Προσοχή.Τα κείμενα διορθώνονται λεκτικά και γραμματικά
Η
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ
1.Τροία,2.Κίκονες,3.Λωτοφάγοι,4.Κύκλωπες,5.Στο νησί του Αιόλου,6.Στους Λαιστρηγόνες
7.Στο νησί της Κίρκης,8.Στον Τειρεσία στον Άδη,9.Επιστροφή στο νησί της Κίρκης,
10.Στο νησί των Σειρήνων,11.Στη Χάρυβδη 12.Στη Σκύλλα,13.Στο νησί του θεού Ήλιου(Θρινακία),14.Στο νησί της Καλυψώς,15.Στο νησί των Φαιάκων,16.Στην Ιθάκη.
Πρόσωπα
Οδυσσέας.
Βασιλιάς
της Ιθάκης. Γιός του Λαέρτη και πατέρας του Τηλέμαχου. Ήταν βασικός ήρωας στις μάχες της Τροίας. Τιμωρήθηκε όμως για ασέβεια
στους θεούς και έκανε δέκα χρόνια να επιστρέψει στην Ιθάκη. Πέρασε πολλές
δοκιμασίες με τελευταία αυτή των μνηστήρων της γυναίκας του Κλυταιμνήστρας, που
θεωρώντας τον νεκρό την πολιορκούσαν για το θρόνο.
Αχαιοί. Μία από τις τέσσερις φυλές (Αχαιοί, Ίωνες, Αιολείς και Δωριείς) της αρχαίας Ελλάδας. Τη Μυκηναϊκή
εποχή(1600-1100 π.Χ.) είχαν μεγάλη δύναμη και δημιούργησαν τον περίφημο
Μυκηναϊκό πολιτισμό.
Αίολος.
Ο
θεός που κρατούσε τους ανέμους σε ένα ασκί. Ζούσε στο νησί Αιολία,το σημερινό
Στρόμπολι με το μεγάλο ηφαίστειο, Βορειοανατολικά της Σικελίας. Τότε ο Όμηρος
το τοποθετούσε στο τέλος του δυτικού κόσμου.
Μενέλαος. Σύζυγος
της ωραίας Ελένης αργότερα βασιλιάς της Σπάρτης.
Κίκονες. Θρακικός λαός που κατοικούσε στην περιοχή ανάμεσα
στη Βιστωνίδα
λίμνη
(Όρια νομών Ξάνθης και Κομοτηνής)και τις εκβολές του ποταμού Έβρου.
Μορφέας. Ένας από τους χίλιους γιούς του Ύπνου. Ο Μορφέας έπαιρνε διάφορες
ανθρώπινες μορφές με τις οποίες εμφανιζόταν στα όνειρα των ανθρώπων.
Κύκλωπες. Γίγαντες με ένα μάτι στη
μέση του μετώπου.
Ποσεδώνας.
Ένας από τους
κύριους Ολύμπιους Θεούς, ο υπέρτατος θεός των υδάτων, (λιμνών, ποταμών, πηγών) και της θάλασσας
Πολύφημος.
Ο
πιο άγριος από τους Κύκλωπες που ζούσε σε σπηλιά με τα πρόβατα του.
Λαέρτης.
Γέροντας
πατέρας του Οδυσσέα.
Λαιστρυγόνες.Περιγράφονται ως ανθρωποφάγοι και γίγαντες κάτοικοι της Τηλεπύλου, παραλιακής πόλης της Τυρρηνικής θάλασσας .Η Τηλέπυλος βρισκόταν στη Σικελία, ενώ οι Ρωμαίοι πίστευαν ότι βρισκόταν στην κυρίως Ιταλία, στις Φορμίες (τη σημερινή Mola di
Gaeta).
Τιτάνες.
Ήταν φυλή υπερφυσικών όντων της αρχαίας Ελληνικής
Μυθολογίας , αποτελούμενη από ισχυρές θεότητες που γεννήθηκαν από τη Γαία και
τον Ουρανό και κυβέρνησαν την περίοδο της Χρυσής Εποχής. Ο Όμηρος αναφέρει τρεις Τιτάνες, τον Κρόνο, τη Ρέα
και τον Ιαπετό οι οποίοι ήταν τέκνα του Ουρανού και της Τιθύος. Όλοι οι
Τιτάνες, κάτοικοι του Ουρανού, ονομάζονταν και Ουρανίδες.
Κίρκη.
Κατώτερη θεότητα, μάγισσα ή νύμφη. Πατέρας της ήταν ο θεός Ήλιος και μητέρα της η Πέρση, μία από τις Ωκεανίδες. Ήταν αδελφή του Αιήτη και της Πασιφάης.
Σκύλλα.
Θηλυκό τέρας της ελληνικής μυθολογίας. Θεωρείται κόρη του θεού Ποσειδώνα και της Γαίας. Κατοικούσε στην
ευρωπαϊκή ακτή του πορθμού του Βοσπόρου .
Χάρυβδη.
Θηλυκό τέρας της ασιατικής
ακτής του Βοσπόρου. Είχε έξι λαιμούς και πίστευαν ότι άρπαζε έξι ναυτικούς από τα διερχόμενα πλοία. Ρουφούσε το νερό τρείς φορές
την ημέρα μαζί με τα καράβια και τους ναυτικούς
Καλυψώ. Νύμφη κατά την αρχαία Ελληνική μυθολογία, που ζούσε στο νησί Ωγυγία(κάποιοι λένε ότι ήταν η Μάλτα) , όπου κρατούσε τον Οδυσσέα για επτά χρόνια, εμποδίζοντάς τον να γυρίσει
στην πατρίδα του.
Αρμαγεδώνας
. Μεγάλη καταστροφή.
Λευκοθέα.
Η
Νεράιδα που έβγαλε τον Οδυσσέα στη στεριά του νησιού των Φαιάκων όταν ο
Ποσειδώνας σήκωσε κύμα που αναποδογύρισε τη σχεδία του.
Αλκίνοος.
Ο βασιλιάς του νησιού των Φαιάκων(Κέρκυρα)
Ναυσικά.
Πριγκιποπούλα, κόρη του
βασιλιά των Φαιάκων Αλκινόου
Δημόδοκος.
Τραγουδιστής
διάφορων ανδραγαθημάτων που ζούσε στην αυλή του Αλκίνοου βασιλιά της Ιθάκης και
της ισότιμης γυναίκας του Αρήτης.
Φαίακες
. Οι αρχαίοι
κάτοικοι της σημερινής Κέρκυρας
Πηνελόπη.
Η καρτερική γυναίκα του Οδυσσέα που τον περίμενε να επιστρέψει από την Τροία
δέκα χρόνια πιστεύοντας ότι ζει.
Μνηστήρες. Οι άνδρες που
πολιορκούσαν τη γυναίκα του Οδυσσέα Πηνελόπη για να πάρουν το θρόνο της Ιθάκης
θεωρώντας τον νεκρό.Τους σκότωσε σε
αγώνα τοξοβολίας όταν γύρισε.
Εύμαιος.Ο Εύμαιος ήταν ο πιστός
χοιροβοσκός του Οδυσσέα, που έκανε κάθε προσπάθεια για να διατηρηθεί η
περιουσία του κυρίου του κατά τη διάρκεια της δεκάχρονης απουσίας του.
Τηλέμαχος.
Ο γιός του Οδυσσέα και
της Πηνελόπης.
Μενέλαος. Αδελφός του Αγαμέμνονα και σύζυγος της Ωραίας Ελένης. Βασιλιάς της Σπάρτης.
Νέστορας
.
Βασιλιάς της Πύλου, που πήρε μέρος στις μάχες της Τροίας .Από τον Όμηρο παρουσιάζετα ως σοφός και συνετός γέροντας, που οι συμβουλές του ακούγονται με σεβασμό
από όλους τους Αχαιούς.
Αθηνά.
Θεά της σοφίας, της
χειροτεχνίας, της τέχνης, του πολέμου, της διπλωματίας, της ύφανσης, της
ποίησης, της ιατρικής, του εμπορίου και της στρατηγικής.
Άργος. Ο πιστός σκύλος του Οδυσσέα που αναγνώρισε τον κύριό του ύστερα από είκοσι
χρόνια αν και ήταν μεταμφιεσμένος.
Αίολος. Ο θεός που κρατούσε τους
ανέμους σε ένα ασκί και τους άφηνε με εντολή του Δία. Στους αρχαίους χρόνους πίστευαν ότι
κατοικούσε στο νησί Αιολία που την
ταυτίζουν με το σημερινό νησί Στρόμπολι βόρεια της Σικελίας με το σημαντικό ηφαίστειο.
Ευρύκλεια.
Η γερόντισσα που υπήρξε τροφός του Οδυσσέα και τον αναγνώρισε μετά την επιστροφή του στην Ιθάκη την ώρα που του έπλενε τα πόδια, από μία ουλή ακριβώς πάνω
από το γόνατό του, την οποία είχε προκαλέσει ο χαυλιόδοντας ενός αγριόχοιρου
όταν κυνηγούσε μαζί με τον παππού του.
Τοποθεσίες
Τροία Η Τροία αποτελεί τη
μυθική πόλη, που βρίσκεται στη σημερινή Βορειοδυτική Τουρκία, πολύ κοντά στα
στενά του Ελλησπόντου. Εκεί έγιναν οι περίφημες μάχες του Τρωικού Πολέμου, που
περιγράφονται στην Ιλιάδα του Ομήρου.
Όλυμπος
Το βουνό των 12 θεών στην περιοχή του
σημερινού Λιτοχώρου.
Ιθάκη Το νησί του Ιονίου
πελάγους
Εισαγωγή
Τέλειωσε ο δεκάχρονος
Ο πόλεμος στην Τροία
Και τα καράβια των Αχαιών
Γύρισαν στην πατρίδα.
Όμως οι θεοί στον Όλυμπο
Οργίστηκαν πολύ,
Που μεσ΄ την πόλη κάηκαν
Όλοι τους οι ναοί.
Tου Αίολου τότε τους ασκούς
Τους λύνουν, τους ανοίγουν,
Για να θαλασσοπνίγονται
Και να χαροπαλεύουν.
Στο τέλος πολλοί αράξανε
Στα μέρη του ο καθένας,
Μα δέκα χρόνια χρειάστηκε
Για την Ιθάκη ο Οδυσσέας.
Μαζί με τους συντρόφους του
Και δώδεκα καράβια,
Στα πέλαγα αρμένιζε
Με τη ζωή του άδεια.
Παρόμοια τύχη είχανε
Κι η Ελένη με το Μενέλαο,
Οκτάχρονη περιπλάνηση
Είχαν μέσ’τη Μεσόγειο.
Ο Οδυσσέας με τσακισμένα όλα τα πλοία του και νεκρούς όλους τους συντρόφους του βρέθηκε σε μιαν ακτή της χώρας των Φαιάκων. Η κόρη του βασιλιά Αλκίνοου ,Ναυσικά, με την προτροπή της θεάς Αθηνάς πήγε στην παραλία και στην εκβολή ποταμού να πλύνει με παρακόρες τα ρούχα; της βασιλικής οικογένειας. Εκεί εμφανίστηκε ο Οδυσσέας σε άθλια κατάσταση ανάμεσα στα σχίνα που η Ναυσικά τον πήρε και τονέφερε στο παλάτι. Εκεί τον υποδέχτηκαν με μεγάλες τιμές. Κάποια στιγμή ο Πολυμήχανος, άρχισε να διηγείται
όλα όσα πέρασε στη διαδρομή μέχρι να φτάσει εκεί. Τις κακουχίες ,τους άγριους
κατοίκους κάποιων νησιών, τις δολοφονίες ,τι καταστροφές των πλοίων του και άλλα.
Ραψωδία ζ
Ο Οδυσσέας στη χώρα των Φαιάκων
Συνάντηση με τη Ναυσικά
Έτσι εκεί ο Οδυσσέας
O πολύπαθος πια κοιμόταν,
Στον ύπνο και την κούραση
Σκλάβος παραδινόταν.
Αλλά κι η Παλλάδα Αθηνά
Κινά την ίδια ώρα,
Για των Φαιάκων γρήγορα
Το κάστρο και τη χώρα.
Oι Φαίακες σε χρόνους παλιούς
Ζούσανε στην Υπέρεια,
Αυτή ήταν η η πατρίδα τους
Με γη που ήταν πλέρια.
Μα γείτονες είχαν τους Κύκλωπες
Πιο δυνατούς στη βία, 5
Τους ρήμαζαν συνέχεια
Χωμένοι στην ανομία.
Έτσι από κει ο θεόμορφος
Ναυσίθοος στη Σχερία ,
Τους πήρε και τους έφερε
Μ' απ' την εργατιά αλάργα.
Με τείχη την πόλη έκλεισε
Έχτισε μετά και σπίτια,
Ύψωσε ναούς για τους θεούς
Και μοίρασε χωράφια.
Τότε θα φύγει απ' τη ζωή
Κι όντας από καιρό στον Άδη,
Ο Αλκίνοος είχε την αρχή
Mε γνώση προικισμένος
Περίσσια θεϊκή.
Κίνησε τότε για τ΄αρχοντικό
Η γλαυκομάτα Αθηνά
Του γυρισμού την έγνοια έχοντας
Του περίφημου Οδυσσέα.
Σε κάμαρα προχώρησε
Όπου κοιμόταν μια κόρη,
Έμοιαζε σα να' ταν θεά
Στο παράστημα και τα κάλλη.
Η Ναυσικά ήταν του Αλκίνοου
Του μεγαλόψυχου η κόρη,
Με δυο παρακόρες δίπλα της
Όρθιες σε κάθε παραστάτη,
Που στέκονταν απ' τις δυο μεριές
Μ' ομορφιά σαν τις Χάριτες.
Άστραφταν κι οι πόρτες οι κλειστές.
Σαν του αέρα την πνοή 20
Πλησίασε κι απ' το κεφάλι της
Επάνω θα σταθεί
Με αλλαγμένη τη μορφή .
Και όπως πήγε να της μιλήσει,
Ίδια με την κόρη του Δύμαντα
Του ξακουστού στα πελάγη ,
Συνομίληκη φίλη της Ναυσικάς
Της καρδιάς της η λατρεμένη.
Ολόιδια όπως ήτανε
Της είπε η Παλλάδα:
Ναυσικά πως έτσι τεμπέλα
Σ' έκανε η δική σου μάνα.
Κάτω ν' αφήνεις άπλυτα
Τα λαμπερά σου ρούχα,
Ο γάμος σου είναι κοντά
Έπρεπε να ντυθείς ωραία.
Να δώσεις ρούχα και σ' αυτούς
Που θα'ρθουν να σε πάρουν,
Γιατί οι γνώμες οι καλές
Του κόσμου σ' ανεβάζουν.
Τον κύρη σου χαροποιούν
Τη μάνα σου τη σεβαστή,
Γι' αυτό πάμε μαζί να πλύνουμε
Μόλις χαράξει η αυγή.
Μαζί σου θα'ρθω βοηθός
Γι αυτό να ετοιμαστείς γοργά,
Αφού ο χρόνος σου μικρός
Που θα' σαι κορίτσι πια.
Να σε ζητούνε άρχισαν
Απ' τους Φαίακες όλους,
Του κάστρο οι καλύτεροι
Που'ναι του ίδιου γένους.
Μα τρέξε κι απ' τον ξακουστό
Πατέρα σου και ζήτα,
Ως την αυγή να'ν έτοιμα
Άμαξα και μουλάρια,
Να πάρουν τα φουστάνια σου,
Τις ζώνες και τα λαμπρά.σου χράμια
Έτσι θα πας καλύτερα
Παρά με τα ποδάρια, 40
Αφού οι γούρνες βρίσκονται
Απ' την πόλη πολύ μακριά
Δεν είναι βλέπεις και πολλά
Στην πόλη τα πλυσταριά.
Σαν τέλειωσε μ' όσα είχε να πει,
Έφυγε για τον Όλυμπο,
Η γλαυκομάτα θεά Αθηνά,
Που είναι όπως λένε η κατοικία.
Όλων των αθανάτων εκεί ψηλά
Είν' ασφαλής αδιάκοπα
Άνεμοι δεν τη χτυπούν
Κι από βροχή δε βρέχεται
Χιόνι δεν τη σκεπάζει,
Ατέλειωτη ησυχία και λευκή
Αιθρία και λάμψη την αγκαλιάζει .
Ολοχρονίς κει πάνω χαίρονται
Ευτυχισμένοι οι θεοί,
Εκεί κι η γλαυκομάτα έφτασε
Τελειώνοντας στην κόρη τη συμβουλή.
Αμέσως ήλθε κι η αυγή
Με τον ωραίο θρόνο,
Που ξύπνησε τη Ναυσικά
Στολισμένη που'ταν μ' ωραίο πέπλο.
Θαύμασε κείνη τ' όνειρο
Και γρήγορα θα κινήσει,
Στις κάμαρες τους δυο γονιούς 50
Να βρει να τους μιλήσει.
Στο σπίτι τους συνάντησε,
Τη μάνα της μπροστά στο τζάκι
Παρέα με τα δουλικά,
Έγνεθε κόκκινο μαλλί
Κρατώντας το αδράχτι.
Στην πόρτα τον πατέρα της
Που πήγαινε ν' ανταμωθεί
Με άλλους Φαίακες άρχοντες
Σε συνάθροιση που' χε προσκληθεί..
Στο λατρευτό πατέρα της
Στέκεται δίπλα και θα του πει :
Καλέ πατέρα δε θα πεις
Άμαξα για μένα να ετοιμαστεί;
Νά' ναι και ψηλή, καλότροχη 60
Να πάω προς το ρέμα,
Τα λαμπερά τα ρούχα μου
Να πλύνω τα λερωμένα.
Και συ με άλλους προεστούς
Σαν πας να κουβεντιάζεις,
Τα ρούχα σου με καθαρά
Πρέπει να τα αλλάζεις.
Είναι και πέντε αγαπημένοι γιοι
Που ζουν μεσ' το παλάτι,
Δυο παντρεμένοι κι άλλοι τρείς
Λεύτεροι μα πα στη νιότη.
Κι αυτοί θέλουν να έχουνε
Φρεσκοπλυμένα ρούχα,
Σαν πάνε σε χορό κι εγώ
Τα'χω όλα στο νου μου τούτα.
Έτσι είπε μα κείνη ντράπηκε
Για γάμο να του μιλήσει,
Χαρούμενη να φανεί μ' αυτός
Το είχε εννοήσει.
Ούτε μουλάρια κόρη μου
Λυπούμαι ούτ' άλλο τι ,
Μα πήγαινε, θα ζέψουνε
Άμαξα οι παραγιοί.
Ψηλή θε να'ναι ,καλότροχη
Κι από πάνω σκεπαστή . 70
Σαν τέλειωσε τους παραγιούς
Φώναξε που θα τρέξουν,
Μουλάρια να φέρουν μ'άμαξα
Καλότροχη να τα ζέψουν.
Τα ρούχα της τα λαμπερά
Από την κάμαρη της θα φέρει,
Τα φόρτωσε στην άμαξα
Που ήταν καλογυαλισμένη.
Και φαγητά η μάνα της
Της έβαλε σε καλάθι,
Άφθονα και πολλών λογιών
Με νόστιμο προσφάγι.
Και μέσα σε γίδινο ασκί
Μαύρο της έβαλε κρασί
Κι απε πάνω στην άμαξα
Ανέβηκε κι αυτή . 80
Της έδωσε η μάνα της
Kι ένα χρυσό λαγήνι,
Για κείνη και τις βάγιες της (παρακόρες)
Που΄ταν γεμάτο λάδι,
Να το'χουνε όταν λουστούν
Ν' αλείψουν το κορμί τους.
Εκείνη πήρε τα λαμπρά
Μαστίγιο και λουριά,
Κροτάλισαν και έφυγαν
Οι μούλες με μια βιτσιά.
Έτρεχαν ακατάπαυστα
Μ' όλα τους τα δυνατά,
Εκείνη μεταφέροντας
Και όλα της τα ρουχικά.
Μαζί κι οι παρακόρες της
Που' ρχονταν με τα πόδια.
Στης ποταμιάς εφτάσανε
Την όμορφη ρεματιά ,
Εκεί π' ολοχρονίς στις γούρνες της
Ανέβρυζαν λαμπερά νερά,
Τα ρούχα καλοπλένονταν
Κι έβγαινε η βρωμιά.
Οι παρακόρες ξέζεψαν
Από την άμαξα τα μουλάρια
Κι απε στου ποταμού τ' αμόλησαν
Τους όχτους αποδίπλα
Γλυκιά να τρών αγριάδα. 90
Κι απε από την άμαξα
Αδράξανε τα ρούχα,
Τα βούταγαν, τα πατούσανε
Στης γούρνας τα νερά τα μαύρα.
Και μεταξύ τους έπιασαν
Μεγάλη συνεριά,
Του τελειωμού παλεύανε
Να πάρουν την πρωτιά.
Όταν πια όλα τα' πλυναν
Κι έβγαλαν τη βρωμιά ,
Πήγανε στην ακραμμουδιά
Και τ' άπλωσαν στη σειρά,
Εκεί όπου το κύματα λυτρίδια.
Ξεπλένει στη στεριά
Κι αυτές ως λούστηκαν κι αλείφτηκαν
Με λιπαρό λάδι πρώτα καλά,
Για φαγητό μαζεύτηκαν
Στις όχθες του ποταμού μετά,
Περιμένοντας τα ρούχα να στεγνώσουν
Στου ήλιου την πυρά.
Αφού χάρηκαν τρώγοντας ψωμί 100
Αυτή κι οι παρακόρες,
Βγάζοντας τα μαντίλια τους
Τόπι έπαιζαν όλες.
Κι η λευκοχέρα Ναυσικά
Άρχισε να τραγουδά.
Κι όπως στα βουνά η Άρτεμις
Παίζει με τις σαΐτες
Στον αψηλό Ταΰγετο,
Στου Ερύμανθου τις ράχες
Και χαίρεται με τους γοργούς
Τους κάπρους και τα λάφια,
Παρέα με τις νύμφες των αγρών
Τις κόρες τ' ασπιδοφόρου Δία,
Που παίζουνε μαζί της .
.
Έτσι χαίρεται κι η Λητώ
Βλέποντας να ξεχωρίζει απ' όλες,
Η κόρη της σαν ορθώνεται,
Έτσι στην ομορφιά κι Ναυσικά
Ξεχώριζε απ' τις παρακόρες.
Μα σαν ήλθε η ώρα που' πρεπε
Τα ρούχα να μαζέψουν,
Να ζέψουν τα μουλάρια τους
Στο σπίτι να γυρίσουν ,
Η γλαυκομάτα Αθηνά
Στο νου της άλλα βάζει .
Ο Οδυσσέας να σηκωθεί
Την όμορφη κόρη ν' ανταμώσει
Και απ' εκεί στους Φαίακες
Eκείνη να τον οδηγήσει.
Το τόπι της η πριγκίπισσα
Σε βάγια θα το πετάξει,
Μ' αστόχησε και σε βαθιά
Ρουφήχτρα θα βουλιάξει.
Εκείνες βγάζοντας ξεφωνητό
Ξύπνησαν το θεϊκό Οδυσσέα
Κι όπως ανακάθισε στo χώμα
Σκεφτόταν βαθιά μεσ' την ψυχή:
Αλίμονο σε ποιων θνητών
Έφτασα πάλι τη χώρα.
Μπορεί να είν' ακόλαστοι
Άδικοι ίσως κι' άγριοι, 120
Ή μήπως είναι φιλόξενοι
Βαθιά θεοσεβούμενοι.
Όμως εγώ αφουγκράζομαι
Μικρών κοριτσιών φωνούλες,
Σα νύμφες που τριγυρίζουνε
Σ' απόκρημνες κορφούλες,
Σιμά σε ποταμών πηγές,
Σε δροσερά λιβάδι
Η σε θνητούς θα' ναι κοντά
Κι ανθρώπων θα' χουν λόγια.
Μ' ας πάω είπε μόνος μου
Να δω να βολιδοσκοπήσω.
Αυτά σαν είπε πρόβαλε
Μέσα από τους θάμνους
Και από σύδενδρο πυκνό .
Με τα αδρά του χέρια τσάκισε
Kλωνάρι θαλερό.
Η ανάγκη βλέπεις τον έσπρωχνε
Να κρύψει το φύλλο τ' αντρικό .
Σα να' ταν λιόντας πρόβαλε 130
Που τρέφονταν στα βουνά,
Δαρμένος απ' ανεμοβρόχι,
Mε θάρρος γεμάτος κι αντρειά
Που κίνησε να ορμήσει
Σε βόδια ή σε πρόβατα
Ή στ' άγρια ελάφια.
Και φλόγες από τα μάτια του
Πετούν γιατί αποζητά
Αφού πρώτα προσπαθήσει
Το στομάχι του να φάει αρνιά,
Να βρει μαντρί γερό
Κι απε να το πατήσει.
Για τις κόρες τις ομορφόμαλλες
Ο Οδυσσέας θα ξεκινήσει
Η ανάγκη τον έκανε γυμνός
Μαζί τους να πάει να σμίξει.
Φάνηκε φρικαλέο ερείπιο
Απ' την αλμύρα σ' όλες
Κι αλλού γι' αλλού σκορπίσανε
Στις γλώσσες απ' τις όχθες . 140
Μονάχα του Αλκίνοου
Η κόρη είχε απομείνει,
Κουράγιο μέσα στην καρδιά
Η θεά Αθηνά της δίνει.
Το φόβο της απόδιωξε
Απ' όλο της το κορμί
Κι ασάλευτη στάθηκε αντκρύ.
Και κείνος συλλογιότανε
Μήπως στης κόρης πρέπει,
Της όμορφης τα γόνατα
Να πέσει να την ικετεύσει,
Ή από μακριά μ' ολόγλυκα
Λόγια να την ικετεύσει,
Που είν' η πόλη να του πει
Και ρούχα να του προμηθεύσει.
Αν τα γόνατα της έπιανε
Μήπως θυμώσει η κοπέλα,
Έτσι σκεφτόταν μα της μίλησε
Γλυκά και υπολογισμένα.
Στα γόνατα σου πέφτ' αρχόντισσα
Θνητή, αθάνατη, τι είσαι; 150
Αν είσαι απ' τους αθάνατους
Με τ' άπειρα επουράνια,
Εγώ πιότερο με την Άρτεμι
Σε λέω στο παράστημα.
Αν είσαι πάλι από θνητούς
Στη γη επάνω φύτρα,
Τρισευτυχείς έχεις γονείς
Πατέρα και σεβαστή μητέρα.
Tρισευτυχή τ' αδέλφια σου
Που τόση πολύ μεσ 'την καρδιά,
Πάντα για σένανε αγαλλίαση
Θα νοιώθουν πολύ βαθιά,
Τέτοιο βλαστάρι βλέποντας
Μεσ' το χορό να μπαίνει
Μα απ' όλους θα' ναι ευτυχής 160
Γυναίκα του όποιος σε πάρει
Με δώρα πολλά κι από καρδιάς
Στο σπίτι του να σε βάλει.
Τέτοιο θνητό τα μάτια μου
Μήτε γυναίκα μητ' άνδρα,
Εγώ ποτέ δεν έχω ιδεί
Τρελάθηκα μ' αυτό που είδα .
Μονάχα στου Απόλλωνα
Kάποτε δίπλα το βωμό
Nιόβγαλτο είδα να ξεπετιέται
Βλαστάρι φοινικιάς στη Δήλο
Σαν πήγα κι απ'τα μέρη αυτά
Πολύς λαός μ' ακολουθούσε,
Στη στράτα αυτή που η μοίρα μου
Πολλά μου τα κρατούσε.
Ώρες το ίδιο βλέποντας
Με θαυμασμό είχα πετρώσει,
Γιατί στη γη τέτοιος βλαστός
Ως τώρα δεν έχει φυτρώσει.
Όπως κι εσένα κοπελιά
Θαμπώνω που σε βλέπω ,
Ο πόνος και αν με τυραννά
Τα γόνατα σου ν' αγγίξω τρέμω.
Mετά από είκοσι μέρες σώθηκα
Απ'τη πικροθάλασσα μόλις χθές ,
Που μ' έδερναν άγρια κύματα.
Και τόσες μπόρες ορμητικές,
Απ' όταν απ' της Ωγυγίας το νησί
Έφυγα και να' μαι τώρα εδώ
Εδώ που μ' έριξαν οι θεοί
Bάσανα καινούρια να περνώ.
Και δε θα σταματήσουνε
Αν δε κάνουν σε μένα
Όσα οι θεοί σκοπεύουνε
Που τα'χουνε γραμμένα.
Σε ικετεύω αρχόντισσα
Σε σένα που' φτασα πρώτα,
Μετά από τόσα βάσανα
Βοήθησε με τώρα.
Απ'όσους ζουν στη χώρα αυτή
Kανένα δε γνωρίζω,
Το κάστρο για να μου δείξεις
Κουρέλι δώσ' μου να φορέσω,
Απ' όσα πήρες φεύγοντας
Τα ρούχα να τυλίξεις.
Κι ας σου χαρίσουν οι θεοί
Όσα μεσ' την καρδιά ποθήσεις. 180
Άνδρα, σπιτικό και ζηλευτή
Ομόνοια να μη σας λείψει,
Που' ναι το μεγαλύτερο καλό
Σ' ολόκληρη την κτίση.
Απ' το αντρόγυνο που έχει
Στο σπίτι μια μόνο γνώμη,
Μεγάλη στους φίλους η χαρά
Και στους εχθρούς η θλίψη,
Που πρώτα τούτοι στην καρδιά
Τη νοιώθουν πιο καλά.
Κι η ασπροχέρα Ναυσικά
Του απάντησε και είπε:
Ξένε κακός και άμυαλος
Μηδέ παρακατιανός δεν είσαι,
Μα ο Δίας ο Ολύμπιος
Μοιράζει στους θνητούς
Τα πλούτη χωρίς διάκριση
Σε πλούσιους και φτωχούς.
Για όσα σε σένα έδωσε
Πρέπει να κάνεις υπομονή,
Κι αφού ήλθες στην πόλη μας
Και στη δική μας γη,
Δε θα σου λείψει φορεσιά
Ούτε και άλλο τι
Απ' όσα ένας ταλαίπωρος
Ικέτης θα χρειαστεί.
Φαίακες είναι τ' όνομα
Του λαού της που ολόγυρα
Διαφεντεύει όλη τη χώρα,
Την πόλη θα σου τη δείξω τώρα.
Κι εγώ είμαι του Αλκίνοου
Του μέγιστου η θυγατέρα,
Που μεσ' στους Φαίακες αυτός
Το κράτος είναι και η εξουσία.
Είπε και τότε φώναξε
Τις ομορφόμαλλες παρακόρες: 200
Ελάτε σεις εδώ ,γιατί φύγατε
Άντρα σαν είδατε όλες;
Μήπως και φαντασθήκατε
Μην είναι κάποιος εχθρός,
Δεν είναι ούτε θα βρεθεί στη γη
Tόσο τρομερός θνητός ,
Που θα'ρθει και το χαλασμό
Να φέρει στη γη των Φαιάκων,
Εκείνων που έχουν ευτυχώς
Τη σκέπη των αθανάτων.
Ζούμε εξάλλου μακριά
Στης θάλασσας την άκρη,
Στο πέλαγο το περίκλειστο
Και δε μας φτάνουν άλλοι.
Μα τούτος εδώ ο έρημος
Χρειάζεται πολύ φροντίδα,
Που ξέψυχος έχει φτάσει εδώ
Φερμένος από το Δία
Όπως όλοι ξένοι και φτωχοί,
Κι είναι καλοδεχούμενο
Το λιγοστό που θα του δοθεί.
Ελάτε στο ξένο δούλες μου
Δώστε του να πιεί να φάει,
Και λούστε τον απε σ' απάνεμη.
Ακρούλα στο ποτάμι.
Αυτά τους είπε και κείνες στάθηκαν
Δίνοντας μεταξύ τους κουράγιο
Κι έπειτα τον Οδυσσέα κάθισαν
Σ' ανεμοφυλαγμένη ακρούλα,
Όπως τους είπε η Ναυσικά
Του δυνατού Αλκίνοου η κορούλα.
Δίπλα του ρούχα του'βαλαν
Μανδύα και χιτώνα.
Στάμνα χρυσή του δώσανε
Που'ταν γεμάτη λάδι,
Κι απε για να λουστεί τον φέρανε
Στο ρεύμα απ' το ποτάμι.
Τότε στις βάγιες(παρακόρες) μίλησε
Κι είπε ο Οδυσσέας ο θείος:
Κορίτσια σταθείτε λίγο απόμερα 220
Να ξεπλυθώ μονάχος
Και πάνω από τους ώμους μου
Να βγάλω την αλμύρα.
Με λάδι ακόμα ν' αλειφτώ,
Καιρός πάει που έλειψε
Το λάδι από το κορμί αυτό.
Μπροστά σας όχι δε λούζομαι
Γιατί ντροπή μου το' χω,
Μπροστά σε ομορφόμαλλα
Κορίτσια να γυμνωθώ.
Σαν είπε εκείνες μάκρυναν
Το είπαν και στη Ναυσικά
Κι άρχισε ο θείος Οδυσσέας
Να βγάζει από τις πλάτες
Την άλμη στην ποταμιά.
Απ' τους φαρδείς τους ώμους του
Κι απ'το κεφάλι απόδιωχνε
Της άκαρπης θάλασσας τους αφρούς.
Και όταν πια καλολούστηκε
Κι αλείφτηκε με λάδι,
Τα ρούχα τότε φόρεσε
Που του'χε δώσει η κόρη.
Κι Αθηνά η κόρη του Δία
Που'ταν του Κρόνου γιός,
Τον έκανε να μοιάζει
Σαν πιο ψηλός και πιο χοντρός. 230
Στο μέτωπό του πέφτανε
Tα ολόσγουρα του μαλλιά ,
Που μοιάζανε σαν ζουμπουλιού
Λουλούδια πλουμιστά.
Πως πάνω στ' ασήμι μάλαμα
Ο καλός τεχνίτης; ρίχνει,
Που η Αθηνά κι ο Ήφαιστος
Πολλές τέχνες του έχουν μάθε
Κι ότι φτιάξει είναι κομψά,
Το ίδιο κι εκείνη(Αθηνά) του' ριχνε
Στο κεφάλι του ομορφιά.
Πήγε μετά και κάθισε
Σ' ακροθαλάσσι μακριά,
Λάμποντας απ' ομορφιά και χάρη
Που θάμπωσε τη Ναυσικά.
Κι εκείνη στις ομορφόμαλλες
Είπε τις παρακόρες:
Ακούστε σεις κρινόχερες 240
Τι θα σας πω κοπέλλες:
Χωρίς τη γνώμη των θεών
Που ζούνε στα ουράνια
Δεν ήλθε αυτός ο άνθρωπος
Στων Φαιάκων εδώ τη χώρα.
Πρωτύτερα μου φάνηκε
Πως είχε άσκημη φάτσα,
Μα τώρα μοιάζει στους θεούς
Που' χουν τ' απέραντα ουράνια.
Mακάρι τέτοιος άντρας να'τανε
Και το δικό μου τυχερό,
Να γίνει του τόπου κάτοικος
Και να' θελε να μείνει εδώ.
Αλλά δώστε του παρακόρες μου
Να φάει ο ξένος , να πιεί,
Είπε κι αυτές με προθυμιά
Υπάκουσαν στη διαταγή.
Στον Οδυσσέα το θεϊκό
Φαΐ του' βαλαν και πιοτό,
Που αρπάζοντας τα ο δύστυχος
Τα τρωγόπινε στο λεπτό.
Γιατί πέρασε πολύς καιρός
Που τίποτα δεν είχε φάει
Κι η κρινοχέρα Ναυσικά
Άλλο στο μυαλό της βάζει.
Κι αφού τα ρούχα δίπλωσε
Στην άμαξα τα φορτώνει,
Ζεύει και τα χοντρόνυχα
Μουλάρια κι ανεβαίνει.
Στον Οδυσσέα γυρίζοντας μετά
Του μίλησε για να του πει:
Ξένε μου σήκω τώρα πια
Να πας κατά την πόλη. 260
Στο σπίτι θα σ' οδηγήσω εγώ
Του συνετού μου πατέρα,
Που όλους τους αρχόντους Φαίακες
Θα γνωρίσεις εκεί πέρα.
Κάνε μονάχα ότι σου πω
Για άμυαλο δε σε κρίνω.
Όση ώρα θα προσπερνούμε
Αγρούς, αμπέλια και πρασιές,
Tαυτόχρονα να τρέχεις γρήγορα
Μαζί με τις παρακόρες ,
Μα απ' την άμαξα και τις μούλες
Λιγάκι παραπίσω
Κι εγώ θα σας οδηγήσω.
Στην πόλη σαν θα φτάσουμε
Μ' ολόγυρα της κάστρο ψηλό,
Λιμάνια υπάρχουν κι απ' τις δυο μεριές
Με μπάσιμο πολύ στενό.
Τα πλοία τα καμπυλωτά
Στου καθενού το μέρος σερμένα,
Και απ' τη μια μεριά ως την άλλη
Να είναι σκεπασμένα.
Γύρω απ' του Ποσειδώνα το βωμό
Είναι και η αγορά στρωμένη
Με πέτρες που' ναι ριζιμιές
Μπηγμένες μέσ' στη γη,
Εκεί όπου των μελανόμορφων
Καραβιών φροντίζουν,
Τα παλαμάρια ,τα ξάρτια, τα πανιά
Και τα κουπιά γυαλίζουν.
Οι Φαίακες δε νοιάζονται
Για άρματα ,φαρέτρες, τόξα,
Μονάχα κατάρτια και κουπιά
Με το μυαλό στα πλοία,
Και στον αφρό της θάλασσας
Π' όλο χαρά τον σκίζουν.
Αυτών σκιάζομαι τα πικρά
Ξωπίσω μου τα λόγια,
Κανείς εδώ δεν αψηφά
Τον άλλο μεσ' τη χώρα.
Αυθάδεις εδώ οι άνθρωποι
Κι αν κάποιος στο δρόμο θα μας δει
Kαι τύχει να' ναι κι απ' τους πιο κακούς
Έτσι μπορεί να φωνάξει και να πει.:
Ποιός είν' αυτός που βρήκε εκεί
Kαι πίσω απ' τη Ναυσικά πηγαίνει,
Ο όμορφος ξένος, ο ψηλός
Θαρρώ για άντρα της πως τον θέλει. 280
Από καράβι περιπλανώμενο
Ίσως και να τον πήρε,
Ξενομερίτη να τον φιλοξενήσει
Γείτονες εμείς κοντά δεν έχουμε.
Μήπως με τα παρακάλια της
Έχ' έλθει απ' τον ουρανό ,
Αθάνατος , πολυπόθητος
Για ταίρι της παντοτινό
Καλλίτερα απ' αλλού αν πέτυχε
Mόνη της και βρήκε άντρα,
Βλέπεις δεν καταδέχεται
Εμάς όλους τους ντόπιους
Κι απ' τ' άλλα αρχοντόπουλα.
Αυτά θα πουν κι εγώ ντροπή
Μ' αυτά τα λόγια θα αισθανθώ,
Γιατί όποιες τέτοια κάνουνε
Κι εγώ αγανακτώ.
Μητέρα και πατέρα αν κι' έχουνε
Σμίγουνε πριν απ' το γάμο,
Μ' άνδρες και χωρίς γιορτή
Που γίνεται μπροστά σε κόσμο.
Άκου με τι θα κάνεις για να πας
Ξένε μου στον τόπο σου με το καλό,
Με ναύτες που ο πατέρας μου
Θα σου δώσει για το γυρισμό.
Σαν βρεις πλάι στο δρόμο σου
Το δάσος της Αθηνάς το ιερό,
Που'χει όλο μαύρες λεύκες
Και γύρω από μια πηγή λιβαδωτό,
Εκεί είναι του πατέρα μου
Μετόχι και περβόλι δροσερό,
Όσο π' ακούγεται η φωνή.
Τόσο είν' μακριά το κάστρο.
Κι αφού καθίσεις πρόσμενε
Ώσπου να μπούμε μέσα,
Κι ακόμα μέχρι να φτάσουμε
Στα μέγαρα του πατέρα
Κι αν κρίνεις πια πως μπήκαμε
Για των Φαιάκων την πόλη ξεκίνα 300
Και το παλάτι του Αλκίνοου
Να σου το δείξουν ρώτα.
Εύκολο είναι και πολύ γνωστό
Θα σ' οδηγούσε κι ένα μωρό,
Δε μοιάζει μεσ'τους Φαίακες
Κανένα άλλο μ' αυτό αρχοντικό.
Μόλις από τους τοίχους της αυλής
Πίσω τους πιά περάσεις,
Τράβηξε για τη σάλα γρήγορα
Στη μάνα μου να φτάσεις.
Kοντά στο τζάκι κάθεται
Και στης φωτιάς τη φλόγα,
Γνέθοντας κόκκινο μαλλί
Θαύμα οφθαλμών με τη ρόκα.
Θα τη δεις σε κολώνα ν'ακουμπά
Και πίσω της να κάθονται οι βάγιες (παρακόρες),
Στην ίδια κολώνα ο κύρης μου
Στο θρόνο του γερμένος,
Θα πίνει το κρασί του
Σαν αθάνατος καθισμένος.
Μα σύ θα τον προσπεράσεις,
Στης μάνας μου πέσε τα γόνατα
Και βάλσου να τ' αγκαλιάσεις.
Αν θες να δεις γοργά
Με χαρά του γυρισμού τη μέρα,
Όσο κι αν είναι μακριά
Αν σου'δειχνε συμπάθεια
Από κάπου θα' χες ελπίδα,
Τους δικούς σου κάποτε να δεις
Φτάνοντας στο καλόχτιστο σου,
Το σπίτι τ' αρχοντικό,
Τη γη την πατρική σου.
Ως είπε το μαστίγιο
Τ' αστραφτερό χτυπά η κοπελιά
Και τα μουλάρια παρατούν
Του ποταμού τη ρεματιά.
Κι άλλοτε έτρεχαν πολύ
Άλλοτε με βήματα απλωτά,
Κρατώντας η κόρη τα λουριά
Τα κουνούσε χαλαρά.,
Πεζοί έφταναν πίσω της
Οι βάγιες κι ο Οδυσσέας ,
Κι έδυε ο ήλιος σαν έφταναν
Στο ιερό δάσος της Αθηνάς .
Και σαν ο Οδυσσέας κάθησε
Εκεί μονάχος πια,
Του τρανού Δία παρακαλούσε
Την κόρη του Αθηνά:
Άκουσέ με τέκνο μέγιστο
Του ασπιδοφόρου Δία,
Άλλοτε δε με άκουγες
Τώρα πρέπει να μ' ακούσεις,
Τότε με θαλασσόπνιγε
Ο ένδοξος του κόσμου ο σείστης.
Συμπόνια. δώσε στους Φαίακες 330
Φιλία να αξιοθώ.
Καλάκουσε την προσευχή
Τότε η Αθηνά η.Παλλάδα,
Μα μπρος του να φανεί δεν ήθελε
Ντρεπόταν τον Ποσειδώνα,
Του πατέρα της τον αδελφό,
Που στον ισόθεο Οδυσσέα
Μίσος κρατούσε μανιακό
Μέχρι να φτάσει στην πατρίδα.
Τέλος ραψωδίας ζ
Ραψωδία η
Ο Οδυσσέας στο παλάτι του Αλκίνοου
Βασιλιά των Φαιάκων με τη βοήθεια της Ναυσικάς
Προσεύχοταν εκεί ο δύσμοιρος
Οδυσσέας o θεϊκός
Και τα μουλάρια έφερναν
Την κόρη γοργά στην πόλη.
Στου πατέρα της όταν έφτασε
Τα παλάτια τα ξακουστά,
Η Ναυσικά σταμάτησε
Στην πόρτα της αυλής μπροστά.
Τ'αδέλφια της κι από τις δυο μεριές
Έλυσαν τα μουλάρια,
Μ' αθάνατους ίδιοι στέκονταν
Φέρνοντας μέσα τα ρούχα .
Κι αυτή πήγε στο χώρο της
Όπου είχε ανάψει φωτιά,
Η βάγια η Ηπειρώτισσα
Η Ευρυμέδουσα η γριά.
Με τα πλοία τα δρεπανόσχημα
Απ'την Ήπειρο ήταν φερμένη,
Για δώρο στον Αλκίνοο
Των Φαίακων τον αφέντη. 10
Και όπως όλος ο ντουνιάς
Θεό τον είχε και δαύτη,
Την κρινοχέρα Ναυσικά
Αυτή ανάτρεφε στο παλάτι.
Άναβε στο τζάκι της φωτιά
Κι ετοίμαζε το δείπνο.
Κι όταν ο Οδυσσέας ορθώθηκε
Για το κάστρο να περπατήσει.
Η Αθηνά που'χε την έγνοια του
Πυκνή αντάρα θα σκορπίσει,
Μη και μεγαλόκαρδος τον δει
Φαίακας και τον ρωτήσει,
Ποιος τάχα είναι κι από που
Kι o λόγος του τον ενοχλήσει.
Κι όταν στην όμορφη πόλη
Ήταν πια πολύ κοντά,
Να' σου αντίκρυ του η θεά
Η γαλανομάτα Αθηνά,
Παίρνοντας τη όψη λεύτερης
Να κρατά σταμνί κοπέλας, 20
Μπροστά του σαν σταμάτησε
Τη ρώτησε ο Οδυσσέας.
Δε θα μου δείξεις κοπελιά
Του Αλκίνοου το αρχοντικό,
Του βασιλιά που κυβερνά
Όλους στον τόπο αυτό;
Ξένος βασανισμένος έφτασα
Σ' αυτή τη γη εδώ.
Έρχομ' από τόπους μακρινούς
Και δε γροικώ θνητό
Απ' όσους ζουν στην πόλη αυτή
Και χαίρονται τον τόπο αυτό..
Κι η γλαυκομάτα Αθηνά
Του απάντησε και του λέει:
Θα σου το δείξω ξένε μου
Με του πατέρα μου γειτονεύει.
Εγώ θα πορευτώ μπροστά
Συ έλα χωρίς να μιλήσεις,
Κανένα ακόμα μη ρωτάς
Oύτε και ν' αντικρίσεις.
Τους ξένους όλοι τους εδώ
Δε συμπαθούν πολύ,
Ούτε και με χαρά φιλοξενούν
Όποιον από μακριά θα ρθεί.
Ο Δίας τους την έδωσε
Της θάλασσας την αξιάδα ,
Τα γρήγορα μπιστευόμενοι
Γοργόφτερα καράβια,
Που σαν πουλιά πετούν στα πέλαγα
Και σαν το νου του ανθρώπου .
Αυτά είπε η Παλλάδα Αθηνά
Μπήκε γοργά μπροστά
Εκείνος πίσω βάδιζε
Ακολουθώντας την από κοντά .
Απ' τους θαλασσομάχους Φαίακες
Καθώς εκείνος περπατούσε ,
Κανένας απ' όσους έρχονταν
Απ'την πόλη δεν τον γροικούσε.
Μ' αντάρα βλέπεις θεϊκή
Τον έζωσε η ομορφόμαλλη,
Αφού για κείνον η μεγάλη θεά
Έγνοια. είχε μεγάλη. 40
Θαύμαζ' εκείνος τα γοργά
Καράβια, τα λιμάνια,
Τις αγορές των αρχηγών
Τα κάστρα τα ψηλά και μακριά
Που με πασσάλους φράζονταν
Tι θαύμα να τα βλέπεις.
Σαν έφτασαν στο ξακουστό
Παλάτι του βασιλιά,
Η λαμπρομάτα Αθηνά
Λέγοντας ξεκινά.
Ξένε πατέρα κοίτα το
Τούτο είν' το παλάτι,
Εδώ θα βρεις τους άρχοντες
Να' ναι σε φαγοπότι. 50
Μον' πήγαινε μέσα άφοβα
Κι ας ήλθες από τα ξένα,
Γιατί ο άνδρας ο θρασύς
Τελειώνει τις δουλειές του εύκολα.
Συνάντησε τη βασίλισσα
Πρώτα μεσ' το παλάτι,
Που ν' ίδια γενιά με τον Αλκίνοο
Kι ακούει στ' όνομα Αρήτη.
Απ' τον Ποσειδώνα ο Ναυσίθοος
Γεννήθηκε και την Περίβοια ,
Ασύγκριτη στην ομορφιά
Μ' άλλη καμιά γυναίκα.
Και στερνοπαίδι ήτανε
Του βασιλιά Ευρυμέδοντα,
Στους Γίγαντες που' ταν άρχοντας
Περήφανος που ήταν λαός,
Μα με την αλαζονεία τους
Χάθηκε δυστυχώς κι αυτός.(Eυρυμέδοντας) 60
Με τον Ποσειδώνα σαν έσμιξε
Η Περίβοια θα γεννήσει,
Το Ναυσίθοο το μεγαλόκαρδο
Που τους Φαίακες θα διοικήσει.
Ο Ναυσίθοος απόκτησε
Το Ρηξήνορα και τον Ναυσίθοο.
Το Ρηξήνορα τον πρωτογιό
Που πριν ν' αποκτήσει γιό,
Τον σκότωσε ο Απόλλωνας
Με το τόξο του τ' αργυρό .
Νιόγαμπρος ήταν κι άφησε
Στο σπίτι του μόνο μια θυγατέρα,
Την Αρήτη που ο Αλκίνοος
Την πήρε μετά γυναίκα.
Αυτός την τίμησε όσο καμμιά
Στον κόσμο άλλη γυναίκα,
Από όσες απ' τους άνδρες τους
Τιμήθηκαν και κυβερνούσαν σπίτια.
Τ' αγαπημένα της παιδιά
Ολόκαρδα την τιμούν,
Ο ίδιος ο άντρας της κι ο λαός
Αγάπη πολύ της δείχνουν
Κι όταν στην πόλη περπατά
Τη βλέπουν σα θεά και τη χαιρετούν.
Η σκέψη της είναι σωστή
Τόσο που όποιους εκτιμά,
Τη διαφορά τους ξεδιαλύνει
Κι άνδρες ακόμα αν αφορά.
Αν τύχαινε και σ' έπαιρνε
Η καρδιά της με μάτι καλό,
Θα'χες ελπίδα να φτάσεις και να δεις
Τους δικούς σου και τ' αρχοντικό.
Aυτά σαν είπε η Αθηνά
Έφυγε απ' τη Σχερία ,
Και μεσ' απ' την αστήρευτη θάλασσα
Έφτασε στο Μαραθώνα 80
Κι απέ στην πλατύδρομη Αθήνα
Στο στέριο παλάτι του Ερεχθέα.
Ο Οδυσσέας για του Αλκίνοου
Κίνησε τα παλάτια τα ξακουστά,
Μα κοντοστάθηκε πριν φτάσει
Στο χάλκινο κατώφλι αφού
Πολλά έβαζε στο νου βαθιά,
Αφού απ' όλο του Αντίνοου
Το ψηλοτάβανο παλάτι χυνόταν
Λάμψη σαν ήλιου, σα φεγγαριού.
Χάλκινοι τοίχοι κι απ' τις δυο μεριές
Που ξεκινώντας απ' το κατώφλι
Έφταναν βαθιά πολύ,
Ολόγυρα τ' ακροτείχια
Μ' επένδυση από γαλάζιο γυαλί,
Πόρτες χρυσές π' ασφάλιζαν
Κι έκλειναν το γερό παλάτι.
Με ασημένιους λαμπάδες
Οι πόρτες στηριζόταν
Στου δρόμου το χάλκινο κατώφλι,
Το υπέρθυρο τους μάλαμα καθαρό
Και κρικέλα στην πόρτα από χρυσό.
Σκυλιά φύλαγαν από δυο μεριές
Το σπίτι του γενναίου Αλκινόου,
Ένα χρυσό κι ένα αργυρό
Έργο της σοφίας του Ηφαίστου .
Τα σκυλιά ήταν αθάνατα
Ποτέ τους δεν γερνούσαν,
Θρονιά απ' τη μπασιά ως τα; βαθιά
Τριγύρω στους τοίχους ακουμπούσαν. 100
Ριγμένα ήταν πάνω τους
Πέπλα λεπτά καλά υφασμένα
Φτιαγμένα από τεχνίτρες,
Να κάθονται τρωγοπίνοντας
Εκεί των Φαιάκων οι άρχοντες .
Για όλο το χρόνο έφταναν
Τα αγαθά που'χαν μπροστά τους.
Κούροι χρυσοί στεκόντουσαν
Σε στέρεους στυλοβάτες ,
Κρατώντας στα χέρια τους δαυλούς
Που έφεγγαν τις νύχτες
Στου παλατιού στους συνδαιτημόνες.
Πενήντα παρακόρες είχανε
Γυναίκες στ' αρχοντικό,
Που άλλες άλεθαν με χερόμυλους
Τον χρυσό σαν μήλο καρπό.
Άλλες στην κρεββατή υφαίνανε
Ή έστριβαν τη ρόκα ,
Καθούμενες όπως της λεύκας της ψηλής
Κοντά κοντά είναι τα φύλλα.
Τόσο υφαίναν χτυπητά,
Που λάδι δεν τα περνούσε.
Κι όσο κι αν οι Φαίακες
Είναι οι πιο δεινοί στα σκάφη
Τα γρήγορα που οι άνδρες τους
Με βιάση σκίζουν τα πελάγη,
Το ίδιο είν' κι οι γυναίκες τους
Πρώτες τεχνίτρες στον αργαλειό,
Μιας και η Αθηνά τους το' δωσε
Το χάρισμα αυτό,
Να νοιώθουν απ' όμορφες δουλειές
Να'ναι και στο μυαλό καλές.
Έξω απ'την αυλή στις πόρτες σιμά
Ήταν μεγάλο κτήμα,
Φράχτης το ζώνει ολόγυρα
Τέσσερα περίπου στρέμματα.
Μέσα του πολλά ψηλόκορμα
Φυτρώνουν δέντρα δροσερά,
Αχλαδιές, ροδιές, μηλιές
Με τα νόστιμά τους μήλα,
Συκές με σύκα ολόγλυκα 120
Κι όπου κι αν πας θα δεις ελιές.
Σαν δέσουν αυτές δε χάνεται
Ούτε και λείπει ποτέ καρπός,
Όλο το χρόνο αδιάκοπα
Χειμώνα ,καλοκαίρι συνεχώς.
Φυσώντας συνεχώς o Ζέφυρος
Άλλο γεννά και oριμάζει άλλο
Aπίδι πάνω στ' απίδι ψήνεται
Μήλο πάνω στο μήλο,
Σύκο πάνω στο σύκο
Σταφύλι στο σταφύλι,
Όπου η άμπελος η καρπερή
Του βασιλιά ριζώνει.
Είχε και λιάστρα σε ίσιωμα
Τα σταφύλια για να στεγνώσουν,
Άλλα ήταν για τρύγο έτοιμα
Κι άλλα να τα πατήσουν.
Άλλα είναι ακόμα άγουρα
Μόλις τον ανθό αφήσαν
Κι άλλα που μόλις οι ρόγες τους
Φαίνονται πως κοκκινίσαν.
Κεί που τελειώνουν οι σειρές
Των έσχατων αμπελιών,
Ολοχρονίς φυτρώνουν όμορφες
Πρασιές όλων των ειδών.
Δυο βρύσες βλέπεις που η μια
Για όλο το περβόλι,
Η δεύτερη απ' την άλλη μεριά
Σιμά στης αυλόπορτας το κατώφλι,
Στο δρόμο απάνω ώστε νερό
Να παίρνουν οι πολίτες όλοι.
Tέτοια όμορφα βλέπεις χάρισαν
Στον Αλκίνοο δώρα οι θεοί.
Κι ο Οδυσσέας ο πολύπαθος
Εκεί στεκόνταν με την ώρα.
Θαύμαζε όλα ολόγυρα
Και σαν τα χόρτασε καλά,
Πέρασε το κατώφλι του σπιτιού
Και μπήκε μέσα του γοργά.
Τους άρχοντες και τους αρχηγούς
Των Φαιάκων βρήκε εκεί, 140
Την ώρα που στον άγρυπνο
Προσέφεραν σπονδή Ερμή.
Και θέλοντας να πάν να κοιμηθούν
Προσεύχονταν πριν πλαγιάσουν. 142
Ραψωδία η. Ο Οδυσσέας μπαίνει στο παλάτι του Αλκίνοου
Τότε ο πολύπαθος Οδυσσέας
Μπήκε μέσα στη σάλα,
Πυκνή αντάρα σκεπασμένος
Που έριχνε η Παλλάδα.
Πέρασε απ' τον Αλκίνοο
Κι απ'τη βασίλισσα μετά,
Όπου πάνω στα δυο της γόνατα
Τα δυο του χέρια ακουμπά.
Τότε πια σκορπίστηκε
Πίσω του η θεϊκή αντάρα,
Κι εκείνοι τότε τα' χασαν
Βλέποντας μέσ' το σπίτι άνδρα.
Και σαν τα παρακάλια άρχισε
Όλοι τους μείναν δίχως μιλιά:
Aρήτη του Ρηξήνορα
Του ισόθεου θυγατέρα,
Στον άντρα σου ο πολύπαθος
Προσπέφτω και σε σένα,
Σε όλους εδώ τους άρχοντες
Οι θεοί να χαρίζουν
Ζωή καλή και στα παιδιά τους
Πλούτη και τιμές ν' αφήνουν.
Όμως εμένα στείλτε με
Να πάω στην πατρίδα ,
Μεγάλες με δέρνουν συμφορές
Με τους δικούς μου αλάργα.
Αυτά είπε και κάθισε
Στη λάμψη του τζακιού ,στη στάχτη,
Κουβέντα κανείς δεν έβγαλε
Άφωνοι όλοι οι άλλοι.
Ο γεροήρωας Εχένηος
Πήρε το λόγο μετά από ώρα,
Όλους αυτός εκεί τους Φαίακες 160
Ξεπέρναγε στα χρόνια.
Πρώτος στα λόγια ήτανε
Κι ήξερε πολλά απ' τα παλιά
Ανάμεσα τους μίλησε
Με φρονιμάδα και λέει:
Αλκίνοε δεν είναι σωστό
Ούτε πως μας ταιριάζει
O ξένος να είναι' ναι κατά γης
Χωμένος μεσ' τη σκόνη
Όσο οι άλλοι μουδιασμένοι
Περιμένουν τη δική σου γνώμη.
¨
Μα πάρε το ξένο βάλτονε
Σε αργυρόκαρφο θρονί
Και διάταξε τους κήρυκες
Να φέρουν μετά κρασί.
Κι όλοι μαζί ας κάνουμε
Σπονδή στων κεραυνών το λάτρη,
Το Δία που συμπαραστέκεται
Καθένα σεβαστό ικέτη.
Κι απε στον ξένο ας δώσει
Η οικονόμα ότι φαΐ υπάρχει.
Το λόγο αυτό σαν άκουσε
Ο Αλκίνοος ο αντρειωμένος,
Τον πολυμήχανο πολέμαρχο
Από το χέρι τον πήρε αμέσως,
Σε θρόνο ασημόκαρφο
Δίπλα του τον έβαλε να καθήσεi,
Αφού το Λαοδάμαντα
Το γιο του θα σηκώσει,
Που ήταν αντρειωμένος
Και του'χε μεγάλη αγάπη.
Μια παρακόρη τρέχοντας
Μ' όμορφο χρυσό λαγήνι,
Νερό του ρίχνει να πλυθεί
Σε λεκάνη από ασήμι.
Δίπλα του τραπέζι σκαλιστό
Έστρωσε οικονόμα ντροπαλή,
Τον φίλεψαν μ' απλόχερα φαγητά
Μ' όσα βρεθήκαν και ψωμί.
΄Επινε κι έτρωγε ο Οδυσσέας
Ο πολύπαθος και, ισόθεος ,
Όταν στον τελάλη ο Αλκίνοος
Γυρνά και του λέει ο ισχυρός:
Ποντόνοε κέρνα μας κρασί
Και σε όλους μοίραστο στη σειρά, 180
Για του κεραυνολάτρη τη σπονδή
Που τους σεβαστούς ικέτες αγαπά.
Αυτά σαν είπε, ο Ποντόνοος
Κερνούσε μελίγλυκο κρασί,
Σε όλα τα ποτήρια στη σειρά
Τη δέηση ν' αρχίσουν όλοι μαζί.
Σαν έσταξαν και ήπιανε κρασί
Όσο η καρδιά τους είχε πεθυμήσει,
Πήρε το λόγο ο σεβαστός
Αλκίνοος να τους μιλήσει:
Προσέξτε άρχοντες κι αρχηγοί
Των Φαιάκων όσα έχω να πω,
Απ' αυτά που η καρδιά στα στήθια μου
Με σπρώχνει μαζί σας να μοιραστώ.
Τώρα πια που φάγατε
Σύρτε στα σπίτια σας για ύπνο
Και πιότεροι γέροντες την αυγή
Ας καλεστούν να είναι εδώ.
Το ξένο να φιλοξενήσουμε
Εδώ σ' αυτά τα μέγαρα,
Θυσίες στους θεούς να κάνουμε
Και να σκεφτούμε ύστερα.
Με συνοδεία κι ας είναι μακριά
Χωρίς κόπο και στενοχώρια,
Να τον πάμε στην πατρική του γη
Χαρούμενο μια ώρα αρχύτερα.
Ούτε κακό στο δρόμο του
Ή άλλη συμφορά,
Να τον εύρει μέχρι να φτάσει
Στα χώματα του τα πατρικά.
Κι απέ οι μοίρες οι σκληρές
Όσα και όποια πάθει,
Από κείνη την ώρα τα' κλωσαν
Που η μάνα του τον είχε γεννήσει.
Αν είναι κάποιος αθάνατος
Που έφτασε από τον ουρανό,
Κάτι άλλο φαίνεται πως μελετούν 200
Οι θεοί με τούτο τώρα εδώ.
Γιατί ήταν ως τώρα φανερά
Όσα μας παρουσιαζόταν,
Όποτε από μας περίφημες
Θυσίες προσφερόταν.
Κοντά μας τρωγοπίνανε
Μαζί μας οι θεοί καθόταν.
Κι αν περπατώντας μόνος του
Κάποιος μπροστά τους βρει,
Δεν κρύβονται από μας γιατί
Είναι συγγενείς με μας αυτοί,
Όπως είναι κι οι Κύκλωπες
Απ' τ' άγρια φύλα οι Γίγαντες.
Ο πολυμήχανος τότε Οδυσσέας
Είπε σαν πήρε το λόγο:
Αλκίνοε άλλα βάζε στο μυαλό
Με τους θεούς διόλου δε μοιάζω,
Μ' αυτούς που ορίζουν τα ουράνια
Στα χρόνια δεν ταιριάζω,
Ούτε παραβγαίνω στ' ανάστημα
Θνητούς μόνο θυμίζω.
Αν κάποιους εσείς γνωρίζετε
Που πέρασαν μεγάλη δυστυχία,
Μόνο με κείνων θα ταίριαζε
Η τόση μου ταλαιπωρία.
Κι αν ξέρατε ποιοι περάσανε
Μεγάλες πίκρες όπως εγώ,
Μ' αυτούς μόνο ο δύστυχος
Είναι σωστό να συγκριθώ.
Και πιο πολλά θα τα' λεγα
Τα βάσανα μου ακόμα,
Απ' όσα μου τύχαν ως εδώ
Απ'των θεών την κατάρα.
Μα να δειπνήσω αφήστε με 220
Κι ας έχω τόση πίκρα,
Γιατί απ' την αδίσταχτη κοιλιά
Άλλη δεν είναι ξαδιαντροπιά.
Σε διατάζει να τη νοιαστείς
Παρά τη θέλησή σου,
Κι ας έχεις μέσα σου καημούς
Κι ας καίγεται η καρδιά σου.
Αυτή ζητάει συνεχώς
Να τρώω και να πίνω,
Τα βάσανα μου να ξεχνώ
Αρκεί να τη γεμίζω.
Και σεις σαν έλθει η αυγή
Νοιαστείτε την επιστροφή μου
Και στείλτε με το δύστυχο
Στην πατρίδα την ποθητή μου.
Ν' αντίκριζα για μια στιγμή
Το ψηλοτάβανό μου σπίτι,
Το βιός μου και τους μπιστικούς
Κι ας πέθαινα την ώρα εκείνη.
Έτσι είπε και τον επαίνεσαν
Λέγοντας ο ένας στον άλλο,
Πως πρέπει έτσι που μίλησε σωστά
Στην πατρίδα του τώρα εμείς
Να στείλουμε το ξένο.
Σαν στάξανε και ήπιανε
Όσο η καρδιά τους είχε ποθήσει,
Ο καθένας για το σπίτι του
Κίνησε πια να πλαγιάσει.
Ραψωδία η. Ο Αλκίνοος και η Αρήτη ανακρίνουν τον
Οδυσσέα για να μάθουν πως έφτασε στο νησί τους
Στο παλάτι ωστόσο έμεινε
Ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος,
Κάθισαν η Αρήτη πλάι του
Κι ο θεόμορφος Αλκίνοος.
Οι παρακόρες μάζευαν
Του συμποσίου ακόμα τα κουζινικά,
Όταν πήρε το λόγο πρώτη
Η Αρήτη με τα χέρια τα λευκά
Που είδε τα ρούχα ,τα γνώρισε
Τον ωραίο χιτώνα και τη χλαμύδα, 240
Αυτά που με τις παρακόρες της
Τα είχε υφάνει η ίδια
Και κράζοντας τον του μιλά
Με λόγια φτερωτά:
Ξένε πρώτα γι' αυτό θα ήθελα
Να σε ρωτήσω η ίδια,
Ποιος είσαι κι από που κρατάς
Ποιος σου' δωσε τα ρούχα,
Δεν είπες θάλασσόδαρτος
Στον τόπο μας πως ήλθες;
Σ'απάντηση ο πανέξυπνος
Οδυσσέας τότε της λέει :
Επίπονο είναι βασίλισσα
Τα πάθη μου να εξιστορήσω,
Αφού πολλά μου 'δωσανε οι θεοί
Που διαφεντεύουν τους ουρανούς
Βάσανα να τραβήξω.
Μ' άκουσε γι' αυτό που με ρωτάς
Και θέλησες να σου το πω:
Ωγυγία λέγεται ένα νησί
Που' ναι μακριά στον ωκεανό.
Εκεί η κόρη του Άτλαντα
Η θεά Καλυψώ διαμένει , 250
Η δολοπλόκα ομορφόμαλλη
Κανείς μ'αυτή δε σμίγει,
Ούτε από τους αθάνατους
Ούτε ακόμα κι απ' τους θνητούς.
Μα μένα θεός το δύστυχο
Στο τζάκι της μ' είχε οδηγήσει,
Μονάχο μου αφού το καράβι μου
Με κεραυνό ο Δίας το' χε τσακίσει
Κι όλους τους άλλους δυνατούς
Συντρόφους μου είχα χάσει,
Κι απ' του φρυδόμορφου καραβιού
Μόνος απ' την καρίνα του πιασμένος,
Μέρες εννιά δερνόμουνα
Στη θάλασσα ξεχασμένος.
Τη δέκατη νύχτα οι αθάνατοι
Με πήγαν στο νησί Ωγυγία,
Στης ομορφόμαλλης μεγάλης θεάς 260
Της Καλυψώς την κατοικία.
Εκείνη με καλοδέχτηκε
Με φίλευε κάνοντας σχέδια
Να μείνω και να με κάνει αθάνατο
Αγέραστος να'μαι πάντα.
Ποτέ όμως τη σκέψη μου
Δε άλλαξε στα στήθια μέσα,
Εφτά χρόνια ασάλευτος
Αδιάκοπα που έμεινα εκεί πέρα.
Και όσα ρούχα η Καλυψώ
Αθάνατα μου'χε φορέσει,
Απ'τα πολλά τα δάκρια
Τα είχα καταβρέξει.
Στον όγδοο χρόνο μ'άφησε
Να φύγω για την πατρίδα,
Είτε γιατί ο Δίας διάταξε
Η άλλαξε γνώμη η ίδια .
Μέσ' σε σχεδία καλόδετη
Μ' έβαλε με καλούδια πολλά,
Ψωμί ,γλυκό κρασί και μ' έντυσε
Με ρούχα όμορφα θεϊκά.
Άφησε αγέρι γλυκό και άκακο
Κι εγώ πάνω από μέρες δέκα εφτά
Αρμένιζα στα πέλαγα.
Στις δέκα οχτώ της πατρίδας σας
Φάνηκαν τα σκιερά της βουνά.
Και η δική μου χάρηκε
Του δύστυχου τότε η καρδιά,
Αφού και άλλα βάσανα μετά
Με απάντεχαν, ακόμα πολλά,
Που ο κοσμοσείστης Ποσειδών
Μου τα'στειλε ξαφνικά.
Μ' άνεμους που ξαμόλησε
Μου έκλεισε τη στράτα,
Συντάραξε ανείπωτα τη θάλασσα
Τραντάλιζε το κύμα τη σχεδία, 280
Που πάνω της δεν κρατιόμουνα
Μαύρη μ' έπιασε απελπισία.
Κι έπειτα σκόρπισε θύελλα
Μα εγώ τότε ωστόσο
Μπόρεσα αυτή την άβυσσο
Κολυμπώντας να ξεπεράσω,
Ώσπου στη δική σας χώρα
Μ' έριξαν ο άνεμος και το κύμα.
Μα κείνο θα με τσάκιζε
Παλεύοντας να βγω στη στεριά,
Σε βράχια μεγάλα, ανάποδα
Θα με πετούσε σ' άγρια μεριά.
Κάνοντας πίσω κολύμπησα
Κι έφτασα σε ποταμό,
Άριστο το μέρος που μου φάνηκε
Απάνεμο κι από πέτρες ομαλό.
Τότε για να συνέλθω άραξα
Ώς που' φτασε η νύχτα η θεϊκή,
Οπότε σε θάμνους χώθηκα
Και βάζοντας γύρω μου φύλλα πολλά
Ξάπλωσα κι ώσπου κάποιος θεός
Άπειρο μου'ριξε ύπνο πια.,
Χωμένος στα ξερόφυλλα
Με την καρδιά θλιμμένη,
Ολονυχτίς κοιμόμουνα
Ως την αυγή κι ως το μεσημέρι.
Ο ήλιος έδυε και το γλυκό
Τον ύπνο μου σαν χόρτασα πια,
Τότε τις παρακόρες της κόρης σου
Άκουσα στην ακρογιαλιά.
Έπαιζαν εκεί κι αυτή μαζί τους
Που ήταν όμοια με θεά,
Την παρακάλεσα και μου' χε φερθεί
Μυαλωμένα κι ευγενικά,
Πράγμα που δεν το περίμενες 300
Από νιο που συνάντησες ξαφνικά,
Αφού πάντοτε οι νεότεροι
Δεν έχουν τα ίδια μυαλά.
Μου' δωσε άφθονο ψωμί
Κι υπέροχο κρασί να πιώ,
Λούστηκα μεσ' τον ποταμό
Μου' δωσε και τα ρούχα που φορώ.
Μα την αλήθεια σου είπα
Με θλίψη στα λέω αυτά,
Κι ο Αλκίνοος τότε φωναχτά
Μ' αυτά τα λόγια του απαντά:
Ξένε, τούτο μόνο η κόρη μου 300
Δε σκέφτηκε πως είν' πιο λογικό,
Με τις βάγιες να σου επιτρέψει
Να' ρθεις στο δικό μου αρχοντικό
Και μάλιστα αφού παρακάλεσες
Πρώτα στα γόνατα της.
Σ' απάντηση ο πολυμήχανος
Οδυσσέας του λέει:
Μην κατακρίνεις βασιλιά γι' αυτό
Την άμεμπτή σου κόρη.
Μαζί με τις παρακόρες της
Να την ακολουθήσω μου' χε πει,
Αλλά εγώ ντρεπόμουνα
Δεν ήθελα γιατί είχα φοβηθεί
Μήπως θυμώσεις μέσα σου
Βλέποντας να έρχομαι μαζί.
Γιατί βάζουμε πάντα το κακό
Στο νου οι άνθρωποι στη γη.
Τότε ο Αλκίνοος του απαντά
Με τούτα εδώ τα λόγια:
Ξένε στα στήθια μου δεν έχω καρδιά
Π' ανάβει χωρίς αιτία,
Μα πάντοτε επιθυμώ
Να κάνω το σωστό.
Ας ήταν πατέρα Δία μου
Απόλλωνα κι Αθηνά
Άντρας τέτοιος όπως δείχνεις
Και με μένα με ίδια μυαλά,
Να'μενε εδώ και να' παιρνε
Την κόρη μου κι εγώ
Γαμπρό να τον φωνάζω
Και να του δώσω
Χωράφια και σπιτικό.
Φτάνει μόνο να μείνεις να' θελες
Γιατί με βία δε στο ζητά
Κανείς από τους Φαίακες εδώ
Και θε μου ας μη δώσει
Τέτοιο άδικο να κάνω εγώ.
Όσο για το κατευόδιο σου
Να ξέρεις αύριο το'χω ορίσει,
Κι όσο οι ναύτες θα κωπηλατούν
Σ' ύπνο βαθύ θα το' χεις ρίξει,
Ώσπου να φτάσεις στην πατρίδα σου
Το σπίτι , κι όπου η καρδιά σου ποθεί 320
Κι ας είναι πιο μακριά απ' την Εύβοια,
Που δικοί μας την έχουν δει.
Τότε που ο ξανθός Ροδάμανθυς
Πήγαινε να δει τον Τιτυό,
Το γιό της Γαίας και ταξιδέψανε
Μ' ένα πλοίο δικό μας από εδώ.
Οι Φαίακες σαν έφτασαν
Και χωρίς ταλαιπωρία,
Την ίδια μέρα έφτασαν
Ξωπίσω στην πατρίδα.
Ατός σου θα μάθεις πόσο άριστα
Είναι τα δικά μας πλοία
Και πως οι νέοι μας πετούν ψηλά
Με τα κουπιά το κύμα.
Ο πολύπαθος θείος Οδυσσέας
Χάρηκε με τα λόγια αυτά
Και ευχόμενος αναφώνησε
Λόγια απ' την καρδιά:
Δία πατέρα κάνε να γίνουν
Όσα ο Αλκίνοος μου τάζει ,
Η δόξα του θα' ταν αιώνια
Στη γη την καρπερή που εξουσιάζει.
Κι έτσι εγώ θα πήγαινα
Πίσω πια στην πατρίδα.
Κι ως τέτοια ανταλλάσανε 340
Συναναμεταξύ τους λόγια,
Τις παρακόρες πρόσταξε
Η
Αρήτη η
κρινοχέρα
Να βάλουν κρεβάτι σε σκεπαστό
Και κόκκινα χαλιά να στρώσουν
Ν'απλώσουνε και μάλλινες
Του αργαλιού κουβέρτες
Κι ολόσγουρες από πάνω τους
Για σκέπασμα φλοκάτες.
Εκείνες απ' την κάμαρα
Βγήκαν με τα δαδιά στα χέρια
Κι αφού το στέριο κρεβάτι τέλειωσαν
Στον Οδυσσέα πρόθυμα
Θα πλησιάσουν να του μιλήσουν
Κι έτσι θα τον παρακινήσουν:
Σήκω ξένε να πας κοιμηθείς
Το κρεβάτι έχει ετοιμαστεί.
Αυτά είπαν κι ο Οδυσσέας
Χάρηκε που θα κοιμηθεί.
Έκεί κοιμόταν ο πολύπαθος
Οδυσσέας τη μέρα με βουητό, 350
Πάνω σε κρεβάτι τρυπητό
Κάτω από μέρος σκεπαστό.
Κι ο Αντίνοος κοιμήθηκε
Στο βάθος απ' τ' αψηλό παλάτι
Εκεί που το ταίρι του φρόντιζε
Το στρώμα και το κρεβάτι. Τέλος ραψωδίας η
Ραψωδία θ
Ο Όμηρος διηγείται
Ραψωδία θ(τμήμα)
Ο Oδυσσέας στη σύναξη των αρχόντων
στο βασίλειο των
Φαιάκων
Με τη ροδόχρωμη αυγή
Την κλίνη του θ’ αφήσει,
Ο Αλκίνοος, κι ο Οδυσσεύς
Θα τον ακολουθήσει.
Για των Φαιάκων κίνησαν
Να πάν την αγορά,
Που ήτανε χτισμένη
Στα πλοία τους κοντά.
Ο Αλκίνοος μέχρι να φτάσουμε
Πρώτος ήταν απ’
όλους,
Δίπλα μας έβαλαν τους δυο
Σε σκαλισμένους θρόνους.
H Αθηνά σαν κήρυκας
Στη χώρα τριγυρνούσε,
Το μισεμό του τολμηρού
Δυσσέα διαλαλούσε.
Μπρος στον καθένα πήγαινε
Κοντά και του μιλούσε,
Toυ’ λεγε πως στην αγορά
Ξένο θα συναντούσε.
Άρχοντες σεις και αρχηγοί
Να πάτε και να δείτε,
Το νιόφερτο, που στην
αγορά
Τώρα φιλοξενείται.
Το ξένο που στ’αρχοντικό
Του Αλκίνοου αραγμένος,
Μοιάζει να είν’ αθάνατος
Μα θαλασσοδαρμένος. 15
Έτσι σαν είπε φούντωσε
Το θάρρος και τη μαγεία
Κι αμέσως γέμισαν λαό
Αγορά και θεωρεία.
Kι
όλοι θαυμάζανε το γιο
Σαν είδαν του Λαέρτη,
Αφού η Παλλάδα του’ριχνε
Τη θεϊκή της χάρη.
Την έριχνε στην κεφαλή
Στην όψη και στους ώμους,
Πιο αψηλός και πιο παχύς 20
Να φαίνεται απ’όλους.
Αυτά για να’ ναι σεβαστός
Τιμημένος και στους φίλους,
Άξιος να φανεί στους Φαίακες
Στους αγώνες που'χουν στημένους.
Όταν το πλήθος έφτασε
Κι όλοι είχαν καθίσει,
Το λόγο πήρε ο Αλκίνοος
Πρώτος για να μιλήσει.
Σεις των Φαιάκων αρχηγοί
Ακούστε με προσεκτικά,
Γιατί θα πω όσα η καρδιά
Μεσ’ απ’ τα στήθη μου
ζητά.
Αυτόν τον ξένο ούτ' εγώ
Τον έχω αναγνωρίσει,
Αν είναι απ’ την ανατολή
Η έρχεται απ’ τη δύση.
Μού’ρθε στο σπίτι
απ’άχαρο
Γυρίζοντας ταξίδι 30
Και μας ζητά βοήθεια
Στον τόπο του να φύγει.
Ας στείλουμε και τούτον
δω,
Με όλους έχει γίνει,
Αφού κανείς στο σπίτι μου
Δεν έχει ποτέ ξεμείνει.
Ελάτε μπρος ας ρίξουμε
Στη θάλασσα καράβι,
Δε θέλω κλάψα συνεχώς
Το πότε θα σαλπάρει.
Καράβι πρωτοτάξιδο
Με ναύτες διαλεγμένους,
Πενήντα δυο τον αριθμό
Τους πιο αντριωμένους.
Kαι
τα κουπιά με τους σκαρμούς
Με τάξη όταν τα δέστε,
Βγείτε απε πολύ γοργά
Στο σπίτι μου αντέστε,
Πλούσιο γεύμα ν' απολαύσετε
Αυτό που θα σας προσφέρω.
Στους νέους αυτά έχω να πω, 40
Απ' τους άρχοντες όμως ζητώ
Για του ξένου τη φιλοξενία
Να έλθουν γοργά στ' αρχοντικό.
Kανένας όχι να μην πει
Αλλά καλέστε εδωδά
Το Δημόδοκο το θείο αοιδό,
Που απ' την καρδιά του τραγουδά.
Κάποιος θεός του χάρισε
Το χάρισμα να δίνει χαρά.
Απε κίνησε, ο Αλκίνοος
Οι αρχόντοι θ' ακολουθήσουν
Και τελάλης εκεί τον αοιδό
Φρόντισε να τον οδηγήσουν.
Διαλέχτηκαν πενήντα δυο
Όπως όρισε νεαροί ,
Που΄φυγαν για της αστείρευτης
Θάλασσας την ακτή.
Μόλις στο πλοίο έφτασαν
Και στην ακροθαλασσιά,
Το μελανό καράβι γρήγορα
Το' συραν στα βαθιά.
Κατάρτια πάνω του έμπηξαν
Κι ανέβασαν πανιά,
Πέρασαν από δέρμα ασφάλειες
Σε σκαρμούς για τα κουπιά.
Όλα με τάξη έγιναν,
Σήκωσαν άσπρα πανιά,
Το πήγαν και τ' αράξανε
Πέρα προς το Νοτιά.
Kι απε στου ήρωα Αλκίνοου
Πήγανε το παλάτι.
Γέμισαν οι αυλές λαό
Οι κάμαρες κι οι σάλες,
Γέροι και νιοι μαζεύονταν
Και ήτανε χιλιάδες.
Δώδεκα αρνιά θυσίασε 60
Ο Αλκίνοος στους αθανάτους,
Δυο βόδια ρεβοπόδαρα
Κι οχτώ με άσπρα δόντια χοίρους.
Τα έγδαραν και τα' ψησαν
Ετοίμασαν γεύμα καλό,
Τους ζύγωσε κι ο κήρυκας
Φέρνοντας τον προσφιλή αοιδό.
Ένα καλό μ' ένα κακό
Του χάρισε η μούσα,
Του στέρησε τα μάτια του
Μα του' δωσε φωνή θεσπέσια.
Του έβαλε ο Ποντόνοος
Θρόνο μ' ασημιά καρφιά,
Στους καλεσμένους ανάμεσα
Και σε ψηλή κολόνα ν' ακουμπά.
Κι απέ σε κρεμαστράκι ξύλινο
Κρέμασε την ηχηρή κιθάρα του
Και του' δεξε πώς αν τη θελήσει
Ν' απλώσει το χέρι του να την πάρει.
Ένα πανέρι του'φερε
Του' στρωσε και τραπέζι,
Mια κούπα για να πιεί κρασί
Σαν η καρδιά το κρίνει.
Κι όλοι τα χέρια άπλωσαν
Στα έτοιμα φαγητά.
Κι όταν για πιοτό και για φαΐ
Η βουλιμία θα σταματήσει,
Η Μούσα έσπρωξε τον αοιδό
Ανδραγαθίες να τραγουδήσει.
To τραγούδι που η δόξα του
Eίχε φτάσει στον ουρανό,
Για τον Οδυσσέα που μάλωσε
Με τον Αχιλλέα του Πηλέα το γιό.
Σε μια θυσία στους θεούς
Λόγια είπαν βαριά,
Έτσι που ο Αγαμέμνονας
Που ήταν ο αρχηγός
Ακούοντας μάλλον είχε χαρά.
Χαιρόταν μέσα του που μάλωναν
Οι πιο καλοί απ' τους Αχαιούς,
Του το' χε πει κι ο Απόλλωνας
Ο Φοίβος μ' ένα χρησμό,
Που πήρε απ' την αγαθή Πυθία 80
Σαν πέρασε το δικό της λιακωτό.
Ήταν τότε που άρχισε
Να έρχεται η ταλαιπωρία,
Των Tρώων και των Δαναών
Με τη βουλή του Δία.
Τέτοια ο δοξασμένος αοιδός
Τραγούδαγε τραγούδια
Κι ο Οδυσσέας πήρε στα χέρια.
Τον κόκκινο μανδύα.
Ντρεπότανε τους Φαίακες
Για των δακρύων τον ποταμό,
Το πρόσωπό του το λαμπερό.
Κάθε που ο τραγουδιστής
Τέλειωνε το τραγούδι,
Τα δάκρυα σφουγγίζοντας
Ξεσκέπαζε το κεφάλι
Και στους θεούς εστάλαζε
Με δίπατη κούπα κρασί.
Κι όταν ξανάρχιζε μετά
Οι άρχοντες των Φαιάκων,
Τον παρότρυναν να τραγουδά.
Ήταν τ' αγαπημένα όλων.
Πάλι ο Οδυσσέας σκέπαζε
Το κεφάλι του και θρηνούσε,
Μα οι άλλοι δεν κατάλαβαν
Πως ο ξένος δακρυρροούσε.
Μονάχα ο Αλκίνοος
Που δίπλα του καθόταν,
Τον είδε και τον άκουσε
Κι ευθύς στους θαλασσότρεφους
Τους Φαίακες γυρνά για να τους πει:
Ακούστε των Φαιάκων προεστοί
Άρχοντες και πρωταρχηγοί.
Από φαγητό χορτάσαμε
Με της κιθάρας τη συνοδεία,
Που είναι πάντα η απαραίτητη
Του πλούσιου δείπνου παρουσία.
Μ' ας βγούμε έξω γι' άθληση 100
Με όλους σε ανταγωνισμό ,
Σε φίλους του να λέει ο ξένος μας
Στην πατρίδα του, στο γυρισμό.
Πόσο ξεπερνάμε τους άλλους
Σε πάλη, γροθιά, άλμα, τρεχαλητό.
Αυτά σαν είπε (ο Αλκίνοος) κίνησε
Κι οι άλλοι ακολουθούσαν.
Την κιθάρα την οξύφωνη
Ο κήρυκας θα την κρεμάσει,
Και απ'το χέρι το Δημόδοκο
Εκείνος θα τονε πιάσει.
Τον έβγαλε από το μέγαρο
Τους άρχοντες θ' ακολουθήσουν,
Στην ίδια στράτα που κι αυτοί
Πηγαίναν να σεργιανίσουν.
Στην αγορά σαν βρέθηκαν
Με κόσμο πολύ ν' ακολουθεί,
Νέοι να παν σηκώθηκαν
Πολλοί και ξακουστοί.
Ο Ακρόνεως κι ο Ωκύαλος
Ο Ελατρέας , ο Ναυτεύς,
Ο Πρυμνέας ,ο Αγχίαλος
Ερετμεύς,Θόων και Ποντεύς,.
Ο Αναβησίνεως κι απέ
Ο γιός του Πολυνήου Αμφίαλος,
Του Τέκτονα ο εγγονός
Και ο Πρωρεύς στο τέλος.
Σηκώθηκε κι ο Ευρύαλος
Σαν Άρης αντροκτόνος,
Toυ Ναύβολου ήταν γιος ,
Στους Φαίακες ο πιο καλός,
Στην' όψη και το σώμα
Μα ο Λαοδάμας ξεχωριστός,
Του άψογου Αλκνόoου,
Σηκωθήκαν οι τρεις του γιοί
Ο ισόθεος Κλυτόνιος
Λαοδάμα Αλιός οι δυνατοί
Ν' αρχίσουν τους αγώνες θέλησαν 120
Με τρέξιμο αρχικά,
Απ' την αφετηρία(σημαδεμένη) άνοιγε
Ο δρόμος τους μπροστά.
Όλοι εκείνοι έτρεχαν
Γρήγορα και πετούσαν,
Ξωπίσω τους τον κουρνιαχτό
Στον κάμπο αμολούσαν.
Στο τρέξιμο ιδιαίτερα
Ο άψογος Κλυτόνιος.
Κι όσο μάκρος οργώνουνε
Μονομιάς δυο μουλάρια,
Τόσο στο πλήθος(τέρμα;) όταν ζύγωσε
Τους πέρασε μπροστά 125
Ήλθε κι' η ώρα στη σκληρή
Να παραβγούνε πάλη,
Όπου ο Ευρύαλος τους καλλίτερους
Στο χώμα θα τους βάλλει.
Στο άλμα ο Αμφίαλος
Απ' όλους ήταν πιο πάνω,
Ο Ελατρεύς πολύ ανώτερος
Σαν έριξε το δίσκο.
Ο Λαοδάμας επίσης στις γροθιές
Του Αλκίνοου ο καλόκαρδος γιος.
Κι αφού φραριστηθήκανε
Με τους αγώνες όλοι βαθιά,
Ο Λαοδάμας, ο γιός του Αλκίνοου
Ανάμεσα τους θα τους πει α;υτά:
Ελάτε φίλοι να ρωτήσουμε
Τον ξένο αν έμαθε και ξέρει,
Κάποιο απ' τα αθλήματα
Κακό κορμί δεν έχει,
Στις κνήμες του,στους μηρούς,
Στα χέρια του τα δυνατά,
Στο σβέρκο του το στιβαρό
Και δεν του λείπουν νιάτα,
Μονάχα που τ' ατέλειωτα
Τον έχουν τσακίσει πάθια.
Χειρότερο κακό απ'τη θάλασσα
Λέω κακό δεν έχω βρει,
Τον άντρα να καταπονεί
Κι ας έχει δύναμη περισσή.
Κι ο Ευρύαλος αποκρίθηκε 140
Κι αυτά τα λόγια του'πε:
Λαοδάμα, σωστός ο λόγος σου
Μίλησες συνετά,
Πήγαινε τώρα μίλα του
Και πες του τα ορθά κοφτά.
Σαν τ' άκουσε ο καλόψυχος
Του Αλκίνοου ο γιός τα λόγια,
Στάθηκε στη μέση της σύναξης
Κι είπε στον Οδυσσέα.
Έλα ξένε πατέρα μου
Σ' αγώνισμα να παραβγείς,
Αφού κι εσύ μου φαίνεσαι
Τούτο πως το μπορείς.
Δεν ξέρω μεγαλύτερη
Για έναν άντρα δόξα,
Εξόν απ' αυτή που αγωνίζεται
Με τα χέρια του και τα πόδια.
Έλα και συ δοκίμασε
Τις έγνοιες σου ν' απαλύνεις,
Για σένα είναι έτοιμο
Το πλοίο για να φύγεις. 160
Τότε ο πολυμήχανος
Οδυσσέας του απαντά:
Γιατί Λαοδάμα με πικραίνετε
Και μου ζητάτε αυτά;
Tα βάσανα μου σκέφτομαι
Και όχι τους αγώνες ,
Γιατί ως τώρα μόχθησα
Είχα πολλούς μπελάδες .
Στη μάζωξη σας κάθομαι
Του βασιλιά και του λαού,
Στα γόνατα τους πέφτοντας
Με τον πόθο του γυρισμού.
Κι αμέσως ο Ευρύαλος
Κατά πρόσωπο θα φιλονικήσει:
Δε μου φαίνεται ξένε όταν λες
Πως απ' αγώνες έχεις γνώση, 160
Κι απ' τα πολλά τα είδη τους
Που συνηθίζουν οι θνητοί.
Θυμίζεις κάποιον που σε σκαρί
Πολύκουπο μέσα τριγυρνά
Σε ναύτες εμπόρους αρχηγός
Που το φορτίο νοιάζεται μοναχά
Και προστάτης είναι πιότερο
Σε κέρδη κουρσεμένα
Εσυ δε μοιάζεις αγωνιστής.
Ο Οδυσσέας βλοσυρά
Τον κοίταξε και του απαντά:
Ξένε, μοιάζεις μ' αλαζόνα άνδρα!
Και δε μιλάς σωστά.
Να ξέρεις έτσι πως τις χάρες
Οι θεοί δεν τις δίνουν όλες μαζί,
Σε κάποιους απ' τους άνδρες
Τη γνώση, το λόγο ,το κορμί.
Όταν άντρας πιο άσχημος
Γεννήθηκε απ' άλλους στη μορφή,
Τότε οι θεοί τα λόγια του
Τα πλουμίζουν με χάρη περισσή.
Κι όλοι αυτόν κοιτάζουνε
Και χαίρονται πολύ,
Που μιλάει με τέτοια άνεση
Σεμνότητα και συστολή.
Και σ'όλες τις συνελεύσεις;
Ο νικητής είναι πάντα αυτός,
Κι όταν στην πόλη τριγυρνά
Ο κόσμος τον κοιτά σα να' ναι θεός. 180
Άλλος πάλι που' ναι όμορφος
Με θεό τον ταιριάζεις στην όψη,
Μα τα λόγια του δεν είν' αντίστοιχα
Δεν τα συνδέει χάρη.
Όπως και σύ το πρόσωπο
Το' χεις πολύ λαμπερό,
Θεός δεν το μπορεί λαμπρότερο ,
Σου λείπει όμως το μυαλό..
Μου τάραξαν τα σπλάχνα μου
Τα απρεπή σου λόγια ,
Μα απ' αγώνες δεν είμαι άσχετος
Στους πρώτους όμως ήμουν
Όταν τότε στη νιότη μου
Και τα χέρια μου στηριζόμουν ,
Τώρα πίκρες με ζώσανε
Και βάσανα πολλά,
Μέσ' τους πολέμους των ανδρών
Σε κύματα αγριωπά.
Μαζί σας εδώ θα παραβγώ
Αν κι έπαθα τόσο πολλά,
Δάγκωμα είν' τα λόγια σου
Που με ξεσήκωσαν ακούοντάς τα .
Αυτά σαν είπε πετάχτηκε
Όπως ήταν με το χιτώνα,
Πήρε δίσκο πιο μεγάλο, πιο παχύ
Κιι ακόμα πιο βαρύ
Από κείνους που οι Φαίακες
Πετούσαν όντας εκεί μοναχοί.
Κι αφού τον περιέστρεψε
Τον πέταξε με το στιβαρό του χέρι.
Κι ως βούηξε η πέτρα οι Φαίακες
Στα μακριά κουπιά ξακουστοί
Άνδρες θαλασσόλυκοι,
Έσκυψαν κι έπεσαν στη γη.
190
Πάνω απ'των άλλων πέταξε
Ο δίσκος τα σημάδια,
Πολύ πίσω τ' άφησε
Φεύγοντας από τα χέρια.
Ήλθε η Αθηνά και χάραξε
Έβαλε και τη γραμμή,
Με άνδρα στην όψη μοιάζοντας
Τον φώναξε και θα του πεί :
Θα' βρισκε ξένε και τυφλός.
Το σημάδι ψαχουλευτά,
Τα άλλα δεν το πλησίασαν
Απ' όλα είναι πολύ μακριά.
Μη σκιάζεσαι δε θα το φτάσει
Κι ούτε άλλος θα το περάσει.
Στα λόγια τούτα ο πολύπαθος
Χάρηκε ο Οδυσσέας ο θείος,
Που μέσ' σ' αυτή τη μάζωξη 200
Υπήρχε κι ένας φίλος.
Και τότε πιο μειλίχια
Με τους Φαίακες θα συζητά,
Τούτον νέοι πρώτα φτάστε τον
Κι θα ρίξω κι άλλον μετά,
Τόσο θα πάει κι αυτός
Η ακόμα πιο μακριά.
Κι απ' όλους όποιου του βαστά
Η καρδιά μέσα στα στήθια,
Ας έλθει εδώ να παραβγούμε.
Μεγάλη μου δώσατε πίκρα.
Ότι θέλει ας διαλέξει ο καθείς
Απ' όλους τους Φαίακες άθλημα,
Σε τρέξιμο, πάλη ή γροθιά
Εξόν από το Λαοδάμα.
Αφού εκείνος με φιλοξενεί..
Ποιος τάχα μαλώνει με το φίλο;
Άμυαλος άνδρας , ποταπός
Αυτός που δημόσια προκαλεί,
Γι' αθλήματα καυγά σε ξένη χώρα.
Μ' αυτόν που τον φιλοξενεί
Τρώγοντας ψωμί στο σπίτι του
Κακό του κεφαλιού του κάνει.
Απ' όλους τους άλλους κανένα
Ούτ απορρίπτω ,ούτε περιφρονώ
Να τους γνωρίσω επιθυμώ
Και μαζί τους ν' αναμετρηθώ.
Γιατί δεν είμαι άσχετος
Σε κάθε άθλημα εγώ,
Το καλογυιάλιστο ξέρω καλύτερα
Δοξάρι να κρατώ.
Δικιά μου ήταν η πρώτη σαϊτιά
Που θα' βρισκε να ρίξει κάτω ,
Κάποιον απ' τους αντίπαλους
Εχθρό μέσα τα στίφη,
Όσο κι αν ήτανε πολλοί
Κοντά μου κι αν στεκόταν
Άλλοι απ ΄τους συντρόφους μου
Στο πλήθος που σαϊτεύαν.
Ένας με ξεπερνούσε μοναχά
Στο δοξάρι στων Τρώων τη χώρα,
Ο Φιλοκτήτης όταν με τους Αχαιούς 220
Αρχίζαμε να ρίχνουμε τόξα.
Πενεύομαι πως κι απ' τους άλλους
Δεν υπάρχουν πιο καλοί,
Απ' όσους άντρες βρίσκονται
Να ζούνε τρώγοντας ψωμί..
Με άντρες όμως σεβάσμιους
Δε θέλω να κάνω αγώνα,
Με τον Ηρακλή η τον Ευρύθεο
Της Οιχαλίας το ρήγα,
Που ακόμα και μ' αθάνατους
Παράβγαιναν στο τόξο,
Γι' αυτό ο μέγας Εύρυτος
Νωρίς πήγε στον τάφο.
Δεν πέθανε από τα γηρατειά
Ούτε στα μέγαρα του μέσα,
Τον σκότωσε ο Φοίβος επειδή
Στο τόξο τον προκάλεσε
Μαζί του να παραβγεί.
Και το κοντάρι ρίχνω εκεί
Που το τόξο κανενός δεν φτάνει,
Στο τρέξιμο φοβάμαι μοναχά
Φαίακας μη με προσπεράσει.
Γιατί απ' τα κύματα τα πολλά
Το κορμί μου είχε ταλαιπωρηθεί
Κι όπως το πλοίο ως το τέλος
Δεν έμεινε γερό
Απάνω του να ξαποστάσω,
Τα μέλη μου είχαν λυθεί.
Αυτά σαν είπε όλοι εκεί
Έκαναν άκρα σιωπή
Και μόνο ο Αλκίνοος
Απάντησε και θα πει:
Ξένε μιας κι αυτά που μας είπες
Δε δείχνουν αχαριστία,
Μα με οργή θέλεις να δείξεις
Τη δική σου σ'όλους μας αξία,
Αφού σ' αγώνα παριστάμενος
Στη μάζωξη όλη μπρός
Σε ντρόπιασε πράγματι αυτός.
Κανείς δε θα μπορούσε να περιφρονεί,
Tην αξιάδα σου ως άνδρας θνητός , 240
Αν μάλιστα βάζει τα πράγματα
Σωστά μέσ' το μυαλό του αυτός.
Μα έλα ένα λόγο θα σου πω
Να τον λες και σ' άλλους πιο μετά.
Σε ήρωες να τον λες όταν δειπνείς
Δίπλα στη γυναίκα σου και τα παιδιά.
Αν τύχει τότε να θυμηθείς
Και τη δική μας αξιάδα,
Απ' τα χρόνια των πατεράδων μας
Αυτή που ο Δίας μας δίνει πάντα.
Μα εμείς άψογοι δεν είμαστε
Ούτε παλαιστές, ούτε πυγμάχοι,
Είμαστε όμως γρήγοροι
Και άριστοι στα πλοία θαλασσομάχοι.
Πάντα εμάς μας άρεσαν
Συμπόσια με κιθάρα,
Στρώματα ,χοροί, ζεστά λουτρά
Και αλλαξιές με ρούχα.
Μα ελάτε τώρα οι χορευτές
Nα ανοίξετε το χορό 250
Απ' τους Φαίακες οι πιο καλοί,
Nα'χει να λέει ο ξένος μας
Στους φίλους του στο γυρισμό.
Πόσο απ' όλους τους λοιπούς ,
Είμαστε πολύ πιο καλοί,
Στη ναυτοσύνη, στο χορό,
Το τρέξιμο, στο τραγούδι.
Μα κάποιος στο Δημόδοκο
Τη γλυκόφωνη ας πάει να φέρει,
Την κιθάρα απ'τ' αρχοντικό
Κάπου μέσα θα την εύρει.
Του Αλκίνοου του Θεϊκού
Έφερε την παραγγελιά,
Ο κήρυκας απ' τ' αρχοντικό
Παλάτι του βασιλιά
Σηκώθηκαν οι κοσμήτορες
Aπ'το λαό διαλεγμένοι κι οι εννιά,
Που στους αγώνες πρόσεχαν
Να γίνονται όλα κανονικά.
Ίσιωσαν το χώρο του χορού
Κι ολόγυρα άνοιξαν το χώρο, 260
Έφερε κι ο κήρυκας κοντά
Την κιθάρα στο Δημόδοκο.
Εκείνος τράβηξε στο κέντρο
Όπου στέκονταν από δυο πλευρές
Χτυπώντας τα πόδια στο θείο χορό
Οι άξιοι λεβέντες χορευτές.
Ο Οδυσσέας τις λάμψεις θαύμαζε
Των ποδιών με την καρδιά
Κι ο κιθαρίστας ύψωνε
Τραγούδι όλο ομορφιά.
Κι έλεγε πως αγαπήθηκαν
Ο Άρης κι η καλλιστέφανη Αφροδίτη
Και πως στην αρχή πρωτόμιξαν
Στου Ήφαιστου κρυφά το σπίτι.
Εκείνος στην καλλιστέφανη θεά
Δώρα πολλά θα της χαρίσει,
Βαριά το κρεβάτι και το στρώμα
Του Ήφαιστου θα ντροπιάσει 270
Μα αμέσως τότε έφτασε
Σαν αγγελιοφόρος o Ήλιος
Που τους είδε να σμίγουν ερωτικά.
Σαν άκουσε το πικρόκαρδο
Ο Ήφαιστος μαντάτο,
Πήγε ευθύς στο σιδεράδικο
Σκεφτόμενος το κακό.
Βάλθηκε να στήνει κούτσουρο
Κι απάνω του μεγάλο αμόνι,
Να φτιάξει δίχτυ ακλόνητο
Άλυτο για να βρεθούν δεμένοι.
Τόσο θύμωσε με τον Άρη,
Που έπρεπε να σκεφτεί πονηριά
Μπήκε σ΄ένα δωμάτιο
Με τα συζυγικά στρωσίδια
Κι ολόγυρα στου κρεβατιού
Τα πόδια άπλωσε δίχτυα.
Πολλά εξείχαν ως τον κορφιά
Αδύνατο να τα ξεχωρίσει κανείς
Σαν αράχνες όπως ήταν λεπτά, 280
Ακόμα κι απ' τους θεούς τους ευτυχείς.
Γιατί με δόλο τα μαστόρεψε
Τα σκόρπισε τριγύρω,
Απέ καμώθηκε πως έφυγε
Στην καλοχτισμένη Λήμνο
Που απ' όλες της γης τις χώρες
Ήταν η πιο αγαπημένη.
Ο Άρης με τα γκέμια τα χρυσά
Δεν είχε καλή επαγρύπνηση,
Μιας κι είδε τον καλλιτέχνη Ήφαιστο
Να φεύγει χωρίς προφύλαξη.
Έτσι για το παλάτι αμέριμνα
Του λαμπρού ξεκινά,
Τον έρωτα της καλλιστέφανης
Κυθέρειας λαχταρά.
Εκείνη μόλις απ' το πατέρα της
Το Δία είχε φτάσει το δυνατό
Και μ' αγωνία περίμενε
Ώσπου ο Άρης να μπει στ' αρχοντικό.
Της έσφιξε τότε το χέρι
Και της είπε πολύ τρυφερά ,
Έλα στο κρεβάτι αγάπη μου
Να ξαπλώσουμε αγκαλιά.
Ο Ήφαιστος δεν είν' ανάμεσά μας
Στη Λήμνο είναι ήδη πια,
Τους Σίντες τους αγριόφωνους
Ετούτη την ώρα θα συναντά.
Κι εκείνης της καλάρεσε
Να κοιμηθούν αγκαλιά,
Μ' απλώθηκαν μόλις ξάπλωσαν
Δίχτυα τριγύρω τους τεχνικά,
Του εφευρετικού Ηφαίστου.
Δύναμη δεν είχαν τα μέλη τους
Να τα κουνήσουν ή να τα σηκώσουν,
Και τότε πια κατάλαβαν
Πως δεν θα τη γλιτώσουν.
Άξαφνα κι ο ξακουστός κουτσός
300Eκεί αμέσως θα καταφτάσει,
Αφού πίσω ξαναγύρισε
Στης Λήμνου τη γη πριν φτάσει.
Ο Ήλιος βλέπεις παραμόνευε
Και τα μαντάτα θα του φέρει,
Έτρεξε προς το σπίτι του
Με την καρδιά θλιμμένη.
Τον συνεπήρε άγριος θυμός
Σαν στάθηκε στις έξω πόρτες
Και τότε με φρίκη έβγαζε
Σ' όλους τους θεούς κραυγές.
Δία πατέρα κι όλοι εσείς θεοί
Αιώνιοι κι όλο ευτυχία,
Ελάτε έργα να καμαρώστε
Ανεπίτρεπτα και για γέλια.
Πως εμένα τον κουτσό
Η Αφροδίτη του Δία η κόρη,
Συνέχεια με ατιμάζει μ' έρωτα
Με το φονιά τον Άρη.
Γιατ' είναι όμορφος κι αρτιμελής
Σακάτης βλέπεις γεννήθηκα εγώ,
Κανείς άλλος δεν είν' υπαίτιος σαυτό
Μόνο οι γονείς μου οι δυο,
Εκείνοι που οφείλανε
Να μη μ' έχουν γεννήσει.
Για δείτε πως κοιμούνται
Πως χαίρονται τον έρωτα
Στο κρεβάτι το δικό μου επάνω
Κι εγώ τους κοιτώ με πίκρα.
Μα δεν πιστεύω πως κι αυτοί
Έτσι πως θα πλαγιάσουν,
Ούτε για μια στιγμή
Όσο μεγάλη αγάπη να' χουν.
Τα δίχτυα και η τέχνη μου
Θα τους κρατούν πια τώρα,
Ωσότου ο πατέρας της
Να μου δώσει πίσω τα δώρα.
Εκείνα που του παρέδωσα
Για την κόρη του τη σκύλα,
Γιατί είν' η κόρη του όμορφη
Δεν είναι όμως τίμια. 320
Σαν τα' πε αυτά μαζεύτηκαν
Στο χαλκόστρωτο αρχοντικό,
Όλοι οι θεοί κι ο Ποσειδών
Που κρατά τον κόσμο αυτό.
Ήλθε κι ο γρήγορος Ερμής
Κι ο Φοίβος που καιροφυλαχτεί,
Μόνο οι θεές απόμειναν
Στο σπίτι από ντροπή.
Κι οι δωρητές των αγαθών θεοί
Στις εξώπορτες θα σταθούν,
Σ' ατέλειωτα γέλια ξέσπασαν
Μ' αυτά όλα που θα ιδούν.
Τα δίχτυα του πανέξυπνου
Ήφαιστου τότε θωρώντας
Μιλούσε ο καθένας κι έλεγε
Στο διπλανό γυρνώντας:
Έργο κακό ποτέ δεν πρόκοψε
Το γρήγορο τον φτάνει κι ο αργός,
Όπως ο Ήφαιστος που 'ναι αργός
Τσάκωσε τον Άρη τον πιο γρήγορο
Απ' τους; θεούς του Ολύμπου,
Που αν και κουτσός
Τον έπιασε με μαστοριά
Και λέει για το ντρόπιασμα
Πρόστιμο πως του χρωστά.
Τέτοια τότε έλεγαν
Συναναμεταξύ τους λόγια,
Κι ο Απόλλωνας του Δία ο γιός
Είπε στον Ερμή ετούτα:
Γιέ του Δία αγγελιοφόρε
Δωρητή εσύ Ερμή,
Θα'θελες να'σαι στα δεσμά
Με την Αφροδίτη τη χρυσή;
Σε στρώμα να' σαστε μαζί
Μπλεγμένοι μεσ' τα δίχτυα:
Και ο ψυχοπομπός του απάντησε
Και του'πε με δυο λόγια
Μακάρι να γινόταν τούτο δω
Μακρυβόλε Απόλλωνα ,
Τρείς φορές περισσότερα 340
Ας μ' έζωναν τέτοια δίχτυα.
Και σεις θεοί να μας βλέπετε
Μα κι όλες οι θεές μαζί,
Αρκεί εγώ να καλοκοιμάμαι
Δίπλα στην Αφροδίτη τη χρυσή.
Έτσι είπε και οι αθάνατοι
Στα γέλια ξεκαρδιζόταν,
Ο Ποσειδώνας μοναχά
Αγέλαστος κρατιόταν,
Ικέτευε τον καλλιτέχνη Ήφαιστο
Για του Άρη το λυτρωμό,
Συνέχεια κράζοντας του
Λόγια μαλακά όπως το φτερό.
Λύστ΄τον κι εγώ υπόσχομαι
Όπως εσύ έχεις ζητήσει,
Ότι είναι στους θεούς σωστό
Πλούσια να σου τα δώσει.
Του ανταπάντησε ο Ποσειδών
Και του' πε ο κοσμοσείστης:
Ήφαιστε αν ο Άρης βγαίνοντας
Το σκάσει και σου αφήσει χρέος,
Εγώ σου υπόσχομαι εδώ
Να σου το ξεπληρώσω ο ίδιος.
Κι απάντηση ο περίφημος
Του δίνει ο κουτσός:
Δε γίνεται κι ούτε είναι σωστό
Να σου αρνηθώ τη χάρη
Και σαν είπ' αυτά ο Ήφαιστος
Ο δυνατός τα δίχτυα λασκάρει..
Μόλις λύθηκαν απ' τα δεσμά 360
Που τους έδεναν δυνατά,
Πετάχτηκαν πάνω γοργά
Εκείνος για τη Θράκη θα τραβήξει
Κι η χαμογελαστή Αφροδίτη
Στην Πάφο θα καταλήξει,
Εκεί που της είχαν τέμενος
Κι ένα βωμό μυρωδάτο.
Οι Χάριτες αφού την έλουσαν
Μ' αθάνατο λάδι θα την αλείψουν,
Μ' εκείνο που αλείβονται
Όλοι οι θεοί κι αστράφτουν,
Κι απε πανώρια ρούχα της φορούν
Που βλέποντάς τα ήταν θαύμα.
Αυτά τραγουδούσε ο περίφημος
Tραγουδιστής τραγούδια,
Ωστόσο φχαριστιόταν στ' άκουσμα
Του Οδυσσέα η καρδιά,
Μαζί και των θαλασσόλυκων
Φαιάκων με τα μακριά κουπιά.
Ο Αλκίνοος τότε διάταξε
Το Λαοδάμα και τον Άλιο,
Μόνοι αυτοί να στήσουν χορό.
Κανείς δεν είχε μαζί τους συνέριο.
Κόκκινη ετούτοι πήρανε
Πανέμορφη στα χέρια σφαίρα,
Την είχε φτιάξει ο Πόλυβος
Με τη μεγάλη του αξιάδα.
Πίσω λιγώντας ο ένας το κορμί
Ως τα μαύρα σύννεφα την πετούσε
Και πριν τα πόδια του πατήσουν χώμα.
Ο άλλος πηδούσε και την κρατούσε.
Aφού έδειξαν πολλές φορές
Στη σφαίρα τη δική τους αξία,
Στην πολύτροφη γη αρχίσανε
Χορό με πολλά τσαλίμια.
Αγόρια που' ταν μεσ' την πίστα
Περιμένοντας για χορό,
Χτυπώντας παλαμάκια
Σήκωναν πολύ αχό. 380
Τότε ο θείος Οδυσσέας
Στον Αλκίνοο μίλησε κι είπε:
Λαμπρέ βασιλιά Αλκίνοε
Μεσ' το λαό σου πρώτε,
Αχτύπητοι είστε στο χορό
Είναι στ' αλήθεια φανερό,
Μου το'πες μα τώρα που' γινε
Έχω μεγάλο σεβασμό.
Κι ο Αλκίνοος καταχάρηκε
Μ' όλα τούτα τα λόγια
Και στους θαλασσόλυκους Φαίακες
Τους άξιους θα πει ετούτα:
Ακούστε με όλοι οι Φαίακες
Σεις αρχόντοι κι αρχηγοί ,
Ο ξένος δείχνει σύνεση
Να' χει πολύ καλή.
Μα ελάτε κι όπως αρμόζει
Να του δώσουμε φιλίας δώρα,
Δώδεκα βασιλιάδες που'ναι λαμπροί
Διοικούν αυτή τη χώρα.
Ο ίδιος λογαριάζομαι
Πως είμαι δέκατος τρίτος
Μαντίλα καλά πλυμένη ο καθείς
Να φέρει μ' ένα χιτώνα
Και ένα τάλαντο χρυσό
Δώστε του που να'χει αξία.
Κ όλα να έλθουν γρήγορα
Στα χέρια να τα κρατήσει,
Ώστε χαρούμενος ο ξένος μας
Για το δείπνο να ξεκινήσει.
Κι ας καλοπιάσει ο Ευρύλαος 400
Τον ξένο με τα λόγια ,
Και μ' ένα δώρο για τ' άπρεπα
Όσα του είπε πρώτα.
Και όλοι τους σαν μίλησε
Συμφώνησαν με τούτα ,
Κι αμέσως απ'ένα μπιστικό
Έστειλαν να φέρουν τα δώρα.
Και τότε ο Ευρύλαος
Ανταπάντησε και είπε:
Αλκίνοε,βασιλιάλαμπρέ
Μεσ' το λαό σου πρώτε,
Στον ξένο μας όπως εσύ ορίζεις
Εγώ θα εξιλεωθώ
Και θα του δώσω όπως διατάζεις
Αυτό το σπαθί τ' ολόχαλκο,
Με τη χειρoλαβή την ασημένια
Και το θηκάρι που' ναι ντυμένο
Με φίλντισι γύρω γύρω,
Μεγάλης αξίας όλα.
Αυτά σαν είπε τ' ασημοκάρφωτο
Του βάζει σπαθί στα χέρια
Και με πολύ ευγένεια
Του λέει τούτα λόγια:
Χαίρε πατέρα ξένε μας
Όποια κουβέντα μου ήταν σκληρή,
Τώρα η ανεμοζάλη ας την πάρει
Αλλού μακριά ας φύγει ,να χαθεί.
Κι είθε να δώσουν οι θεοί
Τη γυναίκα σου να δεις ξανά,
Κι αφού χρόνια βασανίζεσαι
Να γυρίσεις στην πατρίδα τη γλυκιά.
Γυρνώντας ο πανέξυπνος
Οδυσσέας θα του πει,
Χαίρε κι ας σου δώσουνε
Κάθε καλό οι θεοί.
Και το σπαθί που μου' δωσες
Για να με καλοπιάσεις,
Εύχομαι ποτέ αργότερα
Τη χρεία του να μη νοιώσεις.
Το ασημοκάρφωτο τότε σπαθί
Στους δυο ώμους του περνά.
Κι ο ήλιος βουτούσε όταν του' φεραν
Τα δώρα τα μοναδικά.
Τρέχανε και τα φέρνανε
Στο παλάτι οι μπιστικοί,
Όπου του άμεμπτου Αλκίνοου
Τα έπαιρναν πρώτα οι γιοί .
Που' τρεχαν και τ' απίθωναν
Μπροστά στη σεβάσμια Αρήτη. 420
Κι ο λατρευτός Αλκίνοος
Πρώτος πήγαινε στη δημοσιά,
Κι όταν στο παλάτι έφτασαν
Ανέβηκαν στα ψηλά θρονιά.
Τότε ο δυνατός Αλκίνοος
Μιλησε στην Αρήτη:
Έλα καλή μου φέρε εδώ
Την πιο καλή κασέλα ,
Και βάλε μέσα καλοπλυμένα
Χιτώνα και πουκαμίσα
Κι ολόγυρα το χάλκινο
Θερμάνετε καζάνι,
Για να ζεστάνετε νερό
Να λουστεί ,να καμαρώσει,
Τα δώρα που οι αψεγάδιαστοι
Φαίακες του έχουν δώσει.
Για να χαρεί το γεύμα του
Ακούοντας του τραγουδιού τον ύμνο.
Εγώ για δικό μου δώρο
Κούπα μαλαματένια δίνω,
Όταν μεσ' το παλάτι του
Θα κάνει τις σπονδές ,
Στο Δία και τους άλλου θεούς,
Να με θυμάται στο διηνεκές.
Είπε και η Αρήτη έδωσε
Στις βάγιες μετά παραγγελιά,
Να στήσουν γοργά μεγάλο
Τρίποδο καζάνι πας στη φωτιά.
Στήσαν το λουτροκάζανο
Στη φουντωμένη φωτιά,
Έριξαν μέσα το νερό
Κι έκαιγαν από κάτω τα δαδιά.
Σκεπάστηκ' η κοιλιά του καζανιού
Και ζέστανε το νερό η φλόγα.
Ωστόσο Αρήτη διέταξε
Να φέρουν απ' το κελάρι της
Πανέμορφη κασέλα για τον ξένο
Που'βαλε μέσα τακτικά
Χρυσάφι κι ένα φόρεμα
Των Φαιάκων δώρα λαμπερά. 440
Μέσα του' βαλε και πουκαμίσα
Κι ένα ωραίο χιτώνα
Κι απε με λόγια ευγενικά
Του'πε τούτα τα λόγια:
Aτός κοίτα το κάλυμμα,
Τον κόμπο δέσε σφιχτά,
Μήπως σε ύπνο σου βαθύ
Άλλος τ' ανοίξει ξαφνικά
Στου μαύρου καραβιού τη ρότα.
Ο πολύπαθος θείος Οδυσσέας
Σαν άκουσε τα λόγια αυτά,
Ασφάλισε αμέσως το καπάκι
Με γερά πολύπλοκα δεσμά.
Η Κίρκη του τα'χε μάθει
Η άξια σκεφτόταν και σεβαστή
Όταν τον κάλεσε η οικονόμα
Αμέσως ν' ανεβεί για να λουστεί.
Κι εκείνος χάρηκε πολύ
Σαν είδε ζεστά λουτρά,
Τέτοια βλέπεις φροντίδα
Δεν έβλεπε συχνά
Από τότε που παράτησα
Το σπίτι της Καλυψώς,
Της ομορφόμαλλης που σαν θεό
Τον νοιάζονταν συνεχώς.
Κι αφού τον έπλυναν, τον άλειψαν
Οι παρακόρες με λάδι
Χιτώνα του' βαλαν κι απε
Πολύ ωραία χλαίνη.
Απ' το λουτήρα βγαίνοντας
Τράβηξε στους κρασοπότες άνδρες;.
Κι η Ναυσικά που απ' τους θεούς
Είχε πάρει την ομορφιά ,
Στου καλόχτιστου αντρωνίτη
Τον παραστάτη στάθηκε σιμά.
Με τα μάτια της από κει
Θαύμαζε τον Οδυσσέα
Και με κουβέντες αέρινες
Του είπε αυτά τα λόγια: 460
Γειά και χαρά σου ξένε μου
Στη γη σου σαν φτάσεις κάποια μέρα,
Μη με ξεχνάς αφού περισσότερο
Τη ζωή σου τη χρωστάς σε μένα.
Μακάρι της είπε ο πολυμήχανος
Σ' απάντηση Οδυσσέας:
Ναυσικά κόρη του Αλκίνοου
Του δυνατού να δώσει ο Δίας,
Ο θεός που πετά τους κεραυνούς
Κι έχει γυναίκα την Ήρα,
Του γυρισμού στο σπίτι σου
Να φέρει κάποτε τη μέρα.
Αν γυρισω σαν θεά
Εκεί θα σε λατρεύω πάντα ,
Γιατί τη ζωή μου εσύ
Μου έσωσες παρθένα.
Είπε και δίπλα κάθισε
Στον Αλκίνοο ο Οδυσσέας,
Άλλοι κρασί κερνούσανε
Κι άλλοι κομμάτια κρέας.
Κοντά τους το Δημόδοκο
Ο κήρυκας οδηγούσε,
Τον ξακουστό τραγουδιστή
Καθένας τον τιμούσε.
Καταμεσίς τον έβαλε
Σ’ αυτούς που’ χε καλέσει,
Μπροστά απ’ το στύλο τον ψηλό
Τη ράχη του να βολέψει.
Τότε ο Οδυσσέας ο σοφός
Τον κήρυκα θα φωνάξει,Κομμάτι χοίρου έκοψε
Το Δημόδοκο να κεράσει.Από την πλάτη ήτανε
Το κρέας που είχε κόψει,
Άστραφτε απ’ το πάχος του
Το πιότερο το’χε αφήσει.
Να δώσ' το είπε κήρυκα
Στο Δημόδοκο να το φάει,
Να τον φιλέψω επιθυμώ
Λύπη κι ας με κρατάει.
Γιατί όλοι οι θνητοί της γης 480
Σέβονται και τιμούν,
Τους τραγουδιστές αφού τους δίδαξε
Η Μούσα αυτά που τραγουδούν
Η Μούσα για το σινάφι τους
Ένοιωθε μεγάλη αγάπη.
Αυτά σαν είπε ο Οδυσσέας
Ο κήρυκας το φέρνει και τ'ακουμπά
Στου ήρωα Δημόδοκου τα χέρια,
Που παίρνοντάς τα θα χαρεί
Βαθιά μεσ'την καρδιά.
Στα έτοιμα οι άλλοι αντίκρυ τους
Τα χέρια τους είχαν απλώσει.
Κι όταν είχαν πια χορτάσει
Από πιοτό και φαγητό,
Ο πολυμήχανος Οδυσσέας
Θα καλέσει το Δημόδοκο.
Ραψωδίας θ συνέχεια
Ο Οδυσσέας επαινεί τον τραγουδιστή Δημόδοκο
και συμπληρώνει την περιγραφή του.Δημόδοκε του’ πε απ' όλους
Πιότερο τιμώ εσένα 485
Που σου' μαθε ο Απόλλωνας
Κι μούσα του Δία η κόρη
Έτσι που των Αχαιών τη μοίρα.
Να την υμνείς με χάρη
Όσα στη Τροία κάναμε
Τα βάσανα που μας βρήκαν,
Σα να τα είδες τα υμνείς
Ή άλλοι να στα είπαν.
Μον’ άλλαξε και ξεκίνα
Να τραγουδάς για τ' άλογο,
Το ξύλινο που με μαστοριά
Το’φτιαξε ο Επειός
Μαζί με την Αθηνά.
Αυτό που ο θείος Οδυσσεύς
Το ανέβασε με δόλο,
Το γέμισε με μαχητές
Και κούρσεψε το κάστρο. 495
Και αν σε μένα τώρα πιά
Μου τα διηγηθείς με τάξη,
Αμέσως σ'όλους θα τα πω
Ανθρώπους στην οικουμένη,
Πως ένας καλόγνωμος θεός
Σε σένα έχει δώσει
Το θεϊκό τραγούδι.
Ραψωδία θ τμήμα
Ο Όμηρος μιλά για το Δημόδοκο
που τραγουδά το έπος των Αχαιών
στην Τροία.
Όταν εκείνος άρχισε(Δημόδοκος)
Θεός σαν να μιλούσε,
Πιάνοντας από την αρχή
υτό που τραγουδούσε.
Αρχίζοντας απ' όταν ανέβηκαν 500
Οι Αχαιοί στα καμπύλα πλοία
Κι έφυγαν αφού ανάψανε φωτιές
Κι έκαψαν τα καλύβια.
Οι υπόλοιποι όμως; Αχαιοί
Γύρω απ' τον ξακουστό Οδυσσέα,
Κρυμμένοι βρέθηκαν
Μέσα στων Τρώων την αγορά
Και μεσ' του αλόγου την κοιλιά
Εκείνου που οι Τρώες το' χαν σύρει
Μόνοι τους στο κάστρο ψηλά.
Ορθό τούτο στεκότανε
Κι οι Τρώες τριγύρα καθισμένοι,
Που ο καθένας άκριτα
Έλεγε ότι του κατεβαίνει.
Κι οι γνώμες που ακουγότανε
Ήταν τριώ λογιώ:
Ή με τσεκούρι αλύπητο
Το κούφιο ξύλο να κομματιάσουν
Ή σέρνοντάς το στην κορφή
Στα βράχια να το πετάξουν,
Ή να τ' αφήσουν στους θεούς
Την οργή τους να κατευνάσουν.
Πράγμα που στο τέλος έγινε
Αφού η μοίρα το'χε γραμμένο
N' αφανιστεί η Τροία,
Όταν το τεράστιο ξύλινο άλογο
Δέχτηκαν να μπει στο κάστρο.
Κρυμμένοι στην κοιλιά του
Οι άριστοι Αργίτες ,
Έφεραν μεγάλο φονικό
Και όλεθρο στους Τρώες.
Έψαλλε ακόμα, πως απ' τ' άλογο
Χυμήξανε στη χώρα ,
Αφήνοντας οι γιοί των Αχαιών
Τον κούφιο τους κρυψώνα
Κι άλλοι απ' αλλού τ' απόκρημνο
Λεηλατήσαν κάστρο
Τραγούδησε και για ήρωες
Που απ’ αλλού ορμήσαν,
Το κάστρο το ορθόχτιστο
Το ξακουστό γκρεμίσαν.
Πως ο Οδυσσέας κίνησε
Με το Μενέλαο το θεϊκό,
Ίδιος με τον Άρη γρήγορα
Για του Διήφοβου τ' αρχοντικό.
Κι έλεγε πως η πιο σκληρή
Ήταν για κείνον μάχη,
Μα κι η βοήθεια της θεάς
Τον έβγαλε τροπαιάρχη.
Ο Όμηρος για τη συγκίνηση
του Οδυσσέα
Αυτά έλεγε ο Δημόδοκος 520
Αυτά και τραγουδούσε
Κι ο Οδυσσέας έλιωνε
Κι όλο δακρυρροούσε.
Σαν μια γυναίκα που θρηνεί
Τον άνδρα της τον αγαπημένο
Πεσμένη πάνωθέ του,
Που σκοτώθηκε στο κάστρο του
Και στους άλλους συμπατριώτες μπροστά,
Διώχνοντας τη μαύρη μέρα
Απ' την πόλη και τα δικά του παιδιά.
Κι αυτή βλέποντάς τον μπροστά της
Να πεθαίνει και να σπαρταρά,
Χυμένη πάνωθέ του
Βγάζει κραυγές και δάκρια καυτά.
Αυτοί με χάλκινα κοντάρια
Από πίσω αφού τη χτυπήσουν
Στην πλάτη και τους ώμους,
Στη σκλαβιά θα την οδηγήσουν
Τον πόνο και τη δυστυχία.
Και απ' το πόνο τον πιο πικρό
Τα μάγουλά της λιώνουν.
Του Οδυσσέα όμοια πικρά
Βρύση τα δάκρυα του,
Χύνονταν ασταμάτητα
Απ’ τα ματόκλαδα του.
Δεν ένοιωσε πως έκλαιγε
Κανείς απ'όλους τους άλλους,
Μονάχα ο Αλκίνοος 555
Που ήτανε κοντά του,
Άκουσε π’ αναστέναζαν
Βαθιά στα σωθικά του.
Κι αφού λέει στο Δημόδοκο
Την κιθάρα του να σταματήσει,
Κείνος στους Θαλασσόλυκους
Τους Φαίακες θα μιλήσει.
Ο Αλκίνοος απευθύνεται
στους ντόπιους αρχηγούς
Οι ντόπιοι είπε αρχηγοί
Άρχοντες ας μ’ ακούσουν,
Αφού τα τραγούδια αυτά
Σε όλους δεν θ' αρέσουν.
Αφ’ ότου πια δεν τρώγαμε
Κι άρχισε το τραγούδι,
Ο ξένος δεν σταμάτησε
Το κλάμα ,το μοιρολόι.
Τα στήθια του κάποιος καημός
Φαίνεται τα πλακώνει,
Ας πάψει το τραγούδι αυτό
Για να χαιρόμαστε όλοι,
Ο ξένος κι όλοι εμείς
Που τον φιλοξενούμε.
Αφού είναι καλύτερα
Έτσι να το χειριστούμε.
Μήπως δε δίνουμε
Στο σεβαστό μας ξένο
Κατευόδιο και δώρα καρδιακά;
Και για να τον σεβαστούμε
Ας του προσφέρουμε λοιπόν χαρά.
Τούτα εδώ τοιμάστηκαν
Ως δώρα για το φευγιό του,
Μ’ αγάπη για τον ξένο μας
Και για το λυτρωμό του.
Αν έχει στο κεφάλι του
Κανείς μυαλό κουκούτσι,
Αδέλφι πρέπει να θωρεί.
Τον ξένο και τον ικέτη.
Ο Αλκίνοος απευθυνόμενος στον Οδυσσέα
Μα από σκέψη πονηρή
Τίποτα μη μου κρύψεις,
Ότι ρωτήσω σου ζητώ
Σωστά να τ’ απαντήσεις.
Πες μας το πως σε φώναζαν
Τα δυο σου γονικά ,
Οι άλλοι απ’ τον τόπο σου
Κι όλοι στη γειτονιά.
Γιατ΄ έτσι δίχως όνομα
Κανείς δεν θα βρεθεί,
Ούτε φτωχός ούτ’ άρχοντας
Όπου κι αν γεννηθεί.
Πες μου για την πατρίδα σου,
Τη χώρα, το χωριό σου,
Σωστά έτσι τα πλοία μας
Να βρουν το γυρισμό σου.
Να ξέρεις πως τα πλοία μας
Δεν είναι σαν των άλλων,
Το δρόμο τους τον βρίσκουνε
Στη σκέψη των ανθρώπων.
Στα γρήγορα καράβια μας
Άλλες οι λειτουργίες,
Τιμόνια δε γνωρίζουνε
Ούτε και κυβερνήτες.
Γνωρίζουν όλων τα χωριά
Τα καρπερά χωράφια, 560
Γρήγορο το ταξίδι τους
Στης θάλασσας τα πλάτια.
Κρυμμένα μεσ’ την καταχνιά
Μεσ΄την πυκνή θολούρα,
Δεν σκιάζονται μη και χαθούν
Μεσ’ την ανεμοδούρα.
Μα το’ χω απ’ τον πατέρα μου
Το Ναυσίθοο ακουστά,
Πως θα θυμώσει ο Ποσειδών
Με μας κάποια φορά.
Για τους καλούς περάτες μας
Μια μέρα θ’ αποφασίσει,
Μεσ’ το γεράνιο πέλαγος
Το πλοίο τους να τσακίσει.
Μου’ πε πως με ψηλό βουνό (ο Ναυσίθοος)
Τη χώρα πως θα τυλίξει
Και ότι άλλο θέλει αυτός
Θα κάνει ή θ’ αφήσει.
Να μου ξηγήσεις μοναχά
Με καθαρές αλήθειες,
Που πήγες ,που ταξίδεψες
Ποιες είδες πολιτείες.
Πες μου για τις καλόχτιστες
Τις χώρες και τους ανθρώπους,
Άγριοι που'ναι και κακοί,
Και δεν γνωρίζουν νόμους.
Ακόμα πες μου γιατί κλαις
Και βαριαναστενάζεις,
Της Τροίας και των Δαναών
Τα βάσανα σαν λογαριάζεις.
Έτσι οι θεοί ορίσανε
Βάσανα να τους στέλνουν,
Αυτά που απ’ τους νεότερους
Τραγούδια θε ναγίνουν.
Στην Τροία κάποιον συγγενή
Μην έχασες καλό σου, 580
Για τον γαμπρό σου μήπως κλαίς
Ή και τον πεθερό σου.
Εκτός από το αίμα μας
Το σόι το δικό μας
Είναι πολύτιμοκι αυτοί
Είναι το σπιτικό μας.
Φίλο μην έχασες πιστό
Πολύ που αγαπούσες,
Γιατί κι αυτός είν’ αδελφός
Χάρες του αν εκτιμούσες.
Τέλος ραψωδίας θ
Ραψωδία ι
τμήμα 1ο
Ο Οδυσσέας απαντά στον Αλκίνοο
για το Δημόδοκο
Απάντησε ο πολύπειρος 1
Ο Οδυσσέας κι είπε:
Kι απ’ όλους παινεμένε,
Λέω πως θα’ ταν φρόνιμο
Ν’ ακούσουμε έναν τέτοιο
Ως είν’ αυτός τραγουδιστής,
Που αθάνατου έχει ταλέντο.
Αλκίνοε αφέντη βασιλιά
Άλλο σκοπό χαρούμενο
Δε γνώρισα ως τώρα,
Να ησυχάζει τις καρδιές
Για όλους μεσ’τη χώρα.
Με όλους να' χουν πρόσκληση
Να έλθουν στο παλάτι,
Ν’ ακούνε τον τραγουδιστή
Μπροστά σ’ ένα τραπέζι.
Να’ χει ψωμιά να’ χει ψητά
Καλό κρασί να φέρνουν,
Που’ναι πιστεύω όλα αυτά
Χαρά που σου προσφέρουν.
Ραψωδία ι
Ο Οδυσσέας περιγράφει στους Φαίακες τα βάσανα που που τράβηξε μετά την Τροία
Μα η καρδιά σου ζήτησε 12
Τα πάθη μου ν’ αραδιάσω
Και μ’όλα αυτά σε κλάματα
Μπροστά σου να ξεσπάσω.
Τι πρώτο απ’ όλα να σου πω
Και τι τέλος ν’ αφήσω,
Για πιο απ’ τα πάθη που οι θεοί
Μου’ στειλαν να μιλήσω;
Το όνομα που μου' δωσαν
Να μάθεις θέλω πρώτα
Κι αν είν' η μοίρα μου καλή
Φίλος σας θα’μαι πάντα.
Είμαι ο Οδυσσέας
Ο γιός του Λαέρτη,
Που η τέχνη και η δόξα μου
Φτάνει τ' ουρανού τα πλάτη. 20
Σπίτι έχω στο περίβλεπτο
Το Θιάκι το φημισμένο,
Που΄χει το Νήριτο βουνό
Ψηλό και δασωμένο.
Ολόγυρα πολλά νησιά
Πολύ κοντά στο Θιάκι,
Η δασωμένη Ζάκυνθος
Η Σάμη και το Δουλίχι.
Πιο κάτω απ’ όλα χαμηλό
Το Θιάκι δυτικά,
Με τ’ άλλα να βλέπουν χάραμα
Του ήλιου πιο μπροστά.
Ξερότοπος μα ξακουστή
Παλληκαριών γεννήτρα,
Χώρα σαν την πατρίδα μου
Στον κόσμο άλλη δε βρήκα.
Έτσι λοιπόν η Καλυψώ
Η νεράιδα με κρατούσε,
Μεσ’ σε σπηλιά βαθουλωτή
Για ταίρι με ποθούσε.
Κι η Κίρκη με τα τερτίπια της
Στο σπίτι της με κρατούσε,
Γιατί κι αυτή για ταίρι της
Να μ’ έχει λαχταρούσε.
Όμως ποτέ δεν έπειθαν
Την σκέψη μου στα στήθια,
Γιατί στον κόσμο πιο γλυκό
Δεν έχει απ’ την πατρίδα.
Πολύ πικρή κι η ξενιτιά
Με τους γονιούς μας μακριά.
Ακούστε τον πολύπαθο
Που μ’ όρισε γυρισμό,
Του Κρόνου ο γιος σαν έφυγα
Απ’της Τροίας το χαλασμό. 37
Στη χώρα των Κικόνων
Ραψωδία ι(τμήμα)
Ο Οδυσσέας περιγράφει τα βάσανα που τράβηξε
στην πορεία του μέχρι να φτάσει στο νησί της Καλυψώς
Mα λάτε για να ακούσετε
Τη μαύρη ταλαιπωρία,
Που μου’ ταξε του Κρόνου ο γιός
Σαν έφυγα απ΄την Τροία. 40
Στους Κίκονες σαν αράξαμε
Απ’ τους πολλούς ανέμους,
Της Ίσμαρου κυρίεψα
Το κάστρο και τους κατοίκους.
Τα λάφυρα που πήραμε
Και όλες τις γυναίκες,
Ίσα τα μοιραστήκαμε
Να μην υπάρχουν έχθρες.
Τότε τους πίεζα από κει
Να φύγουμε βιαστικά,
Μα κείνοι δε μ’ ακούσανε
Είχαν τα μάτια τους κλειστά.
Στο ακρογιάλι αραχτοί
Μπεκρούλιαζαν και μεθούσαν,
Βόδια μεγάλα έσφαζαν
Κι αρνιά πολλά μασούσαν.
Αλλ’ έτρεξαν οι Κίκονες
Κίκονες να φωνάξουν,
Πιο δυνατούς και πιο πολλούς
Γείτονες να συνάξουν.
Ζούσαν στα γύρω τα χωριά
Τεχνίτες και στη μάχη,
Πεζοί ή πάνω στ’ άλογα
Αν το καλούσε η ανάγκη.
Με την αυγή κατέφτασαν
Κίκονες τόσο πολλοί,
Όσα ανθούν την άνοιξη 50
Φύλλα και άνθη όλα μαζί.
Άκαρδα τότε φέρθηκε
Στους δόλιους εμάς η μοίρα,
Αφού οι θεοί μας όρισαν
Να πάθουμε τέτοια νίλα.
Κι όταν σε λίγο φτάσανε
Σε λόχους συνταχθήκαν,
Στα πλοία μας πλησίασαν
Σε μάχη ξεχυθήκαν.
Ένας τον άλλον κάρφωνε
Με χάλκινο κοντάρια,
Μα στις μυριάδες τους εμείς
Δείξαμε παλληκάρια.
Όσο βαστούσε η αυγή
Κι η μέρα θα προχωρήσει,
Με σθένος τους κρατούσαμε
Κι ας ήτανε λεφούσι.
Στο λιόγερμα που οι χωρικοί
Τα βόδια τους ξεζεύουν,
Τους Αχαιούς οι Κίκονες 60
Τους αποδεκατίζουν.
Έξη από μας χαθήκανε
Λεβέντες από καθένα πλοίο,
Οι άλλοι από μας ξεφύγαμε.
Τη μοίρα και το χάρο.
Με πικραμένη την καρδιά
Μπροστά πια προχωρούμε,
Γλιτώσαμε και τους νεκρούς
Θρηνώντας τους τιμούμε.
Τα πλοία μας τα καμπυλωτά
Δεν είχαν ξεκινήσει
Προτού έναν έναν τρεις φορές
Όλους τους είχαμε φωνάξει,
Που μεσ' τον κάμπο πέθαναν
Οι Κίκονες τους είχαν χαλάσει.
Ο συννεφοσυνάχτης Δίας
Ξεσήκωσε δυνατό βοριά,
Που σκέπασε με σύννεφα
Το πέλαγο και τη στεριά.
Στη θάλασσα τα σύννεφα
Και τη στεριά ορμούσαν,
Τα πλοία κατακέφαλα
Στα κύματα βουτούσαν.
Ο άνεμος που σήκωσε
Φύσηξε μανιακά,
Σε τρεiς με τέσσερις μεριές
Ξέσκισε τα πανιά.
Για γλιτωμό από πνιγμό
Όλα τα’ χαμε κατεβάσει,
Μέσα στα πλοία τα γοργά
Τα είχαμε στοιβάξει.
Και όλα τούτα γίνανε
Με δύναμη κωπηλατώντας,
Μέχρι που σταματήσαμε
Σε κάβο ακουμπώντας.
Μείναμε εκεί ακίνητοι
Δυο μέρες και δυο νύχτες,
Τα μέσα μας η κούραση
Τα θέριζαν κι οι έγνοιες.
Την Τρίτη σαν ξημέρωσε
Χρυσοντυμένη μέρα,
Τ’ άσπρα πανιά σηκώσαμε
Σαν στήσαμε τα κατάρτια .
Οι καπετάνιοι κι ο καιρός
Που’ταν οι οδηγοί μας,
Πίστευα θα μας φέρνανε
Στη λατρεμένη γη μας.
Μα προς τον κάβο του Μαλλιά
Τα κύματα μια μέρα,
Απ’ των Κυθήρων το βοριά
Μ’ εξόρισαν πιο πέρα. 80
Ο Οδυσσέας στη γη των Λωτοφάγων
Ραψωδία ι(τμήμα)
Μέρες εννιά παράδερνα
Μ’ αντίθετους ανέμους,
Τη δέκατη μεσ’το πέλαγο
Φτάσαμε στους Λωτοφάγους.
Σ' αυτούς που έχουν για τροφή
Μονάχα τα λουλούδια.
Τρέξαμε προς το γιόμα για νερό
Γοργά στην παραλία,
Τραπέζι οι ναύτες στρώσανε
Πολύ κοντά στα πλοία.
Και μια μπουκιά σαν φάγαμε
Και βρέξαμε τα χείλια,
Είπα κάποιους συντρόφους μου
Να στείλω γι' αυτοψία.
Δυο από κείνους διάλεξα
Και ένα αγγελιοφόρο,
Να δουν αν σιτοδίαιτοι
Ζούνε σ’ αυτόν τον τόπο
Τρέχοντας πήγαν προς τα εκεί
Βρήκαν τους Λωτοφάγους,
Που δε μελέτησαν κακό
Κανένα για τους συντρόφους,
Ν' απογευτούνε μοναχά
Τους έδιναν λωτό.
Μα αν κανένας έτρωγε
Το μελιστάλαχτο καρπό,
Δε νοιάζονταν για μηνύματα
Ούτε για γυρισμό.
Το'χε με τους Λωτοφάγους,
Καλύτερα να μείνει εκεί,
Να γεύεται λωτό κι oλότελα
Ξεχνώντας τη δική του γη.
Μεσ΄τα βαθιά καράβια μας
Τους έφερα σέρνοντάς τους ,
Κι ας έκλαιγαν τους έδεσα
Με βία κάτω απ' τους πάγκους
Στους άλλους τους συντρόφους μου
Φώναξα να βιαστούνε,
Στα γρήγορα καράβια μας 100
Επάνω ν’ ανεβούνε.
Λωτό να μην αγγίξουνε
Γιατί ήτανε παγίδα,
Όποιος τον φάει λησμονεί
Για πάντα την πατρίδα.
Και κείνοι αφού μπήκανε
Στους; πάγκους θ’αραδιαστούν,
Με τα κουπιά τη θάλασσα
Άρχισαν να χτυπούν.
Ανοίξαμε πανιά και φύγαμε
Στα σπλάχνα βαθιά πληγή,
Στων άνομων κι υπερφίαλων
Κυκλώπων να'σου η γη. 105
Ραψωδία ι
Το νησί κοντά η χώρα των Κυκλώπων
Αυτοί στους αθάνατους θεούς
Όλες τις έγνοιες τους αφήνουν,
Ούτε με τα χέρια σπέρνουν φυτά
Ούτε τη γη οργώνουν.
Σ' αυτά όμως τα άσπαρτα
Κι ανόργωτα πάντα φυτρώνουν
Σιτάρι, κριθάρι , κλήματα,
Που του Δία οι τακτικές βροχές
Όλα τους τα τρανεύουν
Και τα μεγαλόρογα σταφύλια
Mπόλικο κρασί τους δίνουν.
Δεν έχουν αγορές για σύσκεψη
Ούτε από νόμους νογούν,
Στων πιο ψηλών βουνών τ' ακρόκορφα
Σε σπήλια βαθουλωμένα ζουν.
Και ο καθείς απ' αυτούς ορίζει
Τη γυναίκα του και τα παιδιά
Άλλος το νου του δε σκοτίζει.
Έξω από το λιμάνι ένα νησί
Απλώνεται πιο πέρα,
Ούτε κοντά μα ούτε και μακριά
Απ’των Κυκλώπων τη χώρα.
Πυκνόδενδρο είναι κι άπειρες
Οι αγριόγιδες που βόσκουν,
Αφού ανθρώπων η πατημασιά
Αυτά δεν τ' αποδιώχνουν.
Ούτε έρχονται δω πέρα κυνηγοί 120
Που δρασκελίζοντας τα δάση ,
Tόσα τραβάνε βάσανα
Απ' τη μια βουνοκορφή στην άλλη .
Ούτε βλέπεις κοπάδια με βοσκούς
Ούτ’ οργωμένα χωράφια,
Ολοχρονίς η γη είν’ άσπαρτη
Άνθρωποι πουθενά,
Αγριόγιδες μόνο βόσκουνε
Και βελάζουν μεσ'τα λιβαδωτά.
Οι Κύκλωπες κοκκινομάγουλα
Καράβια δε διαθέτουν,
Ούτε άνδρες τεχνίτες καραβιών
Δεν έχουν για να τους φτιάξουν 125
Καράβια που καλά καθίσματα
Για τους κωπηλάτες να' χουν.
Καλά για ν' αρμενίζουνε,
Να' ρχονται σε ξένους; τόπους
Και που μ' αυτά γυρίζοντας
Να φέρνουν νέους ανθρώπους,
Που το νησί θα ημέρευαν
Η γη δεν ήταν κακή,
Τα πάντα θα έβγαζε αυτή
Σε κάθε του χρόνου εποχή.
Από την άκρη του γιαλού
Αφού άρχιζαν τα λιβάδια,
Ποτιστικά ως ήταν γόνιμα
Θα κάρπιζαν τ' αμπέλια αιώνια.
Κι η γη ως ήταν ομαλή
Θα όργωναν τα χωράφια βαθιά
Και με τέτοιο αφράτο χώμα
Στην ώρα τους θα θέριζαν τα σπαρτά.
Είχε κι αραξοβόλι απάνεμο
Τα πλοία σου να δέσεις,
Άγκυρες παλαμάρια και σχοινιά
Ζόρι δεν είχες να ρίξεις .
Μόνο ορμισμένος μπορείς να μείνεις
Ωσότου οι ναύτες να σκεφτούν
Πότε πρέπει να φύγουν
Πρίμους ανέμους προσδοκούνπεριμένουν.
Είχε και πηγή μεσ' σε σπηλιά
Που ανάβλυζε κρυστάλλινο νερό 140
Στο βάθος απ’ το λιμάνι
Και λεύκες πολλές τριγύρω.
Eκεί μπήκαμε κι αράξαμε
Κάποιος θεός μας οδηγούσε,
Αφού η νύχτα η σκοτεινή
Να βλέπουμε δε φεγγοβολούσε.
Το πούσι ήτανε πηχτό
Τριγύρω απ’ τα καράβια,
Κρυμμένο το φεγγάρι που'είχε χαθεί
Ψηλά στα επουράνια.
Γι’ αυτό τα μάτια κανενός
Δεν είδαν το νησί μπροστά,
Oύτε τα μεγάλα κύματα
Που στροβιλίζονταν πριν τη στεριά,
Μέχρι που τα καλόκουπαΚαράβια μας είχαν αράξει πιά.
Μόλις εκείνα άραξαν
Μαζέψαμε όλα τα πανιά,
Απε πάνω στης θάλασσας
Βγήκαμε την ακροθαλασσιά. 150
Εκεί πάνω πλαγιάσαμε
Καρτερώντας τη θεϊκή αυγή.
Κι όταν ήρθε η ροδοδαχτυλη
Που φέρνει το πρωί υγή,
Θαυμάζοντας τις ομορφάδες του
Περιδιαβαίναμε το νησί.
Για των συντρόφων μου το φαγητό
Οι κόρες τ’ ασπιδοφόρου Δία,
Οι νύμφες θα ξεσηκώσουνε
Απ' τα βουνά αγριόγιδα.
Παίρνοντάς απ' τα καράβια
Αμέσως τόξα καμπυλωτά
Και μακρόλαιμα κοντάρια,
Τα ρίχναμε μοιρασμένοι στα τρία.
Κι αμέσως μας έδωσ’ ο θεός
Κυνήγι σε αφθονία,
Δώδεκα μ’ ακολουθούσανε
Καράβια και στο καθένα,
Αναλογούσαν αίγες εννιά
Μόνο σε μένα διάλεξαν
Ν' αφήσουνε τις δέκα. 160
Κι όσο ο ήλιος να χαθεί
Όλη τη μέρα αραχτοί,
Μ' άφθονο κρέας ξεφαντώναμε
Και πίναμε γλυκό κρασί.
Γιατί μεσ' τα καράβια μας
Κόκκινο υπάρχει κρασί,
Ακόμα δεν αποσώθηκε
Αφού ο καθένας έχει νοιαστεί
Σε λαγήνια να το πάρει,
Σαν των Κικόνων κουρσέψαμε
Την πόλη την ιερή.
Τώρα κοντά μας βλέπαμε
Τη γη και τους καπνούς των Κυκλώπων,
Κάποιων ακούγαμε φωνές
Όπως και κατσικιών.
Και μόλις ο ήλιος πια βασίλεψε
Και πλάκωσε το σκοτάδι,
Τότε πια κοιμηθήκαμε
Στης θάλασσας τ’ ακρογιάλι.
Και σαν χάραξε η ροδοδάχτυλη 170
Του πρωινού γεννήτρα αυγή,
Αυτά είπα στους συντρόφους μου
Καλώντας τους σε συναγωγή:
Αγαπημένοι σύντροφοι
Mείνετε εδώ οι λοιποί,
Εγώ με το καράβι μου
Και το πλήρωμα μου μαζί,
Θα πάω να μάθω τι λογιώ
Άνθρωποι ζουν εκεί.
Ακόλαστοι αν είναι
Άγριοι κι άδικοι
'Η ξέρουν να σέβονται τους θεούς.
Μπας είναι και φιλόξενοι.
Είπ' αυτά και στο καράβι
Πήγα πάνω και κάλεσα
Τους συντρόφους μου ν’ανεβούν κι αυτοί
Λύνοντας παλαμάρια.
Μπήκαν εκείνοι γρήγορα
Και στους σκαρμούς καθίσαν,
Την αφρισμένη θάλασσα
Με τα κουπιά χτυπούσαν. 180
Ραψωδία ι (τμήμα)
Στην κύρια χώρα των Κυκλώπων
Κι όταν στον τόπο φτάσαμε
Που δεν ήταν βλέπεις μακριά ,
Είδαμε την ψηλή σπηλιά
Που ήταν μεν απόμερη
Μα στο κύμα κοντά,
Με δάφνες ήταν σκεπασμένη
Και μέσα της κοπάδια πολλά,
Με γίδια απε και πρόβατα
Που μαντρίζονταν κάθε βραδιά.
Χτισμένη η αυλή πανύψηλη
Με μπηγμένα στη γη λιθάρια,
Δρύες που’χαν την κορφή ψηλά
Και πεύκα πολύ μεγάλα.
Ένας άνδρας πελώριος
Πλάγιαζε εκεί μέσα,
Που μόνος του κι απόμερα
Τα; δικά του βοσκούσε αρνιά
Κι ούτε με άλλους σύχναζε
Πάντοτε δίχως συντροφιά,
Με το κακό πάντοτε στην καρδιά.
Πλάσμα παράδοξα πελώριο
Δεν έμοιαζε άνδρα του ψωμιού,
Αλλά με δασωμένη κορυφή
Κάποιου πανύψηλου βουνού,
Που ανάμεσα σ’ όλες τις λοιπές
Αυτή Μονάχη ξεχωρίζει . ή μονάχα 190
Τότε προς τους συντρόφους μου
Τους μπιστικούς έδωσα διαταγή,
Στα πλοία να μείνουνε σιμά
Και.να’χουν τα μάτια ανοιχτά.
Και δώδεκα μετά διαλέγοντας
Άριστους συντρόφους
Κίνησα κρατώντας γίδινο ασκί
Με γλυκό μαύρο μοσχάτο κρασί.
Εκείνο που μού' δωσε ο Μάρων
Του Εύανθου ο γιός,
Του Φοίβου που ήταν ο λειτουργός
Και της Ίσμαρου ο προστάτης ,
Όταν
από σεβασμό του σώσαμε
Το
γιο του ,το ταίρι του και τον ίδιο, 200
Γιατί ζούσανε στου Απόλλωνα
Το άλσος με τα πυκνά τα δένδρα.
Μου έδωσε δώρα αξίας
Εφτά ταλάντων από χρυσάφι,
Απε αγγείο περίτεχνο
Όλο
καμωμένο μ’ ασήμι.
Και
δώδεκα λαγήνια αδειάζοντας
Ανέρωτο
μου’δωσε γλυκό κρασί ,
Από
κείνο το ποτό που πίνουνε
Μονάχα οι αθάνατοι θεοί.
Καμμιά σκλάβα, ούτ’ άλλη παρακόρη
Ήξεραν στο δικό του σπίτι
Πως έχει τέτοιο κρασί.
Εξόν αυτός, η γυναίκα του
Και μια κελάρισσα μπιστική.
Κι
όταν απ' το μελοκόκκινo
Ήθελαν αυτοί να πιούν ,
Έφτανε
σ’ είκοσι μέρη νερού
Μόνο ένα ποτήρι να ρίξουν.
Γύρω απ’ τον κρατήρα έβγαινε
Θεσπέσια θεϊκή ευωδιά
Τόσο γλυκιά που δεν άντεχες
Να
κρατηθείς απ’ αυτή μακριά.
Πήρα
εκείνο το κρασί
Και γέμισα το μεγάλο ασκό,
Έβαλα στο ταγάρι μου τροφές
Κι ευθύς μπήκε η σκέψη στο μυαλό
Πως
πήγαινα ν’ ανταμώσω
Άντρα αγριοπό ,
Με μεγάλη δύναμη ζωσμένο,
Που από νόμους δε νογά
Απε και το δίκιο αψηφά
Φτάσαμε
με βιάση στη σπηλιά
Δε βρήκαμε κανένα μέσα,
Γιατί τα παχουλά του αρνιά
Βοσκούσε ψηλά στα βοσκοτόπια.
Και
στη σπηλιά σαν μπήκαμε
Θαυμάζαμε
ότι είχε μέσα,
Τυρόβολα ξέχειλα με τυριά,
Μαντριά γεμάτα από αρνιά
Αλλά κι από κατσίκια.
Ξέχωρα μαντρωμέν' η κάθε γέννα,
Αλλού τα πρωτογέννητα,
Χώρια και τα μεσαία,
Tα όψιμα κι εκείνα χωριστά.
Γεμάτα
από τυρόγαλο
Όλα
του τα αγγεία,
Καρδάρες και σκαφίδες του 220
Γι’
άρμεγμα στην αράδα.
Μα πρώτα απ’ όλα οι σύντροφοι
Μου’λεγαν παρακαλώντας,
Να πάρουμε τυριά να φύγουμε
Και πίσω εδώ γυρνώντας .
Απ’ τα μαντριά ν’αρπάξουμε
Αρνιά απε και γίδια.
Να
πάμε στο πλοίο για φευγιό
Πάνω
στ’ αλμυρό νερό.
Μα
εγώ δεν πείστηκα μ’ αυτά
Που
ήταν και ωφέλιμα,
Ήθελα
πρώτα και να ιδώ
Αν
θα μου δώσει δώρα. 230 .
Μα
δεν έμελλε στους συντρόφους μου
Να
δείξει καλοσύνη καμιά,
Αν
και θυσιάσαμε στους θεούς
Ανάβοντας φωτιά.
Να
φάμε πήραμε τυρί
Κι μέσα καθιστοί,
Εκείνον
καρτερούσαμε
Ώσπου
γύρισε απ’τη βοσκή.
Είχε πελώριο φόρτωμα
Με
ξύλα που’ ταν στεγνά,
Τα’
φερε να κάνει φαγητό
Ανάβοντας φωτιά.
Αφού τα’ βαλε
μέσ' τη σπηλιά
Τα' ριξε με μεγάλο κρότο
Κι
εμείς στο βάθος thwσπηλιάς
Χωθήκαμε από φόβο.
Μπάζει στην ευρύχωρη σπηλιά
Όσα θ' άρμεγε ζωντανά,
Αφήνοντας τους τράγους στην αυλή
Τα κριάρια και τ’ αρσενικά. 240
Απε σήκωσε
ψηλά και έβαλε
Στην πόρτα πελώριο βράχο,
Δε θα τον κουνούσαν άμαξες
Τετράτροχες
είκοσιδύο.
Έβαλε τόσο μεγάλη πέτρα
Για να κλείσει τη μπασιά
Καθιστός άρμεγε μετά
Τις γίδες που βελάζαν
Και τις προβατίνες με τη σειρά,
Έσπρωχνε και τα νιογέννητα
Να βυζαίνουν τις μάνες σωστά.
Το
μισό προσπάθησε ευθύς
Να
πήξει απ’ το άσπρο γάλα
Και
σαν το πήρε το’ βαλε
Μεσ’τα πλεχτά τυροβόλια.
Μέσ’
σε δοχεία πήλινα
Έβαλε
το άλλο μισό,
Που
τα’παιρνε και τ’ άδειαζε
Στο
βραδινό του φαγητό. 250
Τέλειωσε
όλες τις δουλειές
Χωρίς
αργοπορία,
Μας
είδε όταν άναψε φωτιά
Και
ρώτησε λέγοντας τούτα:
Ω
ξένοι ποιοί είστε κι από ποιά
Ήλθατε
περνώντας πελάγη,
Μήπως
έχετε καμμιά δουλειά
Η
τριγυρνάτε στην τύχη.
Σαν
τους ληστές στις θάλασσες
Που
τριγυρνούν και φέρνουν,
Σε
άλλους τόπους το κακό
Και
τη ζωή τους παίζουν.
Αυτά
σαν είπε ράγισε
Στα
στήθια η καρδιά μας,
Με
τέτοιο άγριο μούγκρισμα
Και
τόσο πελώριο τέρας.
Έτσι
εγώ του αποκρίθηκα
Και
τούτα τα λόγια του είπα,
Ήμαστε
ταλαίπωροι Αχαιοί 260
Κι
ερχόμαστε από την Τροία,
Μ’
ανέμους όλων των ειδών,
Σε
θάλασσες πάνω από αβύσσους,
Οδεύοντας
για το σπίτι μας
Πήραμε άλλους δρόμους.
Φτάσαμε
εδώ γιατ’ ήτανε
Το
θέλημα του πατέρα Δία,
Στρατιώτες
είμαστε όλοι μας
Του
βασιλιά Αγαμέμνονα,
Που η δόξα του στα επουράνια
Στα
επουράνια έχειφτάσει,
Που
τέτοιο κάστρο πάτησε
Και
λαούς έχει χαλάσει.
Kι’ εμείς εδώ που ήλθαμε 270
Πέφτουμε
στα δυο σου πόδια,
Σαν
ξένους να μας υποδεχτείς
Kαι να μας δώσεις δώρα.
Αφού νόμος
υπάρχει θεϊκός
Κι ο Δίας των ξένων προστάτης,
Τώρα πρέπει να δείξεις σεβασμό
Στους
Θεούς γιατί ήμαστε ικέτες.
Eκείνος μ’ ανελέητη
Μ’
απάντησε καρδιά:
Άμυαλος
ξένε φαίνεσαι
Ή
έρχεσαι από μακριά.
Εσύ
που λες να σκιάζομαι
Τους θεούς και την οργή τους,
Όμως
οι Κύκλωπες Δία και θεούς
Δε
σκιάζονται, είν' ανώτεροι τους.
Ούτε του Δία την έχθρα
Υπολογίζοντας θα λυπηθώ,
Για σένα για τους συντρόφους σου
Θ’ αποφασίσω μόνο εγώ.
Μα
πες μου που να τ’ άραξες
Tο πλοίο σου το καλοφτιαγμένο,
Εδώ
κοντά είναι ή πολύ μακριά
Λέγε
μου για να ξέρω. 280
Έτσι μιλώντας μου με δοκίμαζε
Μα δε
με γελούσε ,σκέφτηκα πολλά,
Κι έτσι με
πληρωμένη απάντηση
Του
είπα με λόγια πονηρά. .
Το
πλοίο μου το κατέστρεψε
Ο κοσμοσείστης Ποσειδώνας,
Στα
βράχια μου το πέταξε
Σε άκρη της δικής σας χώρας.
Άνεμοι
πελαγίσιοι το’σπρωξαν
Και
χτύπησε σε κάβο(ακρωτήρι),
Μόνο
εγώ και τούτοι εδώ
Γλιτώσαμε
το χάρο.
Τέλειωσα κι ο ανελέητος
Χωρίς
μια λέξη να πει,
Ανοίγοντας τα δυο του χέρια.
Στους
συντρόφους μου θα ριχτεί
Άρπαξε
δυο και τους κοπάνησε
Στη
γη σα να’ ταν ζαγάρια,
Χύθηκαν
τα μυαλά τους κατά γης
Ποτίζοντας
το χώμα.
Κι
αφού πια τους κομμάτιασε
Ετοίμασε
και το δείπνο,
Τρώγοντας
τίποτε δεν άφηνε
Λιοντάρι
έμοιαζε ορεισίβιο.
Σάρκες
έτρωγε κι’ εντόσθια ,
Κι
απ’ τα κόκκαλα τα μεδούλια,
Κι’
εμείς κλαίγοντας υψώναμε
Τα
χέρια μας στο μεγάλο Δία.
Τέτοιες
οι βάρβαρες σκηνές
Που
χάσαμε το μυαλό μας.
Κι
ως έφαγε τα ανθρώπινα
Τα
κρέατα ο Κύκλωπας ,
Γέμισε
τη μεγάλη του κοιλιά
Κι
αγνό γάλα ρουφώντας.
Απε τεντώθηκε μεσ’ τη σπηλιά
Στη
μέση από τ’ αρνιά .
Με την περήφανη καρδιά μου
Για μια στιγμή είχα σκεφτεί
Να
πάω κοντά του απ’ το μηρό μου
Να
βγάλω το κοφτερό σπαθί
Και
να το μπήξω ψάχνοντας
Στο
στήθος του με τ’ άλλο χέρι,
Να’
βρω που τάχα κλείνουνε
Τα
σπλάχνα το συκώτι.
Μα
άλλη σκέψη γρήγορα
Μου
γύρισε τα μυαλά,
300
Γιατί
όλους μας περίμενε
Χαμός
μεσ’ τη σπηλιά.
Να σπρώξουμε δε μπορούσαμε
Τον
τεράστιο βράχο με τα χέρια,
Που
απίθωσε στις πόρτες τις ψηλές
Μπαίνοντας
στη σπηλιά του μέσα.
Έτσι
στενάζοντας περιμέναμε
Να έλθει η θεϊκή αυγή.
Σαν
χάραξε η ροδοδάκτυλη
Κόρη του πρωινού αυγούλα,
Άρμεγε ανάβοντας τη φωτιά
Τα διαλεχτά του αρνιά.
Όλα
τα είχε στη σειρά
Κι έσπρωχνε για βύζαγμα
Τα βυζανιάρικα σε κάθε αμνάδα,
Τελειώνοντας όλες του τις δουλειές
Μ’
απίστευτη γρηγοράδα.
Ξανά από δυο συντρόφους μας
Που
άρπαξε ετοίμασε πρωινό
Κι
αφού χόρτασε έβγαλε
Ακούραστα το βράχο τον τρανό.
Σαλάγισε
το παχύ κοπάδι του
Το ’βγαλε απ’ τη σπηλιά,
Πάλι
το βράχο σήκωσε
Τον έστησε ξανά.
Σκέπασμα λες κι έβαζε
Επάνω σε φαρέτρα,
Σφυρίζοντας
πήρε το βουνά.
Με τα διαλεχτά του αρνιά.
Κι
εγώ έμεινα να μηχανεύομαι
Σκεφτόμενος
το κακό,
Αν
μου’δινε τη χαρά η Αθηνά
Να
πάρω γδικιωμό.
Η
σκέψη μου φάνηκε αυτή
Πως ήταν η πιο σωστή.
Δίπλα
σε μάντρα βρίσκονταν
Ρόπαλο χλωρό του Κύκλωπα,
Από ελιά κομμένο και τρανό
Όταν στεγνώσει να το κρατά.
Κι’
εμείς που το κοιτάζαμε 320
Λέγαμε
πως είν’ κατάρτι,
Σ’απλόχωρο
εικοσάκοπο
Μαύρο φαρδύ καράβι,
Σαν
τα μεγάλα φορτηγά
Το μεγάλο που
σχίζουν πέλαγος,
Τόσο
λογιάζαμε το μάκρος του
Και
τόσο πως είν’ στο πάχος.
Μακρύ
κομμάτι του' κοψα
Όσο
μια δική μου οργιά,
Το’
δωσα στους συντρόφους μου
Και
να το πελεκήσουν είπα καλά.
Κι
όπως εκείνοι το ίσιαξαν
Στην
άκρη θα το ξύσω
Και
σ’ αναμμένη το’ βαλα
Θράκα να το καψαλίσω.
Κι
απε καλά το έχωσα
Κρύβοντας
το στην κοπριά,
Αυτή
που σκορπούσε μπόλικη
Εκείνος μεσ' τη σπηλιά.
Πρόσταξα τότε τους λοιπούς
Κλήρους μεταξύ τους να ρίξουν,
Μαζί μου να σηκώσουν το παλούκι.
Να
δούμε ποιοι θα τολμήσουν.
Στο
μάτι του να το μπήξουμε
Μόλις
ο ύπνος φτάσει
Κι
ο κλήρος έπεσε σ’ αυτούς
Που
μόνος μου θα’ χα διαλέξει.
Τέσσερις ήταν όλοι τους
Κι
εγώ .πέμπτος μ' εκείνους
Επέστρεψε το δειλινό σαλαγώντας
Τα ομορφότριχα κοπάδια
Κι
αμέσως μέσα τα’μπασε
Στη σπηλιά του την τεράστια.
Έξω
στη βαθουλωτή του αυλή
Κανένα
δεν είχε αφήσει,
Κάτι
σα να μυρίστηκε
Ή θεός του είχε μηνύσει.
Ως σήκωσε ψηλά κι απίθωσε
Το βράχο μπρος τη μπασιά 340
Προβατίνες και γίδες βελάζουσες
Κάθισε και τις άρμεγε με σειρά.
Ύστερα κάτω απ’ τις μάνες τους
Έβαζε να βυζάξουν τα νεογνά.
Κι
όταν όλες του τις δουλειές
Mε βιάση είχε τελειώσει,
Άρπαξε
δικούς μου άλλους δυο
Ετοιμάζοντας να δειπνήσει.
Τότε
εγώ στον Κύκλωπα
Πήγα κοντά να του μιλήσω,
Ξύλινο κρατώντας ποτήρι
Μαύρο
κρασί γεμάτο ,οπότε του λέω:
Πιες Κύκλωπα ετούτο το κρασί
Αφού
έφαγες κρέατα ανθρωπινά,
Να μάθεις και τι λογής φυλάγαμε
Στο πλοίο μέσα πιοτά.
Για μια σπονδή σου το’ φερα
Που' θελα να σου κάνω,
Μήπως
εσύ με σπλαχνιστείς
Και
μ’ έστελνες στην πατρίδα να πάω.
Μα
σύ είσαι ασυγκράτητος
Και
κάνεις άσπλαχνε σαν τρελός, 350
Με
τέτοιες ανομίες ποιος εδώ
Θα’
ρθει απ’ τον κόσμο θνητός;
Τέλειωσα
κι εκείνος το δέχτηκε
Το
άδειασε κι ήταν όλος χαρά,
Που’
πινε τέτοιο γλυκό κρασί
Και
δεύτερο αμέσως μου ζητά.
Δώσε
μου κι άλλο πρόθυμα
Πες
μου και τ’ όνομα σου τώρα,
Αφού
και συ θα ευχαριστηθείς
Που θα σου δώσω δώρα.
Η
γη των Κυκλώπων η γόνιμη
Με
τις βροχές του Δία δίνει κρασί,
Από
μεγάλα τσαμπιά, μα αυτό εδώ
Είν’
από νέκταρ κι αμβροσία μαζί. 360
Είπε
κι αμέσως καυτερό κρασί
Έφερα
και τον κέρασα ξανά,
Τρείς
φορές που και τις τρείς
Το
άδειασε με μια γουλιά.
Και
όταν πήρε το κρασί
Του Κύκλωπα τα μυαλά,
Μιλώντας του είπα τότε πιά
Με λόγια πολύ γλυκά.
Κύκλωπα
αφού με ρώτησες
Για
το ξακουστό όνομά μου,
Μάθε
το και το δώρο που μου’ ταξες
Της φιλοξενίας δος μου.
Κανένας
είναι τ’ όνομα,
Ο
πατέρας μου κι η μητέρα μου
Κανένα,
με φωνάζουν
Ακόμα κι οι σύντροφοί μου.
Τέλειωσα
κι εκείνος απάντησε
Λέγοντας μ’ ανελέητη καρδιά,
Τελευταίο θα φάω τον Κανένα
Τυς άλλους συντρόφους πιο μπροστά
Της φιλοξενίας μου
Το δώρο. είναι αυτό.
Μιλώντας πέφτει ανάσκελα
Με το χοντρό λαιμό στο πλάι,
Tου' ρθε ο πανδαμάτορας ύπνος
Που όλους μας καταβάλει.
Έβγαιναν απ’ τα λαρύγγια του
Κρασί και κρεατομπουκιές
Και μεθυσμένος ξέρναγε
Σάρκες ανθρωπινές.
Τότε εγώ στη χόβολη
Έχωσα τον πάλουκα βαθιά πολύ
Κι απε στα συντρόφια μίλησα
Μέχρι
λιγάκι να πυρωθεί
Κουράγιο δίνοντάς τους,
Μήπως από το φόβο του
Να φύγει κάποιος σκεφτεί .
Μα ήρθε η ώρα που'μελλε
Ο πάλουκας ελιάς πολύ καλά
Να'χει ψηθεί στη φωτιά,
Μα αν κι ήταν ακόμα χλωρός
Απ' τη φωτιά τον έφερα 380
Φαινόταν λαμπαδιαστός.
Τον πήρα εγώ απ' τη φωτιά
Τον έφερα πιο κοντά
Εκεί όπου κι οι σύντροφοι
Σταθήκαν αντικρυστά
Θεός μας έδωσε καρδιά.
Τον πάλουκα τότε από ελιά
Εκείνον σαν τον σηκώσαν,
Στη μια του άκρη μυτερό
Στο μάτι του τον καρφώσαν.
Κι
εγώ πεσμένος πάνω του
Τον
έστριβα όπως μ' έναε τρυπάνι
Του καραβιού ο μαραγκός.
Τρυπά ένα μαδέρι
Κι άλλοι τραβούν από κάτω
Από δυο του άκρες ένα λουρί
Ώστε να παίρνει συνεχώς στροφές.
Συνέχεια να γυρίζουν το τρυπάνι.
Το ίδιο παίρνοντας το ζεστό δαυλό
Στριφογυρίζοντάς τον μεσ' το μάτι,
Πλημμύρα. το αίμα το καυτό.
Κι
η πύρρα που’ βγαινε απ΄το βολβό
Έκαιγε
ματόκλαδα και φρύδια,
Τσιτσίριζαν οι ρίζες του ματιού
Όπως όταν σιδεράς απ' τη φωτιά
Στο κρύο νερό βαφτίζει
Μεγάλο τσεκούρι ή σκεπάρνι
Και με μια στριγκλιά τ' ανακουφίζει.
Στο
σίδερο είναι που δύναμη
Θα δώσει περίσσια αυτό,
Έτσι
τσιτσίριζε και το μάτι του
Γύρω
απ' τον ελίτικο δαυλό.
Έβγαλε φρικαλέο μούγκρισμα
Αντιλάλησαν οι γύρω βράχοι
Κι εμείς
προς τα πίσω κάναμε
Απ’ την τρομάρα τη μεγάλη.
Εκείνος
έβγαλε απ’ το μάτι του
Το
παλούκι βουτηγμένο στο αίμα
Και
φρενιασμένος μακριά πολύ
Το
πέταξε απ’ τα χέρια.
Καλώντας
όλους τους Κύκλωπες
Που ζούσαν μέσα στις σπηλιές
Στις ανεμόδαρτες κορφές, 400
Έβγαζε μεγάλες κραυγές.
Κι
αυτοί π' ακούγαν τις φωνές
Περιφέρονταν
από εδώ κι από εκεί
Κι
απορούσαν γύρω απ' τη σπηλιά
Ποια
συμφορά τον είχε βρει.
Στη θεία νυχτιά Πολύφημε
Ποιο τάχα σε βρήκε κακό
Και βγάζεις τέτοιες κραυγές
Αφήνοντας
μας χωρίς ύπνο.
Μήπως
ήρθαν άθελα σου
Και τ’αρνιά σου αρπάξαν θνητοί,
Ή
μήπως με βία η με δόλο
Κάποιος
σου παίρνει τη ζωή.
Κι o Πολύφημος αποκρίθηκε
Ο
φοβερός απ’τη σπηλιά,
Ο Κανένας με σκοτώνει φίλοι μου
Μα όχι με βία, με πονηριά.
Τότε κι' εκείνοι του απάντησαν
Με
λόγια στου ανέμου τα φτερά:
Αφού
μονάχος βρίσκεσαι
Και
δε σε πειράζει κανείς,
Την
αρρώστια απ’το μεγάλο Δία
Να
ξεφύγεις δεν το μπορείς.
Ικεσία στον πατέρα σου
Κάνε το
βασιλιά Ποσειδώνα.
Έφυγαν
σαν του μίλησαν
Κι η δική μου καρδιά είχε χαρεί,
Τ' όνομά μου που τον εξαπάτησε
Και η πονηριά που’χα σκεφτεί.
Ο
Κύκλωπας σπαράζοντας
Απ'τον πόνο με βογγητά,
Με
τα χέρια του ψηλαφώντας
Έβγαλε το βράχο απ' τη μπασιά.
Κι
πιάνοντας όλη τη μπασιά
Κάθισε
κι είχε τα χέρια απλώσει,
Μήπως
με το κοπάδι βγαίνοντας
Κάποιον
μπορέσει να τσακώσει.
Για
τόσο ανόητο με περνούσε
Που νήπιου είχα μυαλό,
Μα δούλευε συνεχώς το δικό μου
Να κάνω για
μας το πιο σωστό. 420
Το δικό μου και των συντρόφων μου
Το
θάνατο να γλιτώσω ,το χαμό,
Σκεφτόμενουν τρόπο να βρω
Κι ύφαινα πονηριές πολλώ λογιώ.
Καθώς αφορούσε την ψυχή
Και δίπλα μας μεγάλο το κακό.
Τούτη η σκέψη μου φάνηκε
Πως είναι η πιο καλή.
Καλοθρεμμένα
βρίσκονταν
Πυκνόμαλλα
εκεί τραγιά,
Που
ήταν μεγάλα και καλά
Έχοντας μενεξεδιά μαλλιά.
Με πλεξούδες καλόστριφτες
Αθόρυβα τα έζωσα λυγαριάς,
Που βρήκα να'χε ο Κύκλωπας
Κ' απάνω σ' αυτές κοιμόταν
Τ'ανήθικο τεράστιο τέρας.
Έζωσα σε τριάδες τα αρνιά
Με το μεσιανό της κάθε μιας
Να κουβαλά από έναν μοναχά,
Που τον σκέπαζε και μαζί
Με τ’ άλλα απ' τα δυο τους πλαϊνά
Κι
όσο για μένα το πιο διαλεχτό
Πήρα Κριάρι απ'τη σπηλιά,
Το
έπιασα από πίσω και μετά
Στη
μαλακή του κόλλησα κοιλιά.
Με
τα χέρια μου κρατιόμουνα
Απ’
τα μεταξένια του μαλλιά,
Ανάσκελα ήμουν κρεμασμένος.
Με καρτερική καρδιά.
Έτσι
στενάζοντας περιμέναμε
Να
έλθει η θεϊκή αυγή
Κι
όταν πιά η ροδοδάκτυλη
Κόρη
του πρωινού ήλθε αυγή,
Τότε τ’
αρσενικά κριάρια.
Όρμησαν να βγούνε για βοσκή.
Και
τότε ασταμάτητα
Βέλαζαν
τα θηλυκά αρνάκια, 440
Στη
μάντρα μέσα ανάρμεχτα
Πιτσίλιζαν
τα μαστάρια.
Σε
πόνους ασταμάτητους
Ο
αφέντης τους μέσ' τη σπηλιά ,
Ψαχούλευε τη ράχη όλων
Όρθιος τα' στελνε στη μπασιά.
Ο
ανόητος δεν κατάλαβε
Πως
κάτω από τα στήθη,
Των πυκνόμαλλων αρνιών
Ήταν δεμένοι εκείνοι.
Κι
έφτασε το κριάρι το στερνό
Πλησίασε αργά στην πόρτα,
Το βάραιναν βλέπεις τα μαλλιά
Κι εγώ που ήμουν από κάτω
Είχα σκεφτεί την πονηριά.
Ο δυνατός Πολύφημος
Του
είπε χαϊδεύοντας το:
Κριάρι
μου καλό τι έπαθες
Και βγαίνεις απ' τη σπηλιά τελευταίο;
Γιατί ποτέ πίσω απ’το κοπάδι,
Εσύ ποτέ δε βγαίνεις απ' τη σπηλιά,
Πρώτο πάντα έβγαινες γοργά
Ανθάκια να βοσκήσεις τρυφερά.
Πρώτο
στο ρέμα έφτανες
Και
πρώτο πάλι κινούσες
Στο κονάκι σου να επιστρέψεις,
Όταν
το δειλινό ερχότανε .
Και
τώρα τελευταίο μένεις.
Του
αφέντη σου το μάτι θα κλαις
Που το’βγαλε άντρας κακός,
Με τους άθλιους συντρόφους του
Όταν με κρασί ο Κανένας αυτός
Υπόταξε το μυαλό μου.
Όμως σου λέω πως κι εκείνος
Δεν
ξέφυγε τον όλεθρό του.
Και
αν τα ίδια με μένα ένοιωθες
Ki είχες και την ίδια λαλιά,
Θα
μου’λεγες που τρύπωσε
Τη
δική μου να γλιτώσει μανία.
Τότε
θα’ βλεπες μέσ’ τη σπηλιά
Τα
μυαλά του στη γη χυμένα,
Στο
χώμα θα τον τσάκιζα
Και
μέσα στα στήθια μου η καρδιά
Θ’
αλάφρωνε απ’ όσα ο Κανένας
O άθλιος μου φόρτωσε δεινά. 460
Τέλειωσε
και λεύτερο
Προς
την πόρτα έστειλε το κριάρι .
Κι
όταν τη σπηλιά και την αυλή
Αφήσαμε λίγο πιο πίσω,
Πρώτος
απ’ τον τράγο λύθηκα
Και βάλθηκα τους άλλους να λύσω.
Με
βιάση τα λιανόποδα
Καλοθρεμμένα κριάρια,
Κοιτάζοντας γ;yρα προσεκτικά
Τα λαλούσαμε ως το καράβι,
Που φτάσαμε τελικά.
Οι σύντροφοι μας φτάνοντας
Μας υποδέχτηκαν με χαρά,
Μιας και το θάνατο αποφύγαμε
Μα κλαίγαν για τους άλλους γοερά.
Εγώ
δεν τους άφηνα να θρηνούν
Κι έγνεφα στον καθένα με τα φρύδια
Να
κλαίει μα τ΄ ομορφόμαλλα
Στο
πλοίο να ανεβάζει κριάρια.
Και
γρήγορα ν’ αποπλεύσουμε
Μεσ’
τ’ αλμυρά νερά.
Με
βιάση στο πλοίο σαν ανεβήκαν,
Κάθισαν στους πάγκους με σειρά,
Την
αφρισμένη θάλασσα
Χτυπούσαν με τα κουπιά.
Και
τόσο μακριά πιά ήμουνα
Όσο
ν’ ακούγεται η φωνή ακόμα,
Τότε
φωνάζοντας στον Κύκλωπα
Του
είπα με περιπαιχτικά μου λόγια:
Κύκλωπα
δεν ήτανε γραφτό να φας
Τους
συντρόφους του άθλιου άντρα,
Μεσ’τη
σπηλιά την τορνευτή
Με
τέτοια αγριάδα.
Τα
κρίματα σου άσπλαχνε
Θα τα πλήρωνες μια μέρα,
Αφού τους ξένους δε σεβάστηκες,
Τρώγοντάς τους στο σπίτι σου μέσα.
Γ’
αυτό ο Δίας κι οι λοιποί
Σε
τιμώρησαν θεοί.
Και σαν τέλειωσα περισσότερη
Γέμισε
η καρδιά του οργή, 480
Που ξεκόβοντας
τρανού βουνού
Το ακρόκορφο το πετά
Στο γαλαζόπρωρο καράβι μπροστά
Η
πέτρα βυθιζόμενη
Φούσκωσε
τα θαλασσινά νερά
Kαι το
κύμα απ’ την παλίρροια.
Έσπρωξε το πλοίο στη στεριά.
Στα
δυο μου χέρια πιάνοντας
Αμέσως
κοντάρι μακρύ,
Έσπρωξα προς τα έξω το καράβι
Δίνοντας στους
συντρόφους εντολή.
Γνέφοντας τους παρότρυνα
Γοργά να πάνε στα κουπιά ,
Και φεύγοντας μακριά απ’τη στεριά
Να γλιτώσουμε απ’ την κακοτοπιά.
Εκείνοι
τότε ρίχτηκαν
Μπροστά
κωπηλατώντας.
Μα σαν κάναμε απόσταση
Στο πέλαγο άλλη τόση πιά
Aπ' ότι είχαμε φτάσει αρχικά,
Τότε πάλι φώναζα
Στον Κύκλωπα δυνατά,
Μα οι σύντροφοι τριγύρω μου
Ο ένας από δω κι άλλος απ’ εκεί
Διαφωνούσαν με λόγια ευγενικά.
Καημένε ,γιατί αλήθεια θέλεις
Να
ερεθίζεις τον άγριο άνδρα,
Που
λίγο πριν μας πέταξε
Μια τεράστια κοτρώνα ,
Αυτή που' φερε το καράβι μας
Ξωπίσω στη στεριά,
Έτσι που νομίζαμε πως αυτό
Ήταν το τέλος μας πια.
Αν
άκουγε τα λόγια μας
Και
τις φωνές μας ξανά ,
Βράχο θα πέταγε στα κεφάλια μας
Η και στου πλοίου τη μαραγκοδουλιά
Βράχο που' ταν ανώμαλος.
Και τόσο τον έριχνε μακριά.
Είπαν μα
τη δική μου άφοβη
Δεν την υπολόγιζαν καρδιά,
Αφού με κακία.και θυμό
Του φώναξα ξανά : 500
Αν
κάποιος από τους ανθρώπους
Τους θνητούς σε ρωτήσει Κύκλωπα,
Ποιος σου’κανε στο μάτι σου
Την απάνθρωπη. ετούτη τύφλα ,
Ο
Οδυσσέας του Λαέρτη ο γιος
Μου το’ κανε, ο καστροπορθητής ,
Που πέρα στης Ιθάκης το νησί
Έχει ένα σπίτι να του πεις εσύ.
Σαν
τέλειωσα εκείνος μούγκρισε
Κι
απάντησε με τα λόγια αυτά,
Αλίμονο
τα παλιά μου έρχονται
Της
μοίρας μου τα γραπτά
Ένας
καλός μάντης ζούσε εδώ
Με
φήμη στα μέρη αυτά,
Ο
Τήλεμος του Ευρυμίδη γιος
Που
κατείχε τη μαντική καλά.
Γέρασε
με τη μαντεία του
Στων
Κυκλώπων τη χώρα,
Αυτός μου’ πε πως όλα αυτά
Θα
γίνουν κάποια ώρα.
Πως
απ’ τα χέρια του Οδυσσέα
Την
όρασή μου θα στερηθώ,
Μα
πάντα από όμορφο,ψηλό
Και
δυνατό πολύ που θα’ ρθει εδώ.
Και
μου’ ρθε εδώ ένας κοντός
Τιποτένιος κι ασθενικός,
Που
αχρήστευσε το νου μου με κρασί
Και μου’ βγαλε το μάτι ο αχαμνός.
Μα
έλα σίμωσε Οδυσσέα
Στον
Ποσειδώνα να κάνω θυσία,
Φιλοξενώντα σε να του ζητήσω
Να
σου δώσει καλή πορεία.
Γιατ’
είμαι παιδί του εγώ
Κι καμαρώνει ως πατέρας,
Αν
ήθελε θα με γιάτρευε
Εκείνος
κι άλλος κανένας.
Ούτε
από τους ευτυχείς θεούς
Ούτε
κι απ’ τους ανθρώπους. 520
Τούτα
σαν μού’πε γρήγορα.
Του
απάντησα και του είπα:
Μακάρι
να μπορούσα να’ παιρνα
Και
τη ζωή σου τώρα,
Τον
τάφο σου να έκανα
Να
σ’ έστελνα στου Άδη
Την αιώνια κατοικία,
Όπου
το μάτι δεν το γιατρεύει
Κι
ο Ποσειδώνας ακόμα.
Έτσι
του’ λεγα κι αυτός
Προσευχόταν στον Ποσειδώνα
Κι άπλωνε τα χέρια διάπλατα
Στ’ ουρανού τ' αμέτρητα αστέρια.
Άκου
αφεντικό της γης
Γαλαζόμαλλε
Ποσειδώνα,
Αν
είμαι γιός σου γνήσιος
Και
σένα σ’ έχω πατέρα,
Κάνε του Λαέρτη ο γιός
Να μη χαρεί να φτάσει,
Στην πατρίδα του ο καστροπορθητής
Στα σπίτια του στην Ιθάκη.
Μ’
αν τους δικούς του είν’ γραφτό
Και το κολόχτιστο παλάτι να δει,
Aργά
,δίχως συντρόφους ας φτάσει.
Ελεεινός στην πατρική του γη.
Με
ξένο πλοίο και στο σπίτι του
Πολλές
να εύρει συμφορές.
Σαν τα’ πε αυτά ο Ποσειδών
Εισάκουσε
τις προσευχές
Κι έπειτα πάλι υψώνοντας
Μια πιο μεγάλη πέτρα,
Αφού τη στριφογύρισε
Τον πέταξε με μεγάλη φόρα.
Αυτή λίγο
ξωπίσω έπεσε
Απ’το
γαλαζόπρωρο πλοίο
Και
παρά λίγο θα’βρισκε
Την
άκρη απ’ το πηδάλιο.
Τότε
ο βράχος πέφτοντας
Σήκωσε τη θάλασσα ψηλά , 540
Το κύμα μας έφερε μπροστά
Προς
την αντικρινή στεριά (Στο πρώτο το
νησάκι).
Σαν φτάσαμε πια στο νησί
Όπου εκεί ήταν τα λοιπά
Καλοκαμωμένα καράβια
Και το υπόλοιπο πλήρωμα,
Που όντας εκεί τριγύρω
Εμάς
καρτερούσε συνεχώς
Έχοντας μεγάλο θρήνο.
Κι
όταν εκεί πια φτάσαμε
Πήγαμε
στην αμμουδιά το πλοίο.
βγήκαμε τότε απ΄ το καράβι
Εκεί που το κύμα ξεψυχά,
Και βγάζοντας του Κύκλωπα τ’ αρνιά
Αρχίσαμε δίκαιη μοιρασιά.
Οι
σύντροφοι οι ομορφόκνημοι
Όταν μοιράζανε τ' αρνιά,
Για μένα μόνο έδωσαν
Κριάρι ξεχωριστά.
Κι
εγώ στο μαυροσύννεφο
Που όλους τους κυβερνά,
Το γιο του Κρόνου Δία
Το έσφαξα στην αμμουδιά
Καίγοντας του στην άμμο τα μεριά.
Μα
δε τον άγγιξε η προσφορά 560
Κι έψαχνε τρόπο να διαλέξει,
Τα καράβια και τους συντρόφους μου
Τους
αγαπημένους να καταστρέψει.
Όλη τη μέρα τρώγαμε
Μέχρι
του ηλιού τη δύση,
Κρέατα πλήθος και πίναμε
Ολόγλυκο
κρασί.
Κι
όταν ο ήλιος έδυσε
Κι
ήλθε πια η νυχτωσιά,
Τότε
πια κοιμηθήκαμε
Στης
θάλασσας την αμμουδιά.
Μα σαν ήλθε η ροδοδάχτυλη
Κόρη του πρωινού αυγούλα,
Τότε πια τους συντρόφους κάλεσα
Και με σπουδή τους είπα:
Μόλις στα καράβια θ' ανεβούν
Να λύσουν παλαμάρια.
Χωρίς ν’ αργήσουν σάλταραν
Κι αράδα στο καράβι
Στις θέσεις τους καθισμένοι,
Τη θάλασσα χτυπούσαν με τα κουπιά
Που ήταν αφρισμένη.
Aπ’ έκει μπροστά αρμενίζαμε
Με την καρδιά π πικραμένη
Χαρούμενοι που εμείς γλιτώσαμε
Το θάνατο μα λυπημένοι
Για των συντρόφων μαςτο χαμό. 575
Ραψωδία κ
Στο παλάτι του θεού Αίολου
Φτάσαμε κατόπιν σε νησί
Πλεούμενο την Αιολία,
Του γιού του Ιπποτάδη Αίολου
Που οι θεοί τιμούσαν με φιλία.
Με τείχη που' ταν χάλκινα
Ζωσμένο και πολύ γερά
Σε βράχια επάνω κάθονταν
Απότομα και γλιστερά.
Δώδεκα τέκνα απόκτησε
Στ' αρχοντικό του μέσα,
Έξι στης νιότης τον ανθό
Αγόρια κι έξι κορίτσια.
Κι όταν τις κόρες πάντρεψε
Με τους γιούς του την κάθε μια,
Όλοι τους πλάι στον κύρη τους
Και τη σεπτή μαμά.
Τρώνε και είν 'ατέλειωτα
Μπροστά τους τα φαγητά,
Τσίκνα γεμάτο το παλάτι τους
Τη μέρα φασαρία γύρω σκορπά.
Κι όταν η νύχτα έρχεται
Με τ' άξιά τους ταίρια,
Κοιμούνται πάνω σε στρώματα
Και τρυπητά κρεββάτια
Όταν φτάσαμε στο κάστρο τους
Στα πλούσιά τους παλάτια,
Μήνα μας φιλοξένησε
Ρωτώντας μας για την Τροία,
Τα πλοία τα Αργίτικα
Ο γυρισμός ποιος ήταν
Κι' εγώ με τη σειρά του τα'λεγα
Όπως ακριβώς γινήκαν.
Κι όταν ευγενικά του ζήτησα
Να μας ξεπροβοδήσει,
Δε μου'πε όχι, αντίθετα
Ετοίμασε το γυρισμό μου,
Γδέρνοντας τομάρι εννιάχρονου 20
Βοδιού για το καλό μου.
Και το ασκί του μου' δωσε
Που μέσα του είχε δεμένη,
Την ορμή των ανεμοστρόβιλων
Μαζί μου να το πάρω στο ταξίδι.
Όλους μαζί τους άνεμους
Μέσα θα τους χωρέσει,
Το ζέφυρο μας άφησε
Να βοηθά την πλεύση.
Ο γιος του Κρόνου φύλακα
Τον είχε στους ανέμους
Κι έπαυε όποιον ήθελε
Η σήκωνε τους άλλους.
Μετά στο πλοίο το ασκί
Με σπάγγο το' χε κλείσει,
Ολάργυρο μη κι η λαφριά πνοή
Τύχει και το ανοίξει.
Όμως αν και το Ζέφυρο
Τον είχ' αφήσει να μας φυσά
Να σπρώχνει τα καράβια
Προσπαθώντας μάταια
Τη ρότα μας να στηρίξει,
Αφού εμείς χαθήκαμε
Απ τα δικά μας λάθη
Μέρες εννιά αρμενίζαμε
Άπαυτα μέρα νύχτα,
Τη δέκατη αχνοφάνηκαν
Τα χώματά μας τα πατρικά,
Όπου βλέπαμε φωτιές να καίνε
Όσο ζυγώναμε πιο κοντά.
Έτσι τότε αποκαμωμένο
Ύπνος με πήρε γλυκός,
Είχα όμως επαφή με τα πανιά
Κρατώντας τη σκότα συνεχώς .Σκότα=σχοινί που ρυθμίζει τα πανιά
Ούτε στους άλλους συντρόφους μου
Δεν άφησα τη σκότα,
Όσο ήταν μπορετό να φτάσουμε
Πιο γρήγορα στην πατρίδα.
Και στις κουβέντες που' καναν
Οι ναύτες μεταξύ τους,
Χρυσό πίστευαν κι ασήμι
Δώρα τάχα από τον Αίολο
Του Ιππότη το γιό το ξακουστό
Πως πήγαινα στο σπίτι ,.
κι' έτσι
Γυρνώντας ο ένας στο διπλανό'
Έλεγε : πω,πω,
Πόση δέχεται φιλία και τιμή
Απ' όλους τους ανθρώπους
Σε όποια χώρα κι αν βρεθεί. 40
Κι από την Τροία λάφυρα
Άπειρα πανέμορφα κουβαλά,
Κι'εμείς κάνοντας ίδια πορεία
Με τα χέρια μας αδειανά
Πηγαίνουμε στα σπίτια μας
Και τώρα δείτε δώρα που του'δωσε
Ο Αίολος για τη φιλία,
Μα κάντε γρήγορα να δούμε
Τι λογής να είναι αυτά
Πόσος χρυσός και πόσο μάλαμα
Βρίσκεται μεσ' το ασκί ετούτο.
Είπαν και νίκησε τελικά
Η γνώμη των συντρόφων η κακιά
Και λύνοντας oι ναύτες τον ασκό
Ξεχύθηκαν oι ανέμοι όλοι,
Θύελλα τους άρπαξε και βαθιά
Τους έφερε μεσ' στο πέλαγο
Τόσο απ' την πατρίδα μακριά.
Τότε εγώ σηκώθηκα
Και με την άμεμπτη καρδιά μου
Αναρωτιόμουν αν είναι σωστό,
Πέφτοντας απ' το καράβι
Στη θάλασσα μέσα να πνιγώ,
Ή να κάνω αμίλητος υπομονή
Κι ακόμα να μείνω στη ζωή
Βάσταξα κι έτσι έμεινα
Κουκουλωμένος μεσ' το καράβι.
Θυελλώδεις άνεμοι ξανά
Μας έφεραν στην Αιολία ξανά,
Κι οι σύντροφοι ασταμάτητα
Βαλάντωναν βαριά.
Εκεί σαν βγήκαμε στη στεριά
Και πήραμε νερό,
Δίπλα στα πλοίο ετοίμασαν
Γρήγορα οι ναύτες φαγητό.
Όταν πια φάγαμε
Και φχαριστηθήαμε πιοτό,
Διάλεξα τότε έναν κράχτη
Και ένα σύντροφο καλό. 60
Πήγαμε στο λαμπρό παλάτι
Του Αίολου του κοσμοξάκουστου,
Όπου τον βρήκαμε με το ταίρι του
Να τρώει και με τα παιδιά του.
Κι εμείς κάπως παράμερα
Καθίσαμε στον οντά
Στους παραστάτες της πόρτας
Κατάχαμα και κοντά.
Μόλις μας είδαν σάστισαν
Και σκεπτικοί ρωτούσαν:
Πώς κι ήλθες Οδυσσέα ξανά ;
Ποια μοίρα κακιά σε κυνηγά;
Εμείς σωστά τότε που ήλθες
Σε στείλαμε στην πατρίδα σου
Στο σπίτι σου να πας
Που ήθελε η καρδιά σου.
Κι εγώ τους ανταπάντησα
Με σπλάχνα μαραμένα,
Ναύτες κακοί με έβλαψαν
Κι ο επίμονος ύπνος από μένα.
Για να τους καλοπιάσω,
Τους είπα με λόγια ευγενικά:
Φίλοι μου βοηθήστε με
Η δύναμη στα δικά σας χέρια.
Μείναν όλοι αμίλητοι,
Μ'απάντησε ο πατέρας κι είπε:
Χάσου γοργά απ' το νησί
Του κόσμου τελευταίε.
Δεν είναι δική μου αρχή
Να προβοδώ η να δέχομαι
Αυτόν τον άνδρα που οι θεοί
Οι ευτυχείς τον απεχθάνονται.
Τσακίσου,
Πως κι έρχεσαι εδώ ικέτης
Αφού οι θεοί σ' εχθρεύονται.
M' έδιωξε μετά απ' το σπίτι του
Κι εγώ στέναζε βαριά
Κι ως πρώτα αρμενίζαμε
Με πίκρα μεσ' την καρδιά.
Το θάρρος των συντρόφων μου
Ξέσπασε στο σκληρό κουπί,
Αφού για τις αμαρτίες μας 80
Πουθενά φως για επιστροφή
Στη χώρα των Λαιστρηγόνων
Έξη ημέρες παρ' όλα αυτά
Πλέοντας νύχτα μέρα,
Την έβδομη στου Λάμου φτάσαμε
Το απόκρημνο κάστρο πια.
Των Λαιστρυγόνων την Τηλέπυλο
Όπου εδώ βοσκός άλλο βοσκό
Μπαίνοντας χαιρετά
Κι άλλος τότε βγαίνοντας
Στον πρώτο ανταπαντά.
Άνθρωπος άγρυπνος μπορεί
Να κέρδιζε και δυο μισθούς,
Βόσκοντας άσπρα πρόβατα τη μια
Την άλλη αγελάδες,
Γιατί είναι πολύ κοντά
Νύχτας και μέρας οι πορείες.
Φτάσαμε σε λιμάνι ξακουστό
Που απ' τη μια άκρη ως την άλλη
Το ζώναν βράχια απόκρημνα.
Κι απ' τις δυο μεριές στην είσοδο
Υψώνονται δυο κάβοι,
Με πεταχτές τις άκρες
Η μια αντίκρυ στην άλλη,
Που ανάμεσά τους βρίσκεται.
Μπασιά πολύ στενή.
Όλοι κει μέσα έφεραν
Τ' αμφίκυρτα καράβια,
Μεσ΄το λιμάνι το βαθύ
Και τα' δεσαν το'να δίπλα στ' άλλα,
Κύμα ποτέ μικρό δεν το'πιανε
Ή και μεγάλο ακόμα,
Αλλά γαλήνη ολόλευκη
Απλώνονταν ολόγυρα.
Έξω το μαύρο το καράβι
Εγώ το κράτησα μονάχα,
Εκεί σε μιαν άκρη έδεσα
Στις πέτρες παλαμάρια.
Ανέβηκα και στάθηκα
Σε βίγλα πολύ τραχιά,
Μα μήτε βοδιών, μήτε ανδρών
Φαινόταν κάποια δουλειά,
Moν' βλέπαμε πολύ καπνό
Π'’ανέβαινε μοναχά
Απo τη γη προς τα ψηλά.
Έστειλα τότε συντρόφους μου
Να πάν και να πληροφορηθούν .100
Ποιοί σιτοφάγοι άνθρωποι
Σ' αυτό τον τόπο ζουν.
Δυο απ' τους άνδρες διάλεξα
Τρίτο τον κήρυκα για συνοδό.
Αυτοί δρόμο διάλεξαν ομαλό
Αυτόν που απ' τα ψηλά βουνά,
Κατέβαζαν στη χώρα
Με άμαξες ξύλα χλωρά.
Στο κάστρο μπρος συνάντησαν
Κορίτσι νερό να κουβαλά,
Του Λαιστρηγόνιου Αντιφάτη
Η μεγάλη κόρη του βασιλιά..
Εκεί έτρεχε δροσερό νερό
Η κρήνη Αρτακία
Κι εκεί κατέβηκε να γεμίσει,
Αφού απ' εκεί το έπαιρναν
Και το΄ φερναν στην πολιτεία.
Κοντά της κοντοστάθηκαν
Κι άρχισαν να τη ρωτούν
Ποιόν είχ΄ ο τόπος βασιλιά
Και ποιους εκείνος κυβερνά..
Αμέσως εκείνη τ' αψηλό
Τους έδειξε το παλάτι. το πατρικό
Μα κείνοι μόλις μπήκανε
Στα σαλόνια τα ονομαστά ,
Βρήκανε μια γυναίκα ψηλή
Σαν μια κορφή απ' τα βουνά.
Φόβος πολύς τους έπιασε
Τους πήγε πέντε δέκα.
Κι αυτή αμέσως κάλεσε
Τον Αντιφάτη το ξακουστό,
Τον άντρα της που στο λεπτό
Σκέφτηκε των συντρόφων μου
Τον άγριο χαλασμό.
Αμέσως απ' τους συντρόφους μου
Έναν εκείνος θ' αρπάξει
Το δείπνο του να ετοιμάσει.
Και καθώς οι άλλοι δυο
Στα πόδια το' χαν βάλει
Και στα πλοία μας αυτοί
Αμέσως είχαν φτάσει.,
Κραυγή απ' το κάστρο .
Εκείνος θα σηκώσει.
Κι οι ρωμαλέοι Λαιστρυγόνες
Α κούγοντας απ' το κάστρο την κραυγή
Έτρεχαν άλλοι γ' αλλού μυριάδες ,
Που μ' άντρες δε μοιάζανε 120
Πιότερο μοιάζαν με γίγαντες,
Που απ'τα βράχια ασήκωτες
Έπαιρναν και πετούσαν πέτρες.
Κι αίφνης σηκώθη πάταγος
Άγριος προς τα πλοία
Από τους άνδρες που σκοτώνονταν
Τα καράβια που τσακιζόταν,
Σαν ψάρια τους καμάκωναν
Φρικτό φαΐ γινόταν,
Την ώρα που τους σκότωναν
Μεσα στο βαθύ στο λιμάνι,
Τράβηξα εγώ απ'το μηρό
Το κοφτερό μαχαίρι .
Τα παλαμάρια έκοψα γοργά
Απ' το μαύρο μου το καράβι.
Κι αμέσως τους συντρόφους μου
Διέταξα να μη χρονοτριβήσουν,
Να πιάσουν αμέσως τα κουπιά
Το χάρο ν’ αποσοβήσουν.
Κι αυτοί φοβούμενοι τον όλεθρο Τα κύματα ψηλά πετούσαν
Το δικό μου καράβι ευτυχώς
Ευπρόσδεκτα θ' αποφύγει
Τους βράχους τους απότομους
Και στο πέλαγο θ' ανοιχτεί ,
Όμως τα λοιπά καράβια
Χάθηκαν όλα μαζί.
Πάλι μπροστά τραβούσαμε
Με πικραμένη την καρδιά,
Που χάσαμε τους συντρόφους μας
Μα για το θάνατο που γλιτώσαμε
Είχαμε εμείς και πολύ χαρά.
Στη μάγισσα Κίρκη 135
Φτάσαμε σ' ένα νησί την Αία
Όπου εκεί κατοικούσε,
Η Κίρκη η ομορφόομαλλη
Φοβερή θεά π' ανθρώπινα μιλούσε
Κι ομόσπλαχνη ήταν αδελφή
Του παράφρονα Αιήτη.
Ο Ήλιος ήταν πατέρας τους
Που φως στους θνητούς σκορπά
Κι η Πέρση ήταν μάνα τους
Του Ωκεανού η κόρη.
Σ' αυτή την ακτή αράξαμε 140
Το καράβι δίχως μιλιά
Μέσα σε λιμάνι απάνεμο,
Θεός μας έδειχνε τη στράτα.
Κι έξω τότε σαν βγήκαμε
Πλαγιάζαμε δυο μερονύχτια ,
Η έγνοια και η κούραση
Μας θέρισαν τα στήθεια.
Σαν έφερε την τρίτη μέρα
Η ομορφόμαλλη αυγή,
Πήρα κοντάρι και οξύ σπαθί
Γοργά ν' ανέβω απ' το καράβι
Επάνω σε ψηλή κορφή,
Έργα θνητών μήπως και δω
Μήνα κι ακούσω κάποια φωνή. 150
Κι ως στάθηκα σε βίγλα απόγκρεμη
Καπνός μου φάνηκε πως βγαίνει
Από τη γη με τους φαρδείς τους δρόμους
Και της Κίρκης μέσα τ' αρχοντικά
Ανάμεσα σε θάμνους και δάση πυκνά.
Συλλογίστηκα όμως ψύχραιμα
Με την ψυχή και το μυαλό,
Σαν είδα τον καπνό θολό
Να τρέξω και ατός μου να δω
Κι' αυτό όπως σκεφτόμουνα
Μου φάνηκε το πιο σωστό.
Πρώτα να έλθω στο γοργό
Καράβι στην ακρογιαλιά,
Και δείπνο αφού φαν οι σύντροφοι
Αυτούς να στείλω πιο μπροστά.
Κι όταν πια κοντοζύγωνα
Στο αμφίκυρτο μας καράβι,
Ξάφνου τη δική μου κάποιος θεός
Συμπόνεσε μοναξιά μου.
Στο δρόμο ψηλοκέρατο
Μεγάλο λάφι θα μου στείλει,
Που απ' το λιοπύρι το καφτερό
Αφού στο δάσος είχε βοσκήσει. 160
Στο ρέμα πήγαινε να πιει νερό
Κι ως πρόβαλε το χτύπησα
Μεσοπλατίς στη ραχοκοκκαλιά,
Το χάλκινο κοντάρι μου
Πέρασε από την άλλη μεριά.
Στη σκόνη αμέσως έπεσε
Κι η ψυχούλα του με βογγητό
Χάθηκε στον αέρα.
Πατώντας τότε πάνω του
Τράβηξα το χάλκινο κοντάρι,
Απ’ την πληγή και το’βαλα
Πάνω στη γη στο πλάι.(πλα;γιαστό)
Έσπασα κλωνάρια λυγαριάς
Κι άλλα φυτά για να πλέξω,
Σχοινί μακρύ ως μιας οργιάς
Καλόπλεχτο.κι απ' τις δυο μεριές
Κι απε του τεράστιου φοβερού
Τα πόδια του θα δέσω.
Κατάσβερκα σαν τ’ ανέβασα
Το πήγαινα στο μαύρο καράβι
Στηριζόμενος στο κοντάρι ,
Αφού τέτοιο αγρίμι
Πάνω στον ώμο ήταν αδύνατο
Να το κρατώ με τ' άλλο χέρι,
Ήταν θεριό μεγάλο.
Στο πλοίο το' βαλα μπροστά
Πλησίασα στους συντρόφους ,
Με λόγια πολύ ευγεκά
Μιλούσα στον καθένα απ' όλους.
Φίλοι μου, δεν θα κατεβούμε
Στου Άδη κάτω τα παλάτια
Πριν από της μοίρας μας
Να έλθει εκείνη μέρα.
Μα πάτε κι όσο στο καράβι
Πιοτό και φαγητό υπάρχει,
Να θυμόμαστε το ψωμί
Κι η πείνα να μη μας βασανίζει.
Σαν τέλειωσα στα λόγια μου
Υπάκουσαν και στ' ακρογιάλι
Της ατρύγητη θάλασσας έβγαλαν
Το σκέπασμα απ' το κεφάλι,
Θαυμάζοντας το ελάφι 180
Τόσο τρανό που ήταν αγρίμι
Κι αφού χορτάσαν πια
Τα μάτια τους να το βλέπουν,
Νίψαν τα χέρια κι άρχισαν
Τραπέζι πλούσιο να ετοιμάζουν.
Έτσι μέχρι να τελειώσει η μέρα
Κι ο ήλιος πια πήγαινε να δ,ύσει
Τρώγαμε πλήθος κρέατα
Και πίναμε γλυκόπιοτο κρασί
Κι αφού ο ήλιος κρύφτηκε
Και ήλθε πια σκοτάδι,
Τότε πια κοιμηθήκαμε
Στης θάλασσας την άκρη.
Κι όταν φάνηκε η ροδοδάκτυλη
Του πρωινού κόρη αυγούλα,
Τοτε αφού όλους τους κάλεσα
Σε σύναξη τους είπᨨ
Για όσα τραβάτε σύντροφοι
Κι ας σας μαραίνει η θλίψη,
Ακούστε με τι θα σας πω:
Δεν ξέρουμε πούν’ η ανατολή
Που πέφτει η δύση.
Πού' θε ο ήλιος βγαίνει ,
Που στους θνητούς σκορπά το φως
Και χάνεται πίσω απ' τη γη.
Μον’ ας μη χάνουμε καιρό
Πέστε και σεις μια γνώμη
Αφού εγώ φοβάμαι δε βρίσκω.
Γιατί είδα από βίγλα απόκρημνη
Που ανέβηκα κι είδα να' ναι νησί,
Που τριγύρω το στεφανώνουν
Απέραντα τριγύρω πελάγη.
Πως το νησί ναι χαμηλό
Κι είδα καπνό κάπου στη μέση,
Που' βγαινε από πολύ πυκνά
Λαγκάδια κι από δάση.
Έτσι τους είπα κι ένοιωσα
Τα ρίγη στις καρδιές τους,
Του Αντιφάτη τις δουλειές
Έφερα στη θύμισή τους.
Θυμήθηκαν και τον Κύκλωπα 200
Το ανθρωποεφάγο κτήνος,
Και κλαίγοντας μ' αναφυλλητά
Έχυναν δάκρια πλήθος.
Αλήθεια χωρίς ωφέλεια
Έβγαινε απ' τους θρήνους.
Σε δυο ομάδες χώρισα
Άνδρες από τους πιο σκληρούς,
Για κάθε μια τους έπρεπε
Να έχουν και αρχηγούς,
Στη μια ήμουν εγώ
Ο Ευρύλοχος στους αλλουνούς.
Μέσα σε κράνος χάλκινο
Κουνήσαμε τους λαχνούς μας
Κι όπως του θεϊκού Ευρύλοχου
Πετάχτηκε ο κλήρος έξω
Είκοσι δύο σύντροφοι
Με κλάμα τον ακολουθήσαν
Θρήνο και βογγητό ξοπίσω τους
Σε μας αφήσαν
Μεσ’σε λαγκάδι βρήκανε
Της Κίρκης το πλούσιο παλάτι,
Από πέτρα πελεκητή
Σε όμορφο αγνάντι.
Λύκοι βουνίσιοι το τριγύριζαν
Και λιόντες που'χε μερέψει,
Ατή της είχε κάνει τις γητιές
Φάρμακα βαριά; τα'χε ταΐσει.
Όρμησαν δυο απάνω τους
Στα πόδια τους σταθήκαν
Και μοναχά οι μακριές
Ουρές τους κουνηθήκαν.
Χαίρονταν όπως τα σκυλιά
Κάνουν με τον αφέντη,
Όταν κρατάει λιχουδιές
Σαν φεύγει απ’ το τραπέζι.
Ίδιες χαρές κι οι λιόντες έκαναν
Ατσαλόνυχοι λύκοι και λιοντάρια,
Μα οι σύντροφοί μας τρόμαξαν
Σαν είδαν.τέτοια θεριά .
Στις ξώπορτες σταθήκανε
Της Κίρκης τότε αυτοί
Της μορφοπλέξουδης θεάς
Άκουσαν από μέσα μια φωνή
Να τραγουδά γλυκά, 220
Η Κίρκη ήταν που' φαινε
Όμορφα χαριτωμένα
Αραχνοΰφαντα πανιά.
Τότε ανάμεσά τους μίλησ ε
Ο Πολίτης ο δυνατός
Κι ο πιο αγαπημένος μου
Σύντροφος πιστός
Φίλοι ,γυναίκα σ' αργαλειό
Μεγάλο υφαίνει μέσα
Όμορφα που τραγουδά
Και ολόγυρα αντηχούν
Τα δάπεδα πέρα ως πέρα.
Μα ας φωνάξουμε όλοι γρήγορα
Είτε θεά είναι είτε γυναίκα,
Σαν είπε τούτος όλα αυτά
Φωνάζοντας την καλούσαν
Και βγαίνοντας γοργά αυτή
Τις πόρτες τις ηλιόλουστες
Ανοίγει και τους προσκαλεί.
Κι αμέσως αυτοί ανυποψίαστοι
Πίσω της ακολουθούσαν.
Δε μπήκε ο Ευρύλοχος
Μυρίστηκε μπαμπεσιά
Και σαν τους έμπασε μέσα
Τους έβαλε σε θρονιά και σκαμνιά,
Αμέσως αλεύρι και τυρί,
Μπροστά τους θ’ανακατέψει,
Μέλι ξανθό και κριθάλευρο
απ’τα πρέμνα της σε γλυκό κρασί
Και μ' αυτό τέλος θα τους φιλέψει.
Μα μέσα στα κεράσματα
Βοτάνια θα σταλάξει
Και την πατρίδα τη γλυκιά
Καθένας θα ξεχάσει.
Μα σαν τους το' δωσε και το', πιανε
Αξαφνα μια μαγκουριά
Δέχτηκε το κορμί τους
Και στο μαντρί τους έστειλε
Παρέα με τους χοίρους.
Χοίρου απόχτησαν κορμί
Κεφάλι ,τρίχες, φωνή,
Μόνο ως πρώτα κράτησαν
Τη σκέψη τους σωστή. 240
Καθώς οι μαντρισμένοι κλαίγανε
Η Κίρκη τότε τους έδωσε
Καρπό κρανιάς, βελανίδια
Και πρινοβέλανα να φάνε,
Αυτά που τα χαμοκοιμώμενα
Τρώνε πάντα γουρούνια.
Ο Ευρύλοχος τότε γρήγορα
Έφτασε στο μελανό καράβι,
Των συντρόφων τους να τους πει
Τη μοίρα που είχαν την πικρή.
Απ'το στόμα του δεν μπορούσε
Λέξη να βγάλει καμιά,
Τα μάτια του γεμάτα δάκρια
Κι η καρδιά του πληγωμένη βαριά
Κι όταν πια τον ρωτούσαμε
Τι τρέχει σαστισμένοι,
Μας είπε για τη συμφορά
Που οι άλλοι σύντροφοι
Βρέθηκαν οι καημένοι.
Πήγαμε ένδοξε Δυσσέα
Ως είπες προς το δάσος
Και βρήκαμε στη χαράδρα
Σε ξάγναντο χτισμένα,
Παλάτια καλοφτιαγμένα
Λεία πελεκημένα.
Εκεί σε μεγάλο αργαλειό
Υφαίνοντας τραγουδούσε γλυκά.
Θεά ήταν ή γυναίκα.
Που σαν τη φώναξαν δυνατά
Τις πύλες τις λαμπερές γοργά
Πρόβαλε και θα τις ανοίξει.
Τους κάλεσε μέσα μα ανύποπτοι
Ήταν για ότι θ'ακολουθήσει
Έμεινα ξοπίσω μόνο εγώ
Που μυρίστηκα τη παγαποντιά,
Όλοι τους γινήκαν άφαντοι
Κανένας δεν ξαναφάνηκε πια.
Κι εγώ ώρα πολύ καθόμουνα 260
Βλέποντας από μακριά.
Αυτά είπε κι αμέσως
Πέρασα εγώ στον ώμο,
Το χάλκινο μεγάλο σπαθί μου
Μ’ασήμι καρφωμένο.
Πήρα και το δοξάρι μου
Κι είπα ν’ ακολουθήσει,
Πίσω μου ο Ευρύλοχος
Το δρόμο να μου δείξει.
Μα κείνος τα γόνατά μου τύλιξε
Χτυπιόταν και με παρακαλούσε,
Με λόγια ανεμοσκόρπιστα
Που'λεγε και με παρακαλούσε:
Μη με πας εκεί χωρίς να θέλω
Αλλά άφησέ με να μείνω εδώ
Ξέρω πως ούτε σύ θα γυρίσεις
Ούτε απ' τους συντρόφους μας
Άλλον εσύ θα φέρεις πίσω.
Μα με αυτούς ας φύγουμε
Το γρηγορότερο δυνατό
Αφού την κακιά ημέρα
Γλιτώνουμε με τον τρόπο αυτό
Είπε κι εγώ με τη σειρά μου
Του απάντησα για να πω,
Κάτσε εσύ Ευρύλοχε
Στην ακρογιαλιά αυτή εδώ
Τρώγοντας και πίνοντας
Δίπλα στο καράβι το βαθουλωτό
Μα μένα ανάγκη αβάσταχτη
Με σπρώχνει εκεί να οδηγηθώ
Είπα κι αμέσως άφησα
Το πλοίο και το γιαλό
Μα σαν πέρασα απ' το ιερό
Και κόντευα στης Κίρκης
Της Φαρμακεύτρας το τρανό
Να φτάσω πια αρχοντικό
Μα' σου μπροστά μου ο Ερμής
Με το ραβδί του το χρυσό
Έμοιαζε με άνδρα νεαρό
Με τα γένια του τα πρώτα
Και με την εφηβεία του
Στην πιο καλή της ώρα
Πρόβαλλε και το χέρι μου 280
Το’πιασε και μου είπε γλυκά:
Που πας δύστυχε ξανά
Άσχετος με τα μέρη αυτά
Ξέρω πως οι σύντροφοί σου
Στης Κίρκης βρίσκονται οι λοιποί,
Γουρούνια είναι σε γερούς
Κρυψώνες σφαλιστοί.
Μη και του λόγου σου εσύ
Έρχεσαι για να τους σώσεις,
Μαζί τους και συ θα; μείνεις
Πίσω δε θα γυρίσεις.
Μα συ σε μένα κόπιασε
Απ' την κακιά ώρα για να σε σώσω,
Πάρε το μαγικό βοτάνι μου
Αυτό που θα σου δώσω,
Σκέπαζε το κεφάλι μ' αυτό
Μέρα κακή να μη σε βρει
Σαν μπεις στης Κίρκης τ' αρχοντικό
Για όλα τα δόλια θε να σου πω
Τα Κόλπα που θα διαλέξει,
Όπως στη σούπα που θα φας
Βοτάνια θ’ ανακατέψει.
Μα δε θα μπορέσει με αυτά
Τα κόλπα να σε μαγέψει,
Αφού το καλό μου βότανο
Αυτό θα τ' αποτρέψει
Όλα όμως θα σου τα πω
Όταν το μακρύ της το ραβδί
Σηκώσει να σε χτυπήσει.
Από το πόδι το σπαθί
Γρήγορα να το βγάλεις,
Όρμησε καταπάνω της
Σα να’ θελες να τη σφάξεις.
Θα φοβηθεί και θα σου πει
Μαζί της να κοιμηθείς,
Και συ πια το κρεβάτι της
Δεν πρέπει ν’ αρνηθείς.
Τότε πια τους συντρόφους σου
Και σένα θα λευτερώσει,
Το μεγάλο όμως όρκο των Θεών
Των μακαριστών να σου δώσει.
Να ορκιστεί πως συμφορά 300
Άλλη δε θα σου δώσει,
Αντριοσύνη, δύναμη γυμνός
Μπροστά της δε θα σου κόψει.
Ο φτερωτός ξερίζωσε
Από τη γη βοτάνι,
Μου΄ λεγε τα γνωρίσματα
Κι’ όσα μπορεί να κάνει.
Κατάμαυρη η ρίζα του
Σαν γάλα το λουλούδι,
Δύσκολα το βγάζουν απ’ τη γη
Θνητοί τέτοιο βοτάνι,
Μαύρο κρεμμύδι το λένε οι θεοί
Δύσκολο να το βγάλουν
Άνδρες από τη γη θνητοί,
Αφού μπορούν τα πάντα
Να κάνουν οι θεοί.
Κι απε το δενδροσκέπαστο
Νησί πια θα αφήσει,
Και φεύγοντας προς τον Όλυμπο
Είχα κι εγώ κινήσει
Προς της Κίρκης τ' αρχοντικό.
Όπου καθώς πήγαινα
Το νου μου τυραννούσα
Μέχρι στης μορφοπλέξουδης
Τις πόρτες θα σταματούσα.
Φώναξα και άκουσε
Βγήκε και θα μου ανοίξει,τη φωνή
Τις πόρτες της τις λιόφωτες
Να μπω θα μου ζητήσει.
Με μαγκωμένη την καρδιά
Την Κίρκη θ’ακολουθήσω
Και σ’ένα απ’ τους θρόνους της
Μ’ έβαλε να καθίσω.
Όμορφος ήταν με καρφιά
Φτιαγμένα με ασήμι
Κι ο θρόνος από κάτω του
Είχε μικρό σκαμνάκι.
Μου' δωσε σούπα να την πιώ
Σ’ ένα χρυσό ποτήρι,
Έριξε μέσα τ’ άτιμα
Βοτάνια και θα σερβίρει.
Μα σαν τα ήπια και τα μάγια της
Δεν έπιασαν σε μένα,
Με το ραβδί της με χτυπά
Και μου’ πε θυμωμένα.
Στη χοιρομάντρα με τους λοιπούς 320
Συντρόφους έλα να σμίξεις τώρα.
Τότε με το σπαθί μου χύμηξα
Δήθεν να τη σκοτώσω
Έσκουξε κι αφού έσκυψε
Έπιασε τα γόνατά μου.
Κλαίοντας μου έλεγε
Με λόγια του ανέμου
Και με λυγμούς με ρώτησε
Ποια είναι η αφεντιά μου.
Ποιός είν' ο τόπος μου
Και ποιοί είν΄οι γονείς μου.
Κανείς θνητός δε βάσταξε
Ποτέ μου'πε αυτά τα μάγια,
Μόλις τα ήπιε και πέρασαν
Μονάχα των δοντιών τα εμπόδια.
Τα μάτια μου λέω σίγουρα
Τον Πολυμήχανο πως θωρούν,
Μα στο δικό σου το μυαλό
Τα μάγια μου δε χωρούν.
Αλήθεια ο πολυμήχανος
Μή κι είσαι ο Οδυσσέας
Για σένα που'λεγ’ ο Ερμής συχνά
Με το χρυσό ραβδί στο χέρι,
Πως απ’την Τροία γυρίζοντας
Μαύρο καράβι εδώ θα σε φέρει.
Στη θήκη του το κοφτερό
Βάλτο να φιλιωθούμε,
Να πάμε στο κρεβάτι μου
Μαζί ν' αγκαλιαστούμε .
Στο στρώμα και στην απόλαυση
Τη σιγουριά θα βρούμε.
Αυτά σαν είπε τότε εγώ
Αμέσως της απαντώ.
Λέγοντας Κίρκη πως ζητάς
Να’ μαι γλυκός μαζί σου,
Όταν συντρόφους μου κρατάς
Σαν χοίρους στο μαντρί σου
Κι εμένα εδώ που με κρατάς 340
Με δόλιο με καλείς σκοπό,
Να ρθώ στην κάμαρά σου
Στο κρεββάτι σου ν' ανεβώ
Κι έτσι αντρειοσύνη και δύναμη
Μου πάρεις όταν γδυθώ
Μα ποτέ στο στρώμα σου εγώ
Δε θέλω να πλαγιάσω,
Αν δε θελήσεις ώ θεά
Μεγάλο όρκο να δώσεις,
Πως σε μένα άλλο κακό
Δε θα σκεφτείς να κάνεις.
Είπα κι εκείνη ορκίστηκε
Όπως της το’ χα ορίσει,
Κι όταν τον όρκο έδωσε
Και είχε πια τελειώσει
Τότε στης Κίρκης το πανέμορφο
Κρεββάτι είχα σκαρφαλώσει
Τέσσερις δούλες είχαν ωστόσο
Όλων των χώρων τη φροντίδα,
Απ' τις πηγές κατάγονταν
Κι από τα δάση μέσα,
Απ' τους ιερούς τους ποταμούς
Που ρέουν μπροστά στο κύμα.
Μια απ' αυτές σ' όλους τους θρόνους
Έβαζε αρχοντικά χαλιά,
Από πάνω ως κάτω κόκκινα
Και από κάτω τους λευκά.
Η άλλη μπροστά στους θρόνους
Έσερνε τραπέζια ασημένια
Κι απάνω τους αράδιαζε
Χρυσόπλεχτα πανέρια.
Η τρίτη σ' ασημένιο κάνιστρο
Ανακάτευε γλυκό κρασί
Νερώνοντάς το και σε κύπελλα
Χρυσά το μοίραζε αυτή
Η τέταρτη έφερε νερό 360
Και κάτω από τρίποδα τρανό
Άναψε φωτιά μεγάλη,
Που ζέσταινε το νερό. .
Και το νερό σε χάλκινο
Το' βρασε σε λέβητα αστραφτερό
Το πήρε απ' τον τρανό τον τρίποδα
Αφού το έκανε ανεκτό.
Και βάζοντάς με στο λουτρό.
Περνά τους ώμους μου και το κεφάλι
Κι απ' το κορμί μου τη βαριά
Κούραση θα μου βγάλει .
Σαν μ’ έλουσε με άλειψε
Με λάδι ευωδιαστό,
Χλαμύδα μού’βαλε καλή
Χιτώνα πλουμιστό.
Σε θρόνο εκείνη μ' έβαλε
Αργυροκάρφωτο τορνευτό,
Μου' βαλε καιποδόσκαμνο
Από κάτω για να πατώ.
Μια παρακόρη με χρυσό
Πανέμορφο κουμάρι,
Νερό έριχνε για να νιφτώ
Σε ασημιά λεκάνη.
Μπροστά μου κι ένα σκαλιστό
Τραπέζι θα μου στρώσει
Κι άλλη μια σεβάσμια
Με χαρά θε να μου δώσει,
Ψωμί,φαγητά περίσσια
Και να φάω θα με καλέσει.
Μα δεν μπορούσα εγώ
Αλλού σκέψη η δική μου,
Αφού πολλά δυσάρεστα
Πρόβλεπε η ψυχή μου.
Η Κίρκη σαν κατάλαβε
Πως ήμουν εκεί μα στα φαγητά
Δεν άπλωνα τα χέρια
Και θλίψη είχα στην καρδιά,
Ήλθε κοντά μου κι' άρχισε
Να λέει με λόγια φτερωτά:
Γιατί τάχα είσαι έτσι βουβός
Και τρως τα μέσα; σου Οδυσσέα,
Ούτε ψωμί δεν άγγιξες
Ούτε πιοτό μια; στάλα.
Αν σκιάζεσαι γι άλλη απάτη 380
Δεν πρέπει να έχεις φόβο,
Γιατί ήδη εγώ ορκίστηκα
Τον όρκο το πιο μεγάλο .
Έτσι είπε και γυρίζω εγώ
Αμέσως και της απαντώ:
Ποιός άντρας που είναι δίκαιος
Ανέχεται ποτό και φαγητό,
Αν δεν λυθούνε πρώτα
Οι σύντροφοι κι αφού τους δει
Με τα δικά του μάτια
Μα πράγματι αν πρόθυμα
Με καλείς να φάω και να πιώ,
Λύσε τ' αγαπημένα μου αδέλφια.
Με τα μάτια μου να τα ιδώ.
Είπα κι απ' τα παλάτια της
Η Κίρκη προς τα έξω θα κινήσει ,
Κρατώντας ραβδί στο χέρι,
Της χοιρομάντρας την πόρτα θ' ανοίξει.
Όταν τους έβγαλε από κει
Έμοιαζαν με εννιάχρονα θρεφτάρια.
Απέναντί της στάθηκαν
Κι αυτή στον καθένα μπροστά
Ερχόμενη τον άλειφε
Με φάρμακα ξεχωριστά.
Οι τρίχες όλες έπεσαν
Αυτές που’ χαν φυτρώσει,
Όταν η Κίρκη σε χυλό
Βοτάνι τους είχε δώσει.
Ξανάγιναν αμέσως άνθρωποι
Από πρωτύτερα πιο νεαροί,
Πιο όμορφοι και στο ανάστημα
Φαινόταν πιο ψηλοί.
Αμέσως με γνωρίσανε
Τα χέρια μου θα μου σφίξουν
Κι ο γόος τους τ’ αρχοντικό
Κλάματα θα γιομίσουν.
Κι η Κίρκη τη συμπόνοια της
Θέλοντας να μου δείξει,
Κοντά μου ήρθε κάθισε 400
Θέλοντας να μου μιλήσει.
Γιε του Λαέρτη θεϊκέ
Μ' έξυπνο το μυαλό σου,
Πήγαινε τώρα στο γιαλό
Στο πλοίο το γοργό σου.
Βγάλτε το πρώτα στη στεριά
Κι όλα πράγματα και πανιά
Πάτε τα μέσα σε σπήλιους;
Κι ύστερα έλα φέρνοντας
Μαζί σου τους; συντρόφους.
Την άφοβη μου την καρδιά
Τη έπεισαν τα λόγια.
Κίνησα τότε για γιαλό
Στο γρήγορο καράβι
Και βρήκα τους συντρόφους μου
Μπροστά στο ακρογιάλι,
Να δέρνονται και πικρά
Κάτω στη γη να ρίχνουνε
Δάκρυα που ήταν καυτά.
Όπως έκαναν τα μοσχαράκια
Τριγύρω απ' τις γελάδες
Σαν έρχονται στο μαντρί
Από γρασίδι χορτάτες,
Όλα μπροστά τους χοροπηδούσαν
Που να μην αντέχουν οι στάνες
Και μούγκριζαν ακατάπαυστα
Τρέχοντας γύρω από τις μάνες,
Έτσι κι αυτοί σαν μ' είδανε
Με τα δικά τους μάτια
Δάκρυα έχυναν τόσα πολλά
Που στο μυαλό τους φάνηκε
Πως έφτασαν στην πατρίδα
Στην πετρωτή Ιθάκη,
Εκεί που γεννηθήκανε
Κι εκεί που μεγαλώσαν.
Θρηνώντας τότε μου' λεγαν
Με φτερωμένα λόγια:
Για το γυρισμός σου ώ θεϊκέ
Χαρήκαμε πολύ,
Όση στο Θιάκι αν φτάναμε
Τη γη μας την πατρική.
Αλλ' έλα πες μας για των άλλων 420
Συντρόφων μας το χαμό.
Είπαν κι εγώ ευθύς απάντησα
Με λόγο ευγενικό.
Πρωτύτερα το καράβι μας
Ας βγάλουμε στη στεριά
Και στις σπηλιές ας κρύψουμε
Πράγματα και πανιά.
Για της Κίρκης τα ιερά παλάτια
Γρήγορα ετοιμαστείτε
Κι εμένα ακολουθείτε,
Να δείτε τους συντρόφους μας
Να τρώνε και να πίνουν,
Αφού όλα όσα επιθυμούν
Άφθονα τους τα δίνουν.
Στα λόγια μου υπάκουσαν
Ο Ευρύλοχος αντιδρούσε,
Τους άλλους τους απόπαιρνε
Με λόγια που πετούσε:
Που πάτε ορε άμοιροι
Τι συμφορές αναζητάτε
Στης Κίρκης μέσα το παλάτι
Θέλοντας να μαζευτείτε;
Χοίρους η Κίρκη ,λέοντες
Και λύκους θα μας κάνει,
Με τη βία να της φυλάμε
Το μεγάλο της παλάτι.
Τα ίδια που' κανε κι ο Κύκλωπας
Στη μάντρα του όταν μπήκαν
Οι σύντροφοι κι ο ίδιος
Ο άμυαλος Οδυσσέας,
Που χάθηκαν τότε κι αυτοί
Λόγω της δικής του τρέλας.
Έτσι αυτός τους μίλησε
Κι εγώ το μελετούσα,
Το δίκοπο μαχαίρι μου
Μη και να το τραβούσα.
Αν κι ήταν συγγενής στενός
Σκέφτηκα να του κόψω
Κι αυτό το ξεροκέφαλο
Στο χώμα να το ξαπλώσω. 440
Μα οι σύντροφοί μου με συγκρατούσαν
Με τα λόγια αυτά τα τρυφερά:
Ας τον αφήσουμε θεογέννητε
Να κάθεται δίπλα και να φυλά,
Με τη δική σου εντολή
Το πλοίο στην ακρογιαλιά.
Το δρόμο μόνο δείξε μας
Προς της Κίρκης τα παλάτια ιερά.
Είπαν κι όλοι απ' της θάλασσας
Ανέβηκαν τ' ακρογιάλι,
Δεν έμεινε ουτ' ο Ευρύλοχος
Στο βαθουλό καράβι,
Αλλά ακολούθησε γιατί
Τα λόγια μου τον είχαν τρομάξει.
Ως τότε η Κίρκη τους λοιπούς
Συντρόφους μας στο παλάτι,
Τους έλουσε τους άλειψε
Με ευωδιασμένο λάδι.
Tους έντυσε με πυκνοΰφαντες
Χλαμύδες και χιτώνες,
Μεσ’ το παλάτι τρώγανε
Καλές περνούσαν ώρες.
Κι όταν αντικριστήκανε
Νοιώθοντας την ύπαρξή τους,
Βούιξαν όλα γύρω τους
Σαν άρχισαν τους θρήνους.
Με πλησίασε τότε η θεά
Η σεβαστή και μου’πε:
Οδυσσέα πολυμήχανε,
Γιε του Λαέρτη θεϊκέ
Τα πύρινα σας δάκρια
Καιρός να σταματήστε.
Mόνη μου ξέρω καλά
Στη γεμάτη ψάρια θάλασσα
Πόσα τραβήξατε δεινά
Κι πόσα; φονικά οι εχθροί σας
Έκαναν πάνω στη στεριά.
Μα λάτε φάτε μια μπουκιά ψωμί
Πιείτε και μια γουλιά κρασί, 460
Στα στήθια μέσα η καρδιά
Να’ ρθει στα σύνγκαλα της,
Σαν κείνη που πρωταφήσατε
Στην κακοτράχαλη γη της Ιθάκης.
Τώρα θλιμμένοι ανήμποροι
Θυμάστε τα βάσανα σας,
Καμιά χαρά δε νιώθετε
Ποτέ μεσ’την καρδιά σας.
Γιατί πολλά σας έτυχαν
Βάσανα στη ζωή σας.
Έτσι μας είπε κι άγγιξαν
Τα λόγια την ψυχή μας.
Και τότε συμπληρώσαμε
Ολόκληρο χρόνο εκεί,
Τρώγοντας πλούσια φαγητά
Και πίνοντας γλυκό κρασί.
Μα σαν ο χρόνος πέρασε
Και κύλησαν ξανά οι εποχές,
Οι μήνες όταν τέλειωναν
Και πέρναγαν μια μια οι μέρες,
Οι αγαπημένοι σύντροφοι
Με φώναξαν και μου’παν:
Βάλε καημένε πια στο νου
Την πατρίδα μας τη γλυκιά,
Αν να σωθείς είναι γραφτό
Και πίσω να γυρίσεις
Στης πατρικής σου γης
Στ’ αψηλοτάβανό σου αρχοντικό.
Την άτρομη μου την καρδιά
Τα λόγια μ’είχαν πείσει,
Και μέχρι το βράδι τρώγαμε
Ως του ηλιού τη δύση.
Ολόγλυκο ήταν το κρασί.
Τα κρέατα κι αυτά πολλά
Κι αφού ο ήλιος χάθηκε
Πήρε βαθύ σκοτάδι
Οι άλλοι πήγανε να κοιμηθούν
Στο σκιερό παλάτι.
Κι εγώ στης Κίρκης τ’ απαλό 480
Ανεβαίνοντας το κρεβάτι ,
Στα γόνατά της πέφτω
Λέγοντας λόγια που η θεά
Τ' άκουγε με ανοιχτά αυτιά.
Κι απέ κράζοντας της μίλησα
Λέγοντας λόγια πεταχτά:
Ώ Κίρκη το τάξιμο που έδωσες
Τέλειωσέ το τώρα πιά,
Στην πατρίδα θα μας έστελνες
Που το θέλει κι η δική μου καρδιά.
Το λαχταρούν κι οι άλλοι σύντροφοι
Που καίνε τα σωθικά μου,
Τριγύρω μου πάντα σαν θρηνούν
Τις ώρες που λείπεις από κοντά μου.
Αμέσως η λατρευτή θεά
Θα μου μιλήσει ευγενικά:
Πολυμήχανε Οδυσσέα
Θεογέννητε γιε του Λαέρτη,
Στο σπίτι μου δε σας κρατώ
Αν σας λείψει η πεθυμιά.
Μα άλλη πρέπει κατεύθυνση
Να πάρετε πρώτα-πρώτα,
Στον Άδη να πάτε και στης φρικτής
Περσεφόνης τα παλάτια.
Να πάρετε χρησμό απ' την ψυχή
Του Θηβαίου Τειρεσία,
Του μάντη που' τανε τυφλός
Μα που του χάρισε η Περσεφόνη
Το μυαλό του αν κι ήτανε νεκρός.
Μονάχα αυτός μα οι λοιποί
Σαν ίσκιοι να τριγυρνάνε.
Τα λόγια της στα στήθια μου
Παράλυσαν την καρδιά μου
Κι απάνω στο κρεβάτι μας
Πλημμύρα τα δάκρυα μου.
Και η ψυχή μου τώρα πιά
Ζωή δεν πεθυμούσε,
Ούτ’ ήθελε το βλέμμα της
Το φως πια να κοιτούσε.
Και όταν τέλος χόρτασα
Τον κλάμα και τα ξόδια,
Στην Κίρκη τότε μίλησα
Μ’ απελπισμένα λόγια:
Κίρκη μου στο ταξίδι αυτό 500
Ποιος θα’ναι οδηγός,
Με πλοίο δεν ξανάφτασε
Στον Άδη άλλος θνητός.
Είπα κι η λατρευτή Θεά
Αμέσως θα μ’ απαντήσει:
Οδυσσέα γιέ του Λαέρτη
Τον οδηγό μη σκέφτεσαι
Αν θα λείψει απ' το καράβι,
Άνοιξε τα λευκά πανιά
Πάκτωσε το κατάρτι,
Κάτσε και η πνοή του βοριά
Μονάχα θα το κυνηγά.
Κι όταν με το καράβι σου
Τον ωκεανό περάσεις,
Όρμο θα συναντήσεις
Όπου τα φουντωτά θα δεις
Δάση της Περσεφόνης,
Με λεύκες πανύψηλες κι ιτιές
Που ρίχνουν τους καρπούς τους.
Πάνω εκεί στο πέλαγο
Με τη δίνη ως το βυθό,
Σαν αράξεις το καράβι
Ατός σου στου Άδη πήγαινε
Το ευρύχωρό του παλάτι.
Εκεί πέρα χύνονται
Ο Περφλεγέθων κι ο Κωκυτός,
Που απ' τη Στύγα πηγάζει ο δεύτερος
Και σμίγουν μετά πριν πέσουν κι οι δυο
Από βράχο στον Αχέροντα
Με βαρύγδουπο παφλασμό.
Εκεί σαν πλησιάσεις ήρωα
Κοντά κοντά αφού περάσεις
Όπως σ' αρμηνεύω τώρα,
Λάκκο μια οργιά θ’ ανοίξεις
Σε πλάτος και σε μάκρος.
Σπονδή μετά να προσφέρεις
Σε όλους τους νεκρούς.
Πρώτα να ρίξεις μέλι και γάλα
Μετά να χύσεις κρασί γλυκό,
Τέλος στο ίδιο μέρος νερό
Κι από πάνω να πασπαλίσεις
Κριθάλευρο χοντρό. 520
Και στων νεκρών να κάνεις
Τα άψυχα κεφάλια τάμα,
Στο Θιάκι όταν φτάσεις
Την πιο καλή στέρφα δαμάλα
Μέσα στα μέγαρα πως θα σφάξεις,
Καίγοντας μαζί δώρα πολλά.
Κατάμαυρο λέω να θυσιάσεις
Κριάρι ξέχωρα στον Τειρεσία,
Να είναι απ' όλα το καλύτερο
Απ' όσα θα έχεις πρόβατα.
Κι όταν στων σεβάσμιων νεκρών
Δεηθείς τα πλήθη πρώτα,
Τότε θυσίασε εκεί κριάρι
Και μαύρη προβατίνα
Γυρνώντας τα προς το σκοτάδι
Κι εσύ μακριά να κοιτάξεις,
Στις ρέμα στο ποτάμι,
Όπου πολλές ψυχές που χάθηκαν
Θα καταφθάσουν εκεί.
Κατόπιν τους συντρόφους σου
Πρόσταξε να σηκώσουν,
Όλα τ’ αρνιά που σφάχτηκαν
Με άσπλαχνο χαλκό,
Αμέσως να τα κάψουν.
Εκεί αφού τα γδάρουνε
Και στη φωτιά τα κάψουν,
Στην Περσεφόνη τη φριχτή
Και στο δυνατό. τον Άδη
Παράκληση να κάνουν.
Σύρε το κοφτερό εσύ σπαθί
Απ' το μηρό σου με γρηγοράδα,
Και μην αφήσεις στο αίμα να φτάσουν
Των νεκρών τ' άυλα μούτρα,
Πριχού ο μάντης Τειρεσίας
Σου δώσει τη μαντεία.
Όπου αμέσως θα δεις βασιλιά
Το μάντη να καταφθάνει,
Για να σου πει της στράτας σου
Πόσο ο δρόμος θα είναι μακριά
Και πώς μέσ' από'το πέλαγος
Περνώντας το ψαροτρόφο,
Θα φτάσεις στην πατρίδα τη γλυκιά.
Αυτά μου είπε κι η χρυσή 540
Σε λίγο σαν πρόβαλε αυγούλα,
Εκείνη τότε μου ‘βαλε
Χλαμύδα και χιτώνα.
Η ίδια η νύμφη φόρεσε,
Λεπτό χαριτωμένο
Αργυρόχρωμο μακρύ φουστάνι,
Ζώνη πανέμορφη χρυσή,
Φακιόλι στο κεφάλι.
Και τότε εγώ που γύριζα
Του παλατιού τους χώρους,
Ξεσήκωνα με γλυκόλογα
Τους άλλους μου συντρόφους,
Μιλώντας μ' έναν έναν μ' όλους.
Ξυπνάτε μην κοιμόσαστε
Στον γλυκό ύπνο παραδομένοι,
Πάμε από τη σεβαστή θεά
Την Κίρκη είμαστε οδηγημένοι.
Τους είπα και τη δυνατή
Έπεισα την καρδιά τους,
Δεν πήρα όμως από κει σωστούς
Όλους μου τους συντρόφους.
Γιατ’ ήταν κι ο Ελλήνορας
Που’ ταν μεν νεαρός,
Μα ούτε γενναίος στον πόλεμο
Ούτε στα μυαλά αποδεκτός
Από τους λοιπούς συντρόφους μου
Εκείνος ξεχωριστά,
Δροσιά ποθώντας διάλεξε
Της Κίρκης τα δώματα τα ιερά.
Ήταν μεθυσμένος βλέπεις πολύ
Μα όταν οι άλλοι κίνησαν
Να φεύγουν ομαδικά,
Άκούοντας ένα γδούπο
Αναπήδησε ξαφνικά.
Και από λάθος του μυαλού
Πηγαίνοντας ξανά να κατεβεί
Απ' τη σκάλα την αψηλή
Έπεσε καρσί απ' τη σκεπή.
Ο σβέρκος του τσακίστηκε
Φάνηκαν οι σπόνδυλοί του,
Στον Άδη τον πικρόχολο
Ροβόλησε η ψυχή του. 560
Σ' αυτούς εγώ που ήλθαν
Τούτα τα λόγια είπα,
Τώρα θα λέτε στη γλυκιά
Θα πάμε πια πατρίδα .
Η Κίρκη όμως ορμήνεψε
Άλλη διαδρομή,
Στον Άδη να κατεβούμε
Στην Περσεφόνη τη φοβερή,
Χρησμό να πάρουμ'απ' του Θηβαίου
Μάντη Τειρεσία,την ψυχή.
Είπα και όλων η καρδιά
Κόπηκε μεσ’τα στήθια,
Εκείνοι πάλι έκλαιγαν
Τραβούσαν τα μαλλιά τους,
Μα όφελος δεν είχανε
Κανένα απ' τους θρήνους.
Φτάσαμε πια στην αμμουδιά
Στο πλοίο το γοργό θλιμμένοι,
Χύνοντας δάκρια καυτά
Βαθιά βαλαντωμένοι,
Η Κίρκη στο αναμεταξύ
Ήλθε στο μαύρο καράβι
Κι αόρατη μια μαύρη έδεσε
Προβατίνα κι ένα κριάρι.
Ποιος άραγε θεού μπορεί να δει
Αν δεν το θέλει ο ίδιος,
Τα μάτια του αφού πότε από δω
Και πότε απ'εκεί πηγαίνει εκείνος
Ραψωδία λ
O Oδυσσέας μιλά για την πορεία
μετά την Κίρκη
Σα φτάσαμε στη θάλασσα 1
Και κάτω στο καράβι,
Το σύραμε στα κύματα
Πρώτα τα θεϊκά,
Υψώσαμε μετά το κατάρτι
Απέ και τα πανιά.
Μπήκαμε μέσα όλοι μας
Βάλαμε και τ’αρνιά,
Κατάκαρδα θλιμμένοι
Χύνοντας δάκρια καφτά.
Πίσω απ’ το καράβι μας
Το γαλαζόπλωρο αγέρας πρίμος,
Από την άγρια Κίρκη τη θεά
Με την ανθρώπινη μιλιά
Τη μορφοπλέξουδη αποσταλμένος.
Και ο πιστός μας εκείνος φίλος,
Φούσκωνε όλα τα πανιά
Και καθισμένοι στο πλοίο μέσα
Αφού βολέψαμε και τα πανιά,
Ο άνεμος κι ο κυβερνήτης
Το πήγαιναν πια καλά. 10
Κι ολημερίς το πλοίο μας
Με φουσκωμένα τα πανιά
Αρμένιζε στ' ανοιχτά.
Κι άμα ο ήλιος έδυσε
Ίσκιωσαν κι οι θαλάσσιοι δρόμοι,
Φτάσαμε στην εσχατιά.
Τότε πια του πέλαγου
Με ρέματα πολύ βαθιά.
Εκεί και των των Κιμμέριων
Το κάστρο είν' κι η χώρα,
Τυλιγμένοι μέσ'τη συννεφιά
Απέ και στην αντάρα.
Ο ήλιος με τις ακτίνες του
Εκεί ποτέ δε διακρίνεται
Ούτε σαν παίρνει τον ανήφορο
Στων αστεριών τα ουράνια,
Μήτε όταν πάλι προς τη γη
Στρέφεται απ' τα μεσουράνια,
Μόνο ολέθρια απλώνει
Στους δύσμοιρους θνητούς σκοτάδια.
Κι όταν φτάσαμε πιά εκεί
Το καράβι οδηγήσαμε στην ακτή.
Βγάλαμε τα πρόβατα από μέσα
Κι απ' του πελάγου το ρέμα
Πηγαίνοντας δίπλα δίπλα 20
Το δρόμο πήραμε στη στιγμή,
Έως ότου σε τόπο φτάσαμε
Όπως η Κίρκη μας είχε πει.
Ο Οδυσσέας έφτασε στον Άδη
με προτροπή της Κίρκης.
Ο Περιμήδης μπρός μου τα σφαχτά 23
Τ’ άδραξε κι ο Ευρύλοχος,
Κι εγώ τραβώντας από το μηρό
Το κοφτερό μου ξίφος
Άνοιξα λάκκο μια οργιά
Του πλάτους και το μάκρους
Και ολόγυρα έκανα σπονδή
Σ' όλους τους πεθαμένους.
Μέλι και γάλα στην αρχή
Μετά κρασί πολύ γλυκό,
Το τρίτο ήταν το νερό
Κι απάνω τους αλεύρι απ’το
λευκό.
Και στ' άψυχα κεφάλια των νεκρών
Έταζα στην Ιθάκη όταν φτάσω
Στέρφα δαμάλα διαλεχτή
Την πιο καλή να σφάξω
Και τη φωτιά με δώρα να γιομίσω,
Κατάμαυρο κριάρι χωριστά
Διαλεχτό στο κοπάδι μας μέσα
Να θυσιάσω έταξα
Ξέχωρα στον Τειρεσία.
Κι όταν με τάματα και προσευχές
Τα πλήθη των νεκρών ικέτευσα,
Έπιασα και στο λάκκο απάνω
Έγδαρα μετά τ' αρνιά.
Κι ως έτρεχε μαύρο αίμα τους
Να’σου κι οι ψυχές σε λίγο
Των νεκρών που βγήκαν από κάτω
Το σκοτάδι . το πηχτό
Κοριτσόπουλα ,αγόρια λεύτερα
Βασανισμένοι γέροντες
Λεύτερες τρυφερές, που πρόσφατα
Θρηνήθηκαν κι ήταν θυμωμένες.
Πολλοί που χτυπηθήκανε 40
Με χάλκινα κοντάρια,
Άνδρες που σε πολέμους έπεσαν
Άρματα κρατώντας ματωμένα.
Κι όλοι το λάκκο έζωναν
Χιλιάδες από παντού
φερμένοι,
Έτρεχαν και ουρλιάζανε
Που χλώμιασαν και μένα ακόμη,
Και τότε στους συντρόφους μου
Να γδάρουν και να κάψουν είπα,
Εκείνα τ' αρνιά που κείτονταν
Από άσπλαχνο χαλκό σκοτωμένα.
Δέηση στους θεούς να υψώσουνε
Στην Περσεφόνη τη σκληρή
Και στον Άρη το μεγαλοπρεπή..
Το ξίφος μου το μυτερό,
Απ’το μηρό μου τράβηξα
Κάθισα και δεν άφηνα
Τ' άψυχα κεφάλια των νεκρών
Στο αίμα να ζυγώσουν κοντά,
Προτού ο μάντης Τειρεσίας
Μου δώσει μαντεψιά
Πρώτη ήλθε του συντρόφου
μας
Ελπήνορα η ψυχή,
Που δεν του είχε σκεπάσει ακόμα
Η πλατύδρομη γη το κορμί.
Αφού αφήσαμε το σώμα του
Στης Κίρκης το παλάτι,
Άκλαυτο κι άθαφτο γιατί
Μας έσπρωχνε άλλ’ ανάγκη.
Kαι
σαν τον είδα δάκρυσα
Με την καρδιά κομμάτια,
Να του μιλώ ξεκίνησα
Με του ανέμου λόγια.
Ελπήνορα πως έφτασες
Μεσ’ το θολό σκοτάδι,
Πεζός εσύ με πρόλαβες
Κι ας είχα εγώ καράβι.
Καθώς εγώ του μίλησα
Με θρήνο θα μ' απαντήσει: 60
Οδυσσέα πολυμήχανε
Θεογέννητε γιε του Λαέρτη,
Οργή θεού με τύφλωσε
Κι ανείπωτο μεθύσι.
Ξαπλωμένος όπως ήμουνα
Στ’ αρχοντικό της Κίρκης,
Δε σκέφτηκα την αψηλή
Τη σκάλα της αυλής της.
Και από λάθος του μυαλού
Πηγαίνοντας απ' την ψηλή
Τη σκάλα να κατεβώ ξανά
Έπεσα καρσί απ' τη σκεπή.
Ο σβέρκος μου τσακίστηκε
Φάνηκαν οι σπόνδυλοί μου
Στον Άδη τότε πια
Ροβόλησε η ψυχή μου.
Αντίκρυ έπεσα σαν κουβάρι
Απ’τη σκεπή ίσια κάτω,
Ο σβέρκος μου πετάχτηκε
Με τα; κόκκαλα προς τα έξω.
Έτσι ροβόλησ’η ψυχή
Στον άχαρο τον Άδη.
Και τώρα εγώ ξορκίζω εσένα
Στ' όνομα όσων άφησες πίσω σου
Και δεν είναι τώρα εδώ,
Το ταίρι σου, τον πατέρα
σου
Που σ’έτρεφε όταν ήσουν μωρό ,
Aκόμα και στο μοναχογιό σου
Τον Τηλέμαχο ,που τον άφησες
Όσο έλειπες στ' αρχοντικό
Γιατί το ξέρω πως απ’το βαθύ
Τον Άδη θα γυρίσεις,
Στης Αίας(Κίρκης) πάλι το νησί
Το πλοίο σου θα
προσορμίσεις.
Βασιλιά μου εκεί σ΄εκλιπαρώ
Εμένα να θυμηθείς
Κι άθαφτο πίσω κι άκλαυτο
Μη φύγεις και μ' αφήσεις,
Θύμα οργής να μη με κάνουν
Κάποιοι θεοί που μάνητα
Με σένα έχουν .
Με τ' άρματα να με κάψεις
Όσα ήταν δικά μου από εκείνα
Και στο ακρόγιαλο της θάλασσας
Χτίσε κοντά ένα μνήμα.
Τον άνδρα το δυστυχή
Να θυμούνται οι στερνοί
Κι όταν τούτα τελειώσεις
Μπήξε στο μνήμα κι ένα κουπί,
Από κείνα που κωπηλατούσα
Με τους συντρόφους μας μαζί
Αυτά σαν μου' πε τότε εγώ
Με τη σειρά μου θα του απαντήσω,
Όλα αυτά για σένα δύστυχε
Μέχρι το τέλος θα πραγματοποιήσω.
Τέτοια Λόγια ανταλλάξαμε
Οι δυο μας λυπητερά,
Κι Εγώ το χασαπομάχαιρο
Πάνω.από το αίμα κρατούσα σφιχτά
Κι ο ίσκιος του συντρόφου μου
Απ' την άλλη μεριά
Έλεγε λόγια πολλά
Ήλθε κοντά μου κι η ψυχή
Της κόρης του μεγάλου Αυτόλυκου
Της μητέρας μου Αντικλίιας,
Που ζωντανή την άφησα
Στον πηγαιμό της άγιας Τροίας.
Και σαν την είδα δάκρυσα
Μάτωσε η καρδιά μου,
Μα δεν την άφησα κι αυτή
Στο αίμα να’ρθει κοντά
μου.
Μ’όλο τον πόνο που’ νιωθα
Mαζί
της να μιλήσω,
Toν Τειρεσία έπρεπε
Πρώτα να συναντήσω.
Tου
Τειρεσία η ψυχή
Τότ’ήρθε του Θηβαίου,
Σκήπτρο κρατούσε ολόχρυσο
Με γνώρισε λέγοντας μου.
Γιε του Λαέρτη θεϊκέ
Πολυμήχανε Οδυσσέα,
Γιατί δόλιε άφησες
Του ήλιου την αψάδα
Ki ήλθες εδώ να δειςνεκρούς
Σε δύσμοιρη κοινωνία?
Αλλ' απ' το λάκκο απομακρύνσου
Και κράτησε αλάργα
Το το μυτερό, σπαθί σου,
Να πιώ απο το αίμα αυτό
Κι απε την αλήθεια θα σου πω.
Σαν είπε την ασημοκάρφωτη
Απέσυρα τότε τη σπάθα
Κι όταν το μαύρο ο άριστος
Προφήτης ήπιε το αίμα,
Άρχισε τότε να μιλά
Και μου’πε αυτά τα λόγια. 100
Τον γλυκοπόθητο ζητάς
Οδυσσέα γυρισμό σου,
Μα δύσκολα κάποιος θεός
Θα κάνει το δικό σου.
Nα
ξέρεις πως ο σαλευτής(Ποσειδώνας)
Του κόσμου έχει θυμώσει,
Και έχει μίσος στην καρδιά
Το γιο του που’ χες
τυφλώσει,
Παρ’όλα αυτά θα φτάνατε
Τραβώντας βάσανα πολλά,
Αν εσύ και το συνάφι σου.
Το θέλετε πραγματικά.
Μόλις της Θρινακίας το νησί
Πρώτα θα βρεις, ν' αράξεις ,
Με το γερό σου το σκαρί
Αν το μενεξεδένιο πέλαγο
Εσύ το ξεπεράσεις,
Όπου εκεί θα βόσκουνε
Τα βόδια και τα παχιά αρνιά,
Του Ήλιου που όλα τα βλέπει
Και τ' ακούει από ψηλά.
Άφήσέ τα απείραχτα
Γυρισμό αφού σχεδιάζεις,
Έτσι κι αν θ περάσεις βάσανα
Στην Ιθάκη τελικά θα φτάσεις.
Αν όμως τα πειράξετε,
Βέβαιη βλέπω καταστροφή,
Του καραβιού, δική σου
Και των συντρόφων σου μαζί.
Και αν σωθείς, πολύ αργά
Θα φτάσεις ελεεινός,
Μα δίχως τους συντρόφους
σου
Με ξένο πλοίο μοναχός,
Όμως κι άλλα βάσανα
Στο σπίτι σου σε περιμένουν,
Όπου άντρες αλαζονικοί
Το βιός σου κατατρώγουν
π
Που την ισόθεη γυναίκα σου,
Παλεύοντας να σου την πάρουν.
Δώρα πολλά της τάζουν
Μα εσύ σαν πας θα εκδικηθείς
Τις ανομίες όλες που κάνουν 120
Κι όταν τους μνηστήρες
πια
Περάσεις από λεπίδι,
Με πονηριά ή φανερά
Μεσ’το δικό σου σπίτι,
Πάρε στα χέρια σου κουπί
Έπειτα καλά ταιριαστό,
Και τράβα όσο να φτάσεις
Σε άσχετο από θάλασσα λαό,
Π' ούτε κι αλάτι βάζουνε
Ανάμεικτο με το φαγητό.
Μήτ’ από πλοία να ξέρουνε
Που κόκκινη πλώρη έχουν,
Ούτ' από κουπιά καλάρμοστα
Που σαν φτερά τα πλοία κατευθύνουν.
Κι ένα σημάδι αλάθευτο
Θα σου το πω να ξέρεις
Που λάθος να μη κάνεις.
Άμα πάνω στη στράτα σου
Συναντήσεις κάποιον πεζό
Και λυχνιστήρι πει πως κουβαλάς
Στον ώμο σου το λαμπερό,
Μπήξε το στη γη βαθιά.
Το καλάρμοστο κουπί αυτό,
Κι αφού προσφέρεις θυσίες καλές
Στο βασιλιά Ποσειδώνα,
Κριάρι, ταύρο και κάπρο
Των γουρουνιών επιβήτορα,
Τότε πρόσφερε μεγάλες θυσίες
Γυρνώντας στην πατρίδα,
Σ όλους χωρίς διάκριση
Τους αθάνατους που όλα τα πλάτη
Κατέχουν στα ουράνια.
Και μακριά από θάλασσες
Ο θάνατος σου θα σε βρει,
Γλυκός ,γαλήνιος
Σε αρχοντικά βαθιά γεράματα
Κι όλοι σου οι λαοί.
Ευτυχισμένοι να' ναι ολόγυρα.
Όσα εγώ που ήξερα
Τ' αδιάψευστα σου τα είπα. 140
Του απάντησα σαν μίλησε
Με λίγα μόνο λόγια.
Τούτα τα προκαθόρισαν οι θεοί
Οι ίδιοι Τειρεσία,
Μα ξήγησε μου και αυτό
Και πες μου αληθινά,
Είν’ η ψυχή της μάνας μου
H νεκρή που βλέπω εδώ μπροστά
Να κάθεται στο αίμα κοντά:
Κι ούτε προς το γιο της πρόθυμη
Είναι να κοιτάξει,
Ούτε να του κουβεντιάσει,
Μα πες μου αφέντη αν γίνεται'
Ποιός είμαι να με κατανομάσει.
Κι ως είπα με τη σειρά του
Αμέσως θα μου απαντήσει;
Εύκολο πράγμα μου ζητάς
Και το μυαλό σου θα φωτίσω
Όποιον στο αίμα να πλησιάσει,
Απ’τους νεκρούς αφήνεις,
Λόγο του αληθινό θ' ακούσεις
Κι όποιον δε θες αυτός
Πίσω θα φύγει πάλι.
Αυτά σαν είπε η ψυχή
Του άρχοντα Τειρεσία,
Στου Άδη θα γυρίσει τα παλάτια
Αφού όλα πια μου αράδιασε
Της μοίρας τα γραμμένα
Μα εγώ αμετακίνητος
Καθόμουν εκεί πέρα,
Ώσπου ήλθ' η μάνα μου
Και ήπιε απ' το μαύρο αίμα.
Με μιας ποιος ήμουν κατάλαβε
Και κραυγάζοντας γοερά
Μου μίλησε μ' αλλόκοτα
Λόγια όχι κατανοητά:
Γιε μου πως έφτασες ζωντανός
Στ' ανήλιαγα κάτω σκοτάδια,
Αβάσταχτο είναι για τους ζωντανούς
Εδώ να βλέπουν όλα τούτα.
Σ' άγριες ανάμεσά μας ρεματιές
Κυλούν ποτάμια τρανά,
Και δεν είναι ακόμα μπορετό
Τον ωκεανό που είναι πιο μπροστά ,
Κανένας να τον διαβεί πεζός
Εκτός αν διαθέτει καράβι
Καλά καμωμένο αυτός. 160
Μηνα τώρα από την Τροία
Παραδαρμένος φτάνεις εδώ
Με πλοίο και με συντρόφους
Μετά από πολύ καιρό;
Κι ούτε στην Ιθάκη ακόμα
Ακόμα δεν πήγες,
Ούτε κα τη γυναίκα σου
Στα μέγαρα δεν το είδες;
Με δυο μου λόγια τότε εγώ
Έτσι της απαντώ:
Μάνα η ανάγκη μ'έκανε
Στον Άδη να κατεβώ,
Απ' του μάντη Τειρεσία την ψυχή
Ήλθα να πάρω Χρησμό
Aυτά σαν είπε τότε εγώ
Της μίλησα και της είπα:
Σε χώμα Αχαιών κοντά
Δε βρέθηκα ακόμα.
Ούτε πάτησα δικό μας χώμα,
Περιπλανιέμαι μοναχά
Από τότε που ακολούθησα
Τον Αγαμέμνονα απ' την αρχή
Σ' ατέλειωτη συμφορά,
Τους Τρώες να πολεμήσω.
Στην Τροία που μεγάλωναν
Άλογα ξακουστά ,
Με όλη την αλήθεια,
Έλα πες μου τούτο δα,
Ποιός την καρδιά σου έριξε
Κάτω του θανατά.
Μήπως αρρώστια μακρόσυρτη
Για η τοξοβόλα Άρτεμη
Με σαϊτιές χωρίς πληγές
Σου πήρε τη ζωή.
Πες μου για τον πατέρα μου
Και το γιο μου που' χω αφήσει,
Τα πρωτεία μου αν κρατούν ακόμα
Ή άλλος απ' τους άνδρες πια ορίζει
Λογαριάζοντας πως δε γυρίζω πια.
Μα πες μου και για της γυναίκας μου 180
Τα θέλω και τα μυαλά,
Αν μένει κοντά με το
παιδί
Το βιός μας αν κουμαντάρει καλά,
Ή κανένας από τους Αχαιούς
Τρανός την έχει πάρει πιά
Είπα κι αυτή μ’ απάντησε
Η μάνα μου η σεβαστή:
Και βέβαια στα μέγαρά μένει
Πάντα με μια καρδιά κλειστή
Κάνοντα;ς υπομονή
Πικρές οι νύχτες της
περνούν
Κι οι μέρες της όλο θλίψη,
Την όμορφη βασιλεία σου
Κανείς δεν έχει κλέψει.
Αλλά ο Τηλέμαχος με ψυχραιμία
Καρπούται τα μετόχια
Κι' αφού όλοι τον προσκαλούν
Άρτιο το μερτικό του στα δείπνα
Το παίρνει όπως πρέπει και ταιριάζει
Σ' όποιον το δίκιο κρίνει και μοιράζει.
Κι εκείνος ο πατέρας σου
Δεν κατεβαίνει πια στη χώρα.
Στο κτήμα του μένει μέσα
Κρεβάτι δεν έχει ούτε στρώμα,
Μα ούτε και σκεπάσματα
Και κεντητά
σεντόνια.
Μα σαν καταφτάνει χειμωνιά
Κοιμάται μέσ'το σπίτι
Δίπλα στο τζάκι καταγή,
Με τα ρούχα του.φθαρμένα
Εκεί μαζί κι οι μπιστικοί.
Tο
καλοκαίρι ως το φθινόπωρο
Που αφθονούν τα φρούτα,
Όπου βρεθεί σε ξέφωτο
Στ' αμπελοχώραφό του μέσα,
Με στρώμα του τ' αμπελόφυλλα
Που' ναι κάτω πεσμένα,
Κείτεται εκεί με στεναγμούς
Και μεγαλώνει ο πόνος στην καρδιά,
Με τα γεράματα να' ναι βαριά.
Ποθώντας το δικό σου γυρισμό.
Γι' αυτό ατή μου χάθηκα
Κι ο θάνατος με βρήκε,
Δεν έτρεξε στ' αρχοντικά
Να μ’ εύρει η τοξεύτρα,
Η καλοσημαδεύτρα.
Ούτε κάποια αρρώστια φοβερή 200
Πάνω μου είχε πέσει,
Που να σου λειώνει το κορμί
Και την ψυχή σου μετά να παίρνει.
Mον’
ο καημός για σένανε
Οι κουβέντες σου ένδοξε Οδυσσέα,
Κι η πραότητά σου μού'λειψε
Με τη μελόγκλυκιά σου καρδιά.
Έτσι είπε και τα στήθια
μου
Τα φλόγιζε μια λαχτάρα,
Να αγκαλιάσω την ψυχή
Απ' τη νεκρή μου μάνα .
Όρμησα τότε τρεις φορές
Ποθώντας να να την αγκαλιάσω,
Τρεις φορές όμως απ' τα χέρια μου
Σαν ίσκιος και σαν όνειρο
Πέταξε και θα τη χάσω.
Κι ο πόνος μου ανέβαινε
Πικρός απ’την καρδιά
Φωνάζοντας της έλεγα
Mε
λόγια θλιβερά:
Μανούλα γιατί δε στέκεσαι
Που θέλω να σ' ακουμπήσω,
Ν’ αγκαλιαστούμε τρυφερά,
Στον Άδη τον παγερό στο θρήνο μας
Κι οι δυο να βρούμε παρηγοριά:
Mην
είσαι κάποιο αερικό
Που το’στειλε η Περσεφόνη,
Στενάζοντας έτσι πιότερο
Ο πόνος να μεγαλώνει.
Είπα και η μανούλα μου
Απάντησε η δόλια αμέσως:
Αχ γιε μου απ’όλους πιο
πολύ
Στον κόσμο e;isaqi δυστυχισμένος.
Όχι εσένα δε σε ξεγέλασε
Η κόρη του Δία η Περσεφόνη, 220
Όμως αυτή’ ναι η μοίρα των θνητών
Όταν κανείς πεθαίνει.
Τα κόκαλα και τις σάρκες
του
Τα νεύρα δεν τα συγκρατούν,
Αλλά η δύναμη τα δαμάζει
Της φωτιάς που λαμπαδιάζει.
Κι αφού πρώτα τ' άσπρα κόκκαλα
Η ζωή θα τα παρατήσει,
Απε σαν όνειρο η ψυχή
Πετώντας φτερουγίζει
Μον πήγαινε γοργά στο φως
Αφού εδώ όλα πια τα μάθεις
Κατόπιν στη γυναίκα σου
Να της
περιγράφεις να’χεις.
Aυτές; σαν ανταλλάξαμε
Εμείς οι δυο τις κουβέντες,
Ήλθαν γυναίκες απ' τη φοβερή
Την Περσεφόνη ξεσηκωμένες,
Όλες γυναίκες αρχηγών
Ήταν και θυγατέρες,
Στο μαύρο αίμα ολόγυρα
Όλες; σαν μαζωχτήκαν,
Για να ρωτήσω εγώ την κάθε μια
Σκεφτόμουν πως να γινόταν.
Κι η σκέψη αυτή μου φάνηκε
Aπ’το μηρό μου τον παχύ
Τράβηξα το μακρύ σπαθί
Και δεν τις άφησα να πιούν
Το αίμα όλες μαζί.
Η μια μετά την άλλη ερχότανε
Τότε η κάθε μια τους
Κι εγώ για όλες μάθαινα
Ποια ήταν η γενιά τους.
Τότε είδα πρώτη την Τυρώ
Που’ταν αρχοντοπούλα
Και μου’λεγε πως πατέρα της
Eίχε
το Σαλμωνία..
Για άντρα είχε τον ο Κριθιά(Κριθέας)
Του Αιόλου το λεβεντογιό, 240
Μ' αγάπησε το θείο Ενιπέα
Τον ομορφότερο στη γη ποταμό,
Γι' αυτό στου Ενιπέα κοντά
Σύχναζε ολημερίς η Τυρώ.
Τα δροσερά του νερά
Ο σαλευτής του κόσμου(Ποσειδώνας)
Παίρνοντας του ποταμού τη μορφή,
Στου αφρισμένου πήγε κοντά της
Ενιππέα την εκβολή.
Άλικο κύμα σαν βουνό
Υψώθηκε καμπουρωτό,
Κι έκρυψε ολοτρόγυρα
Θνητή γυναίκα.και θεό.
Μέσα στον ύπνο έλυσε
Τη ζώνη απ’ την παρθένα
Κι όταν της αγάπης τέλειωσε
Ο θεός τα έργα ,
Το χέρι της σφίγγει τρυφερά
Και τούτα της λέει λόγια :
Να χαίρεσαι γυναίκα την αγάπη μου
Κι όταν γυρίσει ο χρόνος
Πανέμορφα θα κάνεις αγόρια,
Γιατί των θεών χωρίς καρπό
Δεν είναι ποτέ το στρώμα.
Εσύ αυτά να τα νοιαστείς
Να τα μοσχαναθρέψεις,
Μα σύρε τώρα σπίτι σου
Και μη με μαρτυρήσεις.
Ο Ποσειδώνας είμαι εγώ
Να ξέρεις ο κοσμοσείστης.
Έτσ’είπε και στο πέλαγο
Εβούτηξε το ταραγμένο.
Κι αυτή κυοφορούσα γέννησε
Το Νηλέα και τον Πελία, 260
Που και οι δυο δοθήκανε
Στη δούλεψη του μεγάλου Δία.
Στην Ιωλκό που ήτανε
Σε έκταση μεγάλη,
Ζούσε ο Πελίας βόσκοντας
Πολλών αρνιών κοπάδι
Και ο Νηλέας τράβηξε
Στην Πύλο την αμμουδερή.
Άλλους γιούς στον Κριθέα χάρισε
Ως γυναίκα βασιλιά,
Τον Κριθέα ,τον Αίσονα
Το Φέρη και τον Αμυθάονα.
Τη κόρη του μετά του Ασωπού
Την Αντιόπη είδα,
Που καμάρωνε πως κοιμήθηκε
Στην αγκαλιά του Δία.
Κι έκανε παλληκάρια δυο
Το Ζήθο και τον Αμφίονα,
Που πρώτοι την εφτάπορτη
Κτίσανε τη Θήβα.
Έχτισαν κάστρο ολόγυρα
Στην πόλη που’ταν πλατιά
Κι ατείχιστη δεν
φυλάγονταν
Όση κι είχαν παλληκαριά
Eίδα
και την Αλκμήνη
Το ταίρι του Αμφιτρίωνα,
Πού’κανε το λιονταρόψυχο
Κι ατρόμητο Ηρακλέα,
Στου Δία του παντοδύναμου
Σαν πλάγιασε την αγκαλιά
Του Κρέοντα του δυνατού
Είδα την κόρη του Μεγάρα,
Που του Αμφιτρίωνα ο γιός
Που'ταν στη δύναμη σκληρός,
Την είχε για γυναίκα.
Μετά τη είδα μετά του Οιδίποδα
Την όμορφη μάνα Επικάστη(Ιοκάστη),
Που έκανε πράξη ανήκουστη
Χωρίς να το καταλάβει,
Αφού το δικό της γιο
Για άντρα της θα τον πάρει.
Αυτόν που τον πατέρα του
Τον ίδιο είχε σκοτώσει,
Χωρίς να το ψάξουν οι θεοί
Στους ανθρώπους το' χαν διαδώσει 280
Μα κείνος με πίκρες βασίλευε
Στη Θήβα την πολυαγαπημένη
Και των θεών τη βούληση
Την ολέθρια θα υπομένει.
Κι αυτή τότε κατέβηκε
Στον Άδη το δυνατό πορτιέρη,
Κρεμώντας μια τραχιά θηλιά
Στου σπιτιού το πιο ψηλό δοκάρι,
Από θλίψη πολύ βαθιά.
Σ' εκείνον πίσω βάσανα
Άφησε πάρα πολλά,
Όσα της μάννας φέρνουνε
Οι Ερινύες στα σπιτικά;.
Τη Χλώρη είδα τη γλυκιά
Που ο Νηλέας πριν χρόνια,
Την πήρε για τα κάλλη της
Δίνοντας πλούσια δώρα.
Τη πιο μικρή του Αμφίονα
Του Ίασου η εγγονή,
Που κάποτε στον Ορχομενό
Βασίλεψε στους Μινύες με πυγμή.
Στην Πύλο κι αυτή βασίλεψε
Και γέννησε τρανά αγόρια,
Το Νέστορα τον πιο μικρό
Και τον Περικλυμένη τον αλαζόνα.
Μα γέννησε και τη λυγερή Πηρώ
Σ’όλο το κόσμο θαύμα,
Που ταίρι τους τη γύρευαν
Τριγύρω όλα τ’ αγόρια.
Μα ο Νηλέας αρνιότανε
Σε άλλον να τη δώσει,
Παρά σε κείνον μοναχά
Που τα βόδια του Ιφικλή
Θ’άρπαζε απ’τη Φυλάκη,
Που' χαν τα πόδια τους στριφτά
Τα μέτωπα πολύ φαρδιά
Κι αμέρωτα ακόμα.
Και ένας μάντης έντιμος
Που του’ταξε να τα φέρει
Μοίρα αυτόν θεού
Τον απέτρεψε σκληρή
Άσπλαχνες αλυσίδες
Και χωρικοί βοϊδοβοσκοί.
Στο τέλος όμως πέρασαν
Οι μέρες και οι μήνες
Κι όταν ο χρόνος έκλεισε
Κι ήλθε η άνοιξη ξανά,
Τότε ο Ιφικλής λευτέρωσε
Το μάντη αφού του είπε
Όλα του τα μελλοντικά
Και πως θέλημα ήταν του Δία
Να γίνουν όλα αυτά.
Του Τυνδάρεω τη γυναίκα
Τη Λήδα είδα μετά,
Πού’ καμε δυο λεβέντες
γιούς,
Τον Κάστορα τον αλογοδαμαστή
Και τον πρωτοπυγμάχο Πολυδεύκη. 300
Που ζωντανούς τους έχει μέσα της
Η ζωοδότα γη,
Αφού ο Δίας μέσ' τον τάφο τους
Τους έκανε άλλη τιμή.
Τη μια να βρίσκονται ζωντανοί μαζί
Την άλλη να'ναι πάλι νεκροί,
Ο κόσμος να τους τιμά
Σα να' ναι κι αυτοί θεοί.
Αντίκρισα και την Ιφιμέδεια
Γυναίκα του Αλωέα,
Που έλεγε πως κοιμήθηκε
Με τον Ποσειδώνα παρέα
Και δυο αγόρια γέννησε
Που έζησαν λίγα έτη,
Τον Ώτο τον ισόθεο
Και τον ξακουστό Εφιάλτη.
Τόσο ψηλούς δεν έθρεψε
Η γη η ζωοδότρα,
Ούτ' απ' αυτούς πιο όμορφους
Εξόν απ' το διαλεχτό Ωρίωνα.
Εννιά χρονώ σαν έγιναν
Εννιάπηχοι ήταν στο
πλάτος
Kι
έφτασαν τις εννιά οργιές
Nα
γίνουνε στο μάκρος.
Ήταν αυτοί που φοβέριζαν
Στον Όλυμπο του θεούς,
Να ξεκινήσουν άγριους
Πολέμους καταστροφικούς..
Βάλθηκαν τότε στον Όλυμπο
Να βάλουν πάνω του την Όσσα
Το Πήλιο με τα δένδρα τα πολλά
Απέ πάνω από την Όσσα,
Για; ν' ανεβούν στον ουρανό ψηλά.
Θα το’καναν αν έφταναν
Στης νιότης τους την ικμάδα,
Μα αφάνισε και τους δυο ο γιός
Της ομορφόμαλλης Λητώς,.
Που γέννησε απ' το Δία. (Απόλλων)
Τους πήρε πριν το χνούδι
τους
Ανθίσει στα μηλίγγια
Και πριν σκεπαστούν τα
μάγουλα 320
Με τα ωραία θαλερά τους γένια.
Eίδα
τη Φαίδρα και την Πρόκρη
Την όμορφη Αριάδνη ακόμη,
Τη θυγατέρα του Μίνωα
Με την καταστροφική του γνώμη
Αυτή ο Θησέας ο ξακουστός
Την πήρε απ’την Κρήτη να τη φέρει
Στης Αθήνας το λόφο τον ιερό
Μα δεν θα τα καταφέρει,
Αφού θα τη σκοτώσει(νησίδα; έξω από τπ Ηράκλειο)
Στη Δία,τη θαλασσόδαρτη
Με του Διόνυσου την προδοσία.
Τη Μαίρα είδα και την Κλυμένη
Και την αδίστακτη Εριφύλη,
Που το ταίρι της για το πολύτιμο
Το πρόδωσε χρυσάφι.
Απ’όσες γυναίκες αρχηγών
Είδα απέ και κόρες
Δε θα μπορέσω δυστυχώς
Να τις κατονομάσω όλες.
Πρωτύτερα η νύχτα θα τέλειωνε
Κι είναι ώρα πια για ύπνο,
Μαζί σας εδώ ή με τους ναύτες
μου
Μεσ΄το το γοργό το πλοίο.
Το γυρισμό μου όμως οι θεοί
Και σεις να μεριμνήστε.
Έτσι είπε και χωρίς μιλιά 340
Όλοι είχαν απομείνει
Μεσ’το παλάτι το σκιερό
Όλοι ήταν μαγεμένοι.
Και πρώτη απ’όλους άρχισε
Η λευκοχέρα Αρήτη να να μιλά:
Φαίακες πως φαίνεται στα μάτια σας
Eτούτου η κορμοστασιά;
Τ’ ανάστημα και μέσα του
Αν έχει καλά μυαλά.
Δικός μου είναιο ξένος
Μα και του καθενός σας είναι η τιμή,
Έτσι να τον
ξαποστείλετε
Μη βιάζεστε τόσο πολύ.
Δώρα μη τσιγκουνεύεστε 340
Τώρα που τα’χει ανάγκη,
Περίσσιο είναι το βιός σας
Με των θεών τη χάρη.
Που έχετε μέσ' τα σπίτια σας.
Τοτ’είπε ο γεροαπόμαχος
Εχένιος δυο κουβέντες,
Μιας κι ήταν γεροντότερος
Στους Φαίακες που' ταν παρόντες .
Φίλοι,δεν είν' έξω απ΄τη σκέψη μας
Και απ' τους σκοπούς μας ακόμη ,
Όλα όσα η Βασίλισσα
Μας είπε η ,μυαλωμένη,
Μα πρέπει να συμφωνήσετε.
Ο λόγος όπως κι οι πράξεις μας
Στου Αλκίνοου είναι τη γνώμη.
Ο Αλκίνοος τότε απαντά
Και του' πε τούτα τα λόγια
Θα γίνει πράξη ο λόγος της;
Ως βασιλιάς αν ζω,
Κι αν των κουπιών τους λάτρεις
Φαίακες κυβερνώ.
Κι ο ξένος όσο κι αν
καίγεται
Να φτάσει στην πατρίδα,
Ας περιμένει ως αύριο
Να κάνω τη δωρεά.
Όσο για το ταξίδι του
Οι άνδρες θα βρουν τον
τρόπο,
Όλοι κι εγώ από κοντά
Που κυβερνώ τον τόπο. 360
Τότε έτσι απάντησε
Ο πάνσοφος Οδυσσέας:
Αφέντη, Αλκίνο, Βασιλιά
Απ’όλους παινεμένος
Θα’ μενα αν μου λέγατε
Κι ας πέρναγε και χρόνος.
Αφού τότε θα με στέλνατε
Με τα λαμπρά σας δώρα.
Τι άλλο να’ θελα κι’ εγώ
Απ’ το όφελος αυτό για
μένα.
Πιότερο καλόδεχτος
Θα’μαι με γεμάτα χέρια , 360
Στην πολυαγαπημένη μου
Όταν θα φτάσω χώρα.
Καλόδεχτος και τιμημένος θα' μαι
Σ΄όλους που θα συναντήσω,
Κοντά μου θα’ρθουν να με δουν
Στο Θιάκι σαν γυρίσω.
Με τ' όνομά μου ανταπάντησε
Ο Aλκίνος και θα μου πει:
Οδυσσέα όσο σε βλέπουμε
Δε φαίνεσαι για υπερόπτης
Ούτε και ψεύτηςόπως πολλοί
Που θρέφει η μαύρη γη.
Κι είναι συ άνθρωποι κι αυτοί
Στον κόσμο σκορπισμένοι,
Που ψέματα σκαρώνουν μ' από που
Κανείς δεν καταλαβαίνει.
Γεμάτος χάρη ο λόγος σου
Ο νους σου είναι ξακουστός
Και σαν τον τραγουδιάρη
Τις ολέθριες τυράγνιες
Τις δικές σου και των Αργείων
Με τέχνη μας τις αράδιασες.
Μον’έλα ξήγα μου κι αυτό
Και πες μου την αλήθεια ,
Απ' τους ισόθεους συντρόφους σου
Αντάμωσες κανένα
Απ’όσους στην Τροία ήταν,
Μαζί σου που πολέμησαν
Και μαύρο χάρο βρήκαν;
Μεγάλη η νύχτα, ατέλειωτη,
Μα δεν είναι ακόμα η
ώρα
Να πάμε για ύπνο στ' αρχοντικό,
Για τούτο θέλω να μου πεις
Για τούτα τα θαυμαστά τα
έργα.
Θα άντεχα ως τη θεία αυγή
Μέσα στ' αρχοντικό,
Αν έχεις τη δύναμη εσύ.
Αρκεί ν’ακούω να μου λες
Τα βάσανα που’ χες
περάσει.
Τότε απαντώντας πρόσθεσε
Ο πολυμήχανος Οδυσσέας:
Άρχοντά μου α Αλκίνοε
Απ’ όλους παινεμένος
Το κάθε τι στην ώρα του
Ο λόγος μα κι ο ύπνος
Αν όμως πάλι φλέγεσαι
Να με ακούς δε θ'αρνηθώ 380
Και βάσανα πιο δυσάρεστα
Συντρόφων μου θα σου πω,
Που χάθηκαν αργότερα
Ενώ απ' της Τροίας τη θρηνώδη
Είχαν ξεφύγει την ταραχή.
Χάθηκαν από τις πρά;ξειςα έργα
Άπιστης γυναίκας στην επιστροφή.
Και σαν σκόρπισε τις
ψυχές
Των τρυφερών γυναικών
Μακριά μου η αγνή Περσεφόνη,
Άλλες προς τη μια μεριά
Και άλλες προς την άλλη,
Ήλθε η ψυχή του Αγαμέμνονα
Του γιου του Ατρέα θλιμμένη.
Τριγύρω τότε στην
ψυχή
Κι άλλες είχαν μαζευτεί,
Όσες μαζί μ' αυτόν στου Αίγισθου
Το παλάτι είχαν σκοτωθεί
Και με το πεπρωμένο τους
Είχαν συναντηθεί
Με γνώρισε απ' τη στιγμή
Που ήπιε μαύρο αίμα,
Κλαίγοντας τότε με
λυγμούς
Έπεφταν δάκρυα καφτά,
Και άπλωσε τα χέρια του
Ποθώντας να μ' αγγίξει μ' α;υτά..
Τα νεύρα του δεν ήταν πια
Σαν πρώτα σταθερά,
Όπως κι η δύναμη
Δεν ήταν ίδια μ' αυτή που στήριζε
Τα μέλη του τα λυγερά.
Όπως τον είδα δάκρυσα
Γέμισε η καρδιά μου συμπόνια,
Έτσι με λόγια πεταχτά
Φωνάζοντας του είπα αυτά τα; λόγια:
Γιέ του Ατρέα ξακουστέ
Πρωταρχηγέ Αγαμέμνονα,
Ποιας μοίρας αξιοθρήνητου
Είσαι θανάτου θύμα.
Μήπως μεσα στα γρήγορα
Σε τσάκισε ο Ποσειδώνας πλοία, 400
Σηκώνοντας τρομερών
Αέρηδων άγρια καταιγίδα.
Εχθροί μη και σε σκότωσαν
Πάνω σε μια στεριά ,
Όταν από κοπάδια όμορφα
Έκοβεςς βόδια κι αρνιά.
Η σ' ένα κάστρο πάλευες
Να πάρεις τις γυναίκες;
Έτσι είπα και μ’απάντησε
Αμέσως μ' αυτά τα λόγια:
Γιε του Λαέρτη Θεϊκέ
Πολυμήχανε Οδυσσέα,
Δε με τσάκισε μεσ'τα γρήγορα
Ο Ποσειδώνας πλοία,
Σηκώνοντας τρομερών
Αέρηδων άγρια καταιγίδα.
Μήτε εχθροί με σκότωσαν
Πάνω σε μια στεριά ,
Αλλά ο Αίγισθος προετοίμασε
Το θανάτου μου τη μοίρα τη κακιά,
Σκοτώνοντάς με μαζί
Με την τιποτένια μου γυναίκα,
Καλώντας με στο σπίτι του για φαΐ,
Όπου εκεί με κατέσφαξε
Σαν βόδι σ' αχυρώνα
Καθώς με βρήκε θάνατος
Τόσο πολύ σκληρός,
Τριγύρω οι άλλοι σύντροφοι
Σαν ασπρόδοντα γουρούνια,
Σφάζονταν συνεχώς
Μέσα σε πλούσιου άνδρα
Με δύναμη μεγάλη τ' αρχοντικό
Που' χει γάμο, γλέντι χαράς,
Ή επίσημο συμπόσιο χαρωπό.
Θ' αντίκρυσες εσύ το σκοτωμό
Πολλών ανθρώπων ως τώρα,
Δυο που αλληλοσκοτώνονταν
Ή σε μάχη λυσσαλέα μέσα.
Όμως αν τα’ βλεπες αυτά
Πιότερο θα μάτωνε η καρδιά ,
Πεσμένοι στη γη εμείς στ' αρχοντικό
Μ' ολόγυρα τα τσουκάλια
Και τα κατάφορτα τραπέζια,
Ολόκληρο δε το πάτωμα
Ν' αχνίζει από το αίμα. 420
Μ' ακόμα πιο σπαραχτική
Άκουσα της Κασσάνδρας τη φωνή
Της κόρης του Πριάμου,
Που πεσμένη απάνω μου
Την έσφαζε απ' τις δυο μεριές μου
Η Κλυταιμνήστρα η δολερή.
Κι εγώ ψυχοραγώντας
Με το σπαθί στο στήθος,
Χτυπούσα με τα χέρια μου τη γη.
Μ’ άφησ’ η σκύλα κι έφυγε
Κι στον Άδη καθώς πήγαινα
Με τα χέρια της δεν είχε θελήσει,
Τα μάτια και το στόμα μου
Εκείνη να μου κλείσει.
Άλλο πιο άπονο θεριό
Δεν έχει απ’τη γυναίκα,
Που βάζει μέσα στην ψυχή
Τέτοια να κάνει έργα.
Όπως εκείνη που μελέτησε
Τέτοια πράξη ελεεινή,
Στον άντρα της το στεφάνι της
Φόνο να κάνει αυτή.
Κι εγώ ο δόλιος πίστευα
Οι δούλοι και τα παιδιά
μου,
Θα με καλοδεχότανε
Στο σπίτι στο γυρισμό μου.
Μα κείνη κλώθοντας στο μυαλό
Ότι μπορούσε πιο φριχτό,
Ντροπή στης ίδιας κι όλων των γυναικών
Σώριασε το γένος το μελλοντικό
Ακόμα και των γνωστικών.
Είπε κι εγώ τ’ απάντησα
Μ' αυτά εδώ τα λόγια:
Άχ πόσο το σόι του Ατρέα
Ο Δίας που βλέπει μακριά
Το κατάτρεξε απ’την αρχή
Με γυναικών συμπεριφορά.
Για της Ελένης το χατίρι
Πολλοί από μας χαθήκαν,
Σε σένα δε η Κλυταιμνήστρα
Δόλο σου παρασκεύαζε
Όντας εσύ μακριά
Είπα και μου απάντησε
Με πληρωμένα λόγια. 440
Για τούτο ποτέ πολύ καλός
Με τη γυναίκα σου μην είσαι,
Ούτε ποτέ να μπιστευτείς
Όλα τα μυστικά που ξέρεις,
Πάντοτε άλλα να της λες
Κι άλλα στο νου να
κρύβεις.
Μα σύ Οδυσσέα απ' τη γυναίκα σου
Φόβο για φονικό δεν έχεις.
Γιατ’είναι φρόνιμη πολύ
Κι είναι σωστή στη γνώμη,
Η κόρη Του Ικάριου
Η γνωστικιά Πηνελόπη.
Στον πόλεμο σαν πήγαμε
Νιόπαντρη την αφήσαμε,
Νήπιο στο στήθος το παιδί σου
Που τώρα πια λογαριάζεται
Να κάθεται με τους άντρες
Καλότυχος όταν γυρίζοντας
Ο αγαπημένος του πατέρας
Μπροστά του θα τον δει
Και κείνος με τον πατέρα του
Μ’αγάπη θ’αγκαλιαστεί.
Όπως η παράδοση το απαιτεί.
Μα εμένα η γυναίκα μου
Ούτε το γιο μου δεν μ'άφησε
Με τα μάτια μου να χορτάσω,
Αφού πρόλαβε και μ ε σκότωσε
Κάτι ακόμα θα σου πω
Και βάλτο στο μυαλό σου,
Κρυφά, ποτέ στα φανερά
Το καράβι σου να τ'αράξεις
Στην πατρίδα σου τη γλυκιά,
Αφού πιστές γυναίκες
Δεν υπάρχουν πια..
Μα έλα δώσ’μου απάντηση
Και πες μου την αλήθεια,
Αν κάπου ακούγεται πως ζει
Πως κάπου μεγαλώνει
Το δικό μου το παιδί,
Μην κάπου στον Ορχομενό
Η στην Πύλο.την αμμουδερή.
Μπας στο Μενέλαο κοντά 460
Μεσ’τη πλατιά τη
Σπάρτη,
Γιατίακόμα πάνω στη γη
Δεν πέθανε ο θεϊκός Ορέστης.
Έτσι είπε και του
απάντησα
Εγώ αμέσως και του είπα:
Γιατί με ρωτάς για πράγματα
Που δεν ξέρω γιε του Ατρέα,
Αν ζει ή αν πέθανε είναι κακό
Τα λόγια μας να είναι του αέρα.
Τέτοιες λόγια ανταλλάσοντας
Εμείς οι δυο λυπητερά,
Θλιμμένοι εκεί στεκόμασταν
Ρίχνοντας δάκρυα πολλά.
Του Αχιλλέα η ψυχή
Ήλθε με του Πατρόκλου,
Που ήταν ξακουστός κι απέ
Του άψογου Αντιλόχου.
Και του μεγάλου Αίαντα
Που στη μορφή, στο σώμα,
Περνούσε κάθε Δαναό
Μετά απ’το γιο του Πηλέα. (Αχιλλέας).
Ευθύς με γνώρισ’η ψυχή
Του γοργοπόδαρου Αχιλλέα,(εγγονός του Αιακού)
Θρηνώντας εκείνος
μου’λεγε
Με φτερωμένα λόγια.
Γιε του Λαέρτη, βλαστέ του Δία
Πολυμήχανε Οδυσσέα,
Ατρόμητε,τι θα σκαρφιστείς
Μα πιο μεγάλο ακόμα.
Να κατεβείς πως μπόρεσες
Στον Άδη που οι πεθαμένοι
Αναίσθητοι κατοικούν,
Και θνητών εικόνες παριστούν .
Τα’πε κι εγω τ’απάντησα
Χωρίς περιστροφή:
Αχιλλέα του Πηλέα γιε
Των Αχαιών η κορυφή,
Από ανάγκη ήλθα τη βουλή
Του Τειρεσία να μάθω, 480
Σο βραχωμένο Θιάκι
Πώς είναι δυνατό να φτάσω.
Δεν έχω πλησιάσει εγώ
Σε χώρα Αχαιών ακόμα,
Ούτε τη γη μου έχω πατήσει
Βάσανα έχω πολλά.
Κανένας άνδρας πιο μπροστά
Πιο ευτυχής από σένα
Δε βρέθηκε ούτε θα βρεθεί
Στο μέλλον Αχιλλέα.
Γιατ’ όταν ζούσες οι Αργείοι
Σε τιμούσαμε σαν τους θεούς
Και τώρα πάλι δύναμη
Μεγάλη βρήκες. στους νεκρούς,
Δεν πρέπει Αχιλλέα γι αυτό
Να θλίβεσαι για το θάνατό σου.
Του είπα κι αυτός γυρίζοντας
Μου' πε αυτά τα λόγια:
Ο θάνατος ξακουστέ Oδυσσέα
Δεν παίρνει παρηγόρια.
Κάλλιο κολλήγας να' μουνα
Γι' άλλον να εργαζόμουν,
Ή σε άκληρο κοντά αφεντικό
Κι ας μην ήταν το βιός του αρκετό,
Παρά όλων εδώ των άψυχων
Νεκρών να’ μαι τ΄αφεντικό.
Μα πες μου για το γιό μου κάτι
Τον άψογο αν στη μάχη,
Από τους πρώτους ρίχτηκε
'Η απάντηση είναι όχι.
Για το συνετό πατέρα
μου
Αν ξέρεις πες μου κάτιτί
Αν των Μυρμιδόνων διατηρεί
Όλων ακόμα την τιμή.
Ή όλοι πια τον αψηφούν
Στη Φθία, στην Ελλάδα,
Γιατί έχει γερασμένα πια
Τα χέρια του και τα πόδια.
Εγώ πια δεν τον βοηθώ
Κάτω απ' το φως του ήλιου,
Δεν είμαι όπως κάποτε
Που σκότωνα γενναίους,
Μέσα στην Τροία την πλατιά
Στηρίζοντας τους Αργείους. 500
Τέτοιος κάποια στιγμή αν έφτανα
Στο σπίτι μου το πατρικό,
Τότε κάποιοι θα τρόμαζαν
Για το μεγάλο μου θυμό
Τ’ανίκητα μου χέρια,
Απ' αυτούς που του στερούν
Την τιμή που δικαιούται
Αφαιρώντας τη με τη βία.
Καθώς μίλησε αμέσως εγώ
Του απάντησα μ'αυτά τα λόγια:
Κάτι για τον αψεγάδιαστο
Δεν άκουσα τον
Πηλέα..
Μόνο για τον ακριβό σου
γιο
Το Νεοπτόλεμο να ξέρεις,
Πως όλη την αλήθεια θα σου πω
Καθώς κι εσύ το θέλεις.
Ατός μου πάνω στο καλοζύγιαστο
Καράβι που' ταν κοίλο,
Στους Αχαιούς μορφόκνημους
Τον έφερα απ’ τη Σκύρο,
Κι όταν γινόταν η βουλή
Μπροστά στης Τροίας το
κάστρο,
Πρώτος μιλώντας πάντοτε
Εύρισκε τον ταιριαστό το λόγο.
Mόνο
ο Νέστορας κι εγώ
Τον περνούσαμε πιστεύω.
Κι όταν με όπλα πολεμούσαμε
Στον κάμπο μέσα τον Τρωϊκό,
Ποτέ δε χωνόταν μεσ΄το πλήθος
Ούτε στων άλλων το συρφετό.
Πάντα χυνότανε μπροστά
Άπιαστος ήταν στην ορμή
Θέριζε άπειρους εχθρούς
Στης μάχης μέσα τη σφαγή
Όλους κανείς πως να τους
πει
Να τους ονοματίσει,
Όσους ο γιος σου σκότωσε
Τους Αργείους να βοηθήσει.
Ήταν αυτός που τον Ευρύπυλο
Του ήρωα Τήλεφου το γιο,
Τον σώριασε με κοντάρι από χαλκό.
Όταν πλήθος σφάζονταν ολόγυρα
Οι σύντροφοί του Κητιώτες
Για των γυναικών τα δώρα.
Αυτόν μετά το θείο Μέμνονα
Πιο όμορφο ομολογώ δεν είδα.
Ο Πρίαμος έδωσε στην αδελφή του Αστυόχη δώρο ένα χρυσό κλίμα για να στείλει το γιό της Ευρύπυλο στον πόλεμο της Τροίαςη μάχη
Και στ’άλογο όταν μπήκαμε
Των Αργείων οι πρώτοι,
Αυτό που έφτιαξε ο Εποιός
Εγώ είχα τη φροντίδα όλη,
Την κρυψώνα ν'ανοιγοκλείνω
Όταν των Δαναών οι άλλοι
Οπλαρχηγοί και σύμβουλοι
Τα μάτια τους σφουγγίζανε
Κι έτρεμαν του καθενού τα μέλη
Εκείνον τα μάτια μου καθόλου
Δεν είδαν να χλωμιάζει,
Κι ούτε απ' το ροδαλό του πρόσωπο
Δάκρυα να σκουπίζει.
Μονάχα απ’ τ’ άλογο να
βγει
Μου το ζητούσε για χάρη,
Ψηλαφώντας τη χούφτα του
σπαθιού,
Το χάλκινο κοντάρι.
Στους Τρώες μελετώντας
Μπουκάροντας κακό να κάνει. .
Και το ψηλό του Πρίαμου
Σαν πήραμε το κάστρο,
Με δόξα λαμπρή και λάφυρα
Ανέβηκε στο πλοίο.
Αβλαβής από κονταριού μακρινή
Με χάλκινη αιχμή βολή,
Ή λαβωμένος από κοντά
Σα εκείνα που συμβαίνουν συχνά,
Στον πόλεμο που δεν υπάρχει χάρη
Όταν η μανία του Άρη λυσσομανά.
Σαν τα’ πα πηγαινοερχότανε
Η ψυχή του φτερωτού Αχιλλέα,(εγγονού του Αίακα)
Με αλματώδεις δρασκελιές
Σε γη από σπερδούκλια,
Kι ήταν χαρά γεμάτη
Στα λόγια πως ο γιόκας του 540
Είχε τιμή μεγάλη.
Κι οι άλλες των νεκρών
Που' χαν χαθεί οι ψυχές,
Μπροστά μου στέκονταν περίλυπες,
Ρωτώντας κάθε μια απ' αυτές
Για τις δικές της έγνοιες.
Μόνο του Αίαντα η ψυχή
Του γιου του Τελαμώνα,
Χολή’ χε κεί παράμερα
Για τη νίκη που του πήρα.
Τη νίκη που την κέρδισα
Στην κρίση κοντά στα πλοία,
Για τα όπλα του Αχιλλέα,
Που την είχε ορίσει η Θέτιδα
Η σεβαστή του μητέρα.
Την έκριναν τα Τρωόπουλα
Κι η Αθηνά η Παλλάδα,
Μ’ ας ήταν να μην κέρδιζα
Ποτέ τέτοιον αγώνα,
Αφού κεφάλι σαν κι αυτό
Για όλα αυτά
Το σκέπασε το χώμα.
Τον Αίαντα, που ξεχώριζε
Σε ομορφιά κι ανδρεία,
Απ' όλους τους άλλους Δαναούς
Εξόν τον άψογο γιο του Πηλέα.(Αχλλέας)
Μα γω με λόγια τρυφερά
Του μίλησα και του είπα:
Αίαντα εσύ που είσαι ο γιός
Του άψογου Τελαμώνα,
Δεν ξέχασες με μένα
Ούτε νεκρός το χώλιασμα
Για τ' άρματα τα καταραμένα.
Tις συμφορές αυτές τις έβαλαν
Στους Αργείους οι θεοί,
Που χάσαμε τον πύργο μας
Κλαίοντας για σένα οι Αχαιοί ,
Ως κλάψαμε του Αχιλλέα
Του γιου του Πηλέα την κεφαλή.
Το φταίξιμο όμως κανενός
Μονάχα ήταν του Δία,
Που το στρατό των Δαναών
Με τους κονταρομαχητές του , 560
Τον μίσησε θανάσιμα
Κι όρισε και τη δική σου μοίρα.
..
Μα έλα δω βασιλιά ν' ακούσεις
Τα λόγια μου και τη φωνή μου,
Δάμασε πια το μένος σου
Και τον ανδρείο θυμό σου.
Είπα κι αυτός δεν είπε κουβέντα
Μα μεσ’ το πηχτό σκοτάδι ,
Έφυγε μ' άλλες ψυχές
Απο κείνες που' ταν στον Άδη. .
Μα κείνος θα μου μιλούσε
Και χολωμένος ακόμα
Ή εγώ θα του μιλούσα,
Μα η καρδιά μου επιθυμούσε
Στο μου στήθος μου μέσα το τρυφερό
Κι άλλων πεθαμένων τις ψυχές να δω
Όπου εκεί είδα το Μίνωα
Του Δία το γιο τον ξακουστό,
Που δίκσζε τους νεκρούς
Κρατώντας σκήπτρο χρυσό.
Εκείνοι γύρω απ’ τον
κριτή
Ζητούσαν δικαιοσύνη,
Άλλοι όρθιοι κι άλλοι καθιστοί
Μεσ’τον φαρδύπορτο Άδη,
Κι απέ και τον τεράστιο
Αντίκρυσα Ωρίωνα,
Που μπρός του κυνηγούσε
Αγρίμια σ' ασφόδελων λειμώνα.
Αυτά που ο ίδιος σκότωσε
Στ’ απάτητα βουνά,
Ρόπαλο κρατώντας στο χέρι
Ολόχαλκο να μη λυγά. 580
Τον Τιτυό ,της γης το γιο
Της δοξασμένης είδα μετά,
Εννιά να πιάνει στρέμματα
Ξάπλα πάνω στο χώμα.
Δυο γύπες στέκαν γύρω του
Και μέσα από τη σκέπη(το περίβλημα; του συκωτιού)
Χωρίς να μπορεί τα χέρια του
Απλώνοντας. να τους διώξει.
Του’τρωγαν τα συκώτι,
Γιατί τη Λητώ αγκάλιασε
Την ερωμένη του Δία,
Όταν περνούσε τον Πανοπιό(ποτάμι)
Με τα ευρύχωρα χοροστάσια
Και πήγαινε στην Πυθία(Δελφοί).
Ακόμα είδα τον Τάνταλο
Μέσα σε λίμνη ορθό,
Να τυραννιέται φτάνοντας
Στα γένια του μόνο να νερό.
Και διψασμένος στέκονταν
Να πιεί δεν το μπορούσε,
Σαν έσκυβε να πιεί ο γέροντας
Που τόσο λαχταρούσε
Χανόταν αμέσως το νερό
Η γη τ’ απορροφούσε,
Που μαύρη κάτω φαίνονταν
Ξερή όπου πατούσε.
Πάνω απ' το κεφάλι του
Δένδρα ψηλά και φουντωτά
Έγερναν τον καρπό τους κι έβλεπες,
Μηλιές με τα μήλα τους τα λαμπρά
Αχλαδιές, ροδιές κι ολόγλυκες
Έβλπες συκιές κι ελιές
Πάνω που’χαν καρπίσει,
Που όταν ο γέροντας με τα
χέρια του
Πήγαινε να τ’ακουμπήσει,
Ένας αέρας τα' ύψωνε
Ως τα ισκιωμένα.νέφη.
Μα κει είδα και το Σίσυτφο
Μεγάλη να' χει τυράγνια
Παλεύοντας βράχο πελώριο
Να τον συγκρατήσει με τα χέρια
Στη γη χέρια και πόδια τέντωνε
Βράχο ν' ανεβάσει στο λόφο,
Μα σαν ήταν να φτάσει επάνω
Το βάρος του τον τραβούσε πίσω
Κι έτσι ο βράχος ο ξεδιάντροπος
Κυλούσε στην αρχή ξωπίσω .
Πάλι όμως εκείνος τον έσπρωχνε
Κάνοντας τιτάνιο αγώνα,
Έτρεχε ο ιδρώτας απ' τα μέλη του
Γέμιζε η κεφαλή του χώμα 600
Τότ’είδα και το φάντασμα
Του σκληροτράχηλου Ηρακλή,
Αυτός που με τους θεούς καλοπερνά
Και μεσ' την αφθονία ζει,
Πλάι στη μορφοπόδαρη Ήβη
Tου πανίσχυρου Δία και
Της χρυσοσάνδαλης Ήρας την κόρη.
Και οι νεκροί τριγύρω του
Έκραζαν τόσο δυνατά
Όπως φεύγουν φοβισμένα.
Τα αρπακτικά πουλιά.
Σαν τη μαύρη νύχτα αυτός
Γυμνό κρατώντας το δοξάρι
Και το βέλος του πάνω στη χορδή,
Με άγριο το βλέμμα ολόγυρα
Έδειχνε πως θα ρίξει στη στιγμή.
Γύρω στα στήθη του χρυσό
Φορούσε φοβερό λουρί
Που πάνω του με παράδοξες
Εικόνες είχαν σκαλιστεί,
Μ' αρκούδες, αγριογούρουνα
Λιοντάρια με μάτια άγρια,
Μάχες, πολέμους, σκοτωμούς
Φόνους με παλληκάρια.
Τέτοιο δεν το ξανάκανε
Ούτε θα το ξανακάνει,
Όποιος σε κείνο το λουρί
Το έκανε με τέτοια τέχνη.
Με γνώρισε όταν έστριψε
Τα μάτια του και μ’είδε
Και τούτα μεσ' σε κλάματα
Λόγια του ανέμου μου είπε:
Γιε του Λαέρτη διαλεχτέ
Πολυμήχανε Οδυσσέα,
Αχ ,σίγουρα ίδια κι εσύ
Σέρνεις τέτοια άθλια μοίρα.
Ίδια που έσερνα κι εγώ
Κάτω απ’του ηλιού το .φως
,
Που αν κι ήμουν ο γιός του Δία, 620
Του Κρόνου εγγονός,
Την ίδια πέρασα κι εγώ
Ατέλειωτη κακουχία.
Σ’ αφεντικό κατώτερο (Ευρυσθέας)
Είχα πάει να δουλέψω,
Που’θελε σκληρούς πολύ
Άθλους να του τελέψω .
Σκύλο να του φέρω μια φορά (Τον Κέρβερο)
Μ'είχε
στείλει στον Άδη εδώ,
Αφού δε βρήκε άλλο
Άθλο να κάνω πιο σκληρό
Μα του τον έβγαλα εγώ
Απ’τον Άδη και του τον πήγα,
Αφού μ’ οδήγησε ο Ερμής
Κι η Αθηνά η Γλαυκομάτα.
Έτσ’ είπε κι απε χάθηκε
Μεσ’του Άδη τα παλάτια
Κι εγώ έμειν’ ασάλευτος
Μην έλθει κανείς ξανά,
Από τους άντρες ήρωες
Που χάθηκαν πιο παλιά.
Να’βλεπα κει από αυτούς
Τους παλιούς ήρωες που ποθούσα,
Τους ένδοξους γιους των θεών
Τον Περίθο και το Θησέα.
Μα πρώτα εκεί μαζεύονταν
Μ’ αλαλαγμό μεγάλο,
Χιλιάδες φάρες με νεκρούς
Που χλόμιασα απ’ το φόβο.
Μήν της
Γοργώς την κεφαλή
Μου στείλει από τον Άδη,
Του τέρατου του φοβερού
Η σεβάσμια Περσεφόνη. 640
Έπειτα ανεβαίνοντας
Στο καράβι επάνω γοργά,
Πρόσταξα στους ναύτες μου
Αφού ανεβούν κι αυτοί,
Να λύσουν τα σκοινιά.
Εκείνοι αμέσως πήδησαν
Στους πάγκους πήραν θέση,
Με τα κουπιά του στην αρχή
Κι απε με πρίμο αγέρι,
Στα κύματα του Ωκεανού
Κυλούσε το καράβι.
Ραψωδία μ(αρχή)
O Oδυσσέας επιστρέφει στο νησί της Κίρκης
να θάψει το σύντροφό του που είχε σκοτωθεί σε ατύχημα.
Όταν το πλοίο άφησε
Το ρέμα του ωκεανού,
Μπήκε το πλοίο στο κύμα
Του πέλαγου του ανοιχτού ,
Έφτασε στο νησί της Αίας κοντά
Εκεί που της αγουροξυπνητής
Το σπίτι, του Ήλιου οι ανατολές
Και τα χορoστάσια της Και Αυγής. 5
Σύραμ'εκεί σαν φτάσαμε
Στην άμμο το καράβι,
Όπου έξω πηδήξαμε
Στης θάλασσας τ' ακρογιάλι.
Κι εκεί νυσταγμένοι καρτερούσαμε
Του Δία την αγαπημένη Αυγή.
Σαν έφεξε η ροδοδάχτυλη
Της νύχτας η κόρη Αυγή,
Έστειλα τους συντρόφους μου
Στης Κίρκης το παλάτι,
Τουν άψυχου Ελπήνορα
Να φέρουν το κουφάρι. 10
Και μόλις κόψαμε κούτσουρα
Σ' ακρόγιαλου προεξοχή
Χύνοντας μαύρο δάκρυ.
Τον κάψαμε με την καρδιά πικρή.
Κι αφού πια καηκ' ο νεκρός
Μ' όλα τα άρματά του,
Με χώμα τον σκεπάσαμε
Βάζοντας πέτρα για σημάδι
Κι ένα καλό του μπήξαμε
Κατάκορφα κουπί.
Κι ενώ εμείς νοιαζόμασταν
Για όλα αυτά εκεί,
Πως ήρθαμ' απ' τον Άδη
Η Κίρκη το' χε πληροφορηθεί
Κι ήρθε γοργά μ' όλες τις χάρες της
Αφού είχε στολιστεί.
Μαζί κι οι παρακόρες της
Kουβαλώντας καλούδια αρκετά,
Κόκκινο αστραφτερό κρασί
Κρέατα και ψωμιά.
Στη μέση τότε στάθηκε
Και μίλησε η θεά η σεβαστή :
Κακότυχοι σεις που βρεθήκατε 20
Κάτω στον Άδη ζωντανοί,
Που δυο φορές πεθάνατε
Αφού μια φορά πεθαίνουν οι λοιποί.
Μα ελάτε να φατε ψωμί
Τη μέρα σας να περάστε
Να πιείτε και κρασί
Κι όταν η αυγή πια θα φανεί
Τότε πιάνα αποπλεύστε.
Το δρόμο θα σας δείξω ατή
Όλα θα σας τα εξηγήσω,
Μη κάποιο μπλέξιμο
Σας τύχει πολύ πικρό,
Στη θάλασσα ή στη στεριά
Και πάθετε κάτι κακό.
Έτσ'είπε και την ψυχή μας
Τη γενναία είχε πείσει.
Και όλοι τότε τρώγαμε
Μέχρι του ηλίου τη δύση,
Πλήθος από κρέατα
Και πίναμε μεθυστικό κρασί.
Κι ο ήλιος σαν βασίλεψε
Και ήρθαν πια σκοτάδια,
Όλοι μας κοιμηθήκαμε
Δίπλα στο παλαμάρια.
Κι αυτή απ' το χέρι μ' έσυρε
Απ' τους συντρόφους πέρα,
Μιλώντας μου γλυκά με κάθισε
Δίπλα της και με ρώτα.
Κι ως όλα της τα αράδιασα
Με τάξη , όπως είχαν γίνει
Τότε η Κίρκη η σεβαστή
Μου απάντησε και μου λέει:
Όλα αυτά έτσι έχουν τελειώσει,
Μα σύ τώρα ν' ακούσεις
Αυτά που θα σου πω εγώ και ίσως
Και Θεός ατός του στα υπενθυμίσει.
Στις Σειρήνες θα φτάσεις αρχικά
Που πάντα πλανεύουν,
Όλους τους ανθρώπους που κοντά τους
Τυχαίνει να καταφτάνουν. 40
Αν κάποιος; τις σιμώσει ανήξερος
Κι τις ακούσει να τραγουδούν,
Το ταίρι του ,τα παιδάκια του
Σε γυρισμό στο σπίτι
Κοντά τους δε θα τον χαρούν.
Με τραγούδι τους τον πλανεύουν
Οι Σειρήνες το μελωδικό,
Που κάθονται σε λιβάδι και σιμά
Σε μεγάλο από κόκκαλα σωρό,
Ανδρών που έχουν σαπίσει
Κι ολόγυρα δέρματα σε μαρασμό.
Προσπέρνα τις και μελόγλυκο
Κερί αφού μαλάξεις,
Των συντρόφων σου μ' αυτό
Τ΄ αυτιά τους να βουλώσεις
Κανείς μην τις ακούσει
Μα αν πεθυμήσεις τ' άκουσμα
Εσύ κάποια στιγμή
Μέσ' το ταχύπλοο καράβι,
Τότε ας σε δέσουν οι άλλοι
Στου καταρτιού την υποδοχή,
Ολόρθο πάνω στο κατάρτι
Στα χέρια σου και τα πόδια
Την ώρα που θα χαίρεσαι ν'ακούς
Των Σειρήνων τα γλυκά; τραγούδια.
Μ' αν ίσως συ παρακαλάς
Τους άλλους να σε λύσουν,
Κείνοι ακόμα πιο σφιχτά
Να δένουν τα σχοινιά
Κι όταν πια τόσο κοντά οι σύντροφοι
Θα' χουν περάσει απ' τις Σειρήνες
Από εκεί ακριβώς δε θα σου πω
Ποια από τις δυο τις στράτες
Πρέπει μετά να διαλέξεις,
Αλλά ο ίδιος με περίσκεψη
Πρέπει ν' αποφασίσεις.
Όμως θα σου πω και για τις δυο
Και πρέπει να με πιστέψεις
Απο τη μια είν' κρεμαστές 60
Οι πέτρες που ολοένα,
Με κύματα τις δέρνει βροντερά
Η Αμφιτρίτη η γαλανομάτα.
Πλαγκτές τις λένε οι οι ευτυχείς
Θεοί αυτές τις πέτρες,
Π' ούτε πουλί τις προσπερνά
Μητ' άγριες περιστέρες.
Εκείνες που στον πατέρα μας
Το Δία φέρνουν αμβροσία,
Μα κάθε φορά οι πέτρες οι γλιστερές
Αρπάζουν μια από αυτές.
Μα άλλη πάλι στέλνει ο Δίας
Λιγότερες να μην τις έχει.
Καράβι ανδρών που έφτασε
Από κει δεν είχε φύγει κανένα,
Μόνο σανίδες καραβιών
Κι ανθρώπινα κουφάρια,
Που τα παίρνουν τ' άγρια κύματα
Και της φωτιάς η λύσσα.
Μονάχα ένα τους προσπέρασε
Καράβι ποντοπόρο,
Η περιλάλητη Αργώ,
Που στους βράχους απάνω τους τρανούς
Πλέοντας απ' τη γη του Αιήτη,
Θα' σπαζε κι' αυτή αν η Ήρα
Δεν την έσωζε απ'την έγνοια της
Για το φίλο της τον Ιάσονα .
'Όπου εκεί δυο θαλασσόβραχοι,
Ο ένας με τη μυτερή κορφή
Σύννεφο σκοτεινό να τον ζώνει
Και να φτάνει ως τα ουράνια πλάτη.
Αυτό ποτέ δεν το σκορπά
Φθινόπωρο ή χειμώνα,
Ούτ΄έχει ποτέ αιθρία η κορφή
Κι ούτε πάνω σ' αυτή θνητός
Ποτέ δεν είχε βρεθεί.
Ούτε θα μπορούσε ν' ανεβεί
Έστω κι αν είχε .ακόμα
Είκοσι χέρια κι είκοσι πόδια.
Ο βράχος είναι γλιστερός
Σα να'ναι πελεκημένος. 80
Στη μέση του θαλασσόβραχου
Υπάρχει σκοτεινή σπηλιά,
Στραμμένη προς το σκοτάδι του Άδη
Και να περάσετε εκεί κοντά
Το βαθουλωτό σας καράβι
Περίλαμπρε Οδυσσέα.
Κι αν τύχαινε δυνατός θνητός
Nα τόξευε με δοξάρι,
Να το πετύχει δεν μπορεί
Από το κοίλο του καράβι,
Αφού στου σπήλιου αδύνατο
Nα φτάσει την κουφάλα
Μέσα η σκύλα κάθεται
Μ' αγρίλα κι' αλιχτά,
Που η φωνή νιογέννητο
Κουτάβι παριστά.
Μα σαν φανεί μπροστά σου
Τέρας φριχτό θα δεις
Κι αθάνατος αν ήτανε
Δε θα' νοιωθε χαρά κανείς.
Δώδεκα έχει μαθές ποδάρια
Κι όλα τους κινούνται αργά,
Έχει κι έξη ψηλούς λαιμούς,
Που στον καθένα τρομακτική
Στέκεται μια κεφαλή.
Το στόμα της αράδες τρείς
Πλήθος δόντια πυκνά
Μαύρο θάνατο γεμάτα
Είν' ως τη μέση στη σπηλιά
Τη βαθουλή κρυμμένη
Κι έξω απ'το μαύρο βάραθρο
Τις κεφαλές της βγάζει.
Ψαρεύει στο θαλασσόβραχο
Ψάχνοντας γύρω γύρω
Δελφίνια και σκυλόψαρα
Κι ίσως να αρπάξει αν τύχει
Κήτος απ' τα μεγάλα
Τα πάμπολλα που βόσκει
Η φασαριόζα Αμφιτρίτη
Δε θα' βρεις ναύτες πουθενά
Να παινευτούν πως κοντά της
Πέρασαν αλώβητοι
Κι έφυγαν μακριά της.
Aφού κάθε κεφάλι της
Από' να ναύτη αρπάζει
Και το καράβι το γαλαζόπλωρο 100
Μαζί του το τραβάει.
Τον άλλο βράχο που θα δεις
Πιο χαμηλός είναι Οδυσσέα,
Μα ο ένας στον άλλο είναι κοντά
Κι αν ετόξευες απ' αυτόν
Τον έφτανε η σαϊτιά.
Εκεί 'ναι μεγάλη αγροσυκιά
Με φύλλα φουντωτά,
Που το κύμα κάτ' απ' τη ρίζα της
Η Χάρυβδη η θεϊκή αναρουφά
Τρείς το μερονύχτι το ξερνά
Και τρείς με φρίκη αναρουφά,
Όπου εσύ την ώρα που ρουφά
Κοίτα να μη βρεθείς εκεί κοντά.
Γιατί απ' το Χάρο δεν μπορεί
Κι ο Ποσειδώνας να σε γλιτώσει.
Γι' αυτό στο βράχο της Σκύλας
Το καράβι να ζυγώσεις.
Και γρήγορα να προσπεράσεις.
Κάλλιο' έξη ναύτες να χαθούν,
Αντί όλους να τους χάσεις.
Αυτά είπε κι' εγώ απάντησα
Με δυο μου λόγια:
Τούτη τη χάρη κάνε μου θεά
Και πες μου την αλήθεια.
Μήν απ' την άγρια Χάρυβδη,
Ξεφεύγοντας μπορώ,
Την ώρα που κείνη θα ορμά
Τους ναύτες μου ν' αρπάξει.
Στη Σκύλλα να χυθώ:
Είπα κι αμέσως απάντησε
Του Δία η αγαπημένη θεά.
Αδάμαστε στο νου σου βάζεις
Πάλι πολέμους και συμφορά.
Γιατί προς τους αθάνατους
Δεν δείχνεις υποταγή ,
Tέρας είν' αυτή αθάνατο
Δεν είναι καμμιά θνητή.
Άγριο ,φοβερό, ανήμερο
Κι απάλευτο μαζί,
Κανείς δεν έχει τόση δύναμη 120
Κάλλιο να ξεφύγεις απ' αυτή.
Γιατ' αν στο θαλασσόβραχο σιμά
Αργήσετε για ν' αρματωθείς,
Φοβούμαι μήπως ξαφνικά
Χιμίζοντας σου ξαναρπάξει
Με τα κεφάλια της τα πολλά
Συντρόφους άλλους τόσους..
Μόνο τραβάτε γοργά κουπί
Καλέστε και την Κραταιή
Τη μάνα της Σκύλλας,
Που την είχε φέρει στη ζωή
Στους ανθρώπους σαν πληγή,
Τη φόρα της να κόψει
Να μην ξαναεπιτεθεί.
Μετά θα φτάσεις το νησί
Της Θρινακίας όπου τ' αρνιά
Του Ήλιου βόσκουν τα ολόπαχα
Και τα γελάδια τα πολλά.
Κοπάδια εφτά τα βόδια του
Τ' αρνιά του άλλα τόσα
Και το καθένα από αυτά
Τρέφει πενήντα κεφάλια.
Ούτε ποτέ γεννοβολούν
Ποτέ δε λιγοστεύουν,
Νύμφες ομορφόμαλλες Θεές
Αυτές που τα φυλάγουν.κονεύουν
Η Φαέθουσα κι η Λαμπετώ
Του Υπερίωνα Ήλιου γέννες
Και της λαμπρής Νεαίρας .
Στης Θρινακίας το νησί
Τις έστειλε μακριά να μένουν,
Αρνιά και γελάδια πατρικά
Ελικόμορφα να φυλάγουν.
Αν δεν τ' αγγίξεις κι έβαλες
Στο νου σου την επιστροφή,
Μπορείτε μετά από βάσανα
Να φτάσετε στην Ιθάκη. 140
Αν όμως τα πειράξετε
Τότε προβλέπω καταστροφή,
Για σένα τους συντρόφους σου
Και το καράβι μαζί.
Και συ να ξεγλιτώσεις
Πίσω θα φτάσεις αργά,
Με σύντροφο κανέναν
Μέσα σε συμφορά
Ετσ' είπε κι η χρυσόθρονη
Ξεπρόβαλε αυγή
Και η θεά τραβήχτηκε
Στο βάθος μεσ' το νησί.
Τραβώντας πια για το καράβι μου
Προστάζω τα συντρόφια,
Μόλις ανέβουν πάνω του
Να λύσουν παλαμάρια.
Κείνοι ευθύς ανέβηκαν
Και κάθισαν γραμμή στα ζυγά,(πάγκοι κουπιών)
Την αφρισμένη θάλασσα
Χτυπούσαν με τα κουπιά.
Κι απ' το γαλαζόπλωρο καράβι 150
Ξωπίσω αγέρας πρίμος,
Φούσκωνε όλα τα πανιά
Ο πολύτιμός μας φίλος.
Η Κίρκη η ομορφόμαλλη
Που γλώσσα θνητών μιλούσε,
Η σεβαστή θεά μας τo'στειλε
Και μας ξεπροβοδούσε.
Σαν τα πανιά καλά βολέψαμε
Καθίσαμε στο καράβι,
Που ως κυβερνήτης άφηνε
Τον άνεμο να το κατευθύνει.
Ο Οδυσσέας φεύγει για δεύτερη φορά
απ' το νησί της Κίρκης.Πηγαίνει προς το νησί των
Σειρήνων.
Ραψωδία μ
Τότ' είπα στους συντρόφους μου
Με μαραμένη την καρδιά.
Φίλοι μου,δεν πρέπει ένας απ' όλους
Ή και δυο να ξέρουν μοναχά,
Τα πεπρωμένα που η σεβαστή
Μου είπε η Κίρκη η θεά.
Μα για να ξέρετε θα σας πω 155
Πως είτε θα πεθάνουμε όλοι μας,
Ή γλιτώνοντας το θάνατο
Θα ξεφύγουμε απ' τη μοίρα μας .
Εκείνη ξεκινώντας μου'λεγε
Ν' αποφύγουμε το γλυκό
Τραγούδι των Σειρήνων
Και' τ' ανθισμένο λιβαδωτό.
Εμένα μόνο των Σειρήνων
Πρότεινε ν' ακούσω τη φωνή ,
Σεις όμως δέστε με σφιχτά 160
Όρθιο στη βάση απ' το κατάρτι.
Μέχρι ακίνητος να μείνω.
Κι αν να με λύσετε σας φωνάζω
Και σας παρακαλώ ,
Εσείς το σώμα μου με τα σχοινιά
Να το σφίξετε ακόμα πιο γερά.
Την ώρα που όλα τα καθέκαστα
Στους συντρόφους τα ξεδιαλύνω,
Πρίμος αγέρας καθώς μας έσπρωχνε
Έφτασε στο νησί των Σειρήνων
Γοργά το καλοστημένο πλοίο,.
Με μιας ο αγέρας λάγιασε
Χύθηκε τριγύρω κάλμα,
Η θάλασσα ησύχασε,
Κοίμησε ο θεός το κύμα.
Οι σύντροφοι πετάχτηκαν 170
Μάζεψαν τα πανιά
Κι ως μέσ' το πλοίο το βαθύ
Τα' βαλαν τακτικά
Και στα κουπιά από έλατο
Τα καλόξυστα κάθισαν στη σειρά ,
Και γέμισαν αφρούς πάνω στο κύμα.
Κι από κερόπιττα εγώ τρανή
Με κοφτερό μαχαίρι
Έκοψα μικρά κομμάτια
Και με τ' αδρά μου χέρια
Τα μάλαζα ένα ένα.
Ώσπου το κερί μαλάκωσε
Ζεστάθηκε απ' τη δική μου δύναμη
Κι απ'του Ήλιου τη ζεστασιά
Του Υπερίωνα του βασιλιά.
Κι ως όλων των συντρόφων έφραξα
Με τη σειρά τ' αυτιά
Εκείνοι μέσ' το καράβι μου'δεσαν
Μαζί τα χέρια μου και τα πόδια,
Και όρθιο στο κατάρτι επάνω
Μ' έδεσαν με σχοινιά. 180
Μετά αφού κάθισαν πια
Την αφρισμένη θάλασσα
Χτυπούσαν με τα κουπιά.
Κι όταν είμαστε τόσο μακριά
Όσο ν' ακούς τα λόγια,
Αφού τρέχοντας; με μεγάλη φόρα
Είχαμε φτάσει κοντά,
Το καράβι μας το γοργό
Έγινε σ' αυτές αντιληπτό
Τότε αμέσως άρχισαν
Να λεν το γλυκό τραγούδι,
<<Σίμωσε Δυσσέα ξακουστέ
Των Αχαιών καμάρι.>>.
Άραξε εδώ το πλοίο σου
Ν' ακούσεις εμάς τις δυο,
Κανείς ποτέ δε μας προσπέρασε
Ως τώρα με καράβι μελανό,
Χωρίς τη μελιστάλαχτη
Φωνή μας να ακούσει,
Αλλά αφού ευχαριστηθεί
Κι αφού πολλά θα μάθει.
Γιατ' όλα τα ξέρουμε εμείς
Όσα στην πλατιά την Τροία,
Πάθανε Τρώες κι Αχαιοί
Από θεών κατάρα. 190
Ξέρουμε κι όσα γίνονται
Στην πολύτροφη απάνω γη.
Καθώς μιλούσανε μ' αυτή
Την τόσο γλυκιά φωνή,
Έτσι κι η δική μου η καρδιά
Να τις ακούει είχε πεθυμιά
Και με τα φρύδια γνέφοντας
Διέταξα τους συντρόφους μου
Να μου λύσουν τα σχοινιά.
Μα ενώ κωπηλατούσανε σκυφτοί
Πετάχτηκε ο Ευρύλοχος ξαφνικά
Με μιας κι ο Περιμήδης,
Μ' έδεσαν με πιο πολλά σχοινιά
Και μ' έσφιγγαν πιο δυνατά.
Αφού πια τις προσπέρασαν
Και δεν ακούγαμε καθόλου
Των Σειρήνων τα λόγια
Ούτε και τα τραγούδια,
Οι σύντροφοί μου οι καρδιακοί
Αμέσως βγάλαν το κερί
Που μ'αυτό τους είχα κλείσει τ' αυτιά,
Οπότε πήραν τότε κι έλυσαν 200
Και τα δικά μου δεσμά.
Μα σαν το νησί αφήσαμε
Μπροστά μας σε λίγη ώρα,
Είδα καπνό ,κύμα ψηλό
Κι άκουσα μπουμπουνητά.
Κι απ' την τρομάρα τους έφευγαν
Απ' τα χέρια τους τα κουπιά.
Ο Οδυσσέας φτάνει στη Σκύλλα και στη Χάρυβδη
Ραψωδία μ
Σαν έπεσαν στη θάλασσα
Θόρυβο έκαναν φυσικά,
Κόπηκε του καραβιού η πορεία
Αφού δεν το' σπρωχναν πιά
Τα σπαθωτά κουπιά.
Κι έτρεχα στο καράβι ολόγυρα
Ψυχώνοντας με λόγια τρυφερά
Τον κάθε ένα σύντροφο
Πηγαίνοντας στον καθένα κοντά.
Φίλοι μου εμείς δεν είμαστε
Άσχετοι από ταλαιπώρια
Και τούτο δεν θα'ν χειρότερο
Κακό απ' τ' άλλα ζόρια.
Όπως και τότε που είμαστε
Μεσ' τη βαθιά σπηλιά,
Απ' του Κύκλωπα στριμωγμένοι.
Τη σκληρή απανθρωπιά.
Αλλά και τότε με την αξία μου
Το μυαλό και τη θέλησή μου,
Σωθήκαμε και που όλα εδώ αυτά
Θα τα θυμόμαστε πιστεύω
Και όλα ετούτα εδώ. μελλοντικά..
Μα τώρα μπρος κι ότι θα πω
Θέλω να πειθαρχήσουμ' όλοι,
Σχίστε εσείς με τα κουπιά
Στους πάγκους καθισμένοι
Τη θάλασσα τη βαθιά
Και ίσως με τη βοήθεια του Δία
Να ξεφύγουμε την καταστροφή
Να βρούμε σωτηρία.
Τούτο προστάζω αρμενιστή(τιμονιέρη)
Και βάλτα καλά στο νου,
Αφού το τιμόνι κουμαντάρεις
Εσύ του βαθουλωτού καραβιού.
Μακριά από κύμα και καπνό
Το καράβι να το κρατάς,
Προς τη μεριά του θαλασσόβραχου 220
Να μη λαθέψεις να το πας
Μη και το πλοίο κατ' αλλού γυρίσεις
Και στο χαμό μας ρίξεις.
Ως είπα όλοι αμέσως πείστηκαν
Εγώ όμως για τη Σκύλλα,
Τ' αναπόφευκτο απάλευτο κακό
Μιλιά δεν έβγαλα απ' το στόμα.
Φοβήθηκα πως οι σύντροφοι
Άξαφνα θα τρομάξουν,
Θα πάψουν να κωπηλατούν
Και μέσ' το πλοίο γρήγορα
Θα τρέξουν να σωθούν.
Και τότε πια τη συμβουλή
Της Κίρκης άφησα τη θλιβερή,
Που έλεγε πως ν' αρματωθώ
Εκείνη δεν συμφωνεί.
Τότε τ' άρματά μου τα ξακουστά
Τα έδεσα σφιχτά,
Στα χέρια παίρνοντας στη συνέχεια
Και δυο κοντάρια μακριά.
Κι απε στου καραβιού ανέβηκα
Της πλώρης την κουβέρτα.
Η Σκύλλα του βράχου από κει
Περίμενα πρώτα να ξεμυτίσει,
Καιτων συντρόφων μου το χαμό
Πως τοιμάζονταν να ξαπολύσει.
Μα δε μπορούσα να τη δω
Πόνεσαν τα δυο μου μάτια,
Να βλέπω τριγύρω ψάχνοντας
Σ' όλη την αχνομένη πέτρα.
Με θρήνους εμείς ωστόσο
Περνούσαμε τη στενωσιά,
Η Σκύλλα απ' τη μια μεριά
Κι η θεία Χάρυβδη απ' την άλλη.
Όπου με φρίκη τ' αλμυρό νερό
Της θάλασσας ρουφούσε,
Σα να' ταν καζάνι σε δυνατή φωτιά.
Χόχλαζε σαν ξερνούσε.
Κι η άχνα τότε που υψώνονταν
Ώσαμε των βράχων τις κορφές
Πάνω στους δυο ξανά καθόταν.
Μα σαν το νερό της θάλασσας 240
Το αλμυρό αναρρουφούσε
Δίνη φαινόταν μέσα τρανή
Κι ο βράχος αντηχούσε
Τόσο δυνατά πολύ,
Που' βλεπες κάτω στα βαθιά
Την άμμο τη μελαχρινή
Κι όλοι μαζί κοιτούσανε
Με φάτσα απ' το φόβο κιτρινωπή.
Κι όπως βλέπαμε προς αυτή
Φοβούμενοι την καταστροφή,
Έξι συντρόφους άρπαξε μονομιάς
Η Σκύλλα απ' το πλοίο το βαθύ,
Που ήταν οι αξιότεροι
Σε δύναμη κι' αντρειά μαζί.
Κι ως γύρισα το βλέμμα μου
Στο καράβι μέσα και στους συντρόφους,
Είδα από πάνω μου να υψώνονται
Μαζί τα χέρια τους και τα πόδια.
Και το' όνομά μου με παράπονο
Για τελευταία τους φορά
Καλούσαν ονομαστικά.
Όπως πάνω σ' ακρόβραχο
Ο ψαράς με μακρύ καλάμι
Δόλωμα ρίχνει στα μικρόψαρα
Στη θάλασσα πετώντας
Κέρατο από βόδι
Καλοταϊσμένο σε λιβάδι.
Κι αν πιάσει κανένα το πετά
Στην άμμο να σπαρταρά.
Έτσι κι εκείνοι σπαρτατούσανε
Σερνάμενοι προς τα βράχια,
Τους έτρωγε στη μπασιά μπροστά
Κι εκείνοι για γλιτωμό
Τα χέρια τους μου απλώναν
Μέσα σε άγριο μέσα σπαραγμό.
Θέαμα πιο φριχτό τα μάτια μου
Απ' όσα πέρασα δεν είδαν
Από τότε που της θάλασσας
Τους δρόμους αναζητούσαν.
Ο Οδυσσέας περιγράφει στους Φαίακες την άφιξη του
στο νησί του θεού Ήλιου, γιού του θεού Ουρανού
(Υπερίων) ραψωδία μ
Πίσω μας σαν αφήσαμε
Τους βράχους στη στιγμή,
Τη Σκύλλα και την άγρια Χάρυβδη 260
Φτάσαμε σε υπέροχο νησί.
Εκεί που'ταν τα όμορφα βόδια
Με τα κούτελα τα φαρδιά
Του Ήλιου γιού του Υπερίωνα
Καθώς και τα παχιά αρνιά.
Τότε απ' το πέλαγο άκουσα
Μουγκανητό σε μάντρα βοδιών,
Μέσα απ' το μαύρο καράβι
Και βέλασμα αρνιών,.
Που στο μυαλό μου έφεραν
Του Τειρεσία τα λόγια,
Του μάντη του τυφλού απ' τη Θήβα
Και της Κίρκης από την Αία,
Που με ξόρκιζε να κρατηθώ
Απ' το νησί του Ήλιου μακριά,
Αυτού που σ' όλους τους ανθρώπους
Μοιράζει τη χαρά.
Έτσι εγώ στους συντρόφους μου
Είπα με πικραμένη την καρδιά:
Σεις που τόσα τραβάτε σύντροφοι
Γι' ακούστε κι αυτά τα λόγια,
Για τις προφητείες θα σας πω
Του μάντη Τειρεσία
Και της Κίρκης από την Αία,
Που με ξόρκιζε να κρατηθούμε
Απ' το νησί του Ήλιου μακριά,
Που σ' όλους τους θνητούς
Μοιράζει πολύ χαρά.
Πως βάσανα μεγαλύτερα
Μας περιμένουν εγώ τους είπα
Γι' αυτό το πλοίο κρατάτε το
Πλάγια απ'το νησί αλάργα.
Αυτά σαν είπα όλων η καρδιά
Ράγισε μεσ'τα στήθια
Κι αμέσως ο Ευρύλοχος
Μου μίλησε με λόγια όλο πίκρα.
Οδυσσέα είσαι αδάμαστος: 280
Ούτ' η ψυχή σου έχει κουραστεί ,
Μη και το κορμί σου ολάκερο,
Συ από σίδερο έχει πλαστεί;
Τους συντρόφους σου τσακισμένους
Από κούραση και ξαγρυπνιά,
Δε μας αφήνεις πια για λίγο
Να πατήσουμε στη στεριά.
Κι εκεί στο θαλασσόζωστο νησί
Να ετοιμάσουμε νόστιμο φαΐ.
Αλλ' εσύ γυρεύεις μοναχά
Απ' το νησί μακριά
Να τριγυρνάμε όλη νύχτα
Στου πέλαγου τη σκοτεινιά.
Συνηθισμένο να' ρχονται
Αέρηδες τη νύχτα,
Που' ναι κακοί και κάνουνε
Ζημιές πολλές στα πλοία.
Πώς θα γινόταν το δικό μας
Να ξεφύγουμε αφανισμό,
Αν κάποιο ανεμοτάραχο
Ξεσπούσε αγριωπό,
Απ' το νοτιά η το Ζέφυρο
Το λυσσασμένο αγέρα,
Που παρά ο θέλημα των θεών
Τσακίζουν τα καράβια.
Αλλά τώρα πια στη νύχτα
Τη μαύρη ας πειθαρχήσουμε,
Σιμά στο γρήγορα καράβι
Το δείπνο να ετοιμάσουμε
Και στου πέλαγου τα πλάτη.
Την αυγή ν' ανοιχτούμε..
Έτσι είπε ο Ευρύλοχος
Και όλοι οι άλλοι σύντροφοι
Συμφώνησαν σ' αυτά.
Τότ' είδα πια πως κάποιος θεός
Βάσανα μηχανεύονταν πολλά.
Έτσι δυο λόγια πεταχτά
Του απάντησα και του είπα:
Ευρύλοχε με ζορίζετε
Κι απόμεινα μόνος πιά.
Ελάτε όλοι σας όρκο τρανό
Να δώστε σε μένα,
Πως κοπάδι μεγάλο αν δούμε
Από πρόβατα η γελάδια,
Κανένας δε θα βρεθεί
Από συμπεριφορά ανάρμοστη 300
Να σφάξει από αυτά κανένα.
Μον' όλοι ανενόχλητοι
Κοπιάστε για φαΐ ,
Απ΄τις τροφές που πήραμε
Απ' την Κίρκη τη θεϊκή.
Τέλειωσα πια εγώ
Κι όπως τους είχα ζητήσει,
Αμέσως ορκιστήκαν.
Σαν τέλειωσαν τον όρκο
Το καράβι μας αράξαμε το γερό,
Μέσ' το το βαθουλό λιμάνι
Πλάι σε δροσερό νερό.
Και τότε αποβιβάστηκαν
Οι σύντροφοι απ' το πλοίο
Και να ετοιμάζουν άρχισαν
Μ' έγνοια πολλή το δείπνο.
Κι όταν πιοτού και φαγητού
Γιάτρεψαν την πεθυμιά,
Πήραν να κλαίν θυμούμενοι
Τους αγαπημένους τους συντρόφους,
Που η Σκύλλα τους είχε αρπάξει
Μέσ' απ' το καράβι το βαθύ
Και τους είχε κατασπαράξει.
Κλαίγοντας απέ τους ήρθε
Ο ύπνος ο μακάριος
Μα στο τρίτο της σαν ήταν η νύχτα
Κι τρεμοσβήναν τ' αστέρια,
Ο Δίας ο μαζωχτής των συννεφιών
Ξεσήκωσε ανεμοθύελλα
Και άγρια λαίλαπα,
Που πέλαγος και στεριά
Τα σκέπασε με συννεφιά,
Ώσπου απέραν τη απλώθηκε
Απ'τα ουράνια η νυχτιά..
Σαν φάνη η ροδοδάχτυλη
Πρωί γεννημένη αυγή,
Αράξαμε το καράβι μας
Και το τραβήξαμε
Σ' ένα σπηλιάδι πολύ βαθύ.
Εκεί υπήρχαν από νύμφες
Πίστα χορού και έδρανα
Κι αφού εγώ κάλεσα σύναξη
Τούτα τους είπα λόγια:
Φίλοι
Πιοτό και φαγητό τα έχουμε 320
Στο καράβι το γρήγορό μας,
Γι αυτό από τα βόδια μακριά
Μη βρούμε το μπελά μας.
Γιατί του Ήλιου του άγριου θεού
Είναι τα παχιά τα πρόβατα
Ακόμα και τα βόδια.
Και πάνωθε τούτος ο θεός
Τ' ακούει και τα βλέπει όλα.
Σαν τέλειωσα η καρδιά τους
Η ατρόμητη είχε πειστεί
Κι ως ένα μήνα ολάκερο
Θυσούσε νοτιάς ατέλειωτος
Ούτε άλλος άνεμος ερχόταν
Παρά Σιρόκος και πάλι ο πρώτος.
Οσότου Ψωμί και κόκκινο κρασί
Στο πλοίο υπήρχαν,
Στα βόδια δεν πλησίαζαν
Να ζήσουν επιθυμούσαν.
Μα σαν σωθήκαν οι τροφές
Όλες που' ταν στο καράβι,
Τότε τριγυρνώντας να πιάσουν
Από ανάγκη ψάρια και πουλιά
Το' ριξαν στο κυνήγι
Με γαντζωτά αγκίστρια
Κι ότι στα χέρια τους έπεφτε,
Στα σπλάχνα τους θέριζ' η πείνα.
Και τους θεούς παρακαλούσα
Διασχίζοντας το νησί ,
Αν κάποιος να μου κάνει φανερό
Το δρόμο για επιστροφή.
Μα όταν απ' τους συντρόφους μου
Βρέθηκα κρυφά μακριά,
Πήρα τα χέρια τα' πλυνα
Σ' απάνεμη μεριά.
Σ' όλους προσευχόμουν τους θεούς
Που διαφεντεύουν τον Όλυμπο,
Όμως στα βλέφαρα μου αυτοί
Έριξαν ύπνο γλυκό.
Ωστόσο ο Ευρύλοχος
Σκέψη κακιά κινούσε
Ανάμεσα στους συντρόφους 340
Λέγοντας
Για όσα τραβάτε σύντροφοι
Τα λόγια μου αυτά .ακούστε:
Όλοι οι θάνατοι είναι πικροί
Για τους άτυχους θνητούς,
Μα είναι ακόμα; πιο σκληρό
Αν της μοίρας σου είναι γραφτό
Να πεθάνεις από λιμό.(πείνα)
Μα ελάτε να οδηγήσουμε
Του Ήλιου τα παχιά γελάδια,
Θυσία να τα προσφέρουμε
Στους θεούς που ζουν στα ουράνια.
Κι αν πάμε στην πατρίδα μας
Το Θιάκι με το καλό,
Στον Ήλιο το γιο του Υπερίωνα
Όμορφο θα χτίσουμε ναό,
Που μέσα του θα βάλουμε πολλά
Αγάλματα λαμπρά.
Μα για τα ορθοκέρατα
Τα βόδια του αν χολιάσει
Και συμφωνήσουν όλοι οι θεοί
Το πλοίο μας να ρημάξει.
Κάλλιο το έχω να βρεθώ
Στων κυμάτων το στόμα ανοιχτό
Μια και καλή πνιγμένος,
Παρά στο έρημο νησί
Αδιάκοπα τυραννισμένος.
Σαν είπε τούτα ο Ευρύλοχος
Οι σύντροφοι θα συμφωνήσουν
Και τα βόδια του Ήλιου εκεί κοντά
Τα πιο παχιά αμέσως θα λαλήσουν .
Γιατί δεν ήταν μακριά
Τα βόδια με τα μέτωπα τα φαρδιά
Από το γαλαζόπλοο καράβι
Και τα κέρατα τα στριφτά.
Κι όταν τα περικύκλωσαν
Στους θεούς έκαναν προσευχή,
Κόβοντας φύλλα τρυφερά
Από ψηλά φουντωμένη δρυ,
Αφού κριθάρι άσπρο δεν είχαν
Στο καράβι με τα γερά παγκιά.
Μετά αφού προσευχήθηκαν,
Τα έσφαξαν και τα έγδαραν.
Κι αφού έκοψαν τα μεριά τους 360
Με σκέπη θα τα τυλίξουν
Διπλώνοντας τη κι απάνω τους
Το κρέας θα τοποθετήσουν.
Κι αφού δεν είχανε κρασί
Να ρίξουν στα καιόμενα σφαχτά,
Στάλαζαν νερό για τις σπονδές
Ως καίγονταν όλα τα εντόσθια.
Και σαν τα μεριά αποκάηκαν
Και γεύτηκαν τα σπλάχνα,
Λιάνισαν κα;ι τ' άλλα για ψήσιμο
Περνώντας τα στη σούβλα.
Τότε ο ύπνος μου ο βαθύς
Απ' τα βλέφαρά μου είχε φύγει,
Για τ' ακρογιάλι κίνησα
Να πάω στο γοργό καράβι.
Πλησίαζα πια κοντά
Στο αμφίκυρτο καράβι,
Της τσίκνας πια τη μυρωδιά
Ένοιωσα γλυκά να με τυλίγει.
Με θρήνο στους αθάνατους Θεούς
Καλώντας τους τους είπα:
Αθάνατοι ευτυχείς θεοί
Και συ πατέρα Δία,
Με τέτοιο άσπλαχνο ύπνο
Με κοιμήσατε για συμφορά
Κι οι σύντροφοί μου έβαλαν
Στο νου τους τέτοια φριχτή δουλειά.
Η Λαμπετώ με το μακρύ της πέπλο
Ευθύς έτρεξε να μηνύσει
Στον Ήλιο γιο του Υπερίωνα,
Τα βόδια του πως είχαμε σφάξει.
Αμέσως κείνος στους αθάνατους
Λέει με την καρδιά γεμάτη οργή:
Πατέρα Δία κι αιώνιοι
Ευτυχισμένοι που' στε εσείς θεοί,
Εκδίκηση θέλω να πάρω
Απ' τους συντρόφους του Οδυσσέα
Γιου του Λαέρτη.
Μου' σφαξαν τα βόδια αδιάντροπα,
Που στο διάβα μου τα χαιρόμουν
Για τα ουράνια τ' αστερωτά
Και όταν στη γη επέστρεφα 380
Απ' τον ουρανό ξανά.
Κι αν για τα βόδια δε μου δώσουν
Όσα ταιριάζει να πάρω,
Στον Άδη μέσα θα βυθιστώ
Και στους νεκρούς πια θα φέγγω .
Σ'αυτόν ανταποκρινόμενος
Ο Δίας ο νεφεμαζώχτης θα πει
Είπε :<<Ήλιε πρέπει να φωτίζεις
τους αθάνατους εσύ
Και τους ανθρώπους τους θνητούς
Πάνω στην καρπερή επίσης γη.
Κι εγώ σου τάζω
Πως με αστραφτερό κεραυνό
Σε θάλασσα σαν το κρασί,
Το καράβι το γοργό,
Αυτά εγώ τα άκουσα
Απ' την ομορφόμαλλη Καλυψώ
Κι εκείνη μου' λεγε πως τ' άκουσε
Απ' τον Ερμή το ψυχοπομπό.
Στη θάλασσα μόλις έφτασα
Και στο καράβι δίπλα,
Μάταια με λόγια σκληρά
Μάλωνα τον καθένα,
Διόρθωση πια ήτα;ν αδύνατη
Αφού είχαν σφαχτεί τα βόδια.
Κι οι θεοί την ίδια στιγμή
Τους έστελναν σημάδια:
Γιατ' όταν σέρνονταν τα τομάρια
Και μουγκάνιζαν γύρω στις σούβλες,
Τα ψημένα μα και τα άψητα
Ακούγονταν βοδιών φωνές.
Οι σύντροφοί μου οι αγαπημένοι
Έξη μερόνυχτα φαντώναν,
Με τα βόδια του Ήλιου τα παχιά
Που τ' άρπαξαν και τα τρώγαν.
Κι όταν ο Δίας του Κρόνου ο γιός 400
Ξημέρωσε την έβδομη ημέρα,
Πήρε ο αγέρας κι έπαυσε
Κι η λαίλαπα να χτυπά,
Ευθύς πάνω στο πλοίο μας
Και στο πέλαγο τ' ανοιχτό,
Φεύγαμε με τα πανιά απλωμένα
Και το κατάρτι ορθό.
Μα ως το νησί αφήσαμε πίσω μας
Δεν έβλεπες άλλη καμμιά στεριά,
Παρά ο ουρανός κι η θάλασσα
Να σμίγουν μοναχά.
Έστησε τότε του Κρόνου ο γιός
Πάνω απ'το πλοίο μας το βαθουλωτό,
Σύννεφο μελαχρινό,
Που σκοτείνιασε το πέλαγο
Κάτω από αυτό.
Για ώρα πολλή το πλοίο μας
Καθόλου δεν προχωρούσε,
Αφού ο Πουνέντες γρήγορα
Φτάνοντας μας κρατούσε
Κι η θύελλα που λυσσομανούσε,
Κι απ' του ανέμου την ορμή
Τα δυο του ξάρτια μπροστά είχαν κοπεί
Απε και το κατάρτι
Πίσω θα σωριαστεί.
Μεσ' τ' απονέρια έπεσαν
Πανιά στο αμπάρι και σχοινιά.
Και πέφτοντας το κατάρτι
Απέ πάνω στην πρύμνα,
Του πλοηγό βρήκε το κεφάλι
Κι έσπασαν όλα τα κόκαλα μαζί .
Αυτός σα α' τανν βουτηχτής
Έπεσε απ' την κουβέρτα
Και τότε απ' τα κόκαλα
Έφυγε η ψυχή του η γενναία.
Ο Δίας βροντά και μαζί χτυπά
Το καράβι μ' αστροπελέκι,
Που ολάκερο στροβιλίστηκε
Βγάζοντας μυρωδιά από θειάφι.
Κι οι σύντροφοι μου πέσανε
Απ' το καράβι μεσ' το νερό,
Σαν τις κουρούνες ολόγυρα
Από το πλοίο το μελαχρινό,
Χωμένοι μεσ' τα κύματα
Και με το θεό να τους κόβει
Του δρόμου το γυρισμό.
Εγώ το καράβι γυρόφερνα 420
Όταν κάποια στιγμή
Χτύπησε η φουρτούνα,
Τσάκισε τα πλευρά του
Κι άφησε γυμνή
Στο κύμα την καρίνα.
Πέφτει το κατάρτι πάνω της
Μαζί πέφτει κι η σκότα (επίτονος)
Από βοδιού φτιαγμένη πετσί,
Οπότε τα πήρα και τα έδεσα
Καρίνα και κατάρτι μαζί.
Κι αφού κάθισα πάνω σ' αυτά
Αφέθηκα στων ανέμων τη λύσσα .
Ώσπου κάποια στιγμή
Ό Πουνέντης έκοψε την αγρίλα.
Μα γρήγορα Νότιος θα σηκωθεί
Φέρνοντάς μου βάσανα στην ψυχή ,
Αφού θα αναμετρηθώ ξανά
Με την ολέθρια Χάρυβδη.
Ολονυχτίς παράδερνα
Και όντας εφάνη ο ήλιος,
Στο βράχο έφτασα της Σκύλλας
Και της άγριας Χάρυβδης .
Καθώς η Χάρυβδη αναρρουφούσε
Της θάλασσας τ' αλμυρό νερό
Εγώ πετάχθηκα και κόλλησα
Ψηλά σα νυχτερίδα στον ορνιό.
Μα δεν υπήρχε πουθενά
Κάπου να πατήσω σταθερό.
Οι ρίζες; ήταν μακριά
Και τα τρανά κλωνιά
Απλώνονταν στον αέρα,
Στη Χάρυβδη να κάνουν σκιά.
Εκεί κρατιόμουν σταθερά
Μέχρι να φτάσει η στιγμή
Πίσω να ξεπετάξει,
Την καρίνα και το κατάρτι,
Που παρά την προσδοκία μου
Έγινε αργά πολύ.
Ποιάν ώρα ανασηκώνεται
Ο δικαστής να πάει για δείπνο,
Όταν στην αγορά εδίκασε
Και μοίρασε το δίκιο, 440
Την ίδια ώρα πια κι η Χάρυβδη
Άφησε να φανούν τα ξύλα.
Κι εγώ ψηλά τινάχτηκα
Με χέρια και με πόδια.
Πέφτοντας μέσα με γδούπο ,
Πλάι στα μακριά μαδέρια,
Κάθισα πάνω τους κι' αρχίνησα
Να λάμνω(κωπηλατώ) με τα; χέρια.
Όμως θνητών κι αθάνατων
Ο πατέρας τη Σκύλλα,
Δε μ' άφησε να την ξαναδώ,
Αλλιώς τον όλεθρο το ξαφνικό
Σίγουρα δε θα γλίτωνα.
Μέρες εννιά θαλασσοδερνόμουνα 460
Στις δέκα μεσ' τη νύχτα,
Μ' έριξαν οι θεοί σ' ένα νησί
Που ήταν η Ωγυγία.
Εκεί κατοικούσε η Καλυψώ
Με τις όμορφες πλεξούδες,
Πανώρια ήταν μα και σκληρή
Θεά με μιλιά σαν τις θνητές.
Που μου' δειξε την αγάπη της.
Μα τί λέω τούτα χτες βράδι
Τα διηγήθηκα σ' εσένα
Και ταίρι.σου το πιστό,
Γιατί δεν μου' ρχεται καλά
Τα ίδια πάλι να πω. 465
Η συνέχεια παραπέμπεται σε προηγούμενη ραψωδία,
τη ραψωδία ε, όπου η Αθηνά θέλησε να δώσει ένα τέλος
στο μαρτύριο του Οδυσσέα και παρακαλεί το Δία να
τον αφήσει να πάει στην Ιθάκη, επιβάλλοντας
τη θέληση του στην Καλυψώ.Εδώ περιγράφεται η άφιξη και η ζωή του Οδυσσέα
στο παλάτι-σπηλιά της και η συνάντησή του με τη Ναυσικά.
Ραψωδία ε
Συνεχίζεται με τη ραψωδία ε (πρωθύστερη)
Οι θεοί μελετούν το πρόβλημα του Οδυσσέα
Μόλις η Αυγή απ' του Τιθωνού
Το στρώμα του λαμπρού είχε φύγει
Ώστε σε θνητούς κι αθάνατους
Το φως να φέρει,
Κάθισαν οι θεοί στις θέσεις τους
Ο Δίας φυσικά στη μέση,
Που βαρά βροντές από ψηλά
Και που'χει δύναμη μεγάλη
Η Αθηνά τότε τους έλεγε 5
Για τα βάσανα τα πολλά
Που θυμόταν του Οδυσσέα,
Όντας στα παλάτια της Νύμφης
Και που του'χε μεγάλη έγνοια.
Ραψωδία ε.Το συμβούλιο των θεών του Ολύμπου συζητά
το θέμα της επιστροφής του Οδυσσέα στην Ιθάκη
Πάντα ευτυχισμένοι
Δία πατέρα κι αθάνατοι εσείς θεοί 7
Πρόθυμος, αγαπητός και πράος
Κανείς πια να μη βρεθεί
Βασιλιάς σκηπτρούχος,
Που το δίκιο στο μυαλό του να' χει,
Μον' άσπλαχνα πάντα να φέρεται 10
Και άνομα να κάνει,
Όπως κανένας δεν θυμάται
Ποιός ήταν ο θεϊκός Οδυσσέας,
Σ' αυτούς που διαφέντευε λαούς
Κι ήταν καλός πατέρας.
Αλλ' αυτός κλεισμένος σε νησί
Πάσχοντας; βάσανα σκληρά,
Στης Νύμφης Καλυψώς τα μέγαρα
Όπου με το ζόρι τον κρατά
Κι αυτός στην πατρική του γη
Να φτάσει δε μπορεί,
Αφού δεν υπάρχουν σύντροφοι
Και καράβια με πολλά κουπιά,
Που μαζί τους να τον έπαιρναν
Στης θάλασσας τη ράχη την πλατιά.
Τώρα πάλι σκέφτονται 20
Το αγαπημένο γιό του,
Να τον σκοτώσουν σαν γυρνά
Πίσω στο σπιτικό του,
Από το ταξίδι στη Λακεδαίμονα
Και την πανίερη Πύλο,
Είδηση ν' ακούσει για το γονιό του.
Αμέσως της απάντησε
Ο συννεφομαζώχτης Δίας :
Κόρη μου τι λόγος σου ξέφυγε
Απ'το φράχτη της οδοντοστοιχίας.
Εσύ δεν ήσουν που'βαλες
Στο νου σου τέτοια σκέψη,
Ο Δυσσέας σπίτι φτάνοντας
Εκδίκηση να γυρέψει;
Στείλε εσύ τον Τηλέμαχο 25
Με ασφάλεια μιας και μπορείς,
Στην πατρική του γη αν φτάσει
Να' ναι τελείως αβλαβής.
Και οι μνηστήρες άπραχτοι
Να γυρίσουν στην πατρίδα
Μεσ' το γρήγορό τους καράβι
Έτσι είπε και γυρίζοντας
Είπε στον αγαπημένο γιο του:
Μαντατοφόρος δεν είναι άλλος
Εξόν από σένα Ερμή,
Να πας λοιπόν και να μεταφέρεις
Στην ομορφόμαλλη νύμφη,
Την αλάθευτή μας απόφαση
Για το γυρισμό στο σπίτι του
Του καρτερικού Οδυσσέα,
Όπως κι ότι δεν θα επιστρέψει
Μ' ανθρώπων και θεών παρέα.
Μα αυτός πάνω σε μια σχεδία,
Σε κόμπους πάνω ατέλειωτους
Κι' απανωτή ταλαιπωρία,
Σ' είκοσι μέρες στο καρπερό νησί
Θα φτάσει τη Σχερία,
Των Φαιάκων τη γη που η φύτρα τους
Με των θεών είναι κοινή..
Όλοι αυτοί ως αθάνατο
Από καρδιάς θα τον τιμήσουν,
Στην πατρική του επίσης γη
Με πλοίο τους θα τον στείλουν.
Με πολύ χρυσό και χαλκό μαζί
Κι άφθονα ακόμα ρούχα,
Όσα δε θα' φερνε ποτέ
Κρατώντας τα από την Τροία
Αν γύριζε ακέραιος
Μερτικά του από τη λεία. 40
Γιατί η μοίρα του είναι να φτάσει
Τους δικούς του να ιδεί,
Στο αψηλό παλάτι του
Στην πατρική του γη.
Ραψωδία ε..Ο Ερμής παίρνοντας την εντολή, φεύγει για το παλάτι
της Καλυψώς να της μεταφέρει την απόφαση του Δία.
Αυτά είπε κι ο φονιάς 45
Τον άκουσε του Άργου(ο Ερμής)
Και δίχως αρνήσεις φόρεσε
Τα πέδιλα τα καλά του.
Χρυσά ήταν κι αθάνατα
Που τoν έφερναν γοργά
Με του ανέμου τις πνοές,
Πάνω από της γης τις θάλασσες
Και τις απέραντες στεριές.
Πήρε και το μαγικό ραβδί
Που μάτια ανδρών μαγεύει,
Από κείνους που διαλέγει.
Τους άλλους τότε κοιμώμενους
Εκείνος τους σηκώνει.
Κρατώντας το ραβδί στα χέρια του
Πετούσε.ο δυνατός
Του Άργου ο φονιάς.
Αλλά σαν έφτασε στην Πιερία
Κατέβηκε από ψηλά
Και μπήκε μέσ'τη θάλασσα.
Απε σα γλάρος να' τανε
Ορμούσε πάνω στο κύμα .
Όπως πουλί που πιάνει ψάρια
Στης άκαρπης θάλασσας
Τα βάθη τα μεγάλα,
Νοτίζοντας τις γερές φτερούγες του
Στης θάλασσας την αλμύρα.
Το ίδιο κι ο Ερμής τα κύματα
Προσπέρναγε τότε τα πολλά,
Μα σαν έφτασε πια στο νησί
Που' ταν πολύ μακριά,
Άφησε τ' αφρισμένο πέλαγο
Και πάτησε στη στεριά.
Μετά από λίγο έφτασε
Σε μεγάλη σπηλιά,
Εκεί όπου κατοικούσε
Η μορφοπλέξουδη Νεράιδα
Που τη βρίσκει να' ναι μέσα.
Στο τζάκι έκαιγε τρανή φωτιά
Που έφερνε μακριά τη μυρωδιά
Κέδρου και ευκολόσχιστης θυάς. 60
Που καιγόταν κι όλο το νησί
Γέμιζε παντού μοσχοβολιά
Και το γλυκό τραγούδι της
Ακουγόταν από μέσα ,
Καθώς στον αργαλειό της ύφαινε
Μ' ολόχρυση σαΐτα.
Δάσος λουσμένο sth δροσιά
Φούντωνε γύρω απ'τη σπηλιά,
Με σκλήθρα ,καβάκια (λεύκες).
Και κυπαρίσσια ευωδιαστά.
Εκεί μέσα κούρνιαζαν
Πουλιά με μακριά φτερά,
Γκιώνηδες ,γεράκια
Και με τις μακριές τους γλώσσες
Οι θαλασσινές κουρούνες,
Που σ' αυτές αρέσουν πιότερο
Οι πτήσεις οι πελαγίσιες.
Απλωμένη ήταν ολόγυρα
Από την κουφωτή σπηλιά,
Σταφύλια φορτωμένη.
Θαλερή κληματαριά.
Τέσσερις βρύσες στη σειρά
Η μια στην άλλη κολλητά,
Που αλλού τα γάργαρά της νερά
Τα έστερνε να πάν' η κάθε μιά,
Γύρω ίσια λιβάδια πράσινα
Μ' άγρια σέλινα και βιόλες,
Που κι αθάνατος μετά να' ρχόταν
Θα ξετρελαινόταν σαν τα' βλεπε
Και η καρδιά του θα φχαριστιόταν.
Εκεί αφού στάθηκε ο Ερμής
Θαύμαζε τριγύρω όλα αυτά.
Κι αφού άφησε η καρδιά του
Όλα να τα θαυμάσει,
Αμέσως μετά μεσ'τη φαρδιά
Τη σπηλιά.πια θα περάσει
Κι αντίκρυ της η Καλυψώ
Σαν τον είδε κάποια στιγμή,
Ευθύς η λατρευτή θεά
Ποιός ήταν θα τον γνωρίσει.
Βλέπεις οι αθάνατοι θεοί
Δεν είναι άγνωστοι μεταξύ,
Ακόμα και σε μακρινά παλάτια 80
Αν κάποιος απ' τον άλλο κατοικεί.
Μέσα το μεγαλόκαρδο ευθύς
Δε βρίσκει τον Οδυσσέα
Αλλά καθόταν στο γιαλό μπροστά
Με δάκρια πόνους και στεναγμούς
Σπαράζοντας μέσ' την καρδιά
Στο άκαρπο πέλαγος κοιτούσε
Αφήνοντας δάκρυα πολλά.
Τον Ερμή τότε η θεά Καλυψώ
Αφού τον έβαλε να καθίσει,
Σε θρόνο λαμπροστόλιστο,
Μιλώντας του θα τον ρωτήσει:
Ερμή εσύ με το χρυσό ραβδί
Γιατί άραγε ήλθες σε μένα,
Εσύ ο σεβάσμιος και αγαπητός
Δεν έρχεσαι δα συχνά
Αλήθεια εδώ πέρα.
Πες μου ότι έχεις κατά νου
Αν τούτο είναι εφικτό,
Με την καρδιά μου θα το κάνω,
Κι αν από μένα είναι μπορετό.
Αλλ' έλα πρώτα κόπιασε
Να σε φιλέψω κάτι.
Έτσι σαν είπε η θεά
Του έστρωσε τραπέζι,
Το γέμισε μ' αμβροσία(τροφή των θεών)
Κι μετά τον κέρασε
Κόκκινο Θεϊκό κρασί.
Και τότε του Άργου ο φονιάς
Του Δία ο ψυχοπομπός
Ξεκίνησε το φαγοπότι.
Κι όταν πίνοντας και τρώγοντας
Xάρηκ' η καρδιά του φαγητά,
Τότε εκείνος θα της απαντήσει.
Με τα λόγια αυτά:
Eσύ ρωτάς πως έφτασα ο θεός
Σε σένα θεά εδώ χάμω,
Καθάριος θαν' ο λόγος μου
Όπως θέλεις κι εσύ να κάνω.
Ο Δίας με διέταξε εδώ 100
Να έλθω δίχως να θέλω εγώ
Ποιος άραγε ίσως ποτέ
Από μόνος του θα διέσχιζε
Τόσο πολύ αλμυρό νερό .
Ούτε πόλη θνητών
Βρίσκεται καμιά κοντά,
Που στους θεούς να κάνουν θυσίες
Και εκλεκτές βοδιών προσφορές.
Του Δία όμως του ασπιδοκράτη
Τη θέληση δεν μπορεί,
Ούτε θάνατος να την αλλάξει
Μα μήτε και να την παραβεί.
Λέει πως κρατάς κοντά σου
Τον πιο δυστυχισμένο άντρα,
Απ' όλους που πολέμησαν
Στου Πρίαμου το κάστρο κοντά,
Εννιά χρόνια και στο δέκατο
Αφού κατέστρεψαντην Τροία
Έφυγαν για την πατρίδα.
Όμως κατά την επιστροφή
Αμάρτησαν στην Αθηνά ,
Σήκωσε εκείνη θύελλα
Με κύματα πολύ ψηλά.
Όπου όλοι οι άλλοι δυνατοί
Χαθήκαν σύντροφοί του
Και τούτον άνεμος κι ένα κύμα
Τον έφερε εδώ μοναχό του
Αυτόν τώρα το γρηγορότερο
Να τον ξεπροβοδήσεις σου ζητά:
Γιατί δε είναι γραμμένο
Πως απ' τους δικούς του
Εδώ μακριά θα σβήσει,
Είναι γραφτό τους φίλους του
Γυρνώντας να αντικρίσει,
Τo αψηλό παλάτι του
Στην πατρική του γη.
Στα λόγια τούτα η Καλυψώ
Ρίγησε η πανέμορφη θεά
Και προς αυτόν κραυγάζοντας
Λόγια του αέρα του απαντά:
Είστε σκληροί ,ζηλιάρηδες
Πιότερο σεις οι θεοί από oλονούςς,
Δε σας αρέσει μια θεά
Να σμίγει με κοινούς θνητούς, 120
Αν κάποια θεά στα φανερά
Ταίρι θελήσει να γίνει μ' άντρα
Που κείνος θέλει να την κάνει
Αγαπημένη του κυρά.
Όπως η ροδοδάχτυλη αυγή
Που διάλεξε τον Ωρίωνα,
Σεις οι τρισευδαίμονες θεοί
Δε νοιώθατε τότε ζήλια
Ώσπου πήγε η χρυσόθρονη
Η αγνή Άρτεμη στην Ορτυγία,
Εκεί όπου τον σκότωσε
Πετώντας πάνω του βέλη πυκνά.
Όπως επίσης κάποτε
Ενέδωσε η καρδιά
Της Δήμητρας της μορφοπλέξουδης,
Που έχοντας στρώμα
Νιο χωράφι ζευγαρωμένο τριπλά
Με τον Ιάσιο γι' απόλαυση
Κι εκείνη είχε σμίξει.
Τις αγκαλιές και τα φιλιά
Ο Δίας τα'μαθε στο λεπτό, .
Του πήρε αμέσως τη ζωή
Μ'αστροπελέκι καυτερό.
Και τώρα πάλι με ζηλεύετε
Θνητό ώ θεοί κοντά μου που'χω,
Μα εγώ τον γλίτωσα σαν έφτασε
Μόνος του σε σχεδία επάνω.
Τότε που το γρήγορο καράβι του
Μεσ' το πέλαγο το κρασάτο ,
Το τσάκισε ο Δίας ρίχνοντάς
Κεραυνό φλογάτο.(πυρωμένο).
Τότε που οι άλλοι δυνατοί
Σύντροφοί του χαθήκαν
Κι αυτόν άνεμοι και κύματα
Σπρώχνοντας τον εδώ τον αφήκαν.
Τον φίλευα και τον έτρεφα
Και κατά νου τον είχα,
Αθάνατο να τον έκανα
Κι αγέραστο για πάντα.
Αφού όμως τ' ασπιδοκράτη (Δίας)
Τη θέληση να παρακούσει
Αθάνατος άλλος δεν μπορεί
Ούτε και να τη χαλάσει,
Ας φύγει αφού είναι του Δία
Το θέλημα κι αυτό διατάσσει,
Στην ανήσυχη επάνω θάλασσα 140
Εγώ όμως πως να τον στείλω,
Καράβια με πολλά κουπιά
Δεν έχω και συντρόφους
Που στην πλατιά ράχη της θάλασσας
Να τον πάρουν.μαζί τους.
Μα πρόθυμα θα του δώσω συμβουλή
Και δε και θα του την κρύψω,
Ακέραιος στην πατρική γη
Να γυρίσει πίσω.
Και τότε ο Αργοφονιάς(Φονιάς του Άργου)
Αμέσως της απαντά,
Έτσι καθώς είπες διώξε τον
Λογίζοντας την οργή του Δία,
Μη και ξεσπάσει επάνω σου
Ο θυμός του κάποια μέρα αργότερα.
Κι ο δυνατός Αργοφονιάς
Έφυγε σαν είπε αυτά τα λόγια.
Τότε κι η Νεράιδα η σεβαστή
Πήγε προς τον Οδυσσέα
Υπακούοντας στου Δία την προσταγή. 150
Ραψωδία ε.Έφυγε ο Ερμής και η Καλυψώ συναντά τον Οδυσσέα
Tον βρήκε κάτω στο γιαλό
Να κάθεται πλάι στο κύμα,
Τα μάτια του δε στέγνωναν
Απ' τα πολλά τα δάκρυα.
Με τον καημό του για γυρισμό
Έσβηνε η ζωή του η γλυκιά,
Με τη Νεράϊδα. πια να ζει
Δεν του' δινε καμιά χαρά.
Αλλά κοιμόταν στη βαθουλωτή
Τις νύχτες με σιγουριά τη σπηλιά,
Αν και χωρίς τη θέλησή του
Δική της ήταν η χαρά.
Όλες τις μέρες κάθονταν
Στα βράχια στ' ακροθαλάσσια,
Και πίκρες ,κλάματα, στεναγμοί
Του σπάραζαν τα στήθια,
Την άκαρπη κοιτώντας θάλασσα
Με βουρκωμένα μάτια.
Αφού στάθηκε εκεί κοντά
Του μιλούσε η λαμπρή θεά:
Δε θέλω να μου δέρνεσαι
Δύσμοιρε εδώ
Ούτε και η ζωή σου ν' αφανίζεται, 160
Αφού εγώ ολοπρόθυμα
Να φύγεις θα σου σταθώ.
Μα πάρε συ να κόψεις
Μαδέρια μακριά
Μ' ένα καλό τσεκούρι
Για μια σχεδία φαρδιά.
Κι απάνω του να καρφώσεις
Σανίδες που να' ναι αρκετά ψηλά.
Πέρα ως πέρα αράδιασέ τις,
Έτσι που στο σκοτεινό.
Να σε φέρουν ωκεανό.
Κι απέ εγώ ψωμί, νερό
Και κόκκινο κρασί μέσα θα βάλω,
Να μη σε λυγίσει η πείνα
Και τα ρούχα που θα σε ντύσω.
Πίσω σου θα στείλω αγέρα πρίμο
Κι αν θέλουν κι οι θεοί,
Που διαφεντεύουν τον πλατύ ουρανό,
Κι είναι από μένα πιο δυνατοί
Σε κρίση και σε γνώση,
Σώος θα φτάσεις κι ακέραιος
Στην πατρική σου γη.
Ο πολύπαθος θείος Οδυσσέας
Ρίγησε σαν του'πε όλα αυτά
Και κείνος σε απάντηση
Τούτα του ανέμου της λέει λόγια:
Άλλο προφανώς σκαρφίζεσαι
Μα όχι θεά για το γυρισμό
Όταν με προτρέπεις με σχεδία
Να περάσω το βυθό
Τον απέραντο της θάλασσας
Το δύσκολο, το φριχτό.
Αυτό που ούτε και τα γρήγορα
Τολμούν να περνούν καράβια,
Που αν και του Δία αυτά
Χαίρονται τον πρίμο αγέρα .
Χωρίς τη δική σου θέληση
Εγώ στη σχεδία δε θα ανεβώ,
Εκτός κι αν αποφάσιζες
Μεγάλο όρκο να δώσεις,
Πως άλλο για μένα κακό
Στο νου σου δε θα βάλεις.
Χαμογέλασε τότε η Καλυψώ
Σαν άκουσε όλα αυτά, 180
Κι ετούτα του είπε λόγια:
Αφού τον χάϊδεψε τρυφερά
Πράγματι είσαι πονηρός;
Κι από σκάρτα δεν ξέρεις,
Κοίτα τι λόγια σκέφτηκες
Αλήθεια να ξεστομίσεις.
Μάρτυρες βάζω να'ναι η γη
Και τα πλατιά πάνω ουράνια,
Της Στύγας τα τρεχούμενα νερά
Που όρκος ,πιο μεγάλος πιο φριχτός
Στους θεούς πάντα μετρά
Πως άλλο τίποτα δεν έβαλα
Στο νου μου κακό για σένα.
Αλλά ετούτα σκέφτομαι
Να τα κάνω κατανοητά,
Όσα που κι εγώ η ίδια
Για μένα θ' αποφάσιζα
Τόση ανάγκη αν είχα.
Γιατί στο δικό μου το μυαλό
Δε μπαίνει η αδικία,
Τα στήθη δεν είν'από σίδερο
Είμαι ψυχοπονιάρα.
Αυτά σαν του είπ' η πεντάμορφη
Με βιάση στο δρόμο μπαίνει
Κι εκείνος τα θεία αχνάρια
Των ποδιών της ακολουθεί.
Κι όταν ο άντρας κι η θεά
Στη σκαλιστή σπηλιά είχαν φτάσει,
Εκεί απ'όπου σηκώθηκ' ο Ερμής
Εκείνος θα αράξει.
Κι η νύμφη του απίθωσε
Πλούσια μπρος τροφή,
Να φάει και να πιεί από αυτά
Που τρώνε οι άντρες οι θνητοί.
Κι αυτή αντίκρυ κάθισε
Στο θεϊκό Οδυσσέα,
Μπροστά της οι δούλες έβαλαν
Νέκταρ και αμβροσία.
Στα έτοιμα τότε φαγητά 200
Αυτά που' ταν μπροστά τους,
Άπλωσαν αυτοί τα χέρια τους
Στα ποτά απέ και στα φαγητά.
Κι αφού είχαν πια φχαριστηθεί
Η Καλυψώ η σεβαστή,
Όπως ήταν σωστό
Άρχισε πρώτη για να πει:
Γιε του Λαέρτη θεϊκέ
Πολυμήχανε Οδυσσέα,
Τόσο λοιπόν στο σπίτι σου
Θέλεις να πας γοργά
Στην αγαπημένη σου πατρίδα;
Να χαίρεσαι παρ' όλα αυτά.
Μ' αν ήξερες όμως τα βάσανα
Που'χει γραμμένα να τραβήξεις
Από τη η μοίρα σου πριν τα χώματα
Τα πατρικά σου να πατήσεις,
Εδώ μαζί μου θα'μενες
Φύλακας στο παλάτι.
Θα' σουν απέ κι αθάνατος
Όση κι αν έχεις πεθυμιά
Το ταίρι σου να πας δεις
Που ο καημός της ατέλειωτος
Όλα τα χρόνια. αυτά.
Καυχιέμαι πως εγώ χειρότερη
Σε κορμοστασιά και σ'' ομορφιά
Από εκείνη δεν είμαι
Και το το λέω με σιγουριά
Αφού έτσι κι αλλιώς δεν είν' σωστό
Εγώ νομίζω οι θνητές,
Για το κορμί και την ομορφιά
Να μαλώνουν με τις θεές.
Σ' αυτήν απαντώντας είπε
Ο Οδυσσέας; ο πολυγνώστης:.
Θεά εσύ σεβάσμια
Για τούτο μη μου θυμώνεις.
Κι εγώ καλά το ξέρω αλήθεια
Πώς η συνετή Πηνελόπη
Δε μπορεί με σένα σ' ομορφιά
Κι ανάστημα να παραβγεί.
Από σένα είναι κατώτερη.
Γιατί εκείνη είναι θνητή
Και σύ θεά αγέραστη,
Μα τόσο πολύ αυτό που θέλω 220
Και εύχομαι όλο τον καιρό,
Είναι στο σπίτι μου να βρεθώ
Του γυρισμού μου τη μέρα να ιδώ.
Kι αν πάλι σε πέλαγο σκοτεινό
Με τσάκιζε θεός ξανά,
Αντέχω γιατί στα στήθια μου
Έχω καρτερική καρδιά.
Γιατί έπαθα πάρα πολλά
Κι έχω πολύ αγωνιστεί,
Στον πόλεμο και τα κύματα.
Με τ'άλλα και τούτο ας γενεί.
Σαν τέλειωσε κι ο ήλιος έδυσε πιά
Και μας σκέπασαν τα σκοτάδια,
Αφού στο βάθος έφτασαν
Της βαθουλωτής σπηλιάς,
Τον έρωτα τους χάρηκαν
Αγκαλιασμένοι όντας.
Κι όταν η ροδοδάχτυλη
Χάραξε πια αυγούλα,
Πήρ' ο Οδυσσέας και φόρεσε
Χλαμύδα και χιτώνα.
H Νεράιδα επίσηςφόρεσε
Αργυρόχρωμο φουστάνι
Χαριτωμένο και λεπτό,
Έβαλε και στη μέση της
Καλό χρυσό ζωνάρι,
Καλύπτρα στο κεφάλι
Και του περήφανου Οδυσσέα.
Ετοίμαζε το ταξίδι.
Τσεκούρι μεγάλο του'δωσε
Στη χούφτα ταιριαστό,
Καλά στερεωμένο πάνω
Δίστομο κι από χαλκό.
Του' βαλε κι ένα στυλιάρι
Πανέμορφο από ελιά
Ξυσμένο πολύ καλά
Κι έπειτα ένα σκεπάρνι
Εύκολα. να ξηλώνει.
Αμέσως ξεκίνησε μπροστά
Για του νησιού την εσχατιά,
Όπου κεί πέρα φύτρωναν
Δένδρα πολύ ψηλά.
Σκλήθρες λεύκες κι' έλατα
Που ανέβαιναν στα ουράνια,
Με φύλλα κατάξερα από παλιά
Που επέπλεαν ελαφρά στα νερά.
Και μόλις τα δένδρα του'δειξε
Που φύτρωναν τα θεριά,
Η πεντάμορφη πια Καλυψώ
Γύρισε πίσω στη σπηλιά.
Αφού έκοψε τα δένδρα μετά
Και τέλειωσε τη δουλειά γοργά,
Από τα είκοσι πελέκησε
Με τσεκούρι τα κλωνιά.
Αφού καλά τα έξυσε
Με χάλκινο σκεπάρνι, 240
Με τέχνη τα ευθυγράμμισε
Βάζοντας επάνω αλφάδι
Ωστόσο η Καλυψώ η σεβαστή
Τρυπάνια θα του φέρει,
Που άνοιξε τρύπες σ' όλα τους
Μεταξύ τους θα τα ταιριάξει
Με ξυλοκάρφια και συνδέσμους(κορμοί κομμένοι στα δυο)
Κτυπώντας τους θα τα δέσει
Όσο κάποιος σχεδίασε
Άνδρας τεχνίτης ικανός
Φορτηγού καραβιού,
Της πατωσιάς το πλάτος,
Τόσο να κάνει φαρδιά
Ο Οδυσσέας σκέφτηκε
Και τη δική του σχεδία.
Κι αφού έστησε τα πλαϊνά
Με στραβόξυλα θα τα στεριώσει
Και με τις μακριές σανίδες του
Την κουβέρτα θα ισοπεδώσει.
Κατάρτι τότε πελεκά
Και λοξό να το στηρίζει
Κι απε τιμόνι έφτιαξε
Για να την κατευθύνει.
Και με κλωνάρια λυγαριάς
Την έφραξε τριγύρα,
Να τον φυλά απ'τα κύματα
Σωριάζοντας και σαβούρα.
Κάποια στιγμή η Καλυψώ
Έφερε η σεβαστή σκουτιά
Κι εκείνος τα μαστόρεψε
Σε άριστα πανιά.
Σκότες της έδεσε ψηλά 260
Στηρίγματα και μαντάρια,
Την έριξε στ' άγια κύματα
Έπειτα με λοστάρια.
Σαν πέρασαν μέρες τέσσερις
Τότε όλα είχαν τελειώσει,
Την πέμπτη πια απ' το νησί
Η Καλυψώ η θεϊκή
Θα τον αφήσει ν' αναχωρήσει,
Με ρούχα όμως ευωδιαστά
Η ίδια με τα χέρια της
Αφού τον είχε ντύσει
Κι απέ τον είχε λούσει.
Μέσ' τη σχεδία του' βαλε
Ασκί με μαύρο κρασί,
Το πιο καλό και σ' άλλο
Νερό στο πιο μεγάλο
Ακόμα και σε ταγάρι του' βαλε
Άφθονη του χεριού τροφή
Πρίμο ακόμα του' στειλε
Ζεστό κι αβλαβή αγέρα
Κι ο Οδυσσέας ο θεϊκός με χαρά
Σήκωσε πιά πανιά.
Ο Οδυσσέας φεύγει από το νησί της Καλυψώς
Ραψωδία ε
Μετά αφού κάθισε άρχισε
Με τέχνη να κυβερνά το τιμόνι
Κι ύπνος στα βλέφαρά του
Έπαψε να τα βαραίνει,
Καθώς την Πούλια κοίταγε
Της Άρκτου το γελαδάρη,
Που να βασιλέψει αργεί
Κι άμαξα την αποκαλούν πολλοί,
Αφού πάντα εκεί κλωθογυρνά
Καραδοκώντας τον Ωρίωνα
Που ποτέ του αυτός δε χαίρεται
Του Ωκεανού τα λουτρά,
Αφού η Καλυψώ η σεβαστή
ΤουΡαψωδία ε έδωσε συμβουλή,
Στο πέλαγο αρμενίζοντας
Αδιάκοπα να τον έχει
Στο χέρι το ζερβί.
Αρμενίζοντας μεσ' το πέλαγο
Πέρασαν μέρες δέκα επτά,
Στις δέκα οχτώ φανήκανε
Της χώρας των Φαιάκων
Τα σκιερά βουνά,
Που απ' τη μεριά του φαίνονταν 280
Να' ναι σαυτόν πολύ κοντά
Και σαν ασπίδα φάνταζε
Στου πέλαγου τη σκοτεινιά.
Όταν ο μέγας σαλευτής της γης (Ποσειδών)
Γύριζε από τη γη των Αιθιόπων,
Τον είδε από πέρα μακριά
Απ' τα βουνά των Σωλύμων,
Και τον γνώρισε αφού αρμένιζε
Καταμεσίς στο πέλαγο
Θύμωσε πολύ μέσ' την καρδιά
Και κούνησε το κεφάλι
Προτού να πει αυτά τα λόγια
Ωχ, ναι άλλαξαν γνώμη
Οι άλλοι θεοί για τον Οδυσσέα,
Άλλη έβγαλαν απ' τη δική μου
Όταν στους Αιθίοπες έλειπα.
Να τος στων Φαιάκων τη γη κοντά
Εκεί όπου του όρισε η μοίρα,
Να ξεφύγει από της συμφοράς
Μια για πάντα τα σχοινιά.
Μέχρι να φτάσει στην πατρίδα.
Μα εγώ για τούτον εδώ
Προτύτερα θέλω να προφτάσω
Kαι μ' άλλα βάσανα
Πολλά να τον χορτάσω.
Αυτά σαν είπε σύννεφα
Εκείνος θα μαζέψει
Και με την τρίαινα στα χέρια του,
Το πέλαγο θα συνταράξει.
Ολούθε θυελλώδεις άνεμους
Όλων των ειδών ξαμολά
Και κάλυψε με σύννεφα
Πέλαγα μαζί και στεριά.
Θολή δε από τον ουρανό
Είχε απλωθεί σκοτεινιά.
Μαζί Νοτιάς ,λεβάντες χίμιξαν
Κι ο Ζέφυρος ο πιο κακός,
Με κύμα δε τρανό, απανωτό
Κα ο Βοριάς ο παγερός
Τα γόνατα τότε κι η καρδιά
Του Οδυσσέα είχαν λυθεί
Και μ' όση μπορούσε πίκρα
Θα πει μεσ' την ψυχή του την τρανή.
Αλλιά σε μένα τον άμοιρο
Τι θ' απογίνω τελικά
Τρέμω για όσα προφήτεψε
Η θεά μη βγουν όλα σωστά. 300
Πως θα περάσω μού' λεγε
Βάσανα μεσ'τα πέλαγα,
Πριν φτάσω στην πατρίδα μου
Kαι να΄τα τώρα τελειώνουν όλα.
Για δες με πόσα σύννεφα
Ο Δίας περιζώνει
Τα πλάτη τα ουράνια
Τη θάλασσα αναταράσσει.
Γρήγορες θύελλες ξεσπούν
Απ' τον καθένα αγέρα
Αναπόφευκτος είν'ο παντελής
Όλεθρός μου τώρα
Ευλογημένοι τρείς φορές
Και τέσσερις οι Αργίτες
Όσοι στην Τροία την πλατιά
Για το χατήρι χάθηκαν
Τους γιούδες του Ατρέα.
Έπρεπε κι εγώ να πέθαινα
Τη μοίρα μου να είχα τρέξει,
Τη μέρα που καταπάνω μου
Χάλκινα κοντάρια ατέλειωτα
Οι Τρώες τριγύρω απ' του Πηλέα
Το νεκρό γιο είχαν ρίξει.(Αχιλλέας).
Δοξασμένος απ' τους Αχαιούς
Τάφο θα είχα κι εγώ,
Μα τώρα η μοίρα μου'γραψε
Με πανάθλιο θάνατο να χαθώ.
Καθώς μίλησε απάνω του
Χίμηξε άγριο κύμα,
Τεράστιο που περιτύλιξε
Ολόκληρη η σχεδία.
Ο ίδιος τότε έπεσε
Απ' τη σχεδία πέρα,
Μαζί και το πηδάλιο
Που του' φυγε απ' τα χέρια
Η θύελλα των ανάμικτων
Ανέμων το κατάρτι της
Στη μέση θα τo τσακίσει,
Αντένα και πανί μακριά
Στο πέλαγο θα τα σκορπίσει.
Εκείνον σε βαθιά νερά
Τον βούλιαξε ώρα πολύ,
Γιατί απ'τη μεγάλη ορμή 320
Δεν ήταν μπορετό
Γρήγορα να ξαναβγεί.
Σ' αυτό το άγριο κύμα,
Της Καλυψώς τον βάραιναν
Τα ρούχα τα χαρισμένα.
Τέλος σαν αναδύθηκε
Έφτυσε από το στόμα
Την πικρή αλμύρα
Κι ήταν σα να κελάρυζε ποτάμι
Ασταμάτητα.απ' το κεφάλι.
Μα τη σχεδία απ' τα μάτια του
Ποτέ δεν είχε αφήσει
Κι ας είχε καταπονηθεί πολύ,
Όρμησε μεσ' τα κύματα
Κι απάνω της θα πιαστεί.
Στη μέση τότε κάθισε
Το Χάρο ν' αποφύγει .
Μα άγριο κύμα με ορμή
Την πέταγε εδώ και κει.
Όπως ο φθινοπωρινός βοριάς
Τ' αγκάθια σαρώνει στον κάμπο
Και τότε όλα έρχονται
Κοντά το ένα με το άλλο,
Έτσι τη σχεδία οι άνεμοι
Τη σέρναν δώ,παρέκει
Άλλοτ' ο Νοτιάς την έδινε
Στο Βοριά να την παρασύρει.
Κι απέ ο λεβάντες την παρατά
Στον Πουνέντε να τη χτυπά.
Τον είδε όμως η Ινώ
Με τους λιγνούς,αστράγαλους
Του Κάδμου η θυγατέρα
Τώρα πια τη λένε Λευκοθέα,
Που παλιά μιλούσε σαν θνητή.
Και τώρα στα πέλαγα μέσα .
Έχει θεϊκή τιμή.
Κι αυτή τον Οδυσσέα σπλαχνίστηκε
Που περάδερνε σε βάσανα πολλά
Και μοιάζοντας με λίμνης βουτηχτάρι
Ξεπετάχθκε απ' τα βαθιά νερά.
Κι αφού κάθησε τη σχεδία
Με τα πολλά δεσίματα
Είπε αυτά τα λόγια:
Γιατί άραγε κακόμοιρε
Μέχρι τέλους έτσι σε κυνηγά
Ο κοσμοσείστης Ποσειδών
Και βάσανα σου στέλνει φοβερά.
Μα δε θα σε εξοντώσει
Αν κι έχει οργή πολύ μεγάλη.
Μα κάνε όλα που θα σου πω
Ανόητος δε μου μοιάζεις:
Βγάζοντας τα ρούχα αυτά
Τη σχεδία στους ανέμους άστηνα
Και κoλυμπώντας με τα χέρια
Προσπάθησε τότε στη γη
Των Φαιάκων να πατήσεις ,
Εκεί όπου η μοίρα σου
Σου'γραψε να γλιτώσεις.
Να,πάρε αυτό το αθάνατο
Μαντήλι και να να το ζώσεις
Κάτω από τα στήθια σου,
Έτσι που φόβο να πάθεις
Ή να πνιγείς δε θα΄χεις.
Μόλις δε με τα χέρια σου
Τη στεριά θ' ακουμπήσεις, 350
Πρέπει αφού τότε το λύσεις
Απ' τη στεριά μακριά
Στο πέλαγο το μουντό να το ρίξεις
Κι εσύ αλλού να κοιτάξεις.
Είπε η θεά και στο χέρι του
Ως του' βαλε το μαντίλι,
Σα γλάρος ξαναχάθηκε
Στη θάλασσα την αγριεμένη,
Που το μαύρο κύμα τη σκέπασε.
Τότε ο δύσμοιρος Οδυσσέας
Άρχισε το μυαλό του να τυραννά
Οπότε είπε με πολύ θυμό
Προς τη μεγάλη του καρδιά:
Ώχου, τρέμω μη κάποιος αθάνατος
Δόλο νέο μην υφαίνει ξανά,
Όταν εγώ να εγκαταλείψω.
Τη σχεδία μου ζητά.
Μα γρήγορα δε θα πειστώ
Αφού με τα ίδια μου τα μάτια,
Είδα στεριά μα μακριά
Εκεί που πε πως θα' βρω σωτηρία. 360
Μάλλον αυτό μου φαίνεται
Το πιο καλό για μένα,
Όσο τα μαδέρια στους δεσμούς
Είναι δεμένα καλά
Εδώ θα μείνω υπομένοντας
Τα βάσανα καρτερικά.
Εκτός αν χτυπήσουν κύματα
Τη σχεδία και σκορπίσει,
Θα κολυμπήσω αφού καλύτερη
Σκέψη δεν έχω επινοήσει.
Αυτά λοιπόν ως ανάδευε
Βαθιά στην καρδιά και το μυαλό,
Ο κοσμοσείστης Ποσειδών
Σήκωσε κύμα αψηλό
Άγριο, δυνατό ,καμαρωτό
Κι απάνω του το ρίχνει.
Έτσι όπως ο άνεμος ο σφοδρός
Τα άχυρα της θυμωνιάς
Τινάζει τα ξερά
Και που παντού τα σκορπά
Από τη μια στην άλλη μεριά.
Το ίδιο και τα μακριά
Μαδέρια θα σκορπίσει
Κι ο Οδυσσέας ένα από αυτά
Σαν άλογο θα το καβαλλικέψει.
Κι αφού έβγαλε από πάνω του
Της θεάς Καλυψώς τα ρούχα,
Αμέσως πήρε το μαντήλι
Και το'σφιξε κάτω από τα στήθια.
Και πέφτοντας μέσ'τη θάλασσα
Μπρούμητα με τα χέρια,
Ανοίγοντας και κλειώντας τα
Προτιμούσε να κολυμπά.
Ο άρχοντας Κοσμοσείστης
Ο Ποσειδών όταν τον είδε,
Κούνησε πριν το κεφάλι του
Μίλησε μεσ'την καρδιά του κι είπε:
Έτσι τώρα πάρα πολλά
Βάσανα αφού τραβήξεις,
Στο πέλαγο θα περιπλανηθείς
Ωσότου θεογέννητους
Ανθρώπους να συναντήσεις.
Μα κι έτσι πως συμφορές δεν σου'ρθανε
Παράπονο εσύ δεν θα'χεις
Σαν μίλησε μαστίγωσε 380
Τ' άλογα με πανώρια χαίτη
Και στις Αιγές πια έφτασε
Στο πανέμορφό του παλάτι .
Ωστόσο η κόρη του Δία Αθηνά
Άλλα να κάνει είχε σκεφτεί,
Τους δρόμους όλων των ανέμων
Θα σπεύσει να βάλει φραγή
Και όλοι να λαγιάσουνε
Θα δώσει διαταγή.
Σήκωσε και το γοργό βοριά
Το κύμα μπροστά να σπάσει ,
Ωσότου τους θαλασσόλυκους
Φαίακες ν 'ανταμώσει
Κι ο Οδυσσέας απ' το θάνατο
Το χάροντα να γλιτώσει.
Μερόνυχτα δυο δερνότανε
Σε κύμα φουσκωμένο,
Συνέχεια δε η καρδιά του
Προαισθανόταν όλεθρο.
..
Μα σαν ήλθ' η τρίτη πρόβαλε
Η ομορφόμαλλη αυγή
Σταμάτησε πια ο άνεμος
Χύθηκε άπλετη καταλαγή.
Καθώς ένα κύμα δυνατό
Επάνω θα τον σηκώσει,
Με τ' αετίσιο μάτι του
Στεριά σιμά θ' αντικρίσει.
Κι όπως φαίνεται γλυκιά
Η ζωή του πατέρα στα παιδιά,
Που λιώνει από χρόνια
Και βάσανα πολλά τραβά
Χτυπημένος σκληρά από τη μοίρα,
Γιατί στο τέλος οι θεοί
Τον απάλλαξαν από τη έχθρα.
Έτσι φανήκαν στον Οδυσσέα
Τα δάση κι η στεριά χαρωπά,
Οπότε κολυμπούσε γρήγορα
Για να πατήσει στη στεριά.
Κι όταν πια ήταν τόσο σιμά 400
Που σ' ακούνε όταν φωνάξεις,
Τότε έναν γδούπο άκουσε
Απ' τους ακρόβραχους της θαλάσσης.
Mεγάλο κύμα βογγούσε
Πάνω στην ξερή στεριά,
Που ξέσπασε τρομαχτικό
Και τα σκέπασε όλα καλά
Της θάλασσας η άχνα.
Γιατί λιμάνια δεν ήσαντε
Όρμοι για τα καράβια
Ούτε κυματοθραύστες βράχια.
Του Οδυσσέα λύθηκαν
Τα γόνατα κι η καρδιά του
Και τότε είπε στενάζοντας
Στη μεγαλόθυμη ψυχή του..
Αλλίμονό μου τώρα τί κάνω
Που ο Δίας άφησε
Ανέλπιστα να δω στεριά,
Όταν σκίζοντας τόσα βάθη
Μέσα από τόσα κύματα,
Πέρασμα να μη φαίνεται
Να βγώ απ' την γκρίζα θάλασσα.
Γιατί απέξω βράχια κοφτερά
Που γύρω τους με βουϊτό
Μουγκρίζει το κύμα
Βράχος απέ γλιστερός
Από πάνω στέκει ορθός.
Μέρος δε βρίσκω πουθενά
Τριγύρω η θάλασσα βαθιά
Για να σταθώ στα δυο μου πόδια,
Να βγώ απ' την τυράγνια.
Μήπως καθώς θα βγαίνω έξω
Τρανό κύμα να μ' αρπάξει
Με ρίξει σε βράχο ριζιμιό.
Και μάταια να γίνει η δική μου ορμή.
Μ' αν πάλι κολυμπήσω παραπέρα
Μη κι ανακαλύψω απάνεμα
Της θάλασσας να υπάρχουν λιμάνια,
Τρέμω θύελλα μη μ' αρπάξει άξαφνα
Και με γυρίσει πίσω
Στο ψαρότροφο πέλαγο 420
Βαριά ν' αναστενάζω.
Ή ψάρι θεριό αν δεν μου στείλει
Κάποιος θεός από τη θάλασσα,
Σαν και αυτά που τρέφει
Η ξακουστή Αμφιτρίτη τ' άσωστα,.
Αφού ξέρω πως ο Κοσμοσείστης
Μεγάλη μάνητα κρατά .
Κι ως τούτα τα ξανάφερνε
Στο μυαλό του και την ψυχή,
Κύμα τότε τον πέταξε
Πάνω σε μια τραχιά(βραχώδη) ακτή.
Όπου θα έσκιζε τις σάρκες του
Θα έσπαζε τα οστά του,
Αν η γλαυκόματη Αθηνά
Δεν έρχονταν στο μυαλό του,
Από' να βράχο πιάστηκε
Και με τα δυο του χέρια,
Στενάζοντας κρατήθηκε
Μέχρι να διαβεί το κύμα.
Μα όταν αυτό τ' απέφυγε
Σαν παλίρροια ξαναγυρνά,
Τον χτύπησε τον πέταξε
Στο πέλαγο μακριά.
Όπως απ'το θαλάμι του
Το χταπόδι το τραβούν,
Και πάνω λιθάρια αμέτρητα
Στις βεντούζες του κολλούν,
Έτσι στο βράχο κόλλησαν
Οι σάρκες απ' τα γερά του χέρια,
Κι απέ τον σκέπασε
Ένα μεγάλο κύμα.
Και θα χανόταν ο δύσμοιρος
Παρά την άγραφη θέληση,
Αν η γλαυκόματη Αθηνά
Δεν του'φερνε πάλι φώτιση.
Καθώς έβγαινε απ' τα κύματα
Που ξεσπούσαν στη στεριά,
Προς τα εκεί κοιτάζοντας
Γιαλό γιαλό άρχισε να κολυμπά,
Κοιτώντας μήπως ανακαλύψει
Κάπου ακρογιαλιά,
Στρωμένη απαλά
Και λιμάνια με σιγουριά.
Μα σαν έφτασε κολυμπώντας
Σε ποταμού την εκβολή
Που' τρεχε γάργαρο νερό , 460
Άριστη βρήκε την περιοχή,
Γιατί από βράχους ήταν γυμνός
Είχε τον άνεμο για σκεπή
Κι ευχή έκανε μέσα του
Όταν αισθάνθηκε την εκροή.(εκβολή):
Άκου με όποιος κι αν είσαι άρχοντα
Με πολύ προσμονή φτάνω σε σένα,
Κάνε απ' τη θάλασσα να ξεφύγω
Την έχθρα του Ποσειδώνα.
Και στους αθάνατους θεούς
Πρέπει να γίνει σεβαστός,
Αυτός απ' τους θνητούς
Που αφού περιπλανήθηκε.
Παρακαλεί γονατιστός:
Όπως στο ρέμα σου τώρα εγώ
Που τράβηξα τόσο πολλά,
Θερμά σε παρακαλώ
Στα γόνατά σου πέφτοντας μπροστά,
Σπλαχνίσου με που προσεύχομαι
Προστάτης μου να γίνεις βασιλιά .
Ως είπα τούτος πάραυτα
Σταμάτησε το ρέμα να κυλά,
Ανέκοψε μετά το κύμα
Γαλήνη έφερε μπροστά
Και μέσα από του ποταμού
Τον έσωσε το στόμα.
Λύγισαν κι εκεινού τα γόνατα
Και τα χέρια του τα στιβαρά,
Αφού του δάμασε η θάλασσα
Τη δόλια του καρδιά.
Όλος πρησμένος ήτανε
Κι απ' το στόμα και τα ρουθούνια,
Ανάβλυζε ατέλειωτη
Θαλασσινή αλμύρα.
Κι αυτός δίχως πνοή, δίχως μιλιά
Αναίσθητος ξαπλωμένος,
Από την ολέθρια κούραση
Πολύ αποκαμωμένος.
Μα όταν πια ανάσανε
Κι ήρθε η καρδιά στον τόπο,
Έλυσε από πάνω του
Το μαντήλι το θεϊκό, 460
Και το ποτάμι που κατέβαινε
Στη θάλασσα το στέλνει ,
Και ένα κύμα αψηλό
Απ'τη ροή το παίρνει.
Ο Οδυσσέας εξαντλημένος πατά το χώμα της Σχερίας (Χώρα των Φαιάκων)
Στα χέρια της τα τρυφερά
Το δέχτηκε αμέσως η Ινώ
Και κείνος τότε μπρούμητα
Φεύγει από τον ποταμό
Και πέφτει σ' ένα σχίνο.
Φίλησε την τροφοδότρα γη
Και με αγανάκτηση βαριά,
Στη μεγαλόθυμη ψυχή του
Γυρνά και της μιλά.
Αλίμονο τι άλλο αλήθεια
Τώρα έχω να πάθω πια,
Αν φρικαλέα στον ποταμό
Μου μέλλεται νυχτιά.
Μήπως μαζί πάχνη κακή
Κι απαλή δροσιά,
Με τέτοια ανημποριά που έχω
Δαμάσει την καρδιά μου που ξεψυχά,
Αφού κι αγιάζι από τον ποταμό
Φυσά πριν την αυγή. ψυχρό.
Αν πάλι ανηφόριζα την πλαγιά
Και το δάσος το σκιερό,
Να πέσω σε θάμνους πυκνούς
Μ' άφηναν κι ο κόπος και το ρίγος
Να με πάρει γλυκός ύπνος,
Φοβάμαι μη γίνω στα θηρία
Θήραμα και λεία.
Κι αυτό που τότε νόμισε
Πως ήταν το πιο σωστό,
Δάσος δηλαδή να πάει να βρει
Το βρήκε κοντά στον ποταμό.
Με όλα ορατά ολόγυρα
Σε δυο θάμνους που φύτρωναν κοντά,
Θα τρυπώσει από κάτω
Ελιά το'να και τ' άλλο αγριελιά.
Ποτέ δεν τα' πιαναν οι υγροί
Άνέμοι που φυσούσαν,
Ούτε ποτέ οι ακτίνες οι ζεστές
Του ήλιου το χτυπούσαν.
Ούτε περνούσε η βροχή 480
Να ποτίσει τη γη βαθιά,
Το'να με 'άλλο μπλέκονταν
Μεταξύ του τόσο σφιχτά.
Από κάτω τους χώθηκε εκεί
Ο Οδυσσέας και με τα χέρια,
Θα φτιάξει γοργά στρώμα φαρδύ
Απ'τα πολλά πεσμένα φύλλα.
Τόσο που δυο και τρείς
Άνδρες μπορούσε να προφυλάξει,
Ακόμα και σε ώρα χειμωνιάτικη
Ο καιρός θα χειροτερέψει.
Ως το' δε ο θείος Οδυσσέας
Χάρηκε ο δύστυχος το στρώμα
Κι αφού ξάπλωσε στη μέση απ' αυτό
Σώριασε επάνω του σωρό φύλλα .
Όπως κάποτε κάποιος έκρυψε
Δαυλό μέσ'τη μαύρη στάχτη
Σπίθα φωτιάς να περισώσουν 490
Σε χωράφι που' ταν μακριά
Και που γείτονες άλλοι
Δεν υπήρχαν κοντά
Απ' άλλον ν'ανάψει να μην ζητά,
Έτσι κι ο θείος Οδυσσέας
Σκεπάστηκε με φύλλα .
Στα μάτια του τότε έριξε
Ύπνο η Παλλάδα Αθηνά,
Τους πόνους της κούρασης τους δυνατούς
Να του σταματήσει γοργά
Καλύπτοντας τα δυο του βλέφαρα
Ραψωδία ν συνέχεια της ραψωδίας μ
Αυτά τους έλεγε κι όλοι οι άλλοι
Βουβοί έμειναν και δίχως άχνα
Απ' τα λόγια του τα γοητευτικά
Στα σκιερά παλάτια.
Κι αμέσως ο Αλκίνοος
Απάντησε μ' αυτά τα λόγια:
Mιας κι ήρθες στο χαλκόστρωτο
Ψηλοτάβανο παλάτι μου Οδυσσέα ,
Αφού τράβηξες τόσα πολλά,
Θα γυρίσεις πια στην πατρίδα
Χωρίς άλλη ταλαιπωρία.
Και στον καθένα ορίζω το ίδιο,
Από τους δικούς μας άνδρες χώρια.
Σ' εσάς που το δικό μου πίνετε
Το παλιό κρασί το λαμπερό
Ακούοντας τον τραγουδιστή,
Ρούχα σε σεντούκι καλόξυστο
Του ξένου είναι βαλμένα,
Χρυσάφια καλοδούλευτα
Και των προυχόντων άλλα δώρα.
Μα εμπρός κοπιάστε ,
Μεγάλο καζάνι, τρίποδα
Oι άντρες να του δώσουμε,
Ο καθένας από ένα.
Μετά περιδιαβαίνουμε
Την πόλη να μαζέψουμε
Aπ' όλους την οφειλή,
Γιατί σε έναν μοναχά
Πέφτει η δωρεά ακριβή.
Αυτά σαν είπε ο Αλκίνοος
Τα λόγια είχαν αρέσει,
Και για το σπίτι του ο καθείς
Να κοιμηθεί είχε σπεύσει.
Κι η ροδοδάχτυλη αυγή
Σαν φάνηκε αγουροξυπνημένη,
Στο πλοίο τον πολύτιμο χαλκό
Κουβάλαγαν αλαφιασμένοι.. 20
Μπήκε κι ατός του ο Αλκίνοος
Και κάτω απ' τους πάγκους,
Τα βόλεψε ο καλόκαρδος
Ώστε να μην αποτελούν
Μπόδιο στους λαμνοκόπους
Κι απε όλοι πήγαν στ' Αλκίνοου
Κι ετοίμασαν το γεύμα.
Στο μαυροσύννεφο γιο του Κρόνου
Τον άρχοντα του κόσμου Δία,
Έσφαξε ένα βόδι.
Ο Αντίνοος με την καλή καρδιά
Και τα μεριά σαν ψήθηκαν
Έτρωγαν πλούσια φαγητά ,
Χαρούμενοι πού'χαν κι άκουγαν
Το Δημόδοκο να τραγουδά.
Μα ο Οδυσσέας προς τον ήλιο
Γυρνούσε το κεφάλι συνεχώς,
Προσμένοντας να βασιλέψει
Να φύγει ο δικός του καημός.
Όπως ο ζευγάς ολημερίς
Που τ' αλέτρι του στη γη τη χέρσα
Το σέρνουν τα κοκκινότριχα βόδια
Το δείπνο λαχταρά
Και χαίρεται η ψυχή του βλέποντας
Το φως του ήλιου να πάει να σβήσει,
Με λιγωμένα γόνατα
Πηγαίνει σπίτι του να δειπνήσει,
Έτσι κι ο Οδυσσέας βλέποντας
Το φως του ήλιου που πάει να δύσει
Χάρηκε και σ' όλους τους λαμπρούς
Φαίακες κωπηλάτες θα μιλήσει.
Μα και στον Αλκίνοο περισσότερο
Γυρνώντας το λόγο είπε:
Αλκίνοε επιφανή μου άρχοντα
Όλων των λαών ξεχωριστέ,
Αφού στάξετε για δέηση
Στείλτε με με σιγουριά
Και σ'όλους σας για και χαρά 40
.
Γιατί τώρα πια τελείωσαν
Όσα ήθελε η καρδιά μου,
Συνοδεία και δώρα αγαπημένα
Απ' τους θεούς να είν' ευλογημένα.
Μακάρι στο δικό μου γυρισμό
Να βρω γερή στ' αρχοντικό μου ,
Την ομοκρέββατη γυναίκα μου
Σωστούς και τους δικούς μου.
Εσείς πάλι εδώ που μένετε
Nα σας χαίρονται οι ευλογημένες
Γυναίκες σας και τα παιδιά σας,
Να δείτε απ' τους θεούς κάθε καλό
Κι ούτε μέσα στον τόπο σας
Να πέσει ποτέ κακό.
Είπε κι όλοι ήταν με το μέρος του
Για τον ξένο λέγοντας μεταξύ τους
Να τον αφήσουν πια να φύγει
Έτσι σωστά που μίλησε σε κείνους
Στoν κήρυκα τότε ο Αλκίνοος
Ο καλόκαρδος γυρνά και λέει:
Ποντόνοε σε όλους στο παλάτι. 50
Mε την κανάτα κέρνα τους κρασί
Έτσι το Δία πατέρα μας
Θα τον ευχαριστήσουμε
Και τον ξένο στην πατρική του γη
Θα τον ξεπροβοδήσουμε.
Μετά από κείνον κέρναγε κρασί
Γλυκό ο Ποντόνοος σ' ολουνούς,
Κι εκείνοι έκαναν σπονδές
Στου Όλυμπου τους ευτυχείς θεούς.
Τότε στην Αρήτη ο Οδυσσέας
Διπλόπατη της έδωσε κούπα
Και μ' όσα παίρνει ο άνεμος
Της μίλησε και της είπε λόγια:
Εύχομαι βασίλισσα να σ' εύρουν
Χαρές μοναχά σε όποια γηρατειά
Κι ο θάνατος να έλθουν , 60
Γιατί θνητός δεν το μπορεί
Να τα ξεφύγει. αυτά.
Σ' αφήνω γειά, να χαίρεσαι
Σε τούτο μέσα το αρχοντικό,
Το βασιλιά Αλκίνοο,τα παιδιά σου
Κι ολάκερό σου το λαό .
Αυτά σαν είπε ο θείος Οδυσσέας
Έφυγε περνώντας το κατώφλι
Κι ο δυνατός Αντίνοος το μπιστικό
Θα στείλει μαζί του σαν οδηγό,
Στη δημοσιά που πάει προς τ' ακρογιάλι
Όπου και το καράβι το γοργό.
Και η Αρήτη έστειλε
Τρεις απ'τις παρακόρες,
Η μια κρατούσε χιτώνα
Και φλοκάτη φρεσκοπλυμένη,
Στη δεύτερη είπε να φέρει
Στον ώμο της τη γερή κασέλα ,
Κι η τρίτη να πάρει το ψωμί
Μαζί. με το κόκκινο κρασί
Αφού κατέβηκαν στη θάλασσα
Και βρήκαν το καράβι,
Όλες τις τροφές και το κρασί
Τις παρέλαβαν οι ναυτικοί,
Που τις απόθεσαν βιαστικά
Στο όμορφο τρεχαντήρι.
Σεντόνι απε του έστρωσαν
Σε πουπουλένιο στρώμα,
Βαθιά εκεί να κοιμηθεί
Στης πρύμνης την κουβέρτα.
Μονάχος του ανέβηκε,
Έγειρε αθόρυβα στο στρωσίδι
Κι ο καθένας απ' τους Φαίακες
Κάθισε με τάξη στο κουπί
Ο Οδυσσέας φεύγει απ' το νησί των Φαιάκων
Απ' το τρύπιο λιθάρι έπειτα(αρχαία άγκυρα)
Το παλαμάρι βγάζοντας,
Με τα κουπιά το κύμα έσκιζαν
Πίσω το κορμί λυγίζοντας.
Γλυκός, βαθύς σαν θάνατος 80
Ο ύπνος πήρε τον Οδυσσέα.
Κι όπως τέσσερα άλογα
Στην ίδια άμαξα ζεμένα
Ορμούν με βήματα γοργά
Με καμουτσίκι χτυπημένα
Και θαρρείς στον αέρα υψώνονται
Να πάρουν το δρόμο βιαστικά,
Έτσι κι η πρύμνη εκεινού
Σηκώνονταν και φούσκωνε το κύμα
Της πολυκύμαντης θάλασσας
Τρανό κοκκινωπό από πίσω.
Πήγαινε με ασφάλεια
Ασταμάτητα το καράβι,
Π' ούτε το πιο γοργόφτερο.
Το' φτανε απ' τα πουλιά γεράκι
Γρήγορα έσχιζε τα κύματα
Προσπερνώντας τα το καράβι
Και κουβαλούσε αυτόν
Που' μοιαζε ο νους του των θεών ,
Μα που βάσανα ατέλειωτα
Τράβηξε στο παρελθόν
Μέσα στ' αγριεμένα κύματα
Και στις μάχες των αντρών
Τώρα κοιμόταν ήσυχα
Ξεχνώντας όσα έχει πάθει
Κι όταν το άστρο το λαμπρό
Πρώτο απ' τ' άλλα θα προβάλλει
Της νεογέννητης αυγής
Το φως να προμηνύσει,
Tότε στο νησί πλησίαζε
Το θαλασσόμαχο καράβι,
Εκεί που είναι του Φόρκυνα
Ο κόρφος του γεροψαρά στο Θιάκι.
Δυο κάβοι αριστερά και δεξιά
Απότομοι που στου κόρφου τη μπασιά,
Γέρνουν μπροστά κι έξω βαστούν
Tα κύματα των ανέμων τα θεριά,
Όσα καράβια λιμπιστά 100
Το δρόμο τους θ'αποσώσουν,
Πήγαιναν μέσα κι άραζαν
Χωρίς σχοινιά.να δέσουν.
Εκεί ναι και ελιά στενόφυλλη
Σου λιμανιού το βάθος,
Δίπλα της γαλαζιοσκότεινος
Χαριτωμένος σπήλιος.
Ιερός τόπος είναι των Νυμφών
Αυτών που λέγονται Ναϊάδες,
Όπου βλέπεις κρασιού κρατήρες
Και δίχειρες πέτρινες λαγήνες.
Απ' έκει μπαινοβγαίνουν μέλισσες
Χτίζοντας τα κελιά τους.
Είναι και αργαλιοί πανύψηλοι
Πέτρινοι για να υφαίνουν
Oι Ναϊάδες τα σκουτιά
Τα ρούχα τα θαλασσοκόκινα,
Που είναι για τα μάτια θαύμα
Και μέσα τρεχούμενα νερά
Από τις δυο μπασιές η βορεινή
Είναι μονάχα για τους θνητούς,
Αφού η άλλη η νότια
Είναι για τους θεούς.
Κι εκείνοι μέσα τράβηξαν
Ξέροντας από πριν τα μέρη αυτά
Και με ορμή το καράβι κάθισε
Μισό στο μάκρος στην αμμουδιά.
Τόσο βλέπεις οι κωπηλάτες; δυνατά
Τραβούσαν τα κουπιά.
Κι αφού απ' το καλοζυγισμένο
Πλεούμενο βγήκαν στη στεριά,
Από το όμορφο καράβι πήρανε
Πρώτα τον Οδυσσέα,
Με το σεντόνι που τον τύλιγε
Και το λαμπρό το στρώμα.
Στην άμμο τον ξαπλώσανε
Στον ύπνο βυθισμένο.
Κι απέ του κατευόδιου έφεραν
Τα δώρα που του' χαν δώσει, 120
Οι καλοσυνάτοι Φαίακες
Που η Αθηνά τους είχε υποχρεώσεισπρώξει.
Koντά στη ρίζα της ελιάς
Σωρό όλα τα είχαν βάλει,
Μακριά απτ' το δρόμο μην τα δει
Διαβάτης και του τα πάρει
Πριχού ο Οδυσσέας σηκωθεί
Κι οι ναύτες πήραν έφυγαν
Πίσω για την πατρίδα.
Όμως ποτέ ο κοσμοσαλευτής (Ποσειδώνας)
Τις απειλές δεν θα ξεχάσει,
Προς τον ισόθεο Οδυσσέα
Κι έτρεξε το Δία να ρωτήσει:
Δία πατέρα εκτίμηση πια εγώ
Δεν έχω μεσ' τους θεούς,
Αφού τιμή δε γνώρισα
Καμμιά απ' τους θνητούς.
Όπως οι Φαίακες οι θνητοί
Που'ναι απ'το δικό μου αίμα , 130
Απ΄τη δική μου γενέθλια φύτρα
Δεν έδειξαν τιμή σε μένα.
Και μόλις τώρα το'λεγα
Να πάει ο Οδυσσέας στην πατρίδα,
Αλλ'όμως πρέπει πιο μπροστά
Βάσανα να περάσει μύρια.
Ποτέ μου εγώ δεν είπα
Πίσω να μη γυρίσει,
Αφού εσύ απ' την αρχή
Συμφώνησες σ' αυτή τη λύση.
Ο Οδυσσέας φτάνει στην Ιθάκη
Μα αυτοί κοιμώμενο
Με το γοργό τους καράβι,
Από το πέλαγο αφού τον πέρασαν
Τον ξάπλωσαν στην Ιθάκη.
Δώρα του δώσανε πολλά
Χρυσάφι και λεβέτια
Χαλκό απέ και υφαντά,
Πολύ καλά υφασμένα.
Τόσο πολλά ποτέ δε θα' φερνε
Ο Οδυσσέας από τη Τροία,
Και αβλαβής αν γύριζε
Ας γλίτωνε και τη λεία.
Κι ο Δίας απαντώντας του
Του είπε ο συνεφομαζώχτης ,
Ώχου μου τι είναι αυτά που λες εσύ
Ο ανίκητος Κοσμοσείστης.
Και τώρα σε τιμούν οι θεοί..
Αφού δύσκολο είναι να σημβεί,
Ο πιο μεγάλο κι άριστος
Από κείνους να περιφρονηθεί.
Μα αν ξεθαρέψει ένας θνητός
Τολμήσει να σ' αγνοήσει,
Να τον εκδικηθείς πάντα μπορείς
Κι έτσι να το πληρώσει
Κάνε όπως εσύ νομίζεις
Και θέλει κι η καρδιά σου επίσης.
Κι ο κοσμοσείστης Ποσειδών
Απάντησε και θα πει,
Τώρα κιόλας μαυροσύννεφε
Θα κάνω όπως μου λες εσύ.
Αλλά πάντα εγώ τη γνώμη σου
Και το θυμό σου τρέμω.
Και τώρα το πλοίο των Φαιάκων
Τ' όμορφο να συντρίψω θέλω,
Μεσ' τη βαθυγάλανη θάλασσα
Καθώς θα γυρίζει πίσω.
Να πάψουν πιά να κάνουν
Σε θνητούς ξεπροβοδίσματα
Στην πόλη τους ψηλό βουνό
Θα σηκώσω ολόγυρα.
Κι ο Δίας του απάντησε
Ο συννεφομαζώχτης κι είπε:
Καλέ μου κι εγώ αυτό φρονώ
Πως είναι και το πιο σωστό.
Την ώρα που όλοι οι Φαίακες
Απ΄το κάστρο θα το δουν να φτάνει,
Στο περιγιάλι βράχο κάνε το
Να μοιάζει με καράβι.
Για να το θαυμάζουνε
Οι άνθρωποι στο μέλλον όλοι
Και με βουνό πανύψηλο
Κύκλωσε όλη την πόλη.
Ο κοσμοσείστης Ποσειδών
Σαν άκουσε αυτά τα λόγια ,
Για τη Σχερία έφυγε
Των Φαιάκων που' ναι η χώρα. 160
Καθόταν εκεί κι ανέμενε
Να φτάσει το καράβι,
Το πελαγόδρομο που γρήγορα
Πλησίασε στ' ακρογιάλι.
Πήγε κοντά το χτύπησε
Με τις παλάμη του έδωσε μια,
Βράχο το'κανε ,το ρίζωσε βαθιά
Κι απε έφυγε πια μακριά.
Οι Φαίακες οι Θαλασσινοί
Περίφημοι για τα μακριά κουπιά,
Για το κακό που είδαν έλεγαν
Λόγια μεταξύ τους ανεμοπαρτά;.
Κι έτσι μιλούσε ο καθένας
Γυρνώντας στο διπλανό:
Αχ ποιος έδεσε στο πέλαγο
Το γρήγορο καράβι μας,
Αφού όταν γύριζε πίσω
Ολάκερο φαινόταν μπροστά μας;
Αυτά είπε μα δεν γνώριζαν
Πως είχαν γίνει ετούτα,
Κι έτσι ο Αλκίνοος ξεκινά
Μ' αυτά εδώ τα λόγια:
Αχ, να' τα φτάνουν τα παλιά
Της μαντικής τα λόγια,
Που μου'λεγε ο πατέρας μου
Με βρίσκουν τώρα όλα.
Μου έλεγ' ο πατέρας μου
Πως μια μέρα ο Ποσειδώνας,
Γερούς Αφού ξεπροβοδάμε
Θα θύμωνε μαζί μας
Κι ένα πανώριο πλοίο μας
Σαν γύριζε από ξεπροβόδιο,
Μέσα στο βαθυγάλανο
Θα το τσάκιζε πέλαγο.
Και με τεράστιο βουνό
Πως θα'κλεινε την πόλη γύρω.
Όσα έλεγε τότε ο γέροντας
Να τα, όλα γίνονται τώρα.
Αλλά ελάτε κι όσα θα ειπώ
Να τ'ακούσουμε όλοι επιθυμώ.
Ανθρώπων πια να πάψουμε 180
Να κάνουμε ξεπροβόδιο
Σ' όποιον έρχεται εδώ
Στης πόλης μας το κάστρο.
Στον Ποσειδώνα ας σφάξουμε
Δώδεκα ταύρους διαλεχτούς
Ζητώντας του να μς συγχωρέσει
Και ψηλό βουνό στην πόλη μας
Τριγύρω να μη σηκώσει.
Αυτά είπε κι αυτοί φοβήθηκαν
Κι ετοίμασαν τους ταύρους.
Αρχίσαν τότε να εύχονται
Στο βασιλιά Ποσειδώνα,
Των Φαιάκων αρχόντοι κι αρχηγοί
Που στέκονταν στο βωμό ολόγυρα.
Κι ο θείος Οδυσσέας ξύπνησε
Από τον ύπνο του στην πατρίδα,
Τη γη που δεν την γνώρισε
Αφού έλειπε χρόνια.
Και η Παλλάδα Αθηνά
Του Δία η κόρη η θεά,
Πυκνή ομίχλη σκόρπισε
Άγνωστο τον ίδιο να τον κάνει
Κι όσα θα του πει μυστικά.
Να μην τον δει η γυναίκα του
Οι φίλοι κι οι πολίτες,
Πριν όλες τις παρανομίες τους
Πληρώσουν οι μνηστήρες.
Γι αυτό τώρα παράξενα
Φαίνονταν όλα στο βασιλιά.
Μακρόσυρτα τα μονοπάτια
Απάνεμα τα λιμάνια βολικά ,
Βράχια πολύ απόκρημνα
Και δένδρα πλουμιστά
Πετιέται τότε όρθιος
Κι ως κοίταξε την πατρική του γη.
Χτυπούσε' τα ποδάρια του
Κι έβγαζε μεγάλη κραυγή. 200
Με τις παλάμες ανοιχτές
Άρχισε τον παρακάτω θρήνο:
Αλίμονο ποιών είναι θνητών
Η χώρα τούτη εδώ.
Αλαζόνες να' ναι άγριοι
Και δε γνωρίζουν δίκιο;
Αν σέβονται τους αθάνατους
Κι αν συμπαθούν τον ξένο.
Τον αμέτρητο μου θησαυρό
Μόνος μου που να τον σύρω τώρα,
Χίλιες φορές ν' απόμειναν
Εκεί στων Φαιάκων τη χώρα.
Κι εγώ σ' άλλον να πήγαινα
Να βρω κοντά του φροντίδα,
Ατρόμητος να' ναι βασιλιάς
Να με στείλει και στην πατρίδα
Τώρα που να τα βάλω δε νογώ
Ούτε που να τα κρύψω,
Μα για να μη τα κλέψει άλλος κανείς
Εδώ δε θα τ' αφήσω.
Αχ των Φαιάκων οι αρχηγοί ,
Κι οι άρχοντες δεν έκριναν σωστά
Ούτε και δίκαιοι ήταν αφού
Σ'άλλη μ' εφέρανε στεριά.
Στην ηλιόλουστη Ιθάκη τάχατες
Έλεγαν πως θα με στείλουν,
Μα να, το λόγο τους αυτόν
Εκείνοι θ' αθετήσουν.
Κι ο Δίας ο φιλέσπλαχνος
Που βλέπει των θνητών τη γη
Και όποιον αμαρτήσει τιμωρεί,
Αυτός να βρει την πληρωμή.
.
Μα έλα πρέπει το θησαυρό
Να μετρήσω για να ξέρω,
Μήπως μου πήραν φεύγοντας
Κάτι στο βαθουλωτό το πλοίο.
Eίπε και τα όμορφα τρίποδα
Μετρούσε και τα καζάνια,
Χρυσό και όμορφα υφαντά,
Τίποτε δεν έλειπε απ' όλα.
Μα κείνος όλο δέρνονταν
Πάνω στην πατρική του γη,
Σερνάμενος πάνω την άμμο
Κραύγαζε δυνατά πολύ.
Ήλθε τότε κοντά η Αθηνά
Που' μοιαζε με βοσκόπουλο,
Άνδρας ήταν μα μικρόδειχνε
Σα να' ταν βασιλόπουλο.
Καλοφτιαγμένη φόραγε
Διπλή στους ώμους κάπα,
Κοντάρι κρατούσε και φορούσε
Σανδάλια στα πόδια της αστραφτερά
Χάρηκε τότε ο Οδυσσέας
Ο θεϊκός σαν την είδε,
Αντικρυστά της στάθηκε
Και μ' αερόλογα της είπε:
Φίλε αφού στα μέρη αυτά
Εσένα πρώτα συναντώ ,
Μη με δεχτείς με απονιά
Μον' σώσε με, με όλα αυτά εδώ.
Εσένα σαν θεό παρακαλώ
Στα γόνατά σου φτάνω.
Την αλήθεια θέλω να μου πεις
Σε ποια χώρα είμαι να ξέρω.
Ποια πόλη και ποιοι άνθρωποι
Ζούνε σ' αυτά εδώ τα μέρη.
Μήπως ν' απλώνεται ηλιόλουστο
Εύφορο νησί ως τ' ακρογιάλι.
Αμέσως τότε του απάντησε
Η γλαυκομάτα θεά Αθηνά.
Νήπιο θα' σαι ξένε μου
Η από μακριά θα έχεις φτάσει
Για να ρωτάς γι' αυτή τη γη
Που δεν είναι διόλου άγνωστη.
Δεν είναι δίχως όνομα
Τη γνωρίζουν πάρα πολλοί,
Την ξέρουν όσοι κατοικούν
Εκεί που βγαίνει ο ήλιος κι η αυγή,
Μα κι όσοι ακόμα κάθονται
Στη δύση πίσω τη θολή. 240
Αλόγων άμαξες δεν έχει,
Βραχόσπαρτη είν' η γη,
Τη φτώχια δεν την γνωρίζει
Αν και δεν είναι πολύ ξαπλωτή(λυπρή).
Το στάρι της αμέτρητο περίσσιο)
Και κρασί μέσα σ' αυτή,
Μα κι οι βροχές με τη δροσιά
Αδιάκοπα την κρατούν νοτερή
Και βοσκοτόπια έχουν καλά
Για γίδια και για βόδια,
Δένδρα λογιών και πηγές αστείρευτες
Που πότιζαν τα κοπάδια.
Γι αυτό της Ιθάκης τ' όνομα
Έφτασε ξένε μου ως την Τροία,
Που λεν πολλοί πως βρίσκεται
Αλάργα απ' των Αχαιών τη χώρα.
Κι ο Οδυσσέας ο πολύπαθος
Χάρηκε για όσα του'πε αυτή,
Αφού η ασπιδοφόρα Αθηνά
Του'πε πως εκείνος βρίσκεται
Στην πατρική του γη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου