπωτο
Και το κρασί τους φτιάχνουν,  
Μα κι οι  βροχές με τη δροσιά
Το χώμα της νοτίζουν

Και βοσκοτόπια έχουν καλά 
Για γίδια και για βόδια,
Δένδρα λογιών, πηγές αστείρευτες 
Ποτίζουν τα κοπάδια.

Γι αυτό της  Ιθάκης τ' όνομα
Έφτασε ξένε μου ως την Τροία,
Που λεν πολλοί πως βρίσκεται
Αλάργα απ' των Αχαιών τη χώρα.

Κι ο  Οδυσσέας ο πολύπαθος
Χάρηκε για όσα του'πε αυτή,
Αφού  η  ασπιδοφόρα Αθηνά 
Του'πε πως εκeίνος βρίσκεται
Στην πατρική του γη.
 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου