Translate

Τρίτη 3 Μαΐου 2022

98.ΟDYSSEY OF HOMER . TRANSLATION IN POEM STYLE. RETURN OF HIM IN GREEK LANGUAGE .OΔΥΣΣΕΙΑ-Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ

 Προσοχή.Τα κείμενα  διορθώνονται  λεκτικά και γραμματικά

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ

      1.Τροία,2.Κίκονες,3.Λωτοφάγοι,4.Κύκλωπες,5.Στο νησί του Αιόλου,6.Στους Λαιστρηγόνες
      7.Στο νησί της Κίρκης,8.Στον Τειρεσία στον Άδη,9.Επιστροφή στο νησί της Κίρκης,
      10.Στο νησί των Σειρήνων,11.Στη Χάρυβδη 12.Στη Σκύλλα,13.Στο νησί του θεού                Ήλιου(Θρινακία),14.Στο νησί της Καλυψώς,15.Στο νησί των Φαιάκων,16.Στην Ιθάκη.

     

Πρόσωπα

 

Οδυσσέας. Βασιλιάς της Ιθάκης. Γιός του Λαέρτη και πατέρας του Τηλέμαχου. Ήταν βασικός ήρωας στις μάχες της Τροίας. Τιμωρήθηκε όμως για ασέβεια στους θεούς και έκανε δέκα χρόνια να επιστρέψει στην Ιθάκη. Πέρασε πολλές δοκιμασίες με τελευταία αυτή των μνηστήρων της γυναίκας του Κλυταιμνήστρας, που θεωρώντας τον νεκρό την πολιορκούσαν για το θρόνο.

Αχαιοί. Μία από τις τέσσερις φυλές (Αχαιοί, Ίωνες, Αιολείς και Δωριείς) της αρχαίας Ελλάδας. Τη Μυκηναϊκή εποχή(1600-1100 π.Χ.) είχαν μεγάλη δύναμη και δημιούργησαν τον περίφημο Μυκηναϊκό πολιτισμό.

Αίολος. Ο θεός που κρατούσε τους ανέμους σε ένα ασκί. Ζούσε στο νησί Αιολία,το σημερινό Στρόμπολι με το μεγάλο ηφαίστειο, Βορειοανατολικά της Σικελίας. Τότε ο Όμηρος το τοποθετούσε στο τέλος του δυτικού κόσμου.

Μενέλαος. Σύζυγος της ωραίας Ελένης αργότερα βασιλιάς της Σπάρτης.

Κίκονες.  Θρακικός λαός που κατοικούσε στην περιοχή ανάμεσα στη Βιστωνίδα λίμνη (Όρια νομών Ξάνθης και Κομοτηνής)και τις εκβολές του ποταμού Έβρου.

Μορφέας.  Ένας από τους χίλιους γιούς του Ύπνου. Ο Μορφέας έπαιρνε διάφορες ανθρώπινες μορφές με τις οποίες εμφανιζόταν στα όνειρα των ανθρώπων.

Κύκλωπες. Γίγαντες με ένα μάτι στη μέση του μετώπου.

Ποσεδώνας. Ένας από τους κύριους Ολύμπιους Θεούς, ο υπέρτατος θεός των υδάτων, (λιμνών, ποταμών, πηγών) και της θάλασσας

Πολύφημος. Ο πιο άγριος από τους Κύκλωπες που ζούσε σε σπηλιά με τα πρόβατα του.

Λαέρτης. Γέροντας πατέρας του Οδυσσέα.

Λαιστρυγόνες.Περιγράφονται ως ανθρωποφάγοι και γίγαντες κάτοικοι της Τηλεπύλου, παραλιακής πόλης της Τυρρηνικής θάλασσας .Η Τηλέπυλος βρισκόταν στη Σικελία, ενώ οι Ρωμαίοι πίστευαν ότι βρισκόταν στην κυρίως Ιταλία, στις Φορμίες (τη σημερινή Mola di Gaeta).

Τιτάνες. Ήταν φυλή υπερφυσικών όντων της αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας , αποτελούμενη από ισχυρές θεότητες που γεννήθηκαν από τη Γαία και τον Ουρανό και κυβέρνησαν την περίοδο της Χρυσής  Εποχής. Ο Όμηρος  αναφέρει τρεις Τιτάνες, τον Κρόνο, τη Ρέα και τον Ιαπετό οι οποίοι ήταν τέκνα του Ουρανού και της Τιθύος. Όλοι οι Τιτάνες, κάτοικοι του Ουρανού, ονομάζονταν και Ουρανίδες.

Κίρκη. Κατώτερη θεότητα,  μάγισσα ή νύμφη. Πατέρας της ήταν ο θεός Ήλιος και μητέρα της η Πέρση, μία από τις Ωκεανίδες. Ήταν αδελφή του Αιήτη και της Πασιφάης.

Σκύλλα. Θηλυκό τέρας της ελληνικής μυθολογίας. Θεωρείται κόρη του θεού Ποσειδώνα και της Γαίας. Κατοικούσε στην ευρωπαϊκή ακτή του πορθμού του Βοσπόρου .

Χάρυβδη. Θηλυκό τέρας της ασιατικής ακτής του Βοσπόρου. Είχε έξι λαιμούς και πίστευαν ότι  άρπαζε έξι  ναυτικούς από τα διερχόμενα πλοία. Ρουφούσε το νερό τρείς φορές την ημέρα μαζί με τα καράβια και τους ναυτικούς

Καλυψώ.  Νύμφη κατά την αρχαία Ελληνική μυθολογία, που ζούσε στο νησί Ωγυγία(κάποιοι λένε ότι ήταν η Μάλτα) , όπου κρατούσε τον Οδυσσέα για επτά χρόνια, εμποδίζοντάς τον να γυρίσει στην πατρίδα του.

Αρμαγεδώνας .  Μεγάλη  καταστροφή.

Λευκοθέα. Η Νεράιδα που έβγαλε τον Οδυσσέα στη στεριά του νησιού των Φαιάκων όταν ο Ποσειδώνας σήκωσε κύμα που αναποδογύρισε τη σχεδία του.

Αλκίνοος. Ο βασιλιάς του νησιού των Φαιάκων(Κέρκυρα)

Ναυσικά. Πριγκιποπούλα, κόρη του βασιλιά των Φαιάκων Αλκινόου

Δημόδοκος. Τραγουδιστής διάφορων ανδραγαθημάτων που ζούσε στην αυλή του Αλκίνοου βασιλιά της Ιθάκης και της ισότιμης γυναίκας του Αρήτης.

Φαίακες .  Οι αρχαίοι κάτοικοι της σημερινής Κέρκυρας

Πηνελόπη. Η καρτερική γυναίκα του Οδυσσέα που τον περίμενε να επιστρέψει από την Τροία δέκα χρόνια πιστεύοντας ότι ζει.

Μνηστήρες.   Οι άνδρες που πολιορκούσαν τη γυναίκα του Οδυσσέα Πηνελόπη για να πάρουν το θρόνο της Ιθάκης θεωρώντας τον νεκρό.Τους σκότωσε σε αγώνα τοξοβολίας όταν γύρισε.

Εύμαιος.Ο Εύμαιος ήταν ο πιστός χοιροβοσκός του Οδυσσέα, που έκανε κάθε προσπάθεια για να διατηρηθεί η περιουσία του κυρίου του κατά τη διάρκεια της δεκάχρονης απουσίας του

Τηλέμαχος.  Ο γιός του Οδυσσέα και της Πηνελόπης.

Μενέλαος. Αδελφός του Αγαμέμνονα και σύζυγος της Ωραίας Ελένης. Βασιλιάς της Σπάρτης.

Νέστορας . Βασιλιάς της Πύλου, που πήρε μέρος στις μάχες της Τροίας .Από τον Όμηρο παρουσιάζετα  ως σοφός και συνετός γέροντας, που οι συμβουλές του ακούγονται με σεβασμό από όλους τους Αχαιούς.

Αθηνά. Θεά της σοφίας, της χειροτεχνίας, της τέχνης, του πολέμου, της διπλωματίας, της ύφανσης, της ποίησης, της ιατρικής, του εμπορίου και της στρατηγικής.

Άργος. Ο πιστός σκύλος του Οδυσσέα που αναγνώρισε τον κύριό του ύστερα από είκοσι χρόνια αν και ήταν μεταμφιεσμένος.

Αίολος.  Ο θεός που κρατούσε τους ανέμους σε ένα ασκί και τους άφηνε με εντολή του Δία.  Στους αρχαίους χρόνους πίστευαν ότι κατοικούσε  στο νησί Αιολία που την ταυτίζουν με το σημερινό νησί Στρόμπολι βόρεια της Σικελίας  με το σημαντικό ηφαίστειο.

Ευρύκλεια.  Η γερόντισσα που υπήρξε τροφός του Οδυσσέα και τον   αναγνώρισε  μετά την επιστροφή του στην Ιθάκη την ώρα που του έπλενε τα πόδια, από μία ουλή ακριβώς πάνω από το γόνατό του, την οποία είχε προκαλέσει ο χαυλιόδοντας ενός αγριόχοιρου όταν  κυνηγούσε μαζί με τον παππού του. 

 

Τοποθεσίες

 

Τροία   Η Τροία αποτελεί τη μυθική πόλη, που βρίσκεται στη σημερινή Βορειοδυτική Τουρκία, πολύ κοντά στα στενά του Ελλησπόντου. Εκεί έγιναν οι περίφημες μάχες του Τρωικού Πολέμου, που περιγράφονται στην Ιλιάδα του Ομήρου.

Όλυμπος Το βουνό των 12 θεών στην περιοχή του σημερινού Λιτοχώρου.

Ιθάκη      Το νησί του Ιονίου πελάγους

 

Εισαγωγή

Τέλειωσε ο δεκάχρονος
Ο πόλεμος στην Τροία
Και τα καράβια των Αχαιών
Γύρισαν στην πατρίδα.

Όμως οι θεοί στον Όλυμπο
Οργίστηκαν πολύ,
Που μεσ΄ την πόλη κάηκαν
Όλοι τους οι ναοί.

Tου Αίολου τότε τους ασκούς
Τους λύνουν, τους ανοίγουν,
Για να θαλασσοπνίγονται
Και να χαροπαλεύουν.

Στο τέλος πολλοί αράξανε 
Στα μέρη του ο καθένας, 
Μα δέκα χρόνια χρειάστηκε 
Για την Ιθάκη ο Οδυσσέας.

Μαζί με τους συντρόφους του
Και δώδεκα καράβια, 
Στα πέλαγα αρμένιζε 
Με τη ζωή του άδεια.

Παρόμοια τύχη είχανε 
Κι η Ελένη με το Μενέλαο, 
Οκτάχρονη περιπλάνηση 
Είχαν μέσ’τη Μεσόγειο.

 

 Ο Οδυσσέας με τσακισμένα όλα τα πλοία του και νεκρούς όλους τους συντρόφους του βρέθηκε σε μιαν  ακτή της χώρας των Φαιάκων. Η κόρη του βασιλιά Αλκίνοου ,Ναυσικά, τον έφερε στο παλάτι. Εκεί  τον υποδέχτηκαν με μεγάλες τιμές. Κάποια στιγμή ο Πολυμήχανος, άρχισε να διηγείται όλα όσα πέρασε στη διαδρομή μέχρι να φτάσει εκεί. Τις κακουχίες ,τους άγριους κατοίκους κάποιων νησιών, τις δολοφονίες ,τι καταστροφές των πλοίων του και άλλα.


 Ραψωδία ζ 
Ο Οδυσσέας στη χώρα των Φαιάκων 
Συνάντηση με τη Ναυσικά
 
Έτσι εκεί ο Οδυσσέας
O  πολύπαθος πια κοιμόταν,
Στον ύπνο και την κούραση 
Σκλάβος παραδινόταν.

Αλλά κι η Παλλάδα Αθηνά
Κινά την ίδια ώρα,
Για των Φαιάκων γρήγορα
Το κάστρο και τη χώρα.
 
Πρωτύτερα οι Φαίακες
Ζούσανε  στην Υπέρεια,
Αυτή ήταν η η πατρίδα τους
Με γη που ήταν πλέρια.
 
Μα οι  Κύκλωπες οι γείτονες
Πιο  δυνατοί στη βία,                   5                                                                                             
Τους ρήμαζαν συνέχεια                                
Χωμένοι στην ανομία.

Έτσι από κει ο θεόμορφος   
Ναυσίθοος στη Σχερία ,    
Τους πήρε και τους έφερε 
Μ' απ' την εργατιά αλάργα. 

Με τείχη την πόλη έκλεισε 
Έχτισε  μετά και σπίτια,
Ναούς ύψωσε για τους  θεούς 
Και μοίρασε  χωράφια. 

Τότε θα φύγει απ' τη ζωή 
Κι όντας από καιρό   στον Άδη, 
Ο Αλκίνοος είχε την αρχή
Μυαλό προικισμένο
Με γνώση περίσσια θεϊκή.

Κίνησε για τ΄αρχοντικό 
Η Αθηνά η γλαυκομάτα ,
Του γυρισμού  την έγνοια έχοντας 
Του περίφημου Οδυσσέα. 

Σε κάμαρα  προχώρησε
Όπου κοιμόταν μια κόρη,
Κι' έμοιαζε σα να' ταν  θεά
Στο παράστημα και τα κάλλη.

Η Ναυσικά  ήταν του Αλκίνοου 
Του μεγαλόψυχου η κόρη, 
Με δυο παρακόρες δίπλα της
Όρθιες  σε κάθε παραστάτη, 
Που στέκονταν  απ' τις δυο μεριές 
Όμορφες  σαν  τις Χάριτες.
Άστραφταν απ' ομορφιά οι πόρτες 

Σαν του αέρα την πνοή                                  20
Πλησίασε και θα σταθεί,
Πάνω από το κεφάλι της            
Με αλλαγμένη τη μορφή .
Και όπως πήγε να της μιλήσει,
Ίδια ήταν με κόρη του Δύμαντα 
Του  ξακουστού   στα πελάγη,
Της Ναυσικάς φίλη ομίληκη
Της καρδιάς της η λατρεμένη.
 
Ολόιδια όπως ήτανε  
Της  είπε η  Παλλάδα,
Ναυσικά πως έτσι σ'έκανε
Η μητέρα σου τεμπέλα
 
Κάτω ν' αφήνεις άπλυτα 
Τα λαμπερά σου ρούχα,  
Ο γάμος σου  είναι κοντά
Έπρεπε να ντυθείς ωραία.

Να δώσεις ρούχα και σ' αυτούς
Που θα'ρθουν να σε πάρουν,
Γιατί οι γνώμες οι καλές
Του  κόσμου  σ' ανεβάζουν.  

Τον κύρη σου χαροποιούν 
Τη μάνα σου  τη  σεβαστή, 
Γι' αυτό πάμε μαζί να πλύνουμε
Μόλις χαράξει η αυγή.
 
Μαζί σου θα'ρθω βοηθός 
Γι αυτό να ετοιμαστείς γοργά,
Αφού ο χρόνος σου μικρός
Που θα' σαι κορίτσι πια. 
 
Να σε ζητούνε άρχισαν 
Απ' τους Φαίακες όλους, 
Του κάστρο οι καλύτεροι
Που'ναι του ίδιου γένους. 

Μα τρέξε κι απ' τον  ξακουστό
Πατέρα σου  και ζήτα,
Ως την αυγή να'ν έτοιμα
Άμαξα και μουλάρια,
Να πάρουν τα φουστάνια σου 
Τις ζώνες και τα χράμια  τα λαμπερά.

Έτσι θα πας  καλύτερα 
Παρά με τα ποδάρια,            40
Αφού οι γούρνες βρίσκονται
Απ' την πόλη.πολύ μακριά
Δεν είναι βλέπεις και πολλά 
Στην πόλη πλυσταριά.

Με όσα  είπε η θεά
Η γλαυκομάτα   Αθηνά
Έφυγε  για τον Όλυμπο 
Που είναι όπως λένε των θεών
Όλων το σπιτικό.

Είν' ασφαλές αδιάκοπα
Άνεμοι δεν το χτυπούν 
Κι από βροχή δε βρέχεται
Χιόνι δεν το σκεπάζει,
Ατέλειωτη  ησυχία και λευκή
Αιθρία και λάμψη το  αγκαλιάζει .
 
Κει πάνω χαίρονται οι θεοί
Ολοχρονίς ευτυχισμένοι.
Εκεί κι η γλαυκομάτα έφτασε
Σαν μίλησε με το κορίτσι.

Αμέσως ήλθε κι η αυγή
Με τον ωραίο θρόνο,
Που ξύπνησε τη Ναυσικά 
Με το ωραίο πέπλο.

Θαύμασε κείνη τ' όνειρο 
Και γρήγορα θα κινήσει,
Στις κάμαρες τους δυο γονιούς       50
Να βρει να τους μιλήσει. 

Στο σπίτι τους συνάντησε
Τη μάνα της  μπροστά στο τζάκι,
Παρέα με τα δουλικά 
Έγνεθε  κόκκινο μαλλί
Κρατώντας το αδράχτι.              
           
Στην πόρτα  τον πατέρα της 
Που πήγαινε ν' ανταμωθεί
Με  άλλους Φαίακες άρχοντες
Σε συνάθροιση που' χε προσκληθεί..
 
Στο λατρευτό  πατέρα της 
Στέκεται δίπλα και θα πεί   :
Καλέ πατέρα δε θα πεις             
Άμαξα για μένα να ετοιμαστεί;

Νά' ναι και ψηλή,καλότροχη            60
Να πάω προς το ρέμα,
Τα λαμπερά τα ρούχα μου 
Να πλύνω τα λερωμένα.
 
Και συ  με άλλους προεστούς
Σαν πας  να  κουβεντιάζεις,
Τα ρούχα σου με καθαρά
Πρέπει  να τα αλλάζεις.
 
Είναι και πέντε αγαπημένιοι γιοι 
Που ζούν μεσ'το παλάτι,
Δυο παντρεμένοι κι άλλοι τρείς 
Λεύτεροι μα πα στη νιότη.

Κι αυτοί  θέλουν να έχουνε
Φρεσκοπλυμέναο ρούχα,
Σαν πάνε σε χορό κι εγώ 
Τα'χω όλα στο νου μου τούτα.

Έτσι είπε μα ντράπηκε
Για γάμο να του μιλήσει
Χαρούμενη να φανεί μ' αυτός
Το είχε εννοήσει.

Ούτε μουλάρια κόρη μου
Λυπούμαι ούτ'  άλλο τι ,
Μα πήγαινε, θα ζέψουνε
Άμαξα οι παραγιοί,
Ψηλή να'ναι ,καλότροχη
Κι από πάνω  να'ναι  σκεπαστή .      70

Σαν τέλειωσε τους παραγιούς
Φώναξε που θα τρέξουν 
Μουλάρια να φέρουν μ'άμαξα
Καλότροχη να τα ζέψουν.

Τα ρούχα της τα λαμπερά 
Από την κάμαρη της θα  φέρει,
Τα φόρτωσε  στην άμαξα
Που ήταν καλογυαλισμένη.

Και φαγητά η μάνα της 
Της έβαλε  σε  καλάθι,
Άφθονα και πολλών λογιών
Με  νόστιμο προσφάγι.
Και μέσα σε γίδινο ασκί 
Μαύρο,της έβαλε κρασί
Κι απε πάνω στην άμαξα
Ανέβηκε  το κορίτσι          80

Της έδωσε η μάνα της
Kι ένα χρυσό λαγήνι,
Για κείνη και τις βάγιες της (παρακόρες)
Που΄ταν γεμάτο λάδι.
Να το'χουνε όταν λουστούν
Ν' αλείψουν το κορμί τους.

Εκείνη  πήρε τα λαμπρά
Μαστίγιο και λουριά,
Κροτάλισαν και έφυγαν 
Οι μούλες με μια βιτσιά.                                                                              

Έτρεχαν ακατάπαυστα
Με όλα τους τα κουράγια,  
Εκείνη μεταφέροντας
Και όλα της τα ρούχα.
Μαζί  κι οι  παρακόρες της 
Που'ρχονταν με τα πόδια,

Στης ποταμιάς σαν έφτασαν
Το  όμορφό της ρέμα ,
Εκεί π' ολοχρονίς στις γούρνες της
Ανέβρυζαν λαμπερά νερά,
Τα  ρούχα καλοπλένονταν
Κι έβγαινε  η βρωμιά.

Οι παρακόρες ξέζεψαν
Από την άμαξα τα μουλάρια
Κι απε στου ποταμού  τ'  αμόλησαν 
Τους όχτους αποδίπλα
Γλυκιά να τρώνε αγριάδα.                  90      

Κι απε από την άμαξα 
Αδράξανε τα ρούχα,
Τα βούταγαν,  τα πατούσανε
Στης γούρνας τα  μαύρα νερά.

Και μεταξύ τους  έπιασαν
Μεγάλη συνεριά,
Του τελειωμού παλεύανε 
Να  πάρουν  την πρωτιά.

Όταν πια  όλα τα' πλυναν 
Κι έβγαλαν  τη βρωμιά ,
Πήγανε στην ακραμμουδιά
Και τ' άπλωσαν στη σειρά,
Εκεί όπου το κύμα στη στεριά 
Ξεπλένει τα λυτρίδια.

Κι αυτές ως λούστηκαν κι αλείφτηκαν 
Με  λιπαρό λάδι πρώτα καλά,
Για φαγητό μαζεύτηκαν
Στις όχθες του ποταμού μετά,
Περιμένοντας τα ρούχα να στεγνώσουν 
Στου  ήλιου πιά  την πυρά.

Κι αφού χάρηκε  τρώγοντας           100
Ψωμί  αυτή  κι οι παρακόρες,
Βγάζοντας τα μαντίλια τους 
Τόπι έπαιζαν όλες.
Κι η λευκοχέρα  Ναυσικά
Άρχισε να τραγουδά.

Κι όπως στα βουνά η Άρτεμις 
Παίζει με τις σαΐτες
Στον αψηλό Ταΰγετο,
Στου Ερύμανθου τις ράχες
Και χαίρεται με τους γοργούς
Τους κάπρους και τα λάφια,
Παρέα με τις νύμφες των  αγρών
Κόρες τ'ασπιδοφόρου  Δία,
Που παίζουνε  μαζί της .
Κι η Λητώ βλέποντας αναγαλλιάζει,
Σαν βλέπει να ξεχωρίζει απ' όλες ,
Η κόρη της σαν ορθώνεται
Έτσι στην ομορφιά κι Ναυσικά
Ξεχώριζε απ'τις παρακόρες.

Μα σαν  ήλθε  η ώρα που' πρεπε
Τα ρούχα να μαζέψουν,
Να ζέψουν τα μουλάρια τους 
Στο σπίτι  να γυρίσουν ,
Η γλαυκομάτα Αθηνά
Στο νου της άλλα βάζει ,
Ο Οδυσσέας να σηκωθεί
Την όμορφη κόρη ν' ανταμώσει
Κι απ' εκεί στους Φαίακες 
Eκείνη να τον οδηγήσει.

Το τόπι της η πριγκίπισσα
Σε παρακόρη θα το πετάξει,
Μ' αστόχησε και σε βαθιά 
Ρουφήχτρα θα βουλιάξει.

Βγάζοντας αυτές ξεφωνητό
Ξύπνησαν το θείο Οδυσσέα,
Κι όπως ανακάθισε  στη γη
Σκεφτόταν βαθιά μεσ' την ψυχή του:
Αλίμονο  σε ποιών θνητών 
Έφτασα πάλι τη χώρα.

Μπορεί να είν' ακόλαστοι
Άδικοι ίσως κι' άγριοι,          120
Ή μήπως  είν' φιλόξενοι 
Βαθιά θεοσεβούμενοι.
  
Όμως εγώ  αφουγκράζομαι
Των  κοριτσιών φωνούλες, 
Σα νύμφες που τριγυρίζουνε
Σ' απόκρημνες κορφούλες
Σιμά σε ποταμών πηγές,
Σε δροσερά λιβάδια.
Η σε  θνητούς  θα' ναι  κοντά 
Κι ανθρώπινα θα' χουν λόγια;.

Μ' ας  πάω είπε μόνος μου 
Να δω να βολιδοσκοπήσω.
Αυτά σαν είπε  πρόβαλε
Μέσα από τους θάμνους 
Και από σύδενδρο πολύ πυκνό .

Με τα αδρά του χέρια tσάκισε 
Kλωνάρι θαλερό.
Η ανάγκη βλέπεις τον έσπρωχνε
Να κρύψει  το φύλλο του τ' αντρικό  . 

                                                                              
Σα να' ταν λιόντας   πρόβαλε           130
Που τρέφονταν στα βουνά,
Mε θάρρος γεμάτος κι αντρειά
Δαρμένος απ' ανεμοβρόχι,
Που κίνησε  να ορμήσει 
Σε  βόδια ή σε πρόβατα 
Ή  στ' άγρια  ελάφια.

Και φλόγες από τα μάτια του 
Πετούν γιατί  αποζητά 
Το στομάχι του  να; φάει αρνιά, 
Αφού πρώτα προσπαθήσει
Να βρει γερό μαντρί 
Κι απε  να το πατήσει.

Για τις κόρες τις ομορφόμαλλες
Ο Οδυσσέας θα ξεκινήσει,
Η ανάγκη τον έκανε  γυμνός
Μαζί τους να πάει να σμίξει.
 
Φρικαλέο   φάνηκε ερείπιο 
Απ' την αλμύρα σ' όλες
Κι αλλού γι' αλλού σκορπίσανε
Στις γλώσσες απ' τις όχθες                 140

Μονάχα του Αλκίνοου 
Η κόρη  είχε απομείνει, 
Κουράγιο μέσα στην καρδιά
Η θεά Αθηνά της δίνει. 
Το φόβο της απόδιωξε
Απ' όλο της  το κορμί 
Κι ασάλευτη στάθηκε αντκρύ.

Και κείνος συλλογιότανε
Μήπως στης κόρης πρέπει, 
Της όμορφης τα γόνατα
Να  πέσει να την ικετεύσει,

Ή από μακριά μ' ολόγλυκα 
Λόγια να την ικετεύσει,
Που είν  η πόλη να του πει
Και ρούχα να του προμηθεύσει.

Αν τα γόνατα της έπιανε
Μήπως θυμώσει η  κοπέλα,
Έτσι σκεφτόταν μα  της μίλησε
Γλυκά και υπολογισμένα.
 
Στα  γόνατα σου πέφτ' αρχόντισσα
Θνητή, αθάνατη, τι είσαι;                      150           
Αν είσαι απ' τους αθάνατους
Με  τ' άπειρα  επουράνια, 
Εγώ πιότερο με την Άρτεμι 
Σε λέω στο παράστημα.

Αν είσαι πάλι  από θνητούς 
Στη γη επάνω φύτρα,
Τρισευτυχείς έχεις  γονείς
Πατέρα και  σεβαστή μητέρα.
 
Tρισευτυχή τ' αδέλφια σου
Που τόση πολύ μεσ 'την καρδιά,
Πάντα για σένανε αγαλλίαση 
Θα νοιώθουν πολύ βαθιά,
Τέτοιο βλαστάρι βλέποντας 
Μεσ'το χορό να μπαίνει
 
Μα απ' όλους  θα'ναι  ευτυχής      160
Γυναίκα του όποιος σε πάρει
Με δώρα πολλά κι από καρδιάς
Στο σπίτι του να σε βάλει.

Τέτοιο θνητό τα μάτια μου 
Μήτε γυναίκα μητ' άνδρα,
Εγώ ποτέ   δεν  έχω ιδεί
Τρελλάθηκα μ' αυτό που είδα .

Μονάχα στου Απόλλωνα
Kάποτε δίπλα tο βωμό 
Nιόβγαλτο είδα να ξεπετιέται 
Βλαστάρι φοινικιάς στη Δήλο 

Σαν πήγα κι απ'τα μέρη αυτά
Πολύς λαός μ' ακολουθούσε,
Στη στράτα αυτή που η μοίρα μου 
Πολλά  μου τα κρατούσε.

Ώρες το ίδιο   βλέποντας
Με θαυμασμό είχα πετρώσει,
Γιατί στη γη  τέτοιος βλαστός
Ως τώρα δεν έχει φυτρώσει.

Όπως κι εσένα κοπελιά
Θαμπώνω που σε βλέπω ,
Ο  πόνος  και αν  με τυραννά
Τα γόνατα σου ν' αγγίξω τρέμω 

Mετά από είκοσι μέρες σώθηκα
Απ'τη πικροθάλασσα   μόλις χθές ,
Που μ' έδερναν   άγρια κύματα.
Και  τόσες μπόρες  ορμητικές, 
      
Απ' όταν απ' της Ωγυγίας το νησί
Έφυγα   και  να' μαι  τώρα εδώ
Εδώ που μ' έριξαν  οι θεοί 
Bάσανα καινούρια να περνώ.
 
Και δε θα σταματήσουνε
Αν δε κάνουν σε μένα
Όσα οι θεοί σκοπεύουνε
Που τα'χουνε γραμμένα.

Σε ικετεύω αρχόντισσα
Σε σένα που' φτασα πρώτα, 
Μετά από τόσα βάσανα
Βοήθησε με τώρα.

Απ'όσους ζουν στη χώρα αυτή 
Kανένα δε γνωρίζω,
Το κάστρο για να μου δείξεις  
Κουρέλι δώσ' μου να  φορέσω,
Απ' όσα πήρες φεύγοντας
Τα ρούχα να τυλίξεις. 
Κι ας σου χαρίσουν οι θεοί
Όσα μεσ' την καρδιά ποθήσεις.       180

Άνδρα, σπιτικό και ζηλευτή
Ομόνοια  να μη σας λείψει,
Που' ναι το μεγαλύτερο καλό
Σ' ολόκληρη την κτίση.

Απ' το αντρόγυνο που έχει
Στο σπίτι  μια μόνο  γνώμη,
Μεγάλη στους φίλους η χαρά 
Και στους εχθρούς η θλίψη,
Που πρώτα τούτοι στην καρδιά 
Τη νοιώθουν πιο καλά.
 
Κι η ασπροχέρα  Ναυσικά 
Του απάντησε και είπε:
Ξένε  κακός και άμυαλος
Μηδέ  παρακατιανός δεν είσαι,
Μα ο  Δίας ο Ολύμπιος
Μοιράζει στους θνητούς
Τα πλούτη χωρίς διάκριση
Σε πλούσιους και φτωχούς.
 
Για όσα  σε σένα έδωσε
Πρέπει να κάνεις υπομονή,
Κι αφού ήλθες  στην πόλη μας
Και  στη  δική μας γη
Δε θα σου λείψει φορεσιά
Ούτε και άλλο τι
Απ' όσα ένας ταλαίπωρος 
Ικέτης θα χρειαστεί ..
 
Την πόλη   θα  σου  δείξω,
Φαίακες είναι το όνομα
Του λαού της που  ολόγυρα 
διαφεντεύει  όλη τη χώρα 
 
Κι εγώ είμαι του  Αλκίνοου 
Του μέγιστου η θυγατέρα,
Που μεσ' στους Φαίακες αυτός 
Το κράτος είναι  και η εξουσία.

Είπε και τότε φώναξε 
Τις ομορφόμαλλες παρακόρες:
Ελάτε σεις  εδώ ,γιατί φύγατε 
Άντρα σαν είδατε όλες;

Μήπως και φαντασθήκατε
Μην είναι κάποιος  εχθρός,
Δεν είναι ούτε θα βρεθεί στη γη
Tόσο τρομερός θνητός ,
Που θα'ρθει και το  χαλασμό
Να φέρει στη γη των Φαιάκων,
Εκείνων που έχουν ευτυχώς 
Τη σκέπη των αθανάτων.
 
Ζούμε εξάλλου μακριά
Στης θάλασσας την άκρη,
Στο πέλαγο το περίκλειστο
Και  δε μας φτάνουν άλλοι.          200

Μα  τούτος εδώ ο έρημος
Χρειάζεται πολύ φροντίδα, 
Που  ξέψυχος έχει φτάσει εδώ
Φερμένος κι ετούτος  από το Δία
Όπως όλοι  ξένοι και φτωχοί,
Κι είναι καλοδεχούμενο 
Και το λίγο που θα του δοθεί.

Ελάτε τώρα στο ξένο  δούλες μου 
Δώστε του να πιεί  να φάει,
Και λούστε τον απε σ'  απάνεμη.
Ακρούλα στο ποτάμι.

Αυτά τους είπε και κείνες στάθηκαν 
Δίνοντας μεταξύ τους κουράγιο

Κι έπειτα τον Οδυσσέα κάθισαν 
Σε ανεμοφυλαγμένη άκρη
Έτσι τους είπε η Ναυσικά
Του δυνατού  Αλκίνοου η κόρη,
Δίπλα του ρούχα  του'βαλαν 
Μανδύα και χιτώνα
Και στάμνα χρυσή του δώσανε
Που'ταν γεμάτη λάδι,
Κι απε για να  λουστεί τον φέρανε
Στο ρεύμα απ' το ποτάμι.
 
Τότε στις βάγιες(παρακόρες) μίλησε
Κι είπε ο  Οδυσσέας  ο θείος:
Κορίτσια σταθείτε λίγο  απόμερα                       220            
Να ξεπλυθώ μονάχος
Και πάνω από τους ώμους μου
Να βγάλω την αλμύρα.
Με λάδι ακόμα ν' αλειφτώ, 
Καιρός πάει  που έλειψε
Το λάδι από το κορμί αυτό.

Μπροστά σας όχι δε λούζομαι
Γιατί ντροπή μου το' χω,
Μπροστά σε ομορφόμαλλα
Κορίτσια να γυμνωθώ.
 
Σαν είπε εκείνες μάκρυναν
Το είπαν  και  στη Ναυσικά,
Κι άρχισε  ο θείος Οδυσσέας
Να βγάζει από'  τις  πλάτες 
Την άλμη στην ποταμιά.
Απ' τους φαρδείς τους ώμους του 
Κι απ'το κεφάλι  απόδιωχνε
Της άκαρπης θάλασσας τους αφρούς.
 
Και όταν πια καλολούστηκε
Κι αλείφτηκε με λάδι,
Τα ρούχα τότε φόρεσε
Που του'χε δώσει η κόρη.

Κι  Αθηνά η  κόρη του  Δία 
Που'ταν του Κρόνου o γιός,
Τον έκανε να μοιάζει 
Σαν πιο ψηλός και πιο χοντρός.    230

Στο μέτωπό του πέφτανε
Tα ολόσγουρα του μαλλιά ,
Που μοιάζανε  σαν ζουμπουλιού
Λουλούδια πλουμιστά.

Πως πάνω στ' ασήμι μάλαμα
Ο καλός τεχνίτης; ρίχνει,
Που η  Αθηνά κι ο Ήφαιστος
Πολλές τέχνες του έχουν μάθει.
Κι ότι φτιάξει είναι κομψά
Το ίδιο  κι εκείνη(Αθηνά) του'ριχνε
Στο  κεφάλι του ομορφιά.

Πήγε μετά και κάθισε
Σ' ακροθαλάσσι μακριά,
Λάμποντας απ' ομορφιά και χάρη 
Που θάμπωσε τη Ναυσικά.

Κι εκείνη στις ομορφόμαλλες 
Είπε τις παρακόρες:
Ακούστε σεις κρινόχερες             240
Τι θα σας πω κοπέλλες.
Χωρίς τη γνώμη των θεών
Που ζούνε στα ουράνια
Δεν ήλθε αυτός ο άνθρωπος
Στων Φαιάκων εδώ τη χώρα.
Πρωτύτερα μου φάνηκε
Πως είχε άσκημη φάτσα,
Μα τώρα μοιάζει στους θεούς
Που' χουν τ' απέραντα ουράνια.
 
Mακάρι τέτοιος άντρας να'τανε  
Και  το δικό μου τυχερό,
Να γίνει  του τόπου  κάτοικος
Και να' θελε να μείνει εδώ.
 
Αλλά  δώστε του παρακόρες μου
Να φάει   ο ξένος και να πιεί.
Είπε κι αυτές με προθυμιά
Υπάκουσαν στη διαταγή .

Στον Οδυσσέα το θεϊκό
Φαΐ του'βαλαν και πιοτό,
Που αρπάζοντας τα ο δύστυχος
Τα τρωγόπινε στο λεπτό.
Γιατί πέρασε πολύς  καιρός
Που τίποτα δεν είχε φάει ,
Κι η κρινοχέρα Ναυσικά
Άλλο στο μυαλό της θα βάλει,

Μα αφού τα ρούχα δίπλωσε 
Στην άμαξα τα φορτώνει,
Ζεύει και τα χοντρόνυχα
Μουλάρια κι ανεβαίνει.

Στον Οδυσσέα απέ γυρίζοντας 
Του μίλησε για να του πει:
Ξένε μου σήκω τώρα πια 
Να πας κατά  την πόλη,                    260
Στο σπίτι θα σ' οδηγήσω εγώ 
Του συνετού μου κύρη ,
Που  όλους τους αρχόντους Φαίακες
Θα γνωρίσεις πέρα εκεί 
 
Κάνε μονάχα ότι σου πω
Για άμυαλο δε σε  κρίνω.

Όση ώρα θα προσπερνούμε 
Αγρούς, αμπέλια, πρασσιέςίες,
Tαυτόχρονα να τρέχεις γρήγορα
Μαζί με τις παρακόρες ,
Μα λίγο παραπίσω
Απ'την άμαξα και τις μούλες
Κι εγώ  το δρόμο θα σας δείχνω.

Στην πόλη σαν θα φτάσουμε
Μ' ολόγυρα κάστρο  ψηλό,
Λιμάνια υπάρχουνν κι απ' τις δυο μεριές
Με μπάσιμο πολύ στενό.

Τα πλοία τα καμπυλωτά 
Στου καθενού το μέρος σερμένα,
Και  απ'  τη μια μεριά ως την άλλη
Να  είναι σκεπασμένα.

Γύρω απ' του Ποσειδώνα το βωμό 
Είναι και η  αγορά στρωμένη
Με πέτρες που' ναι   ριζιμιές
Μπηγμένες μέσ' στη γη.
Εκεί όπου των μελανόμορφων
Καραβιών φροντίζουν,
Τα παλαμάρια ,τα ξάρτια, τα πανιά
Και τα κουπιά γυαλίζουν.

Οι Φαίακες δε νοιάζονται
Για  άρματα ,φαρέτρες,τόξα,
Μονάχα  κατάρτια  και κουπιά 
Με το μυαλό στα  πλοία,
Και στον  αφρό της θάλασσας
Π' όλο χαρά τον σκίζουν.

Αυτών σκιάζομαι τα πικρά
Ξωπίσω μου τα λόγια,
Κανείς εδώ δεν αψηφά
Τον άλλο μεσ' τη χώρα.

Αυθάδεις εδώ οι άνθρωποι
Κι αν κάποιος στο δρόμο θα μας δει
Kαι  τύχει να' ναι κι απ' τους πιο κακούς
Έτσι μπορεί να φωνάξει  και να πει.:

Ποιός είν' αυτός, που  βρήκε εκεί
Kαι  πίσω απ' τη Ναυσικά πηγαίνει, 
Ο όμορφος ξένος, ο ψηλός 
Θαρρώ  για άντρα της  τον θέλει.        280
 
Από καράβι περιπλανώμενο 
Ίσως  και να τον πήρε,
Ξενομερίτη να τον φιλοξενήσει αφού
Γείτονες εμείς κοντά δεν έχουμε.  

Μήπως με τα παρακάλια της 
Έχ' έλθει απ' τον ουρανό ,
Αθάνατος , πολυπόθητος 
Ταίρι της παντοτινό 

Καλλίτερα  απ' αλλού αν  πέτυχε 
Mόνη της και  βρήκε άντρα,
Βλέπεις δεν καταδέχεται
Εμας όλους Τους ντόπιους 

Απο τ' αρχοντόπουλα τ' άλλα..
 
Αυτά  θα πουν, κι εγώ ντροπή
Μ' αυτά τα λόγια θα αισθανθώ,
Για   όποιες τέτοια κάνουνε  
Κι εγώ  αγανακτώ.
 
Μητέρα και πατέρα αν κι' έχουνε
Σμίγουνε πριν απ' το γάμο,
Μ' άνδρες και  χωρίς γιορτή
Που γίνεται μπροστά σε κόσμο.
 
Άκου με τι θα κάνεις  για να πας
Ξένε μου στον τόπο σου  με το καλό, 
Με ναύτες  που ο πατέρας μου 
Θα σου δώσει για το γυρισμό.
 
Σαν  βρεις πλάι στο δρόμο σου
Το δάσος της Αθηνάς  το ιερό,
Που'χει όλο μαύρες   λεύκες 
Και  γύρω από μια πηγή λιβαδωτό.

Εκεί είναι του πατέρα μου 
Μετόχι  και περβόλι,  δροσερό 
Όσο π' ακούγεται η φωνή.
Τόσο  είν' μακριά απ' το κάστρο. 

Κι αφού καθήσεις πρόσμενε
Ώσπου   να μπούμε μέσα,
Κι ακόμα μέχρι να φτάσουμε
Στα  παλάτια του.πατέρα 

Κι αν κρίνεις πια πως μπήκαμε
Για των Φαιάκων την πόλη  ξεκίνα            300
Και το παλάτι του Αλκίνοου 
Να σου το δείξουν ρώτα.

Εύκολο είναι και πολύ γνωστό
Θα σ' οδηγούσε κι ένα μωρό,
Δε μοιάζει μεσ'τους Φαίακες                  
Κανένα άλλο μ' αυτό αρχοντικό.

Μόλις απ' τους τοίχους της αυλής 
Πίσω τους πιά περάσεις,
Τράβηξε για τη σάλα γρήγορα 
Στη μάνα μου να φτάσεις.

Kοντά στο τζάκι κάθεται
Και στης φωτιάς τη φλόγα,
Γνέθοντας κόκκινο μαλλί
Θαύμα οφθαλμών με τη  ρόκα ,
Τη βλέπεις σε  κολώνα  ν'ακουμπά
Πίσω της να κάθονται  οι βάγιες (παρακόρες),

Στην ίδια κολώνα  ο κύρης  μου 
Στο θρόνο του Γερμένος
Κάθεται σαν αθάνατος 
Και   πίνει.το κρασί του..
Μα σύ θα τον προσπεράσεις,
Στης μάνας μου πέσε τα γόνατα
Και βάλσου  να τ' αγκαλιάσεις.
 
Αν θέλεις με χαρά να δεις
Γοργά του γυρισμού  τη μέρα,
Αν σου' δειχνε συμπάθεια   
Από  κάπου θα' χες ελπίδα
Τους δικούς σου κάποτε  να δεις
Φτάνοντας στο καλόχτιστο  σου,
Το  σπίτι σου το αρχοντικό
Τη γη την πατρική σου.
 
Σαν τέλειωσε τ' αστραφτερό
Μαστίγιο χτυπά η κοπελιά
Και τα  μουλάρια παρατούν
Του ποταμού τη ρεματιά.

Κι άλλοτε έτρεχαν πολύ
Άλλοτε με βήματα απλωτά,
Κρατώντας  η κόρη τα λουριά
Τα κουνούσε χαλαρά ,
 
Πεζοί έφταναν πίσω της  
Οι βάγιες κι ο  Οδυσσέας ,
Κι έδυε ο ήλιος σαν έφταναν
Στο  ιερό δάσος  της  Αθηνάς .
 
Και σαν ο  Οδυσσέας κάθησε
Εκεί  μονάχος πια,
Του τρανού Δία παρακαλούσε
Την κόρη του Αθηνά:
Άκουσέ με τέκνο  μέγιστο
Του ασπιδοφόρου Δία,
Άλλοτε δε με άκουγες
Τώρα πρέπει να μ' ακούσεις,
Τότε  με θαλασσόπνιγε
Ο ένδοξος του κόσμου ο σείστης. 
 
Συμπόνια. δώσε στους Φαίακες        330
Φιλία να αξιοθώ
 
Καλάκουσε την προσευχή        
Τότε η Αθηνά η.Παλλάδα,
Μπρος του  να φανεί δεν ήθελε 
Ντρεπόταν τον Ποσειδώνα
Του πατέρα της τον αδελφό,
Που στον  ισόθεο Οδυσσέα
Μίσος κρατούσε   μανιακό
Μέχρι να φτάσει στην πατρίδα. 

Τέλος ραψωδίας ζ


Ραψωδία η 
 
Ο Οδυσσέας στο παλάτι του Αλκίνοου
Βασιλιά των Φαιάκων με τη βοήθεια της Ναυσικάς

Προσεύχοταν εκεί ο δύσμοιρος
Θεϊκός Οδυσσέας 
Και τα μουλάρια έφερναν
Την κόρη γοργά στην πόλη

Στου πατέρα της όταν έφτασε
Τα  παλάτια τα ξακουστά 
Η Ναυσικά σταμάτησε,
Στην πόρτα της  αυλής  μπροστά.
 
Τ'αδέλφια της κι από  τις δυο μεριές
Έλυσαν τα μουλάρια,
Μ' αθάνατους  ίδιοι στέκονταν
Φέρνοντας τα ρούχα μέσα.

Κι αυτή πήγε στο χώρο της
Όπου  είχε ανάψει φωτιά
Η βάγια η Ηπειρώτισσα,
Η Ευρυμέδουσα η γριά.
 
Με τα πλοία τα δρεπανόσχημα 
Απ'την Ήπειρο ήταν φερμένη,
Για δώρο στον Αλκίνοο
Των Φαίακων  τον αφέντη.         10

Και όπως όλος ο ντουνιάς
Θεό τον είχε  και δαύτη,
Την κρινοχέρα Ναυσικά
Αυτή ανάτρεφε  στο παλάτι. 
Άναβε στο τζάκι της φωτιά
Κι ετοίμαζε το δείπνο.

Κι όταν ο Οδυσσέας ορθώθηκε
Να πάει για το κάστρο,.
Η Αθηνά που'χε την έγνοια του
Πυκνή αντάρα θα σκορπίσει,
Μη και τον δει μεγαλόκαρδος
Φαίακας  και τον ρωτήσει
Ποιος τάχα  είναι κι από που
Kι o  λόγος του τον ενοχλήσει.

Κι όταν  στην όμορφη πόλη
Ήταν πια πολύ  κοντά,
Να' σου  αντίκρυ του η θεά
Η γαλανομάτα Αθηνά,
 
Παίρνοντας τη όψη λεύτερης
Να κρατά σταμνί κοπέλας,               20
Μπροστά του  σαν σταμάτησε               
Τη ρώτησε ο Οδυσσέας .

Δε θα μου δείξεις κοπελλιά
Του Αλκίνοου το αρχοντικό,
Του βασιλιά που  κυβερνά 
Όλους στον τόπο αυτό;
Ξένος  βασανισμένος έφτασα
Σ' αυτή τη γη  εδώ.

Έρχομ' από τόπους μακρινούς
Και  δε γροικώ θνητό 
Απ' όσους  ζουν στην πόλη αυτή
Και χαίρονται τη χώρα .
 
Κι η γλαυκομάτα  Αθηνά
Του απάντησε και  του λέει:
Θα σου το δείξω ξένε  μου
Με του πατέρα μου γειτονεύει.
Εγώ θα πορευτώ  μπροστά
Συ έλα χωρίς να μιλήσεις,
Κανένα ακόμα  μη ρωτάς
Oύτε και ν' αντικρύσεις.

Τους ξένους όλοι τους εδώ
Δε συμπαθούν πολύ,
Ούτε και με χαρά  φιλοξενούν
Όποιον από μακριά θα ρθεί.

Ο  Δίας  τους την έδωσε
Της  θάλασσας την αξιάδα ,
Τα γρήγορα μπιστευόμενοι
Γοργόφτερα καράβια,
Που σαν πουλιά πετούν στα πέλαγα 
Και σαν το νου του ανθρώπου .

Αυτά είπε η Παλλάδα Αθηνά
Μπήκε γοργά  μπροστά
Εκείνος πίσω  βάδιζε
Ακολουθώντας την από κοντά .

Απ'τους θαλασσομάχους Φαίακες 
Καθώς εκείνος περπατούσε ,
Κανένας απ' όσους έρχονταν
Απ'την πόλη δεν τον γροικούσε.
 
Μ' αντάρα βλέπεις  θεϊκή
Τον έζωσε η ομορφόμαλλη, 
Αφού για κείνον η μεγάλη θεά
Έγνοια. είχε μεγάλη.                         40

Θαύμαζ' εκείνος τα γοργά
Καράβια, τα λιμάνια,
Τις αγορές των αρχηγών
Και τα ψηλά τα κάστρα,
Που με παλούκια  φράζονταν
Tι θαύμα να τα βλέπεις.

Σαν έφτασαν στο ξακουστό 
Παλάτι του βασιλιά,
Η λαμπρομάτα Αθηνά
Λέγοντας ξεκινά. 

Ξένε πατέρα κοίτα το  
Τούτο είν' το παλάτι,
Εδώ θα βρεις τους άρχοντες 
Να' ναι  σε φαγοπότι.                          50
 
Μον' πήγαινε μέσα άφοβα
Κι ας ήλθες από τα ξένα,
Γιατί ο άνδρας  ο θρασύς 
Τελειώνει τις δουλειές του εύκολα.

Συνάντησε τη βασίλισσα
Πρώτα μεσ' το   παλάτι,
Που ν' ίδια γενιά με τον Αλκίνοο
Kι ακούει στ' όνομα  Αρήτη.

Απ' τον  Ποσειδώνα ο Ναυσίθοος 
Γεννήθηκε  και    την Περίβοια ,
Ασύγκριτη στην ομορφιά
Μ' άλλη καμιά γυναίκα
Και στερνοπαίδι ήτανε 
Του βασιλιά  Ευρυμέδοντα.  

Στους Γίγαντες που'ταν άρχοντας
Ήταν περήφανος λαός,
Μα με  την αλαζονεία τους 
Χάθηκε κι αυτός.(Eυρυμέδοντας                             60                             
 
Με τον Ποσειδώνα σαν έσμιξε
Η Περίβοια  θα γεννήσει,
Το Ναυσίθοο το μεγαλόκαρδο
Που τους  Φαίακες θα διοικήσει.

Ο Ναυσίθοος απόκτησε
Το Ρηξήνορα και τον Ναυσίθοο.

Το Ρηξήνορα τον πρωτογιό 
Πριν ν' αποκτήσει γιό,
Τον σκότωσε ο Απόλλωνας
Με το τόξο του τ'αργυρό .

Νιόγαμπρος ήταν κι άφησε 
Στο σπίτι του μόνο μια θυγατέρα, 
Την Αρήτη  που  ο Αλκίνοος
Την πήρε μετά γυναίκα.
 
Αυτός την τίμησε  όσο καμμιά
Στον κόσμο άλλη γυναίκα,
Από  όσες απ' τους άνδρες τους    
Τιμήθηκαν  και κυβερνούσαν σπίτια.

Τ' αγαπημένα της παιδιά
Ολόκαρδα την τιμούν,
Ο ίδιος ο άντρας της κι ο λαός
Αγάπη πολύ της δείχνουν
Κι όταν στην πόλη περπατά
Τη χαιρετούν τη βλέπουν σα θεά.
 
Η σκέψη της είναι σωστή
Τόσο  που  όποιους εκτιμά,
Τη  διαφορά τους ξεδιαλύνει  
Κι  άνδρες ακόμα αν αφορά.
 
Αν τύχαινε και σ' έπαιρνε
Η καρδιά της με καλό μάτι,
Θα'χες ελπίδα  να φτάσεις και να δεις
Τους δικούς σου  και το παλάτι.
 
Aυτά σαν είπε η Αθηνά 
Έφυγε απ' τη Σχερία ,
Και μεσ' απ' την αστήρευτη θάλασσα 
Έφτασε στο Μαραθώνα                            80
Και μετά στην πλατύδρομη Αθήνα 
Στο μεγάλο παλάτι του Ερεχθέα. 

Κι ο Οδυσσέας για του Αλκίνοου 
Κίνησε τα ξακουστά παλάτια.
Στο χάλκινο κατώφλι στάθηκε
Πολλά έβαζε βαθιά στο  νου,
Όταν απ' όλο το ψηλοτάβανο 
Παλάτι του Αλκίνοου χυνόταν
Λάμψη  σαν ήλιου, σα φεγγαριού.

Χάλκινοι τοίχοι κι απ' τις δυο μεριές 
Τραβούσαν σε βάθος  απ'το κατώφλι.
Κι ολόγυρα είχαν  τα ακροτείχια
Μπορντούρα  από γαλάζιο γυαλί.
Μαλαματένιες πόρτες σφάλιζαν
Με τους λαμπάδες  από ασήμι.

Οι πόρτες στηριζότανε
Στο χάλκινο κατώφλι επάνω
Με το κρικέλι τους  από  μάλαμα καθαρό
Και  τ' ανώφλι τους από  ασήμι γνήσιο.

Σκυλιά φύλαγαν από δυο μεριές 
Το σπίτι του γενναίου Αλκίνοου,
Ένα χρυσό κι ένα αργυρό
Έργο της σοφίας του Ηφαίστου .

Αθάνατα  ήταν τα σκυλιά
Ποτέ τους δεν γερνούσαν,
Θρονιά  απ' τη μπασιά ως το  βάθος
Τριγύρω στους  τοίχους ακουμπούσαν.         100
 
Απάνω τους ήταν ριγμένα   
Πέπλα λεπτά  καλά  υφασμένα                
Φτιαγμένα από τεχνίτρες,
Να κάθονται  τρωγοπίνοντας 
Εκεί των Φαιάκων οι  άρχοντες .
Για όλο το χρόνο φθάνανε
Τα αγαθά που'χαν μπροστά τους. 

Κούροι  χρυσοί στεκόντουσαν                        
Σε στέρεους στυλοβάτες , 
Κρατώντας στα χέρια τους δαυλούς
Που  έφεγγαν τις νύχτες 
Στου παλατιού  στους συνδαιτημόνες

Πενήντα παρακόρες είχανε
Γυναίκες στ' αρχοντικό,
Που άλλες άλεθαν με χερόμυλους
Τον χρυσό  σαν  μήλο καρπό.
Άλλες στην κρεββατή υφαίνανε 
Ή έστριβαν  τη ρόκα ,
Καθούμενες όπως της λεύκας της ψηλής
Κοντά κοντά είναι τα φύλλα.

Τόσο υφαίναν χτυπητά,
Που λάδι δεν τα περνούσε.
 
Κι όσο κι αν  είν' οι Φαίακες
 Οι  πιο δεινοί στα σκάφη
Τα γρήγορα που οι άνδρες τους
Σκίζουν τα πέλαγα με βιάση,
Το ίδιο είν' κι οι γυναίκες  τους 
Πρώτες  τεχνίτρες  στον αργαλειό,
Μιας και  η Αθηνά τους το'δωσε
Το χάρισμα αυτό.

Να νοιώθουν απ' όμορφες δουλειές
Να'ναι και μυαλωμένες.

Έξω απ'την αυλή στις πόρτες σιμά 
Ήταν μεγάλο κτήμα,
Φράχτης το ζώνει ολόγυρα 
Τέσσερα περίπου στρέμματα.

Μέσα του πολλά  ψηλόκορμα
Και δροσερά φυτρώνουν δέντρα,
Αχλαδιές, ροδιές, μηλιές
Με  τα  όμορφά τους  μήλα,
Συκές  με σύκα ολόγλυκα                120 
Και όπου πας  θα δεις ελιές.

Σαν δέσουν αυτές δε χάνεται
Ούτε και λείπει ποτέ  καρπός,
Όλο το χρόνο αδιάκοπα 
Χειμώνα ,καλοκαίρι συνεχώς.
 
Φυσώντας συνεχώς o Ζέφυρος
Άλλο γεννά και oριμάζει.άλλο
Aπίδι πάνω στ' απίδι ψήνεται
Μήλο πάνω  στο μήλο,  
Σύκο πάνω στο σύκο
Σταφύλι στο σταφύλι,
Όπου  η άμπελος η καρπερή
Του βασιλιά ριζώνει.
 
Είχε και λιάστρα σε ίσιωμα
Τα σταφύλια  για να στεγνώσουν,
Άλλα ήταν  για τρύγο έτοιμα
Κι άλλα να τα πατήσουν.

Άλλα είναι  ακόμα άγουρα
Μόλις τον ανθό αφήσαν
Κι  άλλα που μόλις οι ρόγες τους
Φαίνονται πως κοκκινίσαν.
 
Κεί που τελειώνουν οι  σειρές
Των έσχατων αμπελιών,
Ολοχρονίς φυτρώνουν όμορφες
Πρασιές όλων των ειδών.

Δυο βρύσες βλέπεις που η  μια
Για  όλο το περβόλι,
Η δεύτερη απ' την άλλη μεριά  σιμά
Στης αυλόπορτας  το κατώφλι,
Στο δρόμο απάνω που νερό
Να παίρνουν οι πολίτες όλοι.
Tέτοια όμορφα βλέπεις οι θεοί
Χάρισαν στον Αλκίνοο δώρα

Κι ο Οδυσσέας ο πολύπαθος
Εκεί στεκόνταν με την ώρα.
Θαύμαζε όλα ολόγυρα
Και σαν τα χόρτασε καλά,
Πέρασε το κατώφλι του σπιτιού
Και μπήκε  μέσα του γοργά.

Τους άρχοντες και τους αρχηγούς 
Των Φαιάκων βρήκε εκεί,                           140
Την ώρα που στον  άγρυπνο 
Προσέφεραν σπονδή Ερμή
 
Και  θέλοντας  να πάν να κοιμηθούν
Προσεύχονταν πριν πλαγιάσουν.        142
 
Ραψωδία η. Ο Οδυσσέας  μπαίνει στο παλάτι του Αλκίνοου   

Τότε ο πολύπαθος Οδυσσέας
Μπήκε μέσα στη σάλα,
Πυκνή αντάρα σκεπασμένος
Που  έριχνε η Παλλάδα.

Πέρασε απ' τον Αλκίνοο
Κι απ'τη βασίλισσα  μετά
Και στα γόνατα της βασίλισσας 
Τα δυο του χέρια ακουμπά.
 
Τότε πια σκορπίστηκε  
Πίσω του η θεϊκή αντάρα,
Κι εκείνοι τότε τα' χασαν
Βλέποντας μέσ' το σπίτι άνδρα. 

Και σαν τα παρακάλια άρχισε 
Όλοι τους μείναν δίχως μιλιά:

Aρήτη του Ρηξήνορα
Του ισόθεου θυγατέρα,
Στον άντρα σου ο πολύπαθος 
Προσπέφτω και σε σένα,
Σε όλους εδώ τους άρχοντες
Οι θεοί να χαρίζουν
Ζωή καλή και  στα παιδιά τους
Πλούτη και τιμές ν' αφήσουν. 

Όμως εμένα στείλτε με 
Να πάω στην πατρίδα ,
Μεγάλες με δέρνουν συμφορές 
Με τους δικούς μου αλάργα. 

Αυτά είπε και κάθισε
Στη λάμψη του τζακιού ,στη στάχτη,
Κουβέντα κανείς δεν έβγαλε
Άφωνοι  όλοι οι άλλοι.

Ο γεροήρωας  Εχένηος 
Το λόγο πήρε μετά από ώρα.
Αυτός όλους τους Φαίακες                   160  
Ξεπέρναγε στα χρόνια. 
Πρώτος στα λόγια  ήτανε 
Κι  ήξερε απ' τα παλιά πολλά
 
Ανάμεσα τους μίλησε 
Με φρονιμάδα και λέει:
Αλκίνοε δεν είναι σωστό
Ούτε πως μας ταιριάζει,
O ξένος να' ναι κατά  γης
Χωμένος μεσ'τη σκόνη
Κι οι άλλοι περιμένοντας
Μουδιασμένοι τη δική σου γνώμη.
¨
Μα πάρε το ξένο βάλτονε 
Σε αργυρόκαρφο θρονί
Και διάταξε τους κήρυκες
Να φέρουν μετά κρασί .
 
Κι όλοι μαζί ας κάνουμε 
Σπονδή στων κεραυνών το λάτρη,
Το Δία που συμπαραστέκεται
Καθένα σεβαστό ικέτη.
Κι απε στον ξένο ας  δώσει
Η οικονόμα  ότι  φαΐ υπάρχει.
 
Το λόγο αυτό σαν άκουσε
Ο Αλκίνοος ο αντρειωμένος, 
Τον πολέμαρχο πολυμήχανο
Πήρε από το χέρι αμέσως,
Σε θρόνο τον έβαλε ασημόκαρφο
Δίπλα του να καθήσεi,
Αφού το Λαοδάμαντα
Το γιο του θα σηκώσει, 
Που ήταν αντρειωμένος  
Και του'χε μεγάλη αγάπη.

Μια παρακόρη τρέχοντας 
Μ' όμορφο χρυσό λαγήνι,
Νερό του ρίχνει να πλυθεί
Σε   λεκάνη από ασήμι.

Δίπλα του τραπέζι  σκαλιστό
Άπλωσε μια   ντροπαλή οικονόμα
Ψωμί τον φίλεψαν κι απλόχερα 
Μ' όσα βρεθήκαν  φαγητά                180
      
                        
Κι όταν ο πολύπαθος Οδυσσέας 
O ισόθεος  ετρωγόπινε,
Πρόσταξε ο Αλκίνοος 
Τον τελάλη  και του είπε:
Ποντόνα κέρνα μας κρασί
Και σε όλους μοίραστο στη σειρά,
Στον κεραυνολάτρη να ρίξουμε σπονδή
Που τους σεβαστούς ικέτες αγαπά.
 
Αυτά σαν είπε, ο Ποντόνοος 
Κερνούσε μελίγλυκο κρασί,
Στη σειρά σε όλα τα ποτήρια
Τη δέηση  ν' αρχίσουν  όλοι μαζί.
 
Σαν έσταξαν και ήπιανε κρασί
Όσο η καρδιά τους είχε  πεθυμήσει
Πήρε το λόγο ο σεβαστός 
Αλκίνοος να τους μιλήσει:

Προσέξτε αρχηγοί και άρχοντες
Των Φαιάκων  όσα έχω να πω,
Απ' αυτά που η καρδιά στα στήθια μου
Με  σπρώχνει μαζί σας να μοιραστώ.

Τώρα πια που  φάγατε
Σύρτε στα σπίτια σας για ύπνο
Και πιότεροι γέροντες την αυγή 
Ας καλεστούν  να είναι εδώ.

Το ξένο  να φιλοξενήσουμε
Εδώ σ' αυτά  μέγαρα,
Θυσίες στους θεούς  να κάνουμε
Και να σκεφτούμε ύστερα.

Με συνοδεία κι ας είναι μακριά
Χωρίς κόπο και στενοχώρια,
Να τον πάμε στην πατρική του γη        
Χαρούμενο μια ώρα αρχύτερα

Ούτε κακό στο δρόμο του 
Ή  άλλη συμφορά,
Να τον εύρει μέχρι να φτάσει
Στα χώματα του τα πατρικά.

Κι  απέ  οι μοίρες οι σκληρές            
Όσα και  όποια  πάθει,
Από κείνη την ώρα τα' κλωσαν
Που η μάνα του θα τον γεννήσει.

Αν είναι κάποιος αθάνατος
Που έφτασε από τον ουρανό,
Κάτι άλλο φαίνεται πως μελετούν                  200
Οι θεοί  με τούτο   τώρα εδώ. 
 
Γιατί ήταν  ως τώρα  ξεκάθαρα
Όσα μας παρουσιαζόταν,
Όποτε  από μας περίφημες
Θυσίες  προσφερόταν.
Κοντά  μας τρωγοπίνανε
Μαζί  με μας καθόταν.

Κι αν περπατώντας  μόνος του
Μπροστά του κάποιος τους βρει,
Δεν κρύβονται από μας γιατί 
Είναι συγγενείς με μας αυτοί,
Όπως είναι κι οι Κύκλωπες
Και τα άγρια φύλα των Γιγάντων.
 
Ο πολυμήχανος τότε Οδυσσέας
Είπε σαν πήρε το λόγο:
Αλκίνοε  άλλα  βάζε   στο μυαλό
Με τους θεούς διόλου  δε μοιάζω,
Μ' αυτούς που ορίζουν τα ουράνια 
Στα  χρόνια δεν τους μοιάζω,
Ούτε παραβγαίνω  στ' ανάστημα 
Θνητούς μόνο θυμίζω.

Αν κάποιους  εσείς γνωρίζετε
Που πέρασαν μεγάλη δυστυχία,
Μόνο με κείνων θα ταίριαζε
Η τόση μου ταλαιπωρία.

Κι αν ξέρατε ποιοί περάσανε
Μεγάλες πίκρες όπως εγώ,
Μ' αυτούς μόνο ο δύστυχος 
Είναι σωστό να συγκριθώ.

Και πιο πολλά θα τα' λεγα
Τα βάσανα μου ακόμα,
Απ' όσα πολλά  μου τύχανε 
Απ'των θεών την κατάρα.

Μα  να δειπνήσω αφήστε με     220        
Κι ας έχω τόση πίκρα,
Γιατί απ' την αδίσταχτη κοιλιά
Άλλη δεν είναι ξαδιαντροπιά.

Σε διατάζει να τη νοιαστείς
Παρά τη θέλησή σου,
Κι ας έχεις μέσα  σου καημούς
Κι ας καίγεται η καρδιά σου.

Eκείνη ζητάει συνεχώς
Να τρώω και να πίνω,
Τα βάσανα μου να ξεχνώ
Αρκεί να τη γεμίζω.

Και σεις σαν έλθει η αυγή,
Νοιαστείτε την επιστροφή μου
Και στείλτε με το δύστυχο
Στην πατρίδα την ποθητή μου.

Ν' αντίκριζα για μια στιγμή
Το ψηλοτάβανο μου σπίτι,
Το  βιός μου και τους μπιστικούς,
Κι ας πέθαινα την ώρα εκείνη. 
 
Έτσι είπε και τον επαίνεσαν
Λέγοντας  ο ένας στον άλλο,
Πως πρέπει έτσι που μίλησε σωστά 
Στην πατρίδα του να  στείλουν το ξένο .

Σαν στάξανε και ήπιανε
Όσο η καρδιά τους είχε  ποθήσει,
Ο καθένας για  σπίτι του
Κίνησε πια να πλαγιάσει.

Ραψωδία η. Ο Αλκίνοος και η Αρήτη ανακρίνουν τον 
Οδυσσέα για να μάθουν πως έφτασε στο νησί τους

Στο παλάτι ωστόσο έμεινε 
Ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος,
Κάθισαν η Αρήτη πλάι του
Κι ο θεόμορφος Αλκίνοος,
 
Οι παρακόρες  μάζευαν
Τα  σκεύη του συμποσίου ακόμα,
 Όταν  πήρε  το λόγο πρώτη
Η  Αρήτη η    λευκοχέρα  ,
Που είδε τα ρούχα ,τα γνώρισε
Τον ωραίο χιτώνα και τη χλαμύδα.             240

Αυτά που με τις παρακόρες της 
Τα είχε υφάνει η ίδια
Και κράζοντας τον του μιλά 
Με λόγια φτερωτά:
 
Ξένε πρώτα γι' αυτό θα ήθελα
Να σε ρωτήσω η ίδια,
Ποιός είσαι κι από που κρατάς
Ποιός σου' δωσε τα ρούχα; 
Δεν είπες θάλασσόδαρτος 
Στον τόπο μας πως ήλθες;

Σ'απάντηση ο πανέξυπνος
Οδυσσέας τότε της λέει :
Επίπονο είναι  βασίλισσα
Τα πάθη μου να εξιστορήσω,
Αφού πολλά  μου 'δωσανε οι  θεοί 
Που  διαφεντεύουν τους ουρανούς
Βάσανα  να τραβήξω.

Μ' άκουσε γι' αυτό που με ρωτάς 
Και θέλησες να σου το λέω:
Ωγυγία λέγεται ένα νησί
Που' ναι μακριά στο  πέλαγο.
 
Εκεί η κόρη του Άτλαντα
Η θεά Καλυψώ διαμένει ,                250
Η  δολοπλόκα  ομορφόμαλλη
Κανείς  δε σμίγει μ'αυτή,
Ούτε από  τους αθάνατους 
Ούτε  απ'τους θνητούς ανθρώπους

Μα μένα θεός το δύστυχο
Στο τζάκι της μ' είχε οδηγήσει,
Μονάχο μου αφού το καράβι μου
Με κεραυνό ο Δίας το' χε τσακίσει.                                    
Κι  όλους τους   άλλους  δυνατούς
Ναύτες μου είχα χάσει,

Κι απ' του φρυδόμορφου καραβιού 
Μόνος μου την καρίνα εγώ πιασμένος,
Μέρες εννιά δερνόμουνα 
Στη θάλασσα ξεχασμένος.

Τη δέκατη νύχτα οι αθάνατοι 
Με πήγαν στο νησί της Ωγυγίας ,
Στο σπίτι της   Καλυψώς
Της ομορφόμαλλης   μεγάλης θεάς.                       260

Εκείνη με καλοδέχτηκε
Με φίλευε κάνοντας σχέδια
Να μείνω και να με κάνει αθάνατο
Αγέραστος να'μαι πάντα,

Ποτέ όμως τη σκέψη μου 
Δε άλλαξε μεσ' τα στήθια.
Εφτά χρόνια αδιάκοπα
Ασάλευτος  μένοντας εκεί πέρα.

Και όσα ρούχα η Καλυψώ
Αθάνατα  μου'χε φορέσει,
Απ'τα  πολλά τα δάκρια
Τα είχα καταβρέξει.

Στον όγδοο χρόνο  μ'άφησε
Να φύγω για την  πατρίδα,
Είτε γιατί ο Δίας διάταξε
Η  άλλαξε γνώμη η ίδια .

Μέσ' σε σχεδία καλόδετη
Μ' έβαλε με καλούδια  πολλά,
Ψωμί ,γλυκό κρασί  και μ' έντυσε
Με ρούχα θεϊκά.

Άφησε αγέρι γλυκό και άκακο
Πάνω από μέρες   δέκα εφτά
Αρμένιζα στα πέλαγα.
Στις δεκα οχτώ της πατρίδας σας
Φάνηκαν τα σκιερά της βουνά.
Και η δική μου χάρηκε 
Του δύστυχου τότε  η καρδιά,
Αφού και άλλα βάσανα
Με απάντεχαν, ακόμα πολλά,
Που ο κοσμοσείστης Ποσειδών
Μου τα'στειλε ξαφνικά.

Μ'  άνεμους που  ξαμόλησε
Μου έκλεισε τη στράτα,
Συντάραξε ανείπωτα τη θάλασσα
Τραντάλιζε  το κύμα τη σχεδία,               280
Που πάνω της δεν κρατιόμουνα
Μαύρη μ' έπιασε απελπισία.

Κι έπειτα τη σκόρπισε θύελλα
Μα  ωστόσο εγώ κολυμπώντας 
Μπόρεσα να ξεπεράσω αυτή  την άβυσσο. 
Ώσπου με έριξαν στη  δική σας γη  εδώ
Ο άνεμος  και το κύμα.

Μα  κείνο θα με τσάκιζε
Παλεύοντας στη στεριά να βγω. 
Σε  βράχια μεγάλα, ανάποδα
Θα με πετούσε σ' αγριοτόπι,

Μα κάνοντας  πίσω  κολύμπησα
Κι  έφτασα  σε ποτάμι,
Ομαλό  από πέτρες ,απάνεμο
Άριστος ο τόπος  θα  μου φανεί,

Και από κει για να συνέλθω πλάγιασα 
Ώς που' φτασε η νύχτα η θεϊκή.
Κι εγώ σε θάμνους χώθηκα
Ξάπλωσα κι έβαλα φύλλα τριγύρω,
Ώσπου θεός άπειρο μου'ριξε ύπνο.

Χωμένος στα ξερόφυλλα
Με την καρδιά θλιμμένη,
Όλονυχτίς κοιμόμουνα
Ως την αυγή κι απέ το μεσημέρι.

Ο ήλιος  έδυε και το γλυκό
Τον ύπνο μου  σαν χόρτασα πια,
Τότε τις παρακόρες tης κόρης σου
Άκουσα στην ακρογιαλιά,
  
Έπαιζαν εκεί κι αυτή  μαζί τους
Που ήταν όμοια με   θεά,
Την παρακάλεσα και μου'χε φερθεί 
Μυαλωμένα κι ευγενικά .             
Πράγμα που δεν το  περίμενες         300
Από νιο που  συνάντησες ξαφνικά,
Αφού πάντοτε οι νεότεροι
Δεν έχουν τα ίδια μυαλά.

Μου'δωσε άφθονο ψωμί
Κι υπέροχο κρασί να πιώ,
Λούστηκα μεσ' τον ποταμό
Μου' δωσε και τα ρούχα που φορώ.

Μα την αλήθεια σου είπα
Με θλίψη στα λέω αυτά,
Κι ο Αλκίνοος τότε  φωναχτά
Μ' αυτά τα λόγια του απαντά:

Ξένε, τούτο μόνο η κόρη μου
Δε σκέφτηκε πως είν' πιο  λογικό,
Με τις παρακόρες να σου επιτρέψει
Να' ρθεις στο δικό μου αρχοντικό,
Και μάλιστα  παρακάλεσες 
Πρώτα τα γόνατα της.

Σ' απάντηση ο πολυμήχανος 
Οδυσσέας του λέει:
Μην κατακρίνεις βασιλιά  
Για τούτο την άμεμπτή σου κόρη.

Μαζί με τις παρακόρες της
Να την ακολουθήσω μου' χε πει,
Αλλά εγώ ντρεπόμουνα
Δεν ήθελα , είχα φοβηθεί,
Μήπως θυμώσεις  μέσα σου
Βλέποντας να'ρχομαι  μαζί.
Γιατί βάζουμε πάντα το κακό 
Στο νου  οι άνθρωποι στη γη.

Τότε ο Αλκίνοος του απαντά
Με τούτα εδώ τα λόγια:
Ξένε στα στήθια μου δεν έχω καρδιά 
Π' ανάβει χωρίς αιτία,
Μα πάντοτε  επιθυμώ
Να κάνω το σωστό.

Ας ήταν πατέρα Δία μου
Απόλλωνα κι Αθηνά  
Άντρας τέτοιος  όπως δείχνεις να' σαι
Με μένα με ίδια  μυαλά,
Να'μενε εδώ  και να' παιρνε 
Την κόρη  μου  κι εγώ γαμπρό,        320
Να τον φωνάζω και να του δώσω
Χωράφια και σπιτικό.

Φτάνει μόνο  να μείνεις να' θελες 
Γιατί  με βία  κανείς εδώ 
Δε στο ζητά και θε μου ας μη δώσει 
Τέτοιο άδικο να κάνω εγώ.

Όσο για το  κατευόδιο σου
Να ξέρεις  αύριο το'χω ορίσει,
Κι  όσο οι ναύτες  θα κωπηλατούν
Σ' ύπνο βαθύ  θα το' χεις  ρίξει,
Ώσπου να φτάσεις στην πατρίδα σου
Το σπίτι , κι όπου η καρδιά σου ποθεί.         320
Κι ας είναι  πιο μακριά απ' την Εύβοια,
Που δικοί μας την έχουν δει.

Τότε  που ο ξανθός Ροδάμανθυς
Πήγαινε να δει τον  Τιτυό,
Το γιό της γης και ταξιδέψανε
Μ' ένα δικό μας πλοίο.

Οι Φαίακες σαν έφτασαν 
Χωρίς να κουραστούν,
Την ίδια μέρα κίνησαν
Στην πατρίδα τους να βρεθούν.

Θα δεις πόσο είναι άξιοι
Οι ναύτες μου και τα πλοία
Και πως οι νέοι μας στη θάλασσα
Πετούν με τα κουπιά.
 
Ο πολύπαθος Οδυσσέας  
Χάρηκε με τα λόγια αυτά
Και  ευχόμενος αναφώνησε
Λόγια  με την καρδιά: 

Δία πατέρα  κάνε να γίνουν
Όσα ο Αλκίνοος  μου τάζει ,
Η δόξα του θα' ταν αιώνια
Στη γη την καρπερή που εξουσιάζει
Κι έτσι εγώ θα πήγαινα
Πίσω πια στην πατρίδα.

Κι ως τέτοια ανταλλάσανε                  340
Συναναμεταξύ τους λόγια,
Τις παρακόρες πρόσταξε
Η  Αρήτη η κρινοχέρα 
Να βάλουν κρεβάτι στο λιακωτό       
Και κόκκινα χαλιά να στρώσουν 
Ν'απλώσουνε και μάλλινες
Του αργαλιού κουβέρτες
Κι ολόσγουρες από πάνω τους 
Για σκέπασμα φλοκάτες.

Εκείνες απ' την κάμαρα
Βγήκαν με τα δαδιά στα χέρια
Κι αφού το κρεβάτι γρήγορα 
Το τέλειωσαν θα  πλησιάσουν
Τον Οδυσσέα που του μίλησαν
Και τον παρακινούσαν:

Σήκω ξένε κι άντε να πας  κοιμηθείς
Το κρεβάτι έχει ετοιμαστεί.
Αυτά είπαν κι ο Οδυσσέας 
Χάρηκε που θα κοιμηθεί.

Έτσι κοιμόταν ο πολύπαθος
Θεϊκός Οδυσσέας στο πολύβοο                            350
Το λιακωτό από κάτω
Σε κρεβάτι τρυπητό.

Κι ο Αντίνοος κοιμήθηκε
Στο βάθος απ' τ' αψηλό παλάτι
Εκεί που το ταίρι του  φρόντιζε 
Το στρώμα και το κρεβάτι.              Τέλος ραψωδίας η


Ραψωδία θ  

Ο Όμηρος διηγείται

Ραψωδία θ(τμήμα)

Ο Oδυσσέας στη σύναξη των αρχόντων
στο βασίλειο των Φαιάκων 

 

Με τη ροδόχρωμη αυγή
Την κλίνη του θ’ αφήσει,
Ο Αλκίνοος,  κι ο Οδυσσεύς
Θα τον ακολουθήσει.

Για των Φαιάκων κίνησαν
Να πάν την αγορά,
Που ήτανε  χτισμένη
Στα πλοία τους κοντά

Ο Αλκίνοος μέχρι να φτάσουμε
Πρώτος ήταν απ’ όλους,
Δίπλα μας έβαλαν τους  δυο
Σε σκαλισμένους  θρόνους.

H Αθηνά σαν κήρυκας
Στη χώρα τριγυρνούσε,
Το μισεμό του τολμηρού
Δυσσέα  διαλαλούσε.

Μπρος στον καθένα πήγαινε
Κοντά και του μιλούσε,
Toυ’ λεγε πως στην αγορά
Ξένο θα συναντούσε.

Άρχοντες σεις και αρχηγοί
Να πάτε και να δείτε,
Το νιόφερτο, που στην αγορά
Τώρα φιλοξενείται.

Το ξένο που στ’αρχοντικό
Του Αλκίνοου αραγμένος,
Μοιάζει να είν’ αθάνατος
Μα  θαλασσοδαρμένος.                     15

Έτσι σαν είπε φούντωσε
Το θάρρος και τη μαγεία
Κι αμέσως γέμισαν λαό
Αγορά και θεωρεία.

Kι όλοι θαυμάζανε το γιο
Σαν είδαν του Λαέρτη,
Αφού η Παλλάδα του’ριχνε
Τη   θεϊκή της  χάρη   ,

Την έριχνε στην κεφαλή
Στην όψη και στους ώμους,
Πιο αψηλός και πιο παχύς          20
Να φαίνεται απ’όλους.

Αυτά για να’ ναι σεβαστός
Τιμημένος και στους φίλους,
Άξιος να φανεί στους Φαίακες
Στους αγώνες που'χουν στημένους

Όταν το πλήθος έφτασε
Κι όλοι είχαν καθίσει,
Το λόγο πήρε ο Αλκίνοος
Πρώτος για να μιλήσει.

Σεις  των Φαιάκων αρχηγοί
Ακούστε με προσεκτικά,
Γιατί θα πω όσα η καρδιά
Μεσ’ απ’ τα στήθη μου ζητά.

Αυτόν τον ξένο ούτ' εγώ 
Τον έχω αναγνωρίσει,
Αν είναι  απ’ την ανατολή
Η έρχεται απ’ τη δύση.

Μού’ρθε στο σπίτι απ’άχαρο
Γυρίζοντας ταξίδι                           30
Και μας ζητά βοήθεια
Στον τόπο του να φύγει.

Ας στείλουμε και τούτον δω   
Με όλους έχει γίνει,
Αφού κανείς στο σπίτι μου
Δεν έχει ποτέ ξεμείνει.

Ελάτε μπρος ας ρίξουμε
Στη θάλασσα καράβι,
Δε θέλω κλάψα συνεχώς
Το πότε  θα σαλπάρει,

Καράβι πρωτοτάξιδο
Με ναύτες  διαλεγμένους,
Πενήντα δυο τον αριθμό
Τους πιο αντριωμένους..

Kαι τα κουπιά με τους σκαρμούς
Με τάξη όταν τα; δέστε,
Βγείτε κι απε πολύ γοργά
Στο σπίτι μου  αντέστε,                                                         
Γεύμα θ' απολαύσετε
Πλούσιο που θα  προσφέρω.

Στους νέους αυτά έχω να πω,     40  
Στους άρχοντες  όμως;  ζητώ,
Για του ξένου  τη φιλοξενία
Να έλθουν γοργά στ' αρχοντικό.
 
Kανένας όχι να μην πεί
Αλλά να καλέστε εδωδά,
Το Δημόδοκο το θείο αοιδό
Που  απ' την καρδιά του τραγουδά.
Κάποιος θεός του χάρισε
Το χάρισμα να  δίνει χαρά.
 
Απε  κίνησε, ο Αλκίνοος
Κι οι αρχόντοι θ' ακολουθήσουν
Ο τελάλης εκεί  τον αοιδό 
Φρόντισε να τον οδηγήσουν.
 
Διαλέχτηκαν οι πενήντα δυο
Όπως  όρισε  νεαροί ,
Που΄φυγαν για της αστείρευτης
Θάλασσας  την ακτή.

Μόλις  στο πλοίο  έφτασαν 
Και στην ακροθαλασσιά,
Το μελανό καράβι γρήγορα
Το' συραν στα βαθιά,
 
Κατάρτια πάνω του έμπηξαν
Κι ανέβασαν πανιά,
Πέρασαν  από δέρμα ασφάλειες
Σε σκαρμούς  για τα κουπιά.
 
Όλα με τάξη έγιναν,
Σήκωσαν άσπρα πανιά,
Το πήγαν και τ' αράξανε
Πέρα προς το Νοτιά.

Kι απε στου ήρωα Αλκίνοου
Πήγανε το παλάτι.
 
Γεμίσαν οι αυλές  λαό
Οι κάμαρες κι οι σάλες,
Γέροι και νιοί μαζεύονταν
Και ήτανε χιλιάδες.
  
Δώδεκα αρνιά θυσίασε                    60
Ο  Αλκίνοος στους αθανάτους,
Δυο βόδια ρεβοπόδαρα
Κι  οχτώ ασπροδόντες χοίρους.

Τα έγδαραν και τα' ψήσανε
Ετοίμασαν γεύμα  καλό, 
Τους ζύγωσε κι ο κήρυκας
Φέρνοντας τον προσφιλή αοιδό.

Ένα καλό μ'ένα κακό
Του χάρισε η μούσα, 
Του στέρησε τα μάτια του
Μα του' δωσε φωνή θεσπέσια.

Του έβαλε ο Ποντόνοος
Θρόνο μ' ασημοκαρφιά
Ανάμεσα στους καλεσμένους,
Σε  ψηλή κολόνα ακουμπιστά. 

Κι απέ σε κρεμαστράκι  ξύλινο 
Λίγο πάνω από το  κεφάλι,
Κρέμασε την ηχηρή  κιθάρα του
Και του' πε αν τη θελήσει  πως
Ν' απλώσει  να την πάρει
 
Ένα πανέρι του'φερε
Του' στρωσε και τραπέζι,
Mια κούπα  για  να πιεί κρασί
Σαν η καρδιά το κρίνει.

Κι όλοι τα χέρια άπλωσαν 
Στα έτοιμα φαγητά.
 
Κι όταν  για πιοτό και για φαΐ
Η βουλιμία θα  σταματήσει,
Η Μούσα έσπρωξε τον αοιδό
Ανδραγαθίες  να τραγουδήσει.

To τραγούδι που η δόξα του
Eίχε φτάσει στον ουρανό,
Για τον Οδυσσέα που μάλωσε
Με τον Αχιλλέα του Πηλέα το γιό.      

Σε μια θυσία  στους θεούς             
Λόγια είπαν  βαριά, 
Έτσι  που ο   Αγαμέμνονας 
Που ήταν ο αρχηγός 
Ακούοντας  μάλλον  είχε χαρά.

Χαιρόταν μέσα του που μάλωναν  
Οι πιο καλοί απ' τους Αχαιούς.
Του το' χε πει κι ο  Απόλλωνας 
Ο  Φοίβος  μ' ένα χρησμό, 
Που  πήρε απ' την αγαθή Πυθία         80                                
Σαν πέρασε το δικό της λιακωτό.

Ήταν τότε που άρχισε
Να έρχεται η ταλαιπωρία,
Των  Tρώων και των Δαναών
Με τη βουλή του Δία. 

Τέτοια ο δοξασμένος  αοιδός
Τραγούδαγε τραγούδια
Κι  ο Οδυσσέας τον κόκκινο
Μανδύα πήρε στα χέρια.

Ντρεπότανε τους Φαίακες 
Για των δακρύων τον ποταμό,
Κάλυψε πάνω ως κάτω.
Το  πρόσωπό του το λαμπερό.

Κάθε που ο τραγουδιστής
Τέλειωνε το τραγούδι,
Τα δάκρυα σφουγγίζοντας
Ξεσκέπαζε το κεφάλι,
Και  στους θεούς εστάλαζε
Με δίπατη κούπα  κρασί.

Κι όταν ξανάρχιζε μετά 
Οι άρχοντες των Φαιάκων,
Τον παρότρυναν να τραγουδά 
Ήταν αγαπημένα όλων.
 
Πάλι ο Οδυσσέας σκέπαζε
Το κεφάλι του και θρηνούσε,
Τα κλάματα, μα δεν κατάλαβαν
Οι άλλοι πως δακρυρροούσε.

Μονάχα ο Αλκίνοος               
Που δίπλα του καθόταν,
Τον είδε και τον άκουσε 
Βαριά που βουρλιζόταν.

Κι ευθύς  στους θαλασσότρεφους 
Τους Φαίακες γυρνά  για να τους πει:
Ακούστε των Φαιάκων προεστοί
Άρχοντες και πρωταρχηγοί.
Από φαγητό χορτάσαμε
Με της κιθάρας τη συνοδεία,
Που είναι πάντα του πλούσιου
Δείπνου η παρουσία.

Μ' ας βγούμε έξω γι' άθληση           100
Με όλους σε ανταγωνισμό ,
Σε φίλους του να λέει ο ξένος μας
Στην πατρίδα του, στο γυρισμό.
Πόσο  ξεπερνάμε τους άλλους 
Σε πάλη,γροθιά,άλμα,τρεχάλα.

Αυτά σαν είπε (ο Αλκίνοος) κίνησε
Κι οι άλλοι ακολουθούσαν

Την κιθάρα την  οξύφωνη
Ο κήρυκας θα την κρεμάσει,
Και απ'το χέρι το Δημόδοκο
Εκείνος θα τον πιάσει.

Τον έβγαλε  από το μέγαρο
Τους άρχοντες θ' ακολουθήσουν,
Στην ίδια στράτα  που κι αυτοί
Πηγαίναν να σεργιανίσουν

Στην αγορά σαν βρέθηκαν 
Με κόσμο πολύ ν' ακολουθεί,
Νέοι να παν σηκώθηκαν 
Πολλοί και ξακουστοί. 

Ο Ακρόνεως κι ο Ωκύαλος
Ο Ελατρέας , ο Ναυτεύς,
Ο Πρυμνέας ,ο Αγχίαλος
Ερετμεύς,Θόων και Ποντεύς,.       

Ο Αναβησίνεως  κι απέ
Ο γιός του Πολυνήου Αμφίαλος,
Του Τέκτονα ο εγγονός
Και  ο Πρωρεύς στο τέλος.

Σηκώθηκε κι ο Ευρύαλος
Σαν  Άρης αντροκτόνος, 
Toυ Ναύβολου ήταν  ο γιος ,
Στους Φαίακες ο πιο καλός,
Στην' όψη και το σώμα  
Εκτός από το άψογο  Λαοδάμα,

Του  άψογου Αλκνόoου,
Οι τρεις του  γιοί σηκωθήκαν
Οι άτρομοι Αλιός και Λαομέδoντας 
Κι ο  Κλυτόνιος ,ισόθεος. που ήταν  

Ν' αρχίσουν  τους αγώνες θέλησαν     120
Με τρέξιμο αρχικά,
Απ' την αφετηρία άνοιγε σαυτούς
Ο δρόμος  τους μπροστά.

Όλοι εκείνοι έτρεχαν
Γρήγορα και πετούσαν,
Ξωπίσω τους  τον κουρνιαχτό
Στον κάμπο αμολούσαν.

Στο τρέξιμο ξεχώριζε 
Ο άψογος Κλυτόνιος

Κι όσο μάκρος οργώνουνε
Μια μέρα δυο μουλάρια
Τόσο στο πλήθος ζύγωσε
Τους πέρασε με πρωτιά        125     
                 
Ήλθε κι' η ώρα στη σκληρή
Να παραβγούνε  πάλη,
Όπου ο Ευρύαλος τους καλλίτερους
Στο χώμα θα τους βάλλει. 

Στο άλμα ο  Αμφίαλος 
Απ' όλους ήταν πιο πάνω,
Ο Ελατρεύς πολύ ανώτερος 
Σαν έριξε το  δίσκο.

Ο   Λαοδάμας  στις γροθιές 
Αναδείχτηκε  νικητής
Του Αλκίνοου ο καλόψυχος 
Ο γιός και της Αρήτης

Κι αφού φραριστηθήκανε
Με τους αγώνες όλοι
Ο Λαοδάμας ο γιός του Αλκίνοου
Ανάμεσα τους λέει:

Ελάτε φίλοι να ρωτήσουμε            
Τον ξένο αν έμαθε και ξέρει,
Κάποιο απ' τα  αθλήματα
Κακό κορμί δεν έχει. 

Στις κνήμες του και στους μηρούς
Και στα γερά του χέρια,
Στο σβέρκο του το στιβαρό 
Και δεν του λείπουν τα νιάτα.

Mονάχα που τα βάσανα 
Τ' ατέλειωτα τον έχουν τσακίσει.

Χειρότερο απ'τη θάλασσα
Λέω κακό δε γνωρίζω
Τον άντρα να καταπονεί
Κι ας έχει δύναμη παραπάνω..

Κι  ο Ευρύαλος  αποκρίθηκε            140
Κι αυτά τα λόγια του'πε:

Λαοδάμα  σωστός ο λόγος σου
Μίλησες συνετά,
Πήγαινε τώρα μίλα του
Και πες του τα ορθά κοφτά.

Σαν τ' άκουσε ο καλόψυχος
Του Αλκίνοου ο γιός τα λόγια,
Στάθηκε στη μέση της σύναξης
Κι είπε στον Οδυσσέα.

Έλα ξένε  πατέρα μου
Σ' αγώνισμα να παραβγείς,
Αφού κι εσύ μου φαίνεσαι
Τούτο πως το μπορείς.

Δεν ξέρω μεγαλύτερη
Για έναν άντρα δόξα,
Απ' αυτή που αγωνίζεται
Με  χέρια και με  πόδια

Έλα και συ δοκίμασε 
Τις έγνοιες σου ν' απαλύνεις 
Για σένα  είναι έτοιμο 
Το πλοίο για να φύγεις.                160

Τότε ο πολυμήχανος
Οδυσσέας  του απαντά:
Γιατί  Λαοδάμα με πικραίνετε
Και μου ζητάτε αυτά;

Tα βάσανα μου σκέφτομαι 
Και όχι τους αγώνες ,
Γιατί ως  ώρα μόχθησα 
Πολλούς  είχα μπελάδες .

Στη μάζωξη σας κάθομαι
Του   βασιλιά  και του λαού,
Στα γόνατα τους πέφτοντας.
Με τον πόθο του γυρισμού.

Κι  αμέσως ο Ευρύαλος
Κατά πρόσωπο θα φιλονικήσει:
Δε μου φαίνεσαι ξένε λέγοντας
Πως απ' αγώνες έχεις γνώση,        160        

Απ' τα  είδη τους τα τόσο πολλά
Που συνηθίζουν οι θνητοί,
Θυμίζεις πλούσιο που τριγυρνά
Μ'ένα πολύκουπο  σκαρί.

Με ναύτες   που' ναι έμποροι
Όλοι τους  μεσ' τα πέλαγα,
Και για το μπάρκο νοιάζονται
Κι ο νους τους  στα εφόδια.

Κερδίζουν αυτοί αρπάζοντας,
Εσυ αγωνιστής δε μοιάζεις.

Ο Οδυσσέας βλοσυρά
Τον κοίταξε και του απαντά:
Ξένε, μοιάζεις μ' αλαζόνα άνδρα! 
Και δε μιλάς σωστά.

Να ξέρεις έτσι πως τις χάρες 
Οι θεοί δεν τις δίνουν όλες μαζί
Σε κάποιους απ' τους άνδρες 
Τη γνώση, το λόγο ,το κορμί.

Όταν άντρας πιο άσχημος 
Γεννήθηκε  απ' άλλους  στη μορφή,
Τότε οι θεοί τα λόγια του
Τα πλουμίζουν με χάρη περισσή.

Κι όλοι αυτόν κοιτάζουνε
Και χαίρονται πολύ,
Που  μιλάει  με τέτοια άνεση
Σεμνότητα και συστολή.                                

Και σ'όλες τις συνελεύσεις;
Ο νικητής είναι πάντα αυτός, 
Κι όταν στην πόλη τριγυρνά
Ο κόσμος τον κοιτά σα να'ναι θεός.               180

Άλλος πάλι που' ναι όμορφος
Με θεό τον ταιριάζεις στην όψη,
Μα τα λόγια του δεν είν' αντίστοιχα
Δεν τα συνδέει  χάρη.
 
Όπως και σύ το πρόσωπο
Το' χεις πολύ  λαμπρό,
Θεός δεν το μπορεί λαμπρότερο  ,
Σου λείπει όμως το μυαλό..

Μου τάραξαν  τα σπλάχνα μου
Τα  απρεπή  σου λόγια ,

Μα απ' αγώνες  άσχετος 
Δεν είμαι, όμως  ήμουν
Στους πρώτους  όταν στη νιότη μου
Και τα χέρια μου βασιζόμουν ,

Τώρα πίκρες  με ζώσανε
Και βάσανα πολλά,
Από  ανδρών   παλέματα 
Κι από κύματα αγριωπά.

Μαζί σας εδώ θα παραβγώ
Άν κι έπαθα τόσο πολλά
Δάγκωμα είν' τα  λόγια  σου 
Που με με ξεσήκωσαν λέγοντας τα .            

Αυτά σαν είπε έπιασε
Όπως ήταν με τη μαντίλα,
Δίσκο πιο μεγάλο, πιο παχύ
Και πιο βαρύ ακόμα,
Από  κείνους που οι Φαίακες                        
Πετούσαν σαν ήταν μόονοι τους εκεί;.

Κι αφού τον περιέστρεψε
Τον πέταξε με το στιβαρό του χέρι.

Στα πλοία θαλασσόλυκοι
Στα μακριά κουπιά ξακουστοί
Κι ως βούηξε η πέτρα οι Φαίακες
Έσκυψαν κι έπεσαν στη γη.                 190

Πάνω  απ'των άλλων πέταξε
Ο δίσκος τα σημάδια,
Πολύ πίσω τ' άφησε
Φεύγοντας από τα χέρια.

Ήλθε η Αθηνά και χάραξε
Κι έβαλε τη γραμμή,
Με άνδρα στην όψη μοιάζοντας 
Τον φώναξε και θα του πεί :

Θα' βρισκε ξένε και τυφλός.
Το σημάδι  ψαχουλευτά,
Τα άλλα δεν το  πλησίασαν
Απ' όλα είναι πολύ μακριά.

Μη σκιάζεσαι δε θα το φτάσει
Κι ούτε θα το περάσει άλλος..

Στα λόγια τούτα ο πολύπαθος
Χάρηκε ο Οδυσσέας ο θείος,
Που μέσ' σ' αυτή τη μάζωξη         200      
Υπήρχε κι ένας φίλος.

Και τότε πιο μειλίχια
Με τους Φαίακες θα μιλήσει,
Τούτον νέοι πρώτα φτάστε τον
Κι απε θα ρίξω κι άλλον.

Τόσο θα πάει και τούτος  δω
Η πιο μακριά ακόμα.

Κι απ' όλους; όποιου του βαστά
Η καρδιά μέσα στα στήθια,
Ας έλθει εδώ να παραβγούμε.
Μεγάλη μου δώσατε πίκρα.

Ότι θέλει ας διαλέξει  ο καθείς
Απ' όλους τους Φαίακες άθλημα,
Σε τρέξιμο, πάλη ή γροθιά 
Εξόν το Λαοδάμα.

Αφού εκείνος με φιλοξενεί..
Ποιος τάχα μαλώνει με το φίλο;

Άμυαλος άνδρας , ποταπός        
Αυτός που  δημόσια προκαλεί,
Καυγά γι' αθλήματα σε ξένη χώρα.
Μ'αυτόν που τον φιλοξενεί

Τρώγοντας ψωμί στο σπίτι του
Κακό του κεφαλιού του  κάνει.
 
Απ' όλους τους άλλους κανένα 
Ούτ απορρίπτω ούτε περιφρονώ
Να τους γνωρίσω επιθυμώ
Και μαζί τους ν'αναμετρηθώ

Γιατί  δεν είμαι άσχετος 
Σε κάθε άθλημα εγώ
Το καλογυιάλιστο ξέρω καλύτερα
Δοξάρι να κρατώ.
 
Δικιά μου ήτανε  η σαϊτιά 
Που θα'βρισκενα ρίξει πρώτη,
Κάποιον απ' των αντίπαλων
Εχθρών μέσα τα στίφη ,
Όσο πολλοί κι αν ήτανε 
Κοντά μου κι αν στεκόταν
Άλλοι απ ΄τους συντρόφους  μου
Στο πλήθος κι αν σαϊτεύαν,

Ένας με ξεπερνούσε  μοναχά  
Στο δοξάρι στων Τρώων τη χώρα,
Ο Φιλοκτήτης όταν με τους Αχαιούς     220
Αρχίζαμε να ρίχνουμε τόξα.

Πενεύομαι πως  κι απ' τους άλλους 
Δεν υπάρχουν πιο καλοί,              
Απ' όσους  άντρες βρίσκονται
Να ζούνε τρώγοντας ψωμί..

Με άντρες μόνο σεβάσμιους  
Δε θέλω να κάνω αγώνα,
Με τον Ηρακλή η τον Ευρύθεο
Της Οιχαλίας το ρήγα..

Που ακόμα και μ' αθάνατους 
Παράβγαιναν στο τόξο,
Γι' αυτό ο μέγας Εύρυτος
Νωρίς πήγε στον τάφο.

Δεν πέθανε από τα γηρατειά
Ούτε  στα μέγαρα του μέσα,
Τον σκότωσε ο Φοίβος επειδή
Στο  τόξο τον  προκάλεσε 
Μαζί του να παραβγεί
Και το κοντάρι  ρίχνω εκεί
Που το τόξο κανενός δεν φτάνει.         
Στο τρέξιμο φοβάμαι μοναχά
Φαίακας μη  με προσπεράσει.

Γιατί απ' τα  κύματα τα πολλά
Παιδεύτηκε  το κορμί μου
Κι όπως το πλοίο δε έμεινε 
Γερό ως το τέλος 
Τα μέλη μου λυθήκανε

Αυτά σαν είπε όλοι εκεί
Έκαναν  άκρα σιωπή
Και μόνο ο Αλκίνοος 
Απάντησε και θα πει.

Ξένε μιας κι αυτά  που μας είπες
Δε δείχνουν αχαριστία,
Μα με  οργή θέλεις να δείξεις
Την αξιοσύνη που είχες πάντα,

Σε ντρόπιασε πράγματι αυτός
Που  σ'  αγώνα σε καλούσε
Στη μάζωξη όλη μπρός,
Αφού 
Tην αρετή σου ως άνδρας θνητός              240
Δε θα μπορούσε να σε περιφρονεί αυτός .
Μάλιστα που στο μυαλό αυτός 
Κρίνει και βάζει τα πράγματα  σωστά .

Μα έλα ένα λόγο θα σου πω
Να τον λες και σ' άλλους πιο μετά.
Σε ήρωες να τον λες όταν δειπνάς
Δίπλα στη γυναίκα σου και τα παιδιά.

Αν τύχει τότε  να θυμηθείς
Και τη δική μας αξιάδα
Απ' τα χρόνια των πατεράδων  μας
Αυτή που ο Δίας μας δίνει πάντα.

Μα εμείς  άψογοι  δεν είμαστε
Ούτε παλαιστές ούτε πυγμάχοι.
Είμαστε όμως γρήγοροι
Και άριστοι στα πλοία θαλασσομάχοι.

Πάντα εμάς μας άρεσαν
Συμπόσια με κιθάρα,
Στρώματα ,χοροί, ζεστά λουτρά
Και αλλαξιές με ρούχα.                                     

Μα ελάτε τώρα οι χορευτές                          250          
Απ' τους Φαίακες οι πιο καλοί,
Ανοίξτε το χορό να'χει να λέει ο ξένος μας
Στους φίλους του στο γυρισμό.                    

Πόσο απ' όλους τους λοιπούς , 
Είμαστε  πολύ πιο καλοί,
Στη ναυτοσύνη, στο χορό,
Το τρέξιμο  και το  τραγούδι.

Μα  κάποιος στο Δημόδοκο
Την κιθάρα ας πάει να φέρει,
Τη γλυκόφωνη απ'τ' αρχοντικό
Κάπου  μέσα θα την εύρει.

Στου Αλκίνοου του Θεϊκού
Θα τη φέρει την προσταγή
Ο κήρυκας απ' τ' αρχοντικό
Του βασιλιά παλάτι

Σηκώθηκαν  οι   κοσμήτορες
Aπ'το λαό διαλεγμένοι κι οι εννιά,
Που στους αγώνες πρόσεχαν
Να γίνονται όλα σωστά.

Ίσιωσαν το χώρο του χορού
Κι ολόγυρα άνοιξαν το χώρο,     260
Έφερε  κι ο κήρυκας κοντά
Την  κιθάρα στο Δημόδοκο.

Μετά στο κέντρο τράβηξε
Όπου  στέκονταν από  δυο  πλευρές,
Χτυπώντας τα πόδια στο θείο χορό
Οι άξιοι λεβέντες χορευτές.

Ο Οδυσσέας τις  λάμψεις θαύμαζε 
Των ποδιών με την καρδιά
Κι ο κιθαρίστας ύψωνε
Τραγούδι  όλο ομορφιά

Κι έλεγε πως αγαπήθηκαν
Ο Άρης κι η  καλλιστέφανη Αφροδίτη 
Και πως στην αρχή πρωτόμιξαν 
Στου Ήφαιστου  κρυφά το παλάτι.

Εκείνος στην καλλιστέφανη θεά
Δώρα πολλά θα της χαρίσει,
Το κρεβάτι και το στρώμα του Ήφαιστου    270
Βαριά  θά' ατιμάσει.
 
Μα αμέσως  τότε έφτασε 
Σαν  αγγελιοφόρος Ήλιος            
Μόλις  τους είδε να σμίγουν ερωτικά.
Και σαν είπε το πικρόκαρδο
Στον Ήφαιστο μαντάτο,
Εκείνος πήγε στο σιδεράδικο ευθύς
Σκεφτόμενος να κάνει πολύ κακό.

Βάλθηκε να στήνει κούτσουρο
Κι απάνω του μεγάλο  αμόνι,
Ακλόνητο  να φτιάξει δίχτυ 
Κι  άλυτο για να βρεθούν δεμένοι.

Με  τον  Άρη τόσο που θύμωσε
Έπρεπε να σκεφτεί  πονηριά

Μπήκε σ΄ένα  δωμάτιο
Με τα νυφικά  στρωσίδια
Κι ολόγυρα  στου κρεβατιού
Τα πόδια  άπλωσε δίχτυα.

Πολλά εξείχαν ως τον κορφιά 
Αδύνατο να τα ξεχωρίσει κανείς 
Σαν αράχνες όπως  ήταν λεπτά,              280
Ακόμα κι απ' τους θεούς τους ευτυχείς.

Γιατί με δόλο τα μαστόρεψε
Τα  σκόρπισε τριγύρω,
Απέ καμώθηκε πως έφυγε
Στη Λήμνο την καλοχτισμένη, 
Που απ' όλες της γης  τις χώρες 
Ήταν η πιο  αγαπημένη.  

Ο Άρης με τα γκέμια τα χρυσά
Δεν είχε καλή επιτήρηση,
Μιας κι είδε  τον καλλιτέχνη Ήφαιστο 
Να φεύγει χωρίς  προφύλαξη.  

Για το παλάτι αμέριμνα  
Του λαμπρού  ξεκινά,
Τον έρωτα της καλλιστέφανης 
Κυθέρειας λαχταρά .                             

Εκείνη  μόλις απ' το πατέρα της
Το Δία είχε φτάσει το δυνατό
Και μ' αγωνία   περίμενε 
Ώσπου ο Άρης να μπει στ' αρχοντικό.

Της έσφιξε το χέρι  
Και της είπε πολύ τρυφερά ,
Έλα στο κρεβάτι  αγάπη μου 
Να  ξαπλώσουμε αγκαλιά.
 
Ο Ήφαιστος δεν είν' ανάμεσά μας
Στη Λήμνο  είναι  ήδη πια ,
Τους Σίντες τους αγριόφωνους
Ετούτη την ώρα θα συναντά.
 
Κι εκείνης της καλάρεσε
Να κοιμηθούν αγκαλιά,
Μ' απλώθηκαν μόλις ξάπλωσαν
Δίχτυα τριγύρω τους κρυφά.

Δύναμη δεν είχαν τα μέλη τους
Να τα κουνήσουν ή να τα σηκώσουν,
Και τότε πια κατάλαβαν
Πως δεν  θα τη γλιτώσουν.

Άξαφνα κι ο ξακουστός κουτσός         300
Αμέσως θα καταφτάσει,
Που πίσω ξαναγύρισε
Στης Λήμνου τη γη πριν φτάσει. 

Ο Ήλιος βλέπεις παραμόνευε
Και τα μαντάτα θα του  φέρει.                   
Έτρεξε προς το σπίτι του 
Με την καρδιά λυπημένη.

Τον συνεπήρε άγριος θυμός 
Σαν στάθηκε στις έξω πόρτες
Και τότε με  φρίκη έβγαζε
Σ' όλους τους θεούς κραυγές.

Δία πατέρα κι όλοι εσείς θεοί
Αιώνιοι κι όλο ευτυχία,
Ελάτε έργα να καμαρώστε       
Ανεπίτρεπτα  και για γέλια. 

Πως εμένα τον κουτσό 
Η Αφροδίτη  του Δία η κόρη                             
Συνέχεια με  ατιμάζει  μ'  έρωτα   
Με το φονιά τον Άρη .

Γιατ' είναι όμορφος  κι αρτιμελής 
Σακάτης βλέπεις γεννήθηκα εγώ,
Κανείς άλλος δεν είν' υπαίτιος σαυτό
Μόνο   οι γονείς μου οι δυο. 
Εκείνοι που οφείλανε
Να μη μ' έχουν γεννημένο.

Για δείτε πως κοιμούνται
Και χαίρονται τον έρωτα
Στο δικό μου  κρεβάτι επάνω
Κι εγώ πικραίνομαι που τους βλέπω.

Μα ούτε πιστεύω πως κι αυτοί
Έτσι πως  θα πλαγιάσουν, 
Ούτε για λίγο  έστω κι αν
Μεγάλος ο έρωτας που έχουν.        

Τα δίχτυα και η τέχνη μου 
Θα τους κρατούν πια τώρα,
Ωσότου ο πατέρας της
Μου δώσει πίσω τα δώρα.

Εκείνα που του παρέδωσα
Για την κόρη του τη σκύλα,
Γιατί είν' η κόρη του όμορφη
Δεν είναι όμως τίμια.                     320
             
Σαν τα'πε αυτά μαζεύτηκαν
Στο χαλκόστρωτο αρχοντικό,
Όλοι οι θεοί κι ο Ποσειδών 
Που κρατά τον κόσμο αυτό.

Ήλθε κι ο γρήγορος Ερμής
Κι ο Φοίβος που καιροφυλαχτεί,
Μόνο οι θεές απόμειναν
Στο σπίτι από ντροπή. 

Κι  οι δωρητές των αγαθών θεοί
Στις εξώπορτες θα σταθούν,
Σ' ατέλειωτα γέλια ξέσπασαν
Μ' αυτά όλα που  θα ιδούν.

Τα δίχτυα του πανέξυπνου
Ήφαιστου τότε  θωρώντας            
Μιλούσε ο καθένας κι έλεγε
Στο διπλανό γυρνώντας:
Έργο κακό ποτέ δεν πρόκοψε
Το γρήγορο τον φτάνει  κι αργός,

Όπως ο Ήφαιστος που 'ναι αργός
Τσάκωσε τον Άρη απ'τους; θεούς  
Τον πιο γρήγορο στον Όλυμπο.
Που αν και κουτσός 
Τον τσάκωσε με μαστοριά.
Και λέει για το ντρόπιασμα 
Πρόστιμο πως του χρωστά.

Τέτοια τότε έλεγαν
Συναναμεταξύ τους λόγια,
Κι ο Απόλλωνας του Δία ο γιός
Είπε στον Ερμή ετούτα:

Γιέ του Δία αγγελιοφόρε 
Δωρητή εσύ  Ερμή,
Θα'θελες να'σαι στα δεσμά
Με την  Αφροδίτη τη χρυσή;

Σε στρώμα να' σαστε μαζί
Μπλεγμένοι μεσ' τα δίχτυα:
Και ο ψυχοπομπός του απάντησε
Και του'πε με δυο λόγια

Μακάρι τούτο να γινότανε
Μακρυβόλε Απόλλωνα ,
Τρείς φορές περισσότερα       340
Ας  μ' έζωναν τέτοια δίχτυα.

Και σεις  θεοί να μας βλέπετε
Μα κι όλες οι θεές μαζί,
Αρκεί εγώ να καλοκοιμάμαι
Δίπλα στη χρυσή Αφροδίτη

Έτσι είπε και οι αθάνατοι  
Στα γέλια ξεκαρδιζόταν
Ο Ποσειδώνας  μοναχά
Αγέλαστος κρατιόταν,

Ικέτευε τον  καλλιτέχνη Ήφαιστο 
Συνέχεια για λυτρωμό,                   
Του Άρη κράζοντας του
Λόγια μαλακά όπως το φτερό.

Λύστ΄τον κι εγώ υπόσχομαι
Όπως εσύ έχεις ζητήσει,
Ότι είναι στους θεούς  σωστό
Πλούσια να σου τα  δώσει.

Του ανταπάντησε ο Ποσειδών
Και του' πε ο κοσμοσείστης:

Ήφαιστε  αν ο Άρης βγαίνοντας
Το σκάσει και σου αφήσει χρέος,
Εγώ εδώ σου υπόσχομαι
Να σου το ξεπληρώσω ο ίδιος.

Κι απάντηση ο ο περίφημος 
Του δίνει ο κουτσός;

Δε γίνεται κι ούτε είναι σωστό
Να σου αρνηθώ τη χάρη.
Και σαν είπ' αυτά ο  Ήφαιστος
Ο δυνατός τα δίχτυα ανοίγει

Απ' τα δεσμά μόλις λύθηκαν        360
Που τους έδεναν δυνατά
Πετάχτηκαν με μιας 
Και έφυγαν μακριά.

Εκείνος για τη Θράκη 
Κι η η χαμογελαστή Αφροδίτη 
Κατέφτασε στην Πάφο,
Εκεί που της είχαν τέμενος
Κι ένα βωμό μυρωδάτο.

Οι Χάριτες αφού την έλουσαν                  
Μ' αθάνατο λάδι θα την  αλείψουν,              
Μ' εκείνο που αλείβονται
Όλοι οι θεοί κι αστράφτουν.
Κι όμορφα ρούχα της φόρεσαν 
Βλέποντας να θαυμάζεις.

Αυτά τραγουδούσε ο περίφημος 
Τραγούδια τραγουδιστής.

Ωστόσο   φχαριστιόταν στ' άκουσμα
Του Οδυσσέα η καρδιά,
Μαζί και των θαλασσόλυκων
Φαίακων με τα μακριά κουπιά.

Ο Αλκίνοος τότε διάταξε
Τον Άλιο και το Λαοδάμα,
Μόνοι αυτοί να στήσουν χορό.
Αφού κανείς δεν είχε μαζί τους  συνεριά

Κόκκινη εκείνοι πήρανε
Πανέμορφη  σφαίρα στα χέρια ,
Την είχε φτιάξει ο Πόλυβος
Με τη μεγάλη του  αξιάδα.

Πίσω  λιγώντας ο ένας το κορμί 
Ως τα μαύρα σύννεφα την πετούσε
Και πριν  τα πόδια  του πατήσουν χώμα.
Ο άλλος πηδούσε και την έπιανε.

Aφού πολλές φορές δοκίμασαν
Της σφαίρας  τη δική τους αξία,
Στην πολύτροφη γη αρχίσανε
Χορό με πολλά τσαλίμια.

Αγόρια όντας μέσ' την πίστα
Που  περίμεναν για  χορό, 
Χτυπώντας  παλαμάκια
Σήκωναν πολύ αχό.                        380

Τότε ο θείος Οδυσσέας
Στον Αλκίνοο μίλησε κι είπε:
Λαμπρέ βασιλιά Αλκίνοε 
Μεσ' το λαό σου πρώτε,

Αχτύπητοι είστε στο χορό
Είναι στ' αλήθεια φανερό, 
Μου το'πες μα τώρα που' γινε 
Έχω μεγάλο σεβασμό.            

Κι ο Αλκίνοος  καταχάρηκε
Μ' όλα τούτα  τα λόγια 
Και στους θαλασσόλυκους  Φαίακες 
Τους άξιους θα πει ετούτα:

Ακούστε με όλοι οι  Φαίακες 
Σεις αρχόντοι κι αρχηγοί , 
Ο ξένος δείχνει σύνεση
Να' να' χει πολύ καλή.

Μα ελάτε να του δώσουμε
Δώρα φιλίας όπως αρμόζει,
Δώδεκα  βασιλιάδες διοικούν
Τη χώρα αυτή κι είναι λαμπροί,

Ο ίδιος λογαριάζομαι
Πως είμαι δέκατος τρίτος

Καλοπλυμένη μαντίλα ο καθείς
Φέρτε μ' ένα χιτώνα 
Και ένα τάλαντο χρυσό
Δώστε του που  να'χει αξία. 

Κ όλα  να  έλθουν γρήγορα
Στα χέρια να τα κρατήσει,
Ώστε  χαρούμενος ο ξένος
Για το δείπνο να ξεκινήσει.

Κι ας καλοπιάσει ο Ευρύλαος   400     
Τον ξένο με τα λόγια 
Και μ' ένα δώρο για τ' άπρεπα
Όσα του είπε πρώτα.

Και όλοι τους σαν μίλησε
Συμφώνησαν με τούτα ,
Κι αμέσως απ'ένα μπιστικό
Έστειλαν να τους φέρει τα  δώρα.

Και τότε ο Ευρύλαος 
Ανταπάντησε και είπε:
Αλκίνοε,λαμπρέ βασιλιά
Μεσ' το λαό σου πρώτε

Τον ξένο μας όπως εσύ  ορίζεις  
Εγώ θα τον καλοπιάσω .
Σπαθί για δες ολόχαλκο 
Χειρόλαβο ασημένιο του δίνω,
Και με θηκάρι νιόφτιαχτο
Ολόγυρα ντυμένο.
Μεγάλη είναι  η αξία του 
Μ' ελεφαντόδοντο φτιαγμένο.

Είπε και το ασημοκάρφωτο                
Σπαθί του βάζει στα χέρια
Και με πολύ ευγένεια
Του λέει τούτα λόγια:

Χαίρε πατέρα ξένε μας
Όποια  κουβέντα μου ήταν σκληρή,
Τώρα  η ανεμοζάλη ας την πάρει 
Κι  αλλού μακριά ας φύγει ,να χαθεί.

Κι είθε να δώσουν οι θεοί
Τη γυναίκα σου να δεις ξανά,
Κι αφού χρόνια βασανίζεσαι
Να γυρίσεις στην πατρίδα πια. 

Γυρνώντας ο πανέξυπνος 
Οδυσσέας θα  του πει,
Χαίρε  κι ας σου δώσουνε
Κάθε καλό οι θεοί.

Και το σπαθί που μου'δωσες
Για να με καλοπιάσεις,
Εύχομαι ποτέ αργότερα
Τη χρεία  του να μη νοιώσεις.

Και τ' ασημοκάρφωτο σπαθί
Στους δυο ώμους του περνά.
Κι ο ήλιος βουτούσε  όταν του' φεραν
Τα δώρα  τα μοναδικά.

Έτρεχαν και τα έφερναν 
Στο παλάτι,οι μπιστικοί,
Όπου του άμεμπτου Αλκίνοου 
Τα έπαιρναν πρώτα οι γιοί . 

Που' τρεχαν και τ' απίθωναν 
Μπροστά στη  σεβάσμια μάνα.     420

Κι ο λατρευτός Αλκίνοος
Πρώτος πήγαινε στη δημοσιά,
Κι όταν στο παλάτι έφτασαν
Ανέβηκαν στα ψηλά θρονιά.

Τότε ο δυνατός Αλκίνοος
Μιλησε στην Αρήτη: 

Έλα καλή μου φέρε εδώ 
Την πιο καλή κασέλα ,
Και βάλε μέσα καθαρά        
Χτώνα και μαντίλα,
Μαντήλα ολοκάθαρη
Που ναν'καλοπλυμένη,
Κι ολόγυρα το χάλκινο
Θερμάνετε καζάνι.

Για να ζεστάνετε νερό
Να λουστεί ,να καμαρώσει,
Τα  δώρα που οι αψεγάδιαστοι
Φαίακες του' χουν δώσει.

Kαι  να  χαρεί το γεύμα του
Ακούοντας του τραγουδιού τον ύμνο.
Εγώ για  δικό μου δώρο 
Μαλαματένια κούπα του δίνω,

Όταν μεσ' το  παλάτι του 
Θα κάνει τις σπονδές ,
Στο Δία και τους άλλου θεούς, 
Να με θυμάται στο διηνεκές.

Είπε   η Αρήτη κι έδωσε
Στις βάγιες μετά παραγγελιά,
Να στήσουν γοργά μεγάλο 
Τρίποδο καζάνι πας στη φωτιά.

Στήσαν το λουτροκάζανο
Στη φουντωμένη φωτιά,
Έριξαν μέσα το νερό
Κι έκαιγαν από κάτω τα δαδιά.
Σκεπάστηκ' η κοιλιά του καζανιού
Και ζέστανε το νερό η φλόγα. 

Η Αρήτη απ' το κελάρι έφερε
Και μια πανέμορφη κασέλα
Που'βαλε μέσα τακτικά 
Τα λαμπερά του δώρα,
Αυτά που' δωσαν οι Φαίακες  440       
Χρυσάφι κι ένα  φόρεμα.

Μαντήλα μέσα του' βαλε 
Κι ένα ωραίο χιτώνα 
Κι απε με λόγια ευγενικά
Του'πε τούτα τα λόγια:

Aτός κοίτα το σκέπασμα
Τον κόμπο δέσε σφιχτά,               
Μήπως σε ύπνο σου βαθύ
Άλλος  τ' ανοίξει  αυτά
Στου μαύρου καραβιού τη  ρότα 

Ο  πολύπαθος θείος Οδυσσέας 
Σαν άκουσε τα λόγια αυτά,
Ασφάλισε αμέσως το καπάκι
Με γερά πολύπλοκα δεσμά.

Η άξια  του τα'χε μάθει 
Η Κίρκη αυτή  η σεβαστή  
Κι απε τον κάλεσε η οικονόμα
Αμέσως ν' ανεβεί για  να λουστεί.

Κι εκείνος χάρηκε πολύ
Σαν είδε ζεστά λουτρά, 
Τέτοια βλέπεις φροντίδα
Δεν έβλεπε συχνά,                  
Από τότε που παράτησα 
Το σπίτι της Καλυψώς,
Της ομορφόμαλλης που σαν θεό
Τον νοιάζονταν συνεχώς.

Κι αφού τον έπλυναν, τον άλειψαν
Οι παρακόρες με λάδι
Χιτώνα του' βαλαν κι απε
Πολύ ωραία χλαίνη.

Κι απ' το λουτήρα βγαίνοντας
Τράβηξε   στους κρασοπότες άνδρες;.

Κι η Ναυσικά που απ' τους θεούς 
Είχε  την  ομορφιά ,
Πλάι στον παραστάτη στάθηκε
Του καλόχτιστου  αντρωνίτη κοντά.

Και με τα μάτια της από κει                            
Θαύμαζε τον Οδυσσέα
Και με κουβέντες αέρινες
Του είπε αυτά τα λόγια:            460

Γειά και χαρά σου  ξένε μου
Στη γη σου σαν φτάσεις κάποια μέρα,
Μη με ξεχνάς  αφού περισσότερο
Τη ζωή σου τη χρωστάς σε μένα.

Μακάρι της είπε   ο πολυμήχανος
Σ' απάντηση Οδυσσέας:
Ναυσικά κόρη του  Αλκίνοου 
Του δυνατού  να δώσει ο Δίας,
Ο   θεός που πετά τους κεραυνούς
Κι έχει γυναίκα την  Ήρα,
Του γυρισμού στο σπίτι σου
Να φέρει  κάποτε τη μέρα.

Αν γύριζα  τότε σαν θεά 
Εκεί θα σε λατρεύω πάντα ,
Γιατί τη ζωή μου εσύ
Μου έσωσες παρθένα.

Είπε και δίπλα κάθισε    
Στον Αλκίνοο ο  Οδυσσέας,       
Άλλοι κρασί κερνούσανε
Κι άλλοι κομμάτια κρέας.

Κοντά τους το Δημόδοκο
Ο κήρυκας οδηγούσε,
Τον ξακουστό τραγουδιστή
Καθένας τον τιμούσε.                      

Καταμεσίς τον έβαλε                                     
Σ’ αυτούς που’ χε καλέσει,
Μπρος απ’ το στύλο τον ψηλό
Τη ράχη του να βολέψει.

Τότε ο Οδυσσέας ο σοφός
Τον κήρυκα θα φωνάξει,
Κομμάτι  χοίρου έκοψε
Το Δημόδοκο να κεράσει.

Από την πλάτη ήτανε
Το κρέας που είχε κόψει,
Άστραφτε απ’  το πάχος του
Το πιότερο το’χε αφήσει.

Να δώσ' το είπε κήρυκα
Στο Δημόδοκο να το φάει,
Να τον φιλέψω επιθυμώ
Λύπη κι ας με κρατάει.

Γιατί όλοι  οι  θνητοί  της γης       480
Σέβονται και τιμούν,
Τους τραγουδιστές αφού τους δίδαξε
Η Μούσα αυτά που τραγουδούν,
Κι αυτή για το σινάφι τους
Ένοιωθε μεγάλη αγάπη

Αυτά σαν είπε, ο κήρυκας
Το έφερε και θα το βάλει,
Στου ήρωα Δημόδοκου τα χέρια, 
Που  παίρνοτάς τα θα χαρεί
Βαθιά μεσ'την καρδιά .   

Στα έτοιμα οι άλλοι  όρμησαν 
Φαγιά που’ χαν μοιράσει, 
Χορτάσανε κι ο Οδυσσεύς 
Το Δημόδοκο θα φωνάξει.

Ραψωδίας θ συνέχεια

Ο Οδυσσέας που επαινεί τον τραγουδιστή Δημόδοκο

και συμπληρώνει την περιγραφή του.

Δημόδοκε του’ πε απ' όλους
Πιότερο  τιμώ εσένα                       485
Που σου' μαθε ο Απόλλωνας  
Τη μούσα  του Δία την κόρη
Κι  έτσι των Αχαιών τη μοίρα.
Να την υμνείς  με χάρη

Όσα στη Τροία κάναμε
Τα βάσανα που μας βρήκαν,
Σα να τα είδες τα υμνείς
Ή άλλοι να στα είπαν.

Μον’ άλλαξε και ξεκίνα 
Να τραγουδάς για τ'αλογο
Το ξύλινο που με μαστοριά 
Το’φτιαξε ο Επειός
Μαζί με τη Παλλάδα (Αθηνά).
Αυτό που ο θείος Οδυσσεύς  
Το ανέβασε με δόλο, 
Το γέμισε με  μαχητές;
Και  κούρσεψε το κάστρο.          495

Και αν σε μένα τώρα πιά 
Μου τα διηγηθείς  με τάξη,
Αμέσως σ'όλους θα τα πω
Ανθρώπους στην οικουμένη,
Πως ένας  καλόγνωμος θεός 
Σε σένα είχε δώσει
Του τραγουδιού τη χάρη 

Ραψωδία θ τμήμα

 Ο Όμηρος μιλά για το Δημόδοκο
που τραγουδά το έπος των Αχαιών
στην Τροία.

Εκείνος τότε άρχισε(Δημόδοκος)
Θεός σαν να μιλούσε,                            
Πιάνοντας από την αρχή
Αυτό που τραγουδούσε.

Απ' όταν  οι Αργείοι  μπήκανε        500
Κι έφυγαν με τα καμπύλα πλοία  
Αφού φωτιές ανάψανε 
Κι έκαψαν τα καλύβια.

Άλλοι  κρυμμένοι Αχαιοί
Πρωτύτερα στο άλογο μέσα
Τριγύρω απ' τον Οδυσσέα
Μέσα στων Τρώων την αγορά.
Αφού   οι Τρώες το’ συραν
Στο κάστρο  ατοί τους πάνω

Ορθό καθώς τούτο  στεκότανε 
Οι Τρώες τριγύρα καθισμένοι
Που  ο καθένας άκριτα  
Έλεγε ότι του κατεβαίνει.

Κι οι γνώμες που ακουγότανε
Ήταν τριώ λογιώ:
Ή   με τσεκούρι  αλύπητο
Να κομματιάσουν το κούφιο ξύλο
Ή σέρνοντάς το στην κορφή 
Στα βράχια  να το πετάξουν,
Ή  να τ' αφήσουν στους θεούς 
Την οργή τους να κοπάσουν, .

Πράγμα   που στο τέλος  έγινε 
Η μοίρα     το'χε  γραμμένο,
Ν' αφανιστεί η Τροία 
Όταν  το τεράστιο άλογο 
Δέχτηκαν το  ξύλινο 
Nα μπει μέσα στο κάστρο.

Κρυμμένοι στην κοιλιά του
Οι άριστοι μέσα Αργίτες  
Έφεραν μεγάλο  φονικό 
Και  όλεθρο στους Τρώες.

Έψαλλε ακόμα, πως απ' τ' άλογο
Χυμήξανε στη χώρα ,
Αφήνοντας οι γιοί των Αχαιών
Τον κούφιο τους κρυψώνα.
 Κι άλλοι απ' αλλού τ' απόκρημνο
Το   κάστρο  λεηλατήσαν

Τραγούδησε και για ήρωες
Που απ’ αλλού ορμήσαν,
Το κάστρο το ορθόχτιστο
Το ξακουστό γκρεμίσαν..

Πως ο Οδυσσέας  κίνησε
Με το Μενέλαο το θεϊκό,
Ίδιος με τον Άρη γρήγορα
Για του Διήφοβου τ' αρχοντικό.

Κι έλεγε  πως  η πιο σκληρή 
Ήταν για κείνον  μάχη,                                        
Μα κι η βοήθεια της θεάς,
Τον έβγαλε τροπαιάρχη.

 Ο Όμηρος για τη συγκίνηση του Οδυσσέα

Αυτά έλεγε ο Δημόδοκος                520

Αυτά και τραγουδούσε
Κι ο Οδυσσέας έλιωνε
Κι όλο δακρυρροούσε.

Σα μια γυναίκα που θρηνεί
Στα στήθια του πεσμένη
Τον άνδρα της τον αγαπημένο,
Που μπροστά στους άλλους
Σκοτώθηκε στο κάστρο,
Απ' την  πατρίδα και τα παιδιά του
Να διώξει την ανελέητη μέρα.

Κι αυτή βλέποντάς τον μπροστά της  
Να πεθαίνει και να σπαρταρά,
Χυμένη πάνωθέ του 
Βγάζει κραυγές και δάκρια.

Κι αυτοί με χάλκινα κοντάρια
Από πίσω τη χτυπώντας την 
Στην πλάτη και τους ώμους
Στης σκλαβιάς τη σπρώχνουν
Τον πόνο και τη δυστυχία,
Και απ' το πόνο τον πιο πικρό 
Τα μάγουλά της λιώνουν.

Του Οδυσσέα όμοια πικρά
Βρύση τα δάκρυα του,
Χύνονταν ασταμάτητα
Απ’ τα ματόκλαδα του.
Όπου  δεν ένοιωσε πως έκλαιγε
Κανείς απ'όλους τους άλλους,

Μονάχα ο Αλκίνοος                555           
Που ήτανε κοντά του,
Άκουσε π’ αναστέναζαν
Βαθιά στα σωθικά του.

Κι αφού λέει στο Δημόδοκο
Την κιθάρα του να σταματήσει,
Κείνος στους Θαλασσόλυκους                
Τους Φαίακες θα μιλήσει.

 Ο Αλκίνοος απευθύνεται στους ντόπιους αρχηγούς

Οι ντόπιοι είπε αρχηγοί     
Άρχοντες ας μ’ ακούσουν,
Αφού τα τραγούδια αυτά
Σε όλους δεν θ' αρέσουν.

Αφ’ ότου πια δεν τρώγαμε
Κι άρχισε το τραγούδι,
Ο ξένος δεν σταμάτησε
Το κλάμα ,το μοιρολόι.            

Τα στήθια του κάποιος καημός
Φαίνεται τα πλακώνει,
Ας πάψει το τραγούδι αυτό
Για να χαιρόμαστε όλοι.

Ο ξένος κι όλοι εμείς
Που τον φιλοξενούμε,
Ας του προσφέρουμε χαρά
Για να τον σεβαστούμε.

Τούτα εδώ τοιμάστηκαν
Ως δώρα για το φευγιό του,
Μ’ αγάπη για τον ξένο μας
Και για το λυτρωμό του.

Αν έχει στο κεφάλι του
Κανείς μυαλό κουκούτσι,
Αδέλφι πρέπει να θωρεί.
Τον ξένο και τον ικέτη.

Ο Αλκίνοος απευθυνόμενος  στον Οδυσσέα

Μα από σκέψη πονηρή         
Τίποτα μη μου κρύψεις,
Ότι ρωτήσω σου ζητώ
Σωστά να τ’ απαντήσεις.

Πες μας το πως σε φώναζαν
Τα δυο σου γονικά ,
Οι άλλοι απ’ τον τόπο σου
Κι όλοι στη γειτονιά.

Γιατ΄ έτσι δίχως όνομα
Κανείς δεν θα βρεθεί,
Ούτε φτωχός ούτ’ άρχοντας
Όπου κι αν γεννηθεί.

Πες μου για την πατρίδα σου
Τη χώρα, το χωριό σου,
Σωστά έτσι τα πλοία μας
Να βρουν το γυρισμό σου.

Να ξέρεις πως τα πλοία μας
Δεν είναι σαν των άλλων,                  
Το δρόμο τους τον βρίσκουνε
Στη σκέψη των ανθρώπων.

Στα γρήγορα καράβια μας
Άλλες οι λειτουργίες,
Τιμόνια δε γνωρίζουνε
Ούτε και κυβερνήτες.

Γνωρίζουν όλων τα χωριά
Τα καρπερά χωράφια,            560          
Γρήγορο το ταξίδι τους
Στης θάλασσας τα πλάτια.

Κρυμμένα μεσ’    την καταχνιά
Μεσ΄την πυκνή θολούρα,
Δεν σκιάζονται μη και χαθούν
Μεσ’ την ανεμοδούρα.

Μα το’ χω απ’ τον πατέρα μου
Το Ναυσίθοο ακουστά,
Πως θα θυμώσει ο Ποσειδών
Με μας κάποια φορά.

Για τους καλούς περάτες μας
Μια μέρα θ’ αποφασίσει,
Μεσ’ το γεράνιο πέλαγος
Το πλοίο τους να τσακίσει.

Μου’ πε πως με ψηλό βουνό (ο Ναυσίθοος)
Τη χώρα πως θα τυλίξει
Και ότι άλλο θέλει αυτός
Θα κάνει ή θ’ αφήσει.

Να μου ξηγήσεις μοναχά
Με καθαρές αλήθειες,
Που πήγες ,που ταξίδεψες
Ποιες είδες πολιτείες.

Πες μου για τις καλόχτιστες
Τις χώρες και τους ανθρώπους,
Άγριοι που'ναι και κακοί,
Και δεν γνωρίζουν νόμους.

Ακόμα πες μου γιατί κλαις
Και βαριαναστενάζεις,
Της Τροίας και των Δαναών
Τα βάσανα σαν λογαριάζεις.                   

Έτσι οι θεοί ορίσανε
Βάσανα να τους στέλνουν,
Αυτά που απ’ τους νεότερους
Τραγούδια θα τα κάνουν.

Στην Τροία κάποιον συγγενή
Μην έχασες καλό σου,                 580           
Για τον γαμπρό σου μήπως κλαίς
Ή και τον πεθερό σου.

Εκτός από το αίμα μας
Το σόι το δικό μας
Είναι πολύτιμο, κι αυτοί
Είναι το σπιτικό μας.

Φίλο μην έχασες πιστό
Πολύ που αγαπούσες,
Γιατί κι αυτός είν’ αδελφός
Χάρες του αν εκτιμούσες.

Τέλος ραψωδίας θ

Ραψωδία ι  

τμήμα 1ο


Ο Οδυσσέας απαντά στον Αλκίνοο 

για το Δημόδοκο

Απάντησε ο πολύπειρος      1
Ο Οδυσσέας κι είπε,
Αλκίνοε αφέντη βασιλιά
Kι απ’ όλους παινεμένε

Λέω πως θα’ ταν φρόνιμο
Ν’ ακούσουμε έναν τέτοιο,
Ως είν’ αυτός τραγουδιστής,
Που αθάνατου έχει ταλέντο.

Άλλο σκοπό χαρούμενο
Δε γνώρισα ως τώρα,
Να ησυχάζει τις καρδιές
Για όλους μεσ’τη χώρα.

Με όλους να' χουν πρόσκληση
Να έλθουν στο παλάτι,
Ν’ ακούνε τον τραγουδιστή
Μπροστά σ’ ένα τραπέζι.

Να’ χει ψωμιά να’ χει ψητά
Καλό κρασί να φέρνουν,
Που’ναι πιστεύω όλα αυτά
Χαρά που σου προσφέρουν.


Ραψωδία ι

Ο Οδυσσέας περιγράφει στους  Φαίακες τα βάσανα που που τράβηξε μετά την Τροία

Μα η καρδιά σου ζήτησε             12
Τα πάθη μου ν’ αραδιάσω
Και μ’όλα αυτά σε κλάματα
Μπροστά σου να ξεσπάσω.

Τι πρώτο απ’ όλα να σου πω
Και τι τέλος ν’ αφήσω,
Για πιο απ’ τα πάθη που οι θεοί
Μου’ στειλαν να μιλήσω.

Το όνομα που μου' δωσαν
Να μάθεις θέλω πρώτα
Κι αν είν' η μοίρα μου καλή
Φίλος σας θα’μαι πάντα.

Είμαι ο Οδυσσέας
Ο γιός του Λαέρτη,
Που η τέχνη και η δόξα μου
Φτάνει τ' ουρανού τα πλάτη.            20                 

Σπίτι έχω στο περίβλεπτο
Το Θιάκι το φημισμένο,
Που΄χει το Νήριτο βουνό
Ψηλό και δασωμένο.

Ολόγυρα πολλά νησιά
Πολύ κοντά στο Θιάκι,
Η δασωμένη Ζάκυνθος
Η Σάμη και το Δουλίχι.

Πιο κάτω απ’ όλα χαμηλό
Το Θιάκι  δυτικά,
Με τ’ άλλα να βλέπουν χάραμα
Του ήλιου πιο μπροστά.

Ξερότοπος μα ξακουστή,
Παλληκαριών γεννήτρα,
Χώρα σαν την πατρίδα μου
Στον κόσμο άλλη δε βρήκα.

Έτσι λοιπόν η Καλυψώ
Η νεράιδα με κρατούσε,
Μεσ’ σε σπηλιά βαθουλωτή
Για ταίρι με ποθούσε.

Κι η Κίρκη με τα τερτίπια της
Στο σπίτι της με κρατούσε,
Γιατί κι αυτή για ταίρι της
Να μ’ έχει λαχταρούσε.

Όμως ποτέ δεν έπειθαν
Την καρδιά μου την ίδια.
Γιατί στον κόσμο πιο γλυκό
Δεν έχει απ’ την πατρίδα
Κι η ξενιτιά πολύ πικρή
Με τους γονιούς αλάργα.   

Ακούστε τον πολύπαθο
Που μ’ όρισε γυρισμό,
Του Κρόνου ο γιος σαν έφυγα
Απ’της Τροίας το χαλασμό           37      


Στη χώρα των Κικόνων

 Ραψωδία  ι(τμήμα)

Ο Οδυσσέας  περιγράφει τα  βάσανα που τράβηξε 
στην πορεία του μέχρι να φτάσει στο νησί της Καλυψώς

Mα λάτε για να ακούσετε
Τη μαύρη ταλαιπωρία,
Που μου’ ταξε του Κρόνου ο γιός
Σαν έφυγα απ΄την Τροία.                             40

Στους Κίκονες σαν αράξαμε
Απ’ τους πολλούς ανέμους,
Της Ίσμαρου κυρίεψα
Το κάστρο και τους κατοίκους

Τα λάφυρα που πήραμε
Και όλες τις γυναίκες,
Ίσα τα μοιραστήκαμε
Να μην υπάρχουν έχθρες.

Τότε τους πίεζα από κει
Να φύγουμε βιαστικά,
Μα κείνοι δε μ’ ακούσανε
Είχαν τα μάτια τους κλειστά.

Στο ακρογιάλι αραχτοί
Μπεκρούλιαζαν και μεθούσαν,
Βόδια μεγάλα έσφαζαν
Κι αρνιά πολλά μασούσαν.

Αλλ’ έτρεξαν οι Κίκονες
Κίκονες να φωνάξουν,
Πιο δυνατούς και πιο πολλούς
Γείτονες να συνάξουν.

Ζούσαν στα γύρω τα χωριά
Τεχνίτες και στη μάχη,
Πεζοί ή πάνω στ’ άλογα
Αν το καλούσε η ανάγκη.

Με την αυγή κατέφτασαν
Κίκονες   τόσο πολλοί,
Όσα ανθούν την άνοιξη               50
Φύλλα και άνθη όλα μαζί.

Άκαρδα τότε φέρθηκε
Στους δόλιους εμάς η μοίρα
Αφού οι θεοί μας όρισαν
Να πάθουμε τέτοια νίλα.

Κι όταν σε λίγο φτάσανε
Σε λόχους συνταχθήκαν,
Στα πλοία μας πλησίασαν
Σε μάχη ξεχυθήκαν.

Ένας τον άλλον κάρφωνε
Με χάλκινο κοντάρια,
Μα στις μυριάδες τους εμείς
Δείξαμε παλληκάρια.

Όσο βαστούσε η αυγή
Κι η μέρα θα προχωρήσει,
Με σθένος τους κρατούσαμε
Κι ας ήτανε λεφούσι.

Στο λιόγερμα που οι χωρικοί
Τα βόδια τους ξεζεύουν,
Τους Αχαιούς οι Κίκονες                           60
Τους αποδεκατίζουν.

Έξη από μας χαθήκανε
Λεβέντες από καθένα πλοίο,
Οι άλλοι  αποφύγαμε.
Τη μοίρα και το χάρο.   

Με πικραμένη την καρδιά    
Μπροστά πια προχωρούμε,  
Γλιτώσαμε και τους νεκρούς
Θρηνώντας τους τιμούμε.

Τα πλοία μας τα καμπυλωτά

Δεν είχαν  αποπλεύσει,
Αν κι έναν έναν  τρεις φορές 
Όλους τους  είχαμε φωνάξει,
Που των Κικόνων τα σπαθιά
Στον κάμπο  τους είχαν  αφανίσει..

Ο συννεφοσυνάχτης Δίας
Ξεσήκωσε δυνατό βοριά, 
Που  σκέπασε με  σύννεφα
Το πέλαγο και τη στεριά.

Στη θάλασσα τα σύννεφα
Και τη στεριά ορμούσαν,
Τα πλοία κατακέφαλα
Στα κύματα βουτούσαν.

Ο άνεμος που σήκωσε
Φύσηξε μανιακά,
Σε τρεiς με τέσσερις μεριές
Ξέσκισε τα πανιά. 

Για γλιτωμό από πνιγμό
Όλα τα’ χαμε κατεβάσει,
Μέσα στα πλοία τα γοργά
Τα είχαμε στοιβάξει.

Και όλα τούτα γίνανε
Με δύναμη κωπηλατώντας,
Μέχρι που σταματήσαμε
Σε κάβο ακουμπώντας.

Μείναμε εκεί ακίνητοι
Δυο μέρες και δυο νύχτες
Τα μέσα μας η κούραση
Τα θέριζαν οι έγνοιες.

Την Τρίτη σαν ξημέρωσε
Χρυσοντυμένη μέρα,
Τ’ άσπρα πανιά σηκώσαμε
Σαν στήσαμε κατάρτια .

Οι καπετάνιοι κι ο καιρός
Που’ταν οι οδηγοί μας,
Πίστευα θα μα φέρνανε
Στη λατρεμένη γη μας.

Μα προς τον κάβο του Μαλιά
Τα κύματα μια μέρα,
Απ’ των Κυθήρων το βοριά,
Μ’ εξόρισαν πιο πέρα.                  80    

 

Ο Οδυσσέας στη γη των Λωτοφάγων

Ραψωδία ι(τμήμα)


Μέρες εννιά  παράδερνα
Μ’ αντίθετους ανέμους,
Τη δέκατη μεσ’το πέλαγο
Φτάσαμε στους Λωτοφάγους.
Σ'αυτούς που έχουν για τροφή 
Μονάχα τα λουλούδια

Τρέξαμε προς το γιόμα για νερό
Γοργά στην παραλία 
Τραπέζι οι ναύτες στρώσανε
Πολύ κοντά στα πλοία.

Και μια μπουκιά σαν φάγαμε
Και βρέξαμε τα χείλια,
Είπα κάποιους συντρόφους μου
Να στείλω γι' αυτοψία.

Δυο από κείνους διάλεξα
Και ένα αγγελιοφόρο,
Να δούν αν σιτοδίαιτοι
Ζούνε  σ’ αυτόν τον τόπο

Τρέχοντας πήγαν προς τα εκεί
Βρήκαν τους Λωτοφάγους,
Που δε  μελέτησαν κακό
Κανένα για τους συντρόφους,
Να τον απογευτούνε.μοναχά
Τους έδιναν λωτό.

Μα  αν κανένας έτρωγε
Το μελιστάλαχτο καρπό,
Δε νοιάζονταν για μηνύματα
Ούτε για γυρισμό.
 
Το'χε καλύτερα εκεί 
Να μείνει με τους Λωτοφάγους,
Να γεύεται λωτό ξεχνώντας 
Ολότελα το γυρισμό τους.

Μεσ΄τα βαθιά  καράβια
Τους έφερα σερνάμενους 
Κι ας έκλαιγαν τους έδεσα
Με βία κάτω απ' τους πάγκους 

Στους άλλους τους συντρόφους μου
Φώναξα να βιαστούνε,
Στα γρήγορα καράβια μας                    100
Επάνω ν’ ανεβούνε.

Λωτό να μην αγγίξουνε
Γιατί ήτανε παγίδα,       
Όποιος τον φάει λησμονεί
Για πάντα την πατρίδα.

Και κείνοι αφού μπήκανε
Στους; πάγκους θ’αραδιαστούν,
Με τα κουπιά τη θάλασσα
Άρχισαν να χτυπούν.

Ανοίξαμε πανιά και φύγαμε
Στα σπλάχνα βαθιά πληγή,
Στων άνομων κι υπερφίαλων 
Κυκλώπων να'σου η γη.                           105

Ραψωδία ι

Το νησί κοντά η χώρα των Κυκλώπων

Αυτοί στους αθάνατους θεούς
Όλες τις έγνοιες τους αφήνουν,  
Ούτε  με τα χέρια σπέρνουν φυτά
Ούτε τη γη οργώνουν.
Αυτά όμως τα άσπαρτα
Κι  ανόργωτα πάντα φυτρώνουν 
Σιτάρι,  κριθάρι και τα κλήματα
Που  μπόλικο  κρασί τους δίνουν.
Τα μεγαλόρογα σταφύλια
Που του Δία οι τακτικές βροχές 
Όλα τους τα τρανεύουν.

Δεν έχουν αγορές για σύσκεψη
Ούτε από νόμους αυτοί νογούν,
Στων πιο ψηλών βουνών τ' ακρόκορφα
Σε σπήλια βαθουλωμένα  ζουν 
Και ο καθείς απ' αυτούς ορίζει
Τη γυναίκα του και τα παιδιά
Άλλος το νου του δε σκοτίζει.

Έξω  από το λιμάνι ένα νησί
Απλώνεται πιο πέρα,
Ούτε κοντά μα ούτε και μακριά
Απ’ των Κυκλώπων τη χώρα.

Πυκνόδενδρο είναι κι άπειρες
Οι αγριόγιδες  που βόσκουν,
Αφού ανθρώπων η πατημασιά
Αυτά δεν τ' αποδιώχνουν. 

Ούτε έρχονται δω πέρα κυνηγοί          120
Που τόσα βάσανα μεσ’ τα δάση ,
Τραβάνε  δρασκελίζοντας
Τη μια βουνοκορφή μετά την άλλη .
 
Ούτε κοπάδια  κατέχονταν
Ούτ’ οργωμένα  χωράφια,
Ολοχρονίς η γη  είν’ άσπαρτη
Άνθρωποι  δεν υπάρχουν ,
Αγριόγιδες μον’ στα  λιβάδια του
Βόσκουνε και βελάζουν.
 
Οι Κύκλωπες κοκκινομάγουλα
Καράβια δε διαθέτουν,
Ούτε άνδρες τεχνίτες καραβιών    
Δεν έχουν  να τους   φτιάξουν                       125
Καράβια που καθίσματα καλά
Για τους κωπηλάτες να' χουν.
Καλά για ν' αρμενίζουνε 
Να' ρχονται σε ξένους; τόπους
Και που μ' αυτά γυρίζοντας
Να φέρουν νέους ανθρώπους

Που το νησί θα ημέρευαν
Η γη δεν ήταν κακή, 
Τα πάντα θα έβγαζε αυτή
Σε κάθε του χρόνου εποχή

Από την άκρη του γιαλού
Αφού  άρχιζαν τα λιβάδια,
Ποτιστικά  ως ήταν γόνιμα
Θα κάρπιζαν τ' αμπέλια αιώνια. 

Κι η γη ομαλή ως ήταν
Θα όργωναν βαθιά τα χωράφια.
Και με τέτοιο αφράτο χώμα
Στην ώρα τους θα θέριζαν τα σπαρτά.

Είχε κι αραξοβόλι απάνεμο
Τα πλοία σου να δέσεις,
Άγκυρες παλαμάρια και σχοινιά
Ζόρι δεν είχες να ρίξεις .
 
Ορμισμένοι τότε θα μείνετε
Ωσότου να σκεφτούν  οι ναύτες,
Πότε πρέπει να φύγουν
Πρίμους ανέμους προσμένοντες.
 
Είχε και πηγή που ανάβλύζε                       140
Κρυστάλλινο  νερό κάτω από σπηλιά.
Στο βάθος απ’ το λιμάνι
Κι ολόγυρα  φυτρώνουν λευκάδια.

Eκει μπήκαμε κι αράξαμε
Κάποιος θεός μας οδηγούσε,
Αφού  στη  νύχτα  τη σκοτεινή
Να βλέπουμε  δε φεγγοβολούσε.

Το πούσι ήτανε πηχτό
Τριγύρω απ’ τα καράβια,
Κρυμμένο το φεγγάρι είχε χαθεί
Ψηλά στα επουράνια.

Γι’ αυτό τα μάτια κανενός
Δεν είδαν το νησί μπροστά,
Oύτε τα μεγάλα κύματα
Που στροβιλίζονταν πριν  τη στεριά,
Μέχρι που τα καράβια μας
Τα καλόκουπα  είχαν αράξει.

Κι  εκείνα μόλιςάραξαν 
Μαζέψαμε όλα τα πανιά,
Απε πάνω στης θάλασσας
Βγήκαμε την ακροθαλασσιά.             150

Κι εκεί απάνω πλαγιάσαμε
Καρτερώντας τη θεϊκή αυγή.

Κι όταν ήρθε η ροδοδαχτυλη
Που φέρνει το πρωί ,αυγή,
Θαυμάζοντας  τις ομορφάδες του
Περιγυρνούσαμε  το νησί.

Για να φάν οι σύντροφοί μου,
Οι κόρες τ’ ασπιδοφόρου Δία,
Οι νύμφες θα ξεσηκώσουν
Αγριόγιδα απ' τα βουνά.

Τόξα αμέσως τα καμπυλωτά
Μακρόλαιμα κοντάρια,
Παίρνοντάς τα  από τα καράβια
Τα  ρίχναμε μοιρασμένοι στα τρία.
Κι αμέσως μας   έδωσ’ ο θεός
Κυνήγι σε αφθονία,

Δώδεκα μ’ ακολουθούσανε
Καράβια και στο καθένα,
Εννιά αίγες αναλογούσαν
Μόνο σε μένα διάλεξαν
Ν' αφήσουνε   τις δέκα.                                160

Κι  όσο ο ήλιος να χαθεί
Τη μέρα όλη αραχτοί,
Μ' άφθονο κρέας ξεφαντώναμε
Και πίναμε γλυκό κρασί .
 
Γιατί ακόμα απ' τα καράβια μας
Κόκκινο κρασί ακόμα,
Δεν σώθηκε αλλά υπάρχει .
Ο καθένας νοιάστηκε
Να το πάρει σε λαγήνια.
Σαν των Κικόνων πήραμε 
Την πόλη την ιερή

Τώρα κοντά μας βλέπαμε
Γη και καπνούς των Κυκλώπων
Και κάποιων ακούγαμε φωνές
Όπως και κατσικιών.
 
Και μόλις πια βασίλεψε
Ο ήλιος και πλάκωσε σκοτάδι,
Τότε πια κοιμηθήκαμε
Στης θάλασσας τ’ ακρογιάλι.
 
Σαν χάραξε η ροδοδάχτυλη                   170
Του πρωινού γεννήτρα αυγή,
Αυτά είπα στους συντρόφους μου
Καλώντας τους σε συναγωγή:

Αγαπημένοι σύντροφοι
Mείνετε  εδώ  οι λοιποί,
Εγώ με  το  καράβι μου              
Και το πλήρωμα μου μαζί
Θα πάω να μάθω  τι λογιώ
Άνθρωποι   ζουν εκεί.
Ακόλαστοι ,άδικοι και άγριοι
Ή  έχουν στο μυαλό φόβο θεού.
Είναι και φιλόξενοι. 

Είπ' αυτά και στο καράβι 
Πήγα  πάνω και διέταξα,
Τους συντρόφους μου όταν θ’ανεβούν
Να λύσουν τα παλαμάρια.

Μπήκαν εκείνοι γρήγορα
Και στους σκαρμούς ως καθίσαν,
Την αφρισμένη θάλασσα
Με τα κουπιά χτυπούσαν.               180        
  
 
Ραψωδία ι (τμήμα)
Στη χώρα των Κυκλώπων
 
Κι όταν στον τόπο φτάσαμε
Που δεν ήταν βλέπεις μακριά ,
Είδαμε την ψηλή σπηλιά που ήταν
Απόμερη μα στο κύμα κοντά,
Με δάφνες σκεπασμένη
Και μέσα της  κοπάδια πολλά
Με  γίδια απε και  πρόβατα
Που μαντρίζονταν κάθε βραδιά.
Χτισμένη  η αυλή πανύψηλη
Με μπηγμένα στη γη λιθάρια,
Δρύες που’χαν την κορφή ψηλά
Και πεύκα πολύ μεγάλα.

Άνδρας πλάγιαζ’εκεί πελώριος

Που μόνος του βοσκούσε, τ’ αρνιά,
Απόμερα κι ούτε με άλλος σύχναζε
Με το κακό στο νου του
Πάντοτε δίχως συντροφιά
 
Πλάσμα  παράδοξα πελώριο
Δεν έμοιαζε άνδρα του ψωμιού
Αλλά με δασωμένη κορυφή
Κάποιου πανύψηλου Βουνού,
Που  ανάμεσα σ’ όλες τις λοιπές
Μονάχη ξεχωρίζει αυτή.                    190
Τότε στους συντρόφους μου
Τους μπιστικούς έδωσα  διαταγή.
Στα πλοία να μείνουνε σιμά
Και.να’χουν τα μάτια ανοιχτά.  

Κι απε   διαλέγοντας δώδεκα
Άριστους  συντρόφους κίνησα
Κρατώντας γίδινο ασκί
Με γλυκό μαύρο  μοσχάτο κρασί
Εκείνο που ο Μάρων μού, δωσε
Του Εύανθου  ο γιός 
Του Φοίβου που ήταν ο λειτουργός,
Και της Ίσμαρου ο προστάτης ,
Όταν από σεβασμό του σώσαμε
Το γιο του ,το ταίρι του και τον ίδιο.                               200
Γιατί  ζούσανε  στου Απόλλωνα 
Το άλσος το πυκνόδενδρο,

Γι' αυτό  μου έδωσε  δώρα αξίας
Τάλαντα εφτά χρυσάφι,
Απε αγγείο περίτεχνο
Όλο καμωμένο μ’ ασήμι.
Και δώδεκα λαγήνια αδειάζοντας
Ανέρωτο μου’δωσε γλυκό κρασί ,
Από κείνο το ποτό που πίνουνε
Μοναχά οι αθάνατοι θεοί.
 
Καμμιά σκλάβα, ούτ’ άλλη  βάγια(παρακόρη),
Ήξερε πως  στο σπίτι του
Κρασί πως έχει τέτοιο
Εξόν αυτός, η γυναίκα του
Και μια κελάρισσα μόνο.
 
Κι όταν απ' το μελοκόκκινo
Ήθελαν να πιούν κρασί,
Έφτανε σ’ είκοσι μέρη νερού
Να ρίξουν μόνο  ένα ποτήρι.

Κι απ’ τον κρατήρα έβγαινε
Ολόγυρα θεσπέσια και θεϊκή,
Γλυκιά  ευωδία που δεν άντεχες 
Να κρατηθείς μακριά απ’ αυτή.
 
Πήρα εκείνο το κρασί
Και γέμισα  το μεγάλο ασκό,  
Στο ταγάρι μου έβαλα τροφές
Κι ευθύς απ' το νού μου πέρασε
Το περήφανο κάτι το σοβαρό.

Πως πήγαινα άντρα ν’ ανταμώσω
Με δύναμη μεγάλη ζωσμένο,
Άγριο που δε γνωρίζει
Νόμους και αψηφά το δίκιο.

Φτάσαμε με βιάση στη σπηλιά

Δε  βρήκαμε μέσα κανένα
Γιατί τα παχουλά του αρνιά ψηλά
Βοσκούσε στα βοσκοτόπια.
 
Και στη σπηλιά σαν μπήκαμε
Θαυμάζαμε ότι είχε μέσα,
Τυρόβολα ξέχειλα με τυριά
Μαντριά  γεμάτα αρνιά 
Αλλά κι από κατσίκια.
Ξέχωρα κλειστή η κάθε γέννα.
Αλλού  τα πρωτογέννητα
Χώρια και τα  μεσαία,
Tα oψιμμα χωριστά.κι εκείνα

Γεμάτα από τυρόγαλο

Όλα του  τα αγγεία,
Οι καρδάρες κι οι σκαφίδες του               220
Γι’ άρμεγμα στην αράδα.
 
Μα πρώτα απ’ όλα οι σύντροφοι
Μου’λεγαν παρακαλώντας,
Να πάρουμε  τυριά να φύγουμε
Και πίσω εδώ  γυρνώντας   .
Απ’ τα μαντριά ν’αρπάξουμε 
Αρνιά απε και γίδια.
Να πάμε  στο πλοίο να φύγουμε
Πάνω στ’ αλμυρά νερά

Μα εγώ δεν πείστηκα μ’ αυτά

Που ήταν και ωφέλιμα,
Ήθελα πρώτα να τον ιδώ
Αν θα μου δώσει δώρα.                                 230       .
 
Μα δεν έμελλε στους συντρόφους μου
Να δείξει καλοσύνη καμιά,
Αν και θυσιάσαμε στους θεούς 
Ανάβοντας  φωτιά.
 
Να φάμε πήραμε τυρί
Κι εμείς  μέσα καθιστοί,
Εκείνον καρτερούσαμε
Ώσπου γύρισε απ’τη βοσκή. 
 
Πελώριο είχε φόρτωμα
Με  ξύλα που’ ταν στεγνά,
Τα’ φερε να κάνει  φαγητό
Ανάβοντας τη φωτιά.
 
Αφού  τα’ βαλε μέσ' τη σπηλιά
Τα' ριξε  με μεγάλο κρότο,
Κι εμείς στο  βάθος.σπηλιάς
Χωθήκαμε από το φόβο.
 
Μπάζει μεσ’  την ευρύχωρη σπηλιά 
Όσα θ' άρμεγε ζωντανά,
Αφήνοντας στην αυλή τους τράγους 
Τα κριάρια και   τ’ αρσενικά,          240
                  
Απε σήκωσε ψηλά και  έβαλε 
Στην πόρτα πελώριο, βράχο, 
Δε θα τον κουνούσαν  άμαξες
Τετράτροχες είκοσιδύο. .
Τόσο μεγάλη έβαλε
Πέτρα τη μπασιά να κλείσει 

Απε άρμεγε καθιστός
Τις γίδες τις βελάζουσες 
Με τη σειρά και τις προβατίνες,
Κι έσπρωχνε τα νιογέννητα
Να βυζαίνουνε τις μάνες

Το μισό προσπάθησε ευθύς
Να πήξει απ’ το άσπρο γάλα,
Και σαν το πήρε το’ βαλε
Μεσ’ τα  πλεχτά τυροβόλια .
 
Μέσ’ σε δοχεία πήλινα
Έβαλε το  άλλο μισό,
Που τα’παιρνε και τ’ άδειαζε
Στο βραδινό του φαγητό                               250
 
Τέλειωσε όλες τις δουλειές
Χωρίς αργοπορία,
Μας είδε όταν  άναψε φωτιά
Και ρώτησε λέγοντας τούτα:
 
Ω ξένοι ποιοι είστε κι από που
Ήλθατε περνώντας πελάγη,
Μήπως έχετε καμμιά δουλειά
Η τριγυρνάτε στην τύχη.
 
Σαν τους ληστές στις θάλασσες
Που τριγυρνούν και φέρνουν,
Σε άλλους τόπους το κακό
Και τη ζωή τους παίζουν.
 
Αυτά σαν είπε ράγισε
Στα στήθια η καρδιά μας,
Με τέτοιο άγριο μούγκρισμα
Και τόσο πελώριο τέρας

Έτσι εγώ του  αποκρίθηκα

Και τούτα τα λόγια του είπα,
Ήμαστε ταλαίπωροι Αχαιοί                  260
Κι ερχόμαστε από την Τροία,
 
Μ’ ανέμους όλων των ειδών,
Σε θάλασσες πάνω από αβύσσους,
Οδεύοντας για το σπίτι μας
Μα πήραμε άλλους δρόμους.
 
Φτάσαμε εδώ γιατ’ ήτανε
Το θέλημα του πατέρα Δία,
Στρατιώτες είμαστε όλοι μας
Του βασιλιά Αγαμέμνονα
 
Που η δόξα του τώρα έφτασε
Στα επουράνια να φτάνει,
Που τέτοιο κάστρο πάτησε
Και λαούς έχει ξεκάνει.
 
Kι’ εμείς εδώ που ήλθαμε                            270
Πέφτουμε στα δυο σου πόδια,
Σαν ξένους να μας υποδεχτείς
Kαι να μας δώσεις δώρα.

Αφού  νόμος υπάρχει θεϊκός
Κι  ο Δίας των ξένων προστάτης,
Τώρα πρέπει  να δείξεις σεβασμό
Στους Θεούς γιατί ήμαστε ικέτες

Eκείνος μ’ ανελέητη
Μ’ απάντησε καρδιά:
Άμυαλος ξένε φαίνεσαι
Ή έρχεσαι από μακριά.

Εσύ που λες  να σκιάζομαι
Τους θεούς  και την οργή τους,
Όμως οι Κύκλωπες Δία και θεούς
Δε σκιάζονται, είν' ανώτεροι τους
 
Ούτε του Δία την έχθρα
Υπολογίζοντας  θα λυπηθώ,
Για σένα για τους συντρόφους σου
Θ’ αποφασίσω μόνο εγώ.
 
Μα πες μου που να τ’ άραξες
Tο καλοφτιαγμένο σου πλοίο,
Εδώ κοντά είναι ή πολύ μακριά
Λέγε μου  για να ξέρω.                                           280
 
Έτσι  μιλώντας μου  με δοκίμαζε
Μα δε με γελούσε ,σκέφτηκα  πολλά,
Κι έτσι με πληρωμένη απάντηση
Του είπα με λόγια πονηρά .

Το πλοίο μου κατέστρεψε
Ο  κοσμοσείστης Ποσειδώνας,
Στα βράχια μου το πέταξε
Σε άκρη  της δικής σας χώρας.
 
Άνεμοι πελαγίσιοι το’σπρωξαν
Και χτύπησε σε κάβο(ακρωτήρι),
Μόνο εγώ και τούτοι εδώ
Γλιτώσαμε το χάρο.  

Τέλειωσα  κι ο ανελέητος

Χωρίς μια λέξη να πει
Ανοίγοντας τα χέρια.του τα δυο
Στους συντρόφους μου θα ριχτεί
 
Άρπαξε δυο και τους κοπάνησε
Στη γη σα να’ ταν ζαγάρια,
Χύθηκαν τα μυαλά τους κατά γης
Ποτίζοντας το χώμα.
 
Κι αφού πια τους κομμάτιασε
Ετοίμασε και το δείπνο
Τρώγοντας τίποτε δεν άφηνε
Λιοντάρι έμοιαζε βουνίσιο.
 
Σάρκες έτρωγε κι’ εντόσθια ,
Κι απ’ τα κόκκαλα τα μεδούλια 
Κι’ εμείς κλαίγοντας υψώναμε
Τα χέρια μας στο μεγάλο Δία.
 
Τέτοιες οι βάρβαρες  σκηνές
Που χάσαμε το μυαλό μας.
 
Κι ως έφαγε τα ανθρώπινα
Τα κρέατα ο Κύκλωπας ,
Γέμισε τη μεγάλη του κοιλιά
Κι αγνό γάλα ρουφώντας. 
 
Κι απε τεντώθηκε μεσ’ τη σπηλιά
Στη μέση από τ’ αρνιά .
Για μια στιγμή  με την καρδιά
Την περήφανή μου είχα σκεφτεί
Να πάω κοντά του κι απ’ το μηρό
Να βγάλω το κοφτερό σπαθί,
 
Και να το μπήξω ψάχνοντας
Στο στήθος με  τ’ άλλο χέρι,
Να’ βρω που τάχα κλείνουνε
Τα σπλάχνα το συκώτι.  
 
Μα  άλλη σκέψη γρήγορα
Μου γύρισε τα μυαλά,                              300
Γιατί  όλους μας περίμενε
Χαμός μεσ’ τη σπηλιά.
 
Να σπρώξουμε δε μπορούσαμε                                                                                 
Τον τεράστιο βράχο με τα χέρια,
Που απίθωσε στις  πόρτες τις ψηλές
Μπαίνοντας στη σπηλιά του μέσα.
 
Έτσι στενάζοντας περιμέναμε
Μέχρι να έλθει η θεϊκή αυγή.
 
Σαν χάραξε πια  η ροδοδάκτυλη
Κόρη  του πρωινού, αυγούλα,
Κι αφού άναψε τη  φωτιά 
Άρμεγε τα διαλεχτά του αρνιά. 
Όλα τα είχε στη σειρά 
Κι απε  έσπρωχνε το κάθε μικρό    
Για βύζαγμα  από κάθε αμνάδα.
Κα;ι τέλειωσε όλες του τις δουλειές
Μ’ απίστευτη  γρηγοράδα.
 
Ξανά με δυο  συντρόφους μας
Που άρπαξε ετοίμασε πρωινό
Κι αφού χόρτασε πια έβγαλε
Ακούραστα  το βράχο.τον τρ;ανό
 
Σαλάγισε το παχύ κοπάδι του
Κι όταν το ’βγαλε απ’ τη σπηλιά,
Πάλι το βράχο έβαλε
Τον έστησε ξανά.
Λες κι έβαζε  ένα σκέπασμα 
Επάνω  σε φαρέτρα.
Κι απε με τα διαλεχτά αρνιά
Σφυρίζοντας πήρε το βουνά.
 
Κι εγώ έμεινα να μηχανεύομαι
Σκεφτόμενος το κακό,
Αν μου’δινε τη χαρά η Αθηνά
Να πάρω γδικιωμό.

Η σκέψη  μου φάνηκε αυτή
Πως ήταν η πιο σωστή.
 
Δίπλα σε μάντρα βρίσκονταν
Ρόπαλο του Κύκλωπα χλωρό
Τρανό από ελιά κομμένο
Να το κρατά όταν γίνει ξερό.
 
Κι’ εμείς που το κοιτάζαμε                             320
Λέγαμε πως είν’ κατάρτι,
Σ’απλόχωρο εικοσάκοπο
Μαύρο φαρδύ καράβι,
 
Σαν τα μεγάλα φορτηγά,
Που σχίζουν το μέγα πέλαγος.
Τόσο λογιάζαμε το μάκρος του
Και τόσο πως είν’ στο πάχος.
 
Μακρύ κομμάτι του έκοψα
Όσο μια δική μου οργιά
Το’ δωσα στους συντρόφους μου
Και να το πελεκήσουν είπα.
 
Κι όπως εκείνοι το ίσιαξαν
Στην άκρη θα το ξύσω
Και σ’ αναμμένη το’ βαλα
Θράκα για να το καψαλίσω..

Κι αυτό καλά το έχωσα
Κρύβοντας το στην  κοπριά.,
Αυτή που  σκορπούσε μπόλικη
Εκείνος μεσ' τη σπηλιά.
 
Και τότε κλήρο τους λοιπούς
Πρόσταξα για να ρίξουν,
Μαζί μου να σηκώσουν το παλούκι.
Να δούμε ποιοί  θα τολμήσουν
Στο μάτι του να  το μπήξουμε
Μόλις ο ύπνος φτάσει
Κι ο κλήρος έπεσε σ’ αυτούς
Που μόνος μου θα’ χα διαλέξει.
Τέσσερις ήταν όλοι τους
Κι εγώ   .πέμπτος μ' εκείνους
 
Το δειλινό ήλθε  σαλαγώντας
Τα ομορφότριχα κοπάδια
Κι αμέσως μέσα  τα’μπασε
Στην τεράστια  σπηλιά

Έξω στη βαθουλωτή  του αυλή

Κανένα  δεν είχε αφήσει,
Κάτι σα να μυρίστηκε
Ή  θεός του είχε μηνύσει.
 
Ως σήκωσε ψηλά κι απίθωσε
Το βράχο μπρός   τη μπασιά                    340
Προβατίνες και βελάζουσες  γίδες.
Κάθισε και τις  άρμεγε με σειρά
Κι ύστερα κάτ’ απ’ τις μάνες τους
Έβαζε να βυζάξουν τα νεογνά
 
Κι όταν όλες του τις δουλειές
Mε βιάση είχε τελειώσει
Άρπαξε δικούς μου άλλους δυο
Κι ετοίμασε να δειπνήσει.

Τότε εγώ στον Κύκλωπα
Κοντά πήγα να του μιλήσω,
Ξύλινοκρατώντας στο χέρι μου
Ποτήρι μαύρο κρασί γεμάτο.
Του λέω: 
Κύκλωπα πιες το κρασί ετούτο
Αφού έφαγες ανθρώπων κρέατα,
Να μάθεις και  τι λογής φυλάγαμε
Πιοτό στο πλοίο μέσα.
 
Για μια σπονδή  σου το’ φερα 
Που να σου κάνω ήθελα,
Μήπως εσύ με σπλαχνιστείς
Και μ’ έστελνες στην πατρίδα.
 
Μα σύ είσαι ασυγκράτητος
Κι κάνεις άσπλαχνε σαν τρελός,                                         350
Με τέτοιες ανομίες ποιος εδώ
Θα’ ρθει  απ’ τον κόσμο θνητός.

Τέλειωσα κι εκείνος το δέχτηκε
Το άδειασε κι ήταν όλος χαρά,
Που’ πινε τέτοιο γλυκό κρασί
Και  δεύτερο αμέσως μου ζητά.
 
Δώσε μου κι άλλο πρόθυμα
Πες μου και τ’ όνομα σου αμέσως τώρα,
Αφού και  συ θα ευχαριστηθείς
Που θα σου δώσω δώρα
 
Η γη των  Κυκλώπων η γόνιμη
Με τις βροχές του Δία δίνει κρασί,
Από μεγάλα τσαμπιά, μα αυτό εδώ
Είν’ από νέκταρ κι αμβροσία μαζί.               360
 
Είπε κι αμέσως καυτερό κρασί
Έφερα και τον  κέρασα ξανά,
Τρείς φορές  και τις τρείς
Το άδειασε με μια γουλιά.

Και όταν πήρε το κρασί 
Του Κύκλωπα τα μυαλά ,
Μιλώντας του είπα τότε
Με λόγια πολύ γλυκά.

Κύκλωπα αφού με ρώτησες
Για το ξακουστό όνομα μου,
Μάθε το και  το δώρο της φιλοξενίας
Που μου’ ταξες δώστο μου.
 
Κανένας είναι τ’ όνομα,
Ο πατέρας μου κι η μητέρα μου,
Κανένα, με φωνάζουν
Κι απε κι οι σύντροφοι μου.
 
Τέλειωσα κι εκείνος  απάντησε
Λέγοντας μ’ ανελέητη καρδιά,
Τελευταίο θα φάω τον Κανένα
Τυς άλλους συντρόφους πιο μπροστά 
Της φιλοξενίας μου αυτό είναι το δώρο.

Και αφού έγειρε προς τα πίσω
Ξάπλωσε ανάσκελα 
Κι ο πανδαμάτορας ύπνος του’ρθε
Σαν γύρισε  το σβέρκο πλάγια
 
Έβγαιναν απ’ τα λαρύγγια του
Κρασί  και κρεατομπουκιές  
Και μεθυσμένος ξερνούσε
Σάρκες ανθρωπινές.
 
Και τότε εγώ στη χόβολη
Έχωσα τον πάλουκα βαθιά πολύ
Και απε στα συντρόφια μίλησα
Μέχρι λιγάκι να πυρωθεί.,
Κουράγιο δίνοντάς τους
Μήπως από το φόβο του
Κάποιος να φύγει  σκεφτεί . 
 
Μα ήρθε η ώρα που'μελλε
Ο πάλουκας ελιάς  στη φωτιά
Να'χει ψηθεί πολύ καλά 
Αν κι ήταν  ακόμα χλωρός
Απ' τη φωτιά  τον έφερα                     380
Φαινόταν λαμπαδιαστός.

Τον πήρα εγώ απ' τη φωτιά
Τον έφερα πιο κοντά
Εκεί όπου  κι οι σύντροφοι 
Σταθήκαν αντικρυστά
Θεός τότε μας έδωσε καρδιά 

Τον πάλουκα από ελιά
Εκείνοι τότε σαν έπιασαν
Στη μια του  άκρη μυτερό 
Στο μάτι του το κάρφωσαν
Κι εγώ επάνω του πεσμένος
Τον έστριβα όπως τρυπά 
Μαδέρι μ’ ένα τρυπάνι
Του καραβιού ο μαραγκός.
Κι άλλοι τραβούν από κάτω
Από δυο του άκρες ένα λουρί
Ώστε να  παίρνει συνεχώς στροφές.
Συνέχεια να γυρίζουν το τρυπάνι
Το ίδιο  παίρνοντας το ζεστό δαυλό
Τον στριφογυρίζαμε στο μάτι 
Το δε αίμα όντας  ζεστό πλημμύρα..

Κι η πύρρα που’ βγαινε απ΄ το βολβό
Έκαιγε ματόκλαδα και φρύδια.
Τσιτσίριζαν οι ρίζες του ματιού του.
Όπως όταν σιδεράς μεσ’ τη φωτιά
Μεγάλο τσεκούρι ή σκεπάρνι
Στο κρύο νερό το βαπτίζει
Ανακουφίζοντάς τα με μια στριγκλιά

Αυτό είναι που δύναμη   
Στο σίδερο θα δώσει περίσσια,
Έτσι τσιτσίριζε και  το μάτι του
Γύρω από της ελιάς τον πάλουκα.
 
Έβγαλε φρικαλέο μούγκρισμα
Αντιλάλησαν τα γύρω βράχια
Κι εμείς  προς τα πίσω φύγαμε
Απ’ τη μεγάλη  τρομάρα . 
 
Εκείνος έβγαλε απ’ το μάτι του
Το παλούκι βουτηγμένο στο αίμα
Και φρενιασμένος πολύ μακριά
Το πέταξε  απ’ τα χέρια.
 
Κραυγές  μεγάλες έβγαζε
Καλώντας όλους τους Κύκλωπες,
Που  ζούσαν μέσα στις σπηλιές
Στις ανεμόδαρτες κορφές .                            400
 
Κι αυτοί που άκουγαν τις φωνές
Περιφέρονταν  από εδώ κι από εκεί
Κι απορούσαν γύρω  απ' τη σπηλιά
Ποια συμφορά τον είχε βρει.
 
Στη θεία νυχτιά Πολύφημε
Ποιο τάχα σε βρήκε κακό
Και βγάζεις  τέτοιες κραυγές
Αφήνοντας μας χωρίς  ύπνο.
 
Μήπως ήρθαν άθελα σου
Κι άρπαξαν τ’αρνιά σου  θνητοί,
Ή μήπως  με βία η με δόλο
Κάποιος σου παίρνει τη ζωή.
 
Κι  o Πολύφημος αποκρίθηκε
Ο φοβερός απ’τη σπηλιά,
Ο  Κανένας με σκοτώνει φίλοι μου
Μα όχι με βία.,με πονηριά.
Τότε κεκείνοι του απάντησαν
Με λόγια που τα’παιρν’ο  αέρας:
Αφού μονάχος βρίσκεσαι
Και δε σε πείραξε κανείς,
Την αρρώστια  απ’το μεγάλο Δία
Να ξεφύγεις δεν το μπορείς .
Ικεσία στον πατέρα σου
Κάνε το βασιλιά Ποσειδώνα.  
 
Έφυγαν σαν του μίλησαν
Κι η  δική μου καρδιά είχε χαρεί,  
Τ' όνομά μου που τον 
 εξαπάτησε
Και η εξυπνάδα  που’χα  σκεφτεί.
 
Ο Κύκλωπας σπαράζοντας
Mε βογγητό απ'τον πόνο,
Με τα χέρια του  ψηλαφώντας
Έβγαλε απ' την είσοδο το βράχο,
 
Κι πιάνοντας όλη τη μπασιά
Κάθισε κι είχε  τα χέρια απλώσει,
Μήπως με το κοπάδι βγαίνοντας
Κάποιον μπορέσει να τσακώσει .
 
Για τόσο ανόητο με περνούσε
Σα νήπιο να ήμουν στα μυαλά,.
Μα δούλευαν  ώστε να κάνω    
Για μάς όλους τα πιο σωστό.                                 420
 
Σκεφτόμενος  τρόπο να’βρισκα
Το δικό μου και των  συντρόφων μου
Το θάνατο να γλιτώσω ,το χαμό,
Ύφαινα πονηριές  πολλώ λογιώ.

Καθώς αφορούσε την ψυχή
Και δίπλα  μας  μεγάλο κακό. 
Αυτή η σκέψη μου φάνηκε
Πως είναι η πιο καλή.
 
Καλοθρεμμένα βρίσκονταν
Πυκνόμαλλα εκεί τραγιά,
Που ήταν μεγάλα και καλά
Έχοντας  μενεξεδιά  μαλλιά.

Με πλεξούδες καλοστριμμμένες
Τα έζωσα αθόρυβα λυγαριάς,
Που βρήκα να'χε  ο Κύκλωπας 
Το ανήθικο  τεράστιο τέρας,
Που πάνω σ' αυτές  κοιμόταν.
Έζωσα σε τριάδες τα αρνιά
Με το μεσιανό της κάθε μιας
Να κουβαλά από έναν άνδρα,
Που τον σκέπαζε και μαζί
Πηγαίνανε αντάμα             
Με τ’ άλλα απ'τα δυο στα πλάγια
 
Κι όσο για μένα το πιο  διαλεχτό
Πήρα κριάρι απ'τη σπηλιά ,
Το έπιασα  από πίσω και μετά
Στη μαλακή του κόλλησα κοιλιά.
Τότε με τα χέρια μου κρατιόμουνα
Απ’ τα μεταξένια του μαλλιά
Και με  καρτερική καρδιά   
Ανάσκελα ήμουν κρεμασμενος.                            
Έτσι στενάζοντας περιμέναμε
Να έλθει η θεϊκή αυγή
 
Κι όταν πιά η ροδοδάκτυλη
Κόρη του πρωινού ήλθε αυγούλα,
Τότε ορμήσαν να βγούνε για βοσκή 
Τ’ αρσενικά κριάρια.
 
Και τότε  ασταμάτητα
Βέλαζαν τα θηλυκά αρνάκια,    440
Στη μάντρα μέσα ανάρμεχτα
Πιτσίλιζαν τα μαστάρια.
 
Σε πόνους ασταμάτητους          
Ο αφέντης τους μέσ' τη σπηλιά ,                                                          
Ψαχούλευε τη ράχη όλων 
Όρθιος τα' στελνε στη μπασιά.

Ο ανόητος δεν κατάλαβε
Πως κάτω από τα στήθη,
Των πυκνόμαλλων αρνιών
Ήταν δεμένοι εκείνοι. 

Κι έφτασε  το κριάρι το στερνό
Πλησίασε αργά στην πόρτα, 
Το βάραιναν βλέπεις τα μαλλιά 
Κι εγώ που ήμουν από κάτω
Κι είχα σκεφτεί την πονηριά.

Κι ο δυνατός Πολύφημος 
Του είπε χαϊδεύοντας το:
Κριάρι μου καλό τι έπαθες
Και  βγαίνεις απ' τη σπηλιά τελευταίο;
 
Γιατί ποτέ πίσω απ’το κοπάδι,
Απ' τη σπηλιά εσύ ποτέ δε βγαίνεις 
Πρώτο πάντα  έβγαινες γοργά 
Τρυφερά ανθάκια να βοσκήσεις 
 
Πρώτο στο ρέμα έφτανες
Και πρώτο πάλι κινούσες 
Στο κονάκι σου να γυρίσεις,
Όταν το δειλινό ερχότανε .
Και τώρα τελευταίο μένεις.

Του αφέντη σου  το μάτι θα  κλαίς
Που   το’βγαλε άντρας κακός,
Με με τους άθλιους  συντρόφους του
Όταν με κρασί ο Κανένας αυτός
Υπόταξε το μυαλό μου.
Όμως σου λέω πως κι εκείνος 
Δεν ξέφυγε τον όλεθρό του.
 
Και αν τα ίδια  με μένα ένοιωθες
Ki είχες και την ίδια λαλιά,
Θα μου’λεγες που τρύπωσε
Τη δική μου να γλιτώσει μανία.
 
Τότε  θα’ βλεπες μέσ’ τη σπηλιά
Τα μυαλά του στη γη χυμένα.
Στο χώμα θα τον τσάκιζα
Και μέσα στα στήθια μου η καρδιά,
Θ’ αλάφρωνε απ’ όσα ο  άθλιος
Κανένας μου φόρτωσε κακά.                              460
 
Τέλειωσε και  λεύτερο απ' αυτόν
Προς την πόρτα έστειλε το κριάρι .

Κι όταν τη σπηλιά και την αυλή
Tις είχαμε  αφήσει λίγο   πιο πίσω,
Πρώτος απ’ τον τράγο λύθηκα
Και βάλθηκα  τους άλλους να λύσω.
 
Με βιάση τα  λιανόποδα
Καλοθρεμμένα κριάρια,
Κοιτάζοντας συνεχώς ολόγυρα
Τα λαλούσαμε ως το καράβι,
Που φτάσαμε .τελικά.
 
Οι σύντροφοι μας φτάνοντας
Μας υποδέχτηκαν με χαρά,
Μιας και το θάνατο αποφύγαμε
Μα για τους άλλους έκλαιγαν γοερά.
 
Εγώ δεν τους άφηνα να θρηνούν
Κι  έγνεφα στον καθένα με τα φρύδια
Να κλαίει μα τα ομορφόμαλλα
Στο πλοίο να βάζει κριάρια.
 
Και γρήγορα ν’ αποπλεύσουμε
Μεσ’ τ’ αλμυρό νερό.
 
Κάθισαν στους πάγκους με σειρά,
Με βιάση στο πλοίο σαν ανέβηκαν,
Την αφρισμένη θάλασσα
Με τα κουπιά χτυπούσαν.
 
Και τόσο  μακριά πιά ήμουνα
Όσο ν’ ακούγεται η φωνή ακόμα,
Τότε φωνάζοντας στον Κύκλωπα
Του είπα με λόγια  περιπαιχτικά:

Κύκλωπα δεν ήτανε γραφτό να φας
Τους συντρόφους του άθλιου άντρα,
Μεσ’τη σπηλιά την τορνευτή
Με τέτοια αγριάδα.
 
Τα κρίματα σου, άσπλαχνε 
Θα  τα πλήρωνες μια μέρα,
Αφού τους  ξένους  δε σεβάστηκες,
Τρώγοντάς τους στο σπίτι σου μέσα.
 
Γ’ αυτό ο Δίας κι οι λοιποί
Σε τιμώρησαν  θεοί.
Σαν τέλειωσα περισσότερη
Γέμισε η καρδιά του οργή,               480
Και ξεκόβοντας τρανού βουνού
Ακρόκορφο το πετάει,
Μπρος το καράβι το γαλαζόπρωρο.  
 
Η πέτρα βυθιζόμενη
Φούσκωσε όλη τη θάλασσα,
Σπρώχνοντας το πλοίο στη στεριά
Το κύμα απ’ την παλίρροια.
 
Στα δυο μου χέρια πιάνοντας
Αμέσως  κοντάρι μακρύ,
Το’ σπρωξα προς  τα έξω δίνοντας
Στους συντρόφους εντολή,
 
Γνέφοντας τους παρότρυνα
Γοργά να πάνε στα κουπιά ,
Και φεύγοντας μακριά απ’τη στεριά
Να γλιτώσουμε  απ’ την κακοτοπιά.
 
Εκείνοι τότε ρίχτηκαν
Μπροστά κωπηλατώντας.
Μα σαν κάναμε απόσταση 
Στη θάλασσα τώρα διπλή
Στο πέλαγο τραβώντας,
Τότε πάλι  φώναζα στον Κύκλωπα 
Οι σύντροφοι τριγύρω μου
Ο ένας από δω κι άλλος απ’ εκεί
Με λόγια ευγενικά διαφωνούσαν.

Καημένε ,γιατί αλήθεια θέλεις
Να ερεθίζεις  τον άγριο άνδρα,
Που λίγο  πριν μας πέταξε
Μια τεράστια κοτρώνα ,
Που' φερε  το καράβι μας
Ξωπίσω στη στεριά,
Έτσι που  νομίζαμε πως αυτό 
Ήταν το τέλο;ς μας πια.

Αν άκουγε τα λόγια μας
Και τις φωνές μας ξανά ,
Βράχο θα πέταγε  στα κεφάλια μας
Η και στου πλοίου στα μαδέρια.
Βράχο που' ταν ανώμαλος.
Τόσο έριχνε μακριά.
 
Είπαν,μα τη δική μου άφοβη 
Δεν την υπολόγιζαν καρδιά,
Αφού  με κακία.και θυμό 
Του φώναξα ξανά :                    500                 
 
Αν κάποιος από τους ανθρώπους
Τους θνητούς σε ρωτήσει Κύκλωπα,
Ποιος σου’κανε στο μάτι σου
Την απάνθρωπη. ετούτη τύφλα ,
Ο Οδυσσέας  του Λαέρτη ο γιος
Μου  το’ κανε,ο καστροπορθητής ,
Που πέρα στο νησί της Ιθάκης. τον ησί
Έχει ένα σπίτι να του πεις

Σαν τέλειωσα εκείνος μούγκρισε
Κι απάντησε με τα λόγια αυτά,
Αλίμονο τα παλιά μου έρχονται
Της μοίρας μου τα γραπτά
 
Ένας καλός μάντης ζούσε εδώ
Με φήμη στα μέρη αυτά,
Ο Τήλεμος του Ευρυμίδη γιος
Που κατείχε τη μαντική καλά.
 
Γέρασε με τη μαντεία του
Στων Κυκλώπων τη χώρα.
Αυτός  μου’ πε πως όλα αυτά
Θα γίνουν κάποια μέρα..
 
Πως απ’ τα χέρια του Οδυσσέα
Την όρασή μου θα στερηθώ,
Μα πάντα από ψηλό, όμορφο
Και δυνατό πολύ που θα’ ρθει εδώ.
 
Κι μου’ ρθε εδώ ένας κοντός
Τιποτένιος  κι ασθενικός,
Που αχρήστευσε το νου μου με κρασί
Και  μου’ βγαλε το μάτι  ο αχαμνός.
 
Μα έλα σίμωσε  Οδυσσέα
Στον Ποσειδώνα να κάνω θυσία,
Φιλοξενώντα σε  να του ζητήσω
Να σου δώσει καλή πορεία.

Γιατ’ είμαι  παιδί του  εγώ

Κι  καμαρώνει ως πατέρας,
Αν ήθελε θα με γιάτρευε
Εκείνος  κι άλλος κανένας.
 
Ούτε από τους ευτυχείς θεούς
Ούτε κι απ’ τους ανθρώπους.                             520
 
Τούτα σαν μού’πε  γρήγορα.
Του απάντησα  και του είπα:
Μακάρι να μπορούσα να’ παιρνα
Και τη  ζωή σου  τώρα.
Τον τάφο σου να έκανα 
Να σ’ έστελνα στου Άδη
Την αιώνια κατοικία,
Όπου το μάτι δεν το γιατρεύει
Κι ο Ποσειδώνας ακόμα.
 
Έτσι του’ λεγα  κι αυτός προσευχόταν
Στο βασιλιά  Ποσειδώνα
Κι άπλωνε  τα χέρια διάπλατα
Προς τ’ ουρανού τ' αμέτρητα  αστέρια.

Άκου αφεντικό της γης

Γαλαζόμαλλε Ποσειδώνα,
Αν είμαι γιός σου γνήσιος
Και σένα πως σ’ έχω πατέρα,
Κάνε του Λαέρτη ο γιός να μη χαρεί
Ο Οδυσσέας να φτάσει,
Στην πατρίδα ο καστροπορθητής 
Με τα σπίτια του στην Ιθάκη
 
Μ’ αν τους δικούς του είν’ γραφτό 
Και το κολόχτιστο παλάτι να δει     ,
Aργά ,δίχως συντρόφους ας φτάσει.
Ελεεινός στην πατρική του γη

Με ξένο πλοίο  και στο σπίτι του
Πολλές να εύρει συμφορές.
Σαν τα’ πε  αυτά ο Ποσειδών
Εισάκουσε τις προσευχές
 
Κι έπειτα  πάλι υψώνοντας
Μια  πιο μεγάλη πέτρα,
Αφού τη στριφογύρισε
Τον πέταξε με μεγάλη φόρα.
 
Αυτή λίγο  ξωπίσω έπεσε  
Απ’το γαλαζόπρωρο πλοίο
Και παρά λίγο θα’βρισκε
Την άκρη απ’ το πηδάλιο
 
Τότε ο  βράχος πέφτοντας
Σήκωσε τη θάλασσα ψηλά ,                                               540
Το κύμα την  έφερε  μπροστά
Φτάνοντάς τη   προς τη στεριά     (Στο πρώτο το νησάκι).
 
Σαν φτάσαμε πια στο νησί
Όπου ήταν  και τα λοιπά 
Καλοφτιαγμένα καράβια
Κι ολόγυρα τα λοιπά συντρόφια
Που’ ταν εκεί τριγύρα,
Εμάς καρτερώντας συνεχώς
Είχαν μεγάλο  θρήνο,
Κι όταν εκεί πια φτάσαμε
Πήγαμε στην αμμουδιά το πλοίο.
 
Σαν βγήκαμε και μειςαπ΄ το καράβι 
Βγήγαμε εκεί που το κύμα ξεψυχά,
Κι αφού βγάλαμε τ’ αρνιά του Κύκλωπα
Αρχίσαμε δίκαιη μοιρασιά.

Οι σύντροφοι οι ομορφόκνημοι
Όταν τα μοιράζανε τα πρόβατα, 
Για μένα μόνο έδωσαν
Κριάρι ξεχωριστά.

Κι εγώ στο μαυροσύννεφο
Το γιο του Κρόνου Δία 
Που όλους τους κυβερνά,
Το έσφαξα στην αμμουδιά
Καίγοντας του στην άμμο τα  μεριά.
         
Μα δε τον άγγιξε η προσφορά                560
Κι όλα τρόπο έψαχνε να διαλέξει,
Τα καράβια και τους συντρόφους μου
Τους αγαπημένους να καταστρέψει.
 
Κι όλη τη μέρα τρώγαμε
Μέχρι του ήλιου τη δύση,
Πλήθος κρέατα και πίναμε
Ολόγλυκο κρασί.

Κι όταν ο ήλιος έδυσε

Κι ήλθε πια η νυχτωσιά,
Τότε πια κοιμηθήκαμε
Στης θάλασσας την αμμουδιά.

Σαν ήλθε η ροδοδάχτυλη

Κόρη του πρωινού αυγούλα,
Τότε πια τους συντρόφους κάλεσα
Και με σπουδή  προστάζω,
Μόλις στα καράβια θ' ανεβούν
Να λύσουν τα παλαμάρια.

Κι εκείνοι μπήκαν γρήγορα

Στις θέσεις τους καθίσαν,

Χωρίς ν’ αργήσουν σάλταραν

Κι αράδα στο καράβι καθισμένοι,
Στις θέσεις τους με τα κουπιά
Τη θάλασσα χτυπούσαν, 
Που ήταν αφρισμένη.

Aπ’ έκει μπροστά αρμενίζαμε
Με πικραμένη την καρδιά,
Χαρούμενοι που εμείς γλιτώσαμε
Το θάνατο μα των φίλων  μας 
Χάνοντας τη συντροφιά.            575

Ραψωδία κ

 Στο παλάτι του θεού  Αίολου

Φτάσαμε κατόπιν σε νησί
Πλεούμενο την Αιολία,
Του  γιού του  Ιπποτάδη Αίολου 
Που οι θεοί τιμούσαν με φιλία.

Με τείχη που' ταν  χάλκινα 
Ζωσμένο και πολύ  γερά
Σε βράχια επάνω κάθονταν
Απότομα και γλιστερά.

Δώδεκα τέκνα απόκτησε 
Στ' αρχοντικό του μέσα,
Έξι στης νιότης  τον ανθό
Αγόρια κι έξι κορίτσια.

Κι όταν τις κόρες πάντρεψε
Με τους γιούς του την κάθε μια,
Όλοι τους πλάι στον κύρη τους 
Και  τη σεπτή μαμά.
Τρώνε και είν 'ατέλειωτα
Μπροστά τους τα φαγητά
Και τσίκνα γεμάτο το παλάτι τους
Αντηχεί τη μέρα φασαρία
Κι όταν  η νύχταέρχεται
Με τα  άξιά τους ταίρια  
Κοιμούνται πάνω σε στρώματα 
Και τρυπητά κρεββάτια

Όταν φτάσαμε  στο κάστρο τους 
Στα πλούσιά τους παλάτια,
Μήνα μας φιλοξένησε
Ρωτώντας για την Τροία,
Τα   πλοία τα Αργίτικα
Κι ο γυρισμός ποιός ήταν.
Κι' εγώ  με τη σειρά του τα'λεγα
Όπως  ακριβώς γινήκαν.

Κι όταν Ευγενικά του ζήτησα
Να μας ξεπροβοδήσει
Δε μου'πε όχι, αντίθετα
Ετοίμασε το γυρισμό μου,
Γδαίρνοντας τομάρι εννιάχρονου            20
Βοδιού για το καλό μου.

Και το ασκί του μου' δωσε  
Που μέσα του είχε δέσει,
Την ορμή των   ανεμοστρόβιλων
Μαζί νου να το πάρω στο ταξίδι.

Όλους μαζί τους άνεμους
Μέσα θα τους χωρέσει,
Το ζέφυρο μας άφησε
Να βοηθά την πλεύση.

Ο  γιος του Κρόνου  φύλακα
Τον είχε στους  ανέμους 
Κι έπαυε όποιον ήθελε
Η σήκωνε τους άλλους.

Μετά στο πλοίο το ασκί
Με  σπάγγοτο' χε σφίξει,
Ολάργυρο  μη κι η λαφριά πνοή
Τύχει και το περάσει.

Όμως αν και το Ζέφυρο 
Για μένα να φυσά τον είχ' αφήσει 
Τα πλοία μας και μας να σπρώχνει,
Προσπαθώντας μάταια
Τη ρότα μας  να  στηρίξει.
Γιατί εμείς χαθήκαμε 
Απ τα δικά μας λάθη

Μέρες εννιά αρμενίζαμε
Άπαυτα μέρα νύχτα,
Τη δέκατη αχνοφάνηκαν
Τα  χώματά μας τα πατρικά,
Όπου βλέπαμε φωτιές να καίνε 
Όσο ζυγώναμε πιο κοντά.

Έτσι τότε αποκαμωμένο 
Ύπνος με πήρε γλυκός,
Είχα όμως επαφή  με τα πανιά
Του πλοίου συνεχώς .
Ούτε στους άλλους συντρόφους μου
Για να φτάσουμε δεν τους άφησα
Όσο ήταν μπορετό
Πιο γρήγορα στην πατρίδα.

Οι ναύτες στις κουβέντες τους
Που' καναν μεταξύ τους, 
Χρυσό πίστευαν κι ασήμι
Πως πήγαινα στο σπίτι ,.
Δώρα τάχα από τον  Αίολο 
Τον ξακουστό του  Ιππότη γιο.

κι' έτσι
Γυρνώντας ο ένας στο διπλανό'
Έλεγε : πω,πω, 
Πόση δέχεται φιλία και τιμή,
Απ' όλουςς τους ανθρώπους
Σε όποια χώρα κι αν βρεθεί .   40

Κι από την Τροία λάφυρα
Άπειρα πανέμορφα κουβαλά,
Και μεις κάνοντας ίδια πορεία
Μαζί του πάμε στα σπίτια μας
Με τα χέρια μας αδειανά.

Και τώρα δείτε τι του έδωσε
Ο Αίολος δώρα για τη φιλία,.
Μα κάντε γρήγορα
Να δούμε τι είναι τούτα.
Σαν πΠόσος χρυσός και μάλαμα
Βρίσκεται στο ασκί.
Είπαν και νίκησε τελικά 
Η γνώμη των συντρόφων η κακή.

Οι ναύτες  τ’ ασκί σαν άνοιξαν
Ξεχύθηκαν όλοι oι ανέμοι 
Τους άρπαξε γοργά μια θύελλα
Στο πέλαγο μέσα τους έφερε 
Να κλαίνε μακριά; από την πατρίδα

Τότε εγώ σηκώθηκα
Και με την άμεμπτη καρδιά μου 
Αναρωτιόμουν  αν  είναι σωστό,
Πέφτοντας  απ' το καράβι
Στη  θάλασσα μέσα να πνιγώ.
Ή να κάνω υπομονή
Κι ακόμα να μείνω στη ζωή 
Βάσταξα απέ και έμεινα
Κουκουλωμένος μεσ'το καράβι.

Θυελλώδεις άνεμοι ξανά 
Μας έφεραν στην Αιολία,
Κι οι σύντροφοι ασταμάτητα
Βαλάντωναν στο κλάμα

Εκεί σαν βγήκαμε στη στεριά 
Και πήραμε νερό,
Δίπλα στα πλοίο ετοίμασαν
Γρήγορα οι ναύτες φαγητό.

Όταν  πια φάγαμε
Και φχαριστηθήαμε πιοτό,
Διάλεξα τότε έναν κράχτη      
Και ένα  σύντροφο  καλό.                 60
Πήγαμε στου κοσμοξάκουστου
Αίολου το λαμπρό παλάτι
Όπου τον βρήκαμε με το ταίρι του
Να τρώει και τα παιδιά του.

Κι εμείς κάπως παράμερα
Καθίσαμε στον οντά 
Στους παραστάτες της πόρτας
Κατάχαμα και κοντά. 

Μόλις μας είδαν σάστισαν
Και σκεπτικοί  ρωτούσαν:
Πώς κι ήλθες ,Οδυσσέα;
Ποια κακιά μοίρα σε κυνηγά;

Εμείς σωστά τότε που ήλθες 
Σε στείλαμε στην πατρίδα σου
Να πας,στο σπίτι σου
Και όπου  πεθυμούσε η καρδιά σου.

Κι εγώ τους ανταπάντησα
Με σπλάχνα μαραμένα,
Ναύτες κακοί με έβλαψαν
Κι ο επίμονος ύπνος από μένα.

Αλλ' εσείς φίλοι βοηθήστε με
Τους είπα με λόγια ευγενικά
Για να τους καλοπιάσω,
Η δύναμη στα δικά σου χέρια 

Μείναν όλοι αμίλητοι,
Απάντησε   ο πατέρας κι είπε:
Χάσου γοργά απ' το νησί  
Του κόσμου τελευταίε.
Δεν είναι δική μου αρχή
Να διώχνω η να δέχομαι
Αυτόν τον άνδρα που οι θεοί  
Οι ευτυχείς τον απεχθάνονται.
Τσακίσου, 
Αφού οι θεοί σ' εχθρεύονται
Πως κι έρχεσαι εδώ ικέτης ;
Τέλειωσε κι απ' το σπίτι του
Μ' έδιωξε με μέσα μου βογγητά,
Κι ως πρώτα αρμενίζαμε
Με πίκρα μεσ' την καρδιά.

Το θάρρος των συντρόφων μου 
Ξέσπασε στο σκληρό κουπί,
Αφού  για τις αμαρτίες μας      80
Πουθενά φως για επιστροφή


Στη χώρα των Λαιστρηγόνων

Έξη ημέρες παρ' όλα τούτα 
Πλέοντας  νύχτα μέρα,
Στου Λάμου πια την έβδομη  
Φτάσαμε την απόκρημνη πόλη,
Την Τηλέπυλο των Λαιστρυγόνων
Όπου εδώ βοσκός  βοσκό 
Μπαίνοντας τον  χαιρετά
Κι άλλος τότε βγαίνοντας 
Στον πρώτο ανταπαντά.

Άνθρωπος άγρυπνος μπορεί
Να κέρδιζε δυο αρμεξιές,
Βόσκοντας άσπρα πρόβατα τη μια
Την άλλη αγελάδες.
Γιατί  είναι πολύ κοντά
Oι πορείες νύχτας και μέρας.

Εκεί  τότε φτάσαμε 
Στο ξακουστό λιμάνι,
Που απ' τη μια μεριά ως την άλλη
Το ζώναν βράχια  απόκρημνα. 
Στου λιμανιού το στόμα 
Κι απ' τις δυο του μεριές 
Δυο κάβοι υψώνονται
Με πεταχτές τις  άκρες αντικριστοί
Που ανάμεσά τους βρίσκεται
Είσοδος πολύ στενή.

Όλοι κει μέσα έφεραν
Τ' αμφίκυρτα καράβια,
Μεσ΄το  λιμάνι το βαθύ
Και τα' δεσαν δίπλα δίπλα,
Κύμα ποτέ δεν το'πιανε μικρό
Ή και  μεγάλο ακόμα,
Αλλά γαλήνη ολόλευκη 
Απλώνονταν ολόγυρα.

Μόνος εγώ που κράτησα
Έξω  το μαύρο το καράβι,
Εκεί σε μιαν άκρη έδεσα
Στις πέτρες παλαμάρια

Ανέβηκα και στάθηκα
Σε βίγλα πολύ τραχιά,
Μα μήτε βοδιών, μήτε ανδρών
Φαινόταν κάποια δουλιά,
Moν' βλέπαμε καπνό
Π'’ανέβαινε μοναχά
Απo τη γη προς τα ψηλά.

Έστειλα τότε σύντροφους    
Πηγαίνοντας να πληροφορηθούν            .100
Ποιοί σιτοφάγοι άνθρωποι
Σ' αυτό τον τόπο ζούν.
Δυο απ' τους άνδρες διάλεξα
Και τρίτο μ' αυτούς τον κήρυκα.

Κι αυτοί δρόμο διαλέξαν ομαλό 
Αυτόν που  απ' τα ψηλά βουνά 
Κατέβαζαν στη χώρα
Με άμαξες τα ξύλα. 

Στο κάστρο μπρος συνάντησαν
Κορίτσι νερό να κουβαλά,
Του Λαιστρηγόνιου η μεγάλη
Κόρη ήταν του βασιλιά.

Εκεί ήταν κρήνη που'τρεχε
Δροσερό νερό η Αρτακία
Εκεί κατέβηκε να γεμίσει,
Αφού απ' εκεί το έπαιρναν
Και  το΄φερναν  στην πολιτεία.

Κοντά της κοντοστάθηκαν
Να τη ρωτούν άρχισαν
Ποιόν είχ΄ ο τόπος βασιλιά
Και ποιούς εκείνος κυβερνά..

Γρήγορα εκείνη τ'αψηλό το αψηλό
Τους έδειξε πατρικό παλάτι.
Μα κείνοι  μόλις μπήκανε
Στα σαλόνια  τα ονομαστά ,
Βρήκανε μια γυναίκα 
Σαν μια κορφή απ' τα βουνά

Φόβος πολύς τους έπιασε
Τους πήγε πέντε δέκα.
Κι αυτή αμέσως κάλεσε
Το  άντρα της τον ξακουστό,
Τον  Αντιφάτη που στο λεπτό 
Σκέφτηκε των συντρόφων μου
Τον άγριο χαλασμό.

Αμέσως αυτός αρπάζοντας
Έναν απ' τους  συντρόφους μας
Το δείπνο του θα  φτιάξει,
Οι άλλοι δυο ;ανάσα πήρανε  
Στα πλοία μας σαν είχαν φτάσει.,
Φωνή απ' το κάστρο θα σηκώσε . 
         
Κι οι δυνατοί Λαιστρυγόνες,
Ακούγοντας απ' το κάστρο τη βοή,
Έτρεχαν άλλοι γ' αλλού μυριάδες , 
Που  δεν έμοιαζαν μ' άντρες      120 
Πιότερο μοιάζαν με γίγαντες,
Που από τα βράχια ασήκωτες
Έπαιρναν και  πετούσαν πέτρες.

Κι αίφνης πάταγος σηκώθηκε 
Άγριος προς  τα πλοία
Από τους άνδρες που σκοτώνονταν
Τα καράβια που τσακιζόταν,

Σαν ψάρια τους καμάκωναν
Φρικτό φαΐ γινόταν,
 
Την ώρα που τους σκότωναν
Μεσα στο βαθύ  στο λιμάνι,
Τράβηξα εγώ απ'το μηρό 
Το κοφτερό μαχαίρι .
Τα παλαμάρια έκοψα γοργά
Απ' το μαύρο μου καράβι.

Κι αμέσως  τους συντρόφους μου 
Διέταξα να μη χρονοτριβήσουν,
Να  πιάσουν αμέσως τα κουπιά 
Το χάρο ν’αποφύγουν.
Κι εκείνοι απ' την τρομάρα τους
Τα κύματα ψηλά τινάζουν

Το δικό μου καράβι
Ευπρόσδεκτα θ' αποφύγει
Τους βράχους τους απότομους
Και στο πέλαγο θ' ανοιχτεί ,
Όμως τα λοιπά καράβια
Χάθηκαν όλα μαζί.

Πάλι μπροστά τραβούσαμε 
Με πικραμένη την καρδιά       
Που χάσαμε τους συντρόφους μας
Μα για το θάνατο που γλιτώσαμε 
Είχαμε εμείς και χαρά.


Στη μάγισσα Κίρκη   135

Σ' ένα  νησί σανφτάσαμε 
Την Αία όπου εκεί η Κίρκη,
Η ομορφομαλλη κατοικούσε
Φοβερή θεά π' ανθρώπινα μιλούσε.
Ομόσπλαχνη ήταν αδελφή
Του παράφρονα Αιήτη
Ο Ήλιος ήταν πατέρας τους 
Που φως σκορπά στους θνητούς
Κι  η Πέρση ήταν μάνα τους
Του Ωκεανού η κόρη.

Πάνω σ' εκείνου την ακτή 140
Αράξαμε δίχως μιλιά
Σ' απάνεμο λιμάνι  μέσα,             
Θεός μας έδειχνε τη στράτα.

Κι έξω τότε σαν βγήκαμε  
Πλαγιάζαμε δυο μερονύχτια ,
Η έγνοι και η κούραση 
Μας θέρισαν τα στήθεια.

Σαν έφερε την τρίτη μέρα 
Η ομορφόμαλλη  αυγή,
Πήρα κοντάρι κι σπαθί οξύ
Γοργά ν' ανέβω απ' το καράβι
Επάνω σε  ψηλή  κορφή.
Έργα θνητών μήπως και δω
Μήνα φωνή ν' ακούσω         150

Κι ως στάθηκα σε  βίγλα απόγκρεμη
Μου φάνηκε πως έβγαινε καπνός
Απ' τη γη την πλατύδρομη 
Απ'  της Κίρκης μέσα τα μέγαρα
Ανάμεσα σε δάση και  ρουμάνια.

Συλλογίστηκα  όμως ψύχραιμα 
με την ψυχή και το μυαλό,
Σαν είδα τον καπνό θολό
Να τρέξω και να δω.
Μ' αυτό όπως σκεφτόμουνα
Μου φάνηκε  το πιο σωστό. 
Πρώτα να έλθω στο γοργό
Καράβι  στην ακρογιαλιά,
Και δείπνο αφού φαν οι  σύντροφοι 
Αυτούς  να στείλω πιο μπροστά.

Κι όταν πια κοντοζύγωνα
Στο αμφίκυρτο μας καράβι,
Ξάφνου τη  δική μου κάποιος θεός
Συμπόνεσε  μοναξιά μου.

Στο δρόμο ψηλοκέρατο
Μεγάλο λάφι θα μου στείλει..
Που απ' το λιοπύρι το καφτερό
Στο ρέμα πήγαινε να πιει  νερό
Αφού στο δάσος είχε βοσκήσει.                      160

Κι ως πρόβαλε το χτύπησα;
Μεσοπλατίς στη ραχοκοκκαλιά,
Το χάλκινο κοντάρι μου
Tο τρύπησε πέρα για πέρα.
Στη σκόνη απάνω με βογγητό
Έπεσε κι η ψυχούλα του
Χάθηκε στον αέρα.

Πατώντας τότε πάνω του
Τράβηξα το χάλκινο κοντάρι
Απ’ την πληγή και το’βαλα
Πάνω στη γη στο πλάι..

Έσπασα κλωνάρια λυγαριάς
Κι άλλα φυτά να πλέξω,
Σχοινί μακρύ  ως μιας οργιάς
Απ' τις δυο μεριές καλόπλεχτο.
Κι απε του φοβερού αγριμιού
Τα πόδια του θα του δέσω.

Κατάσβερκα σαν τ’ ανέβασα
Στηριζόμενος στο κοντάρι μου,
Αφού τέτοιο αγρίμι 
Πάνω στον ώμο ήταν  αδύνατο
Να το κρατώ με τ' άλλο  χέρι.
Το πήγαινα  στο μαύρο καράβι.
Ήταν βλέπεις; μεγάλο θεριό.

Στο πλοίο το'έβαλα μπροστά
Πλησίασα στους συντρόφους ,
Με λόγια πολύ γλυκά
Μιλούσα στον καθένα απ' όλους.

Φίλοι μου,  δεν θα κατεβούμε 
Στου Άδη κάτω τα παλάτια
Πριν από  της μοίρας μας 
Να έλθει εκείνη μέρα.

Μα πάτε ,όσο στο καράβι
Πιοτό και φαγητό υπάρχει,
Να τρώμε ας μη ξεχνάμε 
Ούτε η πείνα να μας βασανίζει.
 
Σαν τέλειωσα υπάκουσαν 
Στα λόγια μου και στ' ακρογιάλι
Της άκαρπης θάλασσας έβγαλαν
Το σκέπασμα απ' το κεφάλι.
Θαυμάζοντας το ελάφι ,     
Γιατί ήταν τρανό θηρίο.        180

Κι αφού χόρτασαν τα μάτια τους
Να βλέπουν το ελάφι,
Νίψαν τα χέρια κι άρχισαν
Τραπέζι πλούσιο να τοιμάζουν.

Έτσι μέχρι να τελειώσει η μέρα 
Κι ο ήλιος πήγαινε να δύσει
Πλήθος τρώγαμε κρέατα 
Και πίναμε γλυκόπιοτο κρασί

Κι αφού ο ήλιος κρύφτηκε
Και ήλθε πια σκοτάδι,
Τότε πια κοιμηθήκαμε
Στης θάλασσας την άκρη.

Κι όταν  φάνηκε η  ροδοδάκτυλη 
Του πρωινού κόρη αυγούλα,
Τοτε αφού τους κάλεσα 
Στη σύναξη σε όλους  είπα

Για όσα τραβάτε σύντροφοι
Κι ας σας μαραίνει η θλίψη,
Ακούστε τι θα σας πω:  
Δεν ξέρουμε πούν’ η ανατολή
Που πέφτει η δύση.
Πού' θε βγαίνει ο ήλιος
Που  στους θνητούς σκορπά το φως
Και χάνεται πίσω απ' τη γη.
Μον’ ας μη χάνουμε καιρό
Πέστε και σεις μια γνώμη
Αφού εγώ φοβάμαι δεν έχω.
Γιατί είδα από βίγλα απόκρημνη 
Που ανέβηκα κι είδα να'ναι νησί,
Που τριγύρω το στεφανώνουν
Απέραντα τριγύρω πελάγη.

Πως το νησί ναι χαμηλό
Κι είδα καπνό κάπου στη μέση,
Που' βγαινε από πολύ πυκνά
Λαγκάδια κι από δάση.

Έτσι τους είπα κι ένοιωσα
Τα ρίγη στις καρδιές τους,
Του Αντιφάτη τις δουλειές
Έφερα στη θύμιση τους.
 
Θυμήθηκαν και τον Κύκλωπα      200
Το ανθρωποφάγο κτήνος,
Για όλα αυτά που έκανε
Δάκρια πολλά και θρήνος.

Σε δυο ομάδες χώρισα
Άνδρες από τους πιο σκληρούς,
Για κάθε μια τους έπρεπε
Να έχουν και αρχηγούς,
Στη μια ήμουν εγώ
Ο Ευρύλοχος στους άλλους.

Μέσα σε κράνος χάλκινο
Κουνήσαμε τους λαχνούς μας
Και του τρανού Ευρύλοχου 
Πετάχτηκε έξω ο κλήρος.
Είκοσι δύο σύντροφοι 
Με κλάμα τον ακολουθήσαν 
Αφήνοντας σε μας ξοπίσω τους
Θρήνο και βογγητό 

Μεσ’σε λαγκάδι βρήκανε
Της Κίρκης το πλούσιο παλάτι,
Από πέτρα πελεκητή
Σε όμορφο αγνάντι.

Λύκοι βουνίσιοι το τριγύριζαν 
Και λιόντες είχε μερέψει,
Ατή της είχε κάνει τις γητι
Βαριά φάρμακα τα'χε ταΐσει.

Δεν όρμησαν απάνω τους
Στα πόδια τους σταθήκαν
Και μοναχά οι μακριές
Ουρές τους  κουνηθήκαν.
Χαίρονταν όπως τα σκυλιά
Κάνουν με τον αφέντη,
Όταν κρατάει λιχουδιές
Σαν φεύγει απ’ το τραπέζι.
Ίδιες χαρέςα κι οι λιόντες έκαναν
Κι οι λύκοι οι ατσαλόνυχοι,
Μα οι σύντροφοί μας τρόμαξαν 
Τέτοια θεριά σαν είδαν.

Στις ξώπορτες σταθήκανε 
Της Κίρκης τότε αυτοί
Της μορφοπλέξουδης θεάς
Κι άκουαν μέσα μια φωνή
Να τραγουδά γλυκά,          220
Η Κίρκη ήταν που' φαινε
Όμορφα χαριτωμένα  
Αραχνοΰφαντα πανιά.

Τότε ανάμεσά τους μίλησε
Ο Πολίτης ο δυνατός,
Σε μένα σύντροφος πιστός
Κι ο πιο  αγαπημένος.

Φίλοι ,γυναίκα σ' αργαλειό 
Μεγάλο υφαίνει μέσα
Όμορφα τραγουδώντας
Και  τα δάπεδα ολόγυρα
Αντηχούν πέρα ως πέρα,
Είτε θεά είναι  ή γυναίκα,
Ας  φωνάξουμε όλοι γοργά ,

Σαν είπε τούτος όλα αυτά
Φωνάζοντας την καλούσαν 
Και βγαίνοντας γοργά αυτή
Τις πόρτες τις ηλιόλουστες
Ανοίγει  και τους προσκαλεί..
Κι αμέσως αυτοί από άγνοια
Όλοι ακολουθούσαν.
                                                                                                                         
Δε μπήκε ο Ευρύλοχος
Μυρίστηκε παγίδα.
Και σαν μέσα τους έμπασε
Τους έβαλε σε θρονιά και σκαμνιά,

Αμέσως αλεύρι  και τυρί,
Μέλι ξανθό και κριθάλευρο
Μπροστά τους  θ’ανακατέψει,
Σε γλυκό κρασί απ’τα πρέμνα της
Και μ' αυτό τέλος θα τους φιλέψει.

Μα μέσα στα κεράσματα
Βοτάνια θα σταλάξει
Και την πατρίδα τη γλυκιά
Καθένας θα ξεχάσει.

Μα σαν τους το'δωσε και το' πιανε
Αξαφνα μια μαγκουριά
Δέχτηκε το κορμί τους
Και στο μαντρί τους έστειλε
Παρέα με τους χοίρους.

Χοίρου απόχτησαν κορμί
Κεφάλι ,τρίχες, φωνή,
Μόνο ως πρώτα κράτησαν  
Τη σκέψη τους σωστή.         240

Καθώς οι μαντρισμένοι κλαίγανε
Η Κίρκη τότε τους έδωσε
Καρπό κρανιάς, βελανίδια
Και πρινοβέλανα να φάνε,
Αυτά που τα  χαμοκοιμώμενα 
Τρώνε πάντα γουρούνια.

Ο Ευρύλοχος τότε γρήγορα
Έφτασε  στο μελανό καράβι,
Των συντρόφων τους να τους πει
Τη μοίρα που είχαν την πικρή.

Απ'το στόμα του δεν μπορούσε
Λέξη να βγάλει καμιά,
Τα μάτια του γεμάτα δάκρια
Κι η καρδιά του πληγωμένη βαριά 

Κι όταν πια τον ρωτούσαμε
Τι τρέχει σαστισμένοι,
Μας είπε για τη συμφορά 
Που οι άλλοι σύντροφοι
Βρέθηκαν οι καημένοι.

Πήγαμε ένδοξε  Δυσσέα 
Ως είπες προς το δάσος
Και βρήκαμε στη χαράδρα  
Σε ξάγναντο χτισμένα,
Παλάτια καλοφτιαγμένα
Λεία πελεκημένα.

Εκεί σε μεγάλο αργαλειό
Υφαίνοντας τραγουδούσε γλυκά.
Θεά ήταν ή γυναίκα. 
Που σαν τη φώναξαν δυνατά
Τις πύλες τις λαμπερές γοργά
Πρόβαλε και  θα τις ανοίξει.
Τους κάλεσε μέσα μα ανύποπτοι
Ήταν για ότι θ'ακολουθήσει 

Έμεινα ξοπίσω  μόνο εγώ 
Που  μυρίστηκα τη παγαποντιά,
Όλοι τους γινήκαν άφαντοι
Κανένας δεν ξαναφάνηκε πια.
Κι εγώ ώρα πολύ καθόμουνα       260
Βλέποντας  από μακριά.

Αυτά είπε κι αμέσως
Πέρασα εγώ στον ώμο,
Το χάλκινο μεγάλο σπαθί μου
Μ’ασήμι καρφωμένο.

Πήρα και το δοξάρι μου
Κι είπα ν’ ακολουθήσει,
Πίσω μου ο Ευρύλοχος
Το δρόμο να μου δείξει.

Μα  κείνος τα γόνατά μου τύλιξε
Χτυπιόταν  και με παρακαλούσε  
Με λόγια σκόρπια στον άνεμο
Που'λεγε  και με παρακαλούσε.

Μη με πας εκεί χωρίς να θέλω
Αλλά άφησέ με εδώ χάμω.
Ξέρω πως  ούτε σύ θα γυρίσεις
Ούτε απ' τους συντρόφους μας
Άλλο εσύ θα φέρεις πίσω.

Μα με  αυτούς   ας φύγουμε
Το γρηγορότερο δυνατό
Αφού την κακιά ημέρα 
Γλιτώνουμε  μ' αυτόν τον τρόπο

Είπε κι εγώ με τη σειρά μου
Του απάντησα και του είπα,
Κάτσε εδώ Ευρύλοχε
Μονάχος σου στην ακρογιαλιά.

Δίπλα του είπα στο γοργό
Να τρώςι και να πίνει,
Μα μένα ανάγκη αβάσταχτη
Με σπρώχνει δε μ’ αφήνει.

Είπα κι αμέσως άφησα
Το πλοίο και τ’ακρογιάλι,
Όταν μπροστά μου ο Ερμής
Ξάφνου είχε προβάλλει.

Σαν άτριχος ήρθε έφηβος
Χρυσό ραβδί κρατώντας,
Πρόβαλλε και το χέρι μου       280
Το’πιασε γλυκά μιλώντας.

Που τρέχεις μου΄πε δύστυχε
Στης Κίρκης τ’άγρια μέρη,
Που χοίρους σε χοιρόσταβλο
Δικά τώρα ταΐζει μέλη.

Θαρρώ πως και του λόγου σου
Που πας για να τους σώσεις,
Μαζί τους και συ θα; μείνεις
Πίσω δε θα γυρίσεις.

Μα συ σε μένα κόπιασε
Τη μοίρα σου ν’ αλλάξω,
Μ’αυτό το μαγικό βοτάνι μου
Κάθε κακό θα διώξω.

Και θα σου πω για μαγικά
Κόλπα που θα διαλέξει,
Όπως στη σούπα που θα φας
Βοτάνια θ’ ανακατέψει.

Μ’ αυτό εδώ το βότανο
Που τώρα θα σου δώσω,
Από τα μάγια της αυτά
Εγώ θα σε γλιτώσω.

Κι αν κάνεις ότι θα σου πω
Η Κίρκη θα ηρεμήσει,
Όταν με το μακρύ της το ραβδί
Σηκώσει να σε χτυπήσει.

Από το πόδι το σπαθί
Γρήγορα να το βγάλεις,
Όρμησε καταπάνω της
Σα να’ θελες να τη σφάξεις.

Θα φοβηθεί και θα σου πει
Μαζί της να κοιμηθείς
Και συ πια το κρεβάτι της
Δεν πρέπει ν’ αρνηθείς.

Τότε πια τους συντρόφους σου
Και σένα θα φιλοξενήσει,
Πρωτεύει όμως των θεών
Τον όρκο να σου δώσει.

Να ορκιστεί πως συμφορά       300
Άλλη δε θα σου δώσει,
Αντριοσύνη, δύναμη
Γδυτό δε θα σου κόψει.

Ο φτερωτός ξερίζωσε
Από τη γη βοτάνι,
Μου΄ λεγε τα γνωρίσματα
Κι’ όσα μπορεί να κάνει.

Κατάμαυρη η ρίζα του
Σαν γάλα το λουλούδι,
Δύσκολα παίρνουν απ’ τη γη
Θνητοί τέτοιο βοτάνι.

Κι απε το δενδροσκέπαστο
Νησί πια θα αφήσει ,
Σαν χάθηκε στα σύννεφα
Είχα κι εγώ κινήσει.

Και προς της Κίρκης την αυλή
Το νου μου τυραννούσα,
Ώσπου στης μορφοπλέξουδης
Την πόρτα θα σταματούσα.

Φώναξα και τις πόρτες της
Η Κίρκη θα μου ανοίξει
Και μέσα στο παλάτι της
Να μπω θα μου ζητήσει.

Με μαγκωμένη την καρδιά,
Την Κίρκη θ’ακολουθήσω
Και σ’ένα απ’ τους θρόνους της
Μ’ έβαλε να καθίσω.

Όμορφος ήταν με καρφιά
Φτιαγμένα με ασήμι
Κι ο θρόνος από κάτω του
Είχε μικρό σκαμνάκι.

Μου δωσε σούπα να την πιώ
Σ’ ένα χρυσό ποτήρι,
Έριξε μέσα τ’άτιμα
Βοτάνια και θα σερβίρει.

Σαν ήπια μα τα μάγια της
Δεν έπιασαν σε μένα,
Με το ραβδί της με χτυπά
Και μου’ πε θυμωμένα.

Όταν μου μου είπε στο μαντρί     320
Σαν χοίρος να σταλιάσω,
Με το σπαθί μου χύμηξα
Δήθεν να τη χαλάσω.

Έσκουξε μα σταμάτησε
Μαζεύτηκε μπροστά μου
Και με λυγμούς με ρώτησε
Ποια είναι η αφεντιά μου.

Κανείς είπε δε βάσταξε
Θνητός αυτά τα μάγια,
Όταν περάσουν των δοντιών
Μονάχα τα εμπόδια.

Τα μάτια μου λέω σίγουρα
Τον Πολυμήχανο πως θωρούν
Και στη δική σου την ψυχή
Τα μάγια μου δε χωρούν.

Για σένα έλεγ’ ο Ερμής
Με το χρυσό ραβδί στο χέρι,,
Πως απ’την Τροία από δω
Μαύρο καράβι θα σε φέρει.

Στη θήκη του το κοφτερό
Βάλτο να φιλιωθούμε,
Να πάμε στο κρεβάτι μου
Μαζί να κοιμηθούμε.

Έλα μαζί σαν πέσουμε
Και σαν αγκαλιαστούμε,
Εκεί οι υποψίες σου
Όλες πια θα σβηστούνε.

Της είπα, Κίρκη πως ζητάς
Να’ μαι γλυκός μαζί σου,
Όταν συντρόφους μου κρατάς
Σαν χοίρους στο μαντρί σου.

Κι εμένα εδώ οι γλύκες σου        340
Παγίδες μου μυρίζουν,
Μόλις γδυθώ η ανδρεία μου
Κι η δύναμη θα τρίζουν.

Δε θέλω στο κρεβάτι σου
Ποτέ μου να πλαγιάσω,
Όρκο μεγάλο δώσε μου
Κοντά σου να κουρνιάσω.

Πρέπει να λέει καθαρά
Πως δεν με παγιδεύεις
Και άλλο πάθημα κακό
Για μένα δε μαγειρεύεις.

Όταν εκείνη ορκίστηκε
Όπως της το’ χα ορίσει,
Προς το βαθύ κρεβάτι της
Με πήγε να με κοιμίσει.

Πριν όμως στο κρεβάτι της
Κινήσουμε να πάμε,
Τέσσερις σκλάβες έστρωσαν
Τραπέζι για να φάμε.

Κοπέλες ήταν των πηγών
Της Κίρκης παρακόρες,
Των ποταμών που χύνονται
Στο κύμα όλες τις ώρες.

Στους θρόνους κόκκινα χαλιά
Η πρώτη τρέχει και στρώνει
Και από κάτω άπλωσε
Ένα λινό σεντόνι.

Η δεύτερη μας έστρωσε
Τριγυριστά τραπέζια
Κι απάνω τους απόθεσε
Από χρυσό πανέρια.

Η Τρίτη με το κάνιστρο
Το ασημί περνούσε,
Μεσ’ τα χρυσά ποτήρια μας
Γλυκό κρασί κερνούσε.

Έφερε η τέταρτη νερό            360
Στο λέβητα το ρίχνει,
Με πήγε μέσα στο λουτρό
Τα μέλη μου να πλύνει.

Τους ώμους μου τους έλουσε
Κι απέ και το κεφάλι
Και μετ’ ανάμιχτο νερό
Την κούραση θα βγάλει.

Σαν μ’ έλουσε με έτριψε
Με λάδι ευωδιαστό,
Μία χλαμύδα μού’βαλε
Χιτώνα πλουμιστό.

Σαν βγήκα η πεντάμορφη
Με έβαλε σε θρονάκι,
Με τα καρφιά τα ασημιά
Και κάτω του σκαμνάκι.

Μια παρακόρη με χρυσό
Πανέμορφο λαγήνι,
Νερό στα χέρια να νιφτώ
Έριξε σ’ασημιά λεκάνη.

Μπροστά μου ένα σκαλιστό
Τραπέζι θα μου στρώσει
Κι άλλη μια σεβάσμια
Ψωμί θε να μου δώσει.

Η ίδια πάλι με χαρά
Αμέσως θα μου φέρει,
Όσα απ’τα καλούδια της
Μπορούσε να προσφέρει.

Να φάω μου’ λεγε η Θεά
Μον’ η καρδιά μου πέτρα,
Αλλού γι’ αλλού η σκέψη μου
Γύρω μου όλα μαύρα.

Μα μένα που απέραντη
Λύπη μ’ είχε σκεπάσει,
Ούτε μπουκιά δεν άπλωσε
Το χέρι μου να πιάσει.

Με θλίψη τότε η θεά
Πλησίασε να ρωτήσει,
Ποιος είναι ο πόνος ο βουβός
Που μ’ έχει αφανίσει.

Ούτε φαΐ ούτε πιοτό
Δεν άγγιξες τόση ώρα,
Σκέφτεσαι μήπως δόλια           380
Πως είναι όλα τα δώρα.

Ποιος άντρας με φιλότιμο
Σωστός τρώει και πίνει,
Αν πρώτα τα προβλήματα
Που καίνε δεν τα λύνει.

Πως ν’ακουμπήσω το ψωμί
Και το γλυκό κρασί σου,
Αν δεν λυθούν οι σύντροφοι
Απ’το χοιρομαντρί σου.

Αν μου το λες από καρδιά
Μια στάλα ν’ ακουμπήσω,
Τους ποθητούς συντρόφους μου
Θέλω πρώτα να αντικρίσω.

Η Κίρκη απ’το παλάτι της
Σαν μ’άκουσε θα κινήσει,
Με το ραβδί στο χέρι της
Τη μάντρα να ανοίξει.

Έξω σαν βγήκαν έμοιαζαν
Εννιά χρονώ θρεφτάρια,
Καρσί της τα συντρόφια μου
Περίμεναν στην αράδα.

Στον κάθε ένα σύντροφο
Στεκόταν να τον αλείψει,
Με άλλο πάντα βότανο
Τις τρίχες του να ρίξει.

Οι τρίχες όλες έπεσαν
Αυτές που’ χαν φυτρώσει,
Όταν η Κίρκη σε χυλό
Βοτάνι τους είχε δώσει.

Άνθρωποι τώρα γίνανε
Σωστοί καλοφτιαγμένοι,
Πιο νέοι από πρωτύτερα
Και πιο δυναμωμένοι.

Αμέσως με γνωρίσανε
Τα χέρια μου θα μου σφίξουν
Κι ο γόος τους τ’ αρχοντικό
Κλάματα θα γιομίσουν.

Κι η Κίρκη τη συμπόνοια της
Θέλοντας να μου δείξει,
Κοντά μου ήρθε κάθισε                 400
Θέλοντας να μου μιλήσει.

Γιε του Λαέρτη θεϊκέ
Μ' έξυπνο το μυαλό σου,
Πήγαινε τώρα στο γιαλό
Στο πλοίο το γοργό σου.

Σύρε το πλοίο στη στεριά
Τ’άρμενα να τα κρύψεις
Κι ότι άλλο έχεις στις σπηλιές
Μέσα να τ' ασφαλίσεις.

Κι έλα ξωπίσω πάλι εδώ
Πάρε και τα συντρόφια,
Την άφοβη μου την καρδιά
Τη έπεισαν τα λόγια.

Κίνησα τότε στο γιαλό
Στο γρήγορο καράβι
Και βρήκα τους συντρόφους μου
Στην άκρη στ’ακρογιάλι.

Ποτάμι ήταν τα δάκρια
Δάκρια όλο φλόγα,
Που'χυναν τα συντρόφια μου
Απ’το πολύ το κλάμα.

Σαν τα μοσχάρια έκαναν
Που ήταν μαντρισμένα
Και βλέποντας τη μανούλα τους
Έτρεχαν μανιασμένα.

Απ’ τη βοσκή σαν γύριζαν
Να πάνε στο παχνί τους,
Τα μοσχαράκια απανωτά
Πηδούσαν απέναντί τους.

Τα ίδια βγάζαν μουγκρητά
Οι σύντροφοι χοροπηδούσαν,
Σαν τα μοσχάρια που μ’ορμή
Tις μάντρες απειλούσαν.

Έτσι κι αυτοί ορμήσανε
Με κλάματα σα μ’είδαν
Και η καρδιά τους έδειξε
Στο Θιάκι σα να πήγαν.

Στο Θιάκι το βραχόσπαρτο
Στην ποθητή πατρίδα,
Εκεί όπου γεννήθηκαν
Και μου’παν με ελπίδα:

Εμείς χαρήκαμε αρχηγέ
Για σένα που’ρθες πίσω,
Είναι σα να γυρίσαμε
Στο Θιάκι μας ξωπίσω.            420

Κι αφού μετά με ρώτησαν
Για τ’ άλλα τα συντρόφια,
Τους μίλησα ευγενικά
Με τούτα δω τα λόγια:

Το γρήγορο καράβι μας
Ας βγάλουμε στη στεριά
Και στις σπηλιές ας κρύψουμε
Πράγματα και πανιά.

Ετοιμαστείτε γρήγορα
Και μένα ακολουθείτε,
Στης Κίρκης το αρχοντικό
Σε λίγο θα βρεθείτε.

Θα δείτε τους συντρόφους μας
Να τρώνε και να πίνουν
Και όλα όσα θέλουνε
Πλούσια τους τα δίνουν.

Στα λόγια μου υπάκουσαν
Ο Ευρύλοχος αντιδρούσε,
Τους άλλους τους απόπερνε
Με λόγια που πετούσε:

Βρε που θα πάμε άμοιροι
Το χάρο αναζητάτε;
Το πόδι αν πατήσουμε
Να μου το θυμάστε.

Χοίρους η Κίρκη λέοντες
Και λύκους θα μας κάνει
Και κλειδωμένους φύλακες
Στο σπίτι της θα μας βάλει.

Έτσι και σε συντρόφους μας
Ο Κύκλωπας είχε κάνει,
Πηγαίνοντας στη μάντρα του
Τους είχε κι’ αυτούς ξεκάνει.

Αν κι ο Οδυσσέας πίσω τους
Με τόλμη θ’ ακολουθήσει,
Μα σε χαμό  μια του απόφαση
Μπορεί να τους οδηγήσει.

Έτσι αυτός τους μίλησε
Κι εγώ το μελετούσα,
Το δίκοπο μαχαίρι μου
Μη και να το τραβούσα

Αν και μου ήταν συγγενής
Σκέφτηκα να του κόψω
Κι αυτό το ξεροκέφαλο
Στο χώμα να το ξαπλώσω.        440

Κάποιοι απ’τους συντρόφους μας
Με το γλυκό τους λόγο,
Μου’παν να τον αφήσουμε
Για φύλακα στο πλοίο.

Και συ το δρόμο δείξε μας
Να πάμε στο παλάτι,
Είπαν και όλοι ανέβαιναν
Μαζί μου απ’τ’ακρογιάλι.

Ήλθε και ο Ευρύλοχος
Στο πλοίο δε θα μείνει,
Φοβήθηκε πως ο θυμός
Μεγάλος μπορεί να γίνει.

Ως τότε η Κίρκη τους λοιπούς
Συντρόφους μας στο παλάτι,
Τους έλουσε τους άλειψε
Με ευωδιασμένο λάδι.

Τους έντυσε και με σγουρές
Χλαμύδες και χιτώνες,
Μεσ’ το παλάτι τρώγανε
Καλές περνούσαν ώρες.

Όταν αντικριστήκανε
Με τους παλιούς συντρόφους,
Βούιξαν όλα γύρω τους
Σαν άρχισαν τους θρήνους.

Με πλησίασε τότε η θεά
Η σεβαστή και μου’πε ,
Τα πύρινα τα δάκρια
Καιρός να σταματήστε.

Τα ξέρω όσα τραβήξατε
Σε θάλασσα και στεριά,
Μα έλα φάτε μια μπουκιά
Πιείτε και μια γουλιά.        460

Στα στήθια μέσα η καρδιά
Να’ ρθει στα σύνγκαλα της,
Σαν κείνη της βραχόσπαρτης
Να γίνει της Ιθάκης.

Τώρα θλιμμένοι ανήμποροι
Θυμάστε τα βάσανα σας,
Καμιά χαρά δε νιώθετε
Ποτέ μεσ’την καρδιά σας.

Γιατί πολλά σας έτυχαν
Βάσανα στη ζωή σας,
Μας είπε και αγγίξανε
Τα λόγια την ψυχή μας.

Ο χρόνος όμως κύλησε
Οι εποχές περνούσαν,
Μήνες πολλοί τελειώσανε
Κι οι μέρες προσπερνούσαν.

Οι σύντροφοι με φώναξαν
Και μου’παν σε μια γωνα,
Βάλε καημένε πια στο νου
Την πατρίδα μας τη γλυκιά

Αν είν’γραμμένο να σωθείς
Πίσω για να γυρίσεις,
Στη χώρα τη γενέθλια
Στ’ αρχονντικό να ζήσεις.

Την άτρομη μου την καρδιά
Τα λόγια μ’είχαν πείσει,
Μέχρι το βράδι τρώγαμε
Ως του ηλιού τη δύση.

Τα κρέατα ήταν πολλά
Μοσχάτο το κρασί μας,
Τη νύχτα πια να κοιμηθούν
Πήγαν οι σύντροφοι μας.

Κι εγώ στης Κίρκης τ’ απαλό          480
Κρεβάτι που είχα ανέβει,
Πέφτοντας μπρος τα πόδια της
Τούτα τα λόγια ακούει.

Λόγια που ήτανε κοφτά
Και σαν ανακοινώσεις,
Τέλος πια στην υπόσχεση
Κίρκη θέλω να δώσεις.

Λαχτάρα έχω στην καρδιά
Στη χώρα μου να με στείλεις
Κι οι σύντροφοί μου που θρηνούν
Τις ώρες εσύ που λείπεις.

Κι η θεά η λατρευτή
Μ’ ευγένεια θα μου μιλήσει,
Δε σας κρατώ στο σπίτι μου
Η πεθυμιά σαν λείψει.

Μα είναι άλλο το γραφτό
Να κάνετε ταξίδι,
Στον Άδη και στη φοβερή
Να πάτε Περσεφόνη.

Κι εκεί να βρείτε την ψυχή
Του Τειρεσία του συνετού,
Να πάρετε ένα χρησμό
Του μάντη του τυφλού.

Η Περσεφόνη επέτρεψε
Με το μυαλό του να΄νε,
Μονάχα αυτός και οι λοιποί
Σαν ίσκιοι να τριγυρνάνε.

Τα λόγια της στα στήθια μου
Παράλυσαν την καρδιά μου
Κι απάνω στο κρεβάτι μας
Πλημμύρα τα δάκρυα μου.

Και η ψυχή μου τώρα πιά
Ζωή δεν πεθυμούσε,
Ούτ’ ήθελε το βλέμμα της
Το φως πια να κοιτούσε.

Και όταν τέλος χόρτασα
Τον κλάμα και τα ξόδια,
Στην Κίρκη τότε μίλησα
Μ’ απελπισμένα λόγια.

Κίρκη μου στο ταξίδι αυτό       500
Ποιος θα’ναι οδηγός,
Με πλοίο δεν ξανάφτασε
Στον Άδη άλλος θνητός.

Είπα κι η λατρευτή Θεά
Αμέσως θα μ’ απαντήσει,
Τον οδηγό μη σκέφτεσαι
Γιατί υπάρχει λύση.

Άνοιξε τα λευκά πανιά
Πάκτωσε το κατάρτι,
Κάτσε και του βοριά η πνοή
Θα σπρώχνει το καράβι.

Κι σαν σωθεί ο ωκεανός
Όρμο θα συναντήσεις,
Όπου Θα δεις τα φουντωτά
Δάση της Περσεφόνης.

Θα δείτε λεύκες λυγερές
Ιτιές καρπό να τινάξεις,
Στον άπατο ωκεανό
Το πλοίο σου ν’αράξεις.

Εσύ στον Άδη πήγαινε
Πού’ναι αραχνιασμένος,
Κι είν’απ’της Στύγας τα νερά
Ο Αχέροντας ξεκομμένος.

Πυριφλογάτος Κωκυτός
Ποτάμια που βουίζουν,
Τρέχουν μεσ΄τον Αχέροντα
Στον ίδιο βράχο σμίγουν.

Εκεί θα πας πολέμαρχε
Δίπλα του να περάσεις,
Θ’ ανοίξεις λάκκο μια οργιά
Σπονδή για να σταλάξεις.

Για να τιμήσεις τους νεκρούς
Μέλι και γάλα να ρίξεις,
Γλυκό κρασί και με λευκό
Αλεύρι να τα πασπαλίσεις.         520

Στους πεθαμένους τάξε τους
Στο Θιάκι όταν φτάσεις,
Την πιο καλή δαμάλα σου
Γι’ αυτούς θα θυσιάσεις.

Πρέπει μετά και τη φωτιά
Με δώρα να τη στολίσεις,
Μαύρο κριάρι ξέχωρα
Στον Τειρεσία να σφάξεις.

Να είναι το καλύτερο
Απ’όλα όσα θα'χεις
Και στους σεβάσμιους νεκρούς
Δεήσεις ν’ αναπέμψεις.

Σφάξε κριάρι τότε εκεί
Και προβατίνα μαύρη,
Όταν γυρίζουν το λαιμό
Στ’ανήλιαγο σκοτάδι.

Αν τότε συ το πρόσωπο
Αλλού τους το γυρίσεις,
Ατέλειωτες θα΄ναι οι ψυχές
Που θα συναπαντήσεις.

Κατόπιν τους συντρόφους σου
Πρόσταξε να σηκώσουν,
Όλα τ’ αρνιά που σφάχτηκαν
Και να τα συγκεντρώσουν.

Κι αφού εκεί τα γδάρουνε
Και στη φωτιά τα κάψουν,
Στης Περσεφόνης τ’όνομα
Και του Άδη να τα τάξουν.

Και συ να σύρεις το σπαθί
Ώστε να μη μπορέσουν,
Τα άυλα μούτρα των νεκρών
Το αίμα να πλησιάσουν.

Προέχει συ το γέροντα
Προφήτη να συμβουλευτείς,
Tον Τειρεσία πού’ ρχεται
Σε λίγο και θα τον δεις.

Για το ταξίδι θα σου πει
Τη θάλασσα αν περάσεις,
Ποια είναι η απόσταση
Στο Θιάκι πως θα φτάσεις.

Αυτά μου είπε κι η χρυσή        540
Σαν πρόβαλε αυγούλα,
Εκείνη τότε μου ‘βαλε
Χλαμύδα και χιτώνα.

Άσπρο η νύφη φόρεσε
Πολύ μακρύ φουστάνι,
Ζώνη πανέμορφη χρυσή
Φακιόλι στο κεφάλι.

Και τότε εγώ που γύριζα
Του παλατιού τους χώρους,
Σήκωσα με γλυκόλογα
Τους άλλους μου συντρόφους.

Ξυπνάτε μην κοιμόσαστε
Στον ύπνο παραδομένοι,
Πάμε ,από τη σεβαστή θεά
Είμαστε οδηγημένοι.

Τους είπα και τη δυνατή
Έπεισα την καρδιά τους,
Δεν πήρα όμως από κει
Όλους μου τους συντρόφους.

Γιατ’ είχαμε τον Ελλήνορα
Που’ ταν μεν νεαρός,
Για πόλεμο δεν έκανε
Λιγάκι ήταν λειψός.

Από τους άλλους χωριστά
Συντρόφους μου εκείνος,
Δροσιά ποθώντας πλάγιασε
Γιατί ήταν μεθυσμένος.

Σαν ένοιωσε το θόρυβο
Των άλλων τη φασαρία,
Πετάχτηκε μα ‘επρεπε
Να κατεβεί τη σκάλα.

Αντίκρυ της απ’τη σκεπή
Γκρεμίστηκε το κορμί του,
Στον Άδη τον πικρόχολο
Ροβόλησε η ψυχή του.        560

Σαν ήλθαν όλοι στάθηκα
Ανάμεσα τους κι είπα,
Τώρα θα λέτε στη γλυκιά
Θα πάμε την πατρίδα .
 
Όμως η Κίρκη όρισε
'Αλλη διαδρομή,
Στον Άδη να κατέβουμε
Στην Περσεφόνη τη φοβερή 

Χρησμό θα πάρουμ'απ' την ψυχή
Του μάντη Τειρεσία,
Είπα και όλων η καρδιά
Κόπηκε μεσ’τα στήθια.

Εκείνοι πάλι έκλαιγαν
Τραβούσαν τα μαλλιά τους,
Μα όφελος δεν είχανε
Κανένα με τα κλάματα τους .

Φτάσαμε πια στην αμμουδιά
Στο πλοίο μας θλιμμένοι,
Χύνοντας δάκρια καυτά
Βαθιά βαλαντωμένοι.

Ήρθε κι η Κίρκη αόρατη
Στο μαύρο το καράβι,
Μια προβατίνα έδεσε
Μαύρη κι ένα κριάρι.

Ποιος το θεό μπορεί να δει
Ο ίδιος αν δε θέλει,
Μπορεί να δει τα μάτια του
Αν δω και κείθε τρέχει.


Ραψωδία λ

O Oδυσσέας  μιλά  για την πορεία 

    μετά την Κίρκη

Σα φτάσαμε στη θάλασσα    1
Και κάτω στο καράβι,
Το σύραμε στα κύματα
Kι υψώσαμε το κατάρτι.

Μπήκαμε μέσα όλοι μας
Βάλαμε και τ’αρνιά,
Καφτά χύνοντας δάκρια
Σηκώσαμε πανιά.

Πίσ’απ’ το γαλαζόπλωρο
Καράβι αγέρι πρίμο,
Φούσκωνε όλα τα πανιά 
Καλό είχαμε  φίλο

Η Κίρκη η μορφοπλόκαμη
Που σα  θνητή μιλούσε,
Όταν τ’ αγέρι έστελνε
Εμας ξεπροβοδούσε.

Βολέψαμε και τα πανιά
Και μέσα καθισμένοι,
Στο πλοίο που ο άνεμος
Καλά πια το πηγαίνει.         10

Με κυβερνήτη άξιο
Και πρίμο τον αγέρα,
Το πλοίο μας αρμένιζε
Με τα πανιά ανοιγμένα. 
 
Όλη τη μέρα έπλεε 
Ως του ηλιού το γέρμα,
Την ώρα που ισκιώνανε 
Οι δρόμοι πέρα ως πέρα.

Στ’ ωκεανού την άβυσσο
Φτάσαμε πιά και είδα,
Πως ήταν των Κιμμέριων
Ο τόπος κι η πατρίδα,

Που τους σκεπάζουν σύννεφα
Σ'αντάρα  τυλιγμένοι 
Κι ο ήλιος με τις ακτίνες του
Εκεί ποτέ δε βγαίνει.

Ούτε σαν ανηφόριζε
Στων αστεριών τα ουράνια,
Τους δύσμοιρους τους σκέπαζαν
Πολύ βαθιά σκοτάδια. 

Στο ρέμα του Ωκεανού
Πήγαμε με τ’ αρνιά μας          20
Κι απε όπου συμβούλεψε
Η Κίρκη την αφεντιά μας.        


Ο Οδυσσέας στον Άδη 

με προτροπή   της Κίρκης

Ο Περιμήδης τα σφαχτά          23
Τ’ άδραξε κι ο Ευρύλοχος,
Τράβηξα κι εγώ από μηρό
Το κοφτερό μου ξίφος.

Άνοιξα λάκκο μια οργιά
Του πλάτους και το μάκρους
Κι γύρω γύρω έκανα
Σπονδή στους πεθαμένους.

Μέλι με γάλα στην αρχή
Μετά κρασί πολύ γλυκό,
Το τρίτο ήταν το νερό
Κι απε αλεύρι απ’το λευκό.

Και στα κεφάλια τα νεκρά
Έταζα πως θα σφάξω,
Στέρφα αγελάδα να'ναι νια 
Στο Θιάκι σαν θ’αράξω.

Την πιο καλή και τη φωτιά
Με δώρα θα στολίσω,
Μαύρο κριάρι χωριστά
Στον Τειρεσία θα θυσιάσω.
 
Τάματα κι ευχές για τους νεκρούς
Και παρακλήσεις γίναν
Κι απέ με αίμα των αρνιών   
Τα χώματα ποτιστήκαν.
 
Σε λίγο να’σου οι ψυχές
Ήλθαν των πεθαμένων,
Λεύτερων κοριτσιών και αγοριών
Και των βασανισμένων γέρων.
 
Παρθένες λυγερόκορμες  
Με πρόσφατη στεναχώρια
Κι άλλοι που τους χτυπήσανε
Με χάλκινα κοντάρια.                40          
 
Μ’ άρματα γεμάτα αίματα
Σε πόλεμο σκοτωμένοι                      
Κι όλοι στο λάκκο τρέχανε
Χιλιάδες από παντού φερμένοι.
 
Έτρεχαν και ουρλιάζανε
Που τρόμαξαν και μένα,
Μα όρισα να γδάρουνε
Τ’αρνάκια τα σφαγμένα.
 
Ήταν αυτά που κείτονταν
Σφαγμένα από μαχαίρι,
Κι εγώ στην Περσεφόνη τα’ταξα
Και στο σκληρό της ταίρι.

Τη σπάθα μου προς τους νεκρούς
Τράβηξα απ’το μηρό,
Να μην μας φτάσουνε προτού
Την ψυχή του Τειρεσία να δω..
 
Πρώτη ήλθε του συντρόφου μας
Ελπήνορα η ψυχή του,
Που δεν το είχε ακόμα η γη
Σκεπάσει το κορμί του.

Στης Κίρκης τον αφήσαμε
Τ’ αρχοντικό παλάτι,
Άκλαφτο κι άθαφτο γιατί
Μας έσπρωχνε άλλ’ ανάγκη.

Kαι σαν τον είδα δάκρυσα
Με την καρδιά κομμάτια,
Να του μιλώ ξεκίνησα
Με λόγια λυπημένα.

Ελπήνορα πως έφτασες
Μεσ’ το θολό σκοτάδι,
Πεζός εσύ με πρόλαβες
Κι ας είχα εγώ καράβι.

Είπα κι αυτός μ’απάντησε
Με κλάματα θα λυγίσει,                 60
Οργή θεού με τύφλωσε
Και το πολύ μεθύσι.

Πεσμένος όπως βρέθηκα
Στ’ αρχοντικό της Κίρκης,
Δε σκέφτηκα τη αψηλή
Τη σκάλα της αυλής της.

Έπεσα κουβάρι αντίκρυ της
Απ’τη σκεπή ίσια κάτω,
Ο σβέρκος μου πετάχτηκε
Με κόκκαλα προς τα έξω.

Έτσι ροβόλησ’η ψυχή
Στον άχαρο τον Άδη.

 Σ’ορκίζω τώρα να χαρείς
Του φίλους σου στο σπίτι,
Το ταίρι σου, τον πατέρα σου
Που σ’έτρεφε  μωράκι,

Aκόμα και στον Τηλέμαχο
Σ’ορκίζω το μοναχογιό σου,
Που στο παλάτι τ’αψηλό
Τον έχεις το δικό σου.

Γιατί το ξέρω απ’το βαθύ
Τον Άδη θα γυρίσεις,
Στης Κίρκης πάλι το νησί
Το πλοίο σου θα προσορμίσεις.

Σ’ ορκίζω βασιλιά μου εκεί
Κι εμένα να θυμηθείς
Κι άθαφτο πίσω κι άκλαφτο
Να μη με παρατήσεις.

Να κάψεις το κουφάρι μου 
Με την αρματωσιά μου,
Στοιχειό μη και με κάνουνε (οι θεοί)
Για σένα βασιλιά μου.

Και μνήμα χτίσε μου κοντά
Στο κύμα στο περγιάλι,
Για να θυμούνται οι στερνοί
Το δόλιο παλληκάρι.

Κι όταν αυτά τα κάνεις               80
Στον τάφο μου βάλε κουπί,
Σαν το κουπί  που λάμναμε
Οι σύντροφοι όλοι μαζί.

Αυτά μου’ πε κι απάντησα
Με λόγια λυπημένα,
Στα τάζω  του απάντησα
Όλα αυτά για σένα.

Στενάχωρας ανταλλάξαμε
Λόγια με τον καημένο
Κι εγώ κρατούσα το σπαθί
Στο αίμα από πάνω.

Σε λίγο πρόβαλ’ η ψυχή
Της μάνας μου της Αντικλείας,
Που ζωντανή την άφησα
Στον πηγαιμό της Τροίας.

Και σαν την είδα δάκρυσα
Μάτωσε η καρδιά μου,
Μα δεν την άφησα κι αυτή
Στο αίμα να’ρθει κοντά μου.
 
Μ’όλο τον πόνο που’ νιωθα
Mαζί της να μιλήσω,
Toν Τειρεσία έπρεπε
Πρώτα να συναντήσω.

Tου Τειρεσία η ψυχή
Τότ’ήρθε του Θηβαίου,
Σκήπτρο κρατούσε ολόχρυσο
Με γνώρισε λέγοντας μου.
 
Γιε του Λαέρτη θεϊκέ
Πολυμήχανε Οδυσσέα,
Γιατί’ ρθες δόλιε κι άφησες
Του ήλιου την αψάδα.

Ήρθες του ΄Αδη να γευτείς
Την άχαρη κοινωνία?
Σύρ’απ’το λάκκο το σπαθί
Και κράτησε το αλάργα.

Αίμα να πιώ και να σου πω
Ποια  είναι η αλήθεια.
Εγγώ την  ασημοκάρφωτη
Απέσυρα τότε  τη σπάθα.

Κι όταν το μαύρο ο άριστος
Προφήτης ήπιε το αίμα,
Άρχισε τότε να μιλά
Και μου’πε αυτά τα λόγια.                  100
 
Τον γλυκοπόθητο ζητάς
Οδυσσέα γυρισμό σου,
Μα δύσκολα κάποιος θεός
Θα κάνει το δικό σου.

Nα ξέρεις πως ο σαλευτής(Ποσειδώνας)
Του κόσμου έχει θυμώσει,
Και έχει μίσος στην καρδιά
Το γιο του που’ χες τυφλώσει,
 
Παρ’όλα αυτά και με  δεινά
Θα πάτε στην Ιθάκη,
Αν το ποθείς πραγματικά
Εσύ και το συνάφι..

Στης Θρινακίας το νησί
Πρώτα θα βρεις να αράξεις ,
Όταν με το γερό σου το σκαρί
Σώος εκεί θα φτάσεις.

Σε τούτο το μενεξεδί γιαλό
Στου Ήλιου τα χωράφια,
Θα βρείτε πρόβατα πολλά
Να βόσκουνε και βόδια.

Μην τα πειράξεις αν ποθείς;
Να φτάσεις στην πατρίδα,
Όλα τα βλέπει από ψηλά
Μα και τ’ ακούει όλα.
 
Γιατί αντίθετα μπορεί
Αν τύχει τα πειράξτε,
Καράβι, σύντροφοι κι εσύ
Πικρά θα μετανιώστε.

Και αν σωθείς πολύ αργά
Θα φτάσεις δυστυχώς
Και δίχως τους συντρόφους σου
Με ξένο πλοίο μοναχός.
 
Στο σπίτι σου παθήματα
Μ’ ανθρώπους  θα συναντήσεις,
Που ροκανίζουν γρήγορα
Το βιός σου με καταχρήσεις.

Δίνουνε προίκες την πιστή
Γυναίκα σου να τουμπάρουν,           120
Γι’ αυτό  οι παρανομίες τους
Σ’ εσένα μπελά θα βάλλουν.
 
Κι όταν τους μνηστήρες πια
Περάσεις  από λεπίδι,
Με πονηριά ή φανερά
Μεσ’το δικό σου σπίτι,

Διάλεξε , φύγε σε λαούς
Μ’ ένα κουπί καλό ,
Σ’ όποιους  δε βλέπουν θάλασσα
Κι ανάλατο τρών το φαγητό,
 
Μήτ’ από πλοία ξέρουνε
Που κόκκινη πλώρη έχουν,
Ούτε κουπιά που’ ναι φτερά
Καθόλου δεν τα ξέρουν.
 
Ένα σημάδι αλάθευτο
Θα σου το πω να ξέρεις
Που λάθος δε θα κάνεις.

Όπου βρεθείς με το κουπί
Και κάποιον συναντήσεις,
Αν  λυχνιστήρι σου το πει
Στο χώμα να  το μπήξεις.
 
Πανέμορφα εκεί σφαχτά
Στον Ποσειδώνα να σφάξεις,
Κριάρι, κάπρο  νεαρό
Και ταύρο να θυσιάσεις.

Θυσίες ακόμα  αρχοντικές
Σαν φτάσεις στην πατρίδα,
Να κάνεις σ’ όλους τους θεούς
Που ζούνε στα ουράνια.
 
Και μακριά από θάλασσες
Ο θάνατος σου θα’ρθει,
Μα σε βαθιά γεράματα
Στο σπίτι σου θα σ’ εύρει.

Eυτυχισμένο γύρω σου
Θ’ αφήσεις το λαό σου.

Όση αλήθεια ήξερα                    140
Την είπα Οδυσσέα     

Τα’χουν γραμμένα οι θεοί
Οι ίδιοι Τειρεσία,
Τ’ απάντησα σαν μίλησε
Με λίγα μόνο λόγια.
 
Μα ξήγησε μου και αυτό
Και πες μου την αλήθεια,
Είν’ η ψυχή της  μάνας μου
Κείνη  που βλέπω η δόλια,
 
Στο αίμα και σε μένανε
Αμίλητη κοιτάει,
Μάτια δε σήκωσε να δει
Ποιος είμαι δε ρωτάει.
 
Πες μου αφέντη πως μπορεί
Να μη μ’ αναγνωρίσει.
Εύκολο πράγμα μου ζητάς
Kι η πείρα μου θα σε φωτίσει.
 
Όποιον στον αίμα απ’τους νεκρούς
Αφήνεις να πλησιάσει,
Ότι κι αν ξέρει θα στο πει
Δε θα σε ξεγελάσει.

Κι όποιον δε θες ξωπίσω του
Αυτός θα φύγει πάλι

Αυτά είπε η ψυχή του Τειρεσία 
Στον Άδη θα γυρίσει
Σαν όλα αποτέλειωσε
Της μοίρας τα γραμένα

Μα εγώ αμετακίνητος 
Καθόμουν εκεί πέρα,
Ώσπου ήλθ' η μάνα μου  
Και ήπιε απ' το μαύρο αίμα.




Ο κύρης  μου θέλω να μου  πεις
Κι ο μοναχογιός μου τι κάνουν ,
Αν την βασιλεία κράτησαν
Ή άλλοι την κατέχουν.
 
Πιστεύουν αλήθεια πως εγώ
Πίσω πως δεν θα πάω;    
Μα  της γυναίκας μου η καρδιά
Τι νοιώθει θέλω να μάθω.

Ποιός ήμουνα κατάλαβε
Με μιας και μες το κλάμα
Μου μίλησε μ'αλλόκοτα
Με μπερδεμένα λόγια.

Γιε μου πως ήλθες ζωντανός 
Στα μαύρα εδώσκοτάδια
Αδύνατο οι ζωντανοί
Να τ'αντικρίζουν τούτα.

Tα ρέματα είναι βαθιά
Μεγάλοι οι ποταμοί στη μέση, 
Και αρχικά  που τον Ωκεανό 
Αδύνατο  κανείς να τον περάσει.

Δίχως καράβι γρήγορο                                                 160
Κι όταν είναι  πεζός.

Μην ήλθες απ'την Τροία με πιστούς 
Συντρόφους με καράβι,
Καιρό πολύ να δέρνεσαι
Κι ακόμα να πας στο Θιάκι.
 
Στο σπίτι στο ταίρι σου 
Ακόμα δεν το είδες

Με δυο μου λόγια τότε εγώ
Έτσι της απαντώ,
Μάνα η ανάγκη μ'έκανε 
Στον Άδη να κατεβώ.

Απ' του μάντη Τειρεσία την ψυχή
Χρησμό ήλθα να πάρω.

Κοντά σε χώμα Αχαιών
Δε βρέθηκα ακόμα,
Ούτε πάτησα δική μας γη
Μον' συμφορά και βάσανα.

Απ' όταν ακολούθησα
Του Ατρέα το γιό το θεϊκό
Στην Τροία των ξακουστών φοράδων της 
Τους Τρώες να πολεμήσω.

Με  όλη την αλήθεια,
Μα έλα πες μου τούτο δα
Ποιός την καρδιά σου έριξε
Κάτω του θανατά.

Μήπως αρρώστια αγιάτρευτη
Ή   Άρτεμη με τη σαγήνη   
Και  τις πυκνές της  σαϊτιές 
Σου πήρε  τη ζωή.

Και πες μου για τον πατέρα μου
Το γιο μου που' χω αφήσει,
Τη βασιλεία αν κρατούν 
Ή  άλλος την έχει καταπατήσει.

Ίσως νομίζουν πως εγώ 
Πίσω πως δε θα πάω.

Μα πες μου και για της γυναίκας μου      180
Τη γνώμη της καρδιάς της.

Αν μένει κοντά με το παιδί
Το σπίτι αν κουμαντάρει,
Ή Αχαιός πρωτάρχοντας
Κάποιος την έχει πάρει.
 
Είπα κι αυτή μ’ απάντησε
Η μάνα μου η σεβαστή,
Πως μένει ναι στ’ άρχοντικό
Με μια  καρδιά πιστή.
 
Πικρές οι νύχτες της περνούν
Κι οι μέρες όλο θλίψη,
Την όμορφη βασιλεία σου
Κανείς δεν έχει κλέψει.
 
Ήσυχα κι ο Τηλέμαχος;
Φροντίζει τα περβόλια
Και συμμετέχει ισότιμα
Σ’ επίσημα  τραπέζια.
 
Σε όσα οφείλει ως δίκαιος
Κριτής να συμμετέχει,
Διαλέγει τα απαραίτητα
Το κράξιμο  όλων αντέχει.
 
Ο γέροντας πατέρας σου
Στο ξοχικό του μένει,
Στη χώρα πια δεν έρχεται
Ούτε κρεβάτι έχει,
 
Σαν κείνο που του βάζουνε
Απάνω του ένα στρώμα,
Ούτ' έχει και σκεπάσματα
Και κεντητά σεντόνια.
 
Κ αι το χειμώνα σπίτι του
Κοιμάται με τους δούλους,
Δίπλα στο τζάκι καταγής
Κι αυτός φτωχά ντυμένος

Tο καλοκαίρι που’ρχεται
Ο δροσερός ο τρύγος,
Πάνω στα αμπελόφυλλα
Που πέφτουν τον παίρνει ο ύπνος
 
Στα κτήματα τα καρπερά
Μ’αμπέλια φυτεμένα,
Κείτεται εκεί κι οι  στεναγμοί
Πληθαίνουν μέρα τη μέρα;.
 
Του γυρισμού σου ο καημός          200
Μεσ΄την καρδιά μεγάλος,
Γιατί πικρά γεράματα
Έχει πια τώρα ο έρμος.

Μέσα στον τάφο μ’έριξε
Ίδιος καημός κι εμένα,
Δεν έτρεξε στο σπίτι μου
Να μ’ εύρει η Σαϊτεύτρα.
 
Με τις πυκνές σαΐτες της
Δεν πήρε τη ζωή μου,
Μητ’ άλλη αρρώστια νέκρωσε
Στα στήθια την καρδιά μου.
 
Mον’ ο καημός με έφαγε,
Παλληκάρι μου Οδυσσέα
Που σε κοσμεί η γνώση σου
Κι έχεις τρυφερή καρδιά.

Έτσι είπε και τα στήθια μου
Τα φλόγιζε μια λαχτάρα,
Να αγκαλιάσω την ψυχή
Ωιμέ  απ’ την έρμη  μάνα.
 
Όρμησα τότε τρεις φορές
Σφιχτά να την αγκαλιάσω,
Πέταξε όμως τρεις φορές
Σαν ίσκιο θα τη χάσω.
 
Κι ο πόνος μου ανέβαινε
Πικρός απ’την καρδιά
Φωνάζοντας της έλεγα
Mε λόγια θλιβερά
 
Μανούλα  γιατί δε στέκεσαι
Σφιχτά ν’ αγκαλιαστούμε,
Θρήνο στον  Άδη παγερό
Να μην τον λυπηθούμε.

Mην είσαι κάποιο αερικό
Που το’στειλε η Περσεφόνη,
Τους πόνους που’χω στην καρδιά
Μεγάλους να τους κάνει.
 
Είπα και η μανούλα μου
Απάντησε αμέσως:
Αχ γιε μου απ’όλους πιο πολύ
Στον κόσμο δυστυχισμένος
 
Όχι δε σε ξεγέλασε
Εσένα η κόρη του Δία(Περσεφόνη),     220
Όμως αυτή’ναι σαν πεθάνουνε
Όλων των θνητών η μοίρα.

Τα κόκαλα ,τις σάρκες τους
Τα νεύρα δεν τα συγκρατούν,
Αλλά τα παίρνει η δύναμη
Της θέρμης κι έτσι λιώνουν.
 
Κι όταν τα κόκαλα η ζωή
Τ’άσπρα θα τα αφήσει
Σαν να’ταν όνειρο η ψυχή
Γυρίζει σαν θα πετάξει.
 
Μον πήγαινε γοργά στο φως
Αφού εδώ όλα τα μάθεις
Κατόπιν στη γυναίκ;α σου
Να’χεις να της περιγράφεις.
 
Aυτά τα λόγια λέγαμε
Κι ήλθαν πολλές γυναίκες
Η Περσεφόνη η τρομερή
Τις έστειλε και να’τες.
 
Κι ερχότανε με τη σειρά
Τότε η κάθε μια τους
Κι εγώ ρωτούσα όλες του
Ποια ήταν η γενιά τους.
 
Όλες γυναίκες αρχηγών
Κι αρχόντων Θυγατέρες,
Στο αίμα γύρω στριμωχτά
Το μαύρο ήταν όλες.
 
Και κάθε μια λογάριαζα
Χώρια να τη ρωτήσω
Κι η σκέψη αυτή μου φάνηκε
Καλύτερη να  διαλέξω.
 
Aπ’το μηρό μου τράβηξα;
Το μακρύ  μου  σπαθί
Και δεν τις άφησα να πιούν
Το αίμα όλες μαζί.
 
Ερχότανε  με τη σειρά
Τότε η κάθε μια τους
Και τις ρωτούσα τότε εγώ
Πια ήταν η γενιά τους.
 
Τότε είδα πρώτη την Τυρώ
Που’ταν αρχοντοπούλα
Και μου’λεγε πως πατέρα της
Eίχε το Σαλμωνιά.
 
Άντρας  μου’είπε ο Κριθιάς(Κριθέας)
Ο λεβεντογιός του Αιόλου,                        240
Μα ένα ποτάμι αγάπησε
Το πιο όμορφο του κόσμου.

Ο Ενιπέας ήτανε
Ποτάμι θεϊκό
Και η Τυρώ ολημερίς;
Δίπλα στο δροσερό του νερό.
 
Kαι τη μορφή του παίρνοντας(ποταμού)
Ο σαλευτής του κόσμου
Στο στόμα του την πλάγιασε
Του αφρισμένου ποταμού.
 
Θεόρατο υψώθηκε
Το άλικο το κύμα
Κι έκρυψε ολόγυρα
Θεό και θνητή γυναίκα.
 
Μέσα στον ύπνο έλυσε
Τη ζώνη απ’ την  παρθένα
Κι όταν της αγάπης τέλειωσε
Ο  θεός πια τα έργα,
 
Χάδι γλυκό της έδωσε
Λέγοντας  τρυφερά:
Χαρά για σένα λυγερή
Η αγάπη μου η γλυκιά.
 
Κι όταν φτάσει η ώρα σου
Θα κάνεις δυο αγόρια
Γιατί η στρώση των θεών
Δεν είναι δίχως φύτρα.
 
Μεγάλωσε τα με χαρές
Με χάδια να τ' αναστήσεις,
Τώρα τράβα στο σπίτι σου
 Και μη με μαρτυρήσεις.
 
Ο Ποσειδώνας είμαι και κανείς
Πρόσεχε μην το μάθει,
Έτσ’είπε και στα κύματα
Εβούτηξε κι  εχάθη.

Και τον Νηλέα  γέννησε              260
Εκείνη  και  τον Πελία ,
Που βασιλιάδες έγιναν
Με ευλογία του Δία.
 
Στην Ιωλκό με τους; Φαρδείς
Τους δρόμους ο Πελίας
Πλούσιος πολύ σ’αρνιά
Στην Πύλο ο Νηλέας.
 
Κι άλλα απόκτησε παιδιά
Ως βασιλέων γυναίκα
Με τον Κριθιά ,τον Αίσονα
Το Φέρη και τον Αμυθά.
 
Τη μορφοκόρη του Ασωπού
Απέ την Αντιόπη είδα
Που’λεγε πως κοιμήθηκε
Στην αγκαλιά του Δία.
 
Κι έκανε το λεβεντονιό
Το Ζήθο και τον Αμφίονα,
Που πρώτοι την εφτάπορτη
Θεμέλιωσαν τη Θήβα
 
Έχτισαν κάστρο ολόγυρα
Στην πόλη που’ταν  πλατιά
Κι ατείχιστη δεν φυλάγονταν
Αν κι  είχαν  παλληκαριά
 
Eίδα και την Αλκμήνη
Το ταίρι του Αμφιτρίωνα,
Πού’κανε το λιονταρόψυχο
Κι ατρόμητο Ηρακλέα.
 
Τον έκανε σαν πλάγιασε
Στου Δία την αγκάλη
Κι απε είδα του Κρέοντα
Την κόρη τη Μεχάρη.
 
Αυτή του Αμφιτρίωνα
Ο γιός την είχε πάρει.

Πρόβαλε και του Οιδίποδα
Η μάνα η Επικάστη
Η όμορφη που άμυλα
Το γιο της στεφανώθη.

Εκείνος τον πατέρα του
Tον σκότωσε και την πήρε
Κι άξαφνα του Κρόνου ο γιός
Στον κόσμο το διαλαλούσε.                  280
 
Με πίκρες τη βασίλεψε
Τη πολυαγαπημένη Θήβα,
Και τους Θηβαίους με των θεών
Κυβέρνησε κατάρα.
 
Κι εκείνη στον αγύριστο
Κατέβηκε τον Άδη
Αφού ψηλά κρεμάστηκε
Με μια θηλιά από λύπη.
 
Πέφτοντας  πίσω άφησε
Με βάσανα τo γιό της
Απ’τις κατάρες που πολλά
Φέρνουν για  το βλαστό της .
 
Τη Χλώρη είδα τη γλυκιά
Που ο Νηλέας πριν χρόνια
Την πήρε για τα κάλλη της
Κι έδωσε πλούσια δώρα.
 
Η πιο μικρή του Αμφίονα
Αυτή του Γιάσου ήταν κόρη
Που κείνος στον Ορχομενό
Με δόξα είχε βασιλέψει.
 
Στην Πύλο αυτή βασίλεψε
Και γέννησε τρία αγόρια
Το Νέστορα, το Χρόμιο
Και τον Περικλυμένη ακόμα.
 
Μα και τη λυγερή Πηρώ
Σ’όλο το κόσμο θαύμα,
Που ταίρι της την πόθησαν
Τριγύρω όλα τ’ αγόρια.
 
Μα ο Νηλέας θα’δινε
Την κόρη του εκείνου,
Που απ’τη Φυλάκη θ’άρπαζε
Τα βόδια του Ιφίκλου.
 
Τα βόδια που θα του’φερνε
Είχαν στριφτά τα πόδια,
Τα μέτωπα πολύ φαρδιά
Αμέρωτα ακόμα.
 
Μα ένας μάντης μοναχά
Του’ταξε να τ’αρπάξει απ’όλους
Μα η μοίρα ήτανε τα δεσμά
Τ’ανίκητα απ’τους βουκόλους.
 
Στο τέλος όμως πέρασαν
Οι μέρες και οι μήνες                300
Κι ο ‘Ιφικλος μαλάκωσε
Σαν άλλαξαν χρόνια κι εποχές

Τον έλυσε απ’τα δεσμά
Αφού του είπε πρώτα
Πως ήταν το γραμμένο του
Το θέλημα του Δία.
 
Η Λήδα πρόβαλε μετά
Του Τύνδαρου το ταίρι
Πού’ καμε δυο λεβέντες γιούς
Τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη.
 
O Κάστορας ήταν στ’άλογα
Τεχνίτης πολύ καλός
Κι ο Πολυδεύκης στις γροθιές
Ήτανε τρομερός.
 
Τα δυο αδέλφια ζωντανά
Βρίσκονταν μεσ’τη γη
Κι ο Δίας μεσ’τον τάφο τους
Τους έδωσε άλλη χάρη,
 
Άλλοτε να’ναι ζωντανοί
Κι άλλοτε πεθαμένοι
Καθένας με τη μέρα του
Αθάνατοι τιμημένοι.
 
Είδα και την Ιφιμέδεια
Γυναίκα του Αλωέα
Που έλεγε πως κοιμήθηκε
Κοντά στον Ποσειδώνα.
 
Τα δυο παιδιά που γέννησε
Έζησαν λίγα έτη,
Τον Ώτο τον ισόθεο και
Τον ξακουστό Εφιάλτη.
 
Ήταν κι οι δυο οι πιο ψηλοί
Απ’όσους ο κόσμος φτιάχνει
Κι έπειτα  απ’τον Ωρίωνα
Σε ομορφιά  σε κάλλη.
 
Εννιά χρονώ σαν έγιναν
Εννιάπηχοι ήταν στο πλάτος
Kι έφτασαν τις εννιά οργιές
Nα γίνουνε στο μάκρος
 
Και τους θεούς φοβέριζαν
Πως στα; Ψηλά ουράνια
Πολέμου αδυσώπητου
Θα στήσουνε τη λύσσα
 
Να βάλουν σκαρφιστήκανε
Τον Όλυμπο πάνω στην Όσσα        320
Κι απε το Πήλιο το πυκνό
Να φτάσουν στα ουράνια.
 
Θα το’κανε μα τους πρόφτασε
Τους πήρε πριν την ώρα
Ο γιός του Δία που η Λητώ
Τον γέννησε η πανώρια.(Απόλλων).
 
Τους πήρε πριν το χνούδι τους
Ανθίσει στα μηλίγγια
Και πριν να βγουν στα μάγουλα
Τα πιο πυκνά τους γένια.
 
Eίδα τη Φαίδρα και την Πρόκρη
Και την κόρη του Μίνου
Με την κακή τη θέληση
Την όμορφη Αριάδνη.
 
Και ο Θησέας ο ξακουστός
Την πήρε απ’την Κρήτη
Την έφερε στην Ακρόπολη
Των Αθηνών την ευλογημένη
 
Μα πριν ακόμα τη χαρεί
Η Άρτεμη θα τη σκοτώσει
Στη Δία(νησάκι)αφού έτρεξε
Ο Διόνυσος να την ενημερώσει.
 
Με την Κλυμένη πρόβαλε
Η Εριφύλη και η Μαίρα
Η άπιστη που ατίμασε
Τον άντρα της για το χρήμα.
 
Απ’όσες γυναίκες αρχηγών
Είδα και θυγατέρες,
Δε θα μπορέσω δυστυχώς
Να τις κατονομάσω όλες.
 
Η νύχτα αυτή δε θα’φτανε
Κι ώρα πια για ύπνο
Δω πέρα ή με τους ναύτες μου
Ή στο γοργό το πλοίο.
 
Κι εσείς πρώτα Θεός
Φροντίστε το ταξίδι

Έτσι είπε και χωρίς μιλιά                340
Όλοι είχαν απομείνει
Μεσ’το παλάτι το σκιερό
Όλοι ήταν μαγεμένοι.
 
Και πρώτη απ’όλους άρχισε
Στους Φαίακες να μιλά
Με τα λευκά χεράκια της
Η Αρήτη και να τους λέει.
 
Φαίακες πως να φαίνεται
Η ομορφιά ετούτου
Ακόμα και τ’ ανάστημα
Και το γερό μυαλό του.
 
Δικός μου ο ξένος
Μα και για σας είναι τιμή
Κι έτσι να τον ξαποστείλετε
Μη  βιάζεστε ,ντροπή.
 
Δώρα μη τσιγκουνεύεστε
Όσα  ανάγκη τα’χει,
Δόξα να έχουν οι θεοί
Το βιός μας περισσεύει.
 
Τοτ’είπε  ο απόμαχος
Εχένιος δυο κουβέντες,
Μιας κι ήταν γεροντότερος
Στους Φαίακες τους παρόντες .
 
Σύμφωνα μες τη γνώμη μας
Κι όπως αρμόζει πράξτε
Η λογική βασσίλισσα
Μιλά ,να την ακούστε.
 
Μα ο λόγος όπως κι η δουλειά
Στου Αλκίνου είναι τα χέρια.
Και κείνος τότε απαντά
Με δυο και κείνος λόγια.
 
Θα γίνει πράξη ο λόγος σας
Ως βασιλιάς αν ζήσω,
Εγώ για τους θαλασσόδαρτους
Τους Φαίακες ν’αποφασίσω..
 
Κι ο ξένος όσο κι αν καίγεται
Να φτάσει στην πατρίδα
Ας περιμένει ως αύριο
Να του μαζέψω δώρα.
 
Όσο για  το ταξίδι του
Οι άνδρες θα βρουν τον τρόπο
Όλοι κι εγώ από κοντά
Που κυβερνώ τον τόπο.               360
 
Τότε έτσι απάντησε
Ο πάνσοφος Οδυσσέας:

Αφέντη, Αλκίνο, Βασιλιά
Απ’όλους παινεμένος
Θα’ μενα αν μου λέγατε
Κι ας πέρναγε και χρόνος.
 
Αφού τότε θα με στέλνατε
Με τ’ ακριβά σας δώρα
Τι άλλο να’ θελα κι’ εγώ
Απ’ το όφελος αυτό για μένα
 
Nα φτάσω θα’ναι όφελος μου
Να φτάσω στην πατρίδα,
Mα πιότερο καλόδεχτος
Θα’μαι με γεμάτα  χέρια .
 
Καλόδεχτος και τιμημένος
Απ’όσους θα συναντήσω
Κοντά μου θα’ρθουν να  με δουν
Στο Θιάκι σαν γυρίσω.
 
Και τότε πάλι απάντησε
Ο σεβαστός Aλκίνος.

Όταν κανείς στο πρόσωπο
Σε δει δε δείχνεις ψεύτης
Μα ούτε κι απ’τις χιλιάδες
Που τρέφει  ο κόσμος ξελογιαστής.
 
Αυτοί στα πέρατα της γης
Παντού κανείς τους βρίσκει
Σκαρώνουν τέτοια ψέματα
Που ο νους δεν τα βάζει.
 
Mα συ έχεις ευγένεια
Στους τρόπους έχεις χάρη
Και σαν καλός αφηγητής
Μας τα΄πες και με τέχνη
 
Των Αχαιών τα βάσανα
Τις δικές σου ταλαιπωρία
Μον’έλα ξήγα μου κι αυτό
Και πες μου μόνο αλήθεια,
 
Aν είδες κανένα σύντροφο
Στην Τροία απ’όσους ήταν
Μαζί σου που πολέμησαν
Και μαύρο χάρο βρήκαν.
 
Μεγάλη η νύχτα,ατέλειωτη          380
Μα δεν είναι για ύπνο η ώρα
Έτσι πεθαίνω να μου πεις
Για τούτα τα θαυμαστά τα έργα.
 
Γιατί ν’ αντέξω εύκολο
Για μένα όσο να φέξει
Αρκεί ν’ακούω να μου λές
Τα βάσανα που’χες περάσει.

Τότε  ο επινοητικός
Του είπε Οδυσσέας

Αλκίνο που’ σαι  λατρευτός
Κι απ’ όλους παινεμένος,
Το κάθε τι στην ώρα του
Ο ύπνος μα κι ο λόγος.
 
Κι αν θέλεις κι άλλα βάσανα
Ν’ ακούσεις πιο μεγάλα,
Άλλων συντρόφων μου μπορώ
Να σου τα πω και κείνα.
 
Συντρόφων μου που γλίτωσαν
Απ’ της Τροίας το μακελλειό
Και χάθηκαν από άπιστες
Γυναίκες στο γυρισμό.
 
Σαν σκόρπισε όλες τις ψυχές
Των γυναικών η Περσεφόνη,
Ήλθε κι η ψυχή του βασιλιά
Του Αγαμέμνονα θλιμμένη.
 
Τριγύρω της τότε στην ψυχή
Οι άλλες είχαν μαζευτεί,
Όσες μαζί στου Αίγισθου
Το παλάτι είχαν χαθεί.
 
Με γνώρισε απ’τη στιγμή
Που ήπιε μαύρο αίμα,
Κλαίγοντας τότε με λυγμούς
Κυλούσαν και τα δάκρυα.
 
Τα νεύρα του δεν ήτανε
Σαν πρώτα σταθερά,
Τα μέλη του σαν πρώτα
Τα μέλη του τα λυγερά.
 
Όπως τον είδα δάκρυσα
Κι η καρδιά μου είχε ματώσει,         400
Έτσι με λόγια πεταχτά
Θλιμμένος του’ χα μιλήσει
 
Γιέ του Ατρέα ξακουστέ
Αγαμέμνο πρώτ’ άρχοντα,
Ποια μοίρα του αξύπνητου
Θανάτου είσαι θύμα.
 
Μη σ’ έπνιξε στα καράβια σου
Τα γρήγορα ο Ποσειδών,
Με σήκωμα ανίκητων
Ανέμων κι άγριας μπόρας.

Εχθροί μη και σε σκότωσαν
Σε άκρες στης στεριά,
Σαν άρπαζες βόδια κι αρνιά
Από όμορφα κοπάδια.
 
Η πολεμώντας  πήγαινες
Τα κάστρα τους να πάρεις,
Μαζί και τις γυναίκες τους
Με βία να τις αρπάξεις;
 
Έτσι  είπα και μ’απάντησε
Αμέσως με λίγα λόγια,
Γιε του Λαέρτη Θεϊκέ
Πολύτεχνε Οδυσσέα
 
Δε μ’έπνιξε με τα γρήγορα
Ο Ποσειδώνας πλοία,
Σηκώνοντας αδάμαστων
Αέρηδων άγρια μπόρα.
 
Μήτε σε άκρη της στεριάς
Εχθροί μ’ είχαν σκοτώσει,
Ο Αίγισθος κι η  γυναίκα μου
Η σκύλα μ’είχε προδώσει.
 
Με κάλεσε στο σπίτι του
Να πάω για φαΐ
Και μ’ έσφαξε όπως σφάζουνε
Το βόδι μεσ’το παχνί.
 
Με τέτοιο θάνατο σκληρό
Αφαίρεσε  τη ζωή μου
Και όλους τους ανθρώπους μου
Π’άνανδρα έσφαξε μαζί μου
 
Στ’ αρχοντικά όπως σφάζουνε
Χοίρους με άσπρα δόντια
Σε γάμο ή ξεφάντωμα
Σ’ επίσημα τραπέζια.              420
 
Θα βρέθηκες σε σκοτωμό
Πολλών ανθρώπων ως τώρα
Σε κάποια άκρη που’πεσαν
Σε μάχη λυσσαλέα.
 
Όμως αυτά αν τα’ βλεπες
Θα μάτων’ η καρδιά σου
Αν έβλεπες πως μας ξάπλωναν
Ολόγυρα στα τσουκάλια
 
Πάνω στη γη μας ξάπλωσαν
Γύρω κι απ’τα τραπέζια
Τα ξέστρωτα κι κάτω η γη
Άχνιζε απ’το αίμα.
 
Κι έφριξα από τις κραυγές
Της κόρης του Πριάμου,
Της Κασσάνδρας που τη σκότωσε
Η Κλυταιμνήστρα. κοντά μου.
 
Κι εγώ τα χέρια σήκωνα
Όταν ψυχορραγούσα,
Μ’ αδύναμα το μαχαίρι της
Να πιάσουν δεν μπορούσα. 
 
Μ’ άφησ’η σκύλα κι έφυγε
Η καρδιά της δε θα μιλήσει,
Τα μάτια και στόμα μου
Νεκρό να μου τα κλείσει
 
Άλλο πιο άπονο θεριό
Δεν έχει απ’τη γυναίκα,
Που βάζει μέσα στην ψυχή
Τέτοια να κάνει ανομία
 
Τι άτιμη που σκέφτηκε
Πράξη να κάνει ωστόσο,
Να καταντήσει φόνισσα
Στον άντρα της τον ίδιο.
 
Κι εγώ ο δόλιος πίστευα
Οι δούλοι και τα παιδιά μου,
Θα με καλοδεχότανε
Στο σπίτι στο γυρισμό μου.
 
Η κακούργα όμως ντρόπιασε
Τον εαυτό της και τις γυναίκες,
Όλες στον κόσμο γεννηθούν
Κι ας είναι απ’τις γνωστικές.

Είπε κι εγώ τ’απάντησα
Με λυπημένα λόγια.                      440
 
Αχ ο Δίας ο βρωτόφωνος
Για γυναικών φερσίματα,
Κατάτρεξε απ’την αρχή
Το σόι του Ατρέα
 
Για την Ελένη φτύσαμε
Εμείς πολλά φαρμάκια
Και  λάκκο  όταν έλειπες
Σου’σκαβε  η Κλυταιμνήστρα
 
Είπα και μου απάντησε
Με πληρωμένα λόγια.

Γι τούτο πια ποτέ καλός
Σε γυναίκα να μη σταθείς,
Ούτε ποτέ να μπιστευτείς
Το μυστικό που ξέρεις
 
Μα πάντα άλλα να της; λες
Κι άλλα στο νου να κρύβεις,
Μα συ Οδυσσέα από σφαγή
Γυναίκας φόβο δεν έχεις.
 
Γιατ’είναι φρόνιμη πολύ
Κι είναι σωστή στη γνώμη,
Η Πηνελόπη η γνωστικιά
Του Ικάριου η κόρη.
 
Σαν πήγαμε στον πόλεμο
Νιόπαντρη ήταν κόρη
Κι ο γιος  σου που’ταν στο βυζί
Θα’ναι πια παλληκάρι. .
 
Καλότυχο ο πατέρας του
Θα το χαρεί σαν φτάσει,
Και κείνο τον πατέρα του
Μ’αγάπη θ’αγκαλιάσει.
 
Μα ούτ’εμένα το παιδί
Δε μ’αφησε να χορτάσω,
Αφού πιο πριν  με σκότωσε
Χωρίς να τ’αγκαλιάσω.
 
Κάτι ακόμα θα σου πω
Και βάλτο στο μυαλό σου,
Στο Θιάκι μη βάλεις φανερά
Το καράβι το δικό σου.
 
Oι γυναίκες πια δεν έχουνε        460
Πίστη μονάχα έλα,
Δώσ’μου εξήγηση γι’αυτό
Και πες μου την αλήθεια.
 
Για το παιδί μου αν άκουσες
Πως κάπου μεγαλώνει,
Αν είναι στον Ορχομενό
Στην Πύλο τη δροσάτη.
 
Μπας στο Μενέλαο κοντά
Μεσ’τη  πλατιά τη  Σπάρτη,
Γιατ’όχι η γη δε σκέπασε
Τον ακριβό μου Ορέστη.
 
Έτσι είπε και του απάντησα
Κι’ εγώ με δυο κουβέντες,
 
Αν ζει ή πέθανε μη με ρωτάς
Δεν ξέρω γιε του Ατρέα,
Είναι κακό τα λόγια μας
Να είναι του αέρα.
 
Λέγαμε  οι δυο μας πένθιμα
Λόγια και λυπημένοι,
Στεκόμασταν περίλυποι
Στα δάκρυα βουτηγμένοι.
 
Του Αχιλλέα η ψυχή
Ήλθε με  του Πατρόκλου,
Που ήταν ξακουστός κι απέ
Του άψογου  Αντιλόχου
 
Και του μεγάλου Αίαντα
Που στη μορφή,στο σώμα,
Περνούσε κάθε Δαναό
Μετά απ’τον Αχιλλέα.
 
Ευθύς με γνώρισ’η ψυχή
Του γοργοπόδαρου Αχιλλέα,
Θρηνώντας εκείνος μου’λεγε
Με φτερωμένα λόγια.
 
Γιε του Λαέρτη των θεών
Απόγονε Οδυσσέα,
Άμοιρε τι θα σκαρφιστείς
Μα πιο μεγάλο ακόμα.
 
Να κατεβείς πως άντεξες           480
Στον Άδη που οι πεθαμένοι,
Αναίσθητοι σου θυμίζουν
Θνητών εικόνες  που’ναι νεκροί.
 
Τα’πε κι εγω τ’απάντησα
Χωρίς περιστροφή:
Γιε του Πηλέα φίλε μου
Των Αχαιών καμάρι,
 
Από ανάγκη ήλθα τη βουλή
Του Τειρεσία να μάθω
Στο Θιάκι με τους βράχους του
Πώς είναι δυνατό να φτάσω.
 
Σε χώμα ακόμα  Ελληνικό
Δεν έχω πλησιάσει,
Ούτε και στην πατρίδα μου,
Καημοί  μ’ έχουν ρημάξει.  
 
Μα σαν και σένα άλλος θνητός
Δε βρέθηκε Αχιλλέα,
Ούτε ποτέ δε θα βρεθεί
Όσα κι αν περάσουν χρόνια.
 
Γιατ’ όταν ζούσες σα θεό
Σε τιμούσαμ’ οι Αργίτες
Και τώρα πάλι στους νεκρούς
Μεγάλη δύναμη βρήκες.
 
Για τούτο Αχιλλέα μη χολιάς
Που  είσαι αποθαμένος,
Του είπα και μ’απάντησε
Και μου’πε λυπημένος.
 
Oδυσσέα για το θάνατο
Παρηγοριά δε θέλω,
Θα’θελα να’μουν χωρικός
Και να ξενοδουλεύω        
 
Σ’ αφέντη δίχως κτήματα
Το βιός του λίγο να’ ναι,
Παρά σε όλους τους νεκρούς
Ο βασιλιάς τους να’ μαι.
 
Για το λεβέντη να μου πει
Το γιο μου αν στη μάχη,
Ορμά μπροστά ή δυστυχώς
Πίσω πως κοντοστέκει.
 
Για τον ξακουστό πατέρα μου                     500
Θα’θελα να με ενημερώσεις,
Αν στους Μυρμιδόνες βασιλιάς
Είναι ακόμα αν ξέρεις
 
Ή όλοι πια τον αψηφούν
Στη Φθία στην Ελλάδα,
Γιατί πια τον κατέβαλαν
Τα γηρατειά τα μαύρα.
 
Μακάρι ΄σε κείνον βοηθός
Μεσ’την πλατιά την Τροία,
Ως ήμουν εκεί κάποια φορά
Κάτω απ’του ήλιου το κάμα.
 
Όταν παλληκάρια θέριζα
Με τους Αχαιούς μαζί,
Τέτοιος να’ φτανα στο πατρικό
Το απίτι μου μια στιγμή.
 
Όλοι μαζί θα τρέμανε
Τ’ανίκητα μου χέρια,
Όσοι το γέρο τυραγνούν
Κι αρπάζουν την αρχηγία.
 
Είπε κι ευθύς απάντησα
Εγώ με δυο μου λόγια:
Tίποτα δεν ξέρω γω
Για το γέρο σου τον Πηλέα;.
 
Μα για το αγαπημένο σου παιδί
Το Νεοπτόλεμο να ξέρεις,
Πως την αλήθεια θα σου πω
Καθώς κι εσύ το θέλεις.
 
Στους Αχαιούς πολεμιστές
Τον έφερα απ’ τη Σκύρο,
Που’ταν  στα μέτρα ισοβαρές
Σαν το  δικό μου πλοίο.
 
Κι όταν γινόταν η βουλή
Μπροστά στης Τροίας το κάστρο,
Πρώτος μιλούσε πάντοτε
Δεν λάθευε στο λόγο.
 
Mόνο ο Νέστορας κι εγώ
Νομίζω τον περνούσα
 
Κι όταν τα όπλα άστραφταν
Στον Τρωϊκό τον κάμπο,              520
Πίσω δεν έστεκε ποτέ
Στο τάγμα η στο λόχο.
 
Πάντα χυνότανε  μπροστά
Άπιαστος στην  ορμή του,
Στης μάχης μέσα τη φωτιά
Θέριζε άπειρους εχθρούς του
 
Όλους κανείς πως να τους πει
Ονόματα ν’ αραδιάσει,
Όσους ο γιος σου σκότωσε
Τους Αργίτες να βοηθήσει.
 
Φτάνει που τον Ευρύπυλο
Του ήρωα Τήλεφου το γιο,
Που με σπαθί τον πέρασε
Μ’ άλλους μαζί απ’το Κήτιο.
 
Ήταν κι αυτοί τριγύρω του
Τους δώρισε γυναίκα,
Μ’ αυτόν μετά το Μέμνονα
Τόσο λεβέντη δεν είδα.
 
Και στ’άλογο όταν μπήκαμε
Των Αχαιών οι πρώτοι,
Σ’αυτό έφτιαξε ο Εποιός
Είχα τη φροντίδα όλη.
 
Την κρυψώνα ανοιγόκλεινα
Όταν οι άλλοι οπλαρχηγοί,
Τα μάτια τους σφουγγίζανε
Των Δαναών οι πρώτοι.
 
Όμως του γιού σου εγώ ποτέ
Δεν είδα να χλωμιάσει,
Στο ροδαλό του πρόσωπο
Δάκρυα να σκουπίσει.
 
Μ’απ’ τ’ άλογο να πεταχτεί
Μου το ζητούσε χάρη
Κι όλο τη χούφτα του σπαθιού
Ακούμπαγε και το κοντάρι.
 
Της Τροίας την καταστροφή
Πάντοτε μελετούσε.

Και το ψηλό του Πρίαμου
Σαν πήραμε το κάστρο,
Γύρισε πίσω αλάβωτος                   540
Στο μαύρο του το πλοίο.
 
Με δόξα και με λάφυρα
Χωρίς από κοντάρι,
Να χτυπηθεί κι από σιμά
Καμιά πληγή να πάρει.
 
Σαν τα’ πα γύρναγ’ η ψυχή
Του φτερωτού Αχιλλέα,
Με αλματώδεις δρασκελιές
Σε γη από σπερδούκλια.
 
Ήταν γεμάτη από χαρά
Κι η τιμή που είχε πάρει,
Σαν έλεγα για το γιόκα του
Πως ήταν παλληκάρι.
 
Στέκονταν  οι άλλες οι ψυχές;
Των πεθαμένων κείθε,
Περίλυπες; κι κάθε μια
Τον πόνο της ρωτούσε
 
Μόνο του Αίαντα η ψυχή
Του γιου του Τελαμώνα,
Χολή’ χε κεί παράμερα
Για τη νίκη που του πήρα.
 
Στα πλοία κοντά τον νίκησα
Σ’ αυτή την άγρια πάλη,
Για του  Αχιλλέα τ’ άρματα
Που η Θέτιδα είχε βάλει.
 
Έκριναν τα Τρωόπουλα
Κι η Αθηνά η Παλλάδα,
Μ’ ας ήταν να μην κέρδιζα
Ποτέ τέτοιον αγώνα
 
Γιατ’από κείνα μαύρη γη
Σκέπασε τέτοιον άντρα,
Που στο σπαθί και το κορμί
Κόντευε στον Αχιλλέα.
 
Αυτός ήταν ο Αίαντας
Που ξεπερνούσε σ’ όλα,
Όλους μαζί τους Δαναούς 
Εξόν απ’τον Αχιλλέα
 
Μα γω με λόγια τρυφερά
Του μίλησα και του είπα,
Αίαντα του λεοντόκαρδου
Του Τελαμώνα θρέμμα
 
Ούτε νεκρός το πάθος σου
Για μένα  δεν έχεις ξεχάσει,            560
Γι αυτά τα δόλια άρματα
Βαλμένα από τη Θέτη
;;
Του Κρόνου ο γιός τα έβαλε
Για συμφορά μεγάλη (των Αχαιών),
Που τέτοιο κάστρο χάσαμε
Κλαίμε για σένα όλοι.
 
Που πέθανες σε κλάψαμε
Ως κλάψαμε τον Αχιλλέα,
Το φταίξιμο όμως κανενός
Εξόν από του Δία.
 
Φτέει  που με εμμονή
Κατάτρεξε μεγάλη,
Το στράτευμα των Αχαιών
Που  σ’ έριξε στη γη τη μαύρη.
 
Μα βασιλέα μου είναι καιρός
Να μιληθούμε ήρθ’η ώρα,
Το πάθος που’ χεις στη καρδιά
Να το δαμάσεις τώρα.
 
Του είπα  δε μ’ απάντησε
Κι έφυγε με των άλλων,
Μεσ’το σκοτάδι το πηχτό
Τις ψυχές των αποθαμένων .
 
Πιστεύω πως θα μου μίλαγε
Παρ’ ότι θυμωμένος,
Μα μου πετάριζ’η καρδιά
Στο τρυφερό μου στήθος.

Να δω τριγύρω τις ψυχές
Απ’άλλους πεθαμένους,
Του Δία το γιο το Μίνωα
Ξεχώρισ’ απ’τους ξακουσμένους.
 
Σκήπτρο στο χέρι να κρατά
Και τους νεκρούς να κρίνει,
Κείνοι τριγύρω απ’τον κριτή
Ζητούσαν δικαιοσύνη.
 
Άλλοι όρθιοι ή καθιστοί
Μεσ’τον πλατύπυλο Άδη,
Κι είδα και τον τεράστιο
Τον Ωρίωνα σε μιαν άκρη.
 
Που σαλαγούσε τα θεριά
Σε βοσκότοπο με σπερδούκλια,
Όσα ο ίδιος σκότωσε
Στ’απάτητα βουνά.
 
Κι ρόπαλο από χαλκό
Ατσάκιστο όλο κρατούσε.                 580

Τον Τιτυό ,της γης το γιο
Της δοξασμένης είδα,
Εννιά να πια στρέμματα
Ξάπλα πάνω στο χώμα.
 
Και δίπλα γύπες δίπλα του
Του’τρωγαν το συκώτι,
Τα σωθικά του ψάχνοντας
Χωρίς βοήθεια να’χει.
 
Χέρι είχε απλώσει ο δύστυχος
Στου Δία την ερωμένη,
Πηγαίνοντας για την Πυθώ(Δελφοί)
Σαν πέρασε το ποτάμι(Πανοπιός)
 
Τοτ’ είδα και τον Τάνταλο
Μέσα σε λίμνη ορθό,
Να τυραννιέται ρίχνοντας
Στα γένια του νερό.
 
Και διψασμένος στέκονταν
Να πιεί δεν το μπορούσε
Γιατί σαν έσκυβε να πιεί
Που τόσο λαχταρούσε
 
Χανόταν αμέσως το νερό
Η γη τ’ απορροφούσε
Και μαύρη κάτω φαίνονταν
Ξερή όπου πατούσε.
 
Δένδρα ψηλά από πάνω του
Με καρπό ήταν φορτωμένα
Δροσάτες αχλαδιές,ροδιές
Μηλιές γεμάτες μήλα
 
Συκιές γλυκόκαρπες κι ελιές
Απάνω που’χαν καρπίσει
Που ο γέροντας με τα χέρια του
Αδύνατο να τ’ακουμπήσει.
 
Ένας αέρας δυνατός 
Σαν  σήκωνε χέρια,
Τα δέντρα τα’φτανε ευθύς
Ως τα  σκιερά.τα νέφια.
 
Μα κει είδα και το Σίσυτφο
Σ’ ένα μεγάλο αγώνα,
Πελώριο βράχο να κρατά
Με τα γερά του χέρια.
 
Χέρια και πόδια τέντωνε  
Στη γη για να τον σπρώξει,
Και να τον φτάσει στην κορφή         600
Και κει να τον αφήσει.

Μόλις όμως τον έφτανε
Στης κορυφής την άκρη
Εκείνος κάτω  γύριζε
Με τρομερή ορμή.
 
Να τον γυρίσει απ’τα ριζά
Ο δόλιος  έκανε αγώνα,
Λουσμένη στον ιδρώτα του
Άγγιζε η κεφαλή του χώμα.
 
Τότ’είδα και το φάντασμα
Του ξακουστού  Ηρακλή
Να χαίρεται τα πλούτη του
Μ’ όλα τα ουράνια μέλη.
 
Την Ήβη την κρυσταλλόποδη
Την πήρε για γυναίκα
Κορ’ήταν της χρυσοσάνδαλης
Της Ήρας και του Δία.
 
Και οι νεκροί τριγύρω του
Τιτίβιζαν ολούθε 
Όπως συνέχεια τα πουλιά
Περίτρομα πετούνε.
 
Σαν το σκοτάδι το θολό
Κρατούσε το δοξάρι
Σαΐτες γιομάτο κι άγρια
Έδειχνε πως θα ρίξει.
 
Γύρω στα στήθη του χρυσό
Φορούσε  λουρί φοβερό
Που πάνω του με παράδοξες
Εικόνες ήταν σκαλισμένο.
 
Αρκούδες, αγριογούρουνα
Λιοντάρια με μάτια άγρια,
Μάχες, πολέμους, σκοτωμούς
Φόνους με παλληκάρια.
 
Έτσι δεν το ξανάκανε
Ούτε θα ξανακάνει,
Όποιος σε κείνο το λουρί
Την τέχνη του είχε βάλει.
 
Με γνώρισε όταν έστριψε         620
Τα μάτια του και μ’είδε
Και με κουβέντες θλιβερές
Με κλάματα μου είπε:
 
Γιε του Λαέρτη διαλεχτέ
Πολύτεχνε Οδυσσέα,
Την άπονη σου , Αχ δύστυχε
Κι εσύ ακολουθείς τη μοίρα.
 
Αυτή κι εμένα μ’έφερνε
Κάτω απ’του ηλιού το .φως ,
Κι  είδα μεγάλες συμφορές
Κι ας ήμουν του Δία γιός.
 
Σ’ αφεντικό  κατώτερο (Ευρυσθέας)
Είχα πάει να δουλέψω,
Που’θελε  πολύ σκληρούς  
Αγώνες να του τελειώσω .
 
Το σκύλο  μια φορά κι εδώ
Να του φέρω μ’είχε στείλει
Αφού δε βρήκε πιο βαρύ
Αγώνα να διατάξει..

Μα γω που του τον έβγαλα
Απ’τον Άδη και του τον πήγα,
Αφού μ’ οδήγησε ο Ερμής
Κι η Αθηνά η Παλλάδα.
 
Έτσ’ είπε κι απε χάθηκε
Μεσ’το βαθύ τον Άδη
Κι εγώ έμειν’ ασάλευτος
Να μη με δουν και άλλοι
 
Μην κάποιος απ’τους οπλαρχηγούς
Περιμένοντας πλησιάσει,
Από εκείνους που πρωτύτερα
Είχανε αποθάνει.
 
Θα’βλεπα κει τους πιο παλιούς
Τους ήρωες που ποθούσα,
Των αθανάτων τους δυο γιους
Τον Περίθο και το Θησέα.
 
Μα πρώτα εκεί μαζεύονταν
Μ’αλαλαγμό μεγάλο,
Χιλιάδες;φάρες με νεκρούς
Που κέρωσα απ’ το φόβο.

Τρέμοντας μήπως της Γοργώς
Την κεφαλή μου στείλει,
Του τέρατου του φοβερού
Απ’ τα Τάρταρα η Περσεφόνη.             640
 
Και τράβηξα τότε  στο γοργό
Καράβι  ν’ανεβούν,
Πρόσταξα τους ναύτες μου
Και τα σκοινιά να λύσουν.
 
Εκείνοι αμέσως πήδησαν
Στους πάγκους πήραν θέση,
Στα κύματα του Ωκεανού
Κυλούσε το καράβι.
 
Με τα κουπιά του στην αρχή
Κι απε με πρίμο αγέρι.
 

  Ραψωδία μ(αρχή)

O Oδυσσέας επιστρέφει στο νησί της Κίρκης 

να θάψει το σύντροφό του που είχε σκοτωθεί 

σε ατύχημα.

Όταν το πλοίο άφησε
Του ωκεανού τα ρέματα
Και πάνω από τ' ανοιχτού
Του πέλαγου τα κύματα,

Ήλθε στης Αίας το νησί
Η Αυγούλα που κατοικεί
Και σε γλυκούς χορότοπους
Ο Ήλιος που ανατέλλει.            5

Σύραμ'εκεί σαν πήγαμε
Στην άμμο το καράβι                          
Κι εμείς έξω πηδήξαμε
Στης θάλασσας την άκρη.

Στο περγιάλι πήγαμε
Στης θάλασσας την ακρούλα
Προσμένοντας τη λαμπερή
Να γλυκοφέξει Αυγούλα 
 
Σαν έφεξ΄η ροδοδάχτυλη
Της νύχτας κόρη  η Αυγούλα
Κι έστειλα τους συντρόφους μου
Στης Κίρκης τα παλάτια.
 
Του μακαρίτη Ελπήνορα
Να φέρουν το κουφάρι.            10

Αμέσως  κόψαν κούτσουρα 
Στης αμμουδιάς την άκρη
Τον  θάψαμε περίλυποι
Χύνοντας μαύρο δάκρυ.

Κι αφού πια καηκ' ο νεκρός
Μ'όλα τα άρματα του
Τάφο  εκεί του χτίσαμε 
Με στήλη  πάνωθέ του,
 
Κι ίσιο κουπί του μπήξαμε 
Κατάκορφα  απάνω.

Έτσ'όλα τα βολέψαμε
Μα η σεβάσμια Κίρκη
Με μια ματιά της έμαθε
Πως ήρθαμ' απ'τον Άδη.
 
Ήρθε  μ'όλες τις χάρες της
Τρέχοντας  στολισμένη.

Kαι κουβαλώντας φτάσανε
Κι οι παρακόρες της μαζί
Κρατώντας κρέατα ψωμιά        20
Και κόκκινο κρασί

Στη μέση μέση τότε στάθηκε
Η σεβαστή θεά  και λέει,
Κακότυχοι σεις  που ζωντανοί
Βρεθήκατε  στον Άδη.
 
Στον τάφο δυο φορές εσείς
Βρεθήκατ αν και οι άλλο,
 
Αν κι όλοι μόνο μια φορά
Πεθαίνουν σ'αυτόν τον κόσμο.
 
Μα λάτε να φατε μιά μπουκιά
ΠΊνετε όλη μέρα
Κι απε για το ταξίδι σας
Φευγάστε το ξημέρωμα.
 
Το δρόμο θα σας δείξω ατή
Θα σας  καθοδηγήσω,
Μήπως κανένα μπλέξιμο
Σας τύχει πολύ πικρό. 

Μπορεί να τύχει στη στεριά
Στη θάλασσα να τύχει,
Που συμφορές ακόμα που  μπορεί
Επάνω σας να ρίξει..

Έτσ'είπε και την άφοβη
Ψυχή μας είχε πείσει
Τότ'όλοι τότε τρώγαμε
Μέχρι του ηλίου τη δύση. 

Πλούσια τρώγαμε κρέατα
Και πίναμε μοσχάτο.

Κι ο ήλιος σαν βασίλεψε
Και ήρθαν πια σκοτάδια 
Όλοι μας κοιμηθήκαμε
Δίπλα στο παλαμάρια.

Κι αυτή απ' το χέρι μ' έπιασε
Κι απ'τους συντρόφους πέρα
Με στριμωξίδι μ'έβαλε 
Δίπλα της  και με ρώτα,

Εγώ όλα της τα αράδιασα
Με τάξη , όπως είχαν γίνει
Kι απε η Κίρκη η σεβαστή 
Με δυο λόγια μου λέει:
 
Να με ακούσεις πεθυμώ
Αυτά έχουν τελειώσει,
Στήσε αυτί μα και μπορεί
Ο αθάνατος να στα ξαναθυμίσει.

Στις Σειρήνες το πρώτο φεύγοντας         40
Θα φτάσεις που πλανεύουν,
Όλους τους  θνητούς που στο νησί
Το δικό τους τύχει να φτάσουν.
 
Αν κάποιος; τις σιμώσει ανήξερος
Κι ακούσει να τραγουδούν,
Το ταίρι και τα  παιδάκια του
Το γυρισμό  του  δε θα χαρούν.

Οι Σειρήνες πια τον έχουνε
Που το  γλυκό τραγούδι
Τον πλάνεψε και τώρα 
Κάθονται σε λιβάδι.

Το ζώνουν τούτο κόκαλα
Σωρός από κουφάρια,
Το δέρμα τους γύρω σκέβρωσε
Κι έχει σαπίσει η σάρκα..
 
Προσπέρνα τις  από κοντά 
Τ' αυτιά όμως να βουλώσεις 
Των συντρόφων σου με μελόγλυκο
Κερί που θα μαλάξεις.

Κι αν πεθυμήσεις τ' άκουσμα 
Τότ' ας σε δέσουν  οι άλλοι,
Ολόρθο χειροπόδαρα
Στου καταρτιού τη βάση,

Πα  στο κατάρτι ας σφίξουνε 
Tις άκρες των σχοινιών,
Οπότε με χαρά πια  θ' ακούς
Από απόσταση τις Σειρήνες.

Μ' αν ίσως συ παρακαλάς
Τους άλλους να σε λύσουν,
Κείνοι ακόμα πιο σφιχτά
Τα σχοινιά να  δένουν.

Κι όταν με το καράβι σου 
Τις Σειρήνες πια περάσεις,
Δε θα σου πω ποιόν απ'τους δυο
Δρόμο εσύ  να πάρεις.

Ατός σου μόνο κρίνε το.
Κι άκου το κάθε μέρος.

Απο τη μια είν' κρεμαστές           60
Οι πέτρες που ολοένα 
Τις δέρνει με τα κύματα
Η Αμφιτρίτη η γλαυκομάτα.

Μας λεν τρισμακάριστοι
Θεοί πως κινούνται οι πέτρες
Κι ούτε πουλί τις προσπερνά
Μητ' άγριες περιστέρες,

Αυτές  που στον πατέρα μας
Το Δία αμβροσία φέρνουν
Του φέρνουν  μα μια απ' αυτές
Κάθε φορά αρπάζουν.

Μα στέλνει άλλη ο θεός 
Λιγότερες να μην τις  έχει.
Θνητού καράβι από εκεί
Δεν έφυγε κι ας είχε έρθει.

Μόνο καραβοσάνιδα
Κι ανθρώπινα κουφάρια,
Τα παίρνουν τ'άγρια κύματα
Και της φωτιάς η λύσσα.

Ένα μονάχα πέρασε
Καράβι ανοιχτού πελάγους
Η περιλάλητη Αργώ
Που ήλθε απ'τον Αιήτη.
 
Πάνω στους βράχους θα'σπαζε 
Κι' εκείνο αν η Ήρα
Δεν το'σωζε απ'την έγνοια της
Για το φίλο της τον Ιάσονα.

Στ' άλλο(πέρασμα)δυο βράχοι υψώνονταν
Ορθόγκρεμοι ως τα ουράνια ύψη,
Που  του ενός τα άγγιζε 
Η μυτερή  κορφή
 
Αυτή που μαύρη  συννεφιά 
Εκεί ψηλά τη ζώνει
Και που κανένας άνεμος
Ποτέ δεν την σκορπάει.

Μήτε ξανοίγει η κορφή 
Δεν έχει ξαστεριά
Ούτε ποτέ δε γίνεται
Φθινόπωρο ή χειμωνιά 

Κι ούτε  θνητός πάνω σ' αυτή
Ποτέ δεν είχε τολμήσει
Χέρια και πόδια είκοσι
Κι αν είχε την πατήσει .

Ο βράχος είν'απότομος
Σα να'ναι πελεκημένος,             80
Σπήλιος βαθύς στη μέση του
Στη δύση που' ναι στραμμένος.

Και στο σκοτάδι το βαθύ 
Εσείς να προχωρείστε,
Που το καράβι σας εκεί
Κοντά να το περάστε.

Κι αν τύχαινε δυνατός θνητός
Αν έριχνε με  δοξάρι,
Στου  σπήλιου  δε θα  έφτανε
Την κουφάλα απ'το καράβι.

Μέσα  η σκύλα κάθεται
Μ'αγρίλα κι' αλιχτάει,
Που η  φωνή  νιογέννητο
Κουτάβι  παριστάνει.

Μα σαν τη δεις μπροστά σου 
Τέρας φριχτό θα δεις 
Κι αθάνατος αν ήτανε 
Δε θα' νοιωθε χαρά κανείς.

Με δώδεκα είναι μισερά
Κι έξη   λαιμούς που στις κορφές
Πανύψηλοι τελειώνουνε
Σε τρόμου κεφαλές

Το στόμα της  σαν ανοιχτεί
Αράδες τρείς προβάλλουν,
Δόντια πυκνά και στέρεα
Που  χάρο  ξεχειλίζουν .

Είν' ως τη μέση στη σπηλιά
Τη βαθουλή κρυμμένη
Κι έξω απ'το μαύρο βάραθρο
Τις κεφαλές της βγάνει.

Κι εκεί ψαρεύει  ψάχνοντας
Ολόγυρα στο βράχο ,
Δελφίνια και σκυλόψαρα
Κι αν τύχει κανα μεγάλο

Θεριόψαρο  απ' τα μύρια
Εκείνα να αρπάξει
Αυτά που βόσκει η βαριά 
Αναστενάζουσα  Αμφιτρίτη 

Δε θα'βρεις ναύτες πουθενά 
Να παινευτούν κοντά της                100
Πως πέρασαν αλώβητοι
Κι έφυγαν μακριά της

Aφού κάθε κεφάλι της 
Από να ναύτη αρπάζει
Απ'το πλοίο το μαυρόπλωρο
Μαζί του το τραβάει.

Το άλλο βράχο  πιο χαμηλό 
Μα δίπλα ά  θα δεις Οδυσσέα 
Σιμά  απ' τον πρώτο αν έριχνες
Τον έφταν' η σαΐτα.

Κει πέρα μια αγροσυκιά
Μεγάλη φουντωμένη
Όπου στη ρίζα της ρουφά 
Το κύμα η θεία Χάρυβδη.

Τρείς το μερονύχτι αναρουφά
Και τρείς με μουγκρητό ξερνά,
Την ώρα που αναρουφά
Κοίτα να μη βρεθείς μπροστά

Γιατί απ'το Χάρο δεν μπορεί 
Κι ο Δίας να σε γλιτώσει.
Γι' αυτό στης Σκύλας ζύγωσε
Το βράχο το καράβι.

Με το καράβι από εκεί
Γρήγορα  να προσπεράσεις,
Μον' έξη ναύτες ας χαθούν
Αντί όλους να τους χάσεις.

Αυτά είπε και γω απάντησα
Κι εγώ με δυο μου λόγια:
Θεά μια χάρη κάνε μου
Και πες μου μιαν αλήθεια.

Μπορώ απ' την άγρια  Χάρυβδη 
Φεύγοντας με  να πολεμήσω
Με τη Σκύλλα  σαν ορμά 
Τους ναύτες μου να  στηρίξω.

Είπα κι αμέσως η θεά
Απάντησε με δυο κουβέντες
Στο νου σου καημένε βάσανα
Βάζεις και νέες μάχες.

Γιατί προς τους αθάνατους
Δεν δείχνεις υποταγή ;
Tέρας αυτή αθάνατο
Δεν είναι καμμιά θνητή.

Άγριο ,φοβερό, ανήμερο
Απάλευτο και μαζί της 
Ποιος να τα βάλει, πιο καλά      120
Γοργά να αλαργέψεις.

Γιατί  στο βράχο πλάι της
Το χρόνο σας μη κλέψει,
Την ώρα π'αρματώνεσαι
Χιμίζοντας  σου ξαναρπάξει 

Ναύτες  με  τα κεφάλια της
Άλλη  τόση σφαγή,
Μόν' κόβε δρόμο γρήγορα
Κάνε κι ευχή στην Κραταιή

Τη μάνα που'ναι της Σκύλλας,
Που σαν πληγή την είχε φέρει
Να κόψει αυτή τη φόρα της
Να μην ξαναορμίσει.
 
Μετά  στης Θρινανίας το νησί 
Θα  φτάσεις όπου τ'αρνιά
Του Ήλιου βόσκουν  τα ολόπαχα
Και τα πολλά γελάδια.
 
Κοπάδια εφτά τα βόδια του
Τ'αρνιά του  άλλα τόσα
Και το καθένα απο αυτά
Τρέφει  πενήντα κεφάλια.

Ούτε ποτέ γεννοβολούν
Ούτε και λιγοστεύουν,
Θεές είν οι ποιμένες τους
Νύμφες που καλοστέκουν.

Η Φαέθουσα  κι η Λαμπετώ
Του Ήλιου  οι θυγατέρες
Του κοσμογυριστή απο τη μια
Και της Νεαίρας γέννες.

Στης Θρινακίας το νησί
Τις έστειλε να μείνουν
Αρνιά  και στριφοκέρατα
Γελάδια να φυλάγουν.

Αν δεν τ' αγγίξεις κι έβαλες 
Στο νου σου την  επιστροφή
Μπορείτε μετά από βάσανα
Να φτάσετε στην Ιθάκη.                      140

Μ' αν βάλεις χέρι τοτ' εγώ
Καταστροφή  προβλέπω,
Για σένα και το καράβι σου
Αυτή την ορμίνια έχω.

Και συ να  ξεγλιτώσεις 
Πίσω θα φτάσεις μοναχός,
Με σύντροφο κανένανε
Έρμος συφοριασμένος.
 
Ετσ' είπε κι η χρυσόθρονη
Ξεπρόβαλε αυγή
Και η θεά τραβήχτηκε
Στο βάθος  μεσ' το νησί.
 
Τραβώντας το καράβι μου
Προστάζω τους συντρόφους,
Μόλις ανέβουν πάνω του 
Να λύσουνε τους κάβους.

Κείνοι ευθύς ανέβηκαν 
Και κάθισαν αράδα,
Στους πάγκους και τη θάλασσα
Χτυπούσαν με τα κουπιά.

Και πίσω απ'το μαυρόπλωρο          150
Καράβι αγέρι πρίμο, 
Φούσκωνε όλα τα πανιά
Καλόδεχτο μας φίλο.

Η Κίρκη η ομορφόμαλλη
Που γλώσσα θνητών μιλούσε,
Η άγρια θεά μας τo'στειλε
Που μας ξεπροβοδούσε.

Σαν βολευτήκαν τα πανιά
Καθίσαμε στο πλoίο
Που τ'οδηγούσ' ο άνεμος
Κι ο  τιμονιέρης μόνο.

Ο Οδυσσέας φεύγει για δεύτερη φορά
απ' το νησί της Κίρκης.Πηγαίνει  προς το νησί των 
Σειρήνων.
Ραψωδία μ
σε.234

Τότ' είπα στους συντρόφους μου    155
Με σπλάχνα μαραμένα
Δεν πρέπει  ένας είτε  δυο
Να ξέρουνε μονάχα,

Όσες μαντείες η θεά
Αρχόντισσα η Κίρκη,
Μου μολογούσε θα σα πω
Να τις γνωρίζουμ' όλοι,

Είτ'  όλοι θα πεθάνουμε
Ή 'ολοι θα σωθούμε,
Τη μοίρα μας ξεφεύγουμε 
Το θάνατο νικούμε.

Απ' των γλυκόλαλων  μακριά      160
Σειρήνων το τραγούδι
Μου'λεγε η Κίρκη και φωνές
Απ'τ ανθισμένο λιβάδι.

Εμένα μόνο άφησε
Ν'ακούσω τη φωνή τους.

Μα να με δεσετε σφιχτά
Τόσο που να πονέσω,
Όρθιο στο κατάρτι απο κει
Να μην αποσαλεύσω.

Και στο κατάρτι πάνω του 
Δεμένα τα σχοινιά μου
Κι ας σκούζω και παρακαλώ 
Να λύστε τα δεσμά μου,

Εσείς  ν' αρπάξτε τα σχοινιά
Και σφίξτε τα  πιο γερά 
Απάνω στο κορμί μου. 

Την ώρα που  ξεδιάλυνα 
Στους ναύτες τι περιμένω ,
Ο  πρίμος αγέρας που' σπρωχνε
Το πλοίο το καλοστημένο, 
 
Σε λίγο αντικρίσαμε
Τη νήσο  των Σειρήνων  
 
Με μιας  ο αγέρας λάγιασε
Χύθηκε τριγύρω κάλμα,
Η θάλσσα ησύχασε,
Κοίμησε ο θεος το κύμα.

Οι σύντροφοι πετάχτηκαν
Μάζεψαν τα πανιά 
Κι  ως  μέσ'το  πλοίο το βαθύ
Τα'βαλαν τακτικά,
 
Και στα κουπιά τα λάτινα
Τα καλόξυστα στην αράδα,
Καθίσανε και γέμισαν
Αφρούς πάνω στο κύμα.
 
Κάθισαν στα ελάτινα
Καλόξυστα  κουπιά
Και γύρω-γύρω γέμιζαν
Αφρούς πάνω στο κύμα.
 
Πήρα μαχαίρι κοφτερό 
Κι έκοψα μικρά κομάτια
Μιά κερόπιτα τρανή
Και με τ'αδρά μου  χέρια..

Τα'πλαθα και το κερίπου 
Μαλάκωσε στην ώρα,
Απ΄το σφιχτό μου ζύμωμα
Κι απέ  του  Ήλιου την πύρα.

Κι όλων των συντρόφων έφραξα          180
Με τη σειρά τ' αυτιά;
Κι' εκείνοι χειροπόδαρα 
Με δέσανε σφιχτά
         
Ολόρθο τότε μ'έδεσαν
Πα στο καράβι οι ναύτες,
Χέρια και πόδια κι έσφιξαν
Απάνω τους τις άκρες. 

Κάθισαν πάλι κι άφριζε 
Το κύμα απ'τα κουπιά τους.
 
Κωπηλατώντας γρήγορα
Στο νησί τόσο  είχαμε ζυγώσει
Όσο π'ακούγεται η φωνή
Κι αυτές μας είχαν κόψει.

Τότε  αμέσως  άρχισαν
Να λεν το γλυκό τραγούδι,
<<Σίμωσε Δυσσέα ξακουστέ
Των Αχαιών καμάρι.,

Άραξε εδώ το πλοίο καράβι σου
Ν'ακούσεις τη φωνή μας>>
Κανείς  δεν πέρασε κοντά
Ως τώρα απ'το νησί μας

Χωρίς τη μελιστάλαχτη 
Φωνή μας να ακούσει,
Κι απέ να φεύγει με χαρά
Και με  μεγάλη γνώση.

Γιατ' όλα τα ξέρουμε εμείς
Όσα στ στην πλούσια Τροία,
Πάθανε Τρώες κι Αχαιοί
Από θεών κατάρα.

Ξέρουμε κι όσα  γίνονται
Στην πολυτρόφα γη.απάνω.

Μ'αυτή τους τη γλυκιά φωνή
Ν'ακούει ήθελ' η καρδιά μου
Κι είπα να μου  λύσουν τα σχοινιά
Γνέφοντας με τη ματιά μου.
 
Κείνοι πεσμένοι στα κουπιά
Έλαμναν πολύ σκυμμένοι,
Όρμησ' ο Ευρύλοχος με μιας          200
Κι απε ο Περιμήδης
 
Μ' έδεσαν ακόμα  πιο γερά 
Κι ΄έσφιγγαν τα σχοινιά,
Μα  το νησί τους γρήγορα
Το προσπέρασαν τελικά.
 
Μήτε τραγούδια άκουγες
Μήτε και τη λαλιά  τους
Έβγαλα τότε το κερί
Που σφάλισα  τ' αυτιά τους

Πήραν τότε κι έλυσαν            205
Και μένα απ' τα δεσμά ,
Μα σαν το νησί  αφήσαμε 
Μπροστά μας σε λίγη ώρα.


Ο Οδυσσέας στη Σκύλλα και στη Χαρυβδη

Είδα καπνό ,κύμα χοντρό        207
Κι άκουσα  μπουμπουνητά, 
Τρομάξαν όλοι. Έχασαν 
Απ'τα χέρια τους τα κουπιά

Που χτύπησαν τη θάλασσα
Κι οι φτερούγες τους σερνόταν,
Μ' αφού τα κουπιά δεν έσπρωχναν
Το  πλοίο μας δεν κουνιόταν.

Κι έτρεχα εγώ κι εμψύχωνα 
Με λόγια τρυφερά
Τον κάθε ένα σύντροφο
Πηγαίνοντας σιμά.

Φίλοι μου  εμείς; δεν είμαστε 
Άσχετοι απο ταλαιπώρια
Και τούτο δεν είν'χειρότερο
Κακό απ' τ' άλλα ζόρια,

Σαν τότε στη βαθιά σπηλιά
Του  Κύκλωπα κλεισμένοι,
Με το νου και την αξία μου
Βγήκαμε λευτερωμένοι.

Θαρρώ θα τα  θυμόσαστε.
Μια μέρα λέγω και τούτα.

Μα τώρα μπρος κι ότι θα πω
Θέλω να πειθαρχήσουμ' όλοι
Οι ναύτες τραβάτε  τα κουπιά        220
Στους πάγκους καθισμένοι

Της θάλασσας  τα κύματα
Χτυπάτε τα βαθιά

Κι  αν δώσει ο Δίας 
Την άγρια  θα ξεφύγουμε
Ετούτη τη δοκιμασία
Και γλιτωμό θα βρούμε.

Τούτο προστάζω αρμενιστή(τιμονιέρη)
Και βάλτα καλά στο νου σου
Αφου εσύ του καραβιού
Το τιμόνι το κουμαντάρεις .

Μακριά απ'το κύμα κράτα μας
Κι όπου καπνό θα βλέπεις,
Προς κείνον εκεί το σκόπελο
Κυβέρνα , μη και λαθέψεις,

Το πλοίο γυρίσει κατ'αλλού
Και στο κακό μας ρίξεις.

'Ετσι είπα κι όλοι πείστηκαν
Εγώ όμως για τη Σκύλλα,
Τ' απάλευτο κακό, μιλιά
Δεν έβγαλα απ'το στόμα.

Φοβήθηκα πως  οι σύντροφοι
Άξαφνα θα τρομάξουν,
Θ'  αφήσουν κάτω τα κουπιά 
Στ' αμπάρι να τρυπώσουν.

Τότε τα λόγο άφησα 
Της Κίρκης το θλιβερό,
Που έλεγε για πόλεμο
Να μην ετοιμαστώ.

Τα ξακουστά μου τ'άρματα
Χούφτωσα και δυο κοντάρια,
Μακριά πολύ  κι ανέβηκα
Στης πλώρης την κουβέρτα.

Του βράχου από κει περίμενα 
Η  Σκύλλα  να ξεμυτίσει
Το θεριό ,που τους  συντρόφους  μου
Τοιμάζονταν να καταβροχθίσει.

Μα  δε μπορούσα να τη δω
Πόνεσαν τα δυο  μου μάτια,
Να  βλέπω τριγύρω ψάχνοντας
Σ'όλη τη μαύρη πέτρα. 

Με θρήνους για προσπέρασμα
Της στενωσιάς  δίναμε μάχη,
Η Χάρυβδη στη μια μεριά               
Η Σκύλλα ήταν στην άλλη.             240    

Που  βρυχώντας το αλμυρό 
Νερό, της θάλασσας ρουφούσε,
Και  αφρισμένη ολάκερη 
Χόχλαζε  σαν ξερνούσε,

Κι  όπως στη δυνατή φωτιά
Χοχλάζει  σαν λεβέτι
Έτσι  έπεφτε πάνω  στις δυο κορφές
Η άχνα  από ψηλά σαν πούσι.

Καθώς το νερό της της θάλασσας
Ξαναρουφούσε το αλμυρό,
Κάτω βαθιά στον πάτο της 
Έβλεπες τον άμμο το μελανό.

Κι  όλοι μαζί  οι σύντροφοι
Κοιτούσαν κερωμένοι.

Καθώς  εκείνη βλέπαμε
Και τρέμαμε για το χάρο
Έξι συντρόφους μ' άρπαξε
Η Σκύλλ'απ' το βαθύ το πλοίο.

Σ'αντρεία  οι αξιότεροι
Και δύναμη απ'όλους.

Κι ως έστρεψα  στους συντρόφους μου
Απε  προς το πλοίο τα μάτια
Είδα ψηλά π'  ανέμιζαν 
Μαζί χέρια και πόδια.

Ψηλά όσο τους έπαιρνε
Επικαλούνταν όλοι,
Για τελευταία τους φορά
Το όνομά μου οι δόλιοι

Πως πάνω σ' ακρόβραχο 
Ψαράς με μακρύ καλάμι
Δόλωμα στα μικρόψαρα 
Ρίχνει  με  το αγκίστρι,

Πουν' περασμένο σε βοδιού 
Καλοταϊσμένου το κέρατο,
Κι αν πιάσει κανένα το πετά
Σπαρταριστό στην άμμο,

Έτσι τότε τους έριχνε
Στα βράχια σπαρταρώντας,                      
Τους έτρωγε  στη μπασιά μπροστά
Έλεος από μας ζητώντας

Θέαμα  πιότερο φριχτό            265
Απ' όσα πέρασα δεν είδαν 
Τα μάτια μου, της θάλασσας
Τους δρόμους όταν ζητούσαν. 

Ο Οδυσσέας περιγράφει στους Φαίακες την άφιξη του 
 στο νησί του θεού Ήλιου, γιού του θεού Ουρανού
(Υπερίων)

Πίσω μας  σαν αφήσαμε
Τους βράχους και  τη Σκύλλα,,
Τη Χάρυβδη την άγρια,
Να σου όμορφο νησί μπροστά.

Του Ήλιου  ήταν, γιου τ' ουρανού 
Τα όμορφα τα βόδια, 
Με τα φαρδιά τα μέτωπα 
Καθώς και τα  παχιά  αρνιά.

Τότε άκουσα απ' το πέλαγο 
Κι απ' το  μαύρο καράβι μέσα,
Βέλασμ' αρνιών ,μουγκανητό
Βοδιών που βάζουν στη μάντρα.

Κι  στο μυαλό μου έφτασαν
Του  Τειρεσία τα λόγια,
Του  μάντη που' ζησε τυφλός
Στη Θήβα  κι όσα απ'εκείνα

Η Κίρκη απ' την  Αία μου'πε: 
Στου Ήλιου  το νησί σιμά,
Μην πλησιάστε αυτός σκορπά
Στον κόσμο άδολη χαρά,

Έτσι είπα στους συντρόφους μου 
Με λόγια πικραμένα,
Τόσα που τραβάτε σύντροφοι
Γι' ακούστε κι αυτά τα λόγια

Ακούστε  τώρα να σα πω
Πολύπαθα συντρόφια,
Τις προφητείες του τυφλού
Του μάντη Τειρεσία

Και τούτο
Που'πε απ' την Αία η  Κίρκη 
Απ' του Ήλιου  το νησί μακριά,        280
Γιατ' είν'εκείνου που σκορπά
Στον κόσμο άδολη χαρά,

Πως βάσανα μεγαλύτερα  
Μας περιμένουν  εγώ τους είπα
Γι' αυτό το πλοίο κρατάτε το 
Πάντα  απ'το νησί αλάργα.

Έτσ'είπα κι όλων η καρδιά
Σα νά σπασε μεσ'τα στήθια
Κι αμέσως ο Ευρύλοχος 
Μου μίλησε με πίκρα.

Οδυσσέα είσ' ένα θεριό 
Ούτ η ψυχή σου κούραση ,
Μήτε και το κορμί σου αφού
Με σίδερου πλάστηκες κράση,

Που κουρασμένους ,ξάγρυπνους
Συντρόφους σου τσακισμένους,
Δεν μας αφήνεις στη στεριά
Για λίγο αραγμένους

Στο θαλασσόβρεχο νησί
Να  χαρούμε γλυκό ψωμί,
Όλη τη νύχτα τρέχοντας
Αλάργα πάντα απ' το νησί,

Μέσα στη γρήγορη νυχτιά  
Στο  σκοτεινό το κύμα,
Να δερνόμαστε σα να'μαστε
Μια  άδικη  κατάρα.

Συνηθισμένο να'ρχονται
Αέρηδες τη νύχτα
Που'ναι κακοί και κάνουνε
Ζημιές πολλές στα πλοία,

Πώς θα γινόταν το δικό μας
Να ξεφύγουμε αφανισμό,
Αν κάποιο ανεμοτάραχο
Ξεσπούσε αγριωπό, 
 
Απ'το νοτιά η το Ζέφυρο
Το λυσσασμένο ,που παρά
Το θέλημα των θεών,
Τσακίζουν τα καράβια.

Πλακώνει η νύχτα κι ας γενεί
Η χάρη της και στ'ακρογιάλι,
Το δείπνο μας πια ας νοιαστούμε 
Δίπλα στο γρήγορα καράβι

Με την αυγή θα φύγουμε
Στης θάλασσας τα πλάτη.

Έτσι είπα κι όλοι παίνεψαν 
Του Ευρύλοχου τα λόγια.           300
Τότ' είδα πια πως κάποιος θεός 
Βάσανα  μας έκλωσε πολλά.

Έτσι δυο λόγια πεταχτά
Του απάντησα και του είπα:
Ευρύλοχε με ζορίζετε
Κι απόμεινα μόνος πιά.

Ελάτε τώρα όλοι σας 
Όρκο να δώστε σε μένα,
Κοπάδι μεγάλο αν δούμε 
Πρόβατα η γελάδια

Τόσο πιαασυλλόγιστος
Κανένας  δε θα βρεθεί
Να σφάξει βόδι ή πρόβατο
Και το κακό να μας εβρεί,

Μον'όλοι ανενόχλητοι
Κοπιάστε για φαΐ 
Απ΄τις τροφές που πήραμε
Απ' την αθάνατη Κίρκη

Εκείνοι με τα λόγια αυτά 
Όπως τους είχα ζητήσει
Με μιας τον όρκο δώσανε
Κι όταν τους είχαν τελειώσει,

Το καράβι μας αράξαμε 
Το καλοσκαρωμένο,
Μέσ' το λιμάνι το βαθύ, 
Πλάι στο γλυκό νερό.

Κι όταν απ'το καράβι μας 
Βγήκαν οι σύντροφοι έξω
Να ετοιμάζουν άρχισαν 
Μ' έγνοια πολύ το δείπνο.

Κι όταν του πιοτού γιατρέψανε
Του φαγητού τη πεθυμιά,
Πήραν να κλαίν θυμούμενοι
Συντρόφια καρδιακά,

Που η Σκύλλα μέσ'απ'το βαθύ 
Καράβι τους είχε αρπάξει
Τους κατασπάραξε κι ουδέ
Το θρήνο δεν είχαν πάψει,

Ώσπου  τους ήρθε   ο γλυκός,
Ο ύπνος μα κατά τη νύχτα
Που λευκαύγιζε ήδη πιά
Και τρεμοσβήναν τ'άστρα,

Των συννεφιών ο μαζωχτής
Ο Δίας ανεμοσούρτη,
Μεγάλο σήκωσε κι άγρια
Λαίλαπα  είχε  ξεσπάσει,

Με συννεφιά τα πέλαγα  
Και τη στεριά ακόμα,
Ώσπου θολή απλώθηκε          320
Απ'τα ουράνια  νύχτα.

Σαν ήρθε η ροδοδάχτυλη
Νύχτα θρεμμένη αυγή,
Κρύψαμε το καράβι μας 
Σε σπηλιάδι πολύ βαθύ,

Εκεί οι νύμφες  χόρευαν
Κι το' χαν  για λημέρι.
Εκεί κάλεσα σύναξη 
Κι ανάμεσα τους είπα:

Φίλοι 

Πιοτό και φαγητό τα έχουμε
Στο καράβι το ευέλικτό  μας
Από τα βόδια μακριά 
Μη βρούμε το μπελά μας.

Τα βόδια απε και τα πρόβατα 
Που ο άγριος  Ήλιος τα'χει,
Και πάνωθε τούτος ο θεός 
Τ' ακούει όλα  και τα βλέπει.

Οσότου  ψωμί και  κόκκινο
Κρασί  βρισκόταν στο πλοίο,
Στα βόδια χέρι δεν άπλωναν  
Για τη ζωή τους είχαν φόβο. 

Μα σαν σωθήκαν  οι τροφές 
Όλες πια στο καράβι 
Τότε στο κυνήγι το' ριξαν
Τριγυρνώντας  από ανάγκη,

Να πιάσουν ψάρια και πουλιά 
Με γαντζωτά αγκίστρια,
Κι ότι στα χέρια τους έπεφτε,
Τα σπλάχνα τους θέριζ' η πείνα.       340

Αλλ'όταν το νησί διέσχισα
Απ'τους συντρόφους μου μακριά
Πήρα τα χέρια τα'πλυνα 
Σε μιαν απάνεμη άκρια.

Κι όλους  προσευχόμουν τους θεούς
Τον Όλυμπο που διαφεντεύουν
Στα βλέφαρα μου όμως αυτοί
Ύπνο γλυκό θα  φέρουν.

Τότε ο Ευρύλοχος κακιά 
Στα συντρόφια σκέψη κινούσε:
Για όσα τραβάτε σύντροφοι
Τούτα τα λόγια ακούτε:

Δεν είναι ο θάνατος ποτέ
Για τους άτυχους γλυκός,
Μα αν από πείνα πέθαινε
Είναι ο πιο πικρός.

Ελάτε να να οδηγήσουμε
Του Ήλιου τις παχιά γελάδια,
Θυσία να τα προσφέρουμε
Στους θεούς που ζουν στα ουράνια.

Κι αν πάμε στην πατρίδα μας
Το Θιάκι με το καλό
Του ουρανοδρόμου Ήλιου
Όμορφο θα χτίσουμε ναό. 

Και τάματα του στέλνουμε
Πολλά που να' ναι αξίας.

Μα για τα ορθοκέρατα
Τα βόδια του αν χολιάσει 
Και συμφωνήσουν όλοι οι θεοί
Το πλοίο μας να ρημάξει,

Κάλλιο το έχω να βρεθώ
Μια και καλή πνιγμένος,
Παρά στο έρημο νησί
Αδιάκοπα τυραννισμένος.

Ετούτα είπε ο Ευρύλοχος
Σύμφωνα ήταν   τα συντρόφια,
Και του Ήλιου ευθύς τα πιο καλά 
Μπροστά λαλήσαν βόδια,               360   

Γιατί  κοντά βοσκούσανε
Στο καράβι τα όμορφα,
Τα ελικοκέρατα 
Και πλατυμέτωπα βόδια 

Όταν τα πλησιάσανε
Στους; θεούς έκαναν προσευχή  
Αφού έκοψαν φύλλα τρυφερά
Από ψηλά φουντωμένη δρυ,

Κριθάρι βλέπεις δε υπήρχε
Στο καλοκούβερτο καράβι.
Τα έσφαξαν και τα έγδαραν
Μετά από προσευχή,

Κι ύστερα χώρισαν τα μεριά
Με σκέπη θα τα τυλίξουν
Διπλώνοντας τη κι απάνω τους
Το κρέας θα τοποθετήσουν.

Κι αφού δεν είχανε κρασί 
Να περιχύσουν τα σφαχτά
Νερό σταλάζαν για τις σπονδές
Ή έκαιγαν τα σπλάχνα

Και σαν τα μεριά αποκάηκαν
Και γεύτηκαν τα σπλάχνα
Έκοψαν τ' άλλα για ψήσιμο
Περνώντας τα στη σούβλα.

Όταν  ο ύπνος μου ο βαθύς
Απ'τα  μάτια  μου είχε φύγει,
Για τ'  ακρογιάλι κίνησα 
Στο γρήγορο καράβι.

Πλησίασα πια το κυρτό
Και απ'τις δυο μεριές καράβι
Της τσίκνας πια τη μυρωδιά
Κατάλαβα να με κυκλώνει.

Βογγώντας  τους αθάνατους
Θεούς επικαλώντας είπα(ζητώ τη δίκαίη κρίση τους):
Αθάνατοι μάκαρες θεοί
Και συ Δία πατέρα ,

Για συμφορά μου μ'άσπλαχνο 
Με  κοιμήσατε ύπνο 
Κι έτσι τα συντρόφια έβαλαν 
Στο νου φριχτό δικό τους έργο.         380

Με το μακρύ το πέπλο η Λαμπετώ
Ευθύς θα τρέξει να μηνύσει
Στον ουράνιο Ήλιο πως εμείς
Τα βόδια του πως είχαμε σφάξει.

Αμέσως κείνος στους θεούς
Είπε με θυμό στην καρδιά του είπε
Πατέρα Δία  κι  αιώνιοι
Κι ευτυχείς θεοί να δώστε

Την εκδίκηση μου να πάρω 
Πίσω  από τα συντρόφια 
Του Δυσσέα, που αδιάντροπα
Μου έσφαξαν τα βόδια,

Που τα χαιρόμουν στο διάβα μου 
Για τ'αστρωτά ουράνια
Και όταν στη γη επέστρεφα
Ξανά από εκείνα.

Κα των βοδιών την αμοιβή
Που πρέπει αν δε πάρω,
Στον Άδη μέσα θα χωθώ
Και στους νεκρούς  θα φέγγω.

Σαυτόν αναποκρινόμενος
Ο Δίας ο νεφεμαζώχτης
Είπε <<Ήλιε εσύ συνέχιζε 
Το  φως να δίνεις

Στους αθάνατους και τους θνητούς
Στην καρπερή τη γή
Κι εγώ σου τάζω  μ' αναμμένο 
Κεραυνό θρύψαλα θα γίνει

Από μένα μεσοπέλαγα
Σε θάλασσα σαν  το κρασί.

Από το στόμα τ' άκουσα
Της ομορφόμαλλης Καλυψώς
Κι εκείνης πάλι της τα 'λεγε
Ο Ερμής ο ψυχοπομπός .

Στη θάλασσα μόλις έφτασα
Και στο καράβι δίπλα,
Μάταια με λόγια σκληρά
Μάλωνα τον καθένα.
 
Διόρθωση  πια αδύνατη           400
Αφού είχαν σφαχτεί τα βόδια,
Μιας κι οι θεοί την ίδια  στιγμή
Τους μήνυα σημάδια:
 
Σέρνονταν τα τομάρια και
Μούγκριζαν στις σούβλες,
Ψημένα κι άψητα τριγύρω
Ακούγονταν βοδιών φωνές.
 
Έξη μερόνυχτα οι καρδιακοί
Συντρόφοι μου ξεφαντώναν,
Του Ήλιου τα βόδια τρώγοντας 
Τα πιο καλά που κλέψαν.
 
Κι ο όταν ο Δίας του Κρόνου ο γιός
Έφεξε την έβδομη ημέρα,
Πήρε ο αγέρας κι έπεσε
Του έφυγε πια η λύσσα.

Ευθύς πάνω στο πλοίο μας
Και  στο πέλαγο τ'ανοιχτό
Μ' απλωμένα φεύγαμε πανιά
Και  με το κατάρτι ορθό.

Κι ως το νησί  πια αφήσαμε
Πίσω μας άλλη καμμιά  στεριά,
Δεν έβλεπες  παρά Ουρανό 
Και θάλασσα μοναχά.
 
Tότε πάνω απ'το καράβι μας
Ο γιός  του Κρόνου είχε στήσει 
Σύννεφο μαύρο σκοτεινιά
Στο πέλαγο είχε απλώσει.

Για ώρα πολλή το πλοίο μας
Καθόλου δεν προχωρούσε
Και ο πουνέντες χύθηκε
Μουγκρίζοντας λυσσομανούσε,

Κι απ' του ανέμου την ορμή
Τα δυο του ξάρτια είχαν κοπεί
Μπροστά,απε και το κατάρτι
Γέρνοντας πίσω θα σωριαστεί

Πανιά  στο αμπάρι έπεσαν
Σχοινιά μεσ'τ' απονέρια
Και το κατάρτι χτύπησε 
Ως έπεφτε πάνω στην πρύμνα,

Τον πλοηγό στην  κορυφή
Τον βρήκε και τα κόκαλα
Σπάσανε  και  σαν βουτηχτής
Έπεσε απ'την  κουβέρτα.

Και τότε απ'τα κόκαλα
Έφυγε η ψυχή του.               420

Βροντά ο Δίας και χτυπά
Με κεραυνό το καράβι,
Που ολάκερο στροβιλίστηκε
Βγάζοντας μυρωδιά από θειάφι..

Σαν τις κουρούνες στο νερό
Χτυπιόντουσαν  γύρω απ'το πλοίο
Και ο θεός τους έκοψε
Του γυρισμού το δρόμο.
 
Εγώ που στριφογύριζα
Στο πλοίο μα η φουρτούνα,
Σκορπίζοντας  τα πλευρά του
Άφησε γυμνή την καρίνα,
 
Άξαφνα πέφτει πάνω της  
Το κατάρτι κι όπως η σκότα
Η βοϊδοπετσόφτιαχτη
Κρεμότανεν κοντά,

Την πήρα κι έτσι έδεσα
Καρίνα και κατάρτι,
Κάθησ' επάν'αφέθηκα
Στων άνεμων το λυσσομάνι.
 
Κάποια στιγμή ο δυτικός(Ζέφυρος)
Έκοψε την αγρίλα
Μα γρήγορα ήλθε Νότιος  
Με βάσανα καινούρια,

Μ'έσερνε το κύμα ολονυχτίς
Κι εκεί που έβγαιν' ο ήλιος
Της Σκύλλας και της Χάρυβδης
Της άγριας να'τος πάλι ο βράχος.      440

Γερά εκεί κρατιόμουνα
Απ'την καρίνα και το κατάρτι,
Λαχταρώντας εκείνη στιγμή
Το ξερατιό της που'χε αργήσει.

Ποιάν  ώρα ανασηκώνεται
Ο  δικαστής να πάει για δείπνο,
Όταν στην αγορά εδίκασε
Και μοίρασε το δίκιο,

Την ίδια ώρα η Χάρυβδη
Έβγαλε στο φως τα ξύλα.
Κι αφού   ψηλά τινάχτηκα
Με χέρια και με πόδια

Έπεσα μέσα με γδούπο ,
Πλάι  στα στενόμακρα μαδέρια,
Κάθησα πάνω τους κι' άρχισα
Να λάμνω(κωπηλατώ) με τα; χέρια.

Όμως θνητών κι αθάνατων  
Ο πατέρας τη Σκύλλα,
Δε μ' άφησε να την ξαναδώ, 
Αλλιώς γλιτωμό δεν είχα.

Μέρες εννιά δερνόμουνα            460
Στις δέκα μεσ' τη νύχτα,
Μ' έριξαν οι θεοί σ' ένα νησί
Το έλεγαν Ωγυγία. 

Το νησί ήταν της Καλυψώς
Με τις όμορφες πλεξούδες,
Πανώρια ήταν μα και σκληρή  
Θεά με μιλιά σαν τις θνητές.

Μου'δειξε την αγάπη της,
Μα τί λέω τούτα χτες βράδι 
Τα διηγήθηκα σ' εσένα
Και στο πιστό σου ταίρι.

Γιατί δεν μού'ρχεται καλά
Να λέω πάλι τα ίδια.                   465


Η συνέχεια παραπέμπεται σε προηγούμενη ραψωδία, 
τη ραψωδία ε, όπου η Αθηνά θέλησε να δώσει ένα τέλος 
στο μαρτύριο του Οδυσσέα και  παρακαλεί το Δία να 
τον αφήσει να πάει στην Ιθάκη, επιβάλλοντας 
τη θέληση του στην Καλυψώ.Εδώ  περιγράφεται  η άφιξη και η ζωή του Οδυσσέα
στο παλάτι-σπηλιά  της και η συνάντησή του με τη Ναυσικά. 


Ραψωδία ε

Συνεχίζεται με τη ραψωδία ε (πρωθύστερη)

Μόλις  η Αυγή απ'  του Τιθωνού 
Το στρώμα είχε πια φύγει
Του λαμπρού ώστε  σε θνητούς 
Κι αθάνατους  το φως να φέρει,

Κάθισαν οι θεοί στις θέσεις τους
Κι ο Δίας φυσικά στη μέση,
Ο  βροντερός και κυρίαρχος 
Με δύναμη μεγάλη
 
Η Αθηνά τότε θυμήθηκε
Τα Βάσανα του Οδυσσέα  ,                     
Στο   σπίτι  της  Νύμφης
Tον είχε έγνοια κι είπε:

Το συμβούλιο των θεών του Ολύμπου  συζητά  το θέμα της επιστροφής του Οδυσσέα στην Ιθάκη
 
Αθάνατοι εσείς θεοί                       7
Που είστε μακαριστοί(ευτυχισμένοι)
Καλός πιά και καλόγνωμος
Ρήγας(βασιλιάς)  να μην εμφανιστεί.
 
Ούτε και δίκαιος που κρατά 
Στο χέρι βασιλικό ραβδί,
Που άσπλαχνα να φέρεται
Και άνομα μαζί,

Την ώρα που ξεχάστηκε
Απ'όλους πως ο  Οδυσσέας,
Διαφέντευε λαούς 
Κι ήταν καλός πατέρας.

Τώρα  κλεισμένος σε νησί
Στης Νύμφης Καλυψώς το σπίτι,
Φαρμάκια πίνοντας πικρά
Κρατιέται  με το ζόρι.
 
Πατρίδα πια δε μπορεί να δει
Χωρίς συντρόφους και καράβια
Που να τον έπαιρναν μαζί τους
Στη ράχη της θάλασσας τη πλατιά.

Τώρα ψάχνουν για να σκοτώσουν         20
Το γιό του τον αγαπημένο,
Όταν απ' την πλούσια Σπάρτη
Γύριζε και την θεία Πύλο.

Εκεί ταξίδεψε ν' ακούσει
Κάτι για τον πατέρα του .

Αμέσως  της απάντησε
Ο συννεφομαζώχτης Δίας :
Κόρη μου τι  λόγος σου ξέφυγε
Απ'το φράχτη της οδοντοστοιχίας.

Εσύ δεν ήσουν  που'βαλες
Στο νου σου τέτοια σκέψη,
Ο Δυσσέας σπίτι φτάνοντας 
Εκδίκηση να γυρέψει.

Και φρόντισε τον  Τηλέμαχο       25    
Γιατί εσύ μπορείς
Στη γη του ,στην πατρίδα του
Στείλ'τον ,μα να'ναι ασφαλής

Και οι μνηστήρες πίσω πάλι
Μεσ'το καράβι να γυρίσουν.

Έτσι είπε και γυρίζοντας
Στο γιο του τον αγαπημένο,;
Τρέξε Ερμή δεν έχουμε 
Άλλο μαντατοφόρο,

Να πεις η ομορφόμαλλη
Αλάθευτη Νύμφη ορίζει,
Ο Οδυσσέας ο καρτερικός 
Σπίτι του  να γυρίσει.

Χωρίς ανθρώπων συντροφιά
Μα και θεών με μια  σχεδία,
Σε κόμπους πάνω ατέλειωτους
Κι απανωτή ταλαιπωρία,
 
Σ' είκοσι μέρες στο εύφορο 
Νησί να φτάσει τη  Σχερία 
Των Φαιάκων που η φύτρα τους
Με των ............είναι η ίδια.

Όλοι αυτοί  ως αθάνατο
Από  καρδιάς θα τον τιμήσουν
Με πλοίο στην πατρική 
Τη γη του θα τον στείλουν,

Δίνοντας του αυτοί χρυσό ,
Χαλκό κι άφθονα ρούχα,
Που δε θα έφερνε ποτέ
Τόσα πολλά απ'την Τροία

Μαζί του  ο Οδυσσέας
Ακόμα  κι αν   γυρνούσε 
Πίσω ο ίδιος αβλαβής 
Και  τη λεία αν κρατούσε.

Γιατί η μοίρα του  να δει
Φίλους και να τους ξεσηκώσει
Στο αψηλό παλάτι του 
Στην πατρίδα του σαν  ζυγώσει.

Ο Ερμής παίρνοντας την εντολή φεύγει για το παλάτι της Καλυψώς  να της μεταφέρει την απόφαση του Δία.
 
Αυτά είπε κι ο φονιάς   45
Τον άκουσε του Άργου(ο Ερμής)
Και δίχως αρνήσεις φόρεσε
Τα πέδιλα τα καλά του.

Χρυσά ήταν κι αθάνατα
Που σαν ανέμου πνοές,
Τον έφερναν σ' απέραντα 
Πάνωθε πελάγη και στεριές.

Πήρε ραβδί και όσους  διαλέξει 
Άνδρες ,τα μάτια τους μαγεύει
Τους άλλους τους  κοιμώμενους
Στον ύπνο τους τους σηκώνει.

Μ' αυτό και τότε ο δυνατός
Αργοφονιάς πετούσε.

Περνώντας από την Πιερία
Κατέβηκε απ' τον αιθέρα
Κι απε σα  γλάρος να' τανε
Έτρεχε πάνω στο κύμα.,

Πουλί που καθώς πιάνει ψάρια
Στ' άγρια βάθη τ' αστείρευτα  ,
Απ' της θάλασσας νοτίζοντας
Τις φτερούγες του την αλμύρα.
 
Το ίδιο κι ο Ερμής τα κύματα
Προσπέρναγε τότε τα πολλά.

Μα σαν έφτασε πια στο νησί 
Πετώντας το μακρινό,
Στεριά  πατώντας άφησε
Τ' ανταριασμένο πέλαγο,

Τράβηξε μπρος και στη σπηλιά
Το μεγάλη  είχε φτάσει,
Της Νύμφης της μορφοπλέξουδης 
Που μέσα εκεί τη βρίσκει ,

Απ' το τζάκι της τρανή φωτιά         60
Πετιόταν  και απ' αλάργα 
Κέδρος καιγόταν καλόσχιστος 
Κι  όλο το νησί  μοσχοβόλα.

Και το γλυκό τραγούδι της 
Ακουγόταν μέσα , 
Καθώς ύφαινε στον αργαλειό  
Μ' ολόχρυση σαΐτα.
 
Φούντωνε γύρω απ'τη σπηλιά
Δροσολουσμένο δάσος
Με κυπαρίσσια ευωδιαστά
Με σκλήθρα και καβάκια (λεύκες).
 
Εκει όπου κουρνιάζανε 
Μακρόφτερα  στα κλωνιά τους
Γεράκια και  μακρόγλωσσες 
Θαλασσινές κουρούνες,

Που αγαπούν ολημερίς
Στα πέλαγα να πετούν.
 
Μπροστά σου μια θαλερή,
Κληματαριά τυλιγμένη
Τριγύρω απ'τη βαθιά σπηλιά
Σταφύλια φορτωμένη.
 
Τέσσερις βρύσες στη  σειρά 
Η μια δίπλα  στην  άλλη που 'διωχνε
Τα γάργαρα τα νερά τους
Αλλού γι' αλλο΄θε να πάνε,
 
Λιβάδια κι απ'τις; δυο μεριές
Μ'άγρια σέλινα και βιόλες 
Που κι αθάνατο  θα ξετρέλεναν
Αν προς τα κει θα'ρχόταν.
 
Στάθηκε εκεί ο Αργοφονιάς(Ερμής) 
Βλέποντας τριγύρω όλα,
Θαυμάζοντα τα κίνησε
Μπήκε μεσ'τη φαρδιά σπηλιά.

Κι αντίκρυ της  η Καλυψώ
Σαν  τον είδε  κάποια  στιγμή
Η  λατρευτή θεά καρσί της
Ποιός ήταν θα τον γνωρίσει,       80
 
Βλέπεις οι  αθάνατοι θεοί
Καλοξέρουν ένας τους άλλους
Ακόμα κι αν κανένας τους
Ζεί σε τόπους αλλαργινούς.
 
Το μεγαλόκαρδο τότε εκεί
Δε βρίσκει τον Οδυσσέα,
Μονάχος καθόταν στο γιαλό 
Και κει θρηνούσε πάντα
 
Με κλάμα  πίκρες,  στεναγμούς
Σπαράζοντας στα στήθια,
Έχυνε δάκρια βλέποντας
Τα πέλαγα τα στείρα. 

Και σε θρόνο  λαμπροστόλιστο
Η πεντάμορφη τότε  θεά
Έβαλε τον Ερμή και άρχισε
Μιλώντας να τον ρωτά. 
 
Ερμή εσύ με το χρυσό ραβδί
Δεν έρχεσαι συχνά δω πέρα,
Σεβάσμιε αλήθεια κι ακριβέ
Δεν έρχεσαι συχνά δω πέρα.

Πες μου ότι έχεις κατά νου
Με την καρδιά μου  θα  κάνω 
 Ότι εσύ θελήσεις 
Μα πρέπει και να το μπορώ

Αλλ' έλα πρώτα κόπιασε
Να σε φιλέψω κάτι.
Έτσι σαν είπε η θεά  
Πλάι του έστρωσε τραπέζι,

Με αμβροσία(τροφή των θεών) γεμάτο,
Κερνώντας τον θεϊκό κρασί.
Και τότε κι  ο Αργοφονιάς
Ξεκίνησε  το φαγοπότι,

Κι όταν πίνοντας και τρώγοντας
Ο Ερμής  είχε  πια χορτάσει,
Γυρίζει και με τα λόγια αυτά
Εκείνος θα της  απαντήσει.

Ρωτάς πως έφτασα ο θεός
Σε σένα θεά εδώ χάμω,
Καθάριος θαν' ο λόγος μου
Όπως θέλεις κι εσύ πιστεύω.

Ο Δίας εμένα μ' έστειλε               100
Δίχως εγώ να θέλω
Ποιος από  μόνος θα' σκιζε
Απίστευτο αλμυρό νερό .

Ούτε και βρίσκεται κοντά           
Κι' από θνητούς  μια πόλη
Θυσίες να μας προσφέρουνε
Και θυσία πολύ μεγάλη.

Του Δία όμως τη θέληση 
Του ασπιδοκράτη δεν μπορεί
Αθάνατος να την αλλάξει 
Ούτε και να την παραβεί.

Κοντά σου λέει πως κρατάς
Τον   άντρα τον πιο τρίσμοιρο,
Απ'όλους που στου Πρίαμου
Πολέμησαν στο κάστρο γύρω

Εννιά χρόνια και στο δέκατο 
Έφυγαν για την πατρίδα.

Όμως κατά την επιστροφή 
Αμάρτησαν στην Αθηνά ,
Και κείνη σήκωσε θύελλα 
Με κύματα πολύ ψηλά.

Όπου οι άλλοι δυνατοί
Σύντροφοί του χαθήκαν
Κι αυτόν άνεμοι και κύματα 
Εδώ σου τον αφήκαν.

Αυτόν ζητάει άμεσα
Να τον ξεπροβοδήσεις:

Δε γράφεται εδώ μακριά  
Απ' τους δικούς του πως θα σβήσει,
Είναι γραφτό τους φίλους του
Γυρνώντας να αντικρίσει

Στo αψηλό παλάτι του 
Στη γη την πατρική του

Στα λόγια τούτα  η Καλυψώ 
Η πανέμορφη θεά 
Ρίγησε και με ανεμοσκόρπιστα          120
Λόγια του απαντά.

Είστε σκληροί ,ζηλιάρηδες
Πιότερο σεις από όλους,
Δε σας αρέσει μια θεά
Να σμίγει με κοινούς  θνητούς,

Αν κάποια θεά στα φανερά 
Ταίρι γίνει με τον καλό της

Κι η ροδοδάχτυλη αυγή 
Που τον Ωρίωνα πήρε ,
Σεις οι τρισευδαίμονες θεοί
Ζήλια δε νοιώθατε τότε,

Μονο σαν πήγ' η χρυσόθρονη
Η Άρτεμη στης Ορτυγίας 
Τα μέρη και  τον σκότωσε
Πυκνές  σαϊτιές πετώντας.

Κι η Δήμητρα η ομορφόμαλλη
Στον έρωτα είχε λύγισει
Και σε χωράφι χλοερό
Με τον Ιάσιο είχε πλαγιάσει.

Τις αγκαλιές και τα φιλιά 
Ο Δίας τα'μαθε στο λεπτό, .
Του πήρε αμέσως τη ζωή
Μ'αστροπελέκι καυτερό.

Και τώρα με ζηλεύετε 
Θνητό κοντά μου που'χω 
Εγώ όμως τον γλίτωσα
Φτάνοντας σε σχεδία πάνω.

Το γρήγορο καράβι του
Στη μέση  απ'το κρασάτο 
Το πέλαγο και με κεραυνό
Το  τσάκισε  φλογάτο.(πυρωμένο).  

Τότε που οι άλλοι σύντροφοι
Οι αντριωμένοι χαθήκαν
Κι αυτόν άνεμοι και κύματα
Σπρώχνοντας εδώ τον ρίξαν.

Τον φίλευα τον έτρεφα
Και κατά νου τον είχα,
Αθάνατο να τον έκανα                    140
Κι αγέραστο για πάντα.

Αφού  όμως τ' ασπιδοκράτη (Δίας) 
Τη θέληση να παρακούσει  
Αθάνατος δεν μπορεί 
Ούτε και να την  τη χαλάσει,

Ας φύγει αφού είναι θέλημα
Του Δία κι αυτό το διατάζει,

Στη θάλασσα την αστείρευτη
Εγώ όμως δεν τον στέλνω,
Καράβια με πολλά κουπιά
Και πλήρωμα εγω δεν έχω.

Στην πλατιά ράχη της θάλασσας 
Μαζί τους να τον πάρουν. 
 
Μα θα του δώσω συμβουλή 
Και δε  και θα του την κρύψω,
Ακέραιος στην πατρική
Τη γη του να γυρίσει πίσω.
 
Και τότε ο Αργοφονιάς
Αμέσως  της απαντά
Άστον ως είπες λεύτερο
Φυλάξου  απ'την οργή του Δία

Να μη ξεσπάσει πάνω σου
Αργότερα ο θυμός του.
 
Ο δυνατός Αργοφονιάς
Σαν είπε αυτά τα λόγια
Φεύγει κι η  η σεβαστή Νεράϊδα
Πιστή στις προσταγές του Δία,
 
Έφυγε ο Ερμής και η Καλυψώ συναντά τον Οδυσσέα
 
Το  μέγιστο πήγε να βρει
Κοντά του  να καθήσει.

Tον  βρήκε  κάτω στο γιαλό           
Να κάθεται πλάι στο κύμα,
Τα μάτια του δε στέγνωναν 
Ααπ' το πολύ το κλάμα. 
 
Με τον καημό του για  γυρισμό 
Έσβηνε η ζωή του  η γλυκιά,
Με τη Νεράϊδα. πια να ζει
Δεν του' δινε καμιά χαρά.
 
Κοιμόταν μέσα σε σπηλιές
Κοντά της από ανάγκη               160
Χωρίς τη θέλησή τ' αυτός
Θέλοντας όμως κείνη.

Όλες τις μέρες κάθονταν 
Στα βράχια στ' ακροθαλάσσια,
Και  πίκρες ,κλάματα, στεναγμοί
Του  σπάραζαν τα στήθια.
 
Τ' άκαρπο  έβλεπε πέλαγο
Με μάτια βουρκωμένα.
 
Κοντά του τότε στάθηκε
Η  θεά και  του' πε λυπημένη,
Δύσμοιρε άλλο πια μην κλαίς 
Κι  η ζωή σου έτσι να λειώνει,
 
Γιατί να φύγεις εγώ πια 
Θα σ' αφήσω με προθυμία.
Μα πάρε τσεκούρι και  χοντρά
Να κόψεις τώρα μαδέρια
 
Και φτιάξε πλατιά σχεδία 
Κι απάνω της να  καρφώσεις 
Σανίδες που πρέπει αψηλά
Πέρα ως πέρα να αραδιάσεις,
 
Που στο γαλάζιο πέλαγο 
Επάνω  θα σε φέρουν.

Κι εγώ ψωμί, νερό και κόκκινο
Κρασί  μέσα θα βάλω
Την πείνα να δαμάζουνε
Και με ρούχα θα σε ντύσω.
 
Θα στείλω πρίμο άνεμο
Κι αν θέλουν κι οι θεοί,
Σώος θα φτάσεις ακέραιος
Στην γη σου την πατρική.

Οι θεοί που κυβερνούν
Τ' ατέλειωτα  ουράνια 
Κα από μένα πιο δυνατοί
Σε κρίση και φροντίδα

Ο Οδυσσέας ρίγησε
Σαν του'πε όλα αυτά
Και  κείνος σε απάντηση
Τούτα της λέει λόγια:

Άλλο σκαρφίζεσαι θεά
Μα όχι για το γυρισμό
Γι' αυτό με στέλνεις σε σχεδία      180
Στο πέλαγο πάνω το φριχτό
 
Που ούτε και τα γρήγορα
Τολμούν να περνούν καράβια
Κι ας του χαίρονται του ισχυρού
Δία τον πρίμο τον  αγέρα .
 
Σε μια σχεδία το  πόδι μου  
Αν και συ δεν το θέλεις,
Εκτός κι αν αποφάσιζες                  
Μεγάλο όρκο να δώσεις

Πως άλλο κακό για μένανε
Στο νου σου δε θα βάλεις.

Τότε μ'ένα χαμόγελο
Γι'αυτά που άκουσ' η Νεράϊδα,
Κι αφού τρυφερά τον χάϊδεψε 
Ετούτα του είπε λόγια.
 
Στην πονηριά μοναδικός 
Μα  δεν είσαι ασεβής αλήθεια,
Ποιό παραμύθι σκέφτηκες
Να βγάλεις τώρ'απ'το  στόμα.

Μάρτυρας  βάζω να'ναι  η γη
Και τα πλατιά πάνω ουράνια,
Τ'ατέλειωτα και της Στύγας 
Τα νερά τα άσωστα.
 
Που  πιο μεγάλος,πιο φριχτός
Στους θεούς  μετριέται πάντα
Ο όρκος πως δεν έβαλα 
Στο νου κακό  για σένα

Με το μυαλό μου σκέφτομαι
Όσα που κι εγώ η ίδια,
Για μένα θ' αποφάσιζα
Τόση ανάγκη αν είχα.

Γιατί στο δικό μου το μυαλό
Δε μπαίνει   η αδικία
Τα στήθη δεν είν'από σίδερο
Είμαι  ψυχοπονιάρα.
 
Αυτά του είπ' η  πεντάμορφη  
Με βιάση στο δρόμο μπαίνει
Κι εκείνος στ' αχνάρια των θείων
Ποδιών της την ακολουθεί.           200  
 
Κι όταν   ο άντρας κι η θεά 
Στη σκαλιστή σπηλιά είχαν φτάσει
Απ'όπου  σηκώθηκ' ο Ερμής
Εκείνος θα καθίσει. 

Κι η νύμφη του απίθωσε 
Πλούσια  μπρος τροφή,
Να τρώνε και να πίνουν αυτά
Που τρώνε οι άντρες οι θνητοί.

Κι αυτή αντίκρυ κάθισε 
Στο θείο Οδυσσέα,
Μπροστά της οι δούλες  έβαλαν 
Νέκταρ και αμβροσία.

Στα έτοιμα τότε φαγητά
Θ' απλώσουνε τα χέρια
Και τρώγοντας και πίνοντας
Οι δυο τους είχαν χαρά.

Κι άρχισε πρώτη η Καλυψώ
Η πεντάμορφη θεά να  λέει:
<<Θείε του Λαέρτη γιε                  
Πολυμήχανε Οδυσσέα, 

Έτσι λοιπόν στο σπίτι σου 
Στην πατρική τη γη σου
Γρήγορα θέλεις  να πας
Ωστόσο γειά και χαρά σου .

Αν ήξερες όμως τα βάσανα
Που η μοίρα σου να τραβήξεις,
Γράφει πριν τα χώματα 
Τα πατρικά σου να πατήσεις,

Εδώ μαζί μου θα'μενες
Να κοιτάς  με μένα τη σπηλιά
Αθάνατος θα γινόσουνα
Όση κι αν έχεις πεθυμιά,

Να τρέξεις να δεις το ταίρι σου 
Που πεθυμάςς όλες τις μέρες
Μα δεν είμαι χειρότερη
Ούτε σε κορμί ούτ' ομορφιά.
 
Έτσι κι αλλιώς σωστό δεν είναι    220    
Νομίζω  οι θνητές
Για το κορμί και την ομορφιά
Να μαλλώνουν  με τις θεές.

Σ'αυτήν δε απαντώντας είπε
Ο Οδυσσέας; ο πολυγνώστης .
Θεά εσύ σεβάσμια
Για τούτο μη μου  θυμώνεις
 
Κι εγώ καλά το ξέρω αλήθεια 
Πώς η φρόνιμη Πηνελόπη
Δε μπορεί με  σένα σ' ομορφιά
Κι  ανάστημα να παραβγεί
 
Γιατί  εκείνη είναι θνητή 
Και σύ αγέραστη και θεά,
Μα κείνο που  θέλω συνεχώς
Είναι να γυρίσω στην πατρίδα.
 
Nα δουν θέλω τα μάτια μου
Τη μέρα του γυρισμού μου.

Kι αν σ'τ'αφρισμένο πέλαγο
Με τσάκιζε θεός ξανά
Αντέχω  γιατί στα στήθια μου
Έχω καρτερική καρδιά.
 
Γιατί έπαθα πάρα πολλά 
Κι έχω πολύ μοχθήσει,
Στα κύματα και στον πόλεμο
Με τ'άλλα και τούτο ας γίνει 

Τέλειωσε κι ο ήλιος έδυσε
Και ήλθαν τα σκοτάδια.
 
Κι εκείνοι   αφού ήλθαν
Στο βάθος της  όμορφης σπηλιάς,       
Τον έρωτα τους να  χαρούν
Αγκαλιασμένοι όντας.

Όταν η ροδοδάχτυλη
Χάραξε πια  αυγούλα,
Πήρ' ο Οδυσσέας και φόρεσε
Χλαμύδα και χιτώνα .
        
Και η Νεράιδα αργυρόχρωμο
Φόρεσε φουστάνι,
Χαριτωμένο και λεπτό 
Στη μέση της ζωνάρι.
 
Πανώριο είχε και χρυσή
Στην κεφαλή μαντίλα,       240
Και το ταξίδι τοίμαζε
Του μεγαλόκαρδου Οδυσσέα.

Τσεκούρι μεγάλο του'δωσε
Στη χούφτα ταιριαστό
Καλά στερεωμένο πάνω
Δίστομο κι από χαλκό.

Κι ένα σκεπάρνι  του'δωσε
Ακονισμένο πολύ  καλά:
Αμέσως  ξεκίνησε μπροστά 
Για του νησιού την εσχατιά.
 
Εκεί πέρα φύτρωναν
Δένδρα πολύ  ψηλά
Σκλήθρες λεύκες κι' έελατα 
Aνέβαιναν  στα ουράνια.

Με φύλλα παλιά,κατάξερα
Π' ανάλαφρα επιπλέουν

Και μόλις τα δένδρα του'δειξε
Που φύτρωναν  τα θεριά,
Η πεντάμορφη πια Καλυψώ
Γύρισε πίσω ατη σπηλιά.

Εκείνος τα δένδρα έκοβε
Και τέλειωσε τη δουλειά
Από τα είκοσι με τσεκούρι
Πελέκησε τα κλωνιά..

Κι αφού τα έξυσε καλά 
Με χάλκινο σκεπάρνι
Με τέχνη τα ευθυγράμμισε
Επάνω σ'ενα αλφάδι.

Ωστόσο η θεία Καλυψώ 
Τρυπάνια θα του δώσει,
Άνοιξε  τύπες σ'όλα τους
Μεταξύ θα τα ενώσει,
 
Με ξυλοκάρφια ταίριαξε
Τη σχεδία με αρμονία.
 
Όσο πιο πλατύ το πάτωμα
Μιας φορτηγίδας σημαδεύει          
Τόσο πιο καλά την τέχνη του
Ο μαραγκός  την ξέρει.

Τόσο φαρδιά να κάνει θέλησε
Ο Οδυσσέας τη σχεδία του.              260

Κι αφού έστησε τα πλαϊνά
Με στραβόξυλα θα τα στεριώσει
Και με  τις μακριές σανίδες του 
Την κουβέρτα θα ισοπεδώσει.

Κατάρτι τότε πελεκά
Κι επίτονο(λοξό ξύλινο στήριγμα) της ταιριάζει
Κι απε τιμόνι έφτιαξε
Για να την(σχεδία) κατευθύνει.

Και με κλωνάρια λυγαριάς 
Την έφραξε τριγύρα,
Να τον φυλά απ'τα κύματα
Σωριάζοντας και σαβούρα.

Κάποια στιγμή η Καλυψώ
Έφτιαξ'  η πεντάμορφη   πανιά
Κι εκείνος τα μαστόρεψε 
Κι αυτά πολύ καλά.

Σκότες της έδεσε  κι απλές
Στο τέλος πια και κάλους,
Την έριξε   στ' άγια  κύματα  
Με λοστούς και μοχλούς.

Σαν πέρασαν τέσσερις μέρες 
Τότε όλα είχαν τελειώσει
Την πέμπτη πια η Καλυψώ
Η όμορφη θα τον στείλει,

Απ' το νησί μ' ευωδιαστά
Ρούχα τον είχε ντύσει
Η ίδια με τα χέρια; της 
Κι αφού τον είχε λούσει.

Μέσ' τη σχεδία του' βαλε 
Ασκί με μαύρο κρασί, 
Νερό στο πιο μεγάλο
Και τρόφιμα σε ταγάρι.

Πρίμο αγέρα του' βαλε 
Ζεστό  κι αβλαβή 
Και με χαρά  ο Οδυσσέας
Σήκωσε το πανί.

Ο Οδυσσέας φεύγει από το νησί της Καλυψώς
 
Με τέχνη για να κυβερνά    280
Κάθισε στο τιμόνι 
Κι ο ύπνος πια τα βλέφαρα 
Έπαψε να τα κλείνει.

Καθώς την Πούλια κοίταζε 
Και την Άρκτο το γελαδάρη, 
Που να βασιλέψει αργεί 
Άμαξα την αποκαλούν  πολλοί,

Πάντα εκεί κλωθογυρνά
Καραδοκεί τον Ωρίωνα 
Και μόνο αυτή δε χαίρεται
Του Ωκεανού το κύμα.

Κι η Καλυψώ η πεντάμορφη
Την άρκτο του είχε πει,
Στο χέρι το αριστερό
Αδιάκοπα να το' χει.

Αρμενίζοντας  στο πέλαγο
Πέρασαν μέρες δέκα επτά,
Στις δέκα οχτώ φανήκανε 
Των Φαιάκων τα σκιερά βουνά

Όπου η γη φαινότανε 
Να'ναι πολύ κοντά 
Και  σαν ασπίδα φάνταζε
Στου πέλαγου τη  θολούρα.

Όταν ο σαλευτής της γης (Ποσειδών)
Απ'τους Αιθίοπες γύριζε,
Πέρα απ' των  Σωλύμων τα βουνά  
Μπροστά του αυτός τον είδε

Που αρμένιζε και πιο πολύ 
Φούντωσ' απ' το κακό του
Κι αφού κούνησε το κεφάλι του    
Μίλησε με την καρδιά του..
 
Ωχ δες, αλλαξογνώμησαν 
Οι άλλοι θεοί  και είπαν πια,
Πίσω να γυρίσει ο Οδυσσέας
Όταν στους Αιθίοπες έλειπα.
 
Να τος στων Φαιάκων τη γη κοντά
Όπου εκεί του όρισε  η μοίρα,
Να ξεφύγει από της συμφοράς  
Παντοτινά τα δίχτια. 
 
Μα γώ πρωτύτερα  θέλω
Κι  άλλα βάσανα να του φέρω.
 
Αυτά σαν είπε μάζεψε
Σύννεφα και σα θα  πιάσει,
Την τρίαινα στα χέρια του         
Το πέλαγο θα συνταράξει.
 
Παντού θυελλώδεις άνεμους 
Μ' όλων των ειδών ξαμολά,
Και  κάλυψε με σύννεφα 
Πέλαγα  μαζί και στεριά.

Και μια θολή από τον ουρανό
Νύχτα είχε απλωθεί.
 
Μαζί  Νοτιάς ,λεβάντες χίμιξαν
Κι ο Ζέφυρος ο κακός,
Κύματα τρανά απε κυλώντας
Κι ο Βοριάς  ο παγερός
 
Γόνατα τότε και καρδιά
Του Οδυσσέα είχαν λυθεί
Και στη μεγάλη με στεναγμό
Ψυχούλα του θα πει. 

Αλλιά  σε μένα τον άμοιρο
Τι θ'απογίνω τώρα ;
Τρέμω για όσα προφήτεψε
Η θεά μη βγουν όλα σωστά.
 
Πως θα περάσω μού' λεγε 
Βάσανα μεσ'τα πέλαγα,
Πριν φτάσω στην πατρίδα μου
Kai tώρα τελειώνουν όλα.            300

Για δες με πόσα σύννεφα
Ο Δίας περιζώνει
Τα πλάτη  τα ουράνια
Τη θάλασσα ανακατώνει            

Γρήγορες τρέχουν θύελλες
Απ' τον καθένα αγέρα
Για μένα τώρα  ο όλεθρος
Δεν έχει πια σωτηρία.

Ευλογημένοι τρείς φορές
Και τέσσερις οι Αργίτες
Όσοι στην Τροία χάθηκαν 
Για του Ατρέα τους γιούδες.

Μακάρι να πέθαινα κι εγώ
Ο Χάρος να μ' είχε αρπάξει
Όταν κοντάρια ατέλειωτα
Οι Τρώες μου'χαν ρίξει,            320

Γύρω απ'  απ' του Πηλέα το γιο(Αχιλλέας)
Που κείτονταν νεκρός.
Τότε  τάφο θα είχα 
Κι απ' τους  Αχαιούς δοξασμένος

Τώρα  με πανάθλιο θάνατο
Μου'γραψ' η μοίρα να χαθώ.

Καθώς μίλησε απάνω του
Χiμώντας άγριο κύμα,
Τεράστιο που τραντάχθηκε
Ολόκληρη η σχεδία

Ο ίδιος δε που μακριά 
Έπεσε  απ'τη σχεδία,
Μαζί και το πηδάλιο
Που του'φυγε απ'τα χέρια
 
Στη μέση και  το κατάρτι της
Η θύελλα θα το τσακίσει
Η άγρια που των ανάμικτων
Αέρηδων θα το χτυπήσει.

Μακριά  αντένα και πανί
Στο πέλαγο είχαν πέσει.

Εκείνον στα βαθιά νερά
Τον βούλιαξε πολύ ώρα
Μα  βγεί  μπορετό  δεν ήτανε 
Μ'αυτό το άγριο κύμα..

Της Καλυψώς τον βάραιναν
Τα ρούχα που του'χε δώσει.

Κάποια στιγμή αναδύθηκε 
Την πικρή αλμύρα θα φτύσει.
Σα βρύση  απ'το κεφάλι του
Συνεχώς κελαρύζει.

Μα τη σχεδία δεν ξέχασε
Κι ας είχε ταλαιπωρηθεί 
Όρμησε μεσ' τα κύματα 
Κι απάνω της θα πιαστεί.      340

Κάθισε τότε στη μέση της
Το Χάρο να γλιτώσει,
Μα άγριο  κύμα με ορμή                 
Την πέταγε εδώ και κει.

Όπως ο φθινοπωρινός βοριάς
Τ' αγκάθια σαρώνει στον κάμπο
Και όλα έρχονται πολύ  
Κοντά το ένα με το άλλο

Έτσι τη σχεδία οι άνεμοι 
Τη σέρναν δώ και παρέκει
Άλλοτ' ο Νοτιάς την έδινε
Στο Βοριά να την παρασύρει.

Κι απέ  ο λεβάντες  την παρατά 
Στον  Πουνέντε να τη χτυπά.

Τον είδε όμως η Ινώ 
Του Κάδμου η κόρη
Με τους λιγνούς αστράγαλους,
 Η  Λευκοθέα παλιά θνητή.

Ήταν και  σαν τις θνητές
Μιλούσε μα που τώρα,
Απ'τους θεούς είχε τιμές
Θεϊκές μέσα στα πέλαγα.

Κι όπως είδε τον Οδυσσέα
Να χάνεται θα  τον λυπηθεί,
Για κείνα που τραβούσε
Κι απ' το κύμα θα ξεπεταχτεί. 

Κι αφού στη σχεδία κάθησε 
Είπε αυτά τα λόγια.:
Γιατί ο κοσμοσείστης δύσμοιρε 
Τόσο μεγάλη σου' χει  έχθρα.

Και με βάσανα σε τυραννά
Πολλά μα δε  θα σου δώσει
Ωστόσο θάνατο κι ας είναι
Η οργή του πολύ μεγάλη.

Μα κάνε ότι θα σου πω
Ανόητος δε μου μοιάζεις:
Βγάλε τα  ρούχα ,τη σχεδία
Στους ανέμους να την αφήσεις.
 
Koλυμπώντας ,με τα χέρια σου
Προσπάθησε στη  γη  να φτάσεις        360
Των Φαιάκων όπου η μοίρα σου
Σου'γραψε να γλιτώσεις.  

Να ,πάρε αυτό  το αθάνατο
Μαντήλι που κάτω  θα το ζώσεις 
Απ'τα στήθια σου,που φόβο
Να πάθεις ή να πνιγείς δε θα΄χεις

Και μόλις τα χέρια σου
Ακουμπήσουν τη στεριά
Αφού απ'αυτό απαλλαγείς
Ρίξτο στο πέλαγο μακριά.

Στ' αφρισμένα  κύματα
Και γύρω αλλού να βλέπεις.           

Είπε η θεά και στο χέρι του
Του το'βαλε το μαντίλι,
Σα γλάρος ξαναχάθηκε
Στη θάλασσα την αγριεμένη.

Σκεφτόταν τότε ο Οδυσσέας
Με βαριά την καρδιά του
Απ'τα πολλά τα βάσανα
Κι είπε στη μεγάλη ψυχή του 
 
Ώχου τρέμω μήπως αθάνατος
Απάτη τρέμω νέα,
Μη και  μου εξυφαίνει εδώ
Αφήνοντας τη σχεδία.
 
Μα γρήγορα δε θα πειστώ           
Αφού με τα ίδια μου τα μάτια,
Είδα στεριά μα  μακριά
Εκεί που πε θα'βρω σωτηρία.

Μάλλον αυτό μου φαίνεται
Το πιο σωστό για μένα,
Όσο τα μαδέρια στους δεσμούς
Καλά είναι δεμένα,

Εδώ θα μείνω  μ'απαντοχή
Βαριά  κι ας  υποφέρω
 
Εκτός αν η σχεδία κύματα
Τη  χτυπήσου και  σκορπίσει.
Θα κολυμπήσω,καλύτερη 
Δε μπορώ να κανω σκέψη             380
 
Καθώς αυτά τα ανάδευε
Βαθιά στο μυαλό και την καρδιά 
Ο κοσμοσείστης Ποσειδών
Tεράστιο σήκωσε κύμα.
 
Άγριο,δυνατό,καμαρωτό
Που απάνω του το ρίχνει
Όπως ο σφοδρός ο άνεμος
Τη ξερή θυμωνιά τινάζει.

Που τα σκόρπισε παντού
Από τη μια μεριά στην άλλη:
 
Το ίδιο και τα μακριά 
Μαδέρια θα σκορπίσει
Κι ο Οδυσσέας ένα απο αυτά
Σαν άλογο θα το ιππεύσει.,

Κι αφού έβγαλε από πάνω του 
Της θεάς Καλυψώς τα  ρούχα,
Της  πεντάμορφης και το μαντήλι  
Το'σφιξε κάτω από τα στήθια.

Και πέφτοντας μέσ'τη θάλασσα 
Μπρούμητα με τα χέρια,
Ανοίγοντας και κλειώντας τα
Προτιμούσε να κολυμπά.

Ο άρχοντας Κοσμοσείστης
Ποσειδών  όταν  τον είδε,
Κουνώντας το κεφάλι του
Μίλησε μεσ'την καρδιά του κι είπε
 
Έτσι τώρα βάσανα πολλά 
Στο πέλαγο  θα τραβήξεις  
Ωσότου  θεογέννητους 
Ανθρώπους να συναντήσεις. 

Μα κι έτσι  απ'όσα τράβηξες
Παράπονο δε θα' χεις.
 
Σαν μίλησε  μαστίγωσε
Τ'άλογα με πανώρια χαίτη
Και στις Αιγές στο ξακουστό         
Παλάτι του  καταφτάνει                         

Ωστόσο η κόρη του Δία
Άλλα είχε σκεφτεί να κάνει
 
Εκείνη όλων των ανέμων
Την ορμή θα δέσει                                  
Και όλοι να λαγιάσουνε                  400
Ακόμα θα διατάξε.
 
Σήκωσε και το γλυκό βοριά
Που μπροστά το κύμα  θα στρώσει,
Ώσπου με τους θαλασσόλυκους
Κωπηλάτες ν 'ανταμωθεί

Κι ο  Οδυσσέας από τη μοίρα του
Και το χάροντα να  γλιτώσει.
 
Μερόνχτα δυο δερνότανε
Στο κύμα τα φουσκωμένο
Και μπρός του αυτός αντίκριζε
Μπροστά του  συνεχώς το Χάρο.

Μα σαν ήλθ' η τρίτη κι η αυγή
Πρόβαλε η μορφοπλέξουδη,
Καταλάγιασε πια ο βοριάς
Χύθηκε άπλετη πια γαλήνη.
 
Καθώς ένα κύμα δυνατό 
Επάνω θα τον σηκώσει,
Με τ' αετίσιο μάτι του 
Στεριά σιμά  θ'αντικρίσει 
 
Είν' η χαρά που τα παιδιά
Νοιώθουνε σαν  βλέπουν  τον πατέρα,
Που  μεσ' τους πόνους χρόνια πολλά
Λιώνει από βαριά αρρώστια,

Γιατί κάποιος; θεός 
Τον  χτύπησε οργισμένος,
Όμως οι θεοί  περιχαρείς
Τον γλίτωσαν στο τέλος.
 
Το ίδιο περιχαρής ο Οδυσσεύς
Χάρηκε σαν είδε γη και δάση 
Και έπλεε τα πόδια γρήγορα 
Στεριά για να πατήσει.
 
Κι όταν πια ήταν τόσο σιμά                
Που σ'ακούνε όταν φωνάξεις
Και τότε γδούπο άκουσε
Απ'τους ακρόβραχους της θαλάσσης:

Πάνω  στις ξέρες πέφτοντας
Με πάταγο μεγάλο κύμα ,
Ανέβαινε ψηλά,ξεσπούσε
Χάνονταν μεσ'την άχνη.όλα.          420
 
Και κει για πλοία γρήγορα
Δεν ήσαντε λιμάνια κι όρμοι
Κάβοι προβλήτες ήτανε
Ξέρες κι απε και βράχοι.
 
Του  Οδυσσέα λύθηκαν
Τα  γόνατα κι η καρδιά του
Και στενάζοντας τότε είπε
Στη μεγαλόθυμη ψυχή του..

Αλλίμονο μου που ο Δίας
Άφησε τώρα να δω ανέλπιστα,
Στεριά όταν τόσο πέλαγο
Έσκισα όταν πέρασα.

Έξοδος όμως δε φαίνεται
Πολλές οι πόρτες στη θάλασσα,
Απ' έξω  βράχοι κοφτεροί
Μουγκρίζουν κι άγρια κύματα.

Που γλιστρούν πάνω στο βράχο
Όπου βαθιά από κάτω η θάλασσα,
Για να να σταθώ στα πόδια μου 
Να βγώ απ'την τυράννια.

Κύμα τρανό μήπως μ'αρπάξει
Σαν πάω να βγω και  με ρίξει
Πάνω σε βράχο ριζιμιό
Κι η ορμή μου  σβήσει.

Αν για λιμάνια σίγουρα
Πιο πέρα κολυμπήσω
Τρέμω μη μ' αρπάξει θύελλα
Στο πέλαγο μην καταλήξω 

Ξανά με πλήθος ψάρια 
Βαριά αναστενάζοντα
Όπου θεός παρακινεί
Θεριό ψάρι να μου χυμήξει,

Απ' τους βυθούς που ατέλειωτα 
Τρέφει η ένδοξη Αμφιτρίτη.
Αφού ξέρω πως μου κάκιωσε 
Του  ένδοξου Κοσμοσείστη.
 
Κι  ως τούτα τα ξανάφερνε              440
Στο μυαλό του και την ψυχή,
Κύμα αυτόν τον πέταξε 
Πάνω σε  μια τραχιά(βραχώδη) ακτή.
 
Όπου θα έσκιζε τις σάρκες του
Θα έσπαζε τα οστά του,
Αν η γλαυκόματη Αθηνά 
Δεν έρχονταν στο μυαλό του,
 
Από' να βράχο πιάστηκε
Και με τα δυο του χέρια,
Στενάζοντας κρατήθηκε
Μέχρι να φύγει το κύμα.
 
Μα  όταν αυτό τ' απέφυγε
Εκείνο ξαναγυρνά,
Τον χτύπησε τον πέταξε 
Μακριά, στο πέλαγο  βαθιά.
 
Πως μεσ'απ'το θαλάμι του 
Το χταπόδι το τραβούν,
Πάνω λιθάρια αμέτρητα
Στις βεντούζες του  κολλούν,

Οι σάρκες από τά τα χέρια του
Τα  δυνατά πάνω στο βράχο,
Koλλήσανε και κείνον                    
Τον σκέπασε κύμα μεγάλο.
 
Και  θα χανόταν ο δύσμοιρος
Παρά την άγραφη θέληση,
Αν η γλαυκόματη Αθηνά
Δεν του'φερνε πάλι φώτιση.

Καθώς έβγαινε απ' τα κύματα
Που ξεσπούσαν στη στεριά
Κοιτάζοντας προς τη ξηρά
Άρχισε να κολυμπά,

Μήπως ανακαλύψει
Κάπου ακρογιαλιά,
Στρωμένη απαλά
Και λιμάνια με σιγουριά.

Μα  σαν κολυμπώντας έφτασε
Σε ποταμού την εκβολή,
Που'  τρεχε γάργαρο νερό ,                   460
Άριστη  βρήκε την περιοχή.

Γιατ' ήταν λείος και πετρώδης
Είχε στον άνεμο σκεπή
Μέσα του ευχήθηκε  έτσι
Όταν αισθάνθηκε την εκροή.(εκβολή)

Όποιος κι αν είσαι βόηθα με
Άρχοντα σε παρακαλώ θερμά
Κάνε απ' της θάλασσας να ξεφύγω
Του Ποσειδώνα την έχθρα.

Και  οι αθάνατοι είναι σωστό
Τον άνδρα να σεβαστούν,
Που αφού ταλαιπωρήθηκε 
Τώρα να τον σπλαχνιστούν.

Στο ρέμα σου τώρα κι εγώ
Που τράβηξα πολλά,
Σε παρακαλώ  θερμά
Στα  γόνατα πέφτοντας μπροστά.

Όμως βασιλιά  σπλαχνίσου με 
Ικέτης σου λογιέμαι αλήθεια.
Έκοψε τοτ' αυτός το ρέμα του
Κι ανέκοψε και το κύμα,                   

Mπρός  του γαλήνη έφερε
Τον έσωσε στην εκβολή,
Όπου  του είχανε κοπεί
Γόνατα και χέρια ατσάλι

Γιατί τα φυλλοκάρδια του 
Τα δάμασε η θάλασσα.

Ήταν όλος πρησμένος
Και έβγαζε κι απ' τα δυο,
Τη μύτη και το στόμα του 
Σαν βρύση το θαλασσινό νερό .

Δίχως μιλιά ,δίχως πνοή
Κείτονταν αποκαμωμένος.

Μα όταν πια  ανάσανε 
Κι ήρθε η καρδιά στον τόπο 
'Ελυσε από πάνω του
Το μαντήλι το θεϊκό,                         480

Και στο ποτάμι που κατέβαινε 
Στη θάλασσα το στέλνει ,
Μιας  κι ένα κύμα αψηλό
Απ'τη ροή το παίρνει,


Ο Οδυσσέας εξαντλημένος πατά το χώμα  της Σχερίας (Χώρα των Φαιάκων)
 
Το φέρνει στα χέρια της Ινώς
Και τότε  και κείνος φεύγει,
Απ'τον ποταμό και μπρούμητα
Πάνω σε σχίνο πέφτει.

Τη τροφοδότρα φίλησε 
Τη γη και με καρδιά βαριά ,
Στη  μεγαλόθυμη ψυχή του
Γυρνά και της μιλά.

Αλλίμονο τι άλλο αλήθεια
Τη νύχτα  έχω να πάθω πια,
Αν στον  ποταμό πολύ πικρή 
Μου μέλλεται νυχτιά.

Αν μαζί πάχνη κακή 
Κι απαλή δροσιά,
Μου πάρουν την ψυχή μου
Με τέτοια που'χω ανημποριά.
 
Κι αγιάζι  απο τον ποταμό
Φυσά ψυχρό πριν την αυγή. 

Αν έπαιρνα πάλι την πλαγιά
Να'μπω στο δάσος το σκιερό,
Αν μ'άφηναν κόπος και κρύο,
Σε θάμνους πυκνούς να κοιμηθώ,
 
Θα μούρθ' ύπνος ήρεμος
Γι' αυτό και  στα θηρία,
Φοβάμαι μη γίνω θήραμα
Κι απε γίνω και λεία.

Κι αυτό που τοτε νόμισε
Πως ήταν το πιό σωστό,
Δάσος να πεταχτεί να βρεί
Το βρήκε κοντά στον ποταμό.
 
Σε περίοπτη θέση ,κι απε
Σε  δυο θάμνους που κοντά,
Φύτρωναν θα τρύπωσει
Φελίκι το'να τ'άλλο ελιά. 

Οι μουλιασμένοι άνεμοι
Κεί μέσα δεν περνούσαν,
Ούτε του  ήλιου οι ζεματερές 
Ακτίνες εκεί δε χτυπούσαν.      500

Ούτε περνούσε η βροχή
Να ποτίσει  τη γη   βαθιά,   ,
Το'να με 'άλλο μπλέκονταν
Μεταξύ του τόσο σφιχτά.

Κεί από κάτω χώθηκε
Ο Οδυσσέας και με τα χέρια,
Θα φτιάξει γοργά  στρώμα φαρδύ
Απ'τα πολλά πεσμένα φύλλα.
 
Τόσο που δυο και τρείς χωρούσαν
Άνθρωποι να σκεπαστούν,
Μέσα στο καταχείμονο
Κι  αν οι  συνθήκες χειροτερέψουν

Ως το' δε  χάρηκε ο θείος
Δύστυχος Οδυσσέας το  στρώμα
Πέφτοντας στη μέση σώριασε
Επάνω του  φύλλα πάρα πολλά.
 
Όπως κάποιος στη στάχτη χώνει
Δαυλό μισασαναμμένο,
Χωρίς γειτόνων παρουσία
Σε κτήμα απoμονωμένο
 
Για νάχει κάποιο προσάναμμα
Απ' άλλον να μην το ζητά
Έτσι κι ο θείος Οδυσσέας
Σκεπάστηκε με φύλλα  απ'τα  φυτά
 
Κι ύπνο στα μάτια του έριξε
Για ξαλάφρωμα  η Παλλάδα,
Απλώνοντας στα βλέφαρα
Την κούραση τη περίσσια        515


 Ραψωδία ν συνέχεια της ραψωδίας μ

Αυτά τους έλεγε  κι  όλοι οι άλλοι
Βουβοί έμειναν και δίχως άχνα
Απ' τα λόγια του τα γοητευτικά
Στα σκιερά παλάτια 

Κι αμέσως  ο Αλκίνοος 
Απάντησε μ'αυτά τα λόγια: 
Mιας κι ήρθες στο χαλκόστρωτο
Ψηλοτάβανο παλάτι μου Οδυσσέα ,
Θα γυρίσεις πια στην  πατρίδα 
Χωρίς άλλη  ταλαιπωρία,
Αν και τράβηξες τόσα πολλά.

Και   στους δικούς μας άνδρες  χωριστά
Στον καθένα  ορίζω το ίδιο,
Σ' εσάς  που το δικό μου πίνετε  
Το παλιό  κρασί το λαμπερό
Κι απε   ακούτε τον αοιδό

Ρούχα  σε σεντούκι καλόξυστο
Του ξένου είναι βαλμένα, 
Χρυσάφια καλοδούλευτα και 
Των προυχόντων  άλλα  δώρα. 

Μα εμπρός κοπιάστε ,
Μεγάλο καζάνι, τρίποδα
Oι άντρες να του δώσουμε,
Ο καθένας από ένα..

Μετά  περιδιαβαίνουμε
Την πόλη για να μαζέψουμε 
Aπ' όλους την οφειλή,
Γιατί σ' έναν μοναχά 
Πέφτει η δωρεά ακριβή

Αυτά όταν είπε ο Αλκίνοος
Τα λόγια είχαν αρέσει
Και τότε για το σπίτι του 
Καθένας  να κοιμηθεί είχε σπεύσει.

Κι η ροδοδάχτυλη αυγή 
Σαν φάνηκε αγουροξυπνημένη,
Στο πλοίο τον πολύτιμο χαλκό
Κουβάλαγαν με βιασύνη.                           20

Μπήκε  κι ατός του ο Αλκίνοος
Και  κάτω απ' τους πάγκους,
Τα βόλεψε ο καλόκαρδος
Μπόδιο μην είναι στους λαμνοκόπους

Κι απε όλοι πήγαν στ' Αλκίνοου
Κι ετοίμασαν το γεύμα.

Στο μαυροσύννεφο  γιο του Κρόνου
Το  άρχοντα  του κόσμου Δία,
Έσφαξε για όλους ένα βόδι.
Ο Αντίνοος με την καλή καρδιά

Και τα μεριά σαν ψήθηκαν 
Έτρωγαν πλούσια φαγητά ,
Χαρούμενοι πού'χαν κι άκουγαν
Το Δημόδοκο  να τραγουδά.

Μα προς τον ήλιο ο Οδυσσέας 
Γυρνούσε το κεφάλι συνεχώς, 
Προσμένοντας να βασιλέψει
Να φύγει ο δικός του ο καημός.

Ki  όπως ο ζευγάς ολημερίς 
Που τ' αλέτρι του στη γη τη χέρσα 
Το σέρνουν  τα κοκκινότριχα βόδια
Το δείπνο λαχταρά
Και χαίρεται η  ψυχή του βλέποντας
Το φως του ήλιου που πάει να σβήσει
Με γόνατα λιγωμένα
Θα πάει στο σπίτι να δειπνήσει,
Έτσι κι ο Οδυσσέας βλέποντας
Το φως του ήλιου που πάει να δύσει
Χάρηκε  και  σ' όλους τους λαμπρούς
Φαίακες κωπηλάτες θα μιλήσει.

Μα στον Αλκίνοο περισσότερο
Γυρνώντας το λόγο  είπε:
Αλκίνοε επιφανή μου άρχοντα 
Όλων   των  λαών ξεχωριστέ,
Αφού στάξετε για δέηση
Στείλτε με να χαρείτε στην πατρίδα.    40

Γιατί τώρα πια τελείωσαν 
Όσα ήθελε η καρδιά μου,
Ταξίδι και  δώρα  αγαπημένα,
Απ' τους θεούς να είν' ευλογημένα.

Μακάρι στο δικό  μου γυρισμό 
Να βρω γερή  στ' αρχοντικό μου ,
Την ομοκρέββατη γυναίκα μου
Σωστούς και τους δικούς μου.

Εσείς πάλι  εδώ που μένετε  
Nα σας χαίρονται οι ευλογημένες 
Γυναίκες και τα παιδιά σας,
Να δείτε απ'  τους θεούς κάθε καλό
Κι ούτε μέσα στον τόπο σας 
Να πέσει ποτέ κακό.

Είπε κι όλοι  ήταν με το μέρος του 
Για τον ξένο λέγοντας μεταξύ τους 
Να  τον αφήσουν πια να φύγει 
Έτσι σωστά που μίλησε σε κείνους

Στoν κήρυκα τότε ο Αλκίνοος
Ο καλόκαρδος γυρνά και λέει:
Ποντόνοε σε  όλους  στο παλάτι.     50
Mε την κανάτα κέρνα τους κρασί

Έτσι το Δία πατέρα μας
Θα τον  ευχαριστήσουμε
Και τον  ξένο στην πατρική του γη 
Θα τον ξεπροβοδήσουμε.

Μετά από κείνον κέρναγε κρασί
Γλυκό ο Ποντόνοος σ' ολουνούς, 
Κι εκείνοι έκαναν σπονδές
Στου  Όλυμπου τους ευτυχείς θεούς.

Τότε στην Αρήτη οΟδυσσέας 
Διπλόπατη της έδωσε κούπα
Και μ' όσα τα παίρνει ο άνεμος
Της μίλησε και της  είπε λόγια.
 
Εύχομαι βασίλισσα χαρές 
Κι  υγειά συνέχεια να  σε κατέχουν,
Ως τα βαθιά σου γηρατειά
Κι ο θάνατος να φτάσουν.             60
Γιατί θνητός δεν το μπορεί
Να τα ξεφύγει. αυτά 
Σ' αφήνω γειά, να χαίρεσαι
Σε τούτο μέσα το αρχοντικό,
Το βασιλιά Αλκίνοο,τα παιδιά σου
Κι ολάκερό σου το λαό .

Αυτά σαν είπε ο θείος Οδυσσέας
Έφυγε περνώντας το κατώφλι
Κι ο δυνατός Αντίνοος  θα  στείλει 
Mαζί του  το μπιστικό σαν οδηγό,
Στη δημοσιά που πάει προς τ'ακρογιάλι
Όπου και το καράβι το γοργό.

Και η Αρήτη  έστειλε
Τρεις απ'τις παρακόρες, 
Η μια κρατούσε χιτώνα 
Και  φλοκάτη φρεσκοπλυμένη,  
Στη δεύτερη  είπε να φέρει
Στον ώμο της τη γερή κασέλα ,
Κι η τρίτη να πάρει το ψωμί  
Μαζί. με το κόκκινο κρασί 

Αφού κατέβηκαν στη θάλασσα
Και βρήκαν το καράβι,
Όλες τις τροφές και το κρασί
Τις παρέλαβαν  οι ναυτικοί,
Που τις απόθεσαν βιαστικά 
Στο όμορφο τρεχαντήρι.

Σεντόνι απε του  έστρωσαν 
Σε πουπουλένιο στρώμα,
Βαθιά εκεί να κοιμηθεί
Στης πρύμνης την κουβέρτα.

Μονάχος του ανέβηκε,
Έγειρε αθόρυβα στο στρωσίδι
Κι  ο καθένας απ' τους Φαίακες
Στο κουπί του κάθισε με τάξη 

Ο Οδυσσέας φεύγει απ' το νησί των Φαιάκων

Απ' το τρύπιο λιθάρι έπειτα(αρχαία  άγκυρα)
Το παλαμάρι βγάζοντας
Με τα κουπιά το κύμα έσκιζαν
Πίσω το κορμί λυγίζοντας.

Γλυκός, βαθύς σαν θάνατος              80
Ο ύπνος πήρε τον Οδυσσέα.
Κι  όπως τέσσερα άλογα
Στην ίδια άμαξα ζεμένα
Ορμούν με βήματα γοργά
 Με καμουτσίκι χτυπημένα
Θαρρείς στον αέρα υψώνονται 
Να πάρουν το δρόμο βιαστικά,
Έτσι  κι η πρύμνη  του καραβιού     
Σηκώνονταν και φούσκωνε,
Πίσω  της θάλασσας αφήνοντας
Κύμα τρανό  κοκκινωπό.

Και πήγαινε με ασφάλεια 
Ασταμάτητα το καράβι,
Π' ούτε το πιο γοργόφτερο.
Το' φτανε απ' τα πουλιά γεράκι

Γρήγορα τα κύματα έσχιζε 
Προσπερνώντας τα το πλοίο
Και κουβαλούσε αυτόν
Που' μοιαζε ο νους του των θεών ,
Μα που στο παρελθόν 
Βάσανα τράβηξε ατέλειωτα
Μέσα στις  μάχες των αντρών
Και τ' αγριεμένα κύματα.

Τώρα κοιμόταν ήσυχα
Ξεχνώντας όσα έχει πάθει.
Κι όταν το άστρο το λαμπρό
Πρώτο απ'  τ' άλλα θα προβάλλει
Της νεογέννητης  αυγής  
Το φως να προμηνύσει.
Tότε στο νησί   πλησίαζε 
Το θαλασσόμαχο καράβι 
Εκεί που είναι  του γεροψαρά,
Ο κόρφος του Φόρκυνα στο Θιάκι. 

Δυο κάβοι αριστερά και δεξιά 
Απότομοι που στου κόρφου τη μπασιά,
Γέρνουν μπροστά κι έξω βαστούν
Tα κύματα των ανέμων τα θεριά,

Όσα  καράβια λιμπιστά         100
Το δρόμο τους θ'αποσώσουν,
Πήγαιναν μέσα  κι άραζαν 
Χωρίς σχοινιά.να δέσουν.

Εκεί ναι και ελιά στενόφυλλη
Σου λιμανιού το βάθος, 
Δίπλα της γαλαζιοσκότεινος
Χαριτωμένος σπήλιος.

Ιερός τόπος είναι των Νυμφών
Αυτών που λέγονται Ναϊάδες,
Όπου βλέπεις κρασιού κρατήρες
Και δίχειρες πέτρινες  λαγήνες.
Απ' έκει μπαινοβγαίνουν μέλισσες
Χτίζοντας τα κελιά τους.

Είναι και αργαλιοί πανύψηλοι 
Πέτρινοι για να υφαίνουν
Oι Ναϊάδες tα σκουτιά τους.
Τα ρούχα τα θαλασσοκόκινα, 
Που θαύμα είναι για τα μάτια
Και μέσα νερά τρεχούμενα.

Από τις δυο  μπασιές μονάχα
Η  βορεινή είναι για τους  θνητούς,
Αφού η άλλη η νότια
Είναι για τους; θεούς.

Κι εκείνοι μέσα τράβηξαν 
Ξέροντας από πριν τα μέρη αυτά
Και με ορμή το καράβι κάθισε
Μισό στο μάκρος στην αμμουδιά.
Τόσο βλέπεις οι κωπηλάτες; δυνατά
Τραβούσαν τα κουπιά.

Κι αφού απ' το καλοζυγισμένο
Πλεούμενο βγήκαν στη στεριά,
Από το όμορφο καράβι πήρανε
Πρώτα τον Οδυσσέα,
Με το σεντόνι που τον τύλιγε
Και το λαμπρό το στρώμα.

Στην άμμο τον ξαπλώσανε 
Στον ύπνο βυθισμένο.

Κι απέ  του κατευόδιου έφεραν
Τα δώρα που του' χαν δώσει,         120
Οι καλοσυνάτοι Φαίακες
Που η  Αθηνά τους είχε υποχρεώσεισπρώξει.

Koντά στη ρίζα της ελιάς 
Σωρό  όλα τα είχαν βάλει,
Μακριά απτ' το δρόμο μην τα δει 
Διαβάτης και του τα κλέψει,
Πριχού ο Οδυσσέας σηκωθεί 
Τα δει και τα μαζέψει .

Κι οι ναύτες πήραν έφυγαν 
Πίσω για την πατρίδα.
 
Όμως ποτέ  ο κοσμοσαλευτής (Ποσειδώνας)
Τις απειλές δεν θα ξεχάσει,
Προς τον ισόθεο Οδυσσέα
Κι έτρεξε  το Δία να ρωτήσει:

Δία πατέρα  εκτίμηση πια εγώ
Δεν έχω μεσ' τους θεούς,
Αφού τιμή δε γνώρισα
Καμμιά απ' τους θνητούς.

Όπως οι Φαίακες οι θνητοί
Που'ναι απ'το  δικό μου αίμα ,             130
Απ΄τη δική μου γενέθλια φύτρα,
Δεν έδειξαν τιμή σε μένα.

Και μόλις τώρα  το'λεγα
Να πάει ο  Οδυσσέας στην πατρίδα,
Αλλ'όμως πρέπει  πιο μπροστά
Βάσανα να περάσει μύρια.  

Ποτέ μου εγώ  δεν είπα 
Πίσω να μη γυρίσει,
Αφού εσύ απ' την αρχή
Συμφώνησες σ' αυτή τη λύση.

Ο Οδυσσέας φτάνει στην Ιθάκη

Μα αυτοί κοιμώμενο
Με το γοργό τους καράβι,
Από το πέλαγο αφού τον πέρασαν 
Τον ξάπλωσαν στην Ιθάκη.

Δώρα του δώσανε πολλά
Χρυσάφι και λεβέτια
Χαλκό  απέ και υφαντά,
Πολύ καλά υφασμένα.

Τόσο πολλά ποτέ δε θα' φερνε
Ο; Οδυσσέας από τη Τροία,
Και αβλαβής αν γύριζε 
Ας γλίτωνε και τη λεία.

Κι ο Δίας απαντώντας του 
Του είπε ο συνεφομαζώχτης ,
Ώχου μου τι είναι αυτά που λες εσύ
Ο ανίκητος Κοσμοσείστης.
Και τώρα σε τιμούν οι θεοί..
Αφού  δύσκολο είναι  να σημβεί,
Ο  πιο μεγάλο κι άριστος 
Από κείνους να περιφρονηθεί.

Μα αν ξεθαρέψει ένας θνητός 
Τολμήσει να σ' αγνοήσει,
Να τον εκδικηθείς πάντα μπορείς
Κι έτσι να το πληρώσει
Κάνε όπως εσύ  νομίζεις 
Και θέλει κι η καρδιά σου επίσης.

Κι ο κοσμοσείστης Ποσειδών
Απάντησε και θα πει,
Τώρα  κιόλας μαυροσύννεφε
Θα κάνω όπως μου λες εσύ.

Αλλά πάντα εγώ τη γνώμη σου
Και το θυμό  σου τρέμω.
Και τώρα το πλοίο των Φαιάκων
Τ' όμορφο να συντρίψω θέλω,
Μεσ' τη βαθυγάλανη θάλασσα
Καθώς γυρίζει πίσω.

Να πάψουν πιά να κάνουν
Σε θνητούς προβοδίσματα
Στην πόλη τους ψηλό βουνό
Θα σηκώσω ολόγυρα.

Κι ο Δίας του απάντησε
Ο συννεφομαζώχτης κι  είπε:
Καλέ μου κι εγώ αυτό  φρονώ
Πως είναι και το πιο σωστό.
Την ώρα που όλοι οι Φαίακες
Απ΄το κάστρο  θα το δουν να φτάνει,
Στο περιγιάλι βράχο κάνε το 
Να μοιάζει με καράβι.

Για να το θαυμάζουνε  
Οι άνθρωποι  στο μέλλον  όλοι  
Και με βουνό πανύψηλο
Κύκλωσε όλη την πόλη.  

Ο κοσμοσείστης Ποσειδών 
Σαν άκουσε αυτά τα λόγια ,
Για τη Σχερία έφυγε 
Των Φαίακων τη χώρα.                160

Καθόταν εκεί κι ανέμενε
Να φτάσει το καράβι,
Το πελαγόδρομο που γρήγορα
Πλησίασε στ' ακρογιάλι

Πήγε κοντά το χτύπησε
Με τις παλάμη  του έδωσε μια,
Βράχο το'κανε ,το ρίζωσε βαθιά
Κι απε έφυγε πια μακριά.

Οι Φαίακες οι Θαλασσινοί
Περίφημοι για   τα μακριά κουπιά,
 Για το κακό που είδαν έλεγαν
Λόγια μεταξύ τους του αέρα. 

Κι έτσι μιλούσε ο καθένας 
Γυρνώντας στο διπλανό:
Αχ ποιος έδεσε στο πέλαγο
Το γρήγορο καράβι μας, 
Αφού όταν ως πίσω αρμένιζε
Ολάκερο  φαινόταν μπροστά μας

Αυτά είπε μα δεν γνώριζαν 
Πως είχαν γίνει ετούτα.
Έτσι ο Αλκίνοος ξεκινά
Μ' αυτά εδώ τα λόγια

Αχ, να' τα φτάνουν τα παλιά 
Της μαντικής  τα λόγια,
Που μου'λεγε ο πατέρας μου 
Με βρίσκουν τώρα όλα.

Μου έλεγ' ο πατέρας μου 
Πως μια μέρα  ο Ποσειδώνας, 
Γερούς αφού ξεπροβοδάμε 
Θα θύμωνε μαζί μας,
Κι ένα πανώριο πλοίο μας  
Σαν γύριζε από προβόδιο,
Μέσα  στο βαθυγάλανο
Θα το τσάκιζε  πέλαγο.
Και με   τεράστιο βουνό
Πως θα'κλεινε την πόλη  γύρω.

Όσα έλεγε τότε ο γέροντας
Να τα, όλα γίνονται τώρα. 
Αλλά ελάτε κι  όσα  θα  ειπώ
Να τ'ακούσουμε όλοι επιθυμώ.
Ανθρώπων πια να πάψουμε              180
Να κάνουμε προβόδιο 
 Σ' όποιον  έρχεται εδώ
Στης πόλης μας το κάστρο.

Ας σφάξουμε στον Ποσειδώνα
Δώδεκα ταύρους διαλεχτούς
Ζητώντας του να μα;ς συγχωρέσει 
Και  με ψηλό βουνό την πόλη μας
Τριγύρω  να μην την κλείσει.

Αυτά είπε κι αυτοί φοβήθηκαν
Κι ετοίμασαν τους ταύρους.

Αρχίσαν τότε  να εύχονται 
Στο βασιλιά Ποσειδώνα,
Των Φαιάκων αρχόντοι κι αρχηγοί 
Που στέκονταν στο βωμό ολόγυρα.

Κι ο θείος Οδυσσέας ξύπνησε
Από τον ύπνο του στην πατρίδα,
Τη γη που δεν την γνώρισε 
Αφού έλειπε χρόνια,

Και η  Παλλάδα Αθηνά 
Του γιού του Κρόνου η θυγατέρα,
Σκόρπισε πυκνή αντάρα 
Να  κάνει αγνώριστο πρωτύτερα
Τη πρόσωπό του και ν' ακούσει
Όσα εκείνη θα τυ συστήσει

Να μην τον δει η γυναίκα του
Οι φίλοι κι οι πολίτες,
Πριν όλες τις παρανομίες τους 
Πληρώσουν οι μνηστήρες.

Γι αυτό τώρα παράξενα 
Φαίνονταν όλα στο βασιλιά.
Μακρόσυρτα τα μονοπάτια
Απάνεμα τα λιμάνια  βολικά ,
Βράχια πολύ απόκρημνα
Και  δένδρα πλουμιστά

Πετιέται τότε όρθιος
Κι ως κοίταξε την πατρική του γη.
Χτυπούσε' τα ποδάρια του
Κι έβγαζε μεγάλη κραυγή.                 200
 
Με τις παλάμες ανοιχτές 
 Άρχισε τον παρακάτω θρήνο:
Αλίμονο ποιών είναι θνητών
Η χώρα τούτη εδώ.

Αλαζόνες να' ναι άγριοι
Και  δε γνωρίζουν δίκιο;
Αν σέβονται τους αθάνατους  
Κι αν συμπαθούν τον ξένο.

Τον αμέτρητο μου θησαυρό
Μόνος μου που να τον σύρω  τώρα,
Χίλιες φορές ν' απόμειναν
Εκεί στων Φαιάκων τη χώρα.

Κι εγώ σ' άλλον να πήγαινα
Να βρω κοντά του φροντίδα,
Ατρόμητος να' ναι βασιλιάς
Να με στείλει και στην πατρίδα

Τώρα που να τα βάλω δε νογώ
Ούτε που να τα κρύψω,
Μα για να μη τα κλέψει άλλος κανείς
Εδώ δε θα τ' αφήσω.

Αχ των Φαιάκων  οι αρχηγοί ,
Κι οι άρχοντες δεν έκριναν σωστά
Ούτε και δίκαιοι ήταν αφού
Σ'άλλη μ' εφέρανε στεριά.

Στην ηλιόλουστη  Ιθάκη τάχατες
Έλεγαν πως θα με στείλουν,
Μα να, το  λόγο τους αυτόν
Εκείνοι θ' αθετήσουν.

Κι ο  Δίας ο φιλέσπλαχνος
Που βλέπει  των θνητών τη γη
Και όποιον αμαρτήσει τιμωρεί, 
Αυτός να βρει την πληρωμή.
.   
Μα έλα  πρέπει το θησαυρό
Να μετρήσω για να ξέρω, 
Μήπως  μου πήραν φεύγοντας
Κάτι στο βαθουλωτό το πλοίο.

Eίπε και τα όμορφα τρίποδα
Μετρούσε και τα  καζάνια,
Χρυσό  και   όμορφα υφαντά,
Τίποτε δεν έλειπε απ' όλα.

Μα κείνος  όλο δέρνονταν
Πάνω στην πατρική του γη, 
Σερνάμενος πάνω την άμμο
Κραύγαζε δυνατά πολύ.

Ήλθε τότε κοντά η Αθηνά
Που' μοιαζε με  βοσκόπουλο,
Άνδρας ήταν  μα μικρόδειχνε
Σα να' ταν βασιλόπουλο.

Καλοφτιαγμένη φόραγε
Διπλή στους ώμους κάπα,
Κοντάρι.κρατούσε και φορούσε
Σανδάλια στ' αστραφτερά της πόδια.

Χάρηκε τότε ο Θεϊκός
Οδυσσέας σαν την είδε,
Αντικρυστά της στάθηκε  
Και μ' αερόλογα της είπε:

Φίλε αφού στα μέρη αυτά
Εσένα  πρώτα συναντώ ,
Μη με δεχτείς με απονιά
Μον' σώσε με  μ' όλα αυτά εδώ.

Εσένα σαν θεό παρακαλώ
Στα γόνατά σου φτάνω.
Την αλήθεια θέλω να μου πεις
Σε ποια χώρα είμαι να ξέρω.

Ποια πόλη και ποιοι άνθρωποι
Ζούνε σ' αυτά  τούτα εδώ τα μέρη.
Μήπως ν' απλώνεται ηλιόλουστο
Εύφορο νησί ως τ' ακρογιάλι.

Αμέσως τότε του απάντησε
Η γλαυκομάτα θεά Αθηνά.

Νήπιο θα' σαι ξένε μου
Η  από μακριά θα έχεις φτάσει
Για να ρωτάς γι' αυτή τη γη 
Που δεν είναι διόλου άγνωστη.

Δεν είναι δίχως όνομα 
Τη γνωρίζουν πάρα πολλοί,
Την ξέρουν όσοι κατοικούν 
Εκεί που βγαίνει ο ήλιος κι η αυγή,
Μα κι όσοι ακόμα  κάθονται
Στη δύση πίσω τη θολή.                   240

Αλόγων άμαξες δεν έχει,
Βραχόσπαρτη είν η γη, 
Δεν είναι τόσο  γόνιμη
Ούτε και πολύ  απλωτή.

Το στάρι της ανείπωτο
Και το κρασί τους φτιάχνουν,  
Μα κι οι  βροχές με τη δροσιά
Το χώμα της νοτίζουν

Και βοσκοτόπια έχουν καλά 
Για γίδια και για βόδια,
Δένδρα λογιών, πηγές αστείρευτες 
Ποτίζουν τα κοπάδια.

Γι αυτό της  Ιθάκης τ' όνομα
Έφτασε ξένε μου ως την Τροία,
Που λεν πολλοί πως βρίσκεται
Αλάργα απ' των Αχαιών τη χώρα.

Κι ο  Οδυσσέας ο πολύπαθος
Χάρηκε για όσα του'πε αυτή,
Αφού  η  ασπιδοφόρα Αθηνά 
Του'πε πως εκαίνος βρίσκεται
Στην πατρική του γη.
 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου