65. Εισαγωγή στη ντοπιολαλιά της Ανεμώτιας Λέσβου(Μυτιλήνη)
1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Με την παρούσα εργασία μου επιχειρώ εκτός των άλλων να συμβάλω στη διατήρηση της γλωσσικής μας κληρονομιάς. Τις
λέξεις και εκφράσεις που θα βρει ο αναγνώστης τις κατέγραφα όταν μου
έρχονταν ξαφνικά στο μυαλό. Πολλές από αυτές έρχονταν στη θύμιση μου
κατά τη διάρκεια των νυκτερινών μου αϋπνιών ή συζητώντας με συγχωριανούς
μου και περνώντας όσα άκουγα στο κινητό μου τηλέφωνο. Οι φίλοι μου με
παρεξηγούσαν που ασχολιόμουν με το κινητό μου τηλέφωνο στην παρέα, σαν
να έστελνα μηνύματα χωρίς ποτέ να τους δίνω εξηγήσεις. Πιστεύω ότι
υπάρχουν και άλλες λέξεις και εκφράσεις που προέρχονται μόνο από την
Ανεμώτια ή τη Βορειοδυτική Λέσβο, που θα χαιρόμουν να τις δέχομαι και να
συμπληρώνεται το λεξιλόγιο αυτό.
Η παραπάνω εργασία κράτησε μέχρι στιγμής περίπου τέσσερα χρόνια και
χρειάστηκε να αναλωθεί πολλή μνήμη. Πιστεύω πως άλλοι συγχωριανοί μου
μπορεί να τις κατέγραφαν γρηγορότερα αλλά εγώ ζω μακριά από τα Λεσβιακά
κέντρα περίπου 50 χρόνια και δεν είχα τη ίδια ευχέρεια. Η συμβολή μου
μπορεί να θεωρηθεί κυρίως ως πρόκληση. Έτσι περιμένω τους
καλοπροαίρετους τουλάχιστον. Θα ήθελα επίσης να επισημάνω την
αναγκαιότητα να υπάρξει και κάποιος που να έχει τη δυνατότητα και το
χρόνο να το κάνει καλύτερα και πιο οργανωμένα. Ίσως κάποιος φιλόλογος,
κάποιος νεαρός φοιτητής με την ευκαιρία κάποιου μεταπτυχιακού
προγράμματος ή ακόμα και διδακτορικής διατριβής.
Είναι
ενδεχόμενο να υπάρχουν λάθη, τα οποία θα χαιρόμουν να διορθώσω. Προς το
παρόν με βοηθάει ο γιός μου ο Γιώργος που μου έφτιαξε και το blog μου.
Ορισμένες λέξεις έχουν Τουρκική προέλευση. Δεν το αναφέρω πάντοτε
γιατί αποτελούν πλέον μέρος της έκφρασης των συμπατριωτών μου.
Πιστεύω ότι θα βοηθούσε να παραθέσω αρχικά ορισμένα ρήματα που να αποτελούν και δείγματα της γλωσσικής μας ιδιαιτερότητας.
Σημείωση
Το (j) στο τέλος ή ενδιάμεσα μερικών λέξεων είναι για την προφορά. Δείχνει ότι πρέπει να προφερθεί παχύ. Αφορά κυρίως στις λέξεις που το προτελευταίο γράμμα είναι νι, κάπα ή λάμδα.
2. ΚΑΠΟΙΑ ΡΗΜΑΤΑ
2α.Eίμαι
Στην Ανεμώτια:
Ενεστώτας
Eίμι, είσι, ένι, είμαστι, είσαστι, ένι
Παρατατικός- Αόριστος
ήμ, ήσ, ήνταν(j), ήμαστι ή ήμασταν(j), ήσαστι ή ήσασταν, ήνταν(j)
Στην περιοχή της πρωτεύουσας (Μυτιλήνη):
το ήμουν = ήμνταν
Μέλλων
Θα
Είμι,είσι,ένι,είμαστι,είσαστι,ένι.
2β.Έχω
Στην Ανεμώτια:
Ενεστώς
Έχου, έχ(j)ς, έχ(j), έχουμι, έχ(j)ιτι, έχ(j)ιν(j)
Παρατατικός
Είχα,είχις,είχι,είχαμι.είχατι,είχαν(j)
Μέλλων
Θα
Έχου ,έχ(j)ς έχ(j),έχουμι,έχιτι,έχιν(j)
Αόριστος
Είχα, είχις, είχι, είχαμι, είχατι, είχαν(j)
2γ. Έρχομαι
Στην Ανεμώτια:
Eνεστώτας
Έρχουμι, έρχισι, έρχ(j)ιτι, ιρχόμαστι, ιρχόσαστι, ιρχόνταν(j) ή αρχόνταν(j)
Παρατατικός
ιρχόμ,ιρχόσ,iρχόνταν(j),ιρχόμαστι,ιρχόσαστι,ιρχόνταν(j)
Μέλλοντας
Θα
Έρτου, θα έρκ(j)ς,θα έρκ(j),θα έρτουμι ,θα έρτιτι,θα έρτιν(j)
Θα ν'έρτου,θα ν' έρκ(j)ς,θα ν'έρκ(j),θα ν'έρτουμι, θα ν'έρτιτι,θα ν'έρτιν(j)
Mέλλοντας Διαρκείας
Θα
Έρχουμι(τακτικά ή αραιά και που)),έρχισι,έρχιτι,ρχόμαστι,ρχόσαστι,ρχόντιν(j)
Aόριστος
Ήρτα,ήρτις,ήρτι,ήρταμι ,ήρτατι ήρταν(j)
Παρακείμενος
Έχου έρκ(j),έχ(j)ς έρκ,έχ(j) έρκ(j),έχουμι έρκ(j),έχιτι έρκ(j),έχ(j)ν(j) έρκ(j)
Υπερσεντέλικος
Είχα έρκ(j),είχις έρκ(j),είχι έρκ(j),είχαμι έρκ(j),είχατι έρκ(j),είχαν(j) έρκ(j)
2δ. Πηγαίνω(Φεύγω)(πηγαίνω)
Στην Ανεμώτια:
Ενεστώς
Παγαίνου, παγαίν(j)ς, παγαίν(j), παγαίνουμι, παγαίνιτι, παγαίνιν(j)
Έχει την έννοια του πηγαίνω κάπου αλλά και του φεύγω,αναχωρώ.
Παρατατικός
Πάγινα,πάγινις,πάγινι ,παγαίναμι,παγαίνατι,παγαίναν(j)
Έχει την έννοια του πήγαινα αλλά και του έφευγα
Μέλλων
Θα
Παγαίνου, παγαίν(j)ς,παγαίν(j),παγαίωουμι,πγαίνιτι,παγαίνιν(j)
Εδω έχει την έννοια του φεύγω
Μέλλων Διαρκείας
Θα
Σημ:Παγαίνου,παγαίν(j)ς,παγαίν(j),παγαίνουμι,παγαίνιτι,παγαίνιν(j)
H ερμηνεία είναι ότι είμαι πρόθυμος να πηγαίνω αν με στέλνουν
Αόριστος
Πάηκα,πάητσις,πάτσι,πάηκαμι,πάηκατι,πάηκαν(j)
Παρακείμενος
Έχου πάγ(j),έχ(j)ς πάγ(j),έχ(j) πάγ(j),έχουμι πάγ(j),έχιτι πάγ(j),έχ(j)ιν(j) πάγ(j)
Υπερσεντέλικος
Είχα πάγ(j),είχις πάγ(j),είχι πάγ(j),είχαμι πάγ(j),είχατι πάγ(j),είχαν(j) πάγ(j)
2ε. Τρώγω
Στην Ανεμώτια:
Eνεστώτας
Τρώγου, τρώς, τρώ, τρώμι, τρώτι, τρών(j)
Παρατατικός
Έτρουγα,έτρουγις,έτρουγι,τρώγαμι,τρώγατι,τρώγαν(j)
Mέλλοντας
Θα
Φάγου,θα φας,θα φα,θα φάμι,θα φάτι,θα φαν(j)
Mέλλοντας Διαρκείας
Θα
Τρώγου,τρώς,τρώ,τρώμι,τρώτι,τρών(j)
Στον αόριστο
Έφαγα, έφαγις, έφαγι, φάγαμι, φάγατι, φάγαν(j)
Παρακείμενος
Έχου φάγ(j),έχ(j)ς φάγ(j),έχ φάγ(j),έχουμι φάγ(j),έχιτι φάγ(j),έχιν φάγ(j)
Υπερσεντέλικος
Είχα φαγ(j),είχις φάγ(j),είχι φάγ(j),είχαμι φάγ(j),είχατι φάγ(j),είχαν(j) φάγ(j)
2στ. Κοιμάμαι
Στην Ανεμώτια:
Eνεστώτας
Tσμούμι ή τσ(j)μάμι, τσμάσι,τ(j)μάτι, τσ(j)μούμαστι, τσ(j)μούσαστι, τσ(j)μούντιν(j)
Παρατατικός
Τσμούμουν,τσμούσουν,τσμούνταν,τσμούμαστι,τσμούσαστι,τσμούνταν
Μέλλοντας
Θα
Τσ(j)μηθώ,τσ(j)μηθείς,τσ(j)μηθεί,τσ(j)μηθούμι, τσ(j)μηθούτι, τσ(j)μηθούν(j)
Mέλλοντας Διαρκείας
Θα
Τσμούμι ή τσμάμι,τσμάσι,τσμάτι,τσμούμαστι,τσμούσαστι,τσμούντιν)j)
Αόριστος
Τσ(j)μήθκα, τσ(j)μήθκις, τσ(j)μήθκι, τσ(j)μηθήκαμι, τσ(j)μηθήκατι, τσ(j)μήθκαν(j)
Παρακείμενος
Έχω τσ(j)μηθεί,έχ(j)ς τσ(j)μηθεί,έχ(j) τσ(j)μηθεί,έχουμι τσ(j)μηθεί έχιτι τσ(j)μηθεί έχ
Yπερσεντέλικος
Είχα τσ(j)μηθεί,είχις τσ(j)μηθεί,είχι τσ(j)μηθεί,είχαμι τσ(j)μηθεί,είχατι τσ(j)μηθεί,είχαν(j) τσ(j)μηθεί
2ζ. Μιλώ
Στην Ανεμώτια:
Eνεστώτας
Μλώ, μλάς, μλά, μλούμι, μλούτι, μλούν(j)
Παρατατικός
Μλούσα ή μίλαμ,μλούσις ή μίλασ,μλούσι(μίλα),μλούσαμι μλούσατι,μλούσαν(j)
Mέλλοντας
Θα
Μλήξου, μλήξ, μλήξ(j), μλήξουμι, μλήξιτι,μλίξιν(j)
Μέλλοντας Διαρκείας
Θα
Μλώ,μλάς,μλά,μλούμι,μλούτι,μλούν(j)
Αόριστος
Μίλ(j)ξα, μίλ(j)ξις, μίλ(j)ξι, μλήξαμι, μλήξατι, μλήξαν(j)
Παρακείμενος
Έχου μλήξ,έχ(j)ς μλήξ(j),έχ(j) μλήξ(j),έχουμι μλήξ(j),έχιτι μλήξ(j) έχιν(j) μλήξ(j)
Yπερσεντέλικος
Είχα μλήξ(j),είχις μλήξ(ξ),είχι μλήξ(j),είχαμι μλήξ(j),είχατι μλήξ(j),είχαν(j) μλήξ(j)
2η. Περπατώ
Στην Ανεμώτια:
Ενεστώτας
Πουρπατώ, πουρπατείς, πουρπατεί, πουρπατούμι, πουρπατούτι, πουρπατούν(j)
Παρατατικός
Πουρπάτγα,πουρπάτγεις,πουρπάτγει,πουρπατούσαμι,πουρπατούσατι,πουρπατούσαν(j)
πουρπατούσα,πουρπατούσις,πουρπατούσι,πουρπατούσαμι,ποτρπατούσατι,πουρπατού-σαν(j)
Μέλλοντας
Θα
πουρπατήξου,πουρπατήξ,πουρπατήξ,πουρπατήξουμι,πουρπατήξιτι,πουρπατήξιν(j)
Mέλλοντας Διαρκείας
Θα
Πουρπατώ,πουρπατείς,πουρπατεί,πουρπατούμι,πουρπατούτι,πουρπατούν(j)
Aόριστος
Πουρπάτξα, πουρπάτξις, πουρπάτξι, πουρπατήξαμι, πουρπατήξατι, πουρπατήξαν(j)
Παρακείμενος
Έχου πουρπατήξ(j),έχ(j)ς πουρπατήξ,έχ(j) πουρπατήξ,έχουμι πουρπατήξ,έχιτι πουρπατήξ,έχιν(j) πουρπατήξ
Υπερσεντέλικος
Είχα πουρπατήξ(j),είχις πουρπατήξ(j),είχι πουρπατήξ(j),είχαμι πουρπατήξ(j),είχατι πουρπατήξ(j),είχαν πουρπατήξ(j)
Προστακτική:
"πουρπάτγι βρέ ή μπρέ"
2θ. Πεινώ
Στην Ανεμώτια:
Eνεστώτας
Πνω, πνας, πνα, πνούμι, πνούτι, πνούν(j)
Παρατατικός
Πνούσα,πνούσις,πνούσι,πνούσαμι,πνούσατι πνούσαν(j)
Μέλλοντας
Θα πνάσου,θα πνάγ(j)ς,θα πνάσ(j),θα πνάσουμι,θα πνάσιτι,θα πνάσιν(j)
Μέλλων Διαρκείας
Θα
πνώ,πνας,πνα,πνούμι,πνούτι,πνούν(j)
Aόριστος
Πείνασα, πείνασις, πείνασι, πνάσαμι, πνάσατι, πνάσαν(j)
Παρακείμενος
Έχου πνάσ(j),έχ(j)ς πνάσ(j),έχ(j) πνάσ(j),έχουμι πνάσ(j),έχιτι πνάσ(j),έχιν πνάσ(j),
Yπερσεντέλικος
Είχα πνάσ(j),είχις πνάσ(j),είχι πνάσ(j),είχαμι πνάσ(j),είχατι πνάσ(j),είχαν(j) πνάσ(j)
2ι. Θερίζω (αντιπροσωπευτικό των σε -ίζω-)
Στην Ανεμώτια
Ενεστώτας
Θιρίζου, θιρίγ(j)ς, θιρίγ(j), θιρίζουμι, θιρίζιτι, θιρίζιν
Παρατατικός
Θέρζα,θέρζις,θέρζι,θιρίζαμι,θιρίζατι,θυρίζαν(j)
Μέλλοντας
Θα
Θιρίσου,θiριγ(j)ς,θιρίσ(j),θιρίσουμι.θιρίσιτι,θυρίσιν(j)
Μέλλοντας διαρκείας
Θα
Θιρίζου,θυρίγς,θυρίγ,θιρίζουμι,θιρίζιτι,θυρίζιν
Aόριστος
Θέρσα, θέρσις, θέρσι, θέρσι, θιρίσαμι, θιρίσατι, θιρίσαν
Παρακείμενος
Έχω θιρίσ(j),έχ(j)ς θρίσ(j),έχ(j) θιρίσ(j),έχουμι θιρίσ(j),έχιτι θιρίσ)j),έχιν(j) θιρίσ(j)
Υπερσεντέλικος
Είχα θιρίσ(j),είχις θιρίσ(j),είχι θιρίσ(j),είχαμι θιρίσ(j),είχατι θιρίσ(j) είχαν(j) θιρίσ(j)
2κ. Σπρώχνω
Στην Ανεμώτια:
Ενεστώτας
Γκντώ, γκντάς, γκντά, γκντούμι, γκτούτι, γκτούν(j)
Παρατατικός
Γκντούσα,γκντούσις,γκντούσι,γκντούσαμι,γκντούσατι,γκντούσαν(j)
Mέλλοντας
Θα
Γκντήσου,γκτήγ(j)ς,γκντήσ,γκντήσουμι,γκντήσιτι,γκτήσιν(j)
Mέλλοντας Διαρκείας
Θα
Γντώ,γκτάς,γκντά,γκντούμι,γκτούτι ,γκντούν(j)
Αόριστος
'Εγκντησα ή γκούντσα,έγκντησιςή γκούντσις, έγκτησι ή γούντσι, γκντήσαμι, γκτήσατι, γκτήσαν(j)
Παρακείμενος
Έχου γκντήσ,έχ(j)ς γκντήσει,έχ(j) γκντήσει,έχουμι γκντήσ(j),έχιτι γκντήσ(j),έχιν(j) γκντήσ(j)
Υπερσεντέλικος
Είχα γκντήσ(j),είχις γκνήσ(j),είχι γκνήσ(j),είχαμι γκντήσ(j),είχατι γκντήσ(j),είχαν(j) γκντήσ(j)
2λ. Θυμάμαι
Στην Ανεμώτια:
Ενεστώτας
Θμούμι, θμάσι, θμάτι, θμούμαστι, θμούσαστι, θμούντιν(j)
Παρατατικός
Θμούμ,θμούσ,θμούνταν(j),θμούμασταν(j),θμούσασταν(j),θμούνταν(j)
Mέλλοντας
Θα
Θμηθώ,θμηθείς,θμηθεί,θμηθούμι θμηθείτι,θμηθούν(j)
Μέλλοντας Διαρκείας
Θα
Θμούμι,θμούσι,θμούτι,θμούμ;αστι,θμούσαστι,θμούντι(j)
Αόριστος
Θμήθκα, θμήθτσις, θμίθτσι, θμηθήκαμι, θμηθήκατι, θμήθκαν(j)
Παρακείμενος
Έχου θμηθεί,έχ(j)ς θμηθεί έχ(j) θμηθεί,έχουμι θμηθεί έχιτι θμηθεί έχιν(j) θμηθεί
2μ. Κοιμάμαι
Στην Ανεμώτια:
Ενεστώτας
Τσ(j)μάμι ή τσμούμι, τσμάσι, τσμάτι, τσμούμαστι, τσμούσαστι, τσμούντιν(j)
Παρατατικός
Τσ(j)μούμ,τσ(j)μούσ,τσ(j)μούνταν(j),τσ(j)μούμαστι,τσ(j)μούσαστι,τσ(j)μούνταν(j)
Μέλλων
Θα
Τσ(j)μηθώ,τσ(j)μηθείς,τσ(j)μηθεί,τσ(j)μηθούμι,τσ(j)μηθείτι,τσ(j)μηθούν(j)
Μέλλων Διαρκείας
Θα
Τσ(j)μαμι ή τσμούμι,τσ(j)μάσι,τσ(j)μάτι,τσ(j)μούμαστι,τσ(j)μούσαστι,τσ(j)μούντιν(j)
Αόριστος
Τσ(j)μήθκα, τσ(j)μήθκις, τσ(j)μήθκι, τσ(j)μιθήκαμι, τσ(j)μηθήκατι, τσ(j)μήθκαν(j)
Παρακείμενος
Έχω τσ(j)μηθεί,έχ(j)ς τσ(j)μηθεί,έχ(j) τσ(j)μηθεί,έχουμι τσ(j)μηθεί,έχιτι τσ(j)μηθεί,έχιν(j) τσ(j)μηθεί
Υπερσεντέλικος
Eίχα τσ(j)μηθεί,είχις τσ(j)μηθεί, είχι τσ(j)μηθεί,είχαμι τσ(j)μηθεί, είχατι τσ(j)μηθεί, είχαν τσ(j)μηθεί
2ν. Kλαίω
Στην Ανεμώτια:
Ενεστώτας
Κλαίγου, κλαίς, κλαί, κλαίγουμι, κλαίγιτι, κλαίγιν(j)
Παρατατικός
Έκλιγα, έκλιγις, έκλιγι, κλαίγαμι, κλαίγατι, κλαίγαν(j)
Μελλοντας
Θα
Κλάψου,κλάψς,κλάψ,κλάψουμι κλάψιτι,κλάψιν(j)
Αόριστος
Έκλαψα,έκλαψις,έκλαψι,κλάψαμι,κλάψατι,κλάψαν(j)
Παρακείμενος
Έχου κλάψ(j),έχ(j)s κλάψ(j),έχουμι κλάψ(j),έχιτι,κλάψ(j),έχιν(j) κλάψ(j)
Υπερσεντέλικος
Είχα κλάψ(j),είχις κλάψ(j),είχι κλάψ(j),είχαμι κλάψ(j),είχατι κλάψ(j),είχαν(j) κλάψ(j)
2ξ.Λιέμι=γυρίζω εδώ και κει,
Στην Ανεμώτια
Ενεστώτας
Λιέμι,λιέσι,λιέτι,λιόμαστι,λιόσαστι,λιόντιν(j).
Παρατατικός
Λιόμ ή λιόμουν,λιόσή λιόσουν,λιόνταν,λιόμασταν,λιόσαστι,λιόνταν
2ο. Τα ρήματα που καταλήγουν σε ευω, όπως παλεύω, γυρεύω:
Στην Ανεμώτια έμπαινε ένα "γ" ανάμεσα στα τελευταία το "υ" και το "ω" και το "ω" γινόταν "ου".
Έτσι είχαμε το ρήμα παλεύω= παλεύγου ή το ρήμα γυρεύω=γυρεύγου.
Επίσης είχαμε τα ρήματα που εκτός από το <<γ>> που έμπαινε πριν την κατάληξη η ίδια η κατάληξη αντί για "ω" εκφέρεται "ου", όπως το ρήμα "ακούω" που
εκφέρονταν ως "ακούγου". Έτσι έχουμε ακούγου, ακούγ(j)ς, ακούγ(j),
ακούμι, ακούτι, ακούν(j) ή ακούγιν(j). Το ρήμα "τρέχω" προφέρονταν "τρέχου"
κ.ο.κ.Όταν όμως το ρήμα τονίζεται στη λήγουσα όπως πατώ, πεινώ(πνω),περπατώ(πουρπατώ) ο κανόνας αυτού της κατάληξης του ου αντί του ω στα ρήματα δεν ισχύει.
2π. Τα ρήματα που λήγουν σε "ίζω" (όπως μουρμουρίζω, ποτίζω κ.α - στη γενική εκφέρονται με κατάληξη ιγ(ι)ς και στην αιτιατική ιγ(j))
Στην Ανεμώτια:
μουρμουρίζω, μουρμουρίγ(j)ς, μουρμουρίγ(j), μουρμουρίζουμι, μουρμουρίζιτι, μουρμουρίζιν
3. Το βοηθητικό μόριο "θα"
Στην Ανεμώτια:
Λέγεται "θη" (π.χ θη πάς τσι σύ στου καφινείου;) = θα πάς και εσύ στο καφενείο;)
4. Τα Κτητικά επίθετα
Π.χ. το "Τα χέρια τους"
Στην Ανεμώτια
"τα χέρια ντουν(j)"
5.Και το σήμα κατατεθέν του νησιού η κατάληξη <<ελλι> και τα επίθετα εις <<ελλης>>
Πρώτο γνωστό στο Πανελλήνιο το μωρό που λέγεται μουρέλ(j) και περιλαμβάνει και ηλικίες άνω των 40 ετών.Ορισμένα από τα αντικείμενα όπως π.χ το ποτήρι λέγεται πουτηρέλ(j)=το μικρό ποτήρι,παγιαβλέλ(j)=μικρός αυλός,κουβαδέλ(j)=μικρός κουβάςΔεν συνειθιζόταν π.χ.να λέγονται έτσι πολλά τρόφιμα όπως οι ελιές που η μικρή ποσότητα του καρπού λέγεται λιούδις όπως και τα μικρά δενδρύλλιά τους.Έτσι έχουμε και σαρδιλούδις,πατατούδις,Λεγόταν ομως τα αμύγδαλα αμυγδαλέλια,τα απίδια απδέλια,τα σύκα σκέλια,τα σταφύλια σταφλέλια,τα φασόλια φασλέλια,τα ψάρια ψαρέλια
Τα επίθετο ελλης είναι αντίστοιχο άλλων περιοχών όπως ακης στην Κρήτη,ακος στη Λακωνια-Μάνη,ατος στα επτάνησα,ούδης στα της Ανατολικής Ρωμυλίας που υποδηλώνουν κάτι το κοντό ,το αδύνατο κ.λ.π.ενός των προγόνων.
6. ΟΙ ΗΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ
Διφτέρα
Tρικ(j)
Tιτάρκ(j) - παλιότερα Τιτράδ
Πέμκ(j) - παλιότερα Πέφκ(j)
Παραστσιβή
Σάββατου
Κυριακή - παλιότερα Τσιριατσί
7. ΤΑ ΑΡΘΡΑ
Το
"ο" λέγεται "ου" ή "η", όπως "η Παναγιώκ(j)ς" πολλές φορές γίνεται "γη
Παναγιώκ(j)ς" και ου Παναγιώκ(j)ς η Παναγιώκ(j)s .Πιο συνειθισμένο όμως το γη λέγεται όταν ακολουθείται από
λέξη που έχει πρώτο γράμμα φωνήεν
Το "η" λέγεται και "γι", όπως "η Αθηνά" ή "γι΄Αθηνά"
Το "το" λέγεται "του", όπως "του μουρόμ", "του μουρέλιμ"
Eπίσης το άρθρο ο κλίνεται ως εξής
η,γι,ου π.χ αραμπάς
τ' , αραμπά
τουν(j), αραμπά
γι, αραμπάδις
τουν(j) αραμπάδιν(j)
8. ΤΟ ΕΠΙΡΡΗΜΑ
8α."ΕΔΩ" ''EKEI''
Στην Ανεμώτια
Έδιου
Έφτου & έφτου πέρα
Έφνα & έφνα πέρα (αν είναι πιο μακριά)
9. ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ
9α. "ΕΓΩ"
Eγώ, εσύ, αυτός, εμείς, εσείς, αυτοί
Στην Ανεμώτια:
ιγώ, ισ(j)ύ, τσ(j)είνους, ιμείς, ισ(j)είς, τσ(j)είνοι
9β. "ΕΚΕΙΝΟΣ"
Eκείνος, εκείνη, εκείνο, εκείνοι, εκείνες, εκείνα
Στην Ανεμώτια:
τσ(j)είνους ή τσε(j)είνουνας, τσ(j)είν(j), τσ(j)σείνου, τσ(j)είν(j), τσ(j)είνις, τσ(j)είνα ή τσ(j)είνανα
10.ΤΟ ΜΟΡΙΟ "ΘΑ"
Όταν βάζουμε το "θα" μπροστά σε ρήμα και η κατάληξή του είναι σε "'άω" (όπως θα φάω, θα πάω) μετά το α μπαίνει ένα γ έτσι
Στην Ανεμώτια:
Το θα φάω
Eκφέρεται "θη φάγου" και "θη φάγουμι",
Το θα πάω
Στην Ανεμώτια εκφέρεται
"θη πάγου" και "θη πάγουμι" και "θη παγαίνουμι" (θα φύγουμε).
11. Η ΚΑΤΑΛΗΞΗ "ΕΛ"
Χαρακτηριστική είναι η χρήση της κατάληξης "ελ(j)" σε όλο το νησί της Λέσβου. Έτσι έχουμε λέξεις όπως του τυρέλ(j),του ψουμέλ(j),του μουρέλ(j),του κτέλ(j),του πουτηρέλ(j), του παπαδέλ(j), του κμαρέλ(J) που δείχνουν το μικρό μέγεθος, τη μικρή ποσότητα, τη μικρή ηλικία, το μικρόσωμο κ.λ.π.
12. ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ
Έδουνα δε = Απορία για τις πράξεις κάποιου που θεωρούνται απαράδεκτες.
Έφνα πέρα=Εκεί πέρα, δείχνοντας
Άμα σ’κόψου μια = Άμα σου δώσω ένα μπάτσο - απειλή για ξύλο.
Άη σ’μάνας = Φεύγα από δω.Άντε στη μάνα σου
Διαβόλ γιε διαβόλ = Βρισιά - γιέ του διαβόλου.
Ακ κακ ακ =Απορία και έκπληξη.
Άκγι = Άκου τι λέει ή τι κάνει.
Σα σι πιάσου θα σι σάσου = Άμα σε πιάσω θα σε δείρω
Για τ’όνουμα τ΄θιού = Έκφραση απορίας - τι είναι αυτά που βλέπω ή που κάνεις.
Tι ξέρου ιγώ = Πού να ξέρω.
Tι λέγ(j) γι’άθρουπους = Τι είναι αυτά που λέει ο άνθρωπος.
Aδικείσαι, κασμά =Αν νομίζεις ότι σε αδικούν πάρε ένα κασμά να σου φύγει ο θυμός
Και ντάκ ντούκ =Χτύπα τον κασμά και δεν θα έχεις κανένα πρόβλημα.
Kαλύτερα καν(j)ς τ ’δλιάς μι του μέλ(j) παρά μι του ξύδ =Καλλίτερα λύνεις τα προβλήματά σου με διπλωματία παρά με τον τσακωμό.
Μπρόμτα τσ’ανάστσιλα = Λόγια όχι με σωστή σειρά, μπερδεμένα.
Να τσι να = Έτσι κι έτσι
Τουν(j) κμασιώσαν(j) = Τον έβαλαν στο Κοτέτσι(κουμάσι στη .Αλληγορία που σημαίνει ότι κάποιον τoν κατάφεραν να τον βάλουν γαμπρό στο σπίτι χωρίς τη συγκατάθεση των γονέων του με διάφορες περιποιήσεις.Λέγεται για τον σώγαμπρο.
Μούτ λάκ = Κάτι συμβαίνει
Βρέ μουρόμ = Βρε παιδάκι μου .Στην ουσία είναι καλόπιασμα που κάνει κάποιος όχι μόνο στο παιδί του.
Άιντι λείψι μι = Άντε άφησέ με ήσυχο .
Δεν τ'αλουνίζιν τ'αυγά, τα τγανίζιν =Λέγεται για την προσπάθεια και τον αγώνα που πρέπει να δώσεις για να αποκτήσεις περιουσία.
Ούλα πιθαίνιν τα χούγια όχ(j)=Όλα πεθαίνουν οι κακές συνήθεις όχι
Κτσιά τρώς κτσιά μαρτυράς =Ανάλογα με την παιδεία σου,το χαρακτήρα σου, συμπεριφέρεσαι
Nα'χα μοίρα να'χα τύχη να'χα μια ψω..ή σαν πήχυ
Βαγ(j)ς του νιρό στου γδι τσι του κουπανάς =Βάζεις το νερό στο γουδί και το κοπανάς.Λέγεται γιαυτόν που δεν έχει τι να κάνει και κάνει βλακείες.
Όποιους πιθαίν(j) του λάκκου τ γιμίζ=Όποιος πεθαίνει τον τάφο του γεμίζει.Έκφραση που αναφέρετα στο γεγονός ότι ο άνθρωπος είναι μόνος και κάποτε θα ξεχαστεί.
Αυτός που κοιτάζ τσ' γονείς τ ,βγάζ μια μπέτρα απ' κ(j) πλάτη τ= Αυτός που φροντίζει τους ηλικιωμένους γονείς του έχει τη συνείδησή του ήσυχη.
Τουν(j) πήρα για ραβδιστή τσ(j) αυτός μ'βγήκι λιουμαζώχτρα= Μιλά για τον άντρα; που παντρεύτηκε κάποια και τον είχε για δυνατό όπως οι ραβδιστάδες των ελιών και αυτός της βγήκε αδύναμος σαν συνειθισμένη αδύναμη λιομαζώχτρα γυναίκα .
Τα χωράφια έχιν(j) πέτρες τσι γ(j)ναίκις έχιν(j) μαλλιά .Τσι τα διό θέλιν χτέν(j)σμα Tα χωράφια και οι γυναίκες έχουν μαλλιά,και τα διό θέλουν χτένισμα .Λέγεται για τον τεμπέλη που δεν θέλει να δουλέψει στο χωράφι με το πρόσχημα ότι έχει μέσα του πέτρες.
«Αν μαθ΄ ι στσύλους γράμματα τσι η γάτα να διαβάζ’ τότι
τσι συ
θα παντριφτείς
να κάν’ ι κόσμους χάζ’».Το έλεγαν τα αγόρια στα κορίτσια που
κουβαλούσαν για τον κλείδονα νερό από τρείς βρύσες ,το λεγόμενο αμίλητο νερό, για να τις
κάνουν να μιλήσουν.
<< Δε σι καταχρειάζουμι για γούρνα στου πιγαδ, για ν'ανασέρνου του νιρό να
πίνιν οι γαϊδάρ’».= Δε σ'έχω ανάγκη όπως μια μικρή ποτίστρα(γούρνα) δίπλα στο
πηγάδι για να τραβώ νερό και να το ρίχνω μέσα,προκειμένου να πίνουν τα γαϊδουράκια.
Τον ίδιο σκοπό είχε και αυτό αλλά και το παρακάτω.
«Έχ’ς δυο
μάτια σαν αυγά τσι χείλια σα βαρέλια όποιους γυρίσ’ τσι
συ δει ξηραίνιτι στα
γέλια».Έχεις διο μάτια σαν αυγά και χείλια σα βαρέλια όποιος
γυρίσει να σε δει ξεραίνεται στα γέλια
«Κλειδώνουμι του Κλήδονα στ΄Αγιού Γιαννιού τη χάρη κι όποια είνι
καλουρίζικη να
δώσει να τουν πάρει».Είναι η απάντηση των κοριτσιών που ξεπερνώντας τη
δοκιμασία πηγαίνουν στο σπίτι που μαζεύτηκαν όλατα κορίτσια της γειτονιάς αλλά και
ευρύτερα και αδειάζουν τα αμίλητα σε ένα πήλινο πιθάρι.Εκεί ρίχνουν κάποιο
μικρό προσωπικό αντικείμενο (παραμανάκι,δαχτυλίδι κ.λ.π. με το οποίο έχει μελετήσει
κάποιο αγόρι.Το λέγανε την ώρα που βάζουν το δεμένο με αλυσσίδα και κλειδαριά και
στολισμένο με τριαντάφυλλα και γαρύφαλλα πιθάρι κάτω απο μια τριανταφυλλιά για
να το βρεί τ'αγιάζι να ξαχνιστεί να το δουν τ'άστέρια να ξαστριστεί.Το πρόσωπο που θα
δουν κατά πάσα πιθανότητα είναι αυτό που θα παντρευτούν.
Κάναν(j) οι μπαμπούρ μέλ(j), έκανα τσι γω σταφίδα.Ας μη μαλώνατι μια μέρα τσ(j)' ας
έβγινι η ήλιους τσ(j)'ας μη μη μι χτύπα.Εκφράζει το παράπονό της μια μάνα με το ανέφικτο
να κάνει του ζουζούνι ο μπάμπουρας μέλι αντί για τη μέλισσα κι ο άνθρωπος σταφίδα αντί
για το αμπέλι.Και συνεχίζει πάλι με το ανέφικτο να βγει ο ήλιος και να διαλέγει ποιόν θα
φωτίσει από τους ανθρώπους .Έμμεσο παράπονο για το ότι άλλοι έκαναν φρόνιμα παιδιά
που δεν μάλωναν έτσι όπως τα δικά της κάθε μέρα.
Aυτός είνι δικηγόρους τσ' Πουταμιάς.Το έλεγαν για κάποιους που έλεγαν πολλές ανοησίες αλλά και καταφερτζής με τα λόγια.
Άμα σι πιάσου θα σι ξισάσου= Άμα μπορέσω και σε πιάσω θα σε δείρω.
Φάγι τουν κουλιό τσι του νιρό θα του εύρς(στ'αλατ) =Φάγε τώρα τον κολιό και μετά άμα δεν έχεις νερό θα ψάξεις οπωσδήποτε να το βρείς.(στο αλάτι)
Για τ'αντί που τλίγουν(j) του πανί .Είναι επιτιμιτική απάντηση στην ερώτηση γιατί.Τη διατύπωνε μερικές φορές κάποιος όταν ήθελε να υπεκφύγει,όταν ήθελε να διαμαρτυρηθεί ή όταν ο ερωτώμενος δεν ήξερε να απαντήσει ή δεν είχε όρεξη για κουβέντα.
Δε θα πήξ(j)του γιαούρτ.Ήταν το συνθηματικό όταν γινόταν κάποιο συνοικέσιο παρουσία του υποψήφιου γαμπρού και της υποψήφιας νύφης που έπρεπε να κεράσει όλους τους συμμέτοχους για να την εκτιμήσουν.Λεγόταν αν δεν έβλεπαν να υπάρχει ζεστό ενδιαφέρον στους υποψήφιους.
Σα πούνταν(j)=Επειδή ήταν.π.χ.Σα πούνταν(j) έτοιμους να παγαίν(j) δε τουν είπα να πιεί ένα καφέ.=Επειδή ήταν έτοιμος να φύγει δε του είπα για καφέ
Κάτσει να σ'πω ένα λόγου=Κάθησε να σου πώ κάτι,μια κουβέντα.
Άμα σ'δώσου μιά θα πιαγ(j)ς Σορόκο Λεβάντε =Άμα σου δώσω ένα μπάτσο θα στρίψεις ανατολή σύση
Ωχ η ψύμ η κτάλα μ τσ' ούλα μ τ'άλλα μ.Ωχ η ψυχή μου η κουτάλα μου και όλα μου τα άλλα.Επιφώνημα Απελπισίας από κάποιον με καθολικούς πόνους ψυχικούς και σωματικούς
13.Oνόματα
Ανδρικά Αθαναήλς ο Ναθαναήλ
Αλέξαντρους ο Αλέξανδρος
Aντρόφλους ο Ανδαόφιλος
Αρικλής ο Ηρακλής
Αρμόλαγους ο Ερμόλαος
Βριπίδς ο Ευριπίδης
Γιουρδάν(j)ς ο Ιορδάνης
Γιώρς ο Γιώργος
Γνάτς ο Ιγνάτιος
Δημουστής ο Δημήτριος ή Δημοσθένης
Δυσσέαςή Δυσσεύς ο Οδυσσέας
Θανάγς(j) ο Αθανάσιος
Θιμουστουκλής ο Θεμιστοκλής
Kλιουμέν(j)ς ο Κλεομένης
Λαοκρ
Λίας ο Ηλίας
Μπάνους ο Παναγιώτης
Νιουκλής ο Νεοκλής
Παναγιώκj()ς ο Παναγιώτης
Παραστσιβγάς ο Παρασκευάς
Πάτρουκλους ο Πάτροκλος
Προυκόπς ο Προκόπης
Σαράγκς ο Σαράντης
Στράκ(j)ς o Στρατής
Φικράτς ο Ιφικράτης
Φουκιδής ο Θουκιδίδης
Φώκους ο Φωκίων
Γυναικεία
Αμφιτρίκ(j) η Αμφιτρίτη
Άρτιμ η Άρτεμις
Ασ(j)μένια η Ασημένια
Βανθία η Ευανθία
Βγινικώ η Ευγενία
Γιουργία η Γεωργία
Γληγουρίγια η Γρηγορία
Θιουνίκ(j) η Θεονίκη
Ιλπίδα η Ελπίδα
Κανιλλιώ η Κανέλλα
Κλιουνίκ(j) η Κλεονίκη
Λαοκρατία
Λέκτρα η Ηλέκτρα
Λιμπιγιάνθ η Ολυμπία
Μιρόπ η Μερόπη
Πουλiουξέν(j) η Πολυξένη
Πουθούλα ή Πουσιούλα η Ποθούλα
Προυκουπίγια η Προκοπία
Ρηναία η Ειρήνη
Στέλλια η Στέλλα
Φαρσαλίγια η Φαρσαλία
14.ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
1301 Λήμματα
ΑΛΦΑ(123)
Αβδέλα(η)(γ(j)ι=Η βδέλα
Αγαθουμλιά (η)(γι =Ο εύπιστος, ο αγαθός
Αγγαριά (η),(γι)
=Η βοήθεια που προσφερόταν από φίλους, γείτονες ή συγγενείς για να
γίνει μιά επείγουσα εργασία, όπως το μάζεμα καρπών της ελιάς,των αμπελιών,της αμυγδαλιάς κ.α. η
κατασκευή ή επισκευή σπιτιού κ.λ.π. που ήταν αμοιβαία.Λέμε π.χ. Τουν αγκάριψα
να μαζέψουμι λιές=Τον παρακάλεσα να έλθει να βοηθήσει στη συλλογή
ελιών.
Αγγουρίδα(η),(γι) = Η αγουρίδα (το σταφύλι που δεν ωρίμασε,είναι πράσινες οι ρόγες του).
Άγγουρους(η),(γι)=Ο άγουρος
Αγόρια(τα)=Τα σκουλήκια της σηροτροφίας(του φυσικού μεταξιού)
Αγούϊδουρας(η),(γι)
= Το φυτό της περιοχής της Ανεμώτιας με κίτρινα ωραία λουλούδια -
λέγεται και ροδόδενδρο.Είναι φυτό - δηλητήριο αν φαγωθεί από ανθρώπους και ζώα.
Αδιαφόριτους(η),(γι) = Ο άχρηστος ,ο ανίκανος.
Αδιξιμιός(ο,η)= Ο βαφτισιμιός
Aετίτσια=Φόρμα για επίπεδες χάχλες (αποξηραμένος στον ήλιο τραχανάς σε διάφορα σχήματα όπως ρόμβος κ.α.).Σμυρνέϊκη λέξη που σημαίνει
Αζντίζου = Ξεσηκώνω κάποιον για να θυμώσει και να κάνει τρελά πράγματα.Λέμε π.χ. Μή τουν αζντίγ(j)ς βρε τσ'αρχίσ(j) τα παλαβάτα=Μη τον ξεσηκώνεις βρε και αρχίσει τα τρελά του,Σμυρνέϊκη λέξη που σημαίνει εξαγριώνω,ερεθίζω.
Αηδημητρέλια(τα)= Τα χρυσάνθεμα
Αθλουγή(η),(γι)= Από τη λέξη τα άθλα.Το κουτσομπολιό.
Αθρασκούφ(η)(γι) =Η στάχτη.Κυριολεκτικά το προϊόν της καύσης του άνθρακα.
Άθριπους (η),(γι)=Ο άνθρωπος.Λέμε π.χ.Τι να σ καν(j) η γι' άθριπους=Τι να σου κάνει ο άνθρωπος
Άκα = Έκφραση έκπληξης. Λέμε π.χ άκα τι έκανες, θα σι σκουτώσου.Μάλλον σχετίζεται με το α,α,α των Τούρκων.
Ακαλίτσιφτους=Το ζώο (γαϊδούρι,άλογο κ.λπ.)που δεν έχει καβαλλικευτεί
Ακαμπλάντστου(του)=Πάπλωμα που δεν έχει περιβληθεί με σεντόνι.Από την Τουρκική λέξη capladi=καλύπτω,επενδύω
Άκγι= Άκουγε,Άκουσε.Λέμε π.χ Άκγι τι λέγ(j) =Άκου τι λέει.
Ακκλησ(j)ιά(η),(γι)=Η εκκλησία Λέμε π.χ. Σήμιρα θα πάγου σκ(j)’ ακκλησιά = Σήμερα θα πάω στην εκκλησία.
Ακουμπέτ =Όπου να'ναι,περίμενε.Από το τουρκικό akibet=έκβαση
Ακρίθα(η,γι)=Ακρίδα
Άκσ(j)μπαντα ή άξμπαντα = Aπότομα
Ακταρντίζου = (Για πράγματα).Tα ρίχνω κάτω η τα πετώ χωρίς τάξη.
Παγαίνου κ(j)΄κατσίκα να κ(j)’ αλλάξ η τράγους =Oδηγώ την κατσίκα σε κάποιο σημείο να της κάνει έρωτα ο τράγος για να μείνει έγκυος.
Αλικουντίζου = Σπρώχνω κάτι να πάει πιο πέρα για χώρο,καθυστερώ να γίνει κάτι.
Aλιοτροπιός(ο)=Μια από τις ονομασίες του Αη Γιάννη που γιορτάζει στις 23 Ιουνίου από το θερινό ηλιοτρόπιο που είναι αυτή τη μέρα .Άλλη είναι Λαμπαδιάρης και Ριζικάρης.Την παραμονή εκείνης τη μέρας στα τρίστρατα άναβαν τα νέα παιδιά φωτιές από αστοιβές, πουρνάρια και μαγιάτικα στεφάνια.Πηδούσαν πάνω από αυτές για να ξορκίσουν το κακό και να καθαρθούν ,να εξαγνιστούν και να συνεχίσουν τη νέα περίοδο καθαροί και ακμαίοι.Πολλά αγόρια εύρισκαν ευκαιρία επίδειξης προσόντων στα παριστάμενα κορίτσια.Πηδούσαν τρεις φορές και την τρίτη πετούσαν πίσω τους μια πέτρα πάνω στη φωτιά λέγοντας <<άχστους(άχρηστος),παράχστους,πήδηξα τουν άχστου.Ή σίδερο η μέση μου πέτρα το κεφάλι μου.Με το τέλειωμα της φωτιάς αρχίζει η διαδικασία του κλείδονα.
Αλιπός(η)(γι)= Η αλεπού.Λέγεται και χαρακτηρίζεται ο ύπουλος αλλά έξυπνος άνθρωπος.Λέμε π.χ. Πρόσιξί τουν(j) αυτόν(j),είνι αλιπός=Πρόσεξέ τον αυτόν είναι ύπουλος.
Άλλα τούτα = Έκφραση αγανάκτησης για περίεργη συμπεριφορά με την έννοια ότι αλάζει κάποιος απόψεις,χαρακτήρα,συμπεριφορά.
Αλλιώκ(j)κ(j)oυς(η,ου)=Αλλιώτικος(π.χ.αυτός ένι αλλιώκ(j)oυς άθριπους=αυτός είναι αλλιώτικος άνθρωπος.
Άλμπινι(του) = Το αλμπινί=H γοητεία Από το Τούρκικο Αl beni που σημαίνει από μέσα. Λέγεται για κάποιον ή κάποια που έχει καλό παράστημα και το υποστηρίζει με γοητεία.Είναι καλοφτιαγμένοι και έχουν αέρα και αυτοπεποίθηση.
Αλ(j)πούτζα(η),(γι) = Το σχοινί που δένανε τα πόδια των ζώων για να μη φεύγουν μακριά.
Αλτσή(η)(γι) = Η αλυκή
Αλτσιά=Το νερό που βγαίνει από πανί που έχει περάσει από στάχτη.
Αλτσιάδις(οι),(γι)=Οι αλτσάδες.Τα πέταλα που πιάνουν το γύρω τμήμα του πέλματος του ζώου όπως του αλόγου,του μουλαριού,του γαϊδάρου που στο πίσω μέρος τους είναι κενό.Αλλά και τα πεταλάκια στα παπούτσια για να αντέχουν στην καταπόνησή τους από τα παιδιά.
Άμα σ’ κόψου μια = Είναι κάποια απειλή. Θα σου δώσω ένα μπάτσο.
Αμάδις(οι),(γι) =Οι
αμάδες.Το παιχνίδι με τις επίπεδες πέτρες που εκφενδενίζονταν και
χτυπούσαν τις πέτρες του αντιπάλου για να τις μετακινήσουν όσο το
δυνατόν πιο μακριά.
Αμαλαγιά(η),(γι)
= Πλούτος, καλός τρόπος προσπορισμού, καλούδια, καλή προίκα.Μεταφορικά
βρήκες αμαλαγιά σημαίνει βρήκες χρήματα ή και άλλα πλούτη όπως
π.χ. γυναίκα με πλούσια σωματικά προσόντα, παχουλή ή με προίκα.Ή και τόπος που δεν ψαρέφτηκε ή βοσκήθηκε.
Αμουλαρτός(η),(γι),(oυ)=Αρχικά τα οικόσιτα όπως κόττες,σκυλιά που τα αφήνουν οι ιδιοκτήτες τους τα αφήνουν να τριγυρίζουν και ελέυθερα στου;ς δρόμους.Λέγεται όμως και για τα παιδιά η και του;ς συζύγους,αγαπημένους κ.λ.π.Λέμε π.χ.Έχει τουν του νού σ πουλύ αμουλαρτό τουν έχ(j)ς=Πρόσεχέ τον πολύ ελεύθερο τον έχεις;/(να τριγυρνά).Υπάρχει και ομώνυμος χορός στη Σαμοθράκη.
Aμπού(του) = Το νερό των νηπίων
Αμπουλάδις(οι),(γι) = Τα εμβολιασμένα δένδρα ή οι θάμνοι που μόλις πέταξαν κλαδιά από τα εμβόλια.
Αμπουλή(η)(γι)=Η συνάντηση δύο ρεμμάτων από τη λέξη εμβολή
Αμπούρντστου(του)=
Για το μυαλό κάποιου που δεν αλλάζει γνώμη όποια προσπάθεια και να
κάνεις=χοντροκέφαλος.Λέμε π.χ.Αυτός είναι αμπούρντστου τσιφάλ(j) Αυττός έχει μυαλό που δεν αλλάζει με τίποτα .και μπουρντίζω =στρίβω κάτι να σφίξει.Από την Τουρκική λέξη burmak=στρίβω
Αναβαλόμινους (η),(γι) = O αναβαλόμενος.Πολλές κουβέντες,ατελείωτες.Λέμε π.χ.Τον περίλαβε και του έψαλε τον αναβαλόμενο=Τον στρίμωξε και του είπε πολλά και κυρίως δυσάρεστα.
Αναγκαίου(του) = Η τουαλέττα.Εκεί που κάνουμε την αναγκη μας.
Aνάθιμα(του)= Κατά κάποιον τρόπο είναι μια κατάρα όχι όμως συνειδητή.Λέμε π.χ. πολύ εύκολα με κάποιο θυμό Αη στ'ανάθιμα.Πολλές δε φορές απευθυνόμαστε αόριστα ή στον ίδιο μας το εαυτό.
Ανάλουγου (του) =Το μερίδιο ή το δικαιούμενο μερίδιο από τους κληρονόμους.
Ανάμσ(j)(του) = Ενάμισυ
Aναχαράζου =
Κάνω όπως η κατσίκα που ξαναμασάει την τροφή της ανεβάζοντας την από
τον οισοφάγο(μάλλον).Λέγεται πολλές φορές όταν κάποιος ρέβεται.Κάτι σαν παλινδρόμηση.
Ανάψου (θα σ' ανάψου μια) = Θα σου δώσω μπάτσο, θα σου αστράψω μια.
Aνιγειλώ=Κοροϊδεύω κάποιον,περιγελώ
Ανιγκριώνουμι= Ξεσηκώνομε.Λέμε π.χ.Μόλις τν είδι να πιρνά αμέσους ανιγκριώθτσι(την χαλβάδιασε και την πόθησε).
Ανιγουρεύου = Ψάχνω να βρω κάτι ή κάποιον.Λέμε π.χ.Ερώτηση: Που παγαίν(j)ς= Που πηγαίνεις; και η απάντηση Ανιγουρεύου του γιό μ.=Ψάνω το γιό μου
Άνιθρους(η),(γι) = Ο άνιθος
Ανιρέσσα(η),(γι)= Αναιρέσα.Άγνωστης γραμματικής λέξη που δηλωνε περιστροφική κίνηση του νερού μέσα στη θάλασσα,σε λίμνη,ποτάμι κ.λπ.που δείχνει ότι το νερό καταπίνεται από την ύπαρξη κενού κάτω από τον πυθμένα,όπως κάποια καταβόθρα.Οι παλιοί το θεωρούσαν επικίνδυνο σημείο για εξαφάνιση καποιου ατόμου και γύρω από αυτό το φαινόμενο έλεγαν και διάφορες ιστορίες..
Ανισπάθα (η),(γι) =
Η παγίδα για τη σύλληψη πουλιών φτιαγμένη από μικρές πέτρινες πλάκες 15-20 εκατοστών σε σχήμα μικρού σπιτιού,ή ξόβεργες με δόλωμα στο χώρο της
κατασκευής που πλάκωνε ή παγίδευε το πουλί με την παραμικρή του κίνηση.Λέμε π.χ Πήγαμι χτες στι στήσαμι πουλλές ανισπάθις τσι πιάσαμι δέκα τσιφαλάδις=Πήγαμε χθες και στήσαμε πολλές πέτρινες και άλλες παγίδες και πιάσαμε δέκα μεγάλα σπουργίτια.(κατσουλιέρηδες).
Ανιφάνει=Φάνηκε.Λέμε π.χ. Δεν ανιφάνει πουθενά ο Χρήστος=.Δεν τον είδαμε πουθενά το Χρήστο.Είναι χαμένος.
Αντέτ(του)=Το καθιερωμένο,το παραδοσιακό,το έθιμο αυτό που έπρεπε.Έχει και την έννοια μιας ενέργειας όχι με ιδιαίτερο ζήλο αλλά στα πλαίσια κάποιου συναισθηματικού χρέους μου..Από την Τουρκική λέξη adet που σημαίνει συνήθεια,έθιμο αλλά και περίοδος γυναίκας.
Αντρουνικ(j)(η),(γι)=Η Ανδρονίκη
Αξαδέρφ(η),(γι) = Η εξαδέλφη
Αξάδιρφους(η),(γ(ι))ή ξάιρφους(η),(γι) = Ο εξάδελφος
Άξ(j)παντα = Ξαφνικά
Αξ(j)πόλ(j)τους(η),(γ(ι)=Ο ξυπόλυτος
Απαραβάρητους(ου,η)= Αυτός που δεν κουράζεται αν και δουλεύει πολλές ώρες.
Απίδ(του) = Το αχλάδι
Απόδαυλοι(oι),(γι)=Τα ξύλα των καμινιών που δεν είχαν καεί
Aπόκαμα=Έχασα όλες μου τις δυνάμεις π.χ. Δε μπουρώ άλλου,απόκαμα=Δεν μπορώ να συνεχίσω εξαντλήθηκα
Απόκαρι = Αυτός που έχασε όλες τις δυνάμεις του.Λέμε π.χ. Δε μπουρώ πλιά,απόκαρα=Δεν αντέχω πιά άλλο έχασα όλες μου τις δυνάμεις.
Απουδιαλόγια(τα) = Αυτά που μένουν στο τέλος μετά το διάλεγμα και είναι κατώτερης ποιότητας.
Απόστσιους(ου,η)=Ίσκιος.Λέμε π.χ.Πάγινι να κάτσ στουν απόστσιου.=Πήγαινε να καθίσεις στον ίσκιο.
Απουδέχουμι
= Δέχομαι ξαφνικά επίσκεψη.Έρχονται ξαφνικά. Π.χ. Χουρίς να μ'
πούν(j) τίπουτα τσ'απουδέχουμι στου σπίκ(j) μια μέρα.= Χωρίς να με
ειδοποιήσουν ήλθαν μια μέρα στο σπίτι μας.
Απουλ(j)φάδ(του)=υπόλλειμα
Απουμύρσμα(του) = Το αγίασμα (νερό αγιασμένο) από πηγή δίπλα σε εκκλησία ή εκκλησάκι αγίου.
Απουξ(j)τάρ(του) =Λέξη που έχει σχέση με την απόξεση. Το μικρότερο από τα παιδιά ,με την έννοια του αγαπημένου.
Απουτάσου = Συγκρατώ,μαζεύω,σώζω,αποταμιεύω Λέμε π.χ Δε μπουρεί να αποτάξ τίπουτα αυτός =Αυτός δεν μπορεί να κρατήσει, να έχει στην κατοχή του τίποτα.Δεν κάνει καμιά πρόβλεψη για το μέλλον του.
Αραβάν(j)=Το αργό βάδισμα κυρώς αλόγων.
Άραμ = Σκασίλα μου .Π.χ. Άραμ πάς τσ’ άραμ αν δεν πας = Δεν με ενδιαφέρει καθόλου αν πάς ή αν δεν πας.
Αραμπαδέλ(j)(του) =
Ξύλινη απομίμηση(μικρογραφία) του σημερινού καροτσιού για μεταφορές όπως μπάζα,χόρτα,τσιμέντα κ.λ.π. που τα κατασκεύαζαν μόνα τους τα παιδιά με τη βοήθεια της τοπικής κορδέλας και έπαιζαν μαυτά.
Αρβίθια(τα) =Τα ρεβίθια (λέγονται και ρουβίθια)
Αρικλής(η),(γι)=Ο Ηρακλής
Αρκόβατους(η),(γι)) = Ο αναρριχόμενος θάμνος με χοντρά αγκύλια.πιό γνωστός ως αρκουδόβατος.
Επιστημονική ονομασία=Smilax aspera
Αρκουμλιά(η),(γι) =Η αγριομηλιά
Αρμάθα(η),(γι) =Η αρμαθιά
Αρματώνου= Τοπική έκφραση =Κάνω βίαιο sex
Αρνάδ(του)=Αρνί που πλησιάζει τους έξ μήνες.
Αρναούτς(ου,η)=Έχει την έννοια του αγροίκου.Από την Τουρκική λέξη Arnavut=Aλβανός ή Αρβανίτης
Αρνιαγκούρς(η),(γι) = Αυτός που δεν παραδέχεται την ήττα του και φεύγει από το παιχνίδι όταν βλέπει ότι θα χάσει.
Αρπώ=Αρπάζω
Άρτιμ(η),(γι)= Η Άρτεμις.Πολλές φορές λέμε Eίδις μουρ Αλκιόν(j) κι' Άρτιμ.Πήγες να επισκεφθείς βρε συ Αλκιόνη την Άρτεμη.Η πήγις καθιόλ' σκ(j) Άρτιμ=Πήγες καθόλου στην Άρτεμη.
Ασκάθαρους(η),(γι) =Το σκαθάρι
Ασκνίδις (οι),(γι)= Οι τσουκνίδες
Ασκολσούν = Μπράβο (Τούρκικη) λέξη)
Ασκόντριχα(η),(γι)= Η οχιά
Ασκουντουλάδα(η),(γι)= Η Σαύρα
Aσπέθα(η),(γι))=Η σπίθα από αναμμένο ξύλο.π.χ.Άκσι ν'ακούγ(j)ς.Γι' ασπέθα απ'του μαγκάλ(j) άν(j)ξι τρύπα στου πχαρουπάν(j).Ακουσε να δεις.Η σπίθα από το μαγκάλι άνοιξε τρύπα στο πανί που βάζουμε πάνω απο το τζάκι.
Ασπούρδουλας(η),(γι)) =Ο ασφόδελος, το σπερδούκλι.Φυτό με ξυλώδες στέλεχος από το οποίο στο σχολείο έφτιαχνα τα παιδιά ομοιώματα καρεκλών και άλλα αντικείμενα.
Αστβή (η),(γι)= Η αστοιβή.Κυρίαρχος
μικρόσωμος θάμνος της Λέσβου. Οι κάτοικοι της Λέσβου, κυρίως οι αγρότες
και οι κτηνοτρόφοι, τις στοίβαζαν στην επάνω επιφάνεια των ξερολιθιών
ώστε να διαχωρίζουν τις ιδιοκτησίες αλλά και για να μην μπορούν να
περνούν ζώα (αφού έχουν πολλά αγκύλια σαν μικρά καρφάκια).Τη βρίσκουμε
και στην ακολουθεία του μεγάλου αγιασμού των Θεοφανείων σε Προφητεία του Ησαΐα .Λέει Οι διψώντες πορεύεσθε εφ'ύδωρ...........Και αντί της στοιβής αναβήσεται κυπάρισσος ,αντί δε της κονίζης αναβήσεται μυρσίνη ,και έσται Κυρίω εις όνομα ,και εις σημείον αιώνιον,και ουκ εκλείψει.
ΑΣΤΒΕΣ
Αστσίστις(οι),(γι)
= Μικροί θάμνοι που φυτρώνουν κυρίως στους ελαιώνες αλλά και αλλού και
βγάζουν λουλούδια πολλών χρωμάτων, κυρίως όμως μωβ και άσπρα.Πρόκειται για το φυτό Λαδανιά ή Κουνούκλα ή Κίστος.Το αστσίτς ή ασκίστηςτης Ανεμώτιας προήλθε από το τελευταίο.Το επιστημονικό του όνομα είναι
Cistus incanus creticus
ΑΣΤΣΊΣΤΣ
Ασφάλακας(η),(γι) = Ο ασπάλακας,τυφλοπόντικας.
Ατζγκαναριό(του)=Το σιδεράδικο.Από την αρχαία λέξη αθίγγανος=αυτός που ακουμπά,για φυλή Ινδικής προέλευσης
Ατζίγκανα(τα)=Οι πευκοβελόνες
Ατζγκάν(j)κα(τα)=Τα τσιγγάνικα και κυρίως τα εργαλεία από σίδερο (τσάπα,κασμάδες,φτιάρια κ.λπ.από τη λέξη αθίγγανος=τσιγγάνος
Ατζιά(τα)= Τα πιάτα,στην Κρήτη οι γάμπες
Ατζίγ(j)ς = Αγγίζεις και το ρήμα ατζίζου=αγγίζω=ακουμπώ
Ατζίμπαμ=Άραγε,μήπως.
Ατός = Ο ίδιος, μόνος μου.
Αυγουκάλαμα(τα)=Οι δίπλες
Αυκρίζουμι = Αφουγκράζομαι, στήνω αυτί για να ακούσω τι λένε.
Αυτζής(η),(γι) = Ο επιθετικός ερωτύλος .Σχετική η λέξη ζαμπαράς.Κοινή λέξη με την Τούρκικη λέξη avci που σημαίνει ο κυνηγός,ο καλός σκοπευτής
Aφήτι μι=Αφήστε με
Αφήτσι=Άφησε.Έλεγε π,χ, κάποια, ας έρκ(j) να μ' έβρ έφτου έιτσι που μ'αφήτσει.=Ας έλθει να με βρει εκεί που με άφησε.
Αφλάδα(η),(γι) =Η φυλλάδα αλλά και το σχολικό βιβλίο.
Αφράσιαστους(η),(γι)= Ο μη συγκροτημένος άνθρωπος, αυτός που δεν έχει μέτρο και τάξη στις πράξεις του.Από τη λέξη φράση.Αυτός που δεν μπορεί να συντάξει μια φράση..Από το αστερητικό α και τη λέξη φρασιαστός και το φρασιάζω=μιλώ καλά όχι ασυνάρτητα
Αχειλώνα(η),(γι) =Η χελώνα
Αχλάδις(οι),(γι)
=Ο άγριος καρπός της αγριαχλαδιάς που είναι μικρός σε μέγεθος και
στυφός.Τα δένδρα της αγριαχλαδιάς μπολιάζονται σε ήμερες αχλαδιές.
Αχλιά(η),(γι) = Η στάχτη
Αχλιουπτάρ(του)=Αυτός που είναι λερωμένος με στάχτες(αχλιές) αλλά και αυτός που κάθεται συνέχεια στο τζάκι.
Αχματζαλιώτς (η),(γι)= Γενικά αυτός που δεν είναι συνετός στις πράξεις του,τις κινήσεις του και τις αποφάσεις του.Λέμε π.χ. Πέρασι χτες απι δω τσ(j)' αυτός γι αχματζαλιώτς=Πέρασε χθές από δω και αυτός ο αλλοπρόσαλος.
Άχστους(η),(γι)=
Λέξη προερχόμενη από τη λέξη άχρηστος.Είναι όμως και η γιορτή της
καύσης των άχρηστων όπου ανάβονται φωτιές στο ύπαιθρο στο τέλος Ιουλίου.
Αχτσ(j)ές(η),(γι) = Είδος πολύ πρώιμου αχλαδιού μικρού σχετικά μεγέθους που ευδοκιμεί στη Λέσβο..
Άψι = Άναψε.Λέμε π.χ Νύχτουσι, άψι του λυχνάρ=Νύχτωσε,άναψε το λυχνάρι.
Αψ(j)λά = Ψηλά
Αψ(j)λαρόντα(η),(γι)= Το κατούρημα από ψηλά για όσο το δυνατόν μεγαλύτερου βεληνεκούς.
Αψ(j)λός(η),(γι) = Ο ψηλός
BHTA(323)
Βαλάδια (τα)
=Τα κουρέλια για κούκλες Λέμε π.χ.Τα έκανι βαλάδια =Έχασε περιουσία από
κακή διαχείριση, καταστράφηκε (τα βαλάδια είναι τα κουρεμένα παλιά ρούχα σε λωρίδες πλάτους λιγότερο συνήθως από ένα εκατοστο που εκτός των
άλλων χρήσεων όπως η ύφανση κουρελούδων χρησίμευαν και στην κατασκευή πρόχειρης κούκλας .Είναι χαρακτηριστική περίπτωση επανάχρησης υλικού(ανακύκλωση).
Βαλάν(j)(του)= Το τμήμα του καρπού της αγριοβελανιδιάς που είναι μέσα στο περίβλημα και αποτελεί τροφή κυρίως για χοίρους κα;ι αγριόχειρους
Βαλανίδα(η),(γη) =Η βελανιδιά (και ο καρπός της είναι τα βαλανίδια).
Βαράκ=Χρυσή μεμβράνη ,χρυσόχαρτο για στόλισμα.Τούρκικη λέξη varak
Bάτσνα(τα)= Τα βατόμουρα
Βγινικώ(η),(γη)= Η Ευγενία
Bιζνές(η)(γη)= Η παλιά ζυγαριά χειρός με ελατήριο και από κάτω γάντζο και στενό ταμπλώ αρίθμησης βάρους.
Βίκα(η),(γη) = Η πήλινη ή γυάλινη κανάτα που χρησιμεύει για την τοποθέτηση νερού, κρασιού, κ.λ.π.
Βιλόν(j)(του)=Το βελόνι.Εργαλείο των λιθοξόων που μοιάζει με το καλέμι αλλά στο κάτω μέρος είναι μυτερό.
Βιράν(j)(του)=Το ερείπιο,χάλασμα.Από την Τούρκικη λέξη viran
Βιρέμκου(του)=Το λοξό ,το στραβό.
Βίτσα(η),(γη) = Η βέργα συνήθως πολύ ελαστική,Toύρκικη λέξη με την ίδια έννοια
Βλουγιά(η),(γη)=Η Ανεμοβλογιά
Βλουγιουκουμμένους(η),(γη)= Αυτός που έχει σημάδια στο πρόσωπο, κυρίως σκαψίματα από εξανθηματική αρρώστια, όπως η ευλογιά ,ή σπυράκια.
Βόλαθρου(του) = Η γαϊδαροκυλίστρα
Βορός ή βόρους(η),(γη)
=Το πρόχειρα περιφραγμένο μικρό τμήμα βοσκοτόπου για τη συγκέντρωση
του κοπαδιού προβάτων ή κατσικιών, προκειμένου να τα διαχειριστούν για
κούρεμα, άρμεγμα κ.λπ.
Βούζουνας(η),(γη)= Ο σβώλος,το καρούμπαλο
Βουλά (η) = Λέμε την άλλη βουλά=την άλλη φορά
Βουλάδα(η),(γη) =Απο τη λέξη βολή.Η πέτρα δηλαδή η κατάλληλη για βολή .Η πιο μεγάλη λέγεται καγιάς.
Βουλόσυρους(η),(γη)=Το ξύλινο γεωργικό εργαλείο σε σχήμα ταφ που το έσερναν τα βόδια για να στρώσουν οι γεωργοί το οργωμένο χωράφισπάζοντας τους σβώλους
Βουλουσέρνου = Η παραπάνω ενέργεια αλλά και αρπάζω κάποιον με βία και τον σέρνω
Βουρβουτσίλις(οι)(γοι) = Τα περιττώματα της κατσίκας και του πρόβατου.
Βουρτουκούτ(j)σια(τα)
=Τα μουλιασμένα ξερά κουκιά.Τα ξεφλουδισμένα από αυτά χρησίμευαν για το
μπακλαφουράνι, δηλαδή για την εκδρομή στο ύπαιθρο την Καθαρά Δευτέρα.
Συνοδευόταν σχεδόν μόνο με νερό και ψωμί .Και bakla στα Τούρκικα=Κουκιά
Boυτσύλ(j)=Επιτίμηση κάποιου που έχει παχύνει και έγινε σαν βόδι.
Βράσμα(του) = Το πετιμέζι
Βραχόλ(j)(του) = Το βραχιόλι
Βρίστω= Βρίσκω
Βρούλα(τα)=Τα βούρλα
Βρουλίδις(οι),(γοι) =Οι κοτσίδες αλλά και οι αρμάθες, π.χ των ενωμένων σκόρδων.
Βρουντώ=Δέρνω π.χ. Κάτσι καλά θα σι βρουντήξου. Θα σε δείρω.
Βρυδίκ(j)(η),(γη)=Η Ευριδίκη
Βωλόσ(j)υρους(η),(γη) ή βουλόσ(j)υρους(η)(γη)
= Σέρνω τους σβώλους. Ένα αγροτικό ξύλινο εργαλείο
σχήματος ΤΑΥ που το έσερναν βόδια και χρησίμευε για την ομαλοποίηση του
οργωμένου χωραφιού. Το χοντρό ξύλο που ακουμπούσε στο έδαφος είχε από
κάτω και ξύλινους πείρους για ψιλοχωμάτισμα και ισοπέδωση. Το άλλο ξύλο
συνδέονταν με το ζευγάρι των βοδιών.
ΓΑΜΑ(78)
Γάδαρους(ου)(η)=Ο γάϊδαρος
Γαϊτανίζ = Σε έκφραση όταν κάποιος απειλεί ότι θα φύγει η απάντηση πολλές φορές είναι Φύγε ο δρόμος γαΙτανίζει,είναι δηλαδή ανοιχτός
Γαϊδαρουτσ(j)λήστρα(η)(γη)= Το μέρος όπου ξαπλώνουν τα γαϊδούρια και γυρίζουν με την πλάτη πά;νω στο έδαφος για να διώξουν τα έντομα,ακάρεα κ.λ.π.
Γαζιάρς(η),(γη) =Αυτός που δεν προσέχει καθόλου την καθαριότητα,ο βρωμιάρης
Γαλέλους(η),(γη)=Ο αγαθός, ο μικρονοϊκός
Γαλιά (η),(γη)
=Ο μικρός σκίουρος που ζει στα δένδρα (όπως αμυγδαλιές και πεύκα) από
όπου παίρνει την τροφή του ,λέγεται και Περσικός Σκίουρος και στην Ελλάδα ζεί μόνο στη Λέσβο.- σε άλλες περιπτώσεις είναι και η
νεροκολοκύθα δηλαδή η κολοκύθα με ουρά που χρησίμευε - αποξηραμένη - για
άντληση υγρών.
Γαλιά(η)=Το κεφάλι χωρίς μαλιά,Λέμε π.χ.Έπισι κάτου τσ'έσπασι κ(j)ι γαλιά τ=Έπεσε κάτω και έσπασε το κεφάλι του.Στην περίπτωση ατυχήματος αναφερόμαστε σε όλα τα κεφάλια που τραυματίζονται ανεξάρτητα αν είναι φαλακρά ή όχι.
Γαμιάδις(οι),(γοι)= Οι παραφυάδες .Τα κλαριά που πετάγονται απο τη ρίζα δένδρου που λέγονται κουλουρτζίτες
Γανουτζ(j)ής(η)(γη) =Ο γανωτής ή γανωματής
Γαρίζου = Γκαρίζω.Π.Χ. Γαρίζει ο γάιδαρος.
Γδί(του) =Το γουδί, π.χ. θα σπάσου του γδίς = θα σπάσω το κεφάλι σου.
Γειτονιό(του)=Η επίσκεψη σε κάποιο σπίτι για κουβέντα.Π.χ. Ημείς θι πάμι γειτουνιό στου σπίτ τ' Χατζηγιώργ(j) τ' Θουμά.
Γέμουσι= Γέμισε
Γέριβη(του) = Καθιστικό
Για = Το διαζευκτικό ή.Λέμε π.χ. θα έλθεις εδώ για θα πας εκεί;
Γι = Το άρθρο "ο" (π.χ. παλαβώθτσι γι΄ Αθανάγ(j)ς = Ξετρελλάθηκε ο Θανάσης)
Γιαβάς=Σιγά.Και γιαβάς,γιαβάς=σιγά,σιγά.
Γιαβίδ(του)= Ο Δαβίδ .Υπήρχε ένας που τον αποκαλούσαν με αυτόν τον τρόπο
Γιαβουκλού(η)(γη) = Η αρραβωνιαστικιά ή και η φιλενάδα,η ερωμένη.Από την Τούρκικη λέξη giavuklu=Aρραβωνιαστικιά,Μνηστή
Γιαβρούμ=Το μωρό μου,από την Τουρκική λέξη yavrum=μωρό
Γιαγντάν(j)(του) = Μικρό αδύναμο φως.Αλλά και το φως από φιτίλι σε φανάρι .
Γιαλάν μπασμάς(η),(γη) =Ο άχρηστος άντρας, ο ψεύτης.Αυτός που τα λέει τη μια έτσι και την άλλη αλλιώς.Από το Τούρκικο yalan=ψεύτικος ,yalan basma=ψέμματα
Γιαν(j)γκίν(j)(του) = Η πυρκαγιά,από την Τούρκικη λέξη yangin=φωτιά
Θα γιάνου= Θα γιατρευτώ .Από το υγιαίνω
Γιαπιτζής(η),(γη)=Κτίστης.Προέρχεται από τη λέξη γιαπί.Από την Τούρκικη λέξη yapi=oικοδομή υπό ανέγερση
Γιαπράκ(j)(του)=Ντολμάς,απο το Τούρκικο Υaprak=Φύλλο εννοώντας το αμπελλόφυλλο.
Γιαραντίζου=Αξίζω Λέμε π.χ.Γιατί δε γιαραντίζου πέντι παράδις?=Γιατί δεν αξίζω τίποτα?.Τουρκική λέξη που σημαίνει καταντώ.
Γιαρντούμ(του)=Η συνεισφορά σε φίλους ή συγγενείς για την πιό γρήγορη εκτέλεση μιας δουλειάς όπως κτίσιμο μάζεμα ελιάς κ.λ.π.Απο το Τούρκικο Yardum= Βοήθεια και yardim=ενίσχυση
Γιγούρτ(του) = Το γιαούρτι.Από το Τούρκικο yogurt=γιαούρτι
Γιατακ(j)=Mικρό μέρος για ησυχία και απομόνωση,το κατάλυμα.Από την Τούρκικη λέξη yatak=κρεβάτι
Γινιά(η),(γι) =Από τη λέξη γενιά που εδώ σημαίνει συγγενής.Λέμε π.χ.Πάγηνι ικί που σι στέρνου, είμαστι τσι γινιά=Πήγαινε εκεί που σε στέλνω,είμαστε και συγγενείς(γιαυτό έχω το θάρρος).
Γιουβάς(η),(γη) = Αυτός που δεν κάνει τίποτε ή ο οκνός και κακός μαθητής.Iσως από το Τούρκικο Yuva=Κάθομαι ,δενκάνω τίποτε.
Γιούν(j)(του) = Ο μεταμφιεσμένος, το καρναβάλι.Και τα γιούνια = τα καρναβάλια.
Γιρουντίζου= Πέφτω επάνω σε κάποιον ή κάτι.
Γιρουντκό(του)=Το γεροντικό.Το μικρόχωρο σπιτάκι για διαμονή γερόντων.Στην Ανεμώτια δεν συνειθιζόταν η διαμονή των γονέων με τα παιδιά και υπήρχε η τάση να χτίζονται στο ίδιο ή σε άλλο οικόπεδο μικρά τέτοια σπιτάκια όπου διέμεναν μόνοι τους.
Γιών(j) = Σκουριάζει Π.χ. βάψι τα κάγκιλα γιατί θα γιώσιν(j).
Γκατζούνα(η),(γη)=Το πόδι της γάτας
Γκέβω
= Σαμαρώνω και προετοιμάζω το γάϊδαρο για καβαλίκεμα (πέρασμα
καπιστριού στο κεφάλι, δέσιμο σαμαριού στην κοιλιά, κ.λ.π.), ζέψιμο.
Γκέλμπιρι(του)=Ξύλινο εργαλείο για ξυλόφουρνους για τράβηγμα των κάρβουνων,της στάχτης κ.λ.π.Αλλά και για το τράβηγμα των ρεβιθιών που ψήνονται για να γίνουν στραγάλια.
Γκιβιντίζισι = Κοκορεύεσαι ,καμώνεσαι πως μπορείς να κάνεις κάτι πάνω από τις δυνάμεις σου και τις γνώσεις σου.
Γκιβιτζής(η),(γη)=Ο καλαμπουριτζής
Γκιλότα(η),(γη) = Είδος παντελονιού με φαρδύ επάνω μέρος και στενό κάτω που εφαρμόζει στα πόδια.
Γκιουγιούμ(του)= Το μπακιρένιο σκεύος σαν τέντζερις που χρησιμοποιούσαν οι καφετζήδες για να έχουν χλιαρό έως ζεστό νερό.Ενδεχομένως από την Τούρκικη λέξη ........ =Σβούρα λόγω ιδιαίτερης ομοιότητας με το πάνω μέρος της
Το γκιουγιούμ
Γκιουζλιμές(η),(γη)=Είδος τυρόπιττας(Τούρκικο όνομα giouzlemes)
Γκιουλχάν(j)(του)=O Χώρος που έμπαιναν τα κάρβουνα του σιδερά.
Γκιουμές=Είναι κάποια θέση ,κάποια άκρη. Από την Τούρκικη Λέξη Κιουλχάν=Εστία
Γκιστριμέ = Παράκαμψη της κύριας κατεύθυνσης.Συντόμευση διαδρομής από τη χρήση κυρίως μονοπατιών.
Γκλαβανή(η),(γη)
= Αποθηκευτικός χώρος κάτω από το πάτωμα του ισογείου .Τούτο γιατί
πολλά σπίτια δεν είχαν χώρους αποθήκευσης,λόγω των μικρών κυρίως
οικοπέδων.
Γκλαμίνγκουλας(η),(γη)=
Το νέο κοινοτικό ελαιοτριβείο.Λεγόταν έτσι από το όνομα της φίρμας
της Ιταλικής εταιρίας κατασκευής του. Εγκαταστάθηκε περί το 1950 στην
έξοδο του χωριού της Ανεμώτιας μετά το σημερινό γήπεδο.Το παλιό ελαιοτριβείο ήταν
στο σημερινό πάρκο απέναντι από το καφενείο ο ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ των αδελφών
Ατζέμη.
Γκντώ
= Σπρώχνω Π.χ. στην προσταγή "μη γκντάς = μη σπρώχνεις" έρχεται η
απάντηση "έ γκντώ = δεν σπρώχνω".Είναι αμίμητη η στιχομυθία σε ουρά στη
Μυτιλήνη.Μπροστινός <<Μή γκντάς>>Πισινός <<έ
γκντώ>> Μπροστινός <<Γκντάς>> Πισινός << Ε γκντώ, μη γκντούν(j) τσι γκντώ>>.
Γκρέμνους(η),(γη) =Ο γκρεμός
Γκυρίζ(του) = Ο υπόνομος από το παλιό Τούρκικο geriz, keriz που σημαίνει υπόνομος.
Γκώθκα=Ογκώθηκα,φούσκωσα από το πολύ φαγητό.
Γληγουρούδα(η),(γη)= Η Γρηγορία(υποκ)
Γλί(του)=Το σκληρό στέλεχος που βγαίνει από μο κρεμμύδι και από το οποίο βγαίνει το άνθος
Γλιθμώ = Λιποθυμώ (γλιθύμσι = λιποθύμησε)
Γλίνα(η),(γη)= Το παχύ μέρος των ζώων αλλά και γλίνας ο τσιγκούνης,αυτός που βγάζει από τη μίγα ξύγκι.
Γλιντιρτίζου = Ασχολούμαι με κάποιον και χάνω το χρόνο μου τσάμπα
Γλίτα(τα)=Τα βλίτα
Γλιτζιάρς(η),(γη)=Ο βρωμιάρης
Γ(j)νατσής(η),(γη) = Αυτός που τον πιάνει το γινάτι
Γιουρδάν(j)ς(η),(γη)= Ο Ιορδάνης(όνομα)
Γνάτς (η),(γη)= Ο Ιγνάτιος
Γνής(η),(γη) = Υποκοριστικό του Ιγνάτιος.Λέγεται και Γουνής l
Τσ'γουνατίστριας=Της Σταυροπροσκύνησης
Γουνάτιους(η),(γη)= Ο Ιγνάτιος
Γουνιά(η),(γη)
= Προέρχεται από το σχήμα του μαντηλιού στο τσεπάκι του
σακκακιού που είναι τρίγωνο και κυρίως φαίνεται η γωνία του.Είναι επίσης το
μεταξωτό μαντήλι που έδιναν στους αρραβώνες στους συμμετέχοντες και
στους γάμους σε όσους νέους(βλάμηδες) κυρίως συνόδευαν και στήριζαν τον
γαμπρό .Τέλος είναι και η ορθογωνισμένη πέτρα που κάλυπτε άλλοτε ολόκληρο το σπίτι εξωτερικά ,μέρος του όπως οι γωνίες του,οι λαμπάδες στις πόρτες και τα παράθυρα,είσοδοι εξωτερικοί της αυλής κ.λ.π.
Γουνιάζου = Γωνιάζω .Βγαίνει από τον ορθογωνισμό κτιρίων αλλά έχει και μεταφορική σημασία και σημαίνει να βρω την κατάλληλη λύση ,να κάνω διάφορες σωστές κινήσεις,να το φέρω ,να το ταιριάσω
Γουνίδ(του) =Το τζάκι
Γούπα(η),(γη) = Το ψάρι "γόπα"
Γουτζίζου = Από το γογγύζω.Λέγεται για το ροχάλισμα.
Γριβάντα(η),(γη) =Η γραβάτα
Γριγιά(η),(γη)=Η Γριά
Γρίνα(η)(γη) =Η γκρίνια
Γροιτσίζου= Ευχαριστιέμαι,απολαμβάνω κάτι.Λέμε π.χ. Μή μι τζλών(j)ς,άσιμι να γροιτσίσου του φαγίμ =Μη με ενοχλείς άσε με να απολαύσω το φαγητό μου.
Γρουμπούλ(j)(του)=Eξόγκωμα.
Γυαλουντόλαπου(του)=Το ντουλάπι των γυαλικών.
Γυρεύγου
= Γυρεύω .Αναζητώ, ψάχνω Λέμε π.χ. "παγαίνου να γυρέψου απ’ κι’ γειτόν(j)σσα λίγου άλας
= πάω να ζητήσω λίγο αλάτι από τη γειτόνισσα" ή "τι γυρέβς έδιου πέρα; =
γιατί είσαι εδώ;
Γυρίγ(j)=Γυρίζει. Έτσι προφέρονται και άλλες λέξεις που πριν το καταληκτικό ει έχει ζ όπως η λέξη μυρίζει που προφέρεται μυρίγ(j),πνίγ(j) κ.λ.π.
ΔΕΛΤΑ)(27)
Δαγκάνου= Δαγκώνω
Δαίμουνας(η),(γη)=Ένα
ερπετό πολύ μικρό που τπ βρίσκαμε μέσα σε τρύπες πάνω απο το
σχολείο.Είχε άγρια εμφάνιση και μικρά εξογκώματα στο κορμί του.Το
μέγεθός του περίπου δέκα εκατοστά ή και λιγότερο και το πλάτος του
περίπου δύο εκατοστά.Η ουρά του πολύ μικρή.
Δαμάλ(j)(του)=Το μοσχάρι
Δάχλα(τα) η δάχκλα=Τα δάχτυλα
Δάχτυλας(η),(γη)=Το μεγάλο δάχτυλο του χεριού και του ποδιού
Δέσ(j)(η)(γι)=H δέση .Το υποτυπώδες φράγμα για συγκέντρωση νερού πίσω του κυρίως για άρδευση κτημάτων.
Διάνους (η),(γη),διάνα(η),(γη) =Ο γάλλος,η γαλοπούλα
Διανουτίζου=Συμβουλεύω
Διαντινά=Επίτηδες
Διαρμίζου=Κάνω δουλιές τακτοποίησης και καθαριότητας του σπιτιού.Έχει και την έννοια των αλλαγών στο σπίτι
Διάτανους(η),(γη) =Η Διάβουλους=Ο διάβολος Μια έκφραση είναι <<Αη στου διάτανου τσ(j) ακόμα παραπέρα>>
Διατανάρ(του)=Το διαβολάκι ή διαβουλέλ(j) .Το μικρό παιδί και ο νέος γενικότερα που κάνει πολλές ζαβολιές Αλλά και έξυπνο παιδί.
Διμουνάρ(του)=Το έξυπνο παιδί,το διαβολάκι.
Διντρικά(τα)=Τα δένδρα
Διντρισάκ(j)(του)=Η αρμπαρόριζα
Διξίς=Δεξιός
Διουλί(του)=Το βιολί
Δίτσιου(του)=Δίκιο.Όπως π.χ. Δίτσιου έχ(j)ς=Έχεις δίκιο.
Δισπινάρ(του)=Η μικρή έφηβη.Πολλές φορές επιτιμητικά αν είναι και ζωηρή.Και μικρομέγαλο κορίτσι.
Δόμ=Δώσε μου.Όπως π.χ.Δόμ κουμάκ(j) ψουμί=Δώσε μου λίγο ψωμί.
Πα στου δρόμου=Τοπική έκφραση για το δρόμο από τη Μεξικάνα μέχρι τη διασταύρωση στο Χάρακα που αποτελούσε και αποτελεί δρόμο περιπάτου,δρόμο αναμονής των επισκεπτών του χωριού,δρόμο σύνδεσης του οικισμού με το επαρχιακό δίκτυο του Νομού..
Δριμόν(j)(του)=Το μεγάλο με φαρδιά κενά κόσκινο για κοσκίνισμα σταριού.
Δρουσ(j)νός(η),(γη),(ου) = Κάποιος που είναι εύκολο να τον ξεγελάσεις.
Δυάσμους (η),(γη),(ου)=Ο διόσμος
Δυσσεύς(η),(γη),(ου)= Ο Οδυσσέας(όνομα)
Δώκα=Έδωσα
Δώτσ(j)ει= Έδωσε
ΕΨΙΛΟΝ (20)
Έ= Δεν.Λέμε π.χ.Η Λιάκους ε κ(j)'μπιχέντσι κ(j)'Μαρία=Στο Λιάκο δεν άρεσε η Μαρία.
Έγ(j)τουνας(η),(γ(j)=Ετούτος .Αλλά και δεν.Πχ.Τι κάν(j)ς βρε.Ε βλέπς μπρουστάσ.
Έδγιτς ='Ετσι,μ'αυτόν τον τρόπο.Και μια θυμωμένη συζήτηση.Ερώτηση:Γιατί το 'κανις αυτό?Απάντηση:Γιατί έδγιτς.που σημαίνει γιατί έτσι γουστ΄;αρω και όποιον του αρέσει.
Έδιου=Εδώ
Εδιουπέρα=Εδώ ακριβώς
Έδουνα ή έδνα =Εδώ μπροστά μου,και έδουνα δε=κοίτα τι κάνει αυτός(κάτι που δεν αρέσει).
Είμπα=Μπήκα
Έιτσ(j)ι=Εκεί
Έλιρις(η),(γι))=Η ιλαρά
Ένι=Είναι
Εμ=Π.χ Έμ ψεύτς είνι έμ επανουβότυρους. Ενώ είναι ψεύτης θέλει να αποδείξει ότι αδικείται.
Έμπ=Μπεί π.χ.λέμε Βλέπου νά'ρχιτε προς τα δω η Παναγιώτς.Θα ν' έμπ μέσα για θι σταθεί απόξου=λέπω να έρχεται προς τα εδώ ο Παναγιώτης .Θα μπεί άραγε μέσα στο σπίτι ή θα σταθεί απ'έξω.Και η ερώτηση να έμπου(μπω) μέσα για όχ(j)
Έμπασ(j)(η),(γι)= Eίσοδος
Ένοιουσι ή νοιώσι=Ξύπνησε
Θα ν'έρκ(j)= Θα έρθει
Έρμα σ(j)μάδια=Ερημιά
Έτσινας=Έτσι
Έφτου= Εκεί.π.χ.Που ένι του τσαπί;Απάντηση Έφτου δίπλα σ.δηλ.εκεί δίπλα σου
Έφνα πέρα =Προς τα εκεί.Εκεί πέρα, δείχνοντας με το χέρι.
Έφνα χάμι=Εκεί κάτω
Έχιν(j) =Έχουν
ΖΗΤΑ(26)
Zαβουρντώ= Πετώ κάτι.Πιθανόν από τη λέξη σαβούρα=άχρηστο.Λέγεται και σαβουρντώ.
Ζαγίφκου(του)=Το καχεκτικό
Ζαβός(η),(γη),(ου)= Ο ανάποδος
Ζαβώνου=Στραβώνω,ή και τυφλώνω.Π.χ.προσπαθώ να στραβώσω ένα καρφί.
Ζαμπνεύου=Αδυνατίζω,σουρώνω,μαζεύω
Ζαπ=Ζάφτι.Λέμε π.χ.Δε μπουρώ να τουν κάνου ζάπ δηλ.δεν μπορώ να τον συγκρατήσω
Ζαπλαπίδια(τα)=Τα στραγάλια
Ζγιαφέτ(του)= Το τραπέζωμα
Ζευγαρίζω=Οργώνω
Ζκάφτ=Τσούζει απο χτύπημα ή από σύγκαμα.
Δε μ ζμπά=Δεν έχω τύχη,δεν μου κάθεται.Λέμε π.χ.Τσαλιστεύου μέρα νύχτα μα δε μ΄ζμπά=Παλεύω μέρα νύχτα αλλά δεν βλέπω χαΐρι.
Ζ(j)γούρ(του)=Το ζυγούρι
Ζηνουβίγια(η)(γη)= Η Ζηνοβία
Ζιμπίλ(j)(του)=Το ζεμπίλι.Το πλεχτό σακούλι ή και το πάνινο για μεταφορά πραγμάτων κυρίως ψωνιών.
Zιβζέκ(j)ς(η),(γη)=Σκανταλιάρης,ασυνεπής,απρόβλεπτος.
Ζλεύγου=Ζηλεύω
Ζνίχια(τα)=Τα νεύρα του αυχένα κυρίως.
Ζόρμπους(η)(γη)=Καρούμπαλο
Ζόρτσα(η)(γη)=Η ζόρικη
Ζούπα=Πολύ βρεγμένος,μούσκεμα.Λέμε π.χ.. Έγινες ζούπα από την πολύ βροχή=Είσαι μούσκεμα από την πολύ βροχή.
Ζουρλαντίζου=Πιέζω κάποιον πολύ και ζουρλαντίσκα=πιέστηκα,ζορίστηκα.
Ζουσταίνουμι=Ζεσταίνομαι
Ζουστήρα(η),(γη)=Η Ζώνη
Ζό(του) =Το ζώο
Ζούφσι=Έσβησε π.χ η φουτιά ζούφσι.=Η φωτιά έσβησε.Ή ζούφσι κ' φουτιά=Σβήσε τη φωτιά
Ζ(j)ώ=Ζω
ΗΤΑ(5)
Ημ= Ήμουν
Ήμπα =Μπήκα
Ημπόριμ=
Μπορούσα.Συνήθως λέγεται σε περιπτώσεις κάποιας ασθένειας.Π.χ. χθες όλη
μέρα δεν ημπόριμ=Χθες όλη την ημέρα δεν ήμουν καλά στην υγεία μου.
Ήνταν(j)=Ήτανε
Ήρτα=Ήρθα.π.χ. Τί θέλειν τσ' ήρταν(j)=Τι θέλουν και ήρθαν.
ΘΗΤΑ(10)
Θαράπς(η),(γη)=Ο Θεράπων
Θάσ(j)ου(του)=Αναφέρεται σε αμύγδαλο η καρύδι που είναι μαλακό το περίβλημά του ώστε να μπορείς να το σπάσεις με τα δάχτυλά σου.
Θι =Θα π.χ.Θι πάς βρε στου σκουλιό για δε θι πάς.
Θιγιδούλα(η),(γη)=Η Θεοδούλα
Θιρμουχάρανου(του)=Μεγάλη μπακιρένια κατσαρόλα
Θκός=Δικό σου
Θλα=Θέλα ,θα μπορούσε να,δεν είχε άλλη επιλογή π.χ.Είχι πουλλά πιδιά ,δε μπουρούσι να τα θρέψ τί θλα κάν(j) τ'άδουσι αλλού,που σημαίνει ότι είχε πολλά πα;ιδιά,δεν μπορούσε να τα θρέψει και εξ ανάγκης τα έδωσε για υιοθεσία.
Θλήκ(j)(του)=H κουμπότρυπα
Θμούμι=Θυμάμαι
Θουκιδής(η),(γη)=Θουκιδίδης
ΙΩΤΑ(6)
Ίβγι= Βγήκε
Ιλίκ(j)(του) =Το μεδούλι
Iργάτς (η),(ου)=Ο εργάτης
Ιρίκ(j)(του) =Το κορόμηλο
Iστέ =Αλλά,αν και,και όμως
Ίχ(j) =Έκφραση ικανοποίησης για το πάθημα άλλου λόγω αντιπαλότητας.Λέμε π.χ.Ιχ(j) μουρή καλά να πάθ(ει).
ΚΑΠΑ (186)
Καβαλτσεύου=Καβαλικεύω
Καβάτς (του)=Το καβάκι,η λεύκα. Τουρκική λέξη kavak=λεύκα
Kαβακλίκ(j) (του)=H φυτεία της λεύκας
Καγιάς (η)=Πέτρα αρκετά μεγάλη που μπορείς να την πιάσεις και να την πετάξεις.Και καγιάδα η πολύ μεγάλη πέτρα.Τούρκικη λέξη kaya=βράχος
Καγιαρός (η),(γη),(ου)=Αυτός που δεν βλέπει καλά.Έχει καγιάρα(στραβωμάρα).Πολλές φορές απο ιατρικό πρόβλημα,άλλες γιατί δεν έχει γρήγορα ανακλαστικά.
Καζίκια (τα)=Παιχνίδι
με ξύλα που παιζόταν το χειμώνα μετά απο βροχή σε μέρη που
λάσπωναν.Χρησιμοποιούνταν ξύλα και η προσπάθεια ήταν να τα χώσεις μέσα
στη λάσπη έτσι ώστε να μην μπορεί ο άλλος με χτύπημα να στο ρίξει κάτω.
Καθιόλ=Καθόλου.Λέγεται όμως και για λίγο χρόνο όπως π.χ. Πήγις καθιόλ στου πανηγύρ=Πήγες έστω για λίγο στο πανηγύρι.ή για κά;ποια ποσότητα όπως π.χ.Έχ(j)ς καθιόλ καφέ στου σπίκ(j)=Έχεις λίγο καφέ στο σπίτι(για να μου δώσεις).
Καϊβές (η),(γη)=Από την Τούρκικη λέξη kahve=καφές
Κάκνα (η),(γη)=Η γαλοπούλα
Κακνί (του)=Το μικρό γαλόπουλο
Καλά,σχαντά (τα)= Καλά
άσχημα.Έκφραση που τη χρησιμοποιούσαν για να δηλώσουν αδυναμία
εναλλακτικής λύσης.Λέμε π.χ.Καλά σχαντά τα κουκιά φάτα γιατί δεν έχ(j) άλλου
φαγί=Καλά άσχημα τα κουκιά να τα φας γιατί δεν υπάρχει άλλο φαγητό.
Καλιμτζουρίζιν(j)=Aναφέρεται στα μάτια κάποιου που δεν μπορεί να συγκρατήσει τα βλέφαρά του.Ανοιγοκλείνουν συνέχεια από τη νύστα.
Καλτίζου=Δεν μπορώ άλλο να περπατήσω η να δουλέψω και αρνούμαι να συνεχίσω.
Καλούμα (η),(γη)=Η καλούμπα δηλαδή το σχοινί που χρησιμοποιούμε για να πετάξουμε χαρταετό.
Καλουτσ(j)έρ (του) =Το καλοκαίρι
Κάλπς (η),(γη)=Ο τεμπέλης
Καλ(j)τσεύου=Καβαλικεύω
Κάλ(j)ψι=Κάλυψε.Έπεσαν τα βλέφαρά κάποιου και έκλεισαν τα μάτια του.Στην ουσία κοιμάται συνήθως προσωρινά.
Κάμα (του)=Η ζέστη
Καματιρεύου=Ημερεύω ζώα,συνήθως άλογα.
Καμλαύτσ (του)=Το καλιμαύχι
Κάμνου=Γνέθω
Καμός=Λέξη που εκφράζει αντίρρηση για κάποια άποψη.π.χ. Καμός δε νουμίζου πους θα κ(j)'πάρ.Μπα δε νομίζω πως θα την παντρευτεί.
Καμπάκα (η),(γη)=Η κατσίκα χωρίς κέρατα
Κανε=Κανα,κανένα,κάποιο.Λέμε π.χ. Άμα πας σκ' απουθήκ(j) φέρει κανε τσβάλ(j) να του πάρουμι στσι λιές=Όταν θα πας στην αποθήκη να φέρεις κανένα τσουβάλι να το πάρουμε μαζί μας στις ελιές(μάζεμα).
Κανιά (τα)=Τα πόδια.Λέμε π.χ.Πάρι τα κανιάσ πιό πέρα να κάτσου τσι γω=Πάρε τα πόδια σου πιό πέρα να χωρέσω και εγώ.
Κάντιν(j) =Kάθονταν.
Καντίνις (οι),(γη)=Οι παπαρούνες
Καπακλίδικο (του)=Μπακιρένιο πιάτο με καπάκι.
Καπαντίζουμι=Αισθάνομαι κάποια ζάλη απο το πολύ κλειστό περιβάλλον και καπαντίσκα(ζαλίστηκα)
Καπάντζα (η,)(γι)=Το
μεταλλικό συνήθως (κάλυμμα) μεγάλου μεγέθους που κλείνει κάποιο χώρο
υπέργειο η υπόγειο.Αλλά και κάποιο αντικείμενο που κλείνει οποιοδήποτε
άνοιγμα σε οικοδομή .
Καπιράδα (η),(γη)=Το ψημένο ψωμί, συνήθως σε κάρβουνα η πυρήνα ελιάς.
Καπίστρ (του)
=Το δερμάτινο συνήθως αντικείμενο με τμήματα από αλυσίδες και σχοινιά
που τοποθετούμε στο κεφάλι των μουλαριών ,γαϊδάρων,αλόγων για να τα
δένουμε και τα οδηγούμε.
Kαπλαντίζου= Περνώ σεντόνι γύρω απο το πάπλωμα.Παλιά γινόταν και με παραμάνες που αν άνοιγαν παρ' ελπίδα ήταν και επικίνδυνο.Από την Τουρκική λέξη kapladi(3o ενικό αορίστου του kqaplamak που σημαίνει καλύπτω,σκεπάζω,περικυκλώνω κ.λπ.
Καπλουδέτς (η)(γη)=Ειδικό λουρί που έδενε και δένει το σαμάρι για στερέωση κάτω απο την κοιλιά του γαϊδάρου, μουλαριού ,αλόγου.
Καρυά (η)(γι)=Η καρυδιά
Καρίκια (τα)=
Σειρές από αυλάκια και ανυψωμένα χώματα σε κήπους λαχανικών που
φτιάχνονται για να διευκολύνουν το πότισμα και το φύτεμα των φυτών.
Κάρνα (τα)=Τα κάρβουνα
Καρουλιά (η)=Είδος βρώσιμης ελιάς.
Κάρτσα (η)(γη)=Η κάλτσα
Καρώνω= Τεντώνω
προς τα πάνω και προς την κατεύθυνση που αντιλήφθηκε κάτι.Λέγεται
κυρίως για γαϊδούρια,μουλάρια,άλογα.Λέμε ο γάϊδαρος κάρωσε τα αυτιά του.
Κασ(j)άν(j) (του)
=Ένα εργαλείο χεριού για το καθάρισμα με ξύσιμο της πλάτης των
αλόγων,μουλαριών,γαϊδάρων. κ.λ.π.Και κασιανίζου=καθαρίζω τα ζώα με το
κασιάν(j)
Καστανιά (η)(γη)=Μεταλλική
συσκευή για την τοποθέτηση διαφόρων εδεσμάτων σε διαφορετικές θέσεις
που αποτελούν ενιαίο σύνολο.Το χρησιμοποιούσαν εργάτες σε γιαπιά, στο
μάζεμα της ελιάς και αλλού.
Κάτα (η),(γη)=Η γάτα
Κατάπιασμα (του)=Προσάναμα,όπως π.χ. το δαδί ή τα κλαδιά
Καταφρόνια (τα)= Άνθρωποι άξιοι περιφρόνησης.Κακοί χαρακτήρες.
Κάτζουλας (η),(γη)=
Πρόχειρη ξύλινη κατασκευή με οριζόντια κατακόρυφα και χιαστί καπνισμένα
συνήθως ξύλα για το άνοιγμα και κλείσιμο περιφραγμένων κομματιών γης
όπως μπαχτσιαδες και μπαχτσιαδέλια,κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις κ.λ.π.Οι
συνήθεις διαστάσεις 1.5 έως 2 μέτρα μήκος και 0,80 έως 1 μέτρο
ύψος.Υπήρχε πολλές φορές και ένας ξύλινος γάτζος για να μην μπορούν να
τον ανοίξουν τα ζώα.
Κατζουρίδα (η),(γη)=Ένα
μακρύ πρόχειρο μπαστούνι από κάποιο κλαρί δέντρου για το τράβηγμα
κλαδιού συνήθως για να πάρουμε τα φρούτα του.Στη μια κορυφή του δηλαδή
έχει ανάποδο μικρο τμήμα κλαδιού για τη δυνατότητα έλκυσης.
Κατιλώ=Κυρίως
αναφέρεται στα παπούτσια και σημαίνει το φάγωμα τους,την καταστροφή
τους.Κυρίως από μακρά η κακή χρήση τους στο περπάτημα.
Κάτια (τα)= Στρώσεις.Π.χ.έβαψα τον τοίχο τρία κάτια.
Κατμάς(η),(γη)=Αυτός που δεν μπορεί να μάθει τίποτα.Ο πολύ κακός και τεμπέλης μαθητής και παραλληλίζεται με τον κατιμά που είναι το τμήμα σφαγίου κακής ποιότητας.Από την Τουρκική λέξη katma που σημαίνει πρόσθετο κομμάτι,ενσωματωμένο,προσάρτηση
Κατμέρια(τα)=Τα ζουμπούλια.
Κατρατσίλα (η),(γη)=Η απότομη επιφάνεια ,η τσουλήθρα,η επιφάνεια που δεν μπορεί εύκολα να σταθείς και σε πηγαίνει παρακάτω.Τη λέμε π.χ. για κάποιο οικόπεδο ή χωράφι που δεν μπορείς να το εκμεταλλευτείς εύκολα.
Κατσιάκς(η),(γη)=Ο κοπανατζής,αυτός που έφυγε κρυφά.
Κατσιρμάς (η),(γη)=Το παιδί που δεν το είχε προγραμματίσει το ζευγάρι και έγινε από λάθος.Από τη λέξη κατσιρντώ=μου ξεφεύγει.
Κατσιρντώ=Μου φεύγει κάτι από τα χέρια μου χωρίς να το θέλω.
Κατσκάδ (του)=Το κατσικάκι
Κατσούλα (η),(γη)=Είδος
καπέλου με ελλειψοειδές σχήμα με μυτερή απόληξη μπροστά και
πίσω.Λέγεται και για κάποιον που στήνει αυτί να ακούσει τι λένε άλλοι.Το
βλέπουμε σε αναμνηστικές εικόνες να το φορά ο αείμνηστος Ελευθέριος
Βενιζέλος.
Κατσούτι=Καθίστε
Κατσπουδιάρκου (του)=Ανάποδο παιδί η έφηβος.
Κατσπουδιάρς (η),(γη)=Ανάποδος άνθρωπος
Κατσιώνου=Θυμώνω με κάποιον και δεν του μιλώ.
Καυκαλιά(η)=Απο το καύκαλο που είναι το κεφάλι.Χτύπημα πίσω από το κεφάλι
Καυκαλίθρα (η),(γη)=Άγριο χορταρικό της οικογένειας του ραδικιού.Αλλού λέγεται πικραλίθρα.Το όνομά του μάλλον προέρχεται από το σχήμα του που έχουν τα φύλλα του που διαγράφουν καμπύλη τροχιά σαν το κεφάλι(καύκαλο) με τα μαλλιά
Καυκοπούλα (η),(γη)=Το φλιτζάνι για τσάι,γάλα κ.λ.π Λέγεται και φλυτζάνα.
Καφαλτί(του)=Το δεκατιανό.Τούρκικη προέλευση από το λέξη kahvalti που σημαίνει το πάρσιμο του καφέ(kahve) που τη χρησιμοποιούσαν κυρίως οι οικοδόμοι.
Καχπέ (η),(γη)=Η πόρνη.Όμως και βρισιά για γυναίκα.Π.χ Διαβόλ καχπέ διαβόλ=Του διαβόλου παλιογυναίκα.Απο την Τούρκικη λέξη kahpee=Mια σκύλλα.
Κάψαλα (τα)=Οι φωτιές της παραμονής του Αγίου Ιωάννη που γιορτάζει στις 23 Ιουνίου όπου και το Θερινό Ηλιοτρόπιο.
Καψαλός (η),(γη)=Ο ξανθωπός στην όψη άνδρας ή και ο κοκκινοτρίχης.
Καψουρούχνους (η)(γη)=
Ένα φυτό που έχει καυτερή γεύση αλλά εύγευστο.Φυτρώνει αρκετά στην
περιοχή της Ντήλ(j)ς πάνω από τον κάμπο και δυτικά του στα υψώματα.Εκεί
που είχε παλιά το παρατηρητήριο του ο αγροφύλακας.
Κβάρα (η),(γη)=Πολλά.Π.χ. έχεις μια κβάρα ρούχα. Αλλά και για κακή κατάσταση ατόμου απο αρρώστια.Έτσι π.χ. λέμε αυτός έγινε μια κβάρα .Μάζεψε.
Κέκ (του)=Το κέϊκ
Κη=Την Π.χ. πήρα κ΄τσιάνταμ τσι πάηκα. Πήρα την τσάντα μου και έφυγα.
Κήρυκας (η)(γη)(ου)=Ο τελάλης
Κθάρ (του)=Το κριθάρι
Κι=Την .π.χ. Έχω μια κόρ κ(j) Μαρία
Κιαλάρου ή κιαλέρνου=Βλέπω καλά
Κιγί=Πρόσταγμα σε ζεύγος βοδιών που οργώνουν χωράφι να πηγαίνουν στις γωνίες και τα ακραία γενικά σημεία του χωραφιού.Από την Τούρκικη λέξη Κiyi=επί
Κιζντίζου=Παρεξηγούμαι
Κιλιπτσ(j)έδις (οι),(γοι)=Οι χειροπέδες λεγόταν και τσιλιπτσέδις
Κιναρωτό (του)=Το ριγέ
Κιουλάφ (του)=Το φαρδύ καπέλο που πλέει στο κεφάλι αυτού που το φορά.
Κιουπινέτς (του)= Είδος κάπας βοσκού με κουκούλα από πεπιεσμένο μαλλί
Κιραγί(του) ή Κιράι=Η πάχνη
Κιρασουλάκ(j) (του)= To ουράνιο τόξο
Κιριστές (η),(ου)= Η ξυλεία για την κατασκευή κατοικίας
Κιρκινέζα (η),(γη)=Το αρπακτικό πουλί,γερακοειδές και περιπαιχτικά η γυναίκα με σουβλερή και μακριά μύτη.
Κιρντίζου=Κόβω τα φύλλα της καπνουλιάς για να πάνε για αρμάθιασμα.Μάλλον από το Τούρκικο kirdi=έσπασε
Κιρχανατζής (η)=Αυτός που δεν συμμαζεύεται με τίποτα,αλήτης
Κισίμ (του)=Η συμφωνία μεταξύ του ιδιοκτήτη γης και του εργάτη που περιλαμβάνει ποσοστά ως αμοιβή από την παραγωγή.
Κισίρα =Λέγεται για την ηλικιωμένη κατσίκα,τη γκιόσα.
Κλαστάδες (οι),(γοι)=Οι βρώσιμες πράσινες ελιές
Κλαίγου=Κλαίω και κλιάμα=κλάμα
Κλαίγιν(j) =Κλαίνε
Κλαί=Κλαίει
Κλάπ(του),κλάπια(τα)=Τα
πατημένα παπούτσια που τα φοράνε σαν παντόφλες για εργασίες στην
αυλή.Επίσης τα δένανε στα πόδια από τις κότες για να μην φεύγουν μακριά
Κλαδουρέλια (τα)=Τα κλαδάκια. Ήταν κλαδιά που μάζευαν οι κάτοικοι για το φούρνο,το καζάνι,για άναμα κάρβουνων κ.λ.π.
Κλαστάδα (η),(γη)=Είδος βρώσιμης ελιάς(πράσινη τσακιστή)
Κλιάμα (του)=Το κλάμα
Κλιαμούρς (η),(γη)=Αυτός που κλαίει με το παραμικρό.
Κλιματσόβιργα (η),(γη)=Κλαρί απο αμπέλι.
Κλιματσούρα (η),γη)= Το ίδιο
Κλουθουγυρίζου=Γυρίζω γύρω γύρω χωρίς να λέω τι θέλω η να κάνω κάτι.
Κλούτσκας (η),(γη)=Ο λόξυγκας
Κλώστς (η),(γη)= Εργαλείο για κλώσιμο νήματος
Κμάρ (του)=Το μικρό λαϊνι,το κουμάρι και το μικρό κμαρέλ(j).
Kμάσ(j) (του)=Το κοτέτσι
Κμασ(j)ιώνου=Παίρνω
ένα νεαρό της παντριάς και τον περιποιούμαι ώστε να τον κγηαταφέρω να
τον παντρευτώ ή να τον παντρέψω με την κόρη μου συνήθως.
Κνάδ(του)=Το κουνάβι.
Κνικάτου (του)=Κόκκινου χρώματος
Κνόδαλου (του)=Ο τιποτένιος.Απαξιωτική έκφραση για κάποιον.
Κότσνας (η),(γη),(ου)=Είδος θάμνου της οικογένειας του πουρναριού που δεν είναι αγκαθωτά σαν του πουρναριού αλλά λεία τα φύλλα τους.
Κότσ(j)νου (του)=Το κόκκινο
Koυβάνια (τα) =
Είναι τα παλιά σπίτια των μελισσών.Στην Ανεμώτια και νομίζω σε όλη τη
Λέσβο ήταν ορθογώνια παραλληλεπίπεδα ξύλινα κουτιά διαστάσεων περίπου 30
εκ.Χ 30 εκ.Χ 70 εκ. που είχαν μόνο μια μικρή σχισμή μπροστά για να
μπαινοβγαίνουν οι μέλισσες και δυνατότητα ανοίγματος του πίσω καπακιού
των 30Χ30 για την παραλαβή του μελιού.Τι κερήθρες τις κατασκεύαζαν οι
ίδιες οι μέλισσες που έδιναν και το κερί.
Κουγκτζέλις (οι),(γοι)=Οι κουκουνάρες.
Κουϊντίζου=Βρέχω καλά π.χ κούϊντσι η βρουχή του χώμα=πότισε καλά η βροχή το έδαφος.
Κουϊτούκ (του)=Μέρος απάνεμο
Κούκλα (η),(γη)=Εκτός από τη συνήθη ερμηνεία του παιδικού παιχνιδιού είναι και το τυλιγμένο μαλλί προβάτου σε μπαλίτσα.
Κουκουρέλις (οι),(γοι)=Κομμένοι κορμοί δένδρων
Κουκουρόβλους (η),(γη)=Μαύροι στρογγυλοί σπόροι μέσα στο λιχνισμένο στάρο από ζιζάνια.
Κούλα (η),(γη)=Το
μικρό εξοχικό σπίτι κοντά στην αγροτική παραγωγή του ιδιοκτήτη το
καλοκαίρι για λαχανικά οπωρικά αλλά και για το μάζεμα των ελιών το
χειμώνα.
Κουλάγια (τα)= Τα ανδρικά γεννητικά όργανα .
Κουλ(j)βόζμους (η)(γη)=Το ζουμί από τα κόλυβα.
Κουλέθρα (η)(γη)=Το σημείο του μύλου που αδειάζουν το σιτάρι για άλεσμα
Κουλιαρμούδα (η),(γη)= Η άλμη του κολιού
Κουλίτσ(του)=Ένα ψωμοειδές παρασκεύασμα σαν τσουρέκι που του έβαζαν και ένα κόκκινο αυγό.Τα πήγαιναν δώρο στα βαφτιστήρια το Πάσχα.Η λέξη προέρχεται από τους κολλικούς άρτους των αρχαίων Ελλήνων(ατομικά ψωμάκια.Ίδιοι ήταν και οι κόλλαβοι.
Κουλ(j)μπώ=Κολυμπώ
Κουλουκάθουμι= Έκφραση για κάποιον που δεν κάθεται σε ένα μέρος ήσυχα και χωρίς υπερκινητικότητα.Αυτό του μουρό δεν κουλουκάθιτι.
Κουλουκόβουμι=Με ταράζει ο πόνος της μέσης μου από συγκεκριμένο βαρύ αντικείμενο ή σύνολο εργασιών.
Κουλουκόπκα=Πέθανα στην κούραση
Κουλουκουμένα (τα)=Οι ψεύτικες δικαιολογίες,με περιστροφή.
Κουλουρτζίτις (οι),(γοι)=Οι παραφυάδες που τους έλεγαν και γαμιάδες.
Κουλουτσθιά (η),(γη)=Η κολοκυθιά
Κουμάκ(j) =Λίγο Π.χ.Δόμ ένα κουμάκ(j)=Δώσε μου ένα κομμάτι.
Κμάρ ή κουμάρι (του)=Το μικρό σταμνί,και το μικρότερο κμαρέλ(j)
Κμάσ(j) (του)=Kουμάσι=Το κοτέτσι
Κόπρια (τα)=Τα σκουπίδια
Κουμλού (του)=Λάσπη από ασβέστη και άμμο
Koυμπάνια (η)=Η φροντίδα,η μέριμνα για διάφορα τρόφιμα και άλλα υλικά.
Κουντουρίδια (τα) = Τα ξυλοκέρατα
Κουπανέλ(j) (του)=Το μόλις γεννημένο αδιαμόρφωτο βατραχάκι.
Κουπιλάρ (του)=Αγόρι κάπως ανεπτυγμένο.Λέμε π.χ.Καλέ αυτό έγινι ουλόκληρου κουπιλάρ.Μεγάλωσε δηλαδή.
Κουπιλδέλ(j) (του) =Το δεσποινάριο,η μικρή έφηβη
Κουπρίζου=Βάζω κοπριά στο χώμα.
Κουρατζίνις (οι)(γοι)=Τα μούρα .Μάλλον από το Κουραδίνες αφού μοιάζουν με τα περιττώματα των αιγοπροβάτων.
Koυρατζνιά (η)(γη)=Η σκαμνιά,η μουριά
Κουρδουτσ(j)λιέμι=Κυλιέμαι κάτω πέρα δώθε
Κουρεύγου= Κουρεύω
Κουρμο (οι)(γοι)=Κομμένα δένδρα μεγάλου μεγέθους που τα μεταφέρουν οι Ανεμωτίσιοι έξω από την εκκλησία της Μεταμόρωσης του Σωτήρα για να κάνουν το έθιμο του καψίματος του Ιούδα την παραμονή του Πάσχα..
Κουριάζου= Κόβω ξύλα σε μικρά κομμάτια
Κουρνιόζους (η),(γη)=Το πειραχτήρι
Κουρουλαμάς (η),(γη),(ου)=Το οργωμένο χωράφι
Κουρούμ (του)=Ο σωματότυπος,ή η φυσιογνωμία κάποιου
Κούρους (η),(γη),(ου)= Το κούρεμα των ζώων
Κουρούκια (τα)=Αναφέρεται στις ελιές που δεν έχουν λάδι,είναι ξεραμένες.
Κουρούπα (η),(γη)=Η φράντζα των μαλλιών
Κουρσ(j)ίούν(j) (του) =Πολύ γρήγορος από το Τούρκικο Kursun=Πορεία
Κουτούκ(j) (του)=Το κομμάτι κορμού
Κουτλώ = Από το κούτελο.Κτυπώ είτε άθελα ή ηθελημένα με το κούτελο πάνω σε κάποιο αντικείμενο ,τοίχο,πόρτα κ.λ.π.ή κάποιον σε καβγά.
Κουτσάδις (οι),(γοι)= Τα φύλλα της παπαρούνας
Κουτσναδόπτα (η),(γη)=Η πίττα απο φύλλα παπαρούνας
Κουτσνόρζις (οι),(γοι)=Οι κοκκινόριζες
Κουτσουλάματα (τα)=Τα νερά που τρέχουν από τις στέγες
Κούτρουλας (η),(γη),(ου)= Ο πήλινος κλειστός κουμπαράς με σχισμή .Αλλά και το κεφάλι ανθρώπου κουρεμένου γουλί.
Κούτσα (η),(γη)=Η κούκλα.Αλλά κυρίως περιπαικτικά η γυναίκα που προκαλεί πολύ . Είναι παραστολισμένη.Π.χ. Στουλίσκι σαν κούτσα.
Κουτσκούδα (η),(γη)= Το ραβδί με ανωμαλίες στην επιφάνειά του.
Κουτσμπίδ (του)= Το κοντοκαμωμένο άτομο
Κρεατοδάγκωμα (του)= Πόνος από κρύωμα που εντοπίζεται κυρίως στους ώμους και στην πλάτη.
Kριββαταριά (η),(γη)=Ο αργαλιός
Κριμανταλάδες (οι)= Εγκατάσταση με πασσάλους και οριζόντια ξύλα για την τοποθέτηση της καπνόβεργας(Καλάμι ή ξύλο με σπάγγο πάνω στον οποίο ήταν περασμένα τα καπνόφυλλα για ξήρανση.
Κρασουμπούκαλου (του)=Η κανάτα του κρασιού
Κριβαταριά (η),(γη)= Ο αργαλιός
Κριββατή (η),(γη)=Το σύνολο των προικιών στοιβαγμένα σε ένα σημείο.
Κριββατόγυρους (ου),(η)=Σεντόνι με δαντέλα που σκεπάζει το κρεββάτι
Κρουμμύδ (του) =Το κρεμμύδι
Κρουμμύδας (η),(γη),(ου) =Ο ψεύτης(Λέγεται μεταφορικά).
Κρύγιου (του)=Το κρύο
Κρυών(j) =Kάνει κρύο και κρίγιου=κρύο
Κστός (η),(γη),(ου)=Ο
Χριστός. Συνειθισμένη έκφραση όταν συμβεί κάτι ξαφνικό ή κακό.Π.χ. λέμε
Κστός τσι Παναγιά.Από εδώ βγαίνει και το Κστόδουλους=Χριστόδουλος.
Κτάβ (του)=Το κουτάβι Αλλά και το πολύ έξυπνο ή δύστροπο παιδί.
Κτάλα (η),(γη)=Η
κουτάλα αλλά για μέρος του σώματος ίσως ο ώμος.Υπάρχει η έκφραση Ωχ η
ψύμ η κτάλαμ τσούλαμ τ'άλλα μ=Ωχ η ψυχή μου η κουτάλα μου και όλα μου τα
άλλα μου μέρη του σώματος.
Κτηνάλιρα (τα)=Τα πίτουρα
Κτσιά(τα)=Τα κουκιά
Κτσός (η),(γη),(ου)=Ο κουτσός
Κφός (η),(γη),(ου)=Ο κουφός
Κφούνια(τα)=Οι παλιές κυψέλες των μελισσών
ΛΑΜΔΑ (30)
Λαδίσαν(j)=Eίχαν αρκετό λάδι οι ελιές μέσα στον καρπό τους.
Λαλές (η),(γη),(ου) Η παπαρoύνα,από την Τούρκικη λέξη lale=τουλίπα
Λάντζα (η),(γη)= Πολύ μεγάλο στρογγυλό μεταλλικό βαρέλι για αποθήκευση κυρίως λαδιού
Λαντουρίζου=Περιχύνω
κυρίως λάδι προς όλες τις κατευθύνσεις.Π.χ. λαντούρσις ή λαντούρξις
του πκάμσους=το λέρωσες με λάδι παντού.Μάλλον από το το λάδι και το
ρήμα ρίχνω
Λάτ(j)ς (οι),(γοι)=Οι λάκκοι,οι λακκούβες.
Λαφιάτς (η),(γη),(ου)=Το φίδι η δεντρογαλιά.
Λαψάνα (η),(γη)= Τα βλαστάρια από τη βρούβα που τα μαζεύουμε και τα βράζουμε.Είναι πολύ νόστιμα αφού περιέχουν μέσα τους μελλοντικούς σπόρους.
Λείψι μι=Παράτα με
Λέκτρα (η,(γη)=Η Ηλέκτρα
Λέλικας,(η),(γη),(ου)=Το λελέκι ,ο λέλεκας ή γερανός
Λιγέν(j)=Μεγάλη λεκάνη για να πλυθεί κάποιος στην αυλή.
Λιγκέρ (του)=Μπακιρένιο πιάτο
Λιγουθμώ=Λιποθυμώ
Λιέμι=Γυρίζω
εδώ και εκεί.Π.χ.που λιέσι βρε;=που γυρνάς βρε.Αλλά και λιέτι τσι
ψάχν(j) για ιργάτ=γυρίζει και ψάχνει να βρεί έναν εργάτη.
Λιές (οι),(γοι) = Ελιές.Και θα πάμε στι λιές=Θα πάμε να μαζέψουμε ελιές.
Λιμπιγιάνθ (η),(γη)=Η Ολυμπία
Λιόπανου (του) ή λιουπάν(j)(του)=Το ελαιόπανο.Τα ειδικά πανιά πάνω στα οποία βάζουν τον σπασμένο πολτό της ελιάς για να οδηγηθεί στις πρέσσες έκθλιψης.
Λιουδώρα (η),(γη)=Η Ηλιοδώρα
Λιρός (η),(γη),(ου)=Λερωμένος και μονίμως βρώμικος.
Λισαβία ή Λισαβίγια (η),(γη)=Ελισάβετ4
Λιώστρα (η),(γη)=Αυτή που γυρνά εδώ και κει πολλές ώρες.
Λόμπγις (οι),(γοι)=Τα
φασόλια που δεν μπορούν να μαγειρευτούν ως φρέσκα (πράσινα) και
ανοίγονται για να πάρουμε το περιεχόμενο που δεν έχει ακόμα στεγνώσει.
Λόρτους (η),(γη),(ου)= Ο όρθιος.Λέμε αφού άργισις κάτσι τώρα λόρτους.
Λουγιάζου=Κοιτάζω,προτίθεμαι,προγραμματίζω.
Λουγιρίδ (του)=
Ετυμολογικά αυτό που όλο γυρίζει.Το μεταλλικό τελάρο απο τα ξύλινα
βαρέλια που με τη βοήθεια διαμορφωμένου κατάλληλα σύρματος- οδηγού το
περιέστρεφαν τρέχοντας Ήταν ένα αυτοσχέδιο παιχνίδι.
Λουλούδια (τα)=
Εκτός από τη συνήθη ερμηνεία των ανθέων, είναι συνήθης η αναφορά στα
κολοκυθολούλουδα που αποτελούν διαχρονικό ιδιαίτερο έδεσμα της Ανεμώτιας
αλλά και ολόκληρου του νησιού της Λέσβου.
Λούτι=Ελάτε
Λουτραγώτς (η),(γη),(ου)=Ο καταγόμενος από τα Λουτρά.
Λόχ(j) (η),(γη) =To γράφω με αγγλικά στοιχεία για την προφορά της λέξης και την αξία της παρεμβολής του (j)=loch=η φλόγα.
Λυτρίδια(τα)=Τα βότσαλα .Οι λείες πέτρες της θάλασσας και των ποταμών.Και λύτρες τα μεγάλα βότσαλα.
ΜΙ(177)
Μαγιασίλ(j) (του)=Οι αιμοροΐδες
Mπαγιλντώ=Αγανακτώ
Μάγκανους (η),(γη),(ου)=Ο τροχός που τραβούσε ένα ζώο περιστρεφόμενο γύρω -γύρω για να ανεβεί νερό από το πηγάδι
Μαγκαφάς (η),(γη),(ου)=Λέγεται για ζάλισμα από πολύ και έντονη κουβέντα .Λέμε π.χ. έκανις του τσιφάλιμ μαγκαφά=Με ζάλισες
Μαγλίτς (του)=Το δεμένο σφιχτά κεφαλομάντηλο γυναίκας που καλύπτει και τα μάγουλα.
Μαθέ
=Δήθεν,κατά κάποιον τρόπο.Π.χ. Είπαν(j) μαθέ πους πήγα τσέκανα ιγχείρισ
στου μάτ=Είπανε πως δήθεν πήγα και έκανα εγχείρηση στο μάτι.Το μαθέ
μπορούμε να το παρομοιάσουμε με την έκφραση να πούμε.Π.χ.Είπαν να πούμε
πως πήγα στη Μυτιλήνη.
Μάκ(j) (του)=Το μάτι
Mακούφκου (του)=Βακούφικο.Τα λεγόμενα Βακούφια
Μαθρακός (η),(γη),(ου) = Ο βάτραχος
Μαλαθούνας (η),(γη),(ου)= Ο μαλθακός
Μαλάς (η),(γη),(ου)= Το μυστρί
Μαλάζου= Έχει την έννοια του χαϊδεύω όπως π.χ. μαλάζω τα στήθη της,αλλά και το κρατώ ένα ευπαθές είδος π.χ.φρούτο και το δοκιμάζω αν είναι ώριμο. Μάλλον προλερχεται από το μαλά και το ανακάτεμα.
Μαλουτσίδουνου (του)= Από το μαλλοκύδωνο.Το κυδώνι που έχει επάνω του πολύ μαλλί(το χνούδι).Είναι καχεκτικό κακής ποιότητας
Μαμουρίδα (η),(γη)= Ο άταχτος
Μανάλ(j) (του) =Το μανουάλι της εκκλησίας.
Μανέλα (η),(γη)= Ο ξύλινος συνήθως μοχλός αρκετά ανθεκτικός περίπου δύο μέτρων για ανύψωση και μεταφορά βαριών αντικειμένων
Μάνις (οι),(γοι)= Μάνες.Τα 3 πρώτα χέρια ,τα κατώτερα φύλλα του φυτού της καπνουλιάς
Μανίτς (του)= Το μανίκι
Μαντανός (η)(γη)(ου)= Ο μαϊντανός
Μαντήλα (η),(γη)=Το
κεφαλομάντηλο των αγροτοκτηνοτρόφων για προστασία απο τον ήλιο
κυρίως.Το σύνηθες χρώμα είναι άσπρο αλλά με κυρίαρχο το κίτρινο.
Μαντουρίν(j) (του) =Το μανταρίνι
Μαντράτς(j) (του) =Ο στενός
χώρος.Λέξη προερχόμενη απο το μαντρί όπου σαν χώρος είναι στενός ακόμη
και για ζώα.Π.χ.Η Παναγιώτς αγόρασι ένα σπίκ(j) σα μαντράτσ(j).
Mάξους=Επίτηδες.Ηπαν(j) μάξους πους φάγαν(j) τσι δε πνούσαν(j) γιατί δε θέλαν(j) του φαγί που είχι.
Μασγάλια (τα)=Τα δοκάρια της σκαλωσιάς
Μασγαλότρυπα (η),(γη)= Η τρύπα που άνοιγαν οι μαστόροι κατά το χτίσιμο οικοδομής για να στηρίξουν τα δοκάρια της σκαλωσιας Αλλά και μεταφορικά οι τρύπες για πολύ καλό κρύψιμο πραγμάτων.Λέγεται για το κρύψιμο χρημάτων
απο ηλικιωμένους που φοβούνται την ανακάλυψή τους απο
συγγενείς,παιδιά,εγγόνια,ανίψια κ.λ.π.
Mαστέλου (του) = Ο κουβάς και κυρίως ο κουβάς του πηγαδιού που χρησιμοποιείται για τη λήψη νερού.
Ματουφλάδις (οι),(γοι)= Τα ματόφλαδα
Mατρακάς (η),(γη),(ου) = Η βαριοπούλα
Ματσίζου= Ετυμολογικά μάλλον κάνω κάποιο πράγμα σε μάτσα.Λέγεται κυρίως για το κρέας το κόψιμό του με μαχαίρια κ.λ.π. σε λεπτά κομμάτια όπως π.χ κιμάς.
Ματσόβιργα (η),(γη)
= Η ξύλινη βέργα διαμέτρου ενός έως δύο εκατοστών και μήκους περίπου
εβδομήντα έως ογδόντα που χρησιμεύει ως πλάστης φύλλου
μπακλαβά,πλατσέντας,πίττας κ.λ.π.
Μαχμούρς (η),(γη),(ου) =Αυτός που μόλις ξύπνησε και νυστάζει ακόμα.
Μάχουμι=Μισώ κάποιον.Αυτόν(j) τουν άθριπου τουν(j) μάχουμι πουλύ=Αυτόν τον άνθρωπο δεν τον χωνεύω.Δεν έχει την έννοια του μίσους.
Μέλαγκας (η),(γη),(ου) = Είδος καλλιεργούμενου εδάφους που είναι πολύ σκληρό αλλά παραγωγικό.Μάλλον αργιλώδες.
Μένα δε = Έκφραση που δηλώνει προσπάθεια προσέλκυσης προσοχής κάποιου σ'αυτά που λέει.
Μελ(j)τα (τα)=Τα μέλια
Mήδι=Μήτε,ούτε.π.χ.πήγα στου καφινείου αλλά δεν ήταν(j) μήδι ένας να μλήξου μαζ(j)τ= =Πήγα στο καφενείο αλλά δεν ήταν κανένας να μιλήσω μαζί του
Μiγ(j)τέπ (του)= Το Τζαμί
Μιλίχλουρου (του)
=Αναφέρεται σε τυρί που δεν είναι ούτε πολύ μαλακό ούτε σκληρό .Πιο
πολύ υποδηλώνει τη μυζήθρα που όταν είναι σκληρή χρησιμοποιείται για
τρίψιμο στα μακαρόνια,τη μανέστρα κ.λ.π.
Μιλαχόνια (τα) =
Τα εσωτερικά όργανα του ανθρώπινου σώματος όπως στομάχι, οισοφάγος,
έντερα.Λέγεται για όποιον κάνει πολλές φορές σε λίγο χρόνο εμετό και δεν
έχει πια να βγάλει άλλες τροφές και υγρά ,όμως συνεχίζει.
Mίλ(j)ξα=Μίλησα.
Αλλά και έκανα τον μεσολαβητή προσπαθώντας να συμβιβάσω
κάποιους.Χρησιμοποιείται επίσης και σε περίπτωση προστακτικής προς
κάποιον για ομολογία. Π.χ.Μίλ(j)ξι βρε =Ομολόγησε δηλαδή ,ξέρασε τα.Και
δε μίλ(j)ξα=Δεν πρόδωσα.
Μιντέρ (του)=Tο στρώμα γεμισμένο με σίκαλη μπροστά στο τζάκι
Μιρίδις (οι),(γοι)= Εκτός από τη συνήθη ερμηνεία των μερίδων τροφής υπάρχει και η λέξη
που προέρχεται από το μέρος του σώματος ο μηρός.Από αυτήν έρχεται η λέξη
μηρίδες που είναι αυτές που είναι πάνω στο μηρό.Γίνονται με το κάψιμο
του εσωτερικού του μηρού όταν τον θερμάνουμε μπροστά σε τζάκι ή
μαγκάλι με γυμνά πόδια.Και είναι καλλιτεχνικά σχήματα λίγο καμένου
δέρματος.
Μιρμιδίζιν= Το αίσθημα του κνησμού ,της φαγούρας κάποιου μέρους του σώματος χωρίς τσίμπημα εντόμου.
Μισάλ(j) (του) =Η πετσέτα του φαγητού.
Μισάντρα (η),(γη)=Η ντουλάπα με σεντόνι αντί για πόρτα.
Μισκίν(j)ς (η),(γη),(ου)=Ο λεπρός
Μισκινίτσα (η)(γη)=Η λέπρα
Μιτό (του) = Ο εμετός
Μι τσ' γιές=Με τις υγείες.Έκφραση ευχής όταν κερνάμε ποτό σε κάποιον.
Μιτσμένους (η),(γη),(ου) = Ο μεθυσμένος
Μλάρ (του) = Το μουλάρι
Μλαράς (η),(γη)=Βλάκας
Μλώ = Μιλώ.Αλλά και δεν τ'μλώ=Είμαι παρεξηγημένος(χουλιασμένους) και δεν μιλώ μαζί του.
Μνημόρ (του) =Ο τάφος ή το μνήμα.Λέγεται και μνημούρ
Μνούχους (η),(γη),(oυ) = Ο ερμαφρόδιτος.Π.χ. αγόρι που έχει και υποτυπώδες αδοίο μαζί.
Μόδ=Μέτρο μέτρησης όγκου ελαιών 1 μόδι=500 οκάδες ελιές
Μοιράδιου (του)=Το μερίδιο που δικαιούται ή προσμένει κάποιος από τους γονείς ή άλλους συγγενείς.Λέγεται και ανάλογο.
Μουζαβίρης (η),(γη),(ου)=Αυτός που δεν έχει κανένα δίκιο για όσα καταμαρτυρεί και όμως γκρινιάζει και διαμαρτύρεται.
Μουζική (η),(γη)=Το μουσικό συγκρότημα
Μουλ(j)βίθρα (η),(γη)=Η μολυβίθρα .Είναι το μέρος μιάς λάμπας πετρελαίου από όπου βγαίνει το φώς μέσω φιτιλιού που τραβά το πετρέλειο από το χώρο που είναι τοποθετημένο.Διαθέτει και σύστημα περιστροφής του φυτιλιούγια να ανανεώνεται όταν καίγεται.
Μουλουμαθράτς(j )(οι),(γοι) =Οι βάτραχοι της στεριάς.
Μουλώνου = Γεμίζω τα κενά με μικρές πέτρες (τα μόλια) κατά το χτίσιμο, ή όταν θέλω να κλείσω μιά τρύπα.Προέρχεται από το βουλώνω.
Μουρό (του)
=Αναφέρεται στα μικρά παιδιά κυρίως.Αλλά λέγεται και για πολύ
μεγαλύτερους άνδρες και γυναίκες.Π.χ. Η Γνάτς του μουρόμ δεν έχ(j) καθόλ
δλιά και ας είναι πενήντα μερικές φορές.
Μουρουθήτς (η),(γη)=Λέγεται για να εκφραστεί ο μεγάλος αριθμός παιδιών τόσα ώστε να χρειάζεται να τα βάλεις σε θήκες για να χωρέσουν.
Μουρφιά (η)(γη)=Καλό,Ωραίο.Π.χ. Μια μουρφιά το' βαψις του σπίτ.
Moυσαφιρλιά (τα) = Οι επισκέπτες ,μουσαφίρηδες.Π.χ. Ήρθαν πια τσι τα μουσαφιρλιά τσ΄Μαριγής.
Μουσκουκάρφ (του)=Το μπαχαρικό γαρύφαλλο
Μουσλούκ(j) (του)=Σκεύος μπακιρένιο που ζέσταιναν νερό στα καφενεία για τους καφέδες και τα αφεψήματα.
Μούτ λάκ =Κάτι τρέχει.
Μούτσνα(τα)=Τα μούτρα ,η φάτσα και μουτσνάρα τα μεγάλα μούτρα.Λέμε π.χ.Αυτός έχ(j) μια μουτσνάρα να!!!
Μπα = Ναί.Π.χ.Πήγις Γιώργου στα πρόβατα.Μπα απαντά ο Γιώργος δηλαδή ναι.
Μπαγιλντώ=Μπαϊλντώ.Μπαΐλντισα =Εξουθενώθηκα.Λέμε π.χ.Μπαΐλντισα απο τη ζέστη,από την Τούρκικη λέξη bayilmak=λιποθυμώ
Μπακέτου (του)=Το πακέτο συνήθως με τα τσιγάρα.
Μπακίρα (η),(γη) =Το μεταλλικό σκεύος με το οποίο αρμέγουν οι κτηνοτρόφοι τα ζώα απο μπακίρι.Η καρδάρα σε άλλα μέρη.
Μπακλαβού (η),(γη)=Ο μπακλαβάς
Μπακλαφουράν(j) (του)
= Η γιορτή στο ύπαιθρο της Καθαρής Δευτέρας με ψωμί και
κουκιά(βουρτουκούτσια)μουλιασμένα από βραδύς.Από την Τούρκικη λέξη bakla που σημαίνει κουκί.
Μπαλέτα (η),(γη)=Μαξιλάρα καναπέ
Μπαλκάμ (του) =Ο αγρός ή το ελαιόκτημα που είναι γεμάτο άγριους θάμνους που είναι ανάγκη να κοπούν για καλή καλλιέργεια.
Mπαλντίρις (οι)(γοι) = Μακριά πόδια
Μπαλτζίκ(j) (του)=Ο σπάγκος που έδεναν τον καπνό στις βέργες.
Μπαλτζίκα (η),(γη)=Το έλος με βρώμικα νερά π.χ.έβριξι τόσου πουλί που γίναν(j)ούλα μπαλτζίκα-Έβρεξε τόσο πολύ που έγιναν όλα έλος ή μούσκεμα.
Mπάμπουρας (η),(γη),(ου)=Το έντομο χρώματος κιτρινοκαφέ διπλάσιου μεγέθους από τη σφήκα που το τσίμπιμά του είναι πολύ προβληματικό.΄Μέγας εχθρός των μελισσών.
Μπανέλ(j) (του)=Ο μικρόσωμος Μπάνος
Μπάνους (η),(γη),(ου)=Το υποκοριστικό του Παναγιώτης
Μπάντις(οι)=Τα πλευρά .Λέμε π.χ.Πρόσιξι τσ' μπάντις σ=Πρόσεξε τις πλευρές του σώματός σου.
Μπαρίκια (τα)= Κολλητοιί ,αχώριστοι φίλοι που υποστηρίζει ο ένας τον άλλο.
Μπαρριέρα (η),(γη)=Μικρή αυλή
Μπάριμ =Τουλάχιστον.Από την Τούρκικη Λέξη Bari= Toυλάχιστον
Μπασ(j)άκ (του)=Το μάζεμα καρπών (ελιές,αμύγδαλα,καρύδια,βελα;νίδια κ.λ.π.)που έχουν παραλειφθεί κάτω από τα δένδρα άλλες παραγωγές (στάχια)κατά το κυρίως μάζεμα.Αυτό γινόταν κυρίως από παιδια για χαρτζηλίκι ή από φτωχούς χωρικούς.
Μπασίστουνε=Εντάξει,μάλιστα
Μπασκί (του)
= Ο ξύλινος μηχανισμός(κουτί) δεσίματος αρμαθιών καπνού σε ορθογώνια
σχήματα με τύλιγμα τους με λινάτσες.Στο πάνω μέρος του είχε κοχλία και
λαβή περιστροφικής συμπίεσης του περιεχομένου για μείωση του όγκου του
και κατάλληλη διαχείριση.Από το Τούρκικο Baski Altinda=Kάτω από πίεση
To μπασκί
Μπατζιά (η),(γη) =Η καπνοδόχος
Μπατζιργιάν(j)ς (η),(γη),(ου)=Ο γυρολόγος
Μπατούνιαρα= Έχασα όλες μου τις δυνάμεις
Μπάτσι =Μήπως και. Aπό το μπάς και
Μπαχάρ (του) =Η βοσκή για ζώα(χόρτο) που είναι ξερή με πολύ δυναμωτικό περιεχόμενο λόγω ύπαρξης σπόρων στους καρπούς τους μετά την άνοιξη.
Mπαχτιαβάν(j)ς (η),(γη),(ου)=Παραγωγός κηπευτικών κυρίως λαχανικών.
Mπαχτσιάς(η),(γη),(ου) =Ο μεγάλος μπαξές και το μπαχτσιαδέλ(j)=Ο μικρός μπαξές. Και μπαχτσιαβάν(j)ς =ο μανάβης από την Τούρκικη λέξη bahce=κήπος
Μπι σκιντε=Απασχόληση
Μπικλιντίζου=Προσέχω κάποιο πράγμα που πιθανόν απειλείται.Λέμε π.χ. Ω Μαρία μπικλέντσι για λίγου του τραχανά πα σκ(j) ταράτσα μη πά η γάτα.=Μαρία πρόσεξε λίγο τον τραχανά στην ταράτσα να μην πάει η γάτα.
Μπιλιαντέρ (του)=Ο αδελφός ,η αδελφή
Μπιλιμπίκ(j) (του)=Χαϊδευτική προσγώνηση μικρού παιδιού
Μπιλόνιασμα (του)= Το πέρασμα του καπνόφυλλου στο σπάγγο ανάρτησης
Του μπιμπίτσιμ (του)=Το
μπιμπίκι που είναι το γύρω από την τρίχα μέρος του σώματος που όταν
ανατριχιάζουμε ανασηκώνεται.Έτσι λέμε Ανιτρίχιασα τσι σκώθτσι του
μπιμπίτσιμ.
Μπίνια (τα) =Η καβάλα, κυρίως στους ώμους άλλου .Π.χ έκλεγε ο μικρός και τον πήρα μπίνια=έκλεγε ο μικρός και τον πήρα στους ώμους μου.
Μπινιάς (η),(γη),(ου)=Λάσπη με ασβέστη και τσιμέντο.Η λέξη λεγόταν και για να τονιστεί η σταθερότητα μιας κατασκευής σε σχέση με το χτίσιμο με λάσπη και άλλα υλικά.
Μπινιεύου=Ανεβαίνω στους ώμους κάποιου και με μεταφέρει κάπου αλλά και ιππεύω
Μπινίκ(j) (του) = Το γυάλινο μπουκάλι μεγάλης σχετικά χωρητικότητας.
Μπιντέν(j) (του)=Είδος πλέξης δαντέλας
Μπιντιρίκ(j) (του)=Λεπτό νήμα για τον αργαλειό.
Μπιρικέτ (του)=Αφθονία προϊόντος.Φέτους είχαμι πουλύ μπιρικέτ.Εφέτος είχαμε καλή παραγωγή (στην γεωργική κυρίως παραγωγή),
Μπιρίτ (του) =Το κρυφτό (παιχνίδι)
Μπιρμπάκ(j) =Χάλια.Γίντσις μπιρμπάκ(j).Λερώθηκες
Μπι σκίντε=Απασχόληση
Μπισλεμές (η),(γη),(ου)=Το ζώο που είκετρέφεται για το κρέας του.
Μπιτούνιους (η),(γη),(ου) =Ολόκληρος
Μπίχτρα (η),(γη) =Το χτενάκι για το μάζεμα των μαλλιών .
Μπιχτράκ(j) (του)=Το μικρότερο χτενάκι
Μπιχτσής (η),(γη),(ου) =Ο αγροφύλακας
Μπλάστρ (του)=Το έμπλαστρο αλλά και διάφορα πρακτικά επιθέματα για διάφορες
αρρώστιες ,χτυπήματα ,καψίματα κ.λ.π.
Μπλαστρώνουμι=Πέφτω κάτω φαρδύς ,πλατύς.
Μπλικός (η),(γη),(ου)=Το διασταυρωμένο σύρμα περίφραξης οικοπέδου,αυλής,χωραφιού..
Μπλουτσιάζου=Μπερδεύω κάποια υλικά και τα κάνω μη λειτουργικά ,τα κάνω όπως λέμε άνω κάτω.Συνήθως γίνεται με νήματα,πετονιές.Λέμε π.χ.Του τλίγου καλά του νήμα αλλά αυτό δε ξέρου γιατί μπλουτσιάζ=Το τυλίγω καλά το νήμα αυτό δε ξέρω γιατί μπερδεύεται.
Μπλότσιασι =Μπλέχτηκε,Μπερδεύτηκε.Από το εμπλέκομαι,εμπλοκή.
Μπόλκα (η),(γη)= Το καλό χτένισμα κυρίως με χωρίστρα και μπριγιόλ.
Μπολκάκ(j) (του)=Το κοντό ζακετάκι.
Μπορός (η),(γη),(ου)= Ο περιφραγμένος χώρος για συγκέντρωση ζώων.
Μπουγάς (η),(γη),(ου)=Ο νεαρός ταύρος κατάλληλος για αναπαραγωγή.
Μπουγιουρτίζου=Στέλνω κάποιον κάπου.
Μπούγκλους (η),(γη),(ου)
=Ένα μεταλλικό δοχείο ειδικό για την αποθήκευση και μεταφορά
λαδιού.Έχει ελλειψοειδή οριζόντια διατομή ύψος περίπου 80 εκατοστά με
λαιμό.
O μπούγκλος
Μπουγουτζής (η),(γη),(ου) =Αυτός που τα θέλει όλα δικά του.Ο αχόρταγος.
Μπουθκλώνουμι=Δεν προσέχω και μπερδεύομαι σε μικροεμπόδια με κίνδυνο να πέσω κάτω.Και μπουθκλουμένους αυτός που είναι απρόσεκτος γενικά.
Μπουλαμάτσ(j) (του)=Η θολούρα,το ανακάτεμα από το τουρκικό Βulamma=Θόλωμα.Λέμε π.χ.Το κρασί φέτου γίν(j)τσει μπουλαμάτσ(j)=To κρασί φέτος έγινε θολό
Μπουλαντίζουμι =Ανακατεύομαι μέσα μου.αναγουλιάζω.Από την Τουρκική λέξη bulanti=ναυτία,ανακάτεμα του οργανισμού.
Μπουμπούτσια (τα )=Σκοτάδια
Μπουνάτσους (η),(γη),(ου) =Ο αγαθός,ο βλάκας.Άτομο που μπορείς να τον ξεγελάσεις.Χαζός
Μπουν(j)δέλους (η),(γη),(ου)=Ανόητος,χαζός.Λέμε π.χ.Καλά δε σ κοβγ καθιόλ,μπουν(j)δέλους είσι.=Καλά δεν καταλαβαίνεις τίποτε χαζός είσαι.
Μπουνίζου(του)=Λέω κάτι για να ενοχλήσω κάποιον που στο παρελθόν μου είχε πεί κάτι που με είχε πειράξει.Του το φύλαγα και σε κάποια στιγμή του το κοπάνησα..Λέμε π.χ.Μ' του φύλαγι τσι μ' του μπόν(j)σι.=Μου το φύλαγε και μου το χτύπησε.
Μπουντίσκα =Ζαλίστηκα,θόλωσε το μυαλό μου και μπουντσμένους=θολωμένος
Μπουνταντανίζουμι=Ταρακουνιέμαι
Μπουθκλώνουμι=Μπερδεύομαι και πέφτω κάτω
Mπούρδα (η),(γη)='Ενα μεγάλο τσουβάλι
Μπουρθκλώνου=Μπερδεύω κάποιον γενικά
Μπουρθμούλκου (του)=Το κακοφτιαγμένο
Μπουρμάς (η),(γη),(ου) =Η βάνα.Αλλά και αυτός που δεν είναι σταθερός στα λόγια του.Αυτός που τα στρίβει ανάλογα με το συμφέρον του.
Μπουρτίζου = Στρίβω κάτι με βία όπως με το σφουγγαρόπανο.Αλλά και μ' τα μπουρτίγ(j)ς δηλ αλλάζεις γνώμη.
Μπουρού (η),(γη)
=Ηχητικό σύστημα με τον ατμό για κάποιο μήνυμα όπως έναρξη εργασίας.Στο
παλιό ελαιοτριβείο της Ανεμώτιας πριν το 1950 υπήρχε μπουρού που
σφύριζε το πρωί για δουλειά.
Μπουσκιουρτνίζου=Καταβρέχω λίγο,ραντίζω ,ψεκάρω με νερό.Λέμε π.χ.Μπουσκιουρντίζου τουν καπνό για να μαλακώσιν(j) τα φύλλα τ.
Μπουταμός (η),(γη),(ου)=Ο ποταμός
Μπουτζάκ=Ένα στενό μέρος,απάνεμο ακριανό,δυσδιάκριτο.
Μπούτσκους (η),(γη),(ου) =Η μικρή στρογγυλή πέτρα που την χτυπούσαν με πλακερές πέτρες στο
παιχνίδι οι αμάδες.Μεταφορικά αυτός που κάθεται κά;που και εμποδίζει την
κίνηση.
Μπούφου =Επιφώνημα ανίχνευσης βρόμας.
Μπουχάν(j) (του) = Ο χώρος που έχει πολύ καπνό.
Μπουχτσάς (η),(γη),(ου) = Ο μπόγος απο ένα σεντόνι δεμένο χιαστί απο τις κορυφές του που περιέχει διάφορα αντικείμενα.
Μπριγιαντές (η),(γη),(ου)=Το μασούρι με κλωστή ραψίματος.
Μπρίκ (του)=Το κεραμιδί (χρώμα)
Μπρόμτα τσ'ανάστσιλα (τα) = Μπρούμυτα και ανάσκελα. Έκφραση για κουβέντες ασυνάρτητες.
Μπρουβάλου=Βγαίνω στο προσκήνιο,εμφανίζομαι,πα;ρουσιάζομαι.Λέμε π.χ.Χάστσις πλιά,γιατί δε φάντσις να σι δώ να μλίξουμι=Χάθηκες πιά,γιατί δεν εμφανίστηκες να σε δω να κουβεντιάσουμε.
Μπρουμτσ(j)έλα (η),(γη) =Μπρούμυτη κύλιση. Η κωλοτούμπα
Μπρουμτώ = Πέφτω προς τα εμπρός.
Μπρουσ(j)νέλα (η),(γη) =Το πρόβατο που οδηγεί το κοπάδι.Πηγαίνει μπροστά.
Μσίρ (του)
=Η Αίγυπτος βασικά.Αλλά και έκφραση στην Ανεμώτια που απαντά στο που θα
πάς με κάποια ειρωνία αφού ο χώρος του χωριού είναι μικρός.
Μσουκουλέλ(j) (του) =Ο Κοντορεβυθούλης.
Μστάρ (του)=Μαστάρι,μαστός
Μστάτς(j) (του) =Το μουστάκι
Μταλιάζου=Λαγοκοιμάμαι,πέφτει το κεφάλι μου (και η μύτη μου)προ τα κάτω.
Μτζήθρα (η),(γη)= Μυζήθρα
Μτσούνις (οι),(γοι) =Οι μουτσούνες
Μύγια (η),(γη) =Η μύγα
Μύκ(j) (η),(γη) =Η μύτη
Μυλωθρός (η),(γη)= Μυλωνάς
Μυρίγ(j) =Βρωμάει Στην Ανεμώτια σκέτο και για αρνητική έκφραση το μυρίζει σημαίνει βρωμάει.Λέμε π.χ Ιδώ κάτ μυρίγ(j)=Eδώ κάτω βρωμάει.Ενώ λέμε τί ωραία που μυρίγ(j) του λουλούδ αυτό=Πόσο όμορφα ευωδιάζει αυτό το λουλούδι.
Μυρμήτζ(j) (οι),(γοι)= Tα μυρμήγκια
Μχάν(j) (του)=To φυσερό του σιδερά.
NI(55)
Ναμκιόρς (η),(γη)(ου) =Ο άτιμος,ο ανάποδος.Aπό την Τουρκική λέξη nankor που σημαίνει αχάριστος και την Περσική ρίζα nan=ψωμί αλλά και δύστροπος αχάριστος,αχόρταγος κατά τον Τσιφόρο(Ιστολόγιο Νίκου Σαραντάκου)