Κυριακή 19 Ιουνίου 2016

38.Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΑΤΕΛΕΙΩΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ (Ποίηση Παναγιώτη Γ.Παπαδέλλη)

38.ΠΟΙΗΣΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Γ.ΠΑΠΑΔΕΛΛΗ

O Δρόμος του ατέλειωτου Νόστου
                                 
      





Στη μικρή ή στη  μεγάλη Οδύσσεια μας
Υπάρχει πάντα  ένα αραξοβόλι  που μας λυτρώνει.
Μας  οδηγεί σε εκείνες τις φετιχιστικές εμμονές
Που αποδιώχνουν τους δαίμονες
Και όλα τα ερπετά της αρνητικής ονείρωξης.
Το δικό μου μικρό αραξοβόλι
Είναι κοντά  στο κρεβάτι της πρώτης γήινης αντιφεγγιάς,
Της πρώτης  ανατριχίλας της σάρκας .
Εκεί που δοκίμασα  την  πρώτη αγκαλιά
Και ενώθηκα με  την πηγή της ζωής.
Ανάμεσα στα ταπεινά λιθόστρωτα
Των αδύναμων μικρών βηματισμών μου,
Δίπλα στις πολύχρωμες εικόνες
Της ξεσηκωμένης φαντασίας μου,
Από τη  φύση και τους  ανθρώπους της.
Εκεί  γυρίζω,  στα άγουρα  βήματά μου,
Που μέρα τη μέρα μεγάλωναν
Αφήνοντας  να πέφτουν στις ρούγες οι αλυσίδες  
Των ελεύθερων βηματισμών μου.
Αυτών που με κρατούσαν μακριά
Από το δρόμο της ελευθερίας,
Μακριά απ’  το ταπεινό θέατρο
Της φυγής του μυαλού μου  προς το άπειρο.
Σ’ αυτή την  κομμένη  λωρίδα γης στη ράχη του βουνού
Στήνω το σκηνικό  των  ονείρων
Και  των  φαντασιώσεών μου.
Εκεί που τις Κυριακές και τις γιορτές οι  χωρικοί
Γέμιζαν τα αδιέξοδα τους με  κλεφτές ματιές  
Πάνω στα κόκκινα μάγουλα των κοριτσιών.
Στα  λίγα αυτά μέτρα της επιστροφής
Η φύση  χαράζει  δρόμους λυρικούς,
Ξυπνά  παγωμένες αισθήσεις.
Εδώ  θαρρείς πως μπορείς ν’ απλώσεις  τα χέρια σου
Να πιάσεις τη σελήνη.
Να πετάξεις μαζί της πάνω  απ’το Ραχώνι
Και να ταξιδεύεις μετέωρος πάνω από τα βουνά
Τα ενωμένα  με το σώμα και τη σκέψη σου .
Ύστερα θαρρείς  πως θα  αιωρηθείς πάνω από τον κάμπο,
Τον ξενυχτισμένο  απ’ τα τραγούδια των αηδονιών
Κι απ’ τα κοάσματα των βατράχων ,που σεγοντάρουν
Τους  αργόσυρτους  ήχους των νερών της Ποταμιάς.
Βλέπεις τον Αη Λιά περήφανο, μοναχό ,αδιάβαστο,
Δίχως προσκυνητές ,δίχως  ψαλμουδιές ,δίχως λιβάνι.
Με  τα κεριά του παγωμένα
Απ’ τον ψυχρό  αγέρα της Χαλαντριάς
Και με τον κωδωνοκρούστη
Της μικρής, φτωχής καμπάνας του,
Να καλεί τ’ αγρίμια απ΄το Σιμόκαστρο
Κι’ απ’ τα σπηλιάδια για τον εσπερινό.
Δίπλα το σκηνικό απ’ το νιό  ζευγάρι,
Που  χώθηκε στην ερωτοφωλιά
Να ανακατέψει τα αμήχανα, τα φτωχά όνειρά του.
Να συντονίσει τους χτύπους της καρδιάς
Λίγο πριν την ώρα των πρώτων  κλεφτών φιλιών,
Που έρχεται η νύχτα   να τα κρύψει .
Εδώ είναι και η αφετηρία
Της περιπλάνησης όλων των ερωτευμένων
Στον κόσμο των αμέτρητων αστεριών ,
Η φυγή προς τους γαλαξίες ,που δεν τους βλέπεις
Παρά μόνο εδώ, σε αυτή  τη γωνιά
Της δικής μου αέναης εμμονής,
Του δικού μου ατέλειωτου ταξιδιού.
Σε αυτό το θέατρο σου’ ρχεται η ανάγκη
Να βγάλεις μια κραυγή ,
Να σαλπίσεις το σάλπισμα  της Ιεριχούς ,
Και να κλάψεις σαν τον Ιερεμία.
Να αφυπνίσεις την κοιμώμενη  σιωπή
Με τρομπέτες , βιολιά και σαντούρια .
Να χορέψεις απτάλικους,  συρτούς,
Ζεϊμπέκικους κι αντικριστούς  χορούς,
Σαν κι αυτούς που ακούγονταν
Στα πανηγύρια της Αγιά Σωτήρας.
Να φωνάξεις για  το  όμορφο σχολειό,
Παντέρημο πια και βουβό                                                                  
Από τις πολύχρωμες φωνούλες,
Με   στοιχειωμένους τους μαυροπίνακες των αναμνήσεων.
Να θρηνήσεις για  το νιό τον άγουρο γιατρό το Μίμη,
Που χαιρετούσε εδώ τους τελευταίους χωριανούς
Φεύγοντας για το Γράμμο.
Κι ύστερα να γυρνά νεκρός από βόλια Ελληνικά
Για να αναπαυθεί δίπλα στους προγόνους του.
Μα και για το όμορφο κυππαρίσι
Που το έκοψε ο κεραυνός στα διό,
Ο ίδιος που έκαψε και έδιωξε τον Αντώνη στην Αθήνα.
Να  δακρύσεις  για τις τελευταίες  ματιές απελπισίας
Προς τις ερωτικές  καμπύλες των λοφοσειρών
Και τις σμιλεμένες απ’ το χρόνο   μορφές των βράχων,
Αυτών που  έφευγαν αφήνοντας αμανάτι τα όνειρά τους .
Σ’ αυτά τα λίγα  μέτρα της αδιάκοπης ,
Νοσταλγικής παρουσίας μου,
Τώρα η φύση στήνει το δικό της  τρελό πανηγύρι.
Μα  χωρίς τα νιάτα με τα χωρατά και τα τραγούδια τους
Είναι μίζερο, παγερό, μισό.
Όμως όπως  ο Πλούτωνας στέλνει κάθε  άνοιξη
Την όμορφη  Περσεφόνη να ζωντανέψει τη φύση 
Με τις φουσκοδεντριές και τα λουλούδια,
Έτσι και οι ορκισμένοι αναχωρητές κρατούν τον λόγο τους.
Επιστρέφουν το καλοκαίρι στο θέατρο της φαντασίας μας
Για να  σταματήσουν τους θρήνους
Και να ανοίξουν έστω και λίγο
Την αυλαία του δρόμου του αέναου νόστου μου.


Βόλος Απρίλιος 2013

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου