Translate

Τρίτη 3 Μαΐου 2022

98.ΟDYSSEY OF HOMER . TRANSLATION IN POEM STYLE. RETURN OF HIM IN GREEK LANGUAGE .OΔΥΣΣΕΙΑ-Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ

 Προσοχή.Τα κείμενα  διορθώνονται  λεκτικά και γραμματικά

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ

      1.Τροία,2.Κίκονες,3.Λωτοφάγοι,4.Κύκλωπες,5.Στο νησί του Αιόλου,6.Στους Λαιστρηγόνες
      7.Στο νησί της Κίρκης,8.Στον Τειρεσία στον Άδη,9.Επιστροφή στο νησί της Κίρκης,
      10.Στο νησί των Σειρήνων,11.Στη Χάρυβδη 12.Στη Σκύλλα,13.Στο νησί του θεού                Ήλιου(Θρινακία),14.Στο νησί της Καλυψώς,15.Στο νησί των Φαιάκων,16.Στην Ιθάκη.

     

Πρόσωπα

 

Οδυσσέας. Βασιλιάς της Ιθάκης. Γιός του Λαέρτη και πατέρας του Τηλέμαχου. Ήταν βασικός ήρωας στις μάχες της Τροίας. Τιμωρήθηκε όμως για ασέβεια στους θεούς και έκανε δέκα χρόνια να επιστρέψει στην Ιθάκη. Πέρασε πολλές δοκιμασίες με τελευταία αυτή των μνηστήρων της γυναίκας του Κλυταιμνήστρας, που θεωρώντας τον νεκρό την πολιορκούσαν για το θρόνο.

Αχαιοί. Μία από τις τέσσερις φυλές (Αχαιοί, Ίωνες, Αιολείς και Δωριείς) της αρχαίας Ελλάδας. Τη Μυκηναϊκή εποχή(1600-1100 π.Χ.) είχαν μεγάλη δύναμη και δημιούργησαν τον περίφημο Μυκηναϊκό πολιτισμό.

Αίολος. Ο θεός που κρατούσε τους ανέμους σε ένα ασκί. Ζούσε στο νησί Αιολία,το σημερινό Στρόμπολι με το μεγάλο ηφαίστειο, Βορειοανατολικά της Σικελίας. Τότε ο Όμηρος το τοποθετούσε στο τέλος του δυτικού κόσμου.

Μενέλαος. Σύζυγος της ωραίας Ελένης αργότερα βασιλιάς της Σπάρτης.

Κίκονες.  Θρακικός λαός που κατοικούσε στην περιοχή ανάμεσα στη Βιστωνίδα λίμνη (Όρια νομών Ξάνθης και Κομοτηνής)και τις εκβολές του ποταμού Έβρου.

Μορφέας.  Ένας από τους χίλιους γιούς του Ύπνου. Ο Μορφέας έπαιρνε διάφορες ανθρώπινες μορφές με τις οποίες εμφανιζόταν στα όνειρα των ανθρώπων.

Κύκλωπες. Γίγαντες με ένα μάτι στη μέση του μετώπου.

Ποσεδώνας. Ένας από τους κύριους Ολύμπιους Θεούς, ο υπέρτατος θεός των υδάτων, (λιμνών, ποταμών, πηγών) και της θάλασσας

Πολύφημος. Ο πιο άγριος από τους Κύκλωπες που ζούσε σε σπηλιά με τα πρόβατα του.

Λαέρτης. Γέροντας πατέρας του Οδυσσέα.

Λαιστρυγόνες.Περιγράφονται ως ανθρωποφάγοι και γίγαντες κάτοικοι της Τηλεπύλου, παραλιακής πόλης της Τυρρηνικής θάλασσας .Η Τηλέπυλος βρισκόταν στη Σικελία, ενώ οι Ρωμαίοι πίστευαν ότι βρισκόταν στην κυρίως Ιταλία, στις Φορμίες (τη σημερινή Mola di Gaeta).

Τιτάνες. Ήταν φυλή υπερφυσικών όντων της αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας , αποτελούμενη από ισχυρές θεότητες που γεννήθηκαν από τη Γαία και τον Ουρανό και κυβέρνησαν την περίοδο της Χρυσής  Εποχής. Ο Όμηρος  αναφέρει τρεις Τιτάνες, τον Κρόνο, τη Ρέα και τον Ιαπετό οι οποίοι ήταν τέκνα του Ουρανού και της Τιθύος. Όλοι οι Τιτάνες, κάτοικοι του Ουρανού, ονομάζονταν και Ουρανίδες.

Κίρκη. Κατώτερη θεότητα,  μάγισσα ή νύμφη. Πατέρας της ήταν ο θεός Ήλιος και μητέρα της η Πέρση, μία από τις Ωκεανίδες. Ήταν αδελφή του Αιήτη και της Πασιφάης.

Σκύλλα. Θηλυκό τέρας της ελληνικής μυθολογίας. Θεωρείται κόρη του θεού Ποσειδώνα και της Γαίας. Κατοικούσε στην ευρωπαϊκή ακτή του πορθμού του Βοσπόρου .

Χάρυβδη. Θηλυκό τέρας της ασιατικής ακτής του Βοσπόρου. Είχε έξι λαιμούς και πίστευαν ότι  άρπαζε έξι  ναυτικούς από τα διερχόμενα πλοία. Ρουφούσε το νερό τρείς φορές την ημέρα μαζί με τα καράβια και τους ναυτικούς

Καλυψώ.  Νύμφη κατά την αρχαία Ελληνική μυθολογία, που ζούσε στο νησί Ωγυγία(κάποιοι λένε ότι ήταν η Μάλτα) , όπου κρατούσε τον Οδυσσέα για επτά χρόνια, εμποδίζοντάς τον να γυρίσει στην πατρίδα του.

Αρμαγεδώνας .  Μεγάλη  καταστροφή.

Λευκοθέα. Η Νεράιδα που έβγαλε τον Οδυσσέα στη στεριά του νησιού των Φαιάκων όταν ο Ποσειδώνας σήκωσε κύμα που αναποδογύρισε τη σχεδία του.

Αλκίνοος. Ο βασιλιάς του νησιού των Φαιάκων(Κέρκυρα)

Ναυσικά. Πριγκιποπούλα, κόρη του βασιλιά των Φαιάκων Αλκινόου

Δημόδοκος. Τραγουδιστής διάφορων ανδραγαθημάτων που ζούσε στην αυλή του Αλκίνοου βασιλιά της Ιθάκης και της ισότιμης γυναίκας του Αρήτης.

Φαίακες .  Οι αρχαίοι κάτοικοι της σημερινής Κέρκυρας

Πηνελόπη. Η καρτερική γυναίκα του Οδυσσέα που τον περίμενε να επιστρέψει από την Τροία δέκα χρόνια πιστεύοντας ότι ζει.

Μνηστήρες.   Οι άνδρες που πολιορκούσαν τη γυναίκα του Οδυσσέα Πηνελόπη για να πάρουν το θρόνο της Ιθάκης θεωρώντας τον νεκρό.Τους σκότωσε σε αγώνα τοξοβολίας όταν γύρισε.

Εύμαιος.Ο Εύμαιος ήταν ο πιστός χοιροβοσκός του Οδυσσέα, που έκανε κάθε προσπάθεια για να διατηρηθεί η περιουσία του κυρίου του κατά τη διάρκεια της δεκάχρονης απουσίας του

Τηλέμαχος.  Ο γιός του Οδυσσέα και της Πηνελόπης.

Μενέλαος. Αδελφός του Αγαμέμνονα και σύζυγος της Ωραίας Ελένης. Βασιλιάς της Σπάρτης.

Νέστορας . Βασιλιάς της Πύλου, που πήρε μέρος στις μάχες της Τροίας .Από τον Όμηρο παρουσιάζετα  ως σοφός και συνετός γέροντας, που οι συμβουλές του ακούγονται με σεβασμό από όλους τους Αχαιούς.

Αθηνά. Θεά της σοφίας, της χειροτεχνίας, της τέχνης, του πολέμου, της διπλωματίας, της ύφανσης, της ποίησης, της ιατρικής, του εμπορίου και της στρατηγικής.

Άργος. Ο πιστός σκύλος του Οδυσσέα που αναγνώρισε τον κύριό του ύστερα από είκοσι χρόνια αν και ήταν μεταμφιεσμένος.

Αίολος.  Ο θεός που κρατούσε τους ανέμους σε ένα ασκί και τους άφηνε με εντολή του Δία.  Στους αρχαίους χρόνους πίστευαν ότι κατοικούσε  στο νησί Αιολία που την ταυτίζουν με το σημερινό νησί Στρόμπολι βόρεια της Σικελίας  με το σημαντικό ηφαίστειο.

Ευρύκλεια.  Η γερόντισσα που υπήρξε τροφός του Οδυσσέα και τον   αναγνώρισε  μετά την επιστροφή του στην Ιθάκη την ώρα που του έπλενε τα πόδια, από μία ουλή ακριβώς πάνω από το γόνατό του, την οποία είχε προκαλέσει ο χαυλιόδοντας ενός αγριόχοιρου όταν  κυνηγούσε μαζί με τον παππού του. 

 

Τοποθεσίες

 

Τροία   Η Τροία αποτελεί τη μυθική πόλη, που βρίσκεται στη σημερινή Βορειοδυτική Τουρκία, πολύ κοντά στα στενά του Ελλησπόντου. Εκεί έγιναν οι περίφημες μάχες του Τρωικού Πολέμου, που περιγράφονται στην Ιλιάδα του Ομήρου.

Όλυμπος Το βουνό των 12 θεών στην περιοχή του σημερινού Λιτοχώρου.

Ιθάκη      Το νησί του Ιονίου πελάγους

 

Εισαγωγή

Τέλειωσε ο δεκάχρονος
Ο πόλεμος στην Τροία
Και τα καράβια των Αχαιών
Γύρισαν στην πατρίδα.

Όμως οι θεοί στον Όλυμπο
Οργίστηκαν πολύ,
Που μεσ΄ την πόλη κάηκαν
Όλοι τους οι ναοί.

Tου Αίολου τότε τους ασκούς
Τους λύνουν, τους ανοίγουν,
Για να θαλασσοπνίγονται
Και να χαροπαλεύουν.

Στο τέλος πολλοί αράξανε 
Στα μέρη του ο καθένας, 
Μα δέκα χρόνια χρειάστηκε 
Για την Ιθάκη ο Οδυσσέας.

Μαζί με τους συντρόφους του
Και δώδεκα καράβια, 
Στα πέλαγα αρμένιζε 
Με τη ζωή του άδεια.

Παρόμοια τύχη είχανε 
Κι η Ελένη με το Μενέλαο, 
Οκτάχρονη περιπλάνηση 
Είχαν μέσ’τη Μεσόγειο.

 

 Ο Οδυσσέας με τσακισμένα όλα τα πλοία του και νεκρούς όλους τους συντρόφους του βρέθηκε σε μιαν  ακτή της χώρας των Φαιάκων. Η κόρη του βασιλιά Αλκίνοου ,Ναυσικά, τον έφερε στο παλάτι. Εκεί  τον υποδέχτηκαν με μεγάλες τιμές. Κάποια στιγμή ο Πολυμήχανος, άρχισε να διηγείται όλα όσα πέρασε στη διαδρομή μέχρι να φτάσει εκεί. Τις κακουχίες ,τους άγριους κατοίκους κάποιων νησιών, τις δολοφονίες ,τι καταστροφές των πλοίων του και άλλα.


 Ραψωδία ζ 
Ο Οδυσσέας στη χώρα των Φαιάκων 
Συνάντηση με τη Ναυσικά
 
Έτσι εκεί ο Οδυσσέας
O  πολύπαθος πια κοιμόταν,
Στον ύπνο και την κούραση 
Σκλάβος παραδινόταν.

Αλλά κι η Παλλάδα Αθηνά
Κινά την ίδια ώρα,
Για των Φαιάκων γρήγορα
Το κάστρο και τη χώρα.
 
Πρωτύτερα οι Φαίακες
Ζούσανε  στην Υπέρεια,
Αυτή ήταν η η πατρίδα τους
Με γη που ήταν πλέρια.
 
Μα οι  Κύκλωπες οι γείτονες
Πιο  δυνατοί στη βία,                   5                                                                                              Τους ρήμαζαν συνέχεια                                
Χωμένοι στην ανομία.

Έτσι από κει ο θεόμορφος   
Ναυσίθοος στη Σχερία ,    
Τους πήρε και τους έφερε 
Μ' απ' την εργατιά αλάργα. 

Με τείχη την πόλη έκλεισε 
Έχτισε  μετά και σπίτια,
Ναούς ύψωσε για τους  θεούς 
Και μοίρασε  χωράφια. 

Τότε θα φύγει απ' τη ζωή 
Κι όντας από καιρό   στον Άδη, 
Ο Αλκίνοος είχε την αρχή
Μυαλό προικισμένο
Με γνώση περίσσια θεϊκή.

Κίνησε για τ΄αρχοντικό 
Η Αθηνά η γλαυκομάτα ,
Του γυρισμού  την έγνοια έχοντας 
Του περίφημου Οδυσσέα. 

Σε κάμαρα  προχώρησε
Όπου κοιμόταν μια κόρη,
Κι' έμοιαζε σα να' ταν  θεά
Στο παράστημα και τα κάλλη.

Η Ναυσικά  ήταν του Αλκίνοου 
Του μεγαλόψυχου η κόρη, 
Με δυο παρακόρες δίπλα της
Όρθιες  σε κάθε παραστάτη, 
Που στέκονταν  απ' τις δυο μεριές 
Όμορφες  σαν  τις Χάριτες.
Άστραφταν απ' ομορφιά οι πόρτες 

Σαν του αέρα την πνοή                                    20
Πλησίασε και θα σταθεί,
Πάνω από το κεφάλι της            20
Με αλλαγμένη τη μορφή .
Και όπως πήγε να της μιλήσει,
Ίδια ήταν με κόρη του Δύμαντα 
Του  ξακουστού   στα πελάγη,
Της Ναυσικάς φίλη ομίληκη
Της καρδιάς της η λατρεμένη.
 
Ολόιδια όπως ήτανε  
Της  είπε η  Παλλάδα,
Ναυσικά πως έτσι σ'έκανε
Η μητέρα σου τεμπέλα
 
Κάτω ν' αφήνεις άπλυτα 
Τα λαμπερά σου ρούχα,  
Ο γάμος σου  είναι κοντά
Έπρεπε να ντυθείς ωραία.

Να δώσεις ρούχα και σ' αυτούς
Που θα'ρθουν να σε πάρουν,
Γιατί οι γνώμες οι καλές
Του  κόσμου  σ' ανεβάζουν.  

Τον κύρη σου χαροποιούν 
Τη μάνα σου  τη  σεβαστή, 
Γι' αυτό πάμε μαζί να πλύνουμε
Μόλις χαράξει η αυγή.
 
Μαζί σου θα'ρθω βοηθός 
Γι αυτό να ετοιμαστείς γοργά,
Αφού ο χρόνος σου μικρός
Που θα' σαι κορίτσι πια. 
 
Να σε ζητούνε άρχισαν 
Απ' τους Φαίακες όλους, 
Του κάστρο οι καλύτεροι
Που'ναι του ίδιου γένους. 

Μα τρέξε κι απ' τον  ξακουστό
Πατέρα σου  και ζήτα,
Ως την αυγή να'ν έτοιμα
Άμαξα και μουλάρια,
Να πάρουν τα φουστάνια σου 
Τις ζώνες και τα χράμια  τα λαμπερά.

Έτσι θα πας  καλύτερα 
Παρά με τα ποδάρια,            40
Αφού οι γούρνες βρίσκονται
Απ' την πόλη.πολύ μακριά
Δεν είναι βλέπεις και πολλά 
Στην πόλη πλυσταριά.

Με όσα  είπε η θεά
Η γλαυκομάτα   Αθηνά
Έφυγε  για τον Όλυμπο 
Που είναι όπως λένε των θεών
Όλων το σπιτικό.

Είν' ασφαλές αδιάκοπα
Άνεμοι δεν το χτυπούν 
Κι από βροχή δε βρέχεται
Χιόνι δεν το σκεπάζει,
Ατέλειωτη  ησυχία και λευκή
Αιθρία και λάμψη το  αγκαλιάζει .
 
Κει πάνω χαίρονται οι θεοί
Ολοχρονίς ευτυχισμένοι.
Εκεί κι η γλαυκομάτα έφτασε
Σαν μίλησε με το κορίτσι.

Αμέσως ήλθε κι η αυγή
Με τον ωραίο θρόνο,
Που ξύπνησε τη Ναυσικά 
Με το ωραίο πέπλο.

Θαύμασε κείνη τ' όνειρο 
Και γρήγορα θα κινήσει,
Στις κάμαρες τους δυο γονιούς       50
Να βρει να τους μιλήσει. 

Στο σπίτι τους συνάντησε
Τη μάνα της  μπροστά στο τζάκι,
Παρέα με τα δουλικά 
Έγνεθε  κόκκινο μαλλί
Κρατώντας το αδράχτι.              
           
Στην πόρτα  τον πατέρα της 
Που πήγαινε ν' ανταμωθεί
Με  άλλους Φαίακες άρχοντες
Σε συνάθροιση που' χε προσκληθεί..
 
Στο λατρευτό  πατέρα της 
Στέκεται δίπλα και θα πεί   :
Καλέ πατέρα δε θα πεις             
Άμαξα για μένα να ετοιμαστεί;

Νά' ναι και ψηλή,καλότροχη            60
Να πάω προς το ρέμα,
Τα λαμπερά τα ρούχα μου 
Να πλύνω τα λερωμένα.
 
Και συ  με άλλους προεστούς
Σαν πας  να  κουβεντιάζεις,
Τα ρούχα σου με καθαρά
Πρέπει  να τα αλλάζεις.
 
Είναι και πέντε αγαπημένιοι γιοι 
Που ζούν μεσ'το παλάτι,
Δυο παντρεμένοι κι άλλοι τρείς 
Λεύτεροι μα πα στη νιότη.

Κι αυτοί  θέλουν να έχουνε
Φρεσκοπλυμέναο ρούχα,
Σαν πάνε σε χορό κι εγώ 
Τα'χω όλα στο νου μου τούτα.

Έτσι είπε μα ντράπηκε
Για γάμο να του μιλήσει
Χαρούμενη να φανεί μ' αυτός
Το είχε εννοήσει.

Ούτε μουλάρια κόρη μου
Λυπούμαι ούτ'  άλλο τι ,
Μα πήγαινε, θα ζέψουνε
Άμαξα οι παραγιοί,
Ψηλή να'ναι ,καλότροχη
Κι από πάνω  να'ναι  σκεπαστή .      70

Σαν τέλειωσε τους παραγιούς
Φώναξε που θα τρέξουν 
Μουλάρια να φέρουν μ'άμαξα
Καλότροχη να τα ζέψουν.

Τα ρούχα της τα λαμπερά 
Από την κάμαρη της θα  φέρει,
Τα φόρτωσε  στην άμαξα
Που ήταν καλογυαλισμένη.

Και φαγητά η μάνα της 
Της έβαλε  σε  καλάθι,
Άφθονα και πολλών λογιών
Με  νόστιμο προσφάγι.
Και μέσα σε γίδινο ασκί 
Μαύρο,της έβαλε κρασί
Κι απε πάνωστην άμαξα
Ανέβηκε  το κορίτσι          80

Της έδωσε η μάνα της
Kι ένα χρυσό λαγήνι,
Για κείνη και τις βάγιες της (παρακόρες)
Που΄ταν γεμάτο λάδι.

Να το'χουνε όταν λουστούν
Ν' αλείψουν το κορμί τους.

Εκείνη  πήρε τα λαμπρά
Μαστίγιο και λουριά,
Κροτάλισαν και έφυγαν 
Οι μούλες με μια βιτσιά.                                                                              

Έτρεχαν ακατάπαυστα
Με όλα τους τα κουράγια,  
Εκείνη μεταφέροντας
Και όλα της τα ρούχα,
Όχι μονάχη, μα με τις  βάγιες της
Που'ρχονταν με τα πόδια,

Στης ποταμιάς σαν έφτασαν
Το  πανέμορφό της ρέμα ,
Εκεί π' ολοχρονίς στις γούρνες της
Ανέβρυζαν  διαυγή νερά,
Τα  ρούχα καλοπλένονταν
Κι έβγαινε όλη η βρωμιά.

Οι παρακόρες ξέζεψαν
Κάτω από την άμαξα τα μουλάρια
Κι απε στου ποταμού  τ'  αμόλησαν 
Τους όχτους αποδίπλα
Να τρών γλυκιά αγριάδα.                  90      

Οι βάγιες  απ' την άμαξα 
Αδράξανε τα ρούχα,
Τα βούταγαν  τα πατούσανε
Στης γούρνας τα  μαύρα νερά.

Και μεταξύ τους  έπιασαν
Μεγάλη συνεριά,
Του τελειωμού παλεύανε 
Να  πάρουν  την πρωτιά.

Όταν πια  όλα τα' πλυναν 
Κι έβγαλαν  τη βρωμιά ,
Πήγανε στην ακραμμουδιά
Και τ' άπλωσαν στη σειρά,
Εκεί όπου το κύμα στη στεριά 
Ξεπλένει τα λυτρίδια.

Κι αυτές ως λούστηκαν κι αλείφτηκαν 
Με  λιπαρό λάδι πρώτα καλά,
Για φαγητό μαζεύτηκαν
Στις όχθες του ποταμού μετά,
Περιμένοντας στου  ήλιου 
Να στεγνώσουν τα ρούχα την πυρά;

Κι αφού χάρηκαν  τρώγοντας           100
Ψωμί  αυτή  κι οι παρακόρες,
Βγάζοντας τα μαντίλια τους 
Τόπι έπαιζαν όλες
Κι η λευκοχέρα  Ναυσικά
Θ' αρχίσει να τραγουδά.

Κι όπως στα βουνά η Άρτεμις 
Παίζει με τις σαΐτες,
Στον αψηλό Ταΰγετο
Ή στου Ερύμανθου τις ράχες,
Με τα γοργούς να χαίρεται
Τους κάπρους και τα λάφια.
Παρέα με νύμφες των  αγρών
Κόρες τ'ασπιδοφόρου  Δία.
Που παίζουν  μαζί της  κι η Λητώ 
Βλέποντας αναγαλλιάζει,
Την κόρη της σαν ορθώνεται
Απ' όλες να ξεχωρίζει ,     
Έτσι στην ομορφιά κι Ναυσικά
Ξεχώριζε απ'τις παρακόρες.

Μα σαν  ήλθε  η ώρα που'πρεπε
Τα ρούχα να μαζέψουν,
Να ζέψουν τα μουλάρια τους 
Στο σπίτι  να γυρίσουν ,
Η γλαυκομάτα θεά Αθηνά
Στο νου της άλλα βάζει ,
Ο Οδυσσέας να σηκωθεί
Την όμορφη κόρη ν' ανταμώσει
Κι από κεί στους Φαίακες 
Αυτή να τον οδηγήσει.

Το τόπι της η πριγκίπισσα
Σε παρακόρη θα το πετάξει,
Μ' αστόχησε και στη βαθιά 
Ρουφήχτρα θα βουλιάξει.

Βγάζοντας αυτές ξεφωνητό
Ξύπνησαν το θείο Οδυσσέα,
Κι όπως ανακάθισε  στη γη
Σκεφτόταν βαθιά; μεσ' την ψυχή:
Αλίμονο  σε ποιών θνητών 
Έφτασα πάλι τη χώρα.

Μπορεί να είν' ακόλαστοι
Άδικοι ίσως κι' άγριοι,          120
Ή μήπως  είν'φιλόξενοι 
Βαθιά θεοσεβούμενοι.
  
Όμως εγώ  αφουγκράζομαι
Των  κοριτσιών φωνούλες 
Σα νύμφες που τριγυρίζουνε
Σ' απόκρημνες κορφούλες,
Σιμά σε ποταμών πηγές,
Σε δροσερά λιβάδια.
Η σε  θνητούς  θα' ναι  κοντά 
Κι ανθρώπινα θα' χουν λόγια;.

Μ' ας  πάω είπε μόνος μου 
Να δω να βολιδοσκοπήσω

Αυτά σαν είπε  ο Οδυσσέας 
Πρόβαλε μέσα από τους θάμνους, 
Και από σύδενδρο πολύ πυκνό 
Με τα αδρά του χέρια,
Τσάκισε κλώνο θαλερό
Η ανάγκη βλέπεις τον έσπρωχνε
Να κρύψει το φύλλο του  τ'αντρικό .

                                                                                
Πρόβαλε, κι ήταν σα  λέοντας            130
Που τρέφονταν μεσ' τα βουνά,
Mε θάρρος γεμάτος και ανδρεία,
Δαρμένος απ' τ' ανεμόβροχα,
Που κίνησε ,
Και φλόγες από τα μάτια του πετούν 
Σε πρόβατα ή σε βόδια να ορμήσει 
Ή και στ' άγρια  ελάφια,
Γιατί το στομάχι του αποζητά
Αρνιά να φάει αφού προσπαθήσει
Γερό να βρει μαντρί να το πατήσει.
 
Για τις κόρες τις ομορφόμαλλες
Ο Οδυσσέας θα κινήσει,
Η ανάγκη τον έκανε  γυμνός
Μαζί τους να πάει να σμίξει.
 
Φρικαλέο   φάνηκε ερείπιο 
Απ' την αλμύρα σ' όλες
Κι αλλού γι' αλλού σκορπίσανε
Στις γλώσσες απ' τις όχθες                 140

Μονάχα του Αλκίνοου 
Η κόρη  είχε απομείνει, 
Κουράγιο μέσα στην καρδιά
Η θεά Αθηνά της δίνει. 
Το φόβο της απόδιωξε
Απ' όλο της  το κορμί 
Κι ασάλευτη στάθηκε αντκρύ.

Και κείνος συλλογιότανε
Μήπως στης κόρης πρέπει, 
Της όμορφης τα γόνατα
Να  πέσει να την ικετεύσει,

Ή από μακριά και με λόγια
Γλυκά να την ικετεύσει,
Που είν  η πόλη να του πει
Και ρούχα να του προμηθεύσει.

Αν τα γόνατα της έπιανε
Μήπως θυμώσει η  κοπέλα,
Έτσι σκεφτόταν μα  της μίλησε
Γλυκά και υπολογισμένα.
 
Στα  γόνατα σου πέφτ' αρχόντισσα
Θνητή, αθάνατη, τι είσαι;                      150           
Αν είσαι απ' τους αθάνατους
Με  τ' άπειρα  επουράνια, 
Εγώ πιότερο με την Άρτεμι 
Σε λέω στο παράστημα.

Αν είσαι πάλι  από θνητούς 
Στη γη επάνω φύτρα,
Τρισευτυχείς έχεις  γονείς
Πατέρα και  σεβαστή μητέρα.
 
Tρισευτυχή τ' αδέλφια σου
Που τόση πολύ μεσ 'την καρδιά,
Πάντα για σένανε αγαλλίαση 
Θα νοιώθουν πολύ βαθιά,

Τέτοιο βλαστάρι βλέποντας 
Μεσ'το χορό να μπαίνει
 
Μα απ' όλους  θα'ναι  ευτυχής      160
Γυναίκα του όποιος σε πάρει
Με δώρα πολλά κι από καρδιάς
Στο σπίτι του να σε βάλει.

Τέτοιο θνητό τα μάτια μου 
Μήτε γυναίκα μητ' άνδρα,
Εγώ ποτέ   δεν  έχω ιδεί
Τρελλάθηκα μ' αυτό που είδα 

Μονάχα στου Απόλλωνα
Kάποτε δίπλα tο βωμό 
Nιόβγαλτο είδα να ξεπετιέται 
Βλαστάρι φοινικιάς στη Δήλο 

Σαν πήγα κι απ'τα μέρη αυτά
Πολύς λαός μ' ακολουθούσε,
Στη στράτα αυτή που η μοίρα μου 
Πολλά  μου τα κρατούσε.

Ώρες το ίδιο   βλέποντας
Με θαυμασμό είχα πετρώσει,
Γιατί στη γη  τέτοιος βλαστός
Ως τώρα δεν έχει φυτρώσει.

Όπως εσένα κοπελιά
Θαμπώνω σαν σε βλέπω ,
Ο  πόνος  και αν  με τυραννά
Τρέμω τα γόνατα σου ν' αγγίξω.

Mετά από είκοσι μέρες σώθηκα
Απ'τη πικροθάλασσα   μόλις χθές ,
Που μ' έδερναν   άγρια κύματα.
Και  τόσες μπόρες  ορμητικές, 
      
Απ' όταν απ' της Ωγυγίας το νησί
Έφυγα   και  να' μαι  τώρα; εδώ
Εδώ που μ' έριξαν  οι θεοί 
Bάσανα καινούρια.να περνώ.
 
Και δε θα σταματήσουνε
Αν δε κάνουν σε μένα
Όσα οι θεοί σκοπεύουνε
Που τα'χουνε γραμμένα

Σε ικετεύω αρχόντισσα
Σε σένα που' φτασα πρώτα, 
Μετά από τόσα βάσανα
Βοήθησε με τώρα.

Απ'όσους ζουν στη χώρα αυτή 
Kανένα δε γνωρίζω
     
Το κάστρο για να μου δείξεις  
Δωσ' μου ένα κουρέλι να  φορέσω, 180

Απ' όσα πήρες φεύγοντας
Τα ρούχα να τυλίξεις. 
Κι ας σου χαρίσουν οι θεοί
Όσα μεσ' την καρδιά ποθήσεις.       180

Άνδρα, σπιτικό και ζηλευτή
Ομόνοια  να μη σας λείψει,
Που' ναι το μεγαλύτερο καλό
Σ' ολόκληρη την κτίση

Απ' το αντρόγυνο που έχει
Στο σπίτι  μια μόνο  γνώμη,
Μεγάλη στους φίλους η χαρά 
Και στους εχθρούς η θλίψη,
Που πρώτα τούτοι στην καρδιά 
Τη νοιώθουν πιο καλά.
 
Κι η ασπροχέρα  Ναυσικά 
Του απάντησε και είπε:
Ξένε  κακός και άμυαλος
Μηδέ  παρακατιανός δεν είσαι,
Μα ο  Δίας ο Ολύμπιος
Μοιράζει στους θνητούς
Τα πλούτη χωρίς διάκριση
Σε πλούσιους και φτωχούς.
 
Για όσα  σε σένα έδωσε
Πρέπει να κάνεις υπομονή
Κι αφού ήλθες  στην πόλη μας
Και  στη  δική μας γη

Δε θα σου λείψει φορεσιά
Ούτε και άλλο τι
Απ'οσα ένας ταλαίπωρος 
Ικέτης θα χρειαστεί ..
 
Την πόλη   θα  σου  δείξω
Φαίακες του λαού το όνομα ,
Αυτοί τη διαφεντεύουν
Κι  όλη τη χώρα ολόγυρα
 
Κι εγώ είμαι του  Αλκίνοου 
Του μέγιστου η θυγατέρα,
Που μεσ' στους Φαίακες αυτός 
Το κράτος είν' κι η εξουσία.

Είπε και τότε φώναξε 
Τις ομορφόμαλλες παρακόρες:
Ελάτε σεις  εδώ ,γιατί φύγατε 
Άντρα σαν είδατε όλες;

Μήπως και φαντασθήκατε
Μην είναι κανένας εχθρός,
Δεν είναι ούτε θα βρεθεί στη γη
Tόσο τρομερός θνητός ,
Που θα'ρθει και το  χαλασμό
Να φέρει στη γη των Φαιάκων,
Εκείνων που έχουν ευτυχώς 
Τη σκέπη των αθανάτων.
 
Ζούμε εξάλλου μακριά
Στης θάλασσας την άκρη,
Στο πέλαγο το περίκλειστο
Και  δε μας φτάνουν άλλοι.          200

Μα  τούτος εδώ ο έρημος
Χρειάζεται πολύ φροντίδα, 
Που  ξέψυχος έχει φτάσει εδώ
Φερμένος όλοι από το Δία
Όπως όλοι  ξένοι και φτωχοί,
Κι είναι καλοδεχούμενο 
Και το λίγο που θα δοθεί.

Ελάτε τώρα στο ξένο  δούλες μου 
Δώστε του να πιεί  να φάει κάτι,
Και λούστε τον απε σ'  απάνεμη.
Ακρούλα μεσ' το ποτάμι.

Είπε και κείνες στάθηκαν 
Δίνοντας μεταξύ τους κουράγιο

Κι έπειτα τον Οδυσσέα κάθισαν 
Σε ανεμοφυλαγμένη άκρη
Έτσι τους είπε η Ναυσικά
Του ισχυρού  Αλκίνοου η κόρη,
Δίπλα του ρούχα  του'βαλαν 
Μανδύα και χιτώνα,
Και στάμνα χρυσή του δώσανε
Που'ταν γεμάτη λάδι,
Κι απε για να  λουστεί τον φέρανε
Στο ρού απ' το ποτάμι.
 
Τότε στις βάγιες(παρακόρες) μίλησε
Κι είπε ο  Οδυσσέας  ο θείος:
Κορίτσια σταθείτε λίγο  απόμερα                       220            
Να ξεπλυθώ μονάχος,
Και πάνω από τους ώμους μου
Να βγάλω την αλμύρα 
Με λάδι ακόμα ν' αλειφτώ, 
Γιατί πάει καιρός που έλειψε
Το λάδι από το κορμί αυτό.

Μπροστά σας όχι δε λούζομαι
Γιατί ντροπή μου το' χω,
Μπροστά σε ομορφόμαλλα
Κορίτσια να γυμνωθώ.
 
Σαν είπε εκείνες μάκρυναν
Το είπαν  και  στη Ναυσικά,
Κι άρχισε  ο θείος Οδυσσέας
Να βγάζει στην ποταμιά,
Την άλμη από'  τις  πλάτες ,
Και απ' τους ώμους του  τους φαρδιούς ,
Απ'το κεφάλι  απόδιωχνε
Της άκαρπης θάλασσας τους αφρούς.
 
Και όταν πια καλολούστηκε
Κι αλείφτηκε με λάδι,
Τα ρούχα τότε φόρεσε
Που του'χε δώσει η κόρη.

Κι  Αθηνά η  κόρη του  Δία 
Που'ταν του Κρόνου o γιός,
Τον έκανε να μοιάζει 
Σαν πιο ψηλός και πιο χοντρός.    230

Στο μέτωπό του πέφτανε
Tα ολόσγουρα του μαλλιά ,
Που μοιάζανε  σαν ζουμπουλιού
Λουλούδια πλουμιστά

Πως πάνω στ' ασήμι μάλαμα
Ο καλός τεχνίτης; ρίχνει,
Που η  Αθηνά κι ο Ήφαιστος
Πολλές τέχνες του έχουν μάθει.
Κι ότι φτιάξει είναι κομψά
Το ίδιο  κι εκείνη(Αθηνά) του'ριχνε
Στην κεφαλή του ομορφιά.

Πήγε μετά και κάθισε
Σ' ακροθαλάσσι μακριά,
Λάμποντας απ' ομορφιά και χάρη 
Που θάμπωσε τη Ναυσικά.

Κι εκείνη στις ομορφόμαλλες 
Είπε τις παρακόρες:
Ακούστε σεις κρινόχερες             240
Τι θα σας πω κοπέλλες.
Χωρίς τη γνώμη των θεών
Που ζούνε στα ουράνια,
Δεν ήλθε αυτός ο άνθρωπος
Στων Φαιάκων εδώ τη χώρα.
Πρωτύτερα μου φάνηκε
Πως είχε άσκημη φάτσα,
Μα τώρα μοιάζει στους θεούς
Που' χουν τ' απέραντα ουράνια.
 
Mακάρι τέτοιος άντρας να'τανε  
Και  το δικό μου τυχερό,
Να γίνει  του τόπου  κάτοικος
Και να' θελε να μείνει εδώ.
 
Αλλά  δώστε του παρακόρες μου
Να φάει   ο ξένος και να πιεί,
Είπε κι αυτές με προθυμιά
Υπάκουσαν στη διαταγή .

Στον Οδυσσέα το θεϊκό
Φαΐ του'βαλαν και πιοτό,
Που αρπάζοντας τα ο δύστυχος
Τα τρωγόπινε στο λεπτό.
Γιατί πέρασε πολύς  καιρός
Που τίποτα δεν είχε φάει ,

Κι η κρινοχέρα Ναυσικά
Άλλο στο μυαλό της θα βάλει,
Μα αφού τα ρούχα δίπλωσε 
Στην άμαξα τα φορτώνει,
Ζεύει και τα χοντρόνυχα
Μουλάρια κι ανεβαίνει.

Στον Οδυσσέα απέ γυρίζοντας 
Του μίλησε για να του πει:
Ξένε μου σήκω τώρα πια 
Να πας κατά  την πόλη,                    260
Στο σπίτι θα σ' οδηγήσω εγώ 
Του συνετού μου πατέρα ,
Που  όλους τους αρχόντους Φαίακες
Θα γνωρίσεις εκεί πέρα.
 
Κάνε μονάχα ότι σου πω
Για άμυαλο δε σε  κρίνω.

Όση ώρα θα προσπερνούμε 
Αγρούς, αμπέλια, φυτείες,
Tαυτόχρονα να τρέχεις γρήγορα
Μαζί με τις παρακόρες 
Μα λίγο πιαραπίσω
Απ'την άμαξα και τις μούλες,
Κι εγώ  το δρόμο θα σας δείξω.

Στην πόλη σαν θα φτάσουμε
Π' ολόγυρα είναι κάστρο  ψηλό,
Λιμάνια κι απ' τις δυο μεριές
Με μπάσιμο πολύ στενό,
 
Τα πλοία τα καμπυλωτά 
Στου καθενού το μέρος σερμένα,
Και  απ'  τη μια μεριά ως την άλλη
Να  είναι σκεπασμένα.

Γύρω απ' του Ποσειδώνα το βωμό 
Είναι και η  αγορά στρωμένη
Με πέτρες που' ναι   ριζιμιές
Μπηγμένες μέσ' στη γη.
Εκεί όπου των μελανόμορφων
Καραβιών φροντίζουν,
Τα παλαμάρια ,τα ξάρτια, τα πανιά
Και τα κουπιά γυαλίζουν.

Οι Φαίακες δε νοιάζονται
Για  άρματα ,φαρέτρες,τόξα,
Μονάχα  κατάρτια  και κουπιά 
Με το μυαλό στα  πλοία,
Και στον  αφρό της θάλασσας
Π' όλο χαρά τη σκίζουν.

Αυτών σκιάζομαι τα πικρά
Ξωπίσω μου τα λόγια,
Κανείς εδώ δεν αψηφά
Τον άλλο μεσ' τη χώρα.

Αυθάδεις εδώ οι άνθρωποι
Κι αν κάποιος στο δρόμο θα μας δει
Kαι  τύχει να' ναι κι απ' τους πιο κακούς
Έτσι μπορεί να φωνάξει  και να πει.:

Ποιός είν' αυτός, που  βρήκε εκεί
Kαι  πίσω απ' τη Ναυσικά πηγαίνει, 
Ο όμορφος ξένος, ο ψηλός 
Θαρρώ  για άντρα της  τον θέλει.        280
 
Από καράβι περιπλανώμενο 
Μπορεί    και να τον πήρε
Ξένων ανδρών και μακρινών 
Γείτονες εμείς δεν έχουμε..  

Μήπως με τα παρακάλια της 
Έχ' έλθει απ' τον ουρανό ,
Αθάνατος , πολυπόθητος 
Ταίρι της παντοτινό 

Καλλίτερα αν  πέτυχε  απ' αλλού 
Mόνη της και  βρήκε άντρα,
Δεν καταδέχεται Βλέπεις
Εμας όλους Τους ντόπιους 

Απο τ' αρχοντόπουλα τ' άλλα..
 
Τούτα θα πουν, κι εγώ ντροπή
Μ' αυτά τα λόγια θα αισθανθώ,
Για;   όποιες τέτοια κάνουνε  
Μ' εκείνες  κι εγώ αγανακτώ.
 
Μητέρα και πατέρα αν κι' έχουνε
Σμίγουνε πριν απ' το γάμο,
Μ' άνδρες και  χωρίς γιορτή
Που γίνεται μπροστά σε κόσμο.
 
Άκου με τι θα κάνεις ξένε μου
Στον τόπο σου να πας με το καλό ,
Με ναύτες  που ο πατέρας μου 
Θα σου δώσει για το γυρισμό.
 
Σαν  βρεις πλάι στο δρόμο σου
Της Αθηνάς το δάσος  το ιερό,
Γιομάτο  με μαύρες   λεύκες είναι
Και  γύρω από μια πηγή λιβαδωτό,
 
Εκεί είναι του πατέρα μου 
Μετόχι  και δροσερό περβόλι,
Όσο π' ακούγεται η φωνή.
Τόσο  είν' μακριά απ' την πόλη.

Όπου αφού καθήσεις πρόσμενε
Ώσπου εμείς  να μπούμε μέσα,
Στο κάστρο κι απε να φτάσουμε
Στου πατέρα τα παλάτια.

Κι αν κρίνεις πια πως μπήκαμε
Για των Φαιάκων την πόλη  ξεκίνα            300
Και το παλάτι τουΑλκίνοου 
Να σου το δείξουν ρώτα

Εύκολο είναι και πολύ γνωστό
Θα σ' οδηγούσε κι ένα μωρό
Δε μοιάζει μεσ'τους Φαίακες                  
Κανένα άλλο αρχοντικό.

Μόλις απ' τους τοίχους της αυλής 
Πίσω τους πιά περάσεις,
Τράβηξε για τη σάλα γρήγορα 
Στη μάνα μου να φτάσεις.

Kοντά στο τζάκι κάθεται
Και στης φωτιάς τη φλόγα,
Γνέθοντας κόκκινο μαλλί
Θαύμα οφθαλμών με τη  ρόκα ,

Τη βλέπεις σε  κολώνα  ν'ακουμπά
Οι βάγιες της  ξωπίσω (παρακόρες),
Στην ίδια κολώνα  ο πατέρας μου 
Γέρνει στο θρόνο επάνω.

Καθόταν κι έπινε κρασί
Μα σύ θα τον προσπεράσεις,
Στης μάνας μου πέσε τα γόνατα
Και βάλσου  να τ' αγκαλιάσεις.
 
Αν θέλεις με χαρά να δεις
Γρήγορα του γυρισμού  τη μέρα,
Αν σου' δειχνε συμπάθεια   
Από  κάπου θα' χες ελπίδα,
 
Τους δικούς σου κάποτε  να δεις
Φτάνοντας στο καλόχτιστο  σου,
Το  σπίτι σου το αρχοντικό
Τη γη την πατρική σου.