Κυριακή 19 Ιουνίου 2016

50.FERN HILL Ποίηση Dylan Τοmas

50.Ποίηση

By Dylan Tomas (1914-1953)
Ένας από τους μεγαλύτερου;ς Άγγλους Ποιητές

FERN HILL


Όταν ήμουν νέος και ανέμελος κάτω από τα κλαδιά της μηλιάς
Γύρω από το μελωδικό σπίτι,και ευτυχισμένος 
που το χορτάρι ήταν πράσινο
Η νύχτα πάνω απ'τη λαγκαδιά σπαρμένη μ'αστέρια,
Ο χρόνος που μ'αφήνει να φωνάζω και ν'ανεβαίνω 
Ολοχρυσος στη ράχη των ματιών του,
Και τιμημένος πάνω σε άμαξες ήμουν πρίγκηπας των πόλεων των μήλων
Και κάποτε πριν από καιρό  άρχοντας των δένδρων,των φύλλων
Και του μονοπατιού  με τις μαργαρίτες και το κριθάρι
Κάτω πρός τα ποτάμια με το μοναδικό φως.


Καθώς ήμουν φρέσκος και ξένοιαστος,διάσημος ανάμεσα στους αχυρώνες
Γύρω από τη χαρούμενη αυλή και τραγουδούσα έξω στη φάρμα που ήταν το σπίτι μου
Ο χρόνος με άφηνε να παίζω κάτω απ'τον ήλιο που μια φορά μόνο είναι νέος,
Και να είμαι χρυσός στο έλεος των ακτίνων του 
Θαλερός και χρυσός ήμουν κυνηγός και βοσκός,και τα μοσχάρια
Τραγουδούσαν  στη φλογέρα μου,
Οι αλεπούδες στους λόφους γαύγιζαν καθαρά και κρύα 
Και το Σάββατο σήμανε αργά
Μέσα στα βότσαλα των άγιων χειμάρρων.

Όλη η διαδρομή του ήλιου ήταν αδιάκοπη,ήταν μια γλύκα,
Τα σανά των χωραφιών ψηλά σαν το σπίτι,
Οι μελωδίες από τις καμινάδες ήταν αέρας
Και γλυκό παιχνίδι του νερού
Και πράσινη πυρκαγιά σαν το χορτάρι
Και νυχτωδία κάτω απ'τα φτωχά αστέρια.
Καθώς πήγαινα να κοιμηθώ 
Οι κουκουβάγιες έπειρναν τη φάρμα στα χέρια τους,
Σ'όλη τη διαδρομή του φεγγαριού άκουγα,εγώ ο ευλογημένος των σταύλων,
Τις νυχτερινές διαφωνίες τους πετώντας με τις θυμωνιές στο στόμα,
Και τα άλογα που  λαμπίριζαν μέσα στο σκοτάδι.

Και  μετά το ξύπνημα, να και η φάρμα  σαν λευκός ταξιδιώτης
Μουσκεμένος με την πρωϊνή πάχνη,επιστρέφει,ο κόκορας στον ώμο της:
Ήταν όλα ένα φως,ήταν όλα ο Αδάμ και η παρθένα(Εύα)
Ο ουρανός σχηματίστηκε ξανά
Και ο ήλιος ανέτειλε την ίδια πάλι ώρα.
Πρέπει να ήταν όπως στη δημιουργί;α της πρώτης ακτίνας
Στον πρώτο χώρο άσκησης των αλόγων που μαγεμένα έτρεχαν ενθουσιασμένα
Έξω από τον πράσινο σταύλο των χλιμιντρισμών
Επάνω στα ευλογημένα χωράφια .

Και ευλογημένος από τιςαλεπούδες και τους φασιανούς
Δίπλα στο εύθυμο σπίτι
Κάτω από τα νιογέννητα σύννεφα
Και ευτρυχισμένος που η καρδιά μου χτυπούσε ακόμα,
Αναγεννημένος στον ήλιο ξανά και ξανά,
Δρομολόγησα τους απρόσεχτους δρόμους μου,
Οι πόθοι μου ανταγωνίστηκα;ν το σανό του σπιτιού
Και τίποτα δε φρόντισα,στις ουράνιες μπλέ συναλλαγές μου,
Γιατί σ'όλη τη μελωδική καμπή του ο χρόνος επιτρέπει
Τόσο λίγα και τέτοια πρωϊνά τραγούδια
Όταν τα φρέσκα και χρυσά παιδιά
Τον ακολουθούν χωρίς εύνοια. 

Τίποτα δεν με ένοιαζε,στων αμνών τις άσπρες μέρες,
Γιατί ο χρόνος μπορούσε να με πάρει
Από εκείνη τη χελιδονοφωλιά,με τη σκιά του χεριού μου
Προς το φεγγάρι,που συνεχώς ανατέλλει
Και ποτέ δεν πάει να κοιμηθεί.
Ήθελα να τον ακούω να πετά ψηλά με τα χωράφια
Και ξυπνούσα πάντοτε σα χαμένος σε μια φάρμα χωρίς παιδιά.
Αχ καθώς ήμουν νέος και παραδομένος
Στο έλεος των ακτινοβολιών του,
Ο χρόνοςμε κρατούσε χλωμό κι ετοιμοθάνατο
Μολονότι τραγούδησα στα δεσμά μου όπως η θάλασσα.

Μετάφραση :Παναγιώτης Γ.Παπαδέλλης 
   


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου